ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 3ης Μαρτίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑681/13

Diageo Brands BV

κατά

Simiramida-04 EOOD

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων — Λόγοι μη αναγνωρίσεως — Προσβολή της δημοσίας τάξεως του κράτους αναγνωρίσεως — Δημόσια τάξη της Ένωσης — Απόφαση δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους αντιβαίνουσα στο περί σημάτων δίκαιο της Ένωσης — Επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας — Οδηγία 2004/48/ΕΚ — Δικαστικά έξοδα»





I –    Εισαγωγή

1.        Στην παρούσα υπόθεση, το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) έθεσε στο Δικαστήριο πλείονα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν πρωτίστως την ερμηνεία του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (2), το οποίο ορίζει ότι απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως. Ειδικότερα, το ζήτημα είναι αν το γεγονός ότι απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος προελεύσεως αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης δικαιολογεί τη μη αναγνώριση της αποφάσεως αυτής στο κράτος αναγνωρίσεως, για τον λόγο ότι προσβάλλει τη δημόσια τάξη του κράτους αυτού. Η παρούσα υπόθεση δίνει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εξειδικεύσει τα κριτήρια τα οποία πρέπει να λάβει υπόψη το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, τα οποία διατυπώθηκαν, εσχάτως, στην απόφαση Αποστολίδης (3), προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχει προφανής προσβολή της δικής του δημοσίας τάξεως, όταν η εν λόγω προσβολή απορρέει από παραβίαση κανόνων του δικαίου της Ένωσης.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Ο κανονισμός 44/2001

2.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 6, 16 και 17 του κανονισμού 44/2001 έχουν ως εξής:

«(6)      Για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων να καθορίζονται από δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο κοινοτικό νομοθέτημα.

[…]

(16)      Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης.

(17)      Η προαναφερόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη απαιτεί αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της διαδικασίας με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε κράτος μέλος απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Για τον σκοπό αυτό μια απόφαση θα πρέπει να κηρύσσεται εκτελεστή κατά τρόπο οιονεί αυτόματο, μετά από απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να έχει το δικαστήριο τη δυνατότητα να προβάλει αυτεπαγγέλτως έναν από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό.»

3.        Τα άρθρα 33, παράγραφος 1, 34, σημεία 1 και 2, και 36 του κανονισμού 44/2001 περιλαμβάνονται στο κεφάλαιό του ΙΙΙ, το οποίο επιγράφεται «Αναγνώριση και εκτέλεση».

4.        Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.»

5.        Το άρθρο 34, σημεία 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

1)         αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως·

2)         αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός αν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει».

6.        Κατά το άρθρο 36 του ίδιου κανονισμού:

«Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως.»

 Β —      Η οδηγία 2004/48/ΕΚ

7.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ (4) ορίζει ότι η οδηγία αυτή αφορά «τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας», ενώ διευκρινίζει ότι ο όρος αυτός εμπεριέχει «τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας».

8.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας αναφέρει ότι τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα αποκαταστάσεως που προβλέπονται σε αυτήν εφαρμόζονται «σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία ή/και την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους».

9.        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα αποκαταστάσεως τα οποία απαιτούνται για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και τα οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν πρέπει να είναι «αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο και να προβλέπονται εγγυήσεις κατά της κατάχρησής τους».

10.      Προς τούτο, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «να διατάσσουν την άμεση και αποτελεσματική λήψη προσωρινών μέτρων για την προστασία των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την εικαζόμενη προσβολή». Η ίδια διάταξη διευκρινίζει ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν «την πραγματική κατάσχεση των παράνομων εμπορευμάτων». Επίσης, το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Προσωρινά και συντηρητικά μέτρα», επιβάλλει στα κράτη μέλη, στην παράγραφο 1, στοιχείο β΄, να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να μπορούν, κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντος, «να διατάσσουν την κατάσχεση ή την απόδοση των εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι προσβάλλουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας». Τα άρθρα 7, παράγραφος 4, και 9, παράγραφος 7, της ίδιας οδηγίας ορίζουν ότι, «αν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι δεν υπήρξε προσβολή ή απειλή προσβολής δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας», οι δικαστικές αρχές έχουν την εξουσία «να διατάξουν τον αιτούντα, αιτήσει του καθού, να καταβάλει στον καθού προσήκουσα αποζημίωση για κάθε ζημία που υπέστη εξαιτίας των εν λόγω μέτρων».

11.      Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη ο νικήσας διάδικος να βαρύνουν κατά κανόνα τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός αν λόγοι επιεικείας επιβάλλουν άλλως.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12.      H Diageo Brands BV (στο εξής: Diageo Brands), με έδρα στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), είναι δικαιούχος, μεταξύ άλλων, του σήματος «Johnny Walker». Θέτει ουίσκι αυτού του σήματος στο εμπόριο στη Βουλγαρία μέσω αποκλειστικού τοπικού εισαγωγέα.

13.      Η Simiramida-04 EOOD (στο εξής: Simiramida), με έδρα στη Βάρνα (Βουλγαρία), εμπορεύεται οινοπνευματώδη ποτά.

14.      Στις 31 Δεκεμβρίου 2007, εμπορευματοκιβώτιο με 12 096 φιάλες ουίσκι του σήματος «Johnny Walker», προοριζόμενο για τη Simiramida, έφθασε από τη Γεωργία στο λιμάνι της Βάρνας (Βουλγαρία). Θεωρώντας ότι η εισαγωγή στη Βουλγαρία της συγκεκριμένης παρτίδας φιαλών χωρίς τη συγκατάθεσή της συνιστά προσβολή του δικαιώματος επί του σήματός της, η Diageo Brands ζήτησε και έλαβε, στις 12 Μαρτίου 2008, άδεια από το Sofiyski gradski sad (Πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) για την επιβολή κατασχέσεως στην εν λόγω παρτίδα ουίσκι.

15.      Στις 9 Μαΐου 2008, κατόπιν εφέσεως της Simiramida, το Sofiyski apelativen sad (Εφετείο Σόφιας) εξαφάνισε την απόφαση της 12ης Μαρτίου 2008 με την οποία είχε διαταχθεί η κατάσχεση.

16.      Με αποφάσεις της 30ής Δεκεμβρίου 2008 και της 24ης Μαρτίου 2009, το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Αναιρετικό Δικαστήριο) απέρριψε για τυπικούς λόγους την αίτηση αναιρέσεως που είχε καταθέσει η Diageo Brands.

17.      Στις 9 Απριλίου 2009, ήρθη η κατάσχεση της παρτίδας ουίσκι η οποία είχε επιβληθεί αιτήσει της Diageo Brands.

18.      Στην επί της ουσίας δίκη που κινήθηκε από την Diageo Brands κατά της Simiramida λόγω προσβολής δικαιώματος επί σήματος, το Sofiyski gradski sad, με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2010, απέρριψε την αγωγή της Diageo Brands. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το Sofiyski gradski sad, χωρίς να εξετάσει τις περιστάσεις της υποθέσεως, έκρινε ότι από ερμηνευτική απόφαση, η οποία είχε εκδοθεί από το Varhoven kasatsionen sad στις 15 Ιουνίου 2009, προκύπτει ότι η εισαγωγή στη Βουλγαρία προϊόντων που με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος τέθηκαν στο εμπόριο εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων επί του σήματος. Το Sofiyski gradski sad εκτίμησε ότι, βάσει του βουλγαρικού δικονομικού δικαίου, δεσμεύεται από την ερμηνευτική αυτή απόφαση.

