ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2018 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία κήρυξης έκπτωσης – Διεθνής καταχώριση με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Εικονιστικό σήμα Steirisches Kürbiskernöl – Προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη – Άρθρο 15, άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 18, άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Ουσιαστική χρήση του σήματος – Χρήση του ως σήματος»

Στην υπόθεση T-72/17,

Gabriele Schmid, κάτοικος Halbenrain (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον B. Kuchar, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον D. Hanf,

καθού,

αντίδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Landeskammer für Land- und Forstwirtschaft in Steiermark, με έδρα το Graz (Αυστρία), εκπροσωπούμενο από την I. Hödl και τον S. Schoeller, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του τέταρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 7ης Δεκεμβρίου 2016 (υπόθεση R 1768/2015-4), σχετικά με διαδικασία κήρυξης έκπτωσης μεταξύ της Gabriele Schmid και του Landeskammer für Land- und Forstwirtschaft in Steiermark,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise και R. da Silva Passos (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Φεβρουαρίου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Απριλίου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης του παρεμβαίνοντος που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Απριλίου 2017,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις επί της αίτησης αναστολής της διαδικασίας οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου από το παρεμβαίνον και από την προσφεύγουσα στις 10 Μαΐου και στις 11 Μαΐου 2017 αντιστοίχως,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2017 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του EUIPO για αναστολή της διαδικασίας,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 25ης Ιανουαρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 15 Οκτωβρίου 2007, το παρεμβαίνον, Landeskammer für Land- und Forstwirtschaft in Steiermark (γεωργικό και δασοκομικό επιμελητήριο του κρατιδίου της Στυρίας, Αυστρία), εξασφάλισε από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) την υπ’ αριθ. 900100 διεθνή καταχώριση, με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, του ακόλουθου εικονιστικού σήματος:

Image not found

2        Τα προϊόντα που αφορά το επίμαχο σήμα εμπίπτουν στην κλάση 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Έλαιο από σπόρους κολοκύθας παραγόμενο σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές του κανονισμού [(ΕΚ) 1263/96 της Επιτροπής, της 1ης Ιουλίου 1996, που συμπληρώνει το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) 1107/96 σχετικά με την καταχώριση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 (ΕΕ 1996, L 163, σ. 19)]».

3        Στις 18 Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα, Gabriele Schmid, υπέβαλε ενώπιον του EUIPO αίτηση για την κήρυξη έκπτωσης από τα δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος λόγω μη χρήσης, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [νυν άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)]. Με την αίτηση αυτή, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι δεν είχε γίνει ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση επί χρονικό διάστημα πέντε συναπτών ετών για τα προϊόντα που το εν λόγω σήμα αφορούσε.

4        Στις 24 Φεβρουαρίου 2014, το παρεμβαίνον ζήτησε την απόρριψη της αίτησης για την κήρυξη έκπτωσης, προσκομίζοντας διάφορα έγγραφα προκειμένου να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος (παραρτήματα Α.1 έως Α.66 του υπομνήματος που υπέβαλε το παρεμβαίνον ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων).

5        Με απόφαση της 8ης Ιουλίου 2015, το τμήμα ακυρώσεων του EUIPO κήρυξε την έκπτωση από τα δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος, με ισχύ από τις 18 Οκτωβρίου 2013. Εκτίμησε ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν καταδείκνυαν επαρκώς την έκταση της χρήσης του επίμαχου σήματος κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος το οποίο εξέτασε, δηλαδή από τις 18 Οκτωβρίου 2008 έως τις 17 Οκτωβρίου 2013. Κατά την άποψή του, τα προσκομισθέντα τιμολόγια αφορούσαν αποκλειστικώς διαφημιστικά μέσα και έξοδα επιμόρφωσης, τα οποία δεν αποδείκνυαν την πώληση προϊόντων. Το τμήμα ακυρώσεων επισήμανε ότι, σε άλλα παραρτήματα, δεν αναγραφόταν η ημερομηνία ή δεν ήταν αναγνωρίσιμο το επίμαχο σήμα και ότι, συνεπώς, δεν είχε αποδειχθεί ουσιαστική χρήση βάσει της οποίας θα μπορούσαν να διατηρηθούν τα αντλούμενα από το σήμα δικαιώματα.

6        Στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, το παρεμβαίνον άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της απόφασης του τμήματος ακυρώσεων. Προσκόμισε, μαζί με το υπόμνημα στο οποίο εξέθετε τους λόγους της προσφυγής του ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, διάφορα έγγραφα προς απόδειξη του εύρους της χρήσης του επίμαχου σήματος.

7        Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων. Έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι είχε αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος.

8        Καταρχάς, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, για να κριθεί αν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), αφενός, δεν ασκεί επιρροή το ζήτημα αν η ονομασία «Steirisches Kürbiskernöl» απήλαυε προστασίας ως προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη (ΠΓΕ), κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1). Αφετέρου, το ζήτημα αν η ονομασία αυτή συνιστούσε περιγραφική ένδειξη ή γενικό όρο δεν ήταν κρίσιμο προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίστατο τέτοια χρήση (σημεία 17 έως 19 της προσβαλλόμενης απόφασης).

