ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 2ας Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Υφιστάμενες ενισχύσεις και νέες ενισχύσεις – Έννοια της νέας ενισχύσεως – Επιστροφή του φόρου επί των μερισμάτων – Καθεστώς που εκτείνεται σε εταιρίες εγκατεστημένες εκτός του οικείου κράτους μέλους – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων»

Στην υπόθεση C-598/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Gerechtshof’s-Hertogenbosch (εφετείο s-Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Οκτωβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

A-Fonds

κατά

Inspecteur van de Belastingdienst,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Toader, A. Rosas, L. Bay Larsen και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο A-Fonds, εκπροσωπούμενος από τον R. van der Jagt,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P.‑J. Loewenthal, A. Μπουχάγιαρ και S. Noë καθώς και από την N. Gossement,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του A-Fonds και του Inspecteur van de Belastingdienst (επιθεωρητή της φορολογικής αρχής, Κάτω Χώρες) (στο εξής: φορολογική αρχή), με αντικείμενο την επιστροφή του φόρου επί των μερισμάτων που παρακρατήθηκε από την ολλανδική φορολογική αρχή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), ως «νέα ενίσχυση» νοείται «κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων».

4        Το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), περιέχει διατάξεις πανομοιότυπες με εκείνες που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη.

5        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 659/1999 (ΕΕ 2004, L 140, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 1 στοιχείο γ) του [κανονισμού 659/1999], νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, οι οποίες δεν είναι ικανές να επηρεάσουν την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την κοινή αγορά, ωστόσο, η αύξηση του αρχικού προϋπολογισμού ενός υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων κατά ποσοστό έως 20 % δεν λογίζεται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης.»

 Τοολλανδικόδίκαιο

 Ο Wet Vpb του 1969

6        Ο Wet op de vennootschapsbelasting (νόμος περί του φόρου εταιριών), της 8ης Οκτωβρίου 1969, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρόνο (στο εξής: Wet Vpb του 1969), προβλέπει, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία f και g, τα εξής:

«Υπόκεινται στον φόρο ως ημεδαποί φορολογούμενοι οι ακόλουθες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες:

[…]

f.      τα αμοιβαία κεφάλαια·

g.      οι κατά την παράγραφο 3 επιχειρήσεις νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.»

7        Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου περί του φόρου εταιριών καταρτίζει κατάλογο επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε ορισμένους οικονομικούς τομείς.

8        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, του Wet Vpb του 1969, οι οργανισμοί των οποίων μέτοχοι, εταίροι ή μέλη είναι, άμεσα ή έμμεσα, μόνον νομικά πρόσωπα ολλανδικού δημοσίου δικαίου, καθώς και οι οργανισμοί των οποίων οι διοικητές ορίζονται και παύονται, άμεσα ή έμμεσα, μόνον από νομικά πρόσωπα ολλανδικού δημοσίου δικαίου και των οποίων η περιουσία, σε περίπτωση εκκαθαρίσεως, περιέρχεται αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα ολλανδικού δημοσίου δικαίου «υπόκεινται στον φόρο μόνο στο μέτρο που έχουν την εκμετάλλευση επιχειρήσεως κατά την έννοια της παραγράφου 3.»

 Ο Wet DB του 1965

9        Ο Wet op de dividendbelasting (νόμος περί του φόρου επί των μερισμάτων, στο εξής: Wet DB του 1965) τροποποιήθηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης.

10      Ο υπομνησθείς από το αιτούν δικαστήριο Wet DB του 1965, όπως ίσχυε από τις 11 Ιουλίου 2008, προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, τα εξής:

«Με την ονομασία “φόρος επί των μερισμάτων” επιβάλλεται άμεσος φόρος σε αυτούς οι οποίοι, άμεσα ή μέσω πιστοποιητικών, έχουν εισοδήματα από μετοχές […]».

11      Στο ίδιο κείμενο, το άρθρο 10 του Wet DB του 1965 διευκρινίζει τις λεπτομέρειες επιστροφής του φόρου αυτού ως εξής:

«1.      Με απόφαση του επιθεωρητή, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί διοικητική ένσταση, στο νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο στις Κάτω Χώρες χωρίς να υπόκειται στον φόρο εταιριών χορηγείται, κατόπιν αιτήσεώς του, επιστροφή του φόρου επί των μερισμάτων που του επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, όταν ο φόρος αυτός είναι άνω των 23 ευρώ.