19.      Η Diageo Brands δεν άσκησε ένδικο μέσο κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Sofiyski gradski sad της 11ης Ιανουαρίου 2010, η οποία απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

20.      Στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η Simiramida ζητεί ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων την καταβολή ποσού άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται ότι υπέστη λόγω της κατασχέσεως που επιβλήθηκε αιτήσει της Diageo Brands. H Simiramida στηρίζει την αγωγή της στην απόφαση που εκδόθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2010 από το Sofiyski gradski sad, καθόσον με αυτή διαπιστώθηκε ο παράνομος χαρακτήρας της εν λόγω κατασχέσεως. Αμυνόμενη, η Diageo Brands υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή δεν δύναται να αναγνωριστεί στις Κάτω Χώρες, για τον λόγο ότι προφανώς αντίκειται στη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην απόφασή του της 11ης Ιανουαρίου 2010, το Sofiyski gradski sad προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι στηρίχθηκε σε ερμηνευτική απόφαση η οποία η ίδια έπασχε από πλάνη περί το δίκαιο και είχε εκδοθεί από το Varhoven kasatsionen sad κατά παράβαση της υποχρεώσεώς του να θέσει προδικαστικό ερώτημα βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

21.      Με απόφαση της 2ας Μαρτίου 2011, το Rechtbank te Amsterdam (Πρωτοδικείο Άμστερνταμ) δέχτηκε την επιχειρηματολογία της Diageo Brands και απέρριψε την αγωγή της Simiramida.

22.      Κατόπιν εφέσεως που άσκησε η Simiramida, το Gerechtshof te Amsterdam (Εφετείο Άμστερνταμ), με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, μεταρρύθμισε την απόφαση του Rechtbank te Amsterdam και έκρινε ότι η απόφαση του Sofiyski gradski sad της 11ης Ιανουαρίου 2010 πρέπει να αναγνωριστεί στις Κάτω Χώρες. Αποφάσισε όμως να αναστείλει τη διαδικασία όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως.

23.      Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως που κατατέθηκε από την Diageo Brands, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, «οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι η ερμηνευτική απόφαση που εκδόθηκε από το Varhoven kasatsionen sad στις 15 Ιουνίου 2009 αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης», και ότι «η Diageo Brands προσκόμισε […] νέα ερμηνευτική απόφαση εκδοθείσα από [το Varhoven kasatsionen sad] στις 26 Απριλίου 2012, με την οποία ρητώς επιβεβαιώνεται η ερμηνευτική απόφαση της 15ης Ιουνίου 2009».

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden, με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2013 η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 2013, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 34, […] σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο περιλαμβανόμενος σε αυτό λόγος μη αναγνωρίσεως αφορά επίσης την περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως αντίκειται προφανώς στο δίκαιο της Ένωσης και τούτο έγινε αντιληπτό από το δικαστήριο αυτό;

2)      α)     Πρέπει το άρθρο 34, […] σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επιτυχής επίκληση του περιλαμβανόμενου σε αυτό λόγου μη αναγνωρίσεως εμποδίζεται από το γεγονός ότι ο διάδικος που επικαλείται τον λόγο αυτόν δεν άσκησε στο κράτος μέλος προελεύσεως της αποφάσεως τα εκεί διαθέσιμα ένδικα μέσα;

β)      Σε περίπτωση που το ερώτημα 2α χρήζει καταφατικής απαντήσεως, μήπως αρμόζει διαφορετική απάντηση αν η άσκηση ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος προελεύσεως της αποφάσεως δεν είχε νόημα, επειδή πρέπει να γίνει δεκτό ότι τούτο δεν θα είχε οδηγήσει σε διαφορετική απόφαση;

3)      Πρέπει το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή αφορά επίσης τα έξοδα στα οποία οι διάδικοι υποβλήθηκαν στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως σε κράτος μέλος, αν η αγωγή και η άμυνα αφορούν την προβαλλόμενη ευθύνη του εναγομένου λόγω των κατασχέσεων και των ανακοινώσεων στις οποίες αυτός προέβη για την επιβολή δικαιώματός του επί σήματος σε άλλο κράτος μέλος, και συναφώς τίθεται ζήτημα αναγνωρίσεως στο πρώτο κράτος μέλος αποφάσεως του δικαστηρίου του δεύτερου κράτους μέλους;»

25.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν, εκτός από τους διαδίκους της κύριας δίκης, η Γερμανική και η Λετονική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

26.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, υποβλήθηκαν προφορικές παρατηρήσεις εξ ονόματος των διαδίκων της κύριας δίκης και της Επιτροπής.

IV – Ανάλυση

27.      Θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, τις προκείμενες που στηρίζουν την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου και στη συνέχεια θα αναλύσω τις καθοριστικές πτυχές των προδικαστικών ερωτημάτων που έθεσε το δικαστήριο αυτό.

 Α —      Προκαταρκτικές σκέψεις

28.      Πρέπει, ευθύς εξαρχής, να υπομνησθεί ότι στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στη διαφορά της κύριας δίκης και να συναγάγει εντεύθεν τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση που καλείται να εκδώσει (5).

29.      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, κατ’ αρχήν στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει ότι στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή κανόνα της Ένωσης. Πάντως, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δύναται, αν παρίσταται ανάγκη, να δώσει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο κατά την ερμηνεία του (6).

30.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει στα τεθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αφήνοντας στο τελευταίο δικαστήριο τη φροντίδα να εξακριβώσει τα συγκεκριμένα στοιχεία της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς (7).

31.      Συναφώς, σημειώνω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, ότι η τελευταία στηρίζει τα ερωτήματά της σε πλείονες προκείμενες, δηλαδή στο ότι η απόφαση του Sofiyski gradski sad της 11ης Ιανουαρίου 2010 και η ερμηνευτική απόφαση του Varhoven kasatsionen sad της 15ης Ιουνίου 2009, στην οποία στηρίζεται η απόφαση του Sofiyski gradski sad, αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης (8). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η δεύτερη ερμηνευτική απόφαση που εκδόθηκε από το Varhoven kasatsionen sad στις 26 Απριλίου 2012, με την οποία ρητώς επιβεβαιώθηκε η πρώτη ερμηνευτική απόφαση, επίσης αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης.

32.      Πάντως, όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως την οποία κίνησε σχετικά με τη συμβατότητα της νομολογίας του Varhoven kasatsionen sad με το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/95/ΕΚ (9), η Επιτροπή εξέτασε τις δύο ερμηνευτικές αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου. Από την εξέταση αυτή, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο η ερμηνευτική απόφαση της 15ης Ιουνίου 2009 όσο και αυτή της 26ης Απριλίου 2012, η οποία είναι πιο διεξοδική, συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης. Βάσει της αναλύσεως αυτής, η Επιτροπή έθεσε τέλος στη διαδικασία λόγω παραβάσεως. Έτσι, κατά την Επιτροπή, η περιεχόμενη στην απόφαση περί παραπομπής διαπίστωση ότι η ερμηνευτική απόφαση του Varhoven kasatsionen sad της 15ης Ιουνίου 2009 αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης δεν είναι ορθή. Κατά συνέπεια, δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο ότι, τελικά, το Sofiyski gradski sad εφάρμοσε εσφαλμένως την απόφαση αυτή.