9        Εν συνεχεία, όσον αφορά την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το τμήμα ακυρώσεων ορθώς, αφενός, επέβαλε το βάρος απόδειξης της χρήσης η οποία θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη διατήρηση των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος και, αφετέρου, έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τόσο το παρεμβαίνον όσο και η προσφεύγουσα, συνεκτιμώντας, παράλληλα, την επιχειρηματολογία της τελευταίας και των επαγγελματιών αντιπροσώπων της (σημεία 21 έως 23 της προσβαλλόμενης απόφασης). Περαιτέρω, το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι τα μη αμφισβητούμενα από τους δύο διαδίκους πραγματικά περιστατικά δεν χρειαζόταν πλέον να αποδειχθούν από αυτούς ούτε να εξεταστούν από το τμήμα ακυρώσεων (σημεία 25 και 26 της προσβαλλόμενης απόφασης).

10      Τέλος, για να κρίνει αν επρόκειτο περί χρήσης του επίμαχου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι, αφ’ ης στιγμής η διαφορά δεν αφορούσε τον τόπο, το χρονικό διάστημα και την έκταση της χρήσης του επίμαχου σήματος, το τμήμα ακυρώσεων δεν όφειλε να εξετάσει τα στοιχεία αυτά, αλλά μόνο το ζήτημα αν το σήμα είχε χρησιμοποιηθεί, αφενός, υπό την καταχωρισμένη μορφή του και, αφετέρου, ως σήμα (σημείο 26 της προσβαλλόμενης απόφασης).

11      Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά τη μορφή της χρήσης του επίμαχου σήματος, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι η καταχωρισμένη μορφή διέφερε από τη χρησιμοποιούμενη μορφή. Συγκεκριμένα, υπογράμμισε ότι η χρησιμοποιούμενη μορφή περιλάμβανε, στο κάτω δεξιό μέρος, ένα έμβλημα της Ένωσης, το οποίο παρέπεμπε στην προστασία, ως ΠΓΕ και σε επίπεδο Ένωσης, των σχετικών προϊόντων (σημεία 36 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης). Το τμήμα προσφυγών πρόσθεσε ότι, αφ’ ης στιγμής τέτοιου είδους ένδειξη ήταν υποχρεωτική για τα προστατευόμενα προϊόντα και το έμβλημα αυτό μπορούσε επίσης να τοποθετηθεί σε σημείο ανεξάρτητο του επίμαχου σήματος, η εν λόγω ένδειξη ουδόλως μετέβαλλε τα διακριτικά στοιχεία του επίμαχου σήματος (σημεία 38 και 39 της προσβαλλόμενης απόφασης).

12      Δεύτερον, όσον αφορά τη χρήση του ως σήματος, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι πράγματι συνέτρεχε περίπτωση τέτοιας χρήσης (σημείο 41 της προσβαλλόμενης απόφασης). Συναφώς, κατά την κρίση του, δεν ασκούσε επιρροή το γεγονός ότι το επίμαχο σήμα χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με σήματα παραγωγών ελαίου από σπόρους κολοκύθας. Υπογράμμισε ότι η ετικέτα ήταν τοποθετημένη με διαφορετικό τρόπο για κάθε παραγωγό ελαίου και ότι οι πολλαπλές επισημάνσεις ήταν επιτρεπόμενες (σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης). Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε, με το σημείο 42 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το άρθρο 15 και το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 σκοπούσαν στην ενθάρρυνση του δικαιούχου του σήματος να κάνει πραγματική χρήση του σήματός του και στη μη αμφισβήτηση του κύρους καταχώρισης. Ωστόσο, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 207/2009 δεν απαιτούσε να συμπίπτουν τα πρόσωπα του δικαιούχου του σήματος και του πραγματικού παραγωγού του προϊόντος, αφ’ ης στιγμής το σήμα είχε ως λειτουργία να εξασφαλίσει ότι τα καλυπτόμενα από αυτό προϊόντα έχουν παραχθεί υπό τον έλεγχο μίας και μόνο επιχείρησης (σημείο 42 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τέλος, το τμήμα προσφυγών πρόσθεσε ότι ήταν άνευ σημασίας το ζήτημα του ρόλου που διαδραμάτιζε ο δικαιούχος του σήματος, ως πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο πλαίσιο της εμπορίας του ελαίου από σπόρους κολοκύθας καθώς και η αποτελεσματικότητα των ελέγχων που διενεργούσε, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο περί συλλογικού σήματος (σημείο 42 της προσβαλλόμενης απόφασης).

13      Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών απέρριψε, στο σύνολό της, την αίτηση της προσφεύγουσας για την κήρυξη έκπτωσης από τα δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος και καταδίκασε την προσφεύγουσα στα έξοδα της διαδικασίας.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρύξει το παρεμβαίνον έκπτωτο των δικαιωμάτων του για όλα τα προϊόντα·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του EUIPO·

–        να καταδικάσει το παρεμβαίνον στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO.

15      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιτραπεί να τροποποιήσει το τρίτο αίτημά της, ζητώντας πλέον από το Γενικό Δικαστήριο να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδά της, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO.

16      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        να αναστείλει τη διαδικασία έως ότου το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση περατώνουσα τη δίκη στην υπόθεση C-689/15, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze.

17      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το EUIPO αντιτάχθηκε στην εκ μέρους της προσφεύγουσας τροποποίηση του τρίτου αιτήματός της.