[…]

3.      Η παράγραφος 1 έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή επί εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης νομικού προσώπου το οποίο δεν υπόκειται, στο κράτος αυτό, σε φόρο επί των κερδών και το οποίο, αν ήταν εγκατεστημένο στις Κάτω Χώρες, δεν θα υπέκειτο ούτε στον φόρο εταιριών. Η πρώτη περίοδος δεν ισχύει για φορείς που επιτελούν λειτουργία συγκρίσιμη με εκείνη των οργανισμών επενδύσεων τους οποίους αφορά το άρθρο 6a ή το άρθρο 28 του [Wet Vpb του 1969].»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Ο A-Fonds είναι Spezial-Sondervermögen (οργανισμός επενδύσεων), χωρίς νομική προσωπικότητα, εγκατεστημένος στη Γερμανία.

13      Οι οργανισμοί αυτοί απαλλάσσονται από τον φόρο εταιριών και τον φόρο επιτηδεύματος. Οι συμμετέχοντες σε αυτούς επενδυτές θεωρείται ότι αποκτούν εισοδήματα κατ’ αναλογία προς τα μερίδια συμμετοχής τους. Οι επενδυτές φορολογούνται για τα εν λόγω εισοδήματα σύμφωνα με το προσωπικό φορολογικό καθεστώς τους δυνάμει της γερμανικής φορολογικής νομοθεσίας.

14      Από της συστάσεως του A-Fonds, όλες οι μετοχές του ανήκουν στον ΒΒΒ.

15      Ο BBB είναι οργανισμός γερμανικού δημοσίου δικαίου (Anstalt des öffentlichen Rechts), ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα και έχει συσταθεί από κοινοπραξία γερμανικών δήμων, οι οποίοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Ο οργανισμός αυτός ασκεί τραπεζικές δραστηριότητες, αλλά δεν έχει ως μοναδικό σκοπό την πραγματοποίηση κερδών. Είναι επίσης επιφορτισμένος με αποστολή δημοσίου συμφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό, ο BBB διαθέτει μέρος των εισοδημάτων του προς στήριξη κοινωνικών, πολιτιστικών, αθλητικών, επιστημονικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, στο ομόσπονδο κράτος όπου δραστηριοποιείται.

16      Ο BBB υπόκειται, στη Γερμανία, στον φόρο εταιριών και στον φόρο επιτηδεύματος. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι τα μερίσματα που εισπράττει απαλλάσσονται κατά 95 % από τον γερμανικό φόρο επί των κερδών και ότι δεν μπορεί να συμψηφίσει τον φόρο επί των μερισμάτων που παρακρατήθηκε στις Κάτω Χώρες, για τον λόγο ότι η συμμετοχή του στον A-Fonds αποτελεί μέρος των πάγιων στοιχείων ενεργητικού («Anlagebuch»).

17      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ο BBB κατείχε, μέσω του A-Fonds, μετοχές ολλανδικών εταιριών που υπάγονται στον Wet DB του 1965. Ο ολλανδικός φόρος επί των μερισμάτων παρακρατήθηκε επί των μερισμάτων που του απέδωσαν οι εν λόγω μετοχές για τα οικονομικά έτη 2002/2003 έως 2007/2008.

18      Με σειρά αιτήσεων, ο BBB ζήτησε την επιστροφή του εν λόγω φόρου από την ολλανδική φορολογική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Wet DB του 1965. Η αρχή αυτή απέρριψε τις αιτήσεις.

19      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, τουλάχιστον για τα οικονομικά έτη που αφορούν την περίοδο μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 2002 και της 31ης Οκτωβρίου 2008, η φορολογική αρχή έκρινε ότι ο BBB δεν μπορούσε να αξιώσει την επιστροφή για τον λόγο ότι δεν είναι εγκατεστημένος στις Κάτω Χώρες.

20      Ο A-Fonds άσκησε προσφυγές για την ακύρωση των αποφάσεων της φορολογικής αρχής περί αρνήσεως της επιστροφής ενώπιον του Rechtbank Zeeland-West-Brabant te Breda (εδρεύοντος στην Breda πρωτοδικείου του Zeeland-West-Brabant, Κάτω Χώρες), το οποίο τις απέρριψε ως αβάσιμες με απόφαση της 6ης Μαΐου 2014. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι η κατάσταση του A‑Fonds δεν ήταν συγκρίσιμη με την κατάσταση οργανισμού τον οποίον αφορά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Wet DB του 1965.

21      Ο A-Fonds άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Gerechtshof ’s-Hertogenbosch (εφετείου s-Hertogenbosch, Κάτω Χώρες).

