ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LΙGER

της 14ης Δεκεμβρίου 2004 (1)

Υπόθεση C-281/02

Andrew Owusu

κατά

N. B. Jackson, ασκούντος εμπορία υπό την επωνυμία «Villa Holidays Bal-Inn Villas»,

Mammee Bay Resorts Ltd,

Mammee Bay Club Ltd,

The Enchanted Garden Resorts & Spa Ltd,

Consulting Services Ltd,

Town & Country Resorts Ltd

[αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Σύμβαση των Βρυξελλών – Εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής – Ατύχημα που συνέβη σε μη συμβαλλόμενο κράτος – Σωματική βλάβη – Αγωγή που ασκήθηκε σε συμβαλλόμενο κράτος κατά προσώπου το οποίο έχει την κατοικία του στο εν λόγω κράτος και κατά άλλων εναγομένων οι οποίοι έχουν την κατοικία τους στο μη συμβαλλόμενο κράτος στο οποίο συνέβη το ατύχημα – Θεωρία του forum non conveniens στις σχέσεις μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και ενός μη συμβαλλομένου κράτους – Ασυμβίβαστο με τη Σύμβαση των Βρυξελλών»



Πίνακας περιεχομένων


I –   Το νομικό πλαίσιο

A –   Η Σύμβαση των Βρυξελλών

Β –   Η θεωρία του forum non conveniens στο αγγλικό δίκαιο

Γ –   Η τύχη που επιφυλάχθηκε στη θεωρία του forum non conveniens από την έναρξη ισχύος της Συμβάσεως των Βρυξελλών στο Ηνωμένο Βασίλειο

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

III – Η έννοια και το περιεχόμενο των προδικαστικών ερωτημάτων

IV – Ανάλυση

Α –   Επί του εδαφικού ή προσωπικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών

1.     Η έκθεση του Ρ. Jenard και η ευρεία συζήτηση που προκάλεσε

2.     Η διατύπωση του άρθρου 2 της Συμβάσεως

3.     Η γενική οικονομία της Συμβάσεως

4.     Οι σκοποί της Συμβάσεως

5.     Τα φερόμενα ως εμπόδια για την εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως σε έννομη σχέση που συνδέεται μόνο με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα τρίτο κράτος

α)     Τα φερόμενα ως εμπόδια που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο

β)     Τα φερόμενα ως εμπόδια που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο

Β –   Επί του συμβατού της θεωρίας του forum non conveniens με τη Σύμβαση των Βρυξελλών

1.     Η βούληση των συντακτών της Συμβάσεως

2.     Η διατύπωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως

3.     Η γενική οικονομία της Συμβάσεως

4.     4. Οι σκοποί και η πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως

V –   Πρόταση






1.        Απαγορεύει η Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, το οποίο έχει επιληφθεί αγωγής ασκηθείσας κατά προσώπου κατοικούντος στο έδαφος του εν λόγω κράτους και το οποίο έχει, ως εκ τούτου, διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση τέτοιας αγωγής βάσει του άρθρου 2 της εν λόγω συμβάσεως, να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια την ως άνω δικαιοδοσία, κατ’ εφαρμογήν του εσωτερικού του δικαίου, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο για την εκδίκαση της διαφοράς;

2.        Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ερώτημα που θέτει το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) στην παρούσα διαδικασία. Το εν λόγω ερώτημα δεν είναι καινοφανές, καθόσον στο Δικαστήριο έχει ήδη υποβληθεί, προ δεκαετίας, ένα παρεμφερές ερώτημα από ανώτατο εθνικό δικαστήριο, το House of Lords. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, καθόσον το ως άνω προδικαστικό ερώτημα αποσύρθηκε τελικώς από το αιτούν δικαστήριο κατόπιν συμβιβασμού των αντιδίκων (3).