33.      Όσον αφορά την απόφαση του Sofiyski gradski sad της 11ης Ιανουαρίου 2010, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στην ουσία οι διάδικοι φαίνεται να συμφωνούν ως προς το ότι η εν λόγω απόφαση αντίκειται στο άρθρο 5 της οδηγίας 89/104 (10). Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό παρέχει στον δικαιούχο του σήματος τη δυνατότητα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή, προσφορά, εμπορία ή για τους σκοπούς αυτούς κατοχή προϊόντων τα οποία φέρουν το σήμα αυτό (11). Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το εν λόγω άρθρο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ο δικαιούχος σήματος δύναται να αντιταχθεί στη για πρώτη φορά διάθεση στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ, χωρίς τη συγκατάθεσή του, γνήσιων προϊόντων που φέρουν το σήμα αυτό (12).

34.      Υπό το φως των προκαταρκτικών αυτών παρατηρήσεων και λαμβανομένης υπόψη της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ ορισμένων από τα ερωτήματα που τέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, θα εξεταστούν από κοινού και πρώτα. Το ερώτημα που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48 θα εξεταστεί στη συνέχεια.

 Β —      Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

35.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το γεγονός ότι απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος προελεύσεως αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης δικαιολογεί τη μη αναγνώριση της αποφάσεως αυτής στο κράτος αναγνωρίσεως, για τον λόγο ότι προσβάλλει τη δημόσια τάξη του κράτους αυτού. Το ίδιο δικαστήριο ζητεί ακόμη να διευκρινιστεί αν το δικαστήριο που αποφαίνεται επί της κηρύξεως της εκτελεστότητας δύναται ή οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το πρόσωπο το οποίο εναντιώνεται στην αναγνώριση της αποφάσεως στο κράτος αναγνωρίσεως δεν άσκησε τα διαθέσιμα στο κράτος προελεύσεως ένδικα μέσα.

36.      Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, πρέπει προηγουμένως να εξεταστούν τα κριτήρια με βάση τα οποία το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως πρέπει να εκτιμήσει αν υπάρχει προφανής προσβολή της δημοσίας τάξεως του οικείου κράτους. Στην ουσία, το ζήτημα είναι να καθοριστούν τα αναγκαία για την ανωτέρω εκτίμηση στοιχεία σύμφωνα με το νομολογιακό πλαίσιο που διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο σχετικά με την παραπομπή στην έννοια της «δημοσίας τάξεως» κατά τον κανονισμό 44/2001.

1.      Προκαταρκτική παρατήρηση επί της εννοίας της «δημοσίας τάξεως»

37.      Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί ερωτήματος ερμηνείας της έννοιας της «δημοσίας τάξεως» κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, δηλαδή στο στάδιο της αναγνωρίσεως της αποφάσεως από το κράτος αναγνωρίσεως.

38.      Όσον αφορά την έννοια της «δημοσίας τάξεως», από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη παραμένουν κατ’ αρχήν ελεύθερα να καθορίσουν, βάσει της επιφυλάξεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, σύμφωνα με τις εθνικές τους αντιλήψεις, τις απαιτήσεις της δικής τους δημοσίας τάξεως, τα όρια της έννοιας αυτής εμπίπτουν στην ερμηνεία του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, ναι μεν δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ορίσει το περιεχόμενο της έννοιας της «δημοσίας τάξεως» ενός κράτους μέλους, πλην όμως οφείλει να ελέγξει τα όρια εντός των οποίων δικαστήριο κράτους μέλους δύναται να παραπέμψει στην έννοια αυτή για να μην αναγνωρίσει απόφαση δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους (13).

39.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι έλαβε χώρα παράβαση, από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως, ενός κανόνα ουσιαστικού δικαίου της Ένωσης, δηλαδή του άρθρου 5 της οδηγίας 89/104. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η προσβολή της δημοσίας τάξεως όντως αφορά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, η επίμαχη προσβολή δεν αφορά την εθνική δημόσια τάξη κατά το στάδιο της αναγνωρίσεως, αλλά τη δημόσια τάξη της Ένωσης, η οποία, η ίδια, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εθνικής δημοσίας τάξεως (14). Έτσι, ορισμένες διατάξεις βασικές για την εκπλήρωση των αποστολών που έχουν ανατεθεί στην Ένωση και, ειδικότερα, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (15) δικαιολογούν, μεταξύ άλλων, την άρνηση αναγνωρίσεως διαιτητικής αποφάσεως. Πράγματι, μολονότι σε κάθε κράτος μέλος απόκειται να καθορίσει τις απαιτήσεις της δικής του δημοσίας τάξεως, εντός της εθνικής δημοσίας τάξεως υπάρχει πάντοτε ένας πυρήνας αξιών, αρχών και βασικών κανόνων της Ένωσης, με το ίδιο κανονιστικό περιεχόμενο, τον οποίο κάθε κράτος μέλος οφείλει να λαμβάνει υπόψη.

2.      Η νομολογιακή οριοθέτηση της έννοιας της «δημοσίας τάξεως» κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001

40.      Κατά την αιτιολογική του σκέψη 6, ο κανονισμός 44/2001 εντάσσεται στο πλαίσιο της δημιουργίας ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου εντός του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους του κανονισμού αυτού. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού 44/2001 προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτόν καθεστώς αναγνωρίσεως και εκτελέσεως στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης στο εσωτερικό της Ένωσης. Λόγω της εμπιστοσύνης αυτής, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος πρέπει να αναγνωρίζονται αυτοδικαίως σε άλλο κράτος μέλος, και επίσης πρέπει να είναι αποτελεσματική και ταχεία η διαδικασία με την οποία οι αποφάσεις αυτές κηρύσσονται εκτελεστές στο τελευταίο κράτος. Η διαδικασία αυτή, κατά την αιτιολογική σκέψη 17 του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να περιλαμβάνει απλώς και μόνον τυπικό έλεγχο των εγγράφων που απαιτούνται για την κήρυξη της εκτελεστότητας στο κράτος εκτελέσεως (16).

41.      Εφόσον η Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών) (17), αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό 44/2001 (18) στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, η ερμηνεία που το Δικαστήριο έχει δώσει στη Σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει για τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού αυτού (19). Αυτό συμβαίνει με το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 27, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (20). Κατά το άρθρο αυτό, απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως. Οι δυνάμενοι να τύχουν επικλήσεως λόγοι μη αναγνωρίσεως απαριθμούνται στα άρθρα 34 και 35 του κανονισμού αυτού. Αυτή η απαρίθμηση των λόγων μη αναγνωρίσεως, οι οποίοι πρέπει να ερμηνεύονται στενά, είναι εξαντλητική (21). Ειδικότερα, το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται με αυστηρό τρόπο, επειδή αποτελεί εμπόδιο για την επίτευξη ενός από τους βασικούς στόχους του κανονισμού αυτού (22). Κατά συνέπεια, η περιλαμβανόμενη στην εν λόγω διάταξη ρήτρα δημοσίας τάξεως δύναται να διαδραματίσει ρόλο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (23).

42.      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σημείο 38 των προτάσεών μου, μολονότι η δημόσια τάξη αποτελεί εθνική έννοια, παρά ταύτα το Δικαστήριο ασκεί αυστηρό έλεγχο επ’ αυτής, την οποία ερμηνεύει στενά (24). Η εν λόγω απαίτηση στενής ερμηνείας περιλαμβανόταν ήδη στην έκθεση του P. Jenard (25) σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, ενώ αναγνωριζόταν επίσης από τα εθνικά δίκαια (26). Πράγματι, το επίρρημα «προφανώς», το οποίο προστέθηκε κατά τη μετατροπή της Συμβάσεως σε κανονισμό, αποτυπώνει, στο πλαίσιο του τελευταίου, την απαίτηση να είναι προφανής η αντίθεση της αναγνωρίσεως των αποφάσεων προς τη δημόσια τάξη (27). Η τροποποίηση αυτή, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση σχετικά με το άρθρο 41 της προτάσεως κανονισμού του Συμβουλίου, σκοπό έχει να τονίσει τον «εξαιρετικό χαρακτήρα της προσφυγής στη δημόσια τάξη» με «στόχο τη βελτίωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων» (28).