18      Το παρεμβαίνον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και να διατηρήσει σε ισχύ την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

–        εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί τα αιτήματα της προσφεύγουσας και ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του EUIPO προκειμένου να την εξετάσει περαιτέρω και να εκδώσει νέα απόφαση·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδά του, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO.

19      Κατόπιν της έκδοσης της απόφασης της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze (C-689/15, EU:C:2017:434), η αίτηση του EUIPO για αναστολή της διαδικασίας απορρίφθηκε με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2017.

 Σκεπτικό

 Επί των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

20      Η προσφεύγουσα και το παρεμβαίνον προσκόμισαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έγγραφα περιέχοντα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν προσκομιστεί ενώπιον του EUIPO και προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η προσφεύγουσα κατέθεσε αντίγραφο απόφασης του Oberlandesgericht Wien (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Βιέννης, Αυστρία), της 25ης Αυγούστου 2017, σε υπόθεση που αφορούσε τους ίδιους διαδίκους με αυτούς της υπό κρίση υπόθεσης. Από την πλευρά του, το παρεμβαίνον κατέθεσε έγγραφο που απεικονίζει το περιεχόμενο του ιστοτόπου του Steirisches Kürbiskernöl ggA.

21      Ωστόσο, χωρίς να είναι αναγκαίο να διατυπωθεί κρίση επί της αποδεικτικής ισχύος των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, διαπιστώνεται ότι αυτά περιέχουν νέα στοιχεία, όπως επισημαίνεται με τη σκέψη 20 ανωτέρω, και ότι προσκομίστηκαν εκπροθέσμως.

22      Πράγματι, κατά το άρθρο 85, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων. Δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, κατ’ εξαίρεση, οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή.

23      Εν προκειμένω, όμως, η προσκόμιση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζήτησης έγινε εκπροθέσμως κατά την έννοια των διατάξεων αυτών. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα και το παρεμβαίνον παρέλειψαν να δικαιολογήσουν την εκπρόθεσμη προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει αυτά να απορριφθούν ως απαράδεκτα, βάσει του άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά μείζονα δε λόγο καθόσον τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνονταν στον φάκελο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας και καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των εγγράφων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του [βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, Biogena Naturprodukte κατά EUIPO (ZUM Wohl), T-236/16, EU:T:2017:416, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

 Επί της ουσίας

24      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι με το πρώτο αίτημά της, το οποίο υποβάλλεται κυρίως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρύξει την έκπτωση από τα δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος. Με το δεύτερο αίτημά της, το οποίο υποβάλλεται επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

25      Όσον αφορά το αίτημα μεταρρύθμισης, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η άσκηση της εξουσίας μεταρρύθμισης πρέπει, καταρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που έπρεπε να έχει λάβει το τμήμα προσφυγών (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72).

26      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει, επομένως, να ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών και ότι τούτο απαιτεί να εξεταστούν, κατά πρώτον, οι λόγοι που προβάλλει η προσφεύγουσα προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και, κατά δεύτερον, το αίτημα μεταρρύθμισης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 Επί του υποβαλλόμενου από την προσφεύγουσα αιτήματος ακύρωσης

27      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακύρωσης, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρου 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001].

28      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι το επίμαχο σήμα δεν χρησιμοποιήθηκε ως ένδειξη προέλευσης, δηλαδή ως σήμα το οποίο εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα προέλευσης ενός προϊόντος παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει τα καλυπτόμενα από το επίμαχο σήμα προϊόντα από τα προϊόντα που καλύπτονται μεν από το ίδιο σήμα, αλλά προέρχονται από άλλη επιχείρηση, δεύτερον, ότι το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε εξέταση του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το σημείο από τους καταναλωτές, τρίτον, ότι το επίμαχο σήμα χρησιμοποιήθηκε μόνο ως ένδειξη της ποιότητας και ως γενικός όρος και, τέταρτον, ότι η χρήση του επίμαχου σήματος είναι παραπλανητική για το κοινό στο οποίο απευθύνεται.

29      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το ζήτημα αν το επίμαχο σήμα γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως ένδειξη προέλευσης επιτρέπουσα τη διάκριση των καλυπτόμενων από το επίμαχο σήμα προϊόντων από τα προϊόντα που καλύπτονται μεν από το ίδιο σήμα, αλλά προέρχονται από άλλη επιχείρηση, πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο νομικής εκτίμησης της ουσιαστικής χρήσης του εν λόγω σήματος. Εν προκειμένω, όμως, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε επαρκώς το ζήτημα αυτό, καθώς μνημόνευσε εν συντομία τη χρήση του σήματος ως τέτοιου μόνο σε δύο σημεία της προσβαλλόμενης απόφασης, συγκεκριμένα δε στα σημεία 41 και 42, κρίνοντας ότι το επίμαχο σημείο επί των φιαλών ελαίου από σπόρους κολοκύθας είχε χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο υποδηλώνοντα διακριτικό χαρακτήρα.

30      Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι, για να συντρέχει περίπτωση χρήσης του σήματος ως τέτοιου, αρκούσε να παράγονται τα προϊόντα υπό τον έλεγχο μιας επιχείρησης. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο γινόταν αντιληπτό το επίμαχο σήμα από τους καταναλωτές. Κατά την άποψή της, ο μέσος καταναλωτής δεν αναγνωρίζει το σημείο αυτό ως σήμα, αλλά ως απλή ένδειξη της ποιότητας και ως γενικό όρο, με αποτέλεσμα να πρόκειται περί περίπτωσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1263/96.