22      Το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι τόσο οι αιτήσεις του A-Fonds προς τη φορολογική αρχή για επιστροφή του φόρου όσο και οι ένδικες προσφυγές του πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν υποβληθεί εξ ονόματος του ΒΒΒ.

23      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι αποφάσεις της φορολογικής αρχής να αρνηθεί την επιστροφή του φόρου επί των μερισμάτων, την οποία αξιώνει ο BBB, με την αιτιολογία ότι είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος εκτός του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, παραβιάζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

24      Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι τα μερίσματα που αποφέρουν οι επενδύσεις των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που είναι εγκατεστημένα στις Κάτω Χώρες και τα οποία, δυνάμει του Wet Vpb του 1969, δεν υπόκεινται στον φόρο εταιριών για τον λόγο ότι επιδίδονται σε δραστηριότητες άλλες από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του Wet Vpb του 1969 υπόκεινται κατ’ αρχήν, στις Κάτω Χώρες, σε φόρο επί των μερισμάτων. Ωστόσο, ο φόρος αυτός τους επιστρέφεται στη συνέχεια δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του Wet DB του 1965.

25      Εξ αυτών το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι το γεγονός ότι ο BBB δεν δικαιούται επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων βάσει της ίδιας αυτής διατάξεως, ενώ ασκεί δραστηριότητες συγκρίσιμες με εκείνες των ολλανδικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που δεν υπόκεινται στον φόρο εταιριών στις Κάτω Χώρες, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

26      Συνεπώς, κρίνει ότι θα πρέπει να επιστραφεί στον BBB ποσό ίσο με αυτό το οποίο λαμβάνει, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Wet BD του 1965, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εγκατεστημένο στις Κάτω Χώρες, το οποίο δεν υπόκειται στον φόρο εταιριών στο εν λόγω κράτος μέλος.

27      Εντούτοις, το ως άνω δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η χορήγηση της επιστροφής αυτής συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων.

28      Εκτιμώντας ότι η επιστροφή του φόρου επί των μερισμάτων κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Wet DB του 1965 είναι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, άρρηκτα συνδεδεμένη με την απαλλαγή των δημόσιων επιχειρήσεων από τον φόρο εταιριών η οποία απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του Wet Vpb του 1969 και ως προς την οποία η Επιτροπή έκρινε, με την απόφαση C(2013) 2372 τελικό της 2ας Μαΐου 2013, ότι συνιστά υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων μη συμβατό με την εσωτερική αγορά, το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι η εν λόγω επιστροφή αποτελεί, ομοίως, υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων.

29      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το αίτημα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης για επιστροφή του φόρου βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ, νυν άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, συνιστά μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως, η οποία αποτελεί νέα ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999.

30      Αν πρόκειται περί αυτού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον είναι δυνατόν να εκδώσει απόφαση δεχόμενη το ως άνω αίτημα και, ειδικότερα, κατά πόσον απαιτείται να κοινοποιήσει την απόφαση αυτή στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

31      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι πρόκειται για «πιλοτική υπόθεση» και ότι η φορολογική αρχή έχει ήδη λάβει περίπου 1 000 παρόμοιες αιτήσεις επιστροφής.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Gerechtshof’s-Hertogenbosch (εφετείο s-Hertogenbosch) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελεί η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων, ως αποτέλεσμα της επιτυχούς επικλήσεως από φορολογούμενο του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 56 της [ΕΚ] (νυν άρθρου 63 ΣΛΕΕ), νέα ενίσχυση συνιστάμενη στην τροποποίηση υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εμποδίζει η αποστολή που το εθνικό δικαστήριο έχει κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ τη χορήγηση σε φορολογούμενο φορολογικού πλεονεκτήματος το οποίο αυτός δύναται να αξιώσει δυνάμει του άρθρου 56 [ΕΚ] (νυν άρθρου 63 ΣΛΕΕ), ή πρέπει το εθνικό δικαστήριο να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τη σχεδιαζόμενη δικαστική απόφαση για τη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού, ή πρέπει το εθνικό δικαστήριο να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη πράξη ή να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο, λαμβανομένου υπόψη του καθήκοντος ελέγχου που έχει δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

33      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει τα απαραίτητα πραγματικά και νομικά στοιχεία για να μπορέσει το Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα.

34      Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο βασίζονται στην παραδοχή ότι το επίμαχο καθεστώς επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων συνιστά υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων.