43.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα άρθρα 36 και 45, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, αποκλείοντας την επί της ουσίας αναθεώρηση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, απαγορεύουν στο δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως να αρνηθεί την αναγνώριση ή την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής απλώς και μόνο για τον λόγο ότι υπάρχει απόκλιση μεταξύ του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως και του κανόνα που το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως θα είχε εφαρμόσει αν είχε επιληφθεί της διαφοράς. Κατά κανόνα, το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως δεν μπορεί να ελέγξει την ακρίβεια των νομικών ή πραγματικών εκτιμήσεων του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως (29).

44.      Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι παραπομπή στην κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 ρήτρα δημοσίας τάξεως είναι νοητή μόνο στην περίπτωση που η αναγνώριση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος θα προσέκρουε κατά τρόπο απαράδεκτο στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, επειδή θα προσέβαλλε θεμελιώδη αρχή. Για να τηρηθεί η απαγόρευση της επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, η προσβολή θα πρέπει να συνιστά πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου θεωρουμένου ως ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως ή δικαιώματος αναγνωριζομένου ως θεμελιώδους στην εν λόγω έννομη τάξη (30). Πράγματι, στον εθνικό δικαστή απόκειται να διασφαλίσει με την ίδια αποτελεσματικότητα την προστασία των δικαιωμάτων που παρέχονται από την εθνική έννομη τάξη και εκείνων που παρέχονται από το δίκαιο της Ένωσης (31).

3.      Νομική εκτίμηση

 α)     Επί της παραβιάσεως ουσιώδους κανόνα, δικαιώματος αναγνωριζομένου ως θεμελιώδους ή θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης

45.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από το σημείο 33 των προτάσεών μου, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει μόνο την παράβαση, από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως, του άρθρου 5 της οδηγίας 89/104.

46.      Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 89/104, η οποία προσάπτεται στο Sofiyski gradski sad στην απόφασή του της 11ης Ιανουαρίου 2010, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί παραβίαση θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης.

47.      Συμμερίζομαι την άποψή τους.

48.      Σημειώνω, ευθύς εξαρχής, ότι η δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να εκτιμάται in concreto, δηλαδή με βάση τη βαρύτητα των συνεπειών που απορρέουν από την αναγνώριση της επίμαχης αποφάσεως. Έτσι, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη επίσης η σχέση μεταξύ της υποθέσεως της κύριας δίκης και της έννομης τάξεως του κράτους αναγνωρίσεως (32).

49.      Εν προκειμένω, όπως ανέφερα με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου, αν η διαπίστωση που περιέχεται στην απόφαση περί παραπομπής, ότι η ερμηνευτική απόφαση του Varhoven kasatsionen sad της 15ης Ιουνίου 2009 αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης, δεν είναι ορθή, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, λαμβανομένων συναφώς υπόψη των παρατηρήσεων της Επιτροπής, ότι το Sofiyski gradski sad εφάρμοσε εσφαλμένως την απόφαση αυτή.

50.      Πάντως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος απλώς και μόνο για τον λόγο ότι εκτιμά ότι με την απόφαση αυτή εφαρμόστηκε εσφαλμένως το εθνικό δίκαιο ή το δίκαιο της Ένωσης, επειδή διαφορετικά θα διακυβευόταν ο σκοπός του κανονισμού 44/2001 (33).

51.      Από τον εξαιρετικό χαρακτήρα της παραπομπής στη ρήτρα δημοσίας τάξεως συνάγω ότι, κατ’ αρχήν, ενδεχόμενη πλάνη περί το δίκαιο, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να θεωρηθεί προσβολή της δημοσίας τάξεως ούτε να δικαιολογήσει άρνηση αναγνωρίσεως (34) της αποφάσεως του Sofiyski gradski sad. Πράγματι, αφενός, η άρνηση αναγνωρίσεώς της δεν ικανοποιεί τα κριτήρια που αναφέρει η νομολογία του Δικαστηρίου η οποία υπομνήσθηκε στο σημείο 44 των προτάσεών μου. Λόγος μη αναγνωρίσεως υπάρχει αν οι συνέπειες της αναγνωρίσεως αποφάσεως αντίκεινται στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως (35), πράγμα το οποίο αφορά τόσο το εθνικό δίκαιο όσο και το δίκαιο της Ένωσης, και οι συνέπειες αυτές πρέπει να έχουν ορισμένη βαρύτητα, δηλαδή προδήλως να παραβιάζουν κανόνα δικαίου θεωρούμενο ως ουσιώδη στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως ή δικαίωμα αναγνωριζόμενο ως θεμελιώδες στην εν λόγω έννομη τάξη (36). Αφετέρου, η αναγνώριση της αποφάσεως του Sofiyski gradski sad δεν προσκρούει κατά απαράδεκτο τρόπο στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, επειδή δεν παραβιάζει θεμελιώδη αρχή. Διαφορετική απόφανση θα δημιουργούσε τον κίνδυνο, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, να επανέλθει η εξουσία αναθεωρήσεως, η οποία απαγορεύεται από τα άρθρα 36 και 45 του κανονισμού 44/2001. Επίσης, κατά την Επιτροπή, μια τέτοια απόφανση, αφενός, θα έθετε υπό αμφισβήτηση την αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης στο εσωτερικό της Ένωσης, στην οποία στηρίζεται το προβλεπόμενο από τον κανονισμό 44/2001 καθεστώς αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, και, αφετέρου, θα έθιγε την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων.

52.      Ασφαλώς, ουδείς δύναται να αποκλείσει ότι, κατόπιν ενός τέτοιου σφάλματος, η αναγνώριση αποφάσεως προδήλως παραβιάζει ουσιώδεις κανόνες ή θεμελιώδεις αρχές, ακόμη και του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί η ανάγκη να πρόκειται για παραβίαση αυτών των κανόνων ή αυτών των αρχών (37) δημοσίας τάξεως της Ένωσης. Πάντως, όπως η Επιτροπή, δεν έχω πειστεί ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία διατάξεως που προστέθηκε σε οδηγία ελάχιστης εναρμονίσεως, η οποία αποσκοπούσε στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, αφήνοντας στα εν λόγω κράτη αρκετά μεγάλη ελευθερία όσον αφορά τη μεταφορά της (38), μπορεί να θεωρηθεί παραβίαση ουσιωδών κανόνων ή θεμελιωδών αρχών (39).

53.      Η απάντηση του Δικαστηρίου στην απόφαση Eco Swiss (40) σχετικά με την εκτελεστότητα διαιτητικής αποφάσεως δεν μεταβάλλει την ανωτέρω εκτίμηση. Συγκεκριμένα, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ είναι βασική διάταξη απαραίτητη για την εκπλήρωση των αποστολών που έχουν ανατεθεί στην Ένωση και, ειδικότερα, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (41). Εντεύθεν συνήγαγε ότι η εν λόγω διάταξη του δικαίου της Ένωσης είναι διάταξη δημοσίας τάξεως κατά την έννοια της Συμβάσεως για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων η οποία υπεγράφη στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958 (42), πράγμα που κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 δεν μπορεί να συμβαίνει με το άρθρο 5 της οδηγίας 89/104.