31      Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξακριβώσει αν οι καταναλωτές αντιλαμβάνονταν το σημείο αυτό ως σήμα που δήλωνε την προέλευση και αν το διέκριναν από τα προϊόντα άλλων παραγωγών, οι οποίοι, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους παραγωγής, συμμορφώνονταν επίσης με τις επιταγές του κανονισμού 1263/96 και είχαν επίσης το δικαίωμα να ονομάζουν το προϊόν τους «Steirisches Kürbiskernöl ggA» (έλαιο από σπόρους κολοκύθας Στυρίας ΠΓΕ).

32      Συναφώς, με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, όπως προκύπτει από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze (C-689/15, EU:C:2016:916), μια σήμανση ποιότητας πρέπει οπωσδήποτε να επιτελεί τη δηλωτική της προέλευσης λειτουργία του σήματος, προκειμένου ο δικαιούχος του να μπορεί να έχει αξίωση χρήσης του αποκλειστικού δικαιώματος που του παρέχει το άρθρο 9 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 9 του κανονισμού 2017/1001). Επομένως, όταν ατομικό σήμα χρησιμοποιείται ως σήμανση ποιότητας, συντρέχει περίπτωση χρήσης του ικανής να εξασφαλίσει τη διατήρηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μόνο εφόσον η εν λόγω σήμανση ποιότητας συνιστά όχι απλώς ένδειξη της ποιότητας του προϊόντος, αλλά συγχρόνως και ένδειξη προέλευσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C-689/15, EU:C:2016:916, σημεία 46 και 47). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα, κληθείσα να λάβει θέση επί του κατά πόσον ασκεί επιρροή η απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze (C-689/15, EU:C:2017:434), η οποία εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας της υπό κρίση υπόθεσης, υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή είναι κρίσιμη για τη συγκεκριμένη υπόθεση.

33      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει αν η πραγματική χρήση του εν λόγω σήματος επιτελούσε τη βασική λειτουργία της ένδειξης προέλευσης. Συγκεκριμένα, το εν λόγω σήμα δεν συνδέεται με ένδειξη προέλευσης, αλλά μόνο με ένδειξη της ποιότητας του προϊόντος, εξασφαλίζοντας τη συμφωνία της φύσης και της ποιότητάς του με τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης, και γίνεται αντιληπτό ως τέτοιο από το κοινό.

34      Το EUIPO και το παρεμβαίνον αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

35      Το EUIPO φρονεί, καταρχάς, ότι, αφ’ ης στιγμής το επίμαχο σήμα είναι καταχωρισμένο, τεκμαίρεται η νομική εγκυρότητά του και το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001), μόνο με διαδικασία κήρυξης ακυρότητας. Η διαδικασία κήρυξης έκπτωσης, αντιθέτως, η οποία κινήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση, δεν σκοπεί στην εξέταση της νομικής εγκυρότητας καταχωρισμένου σήματος. Συνεπώς, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, έπρεπε να αναγνωριστεί ορισμένος βαθμός διακριτικού χαρακτήρα στο επίμαχο σήμα κατά την εξέταση της φύσης της χρήσης του.

36      Περαιτέρω, το γεγονός ότι το επίμαχο σήμα χρησιμοποιήθηκε όπως καταχωρίστηκε, για να προσδιορίσει τα προστατευόμενα από αυτό προϊόντα, υποδηλώνει, καταρχήν, τη χρήση του ως σήματος. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της διαδικασίας κήρυξης έκπτωσης, η οποία συνίσταται στην εξέταση της χρήσης ενός καταχωρισμένου σήματος, και, αφετέρου, της διαδικασίας κήρυξης ακυρότητας, η οποία σκοπεί στην επανεξέταση του διακριτικού χαρακτήρα (που ενδεχομένως αποκτήθηκε λόγω χρήσης) και της ικανότητας ενός σήματος να καταχωριστεί.

37      Τέλος, το EUIPO εκτιμά, κατά πρώτον, ότι τα ατομικά σήματα, πέραν της βασικής τους λειτουργίας προσδιορισμού της εμπορικής προέλευσης των καλυπτόμενων προϊόντων, μπορούν επίσης να επιτελούν λειτουργία δηλωτική της ποιότητας. Ειδικότερα, όσον αφορά την ΠΓΕ, η βασική της λειτουργία συνίσταται στον προσδιορισμό της γεωγραφικής προέλευσης και των απορρεουσών από την προέλευση αυτή ιδιοτήτων των προϊόντων διάφορων παραγωγών –μη συνδεόμενων οικονομικώς μεταξύ τους. Δεν ενισχύει τη δυνατότητα του καταναλωτή προϊόντος καλυπτόμενου από σήμα πιστοποίησης να διακρίνει τα προσδιοριζόμενα από την ΠΓΕ προϊόντα από εκείνα άλλων παραγωγών. Συνεπώς, όταν ατομικό σήμα χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ΠΓΕ, τούτο δεν συνιστά χρήση του ατομικού αυτού σήματος ως σήματος.