3.        Η παρούσα υπόθεση παρέχει, όπως και η ως άνω προηγούμενη υπόθεση, στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσει το συμβατό της αποκαλούμενης θεωρίας του «forum non conveniens» με τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Κατά την εν λόγω θεωρία, η οποία είναι ευρέως γνωστή στις χώρες του «common law», το δικαστήριο ενός κράτους έχει δικαίωμα να αποποιηθεί τη δικαιοδοσία που του απονέμεται από τη νομοθεσία, όταν εκτιμά ότι δικαστήριο άλλου κράτους είναι καταλληλότερο για την εκδίκαση της διαφοράς.

4.        Στην παρούσα υπόθεση, όπως και στην προηγούμενη, το ζήτημα του συμβατού της θεωρίας του forum non conveniens με τη Σύμβαση των Βρυξελλών τίθεται μόνον ως προς τις σχέσεις μεταξύ ενός δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους και ενός δικαστηρίου μη συμβαλλομένου κράτους, αποκλειομένων των σχέσεων μεταξύ δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών. Επομένως, το ως άνω ζήτημα καθιστά αναγκαία την εξέταση του εδαφικού ή προσωπικού πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Συναφώς, καίτοι η επίμαχη εν προκειμένω προβληματική είναι σε μεγάλο βαθμό διαφορετική, μπορεί να υπάρξει παραλληλισμός με την εκκρεμούσα διαδικασία γνωμοδοτήσεως ως προς τη μέλλουσα, κατόπιν αναθεωρήσεως, Σύμβαση του Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (4).

5.        Εξάλλου, είναι ενδιαφέρον να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο εξέτασε πρόσφατα έναν άλλο μηχανισμό που είναι ευρέως γνωστός στις χώρες του «common law» και ονομάζεται συνήθως «anti-suit injunctions». Ο εν λόγω μηχανισμός επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να εκδίδει διαταγή με την οποία απαγορεύει σε διάδικο σε εκκρεμή ενώπιόν του δίκη να κινήσει ή να συνεχίσει δίκη ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο διάδικος αυτός ενεργεί κακοβούλως με σκοπό να παρεμποδίσει την εξέλιξη της εκκρεμούς δίκης. Το House of Lords απηύθυνε ερώτημα προς το Δικαστήριο ως προς το συμβατό ενός τέτοιου μηχανισμού με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, όταν ο εν λόγω μηχανισμός χρησιμοποιείται στις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών. Στην απόφασή του Turner (5), το Δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση.

6.        Η ως άνω απόφαση αξίζει να επισημανθεί, μολονότι το αντικείμενο και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του μηχανισμού «anti-suit injunctions» και εκείνου του forum non conveniens διαφέρουν αισθητά και, σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, η υπόθεση Turner δεν ήγειρε κανένα ζήτημα σχετικά με το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer στις προτάσεις του στην υπόθεση Turner, οι δύο αυτοί μηχανισμοί εμπεριέχουν «ορισμένη εκτίμηση του σκοπίμου [ή του καταλλήλου] της άσκησης αγωγής ενώπιον συγκεκριμένου δικαστηρίου» (6).

I –    Το νομικό πλαίσιο

 A –   Η Σύμβαση των Βρυξελλών

7.        Η Σύμβαση των Βρυξελλών, η οποία θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 220 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (που κατέστη το άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΚ και έχει πλέον καταστεί το άρθρο 293 EΚ) (7), έχει ως σκοπό, σύμφωνα με το προοίμιο της, την «ενίσχυση στην Κοινότητα της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων σε αυτή προσώπων».

8.        Η μόνη αιτιολογική σκέψη της ως άνω συμβάσεως αναφέρει «ότι, προς το σκοπό αυτό, προέχει να καθοριστεί η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους, να διευκολυνθεί η αναγνώριση και να θεσπιστεί ταχεία διαδικασία για την εκτέλεση των αποφάσεων, καθώς και των δημόσιων εγγράφων και των δικαστικών συμβιβασμών».