54.      Το ότι η απόφαση εκείνη δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση της κύριας δίκης προκύπτει επίσης από σειρά άλλων διαφορών. Πρώτον, το άρθρο 34, σημείο 1, επιτρέπει την άρνηση αναγνωρίσεως όχι διαιτητικής αποφάσεως, αλλά δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος. Πάντως, οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων απολαύουν ενός τεκμηρίου νομιμότητας. Όσον αφορά τις δικαστικές αποφάσεις, αυτό το τεκμήριο νομιμότητας δικαιολογεί μικρότερο βαθμό αυστηρότητας του εφαρμοζόμενου από το Δικαστήριο κριτηρίου της δημοσίας τάξεως σε σχέση με τις διαιτητικές αποφάσεις. Δεύτερον, οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα δικαστήρια των κρατών μελών υπόκεινται στο σύστημα δικαστικής προστασίας που έχει θεσπιστεί από το δίκαιο της Ένωσης και, μεταξύ άλλων, στον μηχανισμό προδικαστικής παραπομπής, πράγμα που δεν συμβαίνει με τις διαιτητικές αποφάσεις (43). Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ένα διαιτητικό δικαστήριο που συστάθηκε βάσει συμβάσεως δεν αποτελεί «δικαστήριο κράτους μέλους» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, επειδή οι διαιτητές, σε αντίθεση με ένα εθνικό δικαστήριο, δεν μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση επί ζητημάτων που ανάγονται στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (44). Πράγματι, η αμοιβαία εμπιστοσύνη με την οποία τα κράτη μέλη περιβάλλουν τις δικαστικές αποφάσεις τους και το σύστημα δικαστικής προστασίας που έχει θεσπιστεί από το δίκαιο της Ένωσης εξηγούν σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι στην υπόθεση Eco Swiss και στην υπόθεση Renault έγιναν δεκτές διαφορετικές λύσεις (45). Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη να αποκαθιστούν κάθε ζημία που προκλήθηκε στους ιδιώτες από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης καταλογιστέα σε αυτά, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως όπου η ζημία αυτή προκύπτει από απόφαση δικαστηρίου μη υποκείμενη σε ένδικα μέσα (46). Στην ευθύνη του κράτους προστίθεται η δυνατότητα ασκήσεως, με βάση το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, προσφυγής λόγω παραβάσεως.

 β)     Επί της παραβιάσεως της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας

55.      Η Diageo Brands προβάλλει παράβαση, τόσο από το Sofiyski gradski sad όσο και από το Varhoven kasatsionen sad, της υποχρεώσεως υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.

56.      Όσον αφορά, πρώτον, την υποχρέωση του Sofiyski gradski sad να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το σύστημα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλίσει την ενότητα της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στα κράτη μέλη, θεσμοθέτησε άμεση συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων (47).

57.      Συναφώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στηρίζεται σε διάλογο μεταξύ δικαστών, του οποίου η έναρξη εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου ως προς τη λυσιτέλεια και την αναγκαιότητα της εν λόγω αιτήσεως (48). Έτσι, στο μέτρο που δεν χωρεί ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, το τελευταίο κατ’ αρχήν οφείλει να απευθυνθεί στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όταν ενώπιόν του ανέκυψε ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ένωσης (49).

58.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δύσκολα μπορεί να προσαφθεί στο δικαστήριο του κράτους προελεύσεως πρόδηλη παράβαση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής. Πράγματι, το Sofiyski gradski sad είναι πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά της αποφάσεως του οποίου χωρούσε έφεση, ή και αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του βουλγαρικού ανωτάτου δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το εν λόγω δικαστήριο δεν όφειλε να θέσει προδικαστικό ερώτημα (50).

59.      Όσον αφορά, δεύτερον, την ερμηνευτική απόφαση του Varhoven kasatsionen sad της 15ης Ιουνίου 2009, στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση του Sofiyski gradski sad της 11ης Ιανουαρίου 2010, θα περιοριστώ στη διαπίστωση ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά μόνο την αναγνώριση της αποφάσεως του Sofiyski gradski sad της 11ης Ιανουαρίου 2010.

 γ)     Επί της μη εξαντλήσεως των ενδίκων μέσων

60.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που την αφορούσε, η Diageo Brands δεν άσκησε τα ένδικα μέσα που της παρείχε το εθνικό δίκαιο. Η τελευταία υποστηρίζει συναφώς ότι η αποχή αυτή οφείλεται στο ότι η άσκηση των διαθέσιμων ενδίκων μέσων ενώπιον των βουλγαρικών δικαστηρίων δεν είχε νόημα, επειδή δεν θα είχε οδηγήσει στην έκδοση διαφορετικής αποφάσεως από τα δικαστήρια αυτά.

61.      Το επιχείρημα αυτό δεν με πείθει.

62.      Στο σημείο 50 των προτάσεών μου, υπομνήσθηκε ότι η απλώς και μόνο πλάνη περί το εθνικό δίκαιο ή περί το δίκαιο της Ένωσης δεν δύναται να δικαιολογήσει άρνηση αναγνωρίσεως με βάση το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 (51). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, το ισχύον σε κάθε κράτος μέλος σύστημα ενδίκων μέσων, συμπληρούμενο με τον κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ μηχανισμό προδικαστικής παραπομπής, παρέχει επαρκή εγγύηση στα υποκείμενα δικαίου (52).

63.      Ασφαλώς, όσον αφορά τα ένδικα μέσα που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο, το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 δεν απαιτεί την εξάντληση των ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος προελεύσεως. Παρά ταύτα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο κανονισμός 44/2001 στηρίζεται στη βασική αντίληψη ότι οι πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο δίκης επί της ουσίας, περιλαμβανομένης της διορθώσεως ουσιαστικών σφαλμάτων, πρέπει να συγκεντρώνονται στο κράτος μέλος προελεύσεως (53).

64.      Και βέβαια συντάσσομαι με την προσέγγιση αυτή. Πράγματι, ο εξαιρετικός χαρακτήρας της σχετικής με τη δημόσια τάξη επιφυλάξεως στηρίζεται επίσης στην παραδοχή ότι οι εναγόμενοι αξιοποιούν όλα τα ένδικα μέσα που παρέχει το δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως προκειμένου να επιτύχουν τη διόρθωση των νομικών σφαλμάτων. Ασφαλώς, το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 δεν απαιτεί την εξάντληση των ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος προελεύσεως. Παρά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά κανόνα, και σαφέστατα, εκτός από ιδιαίτερες περιστάσεις που καθιστούν υπερβολικά δυσχερή ή αδύνατη την άσκηση των ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος προελεύσεως, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να ασκούν σε αυτό το κράτος μέλος όλα τα διαθέσιμα ένδικα μέσα προκειμένου να εμποδίσουν εξ υπαρχής μια προσβολή της δημοσίας τάξεως. Αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία όταν η προβαλλόμενη προσβολή της δημοσίας τάξεως απορρέει από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Έτσι, κάθε δικαστήριο κράτους μέλους σαφώς έχει υποχρέωση σεβασμού της δημοσίας τάξεως της Ένωσης (54).