38      Δεύτερον, το EUIPO φρονεί ότι το ζήτημα αν ένα ατομικό σήμα έχει πράγματι χρησιμοποιηθεί στη σχετική αγορά πρέπει να στηρίζεται στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού για τα επίμαχα προϊόντα, συνεκτιμώμενων όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης. Προς τούτο, πρέπει να ληφθεί υπόψη η διάταξη του σημείου και η παρουσίαση του προσδιοριζόμενου προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης άλλων σημείων επί του προϊόντος. Συναφώς, το EUIPO προσέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το επίμαχο σήμα ήταν τοποθετημένο σε δεσπόζουσα θέση επί των προϊόντων. Η αντίληψη του σήματος από τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή εξαρτάται επίσης, αφενός, από τον αριθμό των επιχειρήσεων που έχουν δικαίωμα χρήσης του σήματος και, αφετέρου, από τον τρόπο διαφήμισης του σήματος. Επομένως, εν προκειμένω, για λόγους εκτιθέμενους στο σημείο 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, συντρέχει περίπτωση χρήσης του σήματος ως τέτοιου.

39      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το EUIPO υποστήριξε ότι, κατόπιν της απόφασης της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze (C‑689/15, EU:C:2017:434), το καθοριστικό κριτήριο για την εξέταση της χρήσης ενός σήματος ως ατομικού σήματος είναι το ζήτημα αν το σήμα εγγυάται την προέλευση των προϊόντων από μία και μόνο επιχείρηση ακόμη και εάν το εν λόγω σήμα μπορεί να επιτελεί και άλλες λειτουργίες.

40      Το παρεμβαίνον υπογραμμίζει, εκ προοιμίου, ότι είναι αντιφατικό να υποστηρίζεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση χρήσης υποδηλώνουσας διακριτικό χαρακτήρα, μολονότι δεν αμφισβητείται η πραγματική χρήση του σήματος για τα σχετικά προϊόντα. Εν προκειμένω, η ουσιαστική χρήση έχει αποδειχθεί από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τόσο το παρεμβαίνον όσο και τρίτοι, συγκεκριμένα δε η ένωση Gemeinschaft Steirisches Kürbiskernöl.

41      Το παρεμβαίνον υποστηρίζει ότι το επίμαχο σήμα είναι συγχρόνως εμπορικό σήμα και σήμανση ποιότητας. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι και οι ενώσεις παραγωγών μπορούν να υποβάλουν αίτηση καταχώρισης του σήματός τους. Το σήμα αυτό θεωρείται, ωστόσο, ένδειξη της ποιότητας του προϊόντος βεβαιώνουσα ότι ο παραγωγός έχει τηρήσει τις προδιαγραφές παραγωγής.

42      Συναφώς, όσον αφορά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, αποτελεί πάγια νομολογία ότι γίνεται «ουσιαστική χρήση» ενός σήματος, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν το σήμα χρησιμοποιείται σύμφωνα με τη βασική του λειτουργία, που είναι η εγγύηση της ταυτότητας προέλευσης των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε, με σκοπό την εξεύρεση ή διατήρηση δυνατοτήτων πώλησης των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, αποκλειομένης της συμβολικής χρήσης που έχει ως μόνο σκοπό τη διατήρηση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2003, Ansul, C-40/01, EU:C:2003:145, σκέψη 43· βλ., επίσης, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C-689/15, EU:C:2017:434, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Το γεγονός όμως ότι το σήμα χρησιμοποιείται με σκοπό την εξεύρεση ή διατήρηση δυνατοτήτων πώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε, και όχι με μοναδικό σκοπό τη διατήρηση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα, δεν αρκεί ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη «ουσιαστικής χρήσης» κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, είναι επίσης απαραίτητο η χρήση αυτή του σήματος να πραγματοποιείται σύμφωνα με τη βασική του λειτουργία (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C-689/15, EU:C:2017:434, σκέψεις 39 και 40).

44      Ως προς τα ατομικά σήματα, η βασική αυτή λειτουργία συνίσταται στο να εγγυώνται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα προέλευσης του προϊόντος ή της υπηρεσίας που προσδιορίζεται από το σήμα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς πιθανότητα σύγχυσης, το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία από εκείνα που έχουν άλλη προέλευση. Ειδικότερα, για να μπορεί το σήμα να επιτελεί τη λειτουργία του ως ουσιώδους στοιχείου του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού που η Συνθήκη επιδιώκει να καθιερώσει και να διατηρήσει, πρέπει να αποτελεί την εγγύηση ότι όλα τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσδιορίζει έχουν κατασκευαστεί ή παρασχεθεί υπό τον έλεγχο μίας και μόνο επιχείρησης, η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους (βλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C-689/15, EU:C:2017:434, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Ο απαραίτητος, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, χαρακτήρας χρήσης συνάδουσας προς τη βασική, δηλωτική της προέλευσης λειτουργία αντανακλά το γεγονός ότι το σήμα μπορεί βεβαίως να αποτελέσει επίσης αντικείμενο χρήσεων που προσιδιάζουν σε άλλες λειτουργίες, όπως η λειτουργία που συνίσταται στην εγγύηση της ποιότητας ή η επικοινωνιακή, η επενδυτική ή η διαφημιστική λειτουργία, πλην όμως υπόκειται στις προβλεπόμενες από τον κανονισμό κυρώσεις όταν, επί πέντε συναπτά έτη, δεν έχει χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τη βασική του λειτουργία. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος του σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, εκτός εάν δύναται να επικαλεστεί εύλογη αιτία για την εκ μέρους του μη έναρξη χρήσης που να καθιστά δυνατή την εκπλήρωση της βασικής λειτουργίας του σήματος (βλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C-689/15, EU:C:2017:434, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών αρχών πρέπει να εξεταστεί αν η χρήση μιας ΠΓΕ, η οποία έχει καταχωριστεί ως εικονιστικό ατομικό σήμα, μπορεί να θεωρηθεί χρήση σύμφωνη με τη βασική λειτουργία του σήματος.