9.        Έτσι, η Σύμβαση των Βρυξελλών αποτελεί αυτό που αποκαλείται συνήθως «διττή» σύμβαση, καθόσον περιέχει όχι μόνον κανόνες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, αλλά και κανόνες άμεσης διεθνούς δικαιοδοσίας που είναι εφαρμοστέοι στο συμβαλλόμενο κράτος καταγωγής, ήτοι από το στάδιο της διαδικασίας εκδόσεως της προς αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

10.      Οι κανόνες άμεσης διεθνούς δικαιοδοσίας εφαρμόζονται όταν η διαφορά παρουσιάζει ορισμένο σύνδεσμο με το έδαφος του τάδε ή του δείνα συμβαλλομένου κράτους. Ο σύνδεσμός αυτός απορρέει συνήθως από την κατοικία του εναγομένου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από το αντικείμενο της διαφοράς ή από τη βούληση των μερών.

11.      Όσον αφορά την κατοικία του εναγομένου, αυτή αποτελεί γενικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους». Έτσι, όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος, τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν, κατ’ αρχήν, διεθνή δικαιοδοσία.

12.      Το άρθρο 3 της Συμβάσεως διευκρινίζει το πεδίο εφαρμογής του ως άνω γενικού κανόνα. Αφενός, το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι «[τ]α πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου συμβαλλόμενου κράτους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 6 του παρόντος τίτλου». Αφετέρου, κατά την ίδια λογική, το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου απαγορεύει στον ενάγοντα να επικαλείται εις βάρος των ως άνω προσώπων κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που αποκαλούνται «υπέρμετροι» (οι οποίοι ισχύουν στα συμβαλλόμενα κράτη), ήτοι κανόνες που έχουν ως αποτέλεσμα τη μη υπαγωγή των προσώπων αυτών στη διεθνή δικαιοδοσία που έχουν, κατ’ αρχήν, τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους της κατοικίας τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 της Συμβάσεως.

13.      Τα τμήματα 2 έως 6 του τίτλου II της Συμβάσεως (στα οποία αναφέρεται το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο) απαριθμούν, κατ’ αρχάς, μια σειρά κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας ενδοτικού χαρακτήρα, που επιτρέπουν στον ενάγοντα να επιλέξει να ασκήσει την αγωγή ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους διαφορετικού από εκείνο της κατοικίας του εναγομένου (8).

14.      Εν συνεχεία, τα ως άνω τμήματα προβλέπουν ορισμένους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που είτε καθιστούν υποχρεωτική την άσκηση της αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων συμβαλλομένου κράτους, κατ’ αποκλεισμόν των δικαστηρίων κάθε άλλου συμβαλλομένου κράτους (συμπεριλαμβανομένου του κράτους της κατοικίας του εναγομένου) (9), είτε επιτρέπουν σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους να αποφανθεί καίτοι το εν λόγω δικαστήριο δεν έχει κανονικά διεθνή δικαιοδοσία προς τούτο υπό το πρίσμα των κανόνων που θεσπίζει η Σύμβαση (10).

15.      Οι τελευταίοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας (οι οποίοι περιέχονται στα άρθρα 16, 17 και 18 της Συμβάσεως) στηρίζονται στην ύπαρξη ενός άλλου συνδετικού στοιχείου της διαφοράς, πλην εκείνου της κατοικίας του εναγομένου. Το εν λόγω συνδετικό στοιχείο απορρέει είτε από το αντικείμενο της διαφοράς (άρθρο 16 της Συμβάσεως), είτε από τη βούληση των μερών (άρθρα 17 και 18 της εν λόγω Συμβάσεως).

16.      Όταν η διαφορά δεν εντοπίζεται στο έδαφος του τάδε ή του δείνα συμβαλλομένου κράτους λόγω της κατοικίας του εναγομένου, του ίδιου του αντικειμένου της διαφοράς ή της βουλήσεως των μερών, οι υπέρμετροι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν στα συμβαλλόμενα κράτη διατηρούν κατ’ αρχήν τα αποτελέσματά τους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως προβλέπει ότι, «[α]ν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος ρυθμίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη του άρθρου 16» (11).