35      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο βασίζει την ανάλυσή του στο γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επιστροφή που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του Wet DB του 1965 είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απαλλαγή από τον φόρο εταιριών την οποία προβλέπει το άρθρο 2 του Wet Vpb του 1969 για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ως προς την οποία η Επιτροπή έκρινε, με την απόφαση C(2013) 2372 τελικό, ότι συνιστά υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων μη συμβατό προς την εσωτερική αγορά.

36      Εντούτοις, όπως εκθέτει και η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ως άνω απόφαση αφορά μόνον το καθεστώς απαλλαγής των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από τον φόρο εταιριών, το οποίο προβλέπεται από τον Wet Vpb του 1969, και όχι το καθεστώς επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του Wet DB του 1965.

37      Επιπλέον, τα πεδία εφαρμογής των δύο αυτών καθεστώτων δεν συμπίπτουν, δεδομένου ότι το δεύτερο αφορά, γενικότερα, το σύνολο των ολλανδικών επιχειρήσεων που απαλλάσσονται από τον φόρο εταιριών.

38      Επομένως, δεν μπορεί βασίμως να θεωρηθεί ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι το καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο εταιριών που προβλέπεται στο άρθρο 2 του Wet Vpb του 1969 για τις ολλανδικές δημόσιες επιχειρήσεις συνιστά υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων μη συμβατό με την εσωτερική αγορά ισχύει κατ’ αναλογίαν για το καθεστώς επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του Wet DB του 1965.

39      Ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως εξάλλου παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η επιστροφή του φόρου επί των μερισμάτων χορηγείται σε ολλανδική επιχείρηση δημοσίου δικαίου με την αιτιολογία ότι αυτή απαλλάσσεται από τον φόρο εταιριών δυνάμει του άρθρου 2 του Wet Vpb του 1969, η εν λόγω επιστροφή αποτελεί την άμεση και άρρηκτη συνέπεια της χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως και ότι, ως εκ τούτου, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι συνιστά κρατική ενίσχυση.

40      Συνεπώς, δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός του επίμαχου νομοθετικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως δεν μπορεί να αποκλειστεί και ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να τον εξακριβώσει προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι απαντήσεις στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι χρήσιμες στο αιτούν δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και ότι, κατά συνέπεια, βασίζονται στην παραδοχή ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη καθεστώς επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων συνιστά καθεστώς ενισχύσεων.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

41      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ, νυν άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει όλους τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, και του οποίου την παράβαση θεωρεί δεδομένη. Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η παράβαση αυτή απορρέει από το γεγονός ότι η ολλανδική νομοθεσία που προβλέπει την επιστροφή του φόρου επί των μερισμάτων εξαρτά τη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού από την προϋπόθεση εγκαταστάσεως στην εθνική επικράτεια.

42      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι κρίσιμες διατάξεις του κανονισμού 659/1999, στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, επαναλαμβάνονται κατά τρόπο πανομοιότυπο στον κανονισμό 2015/1589 που τον διαδέχθηκε, με αποτέλεσμα να παρέλκει ο προσδιορισμός της εφαρμογής ratione temporis των δύο αυτών κανονισμών στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

43      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει τη δυνατότητα δικαστηρίου κράτους μέλους να χορηγήσει, προς διασφάλιση της τηρήσεως του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ, νυν άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από καθεστώς κρατικών ενισχύσεων, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη καθεστώς επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων, σε επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στην περίπτωση κατά την οποία ένα τέτοιο καθεστώς ενισχύσεων θεωρηθεί υφιστάμενο, η απόφαση χορηγήσεως του πλεονεκτήματος του καθεστώτος αυτού συνιστά νέα ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999, την οποία το δικαστήριο πρέπει να κοινοποιήσει στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ.

44      Παρατηρείται ότι από τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, όπως εξάλλου επισημαίνει και το αιτούν δικαστήριο, συνάγεται ότι πρέπει προηγουμένως να εξεταστεί εάν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στο δικαστήριο αυτό να κρίνει εαυτό αρμόδιο προς εξέταση του κατά πόσον η εν προκειμένω επίμαχη προϋπόθεση εγκαταστάσεως συνάδει με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων ή εάν ο έλεγχος αυτός εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκτιμά το συμβατό ενός καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά.