47      Συναφώς, όσον αφορά ΠΓΕ όπως η επίμαχη εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1151/2012, η «γεωγραφική ένδειξη» ταυτοποιεί ένα προϊόν:

«α)      το οποίο κατάγεται από συγκεκριμένο τόπο, περιοχή ή χώρα·

β)      του οποίου ένα συγκεκριμένο ποιοτικό χαρακτηριστικό, η φήμη ή άλλο χαρακτηριστικό μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη γεωγραφική του προέλευση· και

γ)      του οποίου ένα τουλάχιστον από τα στάδια της παραγωγής εκτελείται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.»

48      Από τη νομολογία, πάντως, προκύπτει ότι, όταν η χρήση ατομικού σήματος, ενώ προσδιορίζει τη γεωγραφική προέλευση και τις απορρέουσες από την προέλευση αυτή ιδιότητες των προϊόντων διάφορων παραγωγών, δεν εγγυάται στους καταναλωτές ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από μία και μόνο επιχείρηση υπό τον έλεγχο της οποίας κατασκευάζονται ή παρέχονται και η οποία φέρει, κατά συνέπεια, την ευθύνη για την ποιότητα των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, η χρήση αυτή δεν πραγματοποιείται σύμφωνα με τη δηλωτική της προέλευσης λειτουργία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C-689/15, EU:C:2017:434, σκέψη 45).

49      Πράγματι, δεν υφίσταται χρήση σύμφωνη με τη βασική λειτουργία του ατομικού σήματος όταν η επίθεση του σήματος επί προϊόντων έχει ως μόνη λειτουργία το να αποτελέσει στοιχείο προσδιοριστικό της γεωγραφικής προέλευσης και των απορρεουσών από την προέλευση αυτή ιδιοτήτων των επίμαχων προϊόντων και όχι να εγγυηθεί, επιπροσθέτως, ότι τα προϊόντα προέρχονται από μία και μόνο επιχείρηση υπό τον έλεγχο της οποίας κατασκευάζονται και η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C-689/15, EU:C:2017:434, σκέψη 46).

50      Εν προκειμένω, από την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι το παρεμβαίνον, δηλαδή ο δικαιούχος του επίμαχου σήματος, είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου. Συνήψε σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης με την ένωση Gemeinschaft Steirisches Kürbiskernöl. Βάσει της σύμβασης αυτή, η εν λόγω ένωση, ως αποκλειστική κάτοχος της άδειας, παρέχει στα μέλη της το δικαίωμα χρήσης του επίμαχου σήματος. Μόνο τα μέλη της εν λόγω ένωσης που δεσμεύονται από «σύμβαση περί ελέγχου» δικαιούνται να χρησιμοποιούν το επίμαχο σήμα. Κατά το άρθρο 2 του καταστατικού της, η ένωση Gemeinschaft Steirisches Kürbiskernöl έχει, μεταξύ άλλων, ως «σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των μελών της σε σχέση με την εφαρμογή της εξασφαλιζόμενης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προστασίας των ονομασιών προέλευσης όσον αφορά το έλαιο από σπόρους κολοκύθας Στυρίας […] και την υποστήριξη των μελών της στο πλαίσιο της εμπορίας του ελαίου από σπόρους κολοκύθας Στυρίας μέσω συναφών δραστηριοτήτων μάρκετινγκ και δημοσίων σχέσεων».

51      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ένωση αυτή, όπως εξήγησε το παρεμβαίνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο έχουν παραχθεί τα προϊόντα των μελών της. Ωστόσο, η ένωση δεν συνδέεται με την παραγωγή των προϊόντων των μελών της ούτε είναι υπεύθυνη για τα προϊόντα αυτά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C-689/15, EU:C:2017:434, σκέψη 48). Επομένως, και το παρεμβαίνον, δεδομένου ότι έχει συνάψει σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης με την εν λόγω ένωση, δεν συνδέεται με την παραγωγή των εν λόγω προϊόντων ούτε είναι υπεύθυνο για αυτά.

52      Δεν πρέπει, όμως, να συγχέεται η βασική λειτουργία του σήματος με τις λοιπές, υπομνησθείσες με τη σκέψη 45 ανωτέρω, λειτουργίες τις οποίες μπορεί επίσης να επιτελεί κατά περίπτωση το σήμα, όπως είναι η λειτουργία που συνίσταται στην εγγύηση της ποιότητας του επίμαχου προϊόντος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze, C‑689/15, EU:C:2017:434, σκέψη 44) ή στην ένδειξη της γεωγραφικής του προέλευσης. Πράγματι, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, και επιβεβαίωσε το EUIPO, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και όπως υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 44, 48 και 49 ανωτέρω, ένα ατομικό σήμα επιτελεί τη δηλωτική της προέλευσης λειτουργία του όταν η χρήση του εγγυάται στους καταναλωτές ότι τα προσδιοριζόμενα από αυτό προϊόντα προέρχονται από μία και μόνο επιχείρηση υπό τον έλεγχο της οποίας κατασκευάζονται και η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους. Εν προκειμένω, το επίμαχο σήμα δεν χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τέτοιου είδους δηλωτική της προέλευσης λειτουργία.