17.      Υπό το πρίσμα του συνόλου των ως άνω διατάξεων σχετικά με την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας, η Σύμβαση των Βρυξελλών προβλέπει ορισμένους δικονομικούς μηχανισμούς που διέπουν την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας. Οι εν λόγω μηχανισμοί, που αφορούν την εκκρεμοδικία και τη συνάφεια, αποσκοπούν στην πρόληψη της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων από δικαστήρια διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών.

18.      Έτσι, το άρθρο 21 της Συμβάσεως, το οποίο αφορά την εκκρεμοδικία, προβλέπει ότι, «[α]ν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλόμενων κρατών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί […] [οφείλει να αναστείλει] τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο», και, εν συνεχεία, αν διαπιστωθεί η ως άνω διεθνής δικαιοδοσία, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του τελευταίου δικαστηρίου.

19.      Όσον αφορά τη συνάφεια, το άρθρο 22 της Συμβάσεως προβλέπει ότι, όταν συναφείς αγωγές έχουν ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και είναι εκκρεμείς σε πρώτο βαθμό, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία είτε, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων και ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές. Σύμφωνα με το άρθρο 22, τρίτο εδάφιο, της Συμβάσεως, ο μηχανισμός αυτός εφαρμόζεται μόνον στις «αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξεταστούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα ήταν ασυμβίβαστες αν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά».

20.      Στο πλαίσιο του συνόλου των ως άνω διατάξεων σχετικά με την απονομή δικαιοδοσίας ή την εφαρμογή δικαιοδοσίας, η Σύμβαση των Βρυξελλών θέσπισε, στον τίτλο της III, έναν απλουστευμένο μηχανισμό αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων. Ο εν λόγω μηχανισμός εφαρμόζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται από τα δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους στο πλαίσιο της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των αποφάσεων αυτών σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

21.      Έπειτα από την κοινοτικοποίηση, από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, του τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 44/2001 βάσει των άρθρων 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ και 67, παράγραφος 1, EΚ. Ο εν λόγω κανονισμός, που αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη Σύμβαση των Βρυξελλών, επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν τις διατάξεις της ενώ, συγχρόνως, προβαίνει σε ορισμένες προσαρμογές.

22.      Ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη, εκτός της Δανίας (12), για τις αγωγές οι οποίες ασκήθηκαν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού, ήτοι από την 1η Μαρτίου 2002. Στη διαφορά της κύριας δίκης, η διαδικασία κινήθηκε πριν από την 1η Μαρτίου 2002, οπότε μόνον η Σύμβαση των Βρυξελλών είναι εφαρμοστέα επί της διαφοράς αυτής, αποκλειομένης της εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

 Β –         Η θεωρία του forum non conveniens στο αγγλικό δίκαιο

23.      Η θεωρία του forum non conveniens βρήκε την πρώτη έκφρασή της στο σκωτικό δίκαιο, ήτοι σε ένα δικαιικό σύστημα εμπνεόμενο, κατ’ ουσίαν, από το αστικό δίκαιο. Η εν λόγω θεωρία εμφανίστηκε στο πλαίσιο του ως άνω δικαίου υπό την πλέον ολοκληρωμένη μορφή μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, εν συνεχεία δε επεκτάθηκε, με ποικίλες μορφές, σε άλλες χώρες, κυρίως στις χώρες του «common law», και ειδικότερα στην Αγγλία, στην Ιρλανδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

24.      Στο αγγλικό δίκαιο, η θεωρία του forum non conveniens γνώρισε μια διαρκή και σημαντική εξέλιξη.

25.      Σήμερα, η εφαρμογή της ως άνω θεωρίας πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίστηκαν το 1986 από το House of Lords στην απόφαση Spiliada Maritime Corporation v. Cansulex Ltd (13).