65.      Συναφώς, νομίζω ότι το πνεύμα και ο σκοπός του κανονισμού 44/2001 συνηγορούν υπέρ του συνυπολογισμού, από το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, του γεγονότος ότι το πρόσωπο που εναντιώνεται στην αναγνώριση της αποφάσεως που εκδόθηκε στο κράτος προελεύσεως δεν άσκησε τα ένδικα μέσα που του παρείχε το εθνικό δίκαιο (55). Κατά συνέπεια, η ύπαρξη, στην έννομη τάξη του κράτους προελεύσεως, μηχανισμών άρσεως των από εθνικό δικαστήριο παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης ασφαλώς πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως προκειμένου αυτό να εκτιμήσει αν υπάρχει προφανής προσβολή της δικής του δημοσίας τάξεως δικαιολογούσα τη μη αναγνώριση της αποφάσεως στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001 (56). Πάντως, η συνεκτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται κατά περίπτωση και αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων της κάθε υποθέσεως (57). Όπως εκτέθηκε στο σημείο 39 των προτάσεών μου, αν η επίμαχη προσβολή αφορά τη δημόσια τάξη της Ένωσης, σε αντίθεση με την εθνική δημόσια τάξη, τότε η υποχρέωση όλων των κρατών μελών να λάβουν υπόψη την εν λόγω προσβολή απορρέει από το καθήκον τους να μεριμνούν για την ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (58).

66.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εξάντληση των ενδίκων μέσων τα οποία το βουλγαρικό δίκαιο παρείχε στην Diageo Brands θα της είχε, ενδεχομένως, δώσει τη δυνατότητα να προβάλει ενώπιον του ανωτάτου βουλγαρικού δικαστηρίου την ανάγκη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος.

67.      Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι, στην περίπτωση που, αφενός, η Diageo Brands είχε εξαντλήσει τα διαθέσιμα ένδικα μέσα ενώπιον των βουλγαρικών δικαστηρίων και, αφετέρου, τα ανώτερα δικαστήρια είχαν παραβιάσει το δίκαιο της Ένωσης, η Diageo Brands θα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει κατά του Βουλγαρικού Δημοσίου αγωγή αποζημιώσεως. Κατά την Επιτροπή, μολονότι το σύστημα δικαστικής προστασίας που έχει θεσπιστεί από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να εγγυηθεί την έλλειψη οποιουδήποτε σφάλματος, παρά ταύτα παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να λάβουν αποζημίωση σε περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όπως υπομνήσθηκε στο σημείο 54 των προτάσεών μου, ότι η αρχή κατά την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να αποκαθιστούν κάθε ζημία που οι ιδιώτες υπέστησαν από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης καταλογιστέες σε αυτά έχει εφαρμογή επίσης όταν η επίμαχη παραβίαση απορρέει από απόφαση δικαστηρίου μη υποκείμενη σε ένδικα μέσα (59).

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

68.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το γεγονός ότι απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος προελεύσεως αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης δεν δικαιολογεί τη μη αναγνώριση της αποφάσεως αυτής στο κράτος αναγνωρίσεως για τον λόγο ότι προσβάλλει τη δημόσια τάξη του κράτους αυτού. Συγκεκριμένα, μια απλώς και μόνο πλάνη περί το εθνικό δίκαιο ή περί το δίκαιο της Ένωσης, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο μέτρο που δεν συνιστά πρόδηλη παράβαση ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως κανόνα δικαίου, δεν δύναται να δικαιολογήσει άρνηση αναγνωρίσεως με βάση το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001.

69.      Το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως οφείλει, όταν εξακριβώνει την ενδεχόμενη ύπαρξη πρόδηλης προσβολής της δημοσίας τάξεως απορρέουσας από παραβίαση των βασικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης, να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το πρόσωπο το οποίο εναντιώνεται στην αναγνώριση της αποφάσεως στο κράτος αναγνωρίσεως δεν άσκησε τα ένδικα μέσα που είχε στη διάθεσή του στο κράτος προελεύσεως.

 Γ —      Επί του τρίτου ερωτήματος

70.      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν εμπίπτουν στο άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 τα δικαστικά έξοδα που συνδέονται με την κύρια δίκη η οποία κινήθηκε σε κράτος μέλος και αφορά αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την επιβολή κατασχέσεως, και κατά τη διάρκεια της οποίας ανέκυψε ζήτημα αναγνωρίσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την επιβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.

71.      Κατά το άρθρο της 1, η οδηγία 2004/48 αφορά όλα τα μέτρα, όλες τις διαδικασίες και όλα τα μέσα αποκαταστάσεως που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι τα ανωτέρω μέτρα, διαδικασίες και μέσα αποκαταστάσεως εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, σε οποιαδήποτε προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας προβλεπόμενη, μεταξύ άλλων, από την εθνική νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Έτσι, ο γενικός σκοπός της οδηγίας 2004/48 είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά (60).

72.      Επιπλέον, η οδηγία 2004/48 δεν έχει σκοπό να διέπει όλες τις πτυχές που συνδέονται με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, αλλά μόνον αυτές που είναι συμφυείς, αφενός, με τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών και, αφετέρου, με τις προσβολές τους, επιβάλλοντας την ύπαρξη αποτελεσματικών ενδίκων βοηθημάτων προοριζόμενων για την πρόληψη ή την παύση κάθε προσβολής υπάρχοντος δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας ή την εξάλειψη των συνεπειών της προσβολής αυτής (61).

73.      Υπό το πρίσμα αυτό, οι αγωγές αποζημιώσεως συνδέονται στενά με τις δίκες που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Έτσι, αφενός, το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/48 προβλέπει μέτρα που καθιστούν δυνατή την κατάσχεση εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι προσβάλλουν δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (62). Αφετέρου, το άρθρο 9, παράγραφος 7, της οδηγίας αυτής προβλέπει μέτρα που καθιστούν δυνατή την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από αδικαιολόγητη κατάσχεση. Κατά την Επιτροπή, τα μέτρα αυτά αποτελούν εγγύηση την οποία ο νομοθέτης έκρινε αναγκαία ως αντιστάθμισμα των ταχέων και αποτελεσματικών προσωρινών μέτρων των οποίων την ύπαρξη προέβλεψε (63).

74.      Όσον αφορά το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή σκοπό έχει να ενισχύσει το επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, αποτρέποντας το ενδεχόμενο ο θιγόμενος να αποθαρρυνθεί να κινήσει δικαστική διαδικασία για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του (64).

75.      Νομίζω, όπως η Επιτροπή, ότι η ευρεία και γενική διατύπωση του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48, το οποίο αναφέρεται στον «νικήσαντα διάδικο» και στον «ηττηθέντα διάδικο», χωρίς να διευκρινίζει για ποιο από τα προβλεπόμενα στην οδηγία αυτή είδη διαδικασίας πρόκειται, επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση διαδίκου ο οποίος ηττήθηκε χωρίς να είναι κάτοχος δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, αλλά για τον οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι προσέβαλε τέτοιο δικαίωμα.

76.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εμπίπτουν στο άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 τα δικαστικά έξοδα που συνδέονται με την κύρια δίκη η οποία κινήθηκε στις Κάτω Χώρες και αφορά αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την επιβολή κατασχέσεως, και κατά τη διάρκεια της οποίας ανέκυψε ζήτημα αναγνωρίσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την επιβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.

V –    Πρόταση

77.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Hoge Raad der Nederlanden ως εξής:

1)      Το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το γεγονός ότι απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος προελεύσεως αντίκειται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δικαιολογεί τη μη αναγνώριση της αποφάσεως αυτής στο κράτος αναγνωρίσεως για τον λόγο ότι προσβάλλει τη δημόσια τάξη του κράτους αυτού. Συγκεκριμένα, μια απλώς και μόνο πλάνη περί το εθνικό δίκαιο ή περί το δίκαιο της Ένωσης, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο μέτρο που δεν συνιστά πρόδηλη παράβαση ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως κανόνα δικαίου, δεν δύναται να δικαιολογήσει άρνηση αναγνωρίσεως με βάση το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως οφείλει, όταν εξακριβώνει την ενδεχόμενη ύπαρξη πρόδηλης προσβολής της δημοσίας τάξεως απορρέουσας από παραβίαση των βασικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης, να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το πρόσωπο το οποίο εναντιώνεται στην αναγνώριση της αποφάσεως στο κράτος αναγνωρίσεως δεν άσκησε τα ένδικα μέσα που είχε στη διάθεσή του στο κράτος προελεύσεως.