53      Βεβαίως, όπως εξέθεσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το παρεμβαίνον και η εμπειρογνώμονας που το συνόδευε, η ένωση Gemeinschaft Steirisches Kürbiskernöl διενεργεί ελέγχους που αφορούν την παραγωγή του ελαίου από σπόρους κολοκύθας, προκειμένου να εξακριβώσει αν το εν λόγω προϊόν έχει παραχθεί σύμφωνα με τις καθοριζόμενες προδιαγραφές και αν η τήρηση των προδιαγραφών αυτών ελέγχεται από φορέα εγκεκριμένο από το κράτος. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το παρεμβαίνον ενέμεινε στο γεγονός ότι, αντιθέτως προς τις περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, W. F. Gözze Frottierweberei και Gözze (C-689/15, EU:C:2017:434), η ένωση ασκούσε πλήρη έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής, περιλαμβανομένων όλων των σταδίων της παραγωγής, στοιχείο το οποίο διακρίνει την υπό κρίση περίπτωση από την προαναφερθείσα υπόθεση, δεδομένου ότι, στην υπόθεση εκείνη, το σχετικό σωματείο ασκούσε έλεγχο μόνο ως προς την πρώτη ύλη, δηλαδή την ίνα βάμβακος. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν κλονίζουν τις εκτιμήσεις των σκέψεων 51 και 52 ανωτέρω, δεδομένου ότι παρέχουν μεν στο επίμαχο σήμα τη δυνατότητα να επιτελεί τη λειτουργία που αφορά τον έλεγχο ποιότητας των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, αλλά όχι εκείνη που αφορά την ταυτότητα του παραγωγού.

54      Επιπλέον, η ιδιότητα του χρήστη του σήματος ως προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση του ζητήματος αν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Verein Radetzky-Orden, C-442/07, EU:C:2008:696, σκέψεις 17 και 24). Επιπροσθέτως, στην ουσιαστική χρήση μπορεί να προβαίνει τόσο ο δικαιούχος του σήματος όσο και τρίτος στον οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί το σήμα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2003, Ansul, C-40/01, EU:C:2003:145, σκέψη 37). Ωστόσο, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 44 ανωτέρω, η χρήση του επίμαχου ατομικού σήματος πρέπει να εγγυάται ότι όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες που προσδιορίζει το σήμα έχουν κατασκευαστεί ή παρασχεθεί υπό τον έλεγχο μίας και μόνο επιχείρησης, η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω.

55      Επομένως, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε, με το σημείο 42 της προσβαλλόμενης απόφασης, πρώτον, ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 δεν απαιτεί να μπορεί ο τελικός καταναλωτής να συναγάγει από τη χρήση του επίμαχου σημείου την ταυτότητα του παραγωγού του επίμαχου σήματος και, δεύτερον, ότι αρκεί ο δικαιούχος του σήματος να ασκεί έλεγχο προκειμένου να βεβαιωθεί ότι όλα τα προϊόντα που φέρουν το σήμα αυτό έχουν παραχθεί υπό τον έλεγχο μίας και μόνο επιχείρησης.

56      Συναφώς, αφενός, από τις απεικονίσεις φιαλών ελαίου από σπόρους κολοκύθας και από τα διαφημιστικά έντυπα που επισυνάπτονται στο υποβληθέν ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO υπόμνημα του παρεμβαίνοντος, συγκεκριμένα δε στα παραρτήματα A.1 έως A.66 του υπομνήματος αυτού, και, αφετέρου, από τις εξηγήσεις που δόθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το επίμαχο σήμα δεν περιέχει, αυτό καθεαυτό, καμία παραπομπή σε συγκεκριμένο παραγωγό ή στον δικαιούχο του σήματος και ότι καθιστά δυνατή μόνο την ένδειξη της γεωγραφικής προέλευσης και των ιδιοτήτων του επίμαχου προϊόντος. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η χρήση του επίμαχου σήματος δεν καθιστά δυνατή τη διάκριση των καλυπτόμενων από το εν λόγω σήμα προϊόντων μιας επιχείρησης από τα προϊόντα που καλύπτονται μεν από το ίδιο αυτό σήμα, αλλά προέρχονται από άλλες επιχειρήσεις.

57      Η ανωτέρω εκτίμηση δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι τα μέλη της ένωσης Gemeinschaft Steirisches Kürbiskernöl υποχρεούνται να επικολλούν στις φιάλες ελαίου από σπόρους κολοκύθας ταινίες με αριθμούς ελέγχου. Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το παρεμβαίνον περιέγραψε αναλυτικά το σύστημα των αριθμών ελέγχου μέσω του οποίου ο καταναλωτής μπορεί, στον ιστότοπο της ένωσης αυτής, να λάβει γνώση των σχετικών με το εν λόγω προϊόν λεπτομερειών, όπως είναι η εμπορική του προέλευση, η ημερομηνία συγκομιδής των σπόρων και το μέγεθος της φιάλης. Στηριζόμενο στην απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Interflora και Interflora British Unit (C-323/09, EU:C:2011:604), το παρεμβαίνον φρονεί ότι ο καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός δύναται να γνωρίζει ότι το επίμαχο σήμα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τα μέλη της ένωσης.