26.      Το ως άνω δικαστήριο διατύπωσε την αρχή ότι «η αναστολή εκδικάσεως της διαφοράς θα αποφασίζεται βάσει του forum non conveniens μόνον αν το δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι υφίσταται ένα άλλο δικαστήριο, εξίσου αρμόδιο, το οποίο είναι το κατάλληλο δικαστήριο για την εκδίκαση της διαφοράς, ήτοι ενώπιον του οποίου η διαφορά μπορεί να εκδικασθεί κατά πρόσφορο τρόπο, λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων όλων των διαδίκων και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης» (14). Έτσι, σε αντίθεση με αυτό που μπορεί να αφήνει να εννοηθεί η έκφραση forum non conveniens, δεν πρόκειται, για το επιληφθέν δικαστήριο, περί απλού ζητήματος πρακτικής ή προσωπικής «καταλληλότητας», που συνδέεται ιδίως με την επιβάρυνση του δικαστηρίου από απόψεως όγκου εργασίας, αλλά περί ζητήματος που αφορά τον αντικειμενικά πρόσφορο χαρακτήρα του δικαστηρίου για την εκδίκαση της επίμαχης διαφοράς (15).

27.      Σύμφωνα με την προπαρατεθείσα απόφαση Spiliada, η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει το αγγλικό δικαστήριο αναλύεται κατά τον ακόλουθο τρόπο.

28.      Πρώτον, εναπόκειται στο τελευταίο αυτό δικαστήριο να καθορίσει αν αλλοδαπό δικαστήριο είναι «σαφώς και ευδιακρίτως καταλληλότερο» (16). Η διαδικασία αυτή οδηγεί στον προσδιορισμό του «φυσικού δικαστηρίου της διαφοράς», ήτοι «εκείνου με το οποίο η διαφορά έχει την πλέον στενή σχέση» (17). Τα συνδετικά στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη περιλαμβάνουν όχι μόνον στοιχεία πρακτικής ή οικονομικής φύσεως (όπως η διαθεσιμότητα των μαρτύρων) (18), αλλά και στοιχεία όπως το εφαρμοστέο δίκαιο επί της επίμαχης πράξεως και ο τόπος κατοικίας των διαδίκων ή η έδρα των δραστηριοτήτων τους (19).

29.      Δεύτερον, άπαξ και το επιληφθέν δικαστήριο προσδιορίσει ένα αλλοδαπό δικαστήριο το οποίο είναι «σαφώς και ευδιακρίτως καταλληλότερο», εναπόκειται στο πρώτο να εξακριβώσει αν ο ενάγων έχει την εγγύηση ότι στο εν λόγω αλλοδαπό δικαστήριο «θα τύχει δικαστικής προστασίας» (20), και ακριβέστερα «αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας» (21). Η εν λόγω προϋπόθεση πρέπει να νοηθεί κατά περιοριστικό τρόπο. Έτσι, κατά γενικό κανόνα, δεν χωρεί άρνηση αναστολής της διαδικασίας για τον λόγο και μόνον ότι ο ενάγων θα στερείτο ενός πλεονεκτήματος προβλεπομένου από το αγγλικό δίκαιο, όπως είναι ένα υψηλότερο επίπεδο αποζημιώσεως, ένα αποτελεσματικό σύστημα διεξαγωγής αποδείξεων ή η εκτενέστερη διάρκεια παραγραφής της αγωγής απ’ ό,τι στη χώρα του επίμαχου αλλοδαπού δικαστηρίου (22). Συγκεκριμένα, κατά το House of Lords, «το να επιτραπεί στον ενάγοντα να επωφεληθεί από το πλεονέκτημα της διεξαγωγής της δίκης στην Αγγλία εις βάρος του εναγομένου δεν συνάδει προς την αντικειμενική προσέγγιση» που είναι εκείνη του forum non conveniens (23). Ωστόσο, υπό ορισμένες πολύ ειδικές περιστάσεις, ελήφθησαν υπόψη περιορισμοί νομικής ή πρακτικής φύσεως όσον αφορά τη δυνατότητα προσφυγής στις υπηρεσίες νομικού συμβούλου ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου καθώς και η αδυναμία του ενάγοντος να λάβει νομική βοήθεια για την κίνηση της διαδικασίας ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου όταν τέτοια βοήθεια είναι διαθέσιμη στην Αγγλία και είναι πρόδηλο ότι, ελλείψει της εν λόγω βοήθειας, ο ενάγων θα παραιτηθεί από την αγωγή του (24).