2)      Τα δικαστικά έξοδα που συνδέονται με την κύρια δίκη η οποία κινήθηκε σε κράτος μέλος και αφορά αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την επιβολή κατασχέσεως, και κατά τη διάρκεια της οποίας ανέκυψε ζήτημα αναγνωρίσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την επιβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, εμπίπτουν στο άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (EE 2001, L 12, σ. 1).


3 —      C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 60.


4 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ L 157, σ. 45).


5 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις WWF κ.λπ. (C‑435/97, EU:C:1999:418, σκέψη 32), και Danosa (C‑232/09, EU:C:2010:674, σκέψη 33).


6 —      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Haim (C‑424/97, EU:C:2000:357, σκέψη 58)· Βάτσουρας και Koupatantze (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 23), και Danosa (EU:C:2010:674, σκέψη 34).


7 —      Απόφαση Danosa (EU:C:2010:674, σκέψη 36).


8 —      Από τις προφορικές παρατηρήσεις που η Simiramida υπέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι ερμηνευτική απόφαση του Varhoven kasatsionen sad είναι δεσμευτική για όλα τα κατώτερα δικαστήρια.


9 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25), η οποία κατήργησε και αντικατέστησε την πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, και διορθωτικό EE 1989, L 207, σ. 44).


10 —      Με τις προφορικές παρατηρήσεις της, η Simiramida υπογράμμισε τη διαφωνία της με την εν λόγω διαπίστωση που περιέχεται στην απόφαση περί παραπομπής. Παρά ταύτα, από τις γραπτές και τις προφορικές παρατηρήσεις της προκύπτει ότι η ίδια θεωρεί ότι το Sofiyski gradski sad εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 5 της οδηγίας 89/104.


11 —      Οι προϋποθέσεις αναλώσεως του δικαιώματος αυτού ορίστηκαν αργότερα στη νομολογία του Δικαστηρίου. Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη Honda Giken Kogyo Kabushiki Kaisha (C‑535/13, EU:C:2014:2123).


12 —      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Class International (C‑405/03, EU:C:2005:616, σκέψη 58), και διάταξη Canon (C‑449/09, EU:C:2010:651, σκέψεις 19 και 26).


13 —      Αποφάσεις Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψεις 22 και 23)· Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψεις 27 και 28)· Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψεις 56 και 57), και flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 47). Ο γενικός εισαγγελέας S. Alber υπήρξε πολύ σαφής ως προς το ζήτημα αυτό στις προτάσεις του στην υπόθεση Renault: «πνεύμα και σκοπός της ερμηνείας αυτής από το Δικαστήριο είναι η αποφυγή διαφορετικής ερμηνείας της Συμβάσεως» (C‑38/98, EU:C:1999:325, σημείο 58).


14 —      Βλ. Fallon, M., «Les conflits de lois et de juridictions dans un espace économique intégré — l’expérience de la Communauté européenne», Recueil des cours, 1995, σ. 255: «Όπως κάθε νομικό σύστημα, το δίκαιο [της Ένωσης] παράγει ένα σώμα κανόνων δημοσίας τάξεως από το οποίο δεν επιτρέπεται παρέκκλιση, λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα τους. Τέτοιοι κανόνες χαρακτηρίζονται ως ουσιώδεις με γνώμονα τη σημασία τους είτε για τη λειτουργία της αγοράς είτε για το πρόσωπο την προστασία του οποίου σκοπεύουν να διασφαλίσουν».


15 —      Βλ. απόφαση Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 36).


16 —      Αποφάσεις Prism Investments (C‑139/10, EU:C:2011:653, σκέψεις 27 και 28), και flyLAL-Lithuanian Airlines (EU:C:2014:2319, σκέψη 45).


17 —      ΕΕ 1982, L 388, σ. 7.


18 —      Βλ. άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001.


19 —      Αποφάσεις Draka NK Cables κ.λπ. (C‑167/08, EU:C:2009:263, σκέψη 20)· SCT Industri (C‑111/08, EU:C:2009:419, σκέψη 22)· German Graphics Graphische Maschinen (C‑292/08, EU:C:2009:544, σκέψη 27)· Realchemie Nederland (C‑406/09, EU:C:2011:668, σκέψη 38)· Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψη 31), και Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψη 32).


20 —      Οι αποφάσεις Krombach (EU:C:2000:164), Renault (EU:C:2000:225) και Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219) εκδόθηκαν από το Δικαστήριο ακριβώς στο πλαίσιο του άρθρου 27, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, κατά το οποίο απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν «αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως».


21 —      Αποφάσεις Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)· Prism Investments (EU:C:2011:653, σκέψη 33), και flyLAL-Lithuanian Airlines (EU:C:2014:2319, σκέψη 46).


22 —      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 20)· Krombach (EU:C:2000:164, σκέψη 21)· Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 26)· Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 55), και Prism Investments (EU:C:2011:653, σκέψη 33).


23 —      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Hoffmann (145/86, EU:C:1988:61, σκέψη 21)· Krombach (EU:C:2000:164, σκέψη 21)· Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 26), και Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 55).


24 —      Βλ., επίσης, Gaudemet-Tallon, H., «De la définition de l’ordre public faisant obstacle à l’exequatur, Cour de justice des Communautés européennes — 11 mai 2000, Régie nationale des usines Renault SA c. Mexicar SpA et Orazio Formento», Revue critique de droit international privé, 2000, σ. 497.


25 —      Έκθεση σχετικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29). Βλ. σχολιασμό του άρθρου 27, παράγραφος 1, της Συμβάσεως: «[ε]ίναι δυνατή η άρνηση αναγνωρίσεως, αν έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως. Κατά τη γνώμη της επιτροπής, η ρήτρα αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις».


26 —      Για τις «αμβλυμένες συνέπειες», βλ. Gaudemet-Tallon, H., Compétence et exécution des jugements en Europe. Règlement n° 44/2001. Conventions de Bruxelles et de Lugano, 4η έκδοση, L.G.D.J., 2010, σ. 412, και Francq, S., «Article 34», Brussels I Regulation, Ulrich Magnus και Peter Mankowski (επιμέλεια), σ. 554 έως 600, σ. 566.


27 —      Τούτο περιλαμβανόταν εξαρχής στη Σύμβαση των Βρυξελλών. Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Francq, S., όπ.π., σ. 566.


28 —      Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (COM/99/0348 τελικό). Κατά την αναθεώρηση του κανονισμού 44/2001, η Επιτροπή πρότεινε να καταργηθούν η διαδικασία κηρύξεως της εκτελεστότητας και η ρήτρα δημοσίας τάξεως ως λόγος αρνήσεως εκτελέσεως αποφάσεως. Πάντως, η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή. Ασφαλώς, το καθεστώς εκτελέσεως απλοποιήθηκε, αλλά η ρήτρα δημοσίας τάξεως παρέμεινε αμετάβλητη. Συναφώς, βλ. πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (COM/2010/0748 τελικό) καθώς και άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351, σ. 1).


29 —      Βλ. αποφάσεις Krombach (EU:C:2000:164, σκέψη 36)· Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 29)· Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 58), και flyLAL-Lithuanian Airlines (EU:C:2014:2319, σκέψη 48).