45      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο του θεσπισθέντος από τη Συνθήκη συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τα εθνικά δικαστήρια και η Επιτροπή διαδραματίζουν ρόλους που είναι συμπληρωματικοί, αλλά διακριτοί (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, SFEI κ.λπ., C-39/94, EU:C:1996:285, σκέψη 41, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, PGE, C-574/14, EU:C:2016:686, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Ενώ η εκτίμηση του συμβατού μέτρων ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, ενεργούσας υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών σε περίπτωση παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ υποχρεώσεως προηγούμενης γνωστοποιήσεως των κρατικών ενισχύσεων στην Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV, C-275/10, EU:C:2011:814, σκέψη 27). Μια τέτοια παράβαση, όταν προβληθεί από τους πολίτες και διαπιστωθεί από τα εθνικά δικαστήρια, πρέπει να τα οδηγεί στο να συναγάγουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, όλες τις συνέπειες, χωρίς, ωστόσο, οι αποφάσεις τους να συνεπάγονται εκτίμηση του συμβατού των ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, πράγμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2002, Nygård, C-234/99, EU:C:2002:244, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει το συμβατό των λεπτομερειών εφαρμογής ενός καθεστώτος ενισχύσεων με τις άμεσα εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης πλην των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων μόνον αν οι εν λόγω λεπτομέρειες είναι δυνατό να εκτιμηθούν μεμονωμένα και, μολονότι αποτελούν μέρος του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, δεν είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση του σκοπού του ή για τη λειτουργία του (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, Iannelli & Volpi, 74/76, EU:C:1977:51, σκέψη 14, και της 23ης Απριλίου 2002, Nygård, C‑234/99, EU:C:2002:244, σκέψη 57).

48      Αντιθέτως, οι λεπτομέρειες χορηγήσεως μιας ενισχύσεως ενδέχεται να συνδέονται τόσο άρρηκτα με το αντικείμενό της ώστε να μην μπορούν να εκτιμηθούν μεμονωμένα, οπότε το ζήτημα κατά πόσον επηρεάζουν το συμβατό ή το μη συμβατό της ενισχύσεως στο σύνολό της πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτιμάται μέσω της διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, Iannelli & Volpi, 74/76, EU:C:1977:51, σκέψη 14).

49      Εν προκειμένω, αυτό συμβαίνει στην περίπτωση προϋποθέσεως περί εγκαταστάσεως όπως η προβλεπόμενη από το καθεστώς επιστροφής του φόρου για τα επίμαχα στην κύρια δίκη μερίσματα, εάν παρά ταύτα θεωρηθεί ότι συνιστά καθεστώς κρατικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή φαίνεται άρρηκτα συνδεδεμένη με το αντικείμενο των εν λόγω μέτρων φοροαπαλλαγής που συνίσταται στη χορήγηση πλεονεκτήματος αποκλειστικώς στις εγχώριες επιχειρήσεις.

50      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ένας τέτοιος έλεγχος θα είχε κατ’ ανάγκην ως συνέπεια να υπονομεύσει, έστω και μόνον εμμέσως, την προϋπόθεση περί εγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 2 του Wet Vpb του 1969 για την απαλλαγή των δημόσιων επιχειρήσεων από τον φόρο εταιριών, η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκπλήρωση του σκοπού και της λειτουργίας του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων.

51      Επομένως, δεν παρίσταται δυνατό να εξετασθεί μεμονωμένα η προϋπόθεση αυτή, η οποία φαίνεται αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού και της λειτουργίας ενός καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να θιγεί η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

52      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν η εν προκειμένω επίμαχη προϋπόθεση περί εγκαταστάσεως συνάδει με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, σε περίπτωση που το σχετικό καθεστώς επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων συνιστά καθεστώς ενισχύσεων.

53      Επομένως, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να συναγάγει τις συνέπειες τυχόν παραβιάσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων λόγω της προϋποθέσεως περί εγκαταστάσεως, επιτρέποντας την επιστροφή του φόρου αυτού, και, ως εκ τούτου, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα που διατυπώνεται στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως.

54      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η απάντηση που προσήκει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι ότι τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να εκτιμήσει το συμβατό μιας προϋποθέσεως περί εγκαταστάσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, νυν άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στην περίπτωση που το σχετικό καθεστώς επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων συνιστά καθεστώς ενισχύσεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να εκτιμήσει το συμβατό μιας προϋποθέσεως περί εγκαταστάσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, νυν άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στην περίπτωση που το σχετικό καθεστώς επιστροφής του φόρου επί των μερισμάτων συνιστά καθεστώς ενισχύσεων.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.