58      Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά, πέραν του γεγονός ότι κρίθηκαν απαράδεκτα (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), δεν μπορούν να αναιρέσουν το συμπέρασμα ότι η χρήση του επίμαχου σήματος δεν εγγυάται την προέλευση των προσδιοριζόμενων από αυτό προϊόντων από μία και μόνο επιχείρηση υπό τον έλεγχο της οποίας παράγονται και η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους. Πράγματι, η τιθέμενη επί του λαιμού των φιαλών επισήμανση, η οποία προσκομίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, συμπληρώνει το όνομα του παραγωγού που αναγράφεται ευκρινώς στο κύριο μέρος της φιάλης.

59      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

60      Αφ’ ης στιγμής ο μοναδικός λόγος ακύρωσης που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι βάσιμος, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί του υποβαλλόμενου από την προσφεύγουσα αιτήματος μεταρρύθμισης

61      Όσον αφορά το αίτημα που υποβάλλεται στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρύξει την έκπτωση από τα δικαιώματα επί του επίμαχου σήματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να εκδώσει την απόφαση που, κατά την άποψή της, έπρεπε να έχει λάβει το EUIPO, δηλαδή απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την κήρυξη της έκπτωσης από τα δικαιώματα επί του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Η προσφεύγουσα ζητεί, επομένως, τη μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 72, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001).

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εξουσία μεταρρύθμισης, που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, δεν σημαίνει ότι αυτό έχει την εξουσία να αποφαίνεται επί ζητήματος ως προς το οποίο δεν έχει ακόμη αποφανθεί το τμήμα προσφυγών. Όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 25 ανωτέρω, η άσκηση της εξουσίας μεταρρύθμισης πρέπει επομένως, καταρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του εν λόγω τμήματος, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που έπρεπε να έχει λάβει το τμήμα προσφυγών (βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72).

63      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις άσκησης της εξουσίας μεταρρύθμισης του Γενικού Δικαστηρίου.

64      Επισημαίνεται, πράγματι, ότι η προσφεύγουσα εκθέτει, με το δικόγραφο της προσφυγής της, τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι τα παραρτήματα Α.1 έως Α.74 που προσκόμισε το παρεμβαίνον ενώπιον του EUIPO δεν καθιστούν δυνατή την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του επίμαχου σήματος. Το παρεμβαίνον φαίνεται να ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει υπόψη, για την απόρριψη της προσφυγής, τόσο τα παραρτήματα Α.1 έως Α.66 που προσκόμισε ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων όσο και τα παραρτήματα Α.67 έως Α.74 που προσκόμισε ενώπιον του τμήματος προσφυγών προκειμένου να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος.

65      Από το σημείο 15 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, όμως, ότι το τμήμα προσφυγών, για να διαπιστώσει την ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος, στηρίχθηκε μόνο στα παραρτήματα που προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων, δηλαδή στα παραρτήματα A.1 έως A.66. Από το σημείο 16 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, αντιθέτως, ότι το τμήμα προσφυγών δεν έκρινε αναγκαία την εξέταση των συμπληρωματικών εγγράφων που προσκόμισε το παρεμβαίνον ως παραρτήματα A.67 έως A.74.

66      Δεν αποκλείεται, πάντως, το ενδεχόμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα A.67 έως A.74 να είναι χρήσιμα, εάν το τμήμα προσφυγών τα κρίνει παραδεκτά, για την εξέταση της ύπαρξης ουσιαστικής χρήσης του επίμαχου σήματος. Δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να τα εκτιμήσει για πρώτη φορά και, κατά συνέπεια, να δεχθεί το αίτημα μεταρρύθμισης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72).

67      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το υποβαλλόμενο από την προσφεύγουσα αίτημα μεταρρύθμισης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

69      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικαστεί το παρεμβαίνον στα δικαστικά έξοδα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να καταδικάσει το EUIPO, αντί του παρεμβαίνοντος, στα δικαστικά έξοδα. Το EUIPO αντιτάχθηκε στο αίτημα αυτό.

70      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ο νικήσας διάδικος ζήτησε την καταδίκη του EUIPO στα δικαστικά έξοδα μόλις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν αποτελεί εμπόδιο για την αποδοχή του αιτήματός του [βλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Consorzio per la tutela del formaggio Grana Padano κατά ΓΕΕΑ – Biraghi (GRANA BIRAGHI), T-291/03, EU:T:2007:255, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 7ης Μαΐου 2015, Cosmowell κατά ΓΕΕΑ – Haw Par (GELENKGOLD), T-599/13, EU:T:2015:262, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

71      Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα που υπέβαλε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το παρεμβαίνον φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

72      Επιπλέον, με το αίτημα που υπέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικαστεί το EUIPO στα έξοδά της που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του εν λόγω Γραφείου.

73      Συναφώς, εναπόκειται στο τμήμα προσφυγών να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα απόφαση, επί των εξόδων που αφορούν τη διαδικασία αυτή [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Consorzio vino Chianti Classico κατά ΓΕΕΑ – FFR (F.F.R.), T-143/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:645, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 7ης Δεκεμβρίου 2016 (υπόθεση R 1768/2015-4).

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Το EUIPO φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα έξοδα της Gabriele Schmid.

4)      Το Landeskammer für Land- und Forstwirtschaft in Steiermark φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Gervasoni

Madise

da Silva Passos

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουνίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.