30 —      Αποφάσεις Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 30)· Gambazzi (EU:C:2009:219, σκέψη 27)· Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 59), και flyLAL-Lithuanian Airlines (EU:C:2014:2319, σκέψη 49). Μπορεί να πρόκειται για δημόσια τάξη στη διαδικαστική ή στην ουσιαστική της διάσταση, αλλά ο μηχανισμός πρέπει να παραμένει εξαιρετικός. Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Gaudemet-Tallon, H., όπ.π., σ. 424.


31 —      Απόφαση Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 32).


32 —      Βλ. Francq, S., όπ.π., σ. 566, και Moitinho de Almeida, J. C., «Refus de la reconnaissance ou de l’exécution des jugements étrangers: l’ordre public», L’Europe des droits fondamentaux, επιμέλεια Luc Weitzel, A. Pedone, 2013, σ. 153 έως 164, σ. 155.


33 —      Αποφάσεις Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 33), και Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 60).


34 —      Κατά τον γενικό εισαγγελέα S. Alber, εσφαλμένες αποφάσεις μπορούν να εκδοθούν ακόμη και στο κράτος αναγνωρίσεως και να αποκτήσουν εκεί ισχύ δεδικασμένου. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εφαρμόζονται εκεί παρά τα σφάλματά τους. Κατά συνέπεια, η αναγνώριση αντίστοιχων αλλοδαπών αποφάσεων δεν μπορεί από μόνη της να προσβάλει τη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην υπόθεση Renault (EU:C:1999:325, σημείο 66).


35 —      Έκθεση Jenard, σ. 72.


36 —      Αποφάσεις Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 30), και Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 59). Συναφώς, στη θεωρία υποστηρίζεται ότι, αν το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως, κακώς, αποφάνθηκε κατ’ εφαρμογήν εθνικής νομοθεσίας αντιβαίνουσας προς το δίκαιο της Ένωσης, τότε παραβιάζεται ουσιαστικού δικαίου διάταξη του δικαίου της Ένωσης, λιγότερο ή περισσότερο σημαντική κατά περίπτωση, αλλά κυρίως παραβιάζεται θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης, δηλαδή η αρχή της υπεροχής του δικαίου αυτού έναντι του εθνικού δικαίου. Βλ. Gaudemet-Tallon, H., «De la définition […]», όπ.π., σ. 497.


37 —      Βλ., κατ’ αναλογία, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην υπόθεση Renault (EU:C:1999:325, σημείο 67).


38 —      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 της οδηγίας 89/104.


39 —      Επιπλέον, κατά την κρατούσα θεωρία, στους τομείς τους οποίους αφορά ο κανονισμός 44/2001 είναι σπάνιο η δημόσια τάξη κράτους μέλους της Ένωσης να προσβάλλεται από απόφαση εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος. Όσον αφορά τις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», οι κρατούσες στα διάφορα κράτη μέλη βασικές αντιλήψεις στηρίζονται στις ίδιες κατευθυντήριες ιδέες και δεν δημιουργούν προβλήματα όσον αφορά τη δημόσια τάξη, όπως θα μπορούσε να συμβεί ιδίως με το οικογενειακό δίκαιο. Βλ., συναφώς, Gaudemet-Tallon, H., όπ.π., σ. 414.


40 —      EU:C:1999:269.


41 —      Σκέψη 36.


42 —      Recueil destraités des Nationsunies, τόμος 330, σ. 3. Βλ. απόφαση Eco Swiss (EU:C:1999:269, σκέψη 39).


43 —      Βλ. Francq, S., όπ.π., σ. 570.


44 —      EU:C:1999:269, σκέψεις 34 και 40.


45 —      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Francq, S., όπ.π., σ. 571.


46 —      Απόφαση Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 50).


47 —      Αποφάσεις Cartesio (C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψη 90)· Kelly (C‑104/10, EU:C:2011:506, σκέψη 6), και Consiglio nazionale dei geologi και Autorità garante della concorrenza e del mercato (C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 28).


48 —      Αποφάσεις Cartesio (EU:C:2008:723, σκέψη 91), και Kelly (EU:C:2011:506, σκέψη 63).


49 —      Βλ. αποφάσεις Parfums Christian Dior (C‑337/95, EU:C:1997:517, σκέψη 26), και Consiglio nazionale dei geologi και Autorità garante della concorrenza e del mercato (EU:C:2013:489, σκέψη 25).


50 —      Σημειώνω επίσης ότι από τη δικογραφία που περιήλθε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει αν το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 5 της οδηγίας 89/104 ανέκυψε ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad.


51 —      Αποφάσεις Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 33), και Αποστολίδης (EU:C:2009:271, σκέψη 60).


52 —      Απόφαση Renault (EU:C:2000:225, σκέψη 33).


53 —      Συναφώς, βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 46 του κανονισμού 44/2001.


54 —      Βλ. Fallon, M., όπ.π., σ. 255.


55 —      Francq, S., όπ.π., σ. 567 έως 568.


56 —      Αυτόθι, σ. 573. Βλ., επίσης, Hess, B., Pfeiffer, T., και Schlosser, P., The Brussels I. Regulation (EC) No 44/2001, Beck München, 2008, σ. 145: «[…] the control of the foreign judgment should at least be retained when the Member State of origin does not provide for an efficient remedy».


57 —      Ιδίως αναλόγως του αν ο ενδιαφερόμενος διέθετε ή όχι τους αναγκαίους πόρους για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή για την προσήκουσα δικαστική αρωγή.


58 —      Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στο εσωτερικό της Ένωσης συνεπάγεται, στον δικαστικό τομέα, ότι το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως διατηρεί τον έλεγχο όσον αφορά τη διεξαγωγή και την περάτωση της δίκης. Οι ενδεχόμενες παρανομίες (διαδικαστικής και ουσιαστικής φύσεως) πρέπει και αυτές να προβληθούν από τον ενδιαφερόμενο ενώπιον δικαστηρίου του συγκεκριμένου κράτους. Ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να υπολογίζει στη δυνατότητα προβολής των παρανομιών αυτών ενώπιον δικαστηρίου του κράτους αναγνωρίσεως επειδή οι σχετικοί με τη δικαστική προστασία κανόνες είναι παρόμοιοι στα δύο κράτη. Βλ., Grzegorczyk, P., «Automatyczna wykonalność orzeczeń sądowych w sprawach cywilnych w Unii Europejskiej ‑ geneza, stan obecny i perspektywy», Europejskie prawo procesowe cywilne i kolizyjne, P. Grzegorczyk, K. Weitz (επιμέλεια), Βαρσοβία, 2012, σ. 37. Θα προσέθετα ότι, προκειμένου για προσβολές της δημοσίας τάξεως της Ένωσης απορρέουσες από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να θεωρείται ότι το επίπεδο προστασίας είναι το ίδιο σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης.


59 —      Απόφαση Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 50).


60 —      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 10 και 11 της οδηγίας 2004/48.


61 —      Απόφαση Bericap Záródástechnikai (C‑180/11, EU:C:2012:717, σκέψη 75).


62 —      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/48 διευκρινίζει ότι, «αν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι δεν υπήρξε προσβολή ή απειλή προσβολής δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές έχουν την εξουσία να διατάξουν τον αιτούντα, αιτήσει του καθού, να καταβάλει στον καθού τη δέουσα αποζημίωση για κάθε ζημία που υπέστη εξαιτίας των εν λόγω μέτρων».


63 —      Άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48.


64 —      Απόφαση Realchemie Nederland (EU:C:2011:668, σκέψη 48).