30.      Στο αγγλικό δίκαιο, το επιληφθέν δικαστήριο δεν προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε μια τέτοια εξέταση, αλλά μόνον κατόπιν αιτήσεως ενός από τους διαδίκους (25). Εναπόκειται στον εναγόμενο που προβάλλει την ένσταση του forum non conveniens, προκειμένου να αντιταχθεί στη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του επίμαχου αρμόδιου δικαστηρίου, να αποδείξει την ύπαρξη ενός αλλοδαπού δικαστηρίου το οποίο είναι εξίσου αρμόδιο και σαφώς και ευδιακρίτως καταλληλότερο (26). Όταν πληρούται η ως άνω πρώτη προϋπόθεση, εναπόκειται στον ενάγοντα που επιθυμεί την απόρριψη της επίμαχης δικονομικής ενστάσεως να αποδείξει ότι δεν θα μπορέσει να τύχει δικαστικής προστασίας στο επίμαχο αλλοδαπό δικαστήριο, ήτοι ότι δεν συντρέχει η δεύτερη προϋπόθεση για την ευδοκίμηση της εν λόγω ενστάσεως.

31.      Οι ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής της θεωρίας του forum non conveniens εξετάζονται «κατά διακριτική ευχέρεια» από το επιληφθέν δικαστήριο, υπό την έννοια ότι το τελευταίο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως επί του ζητήματος αυτού.

32.      Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του αγγλικού δικαίου, η εφαρμογή της ανωτέρω θεωρίας συνεπάγεται αναστολή της διαδικασίας, ήτοι μια προσωρινή αναστολή, χωρίς το δικαστήριο να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Επομένως, η διαδικασία μπορεί να επαναληφθεί ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου στην περίπτωση που αποδειχθεί, παραδείγματος χάρη, ότι το αλλοδαπό δικαστήριο δεν έχει, εν τέλει, διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς ή ότι ο ενάγων δεν έχει πρόσβαση σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στο εν λόγω δικαστήριο. Εναπόκειται στον ενάγοντα, που επιθυμεί να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία, να προσκομίσει τα αναγκαία προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία.

33.      Κατά παράδοση, η σχετική απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας αποκλείεται να συνοδεύεται από παραπομπή της υποθέσεως στο αλλοδαπό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, η ως άνω διαδικασία κατατείνει στο να επιβάλει στο αλλοδαπό δικαστήριο να αναγνωρίσει αν έχει διεθνή δικαιοδοσία και να ασκήσει την ενδεχόμενη αρμοδιότητά του. Πάντως, γίνεται συνήθως δεκτό ότι τα δικαστήρια ενός κράτους μπορούν να αποφανθούν μόνον ως προς το αν τα ίδια έχουν διεθνή δικαιοδοσία και όχι ως προς το αν δικαστήρια άλλου κράτους έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον ενάγοντα, που επιθυμεί να κριθούν βάσιμες οι αξιώσεις του, να προβεί στο σύνολο των αναγκαίων ενεργειών προκειμένου να ασκήσει νέα αγωγή ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου.

34.      Μια απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εκτιμά κατά διακριτική ευχέρεια την ένσταση του forum non conveniens, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να μεταρρυθμιστεί ως προς το ζήτημα αυτό, από δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά μόνον αν το εν λόγω δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκτιμά, στο πλαίσιο ελέγχου του σκεπτικού που έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι το τελευταίο ενήργησε προδήλως κατά κατάχρηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει (27).

 Η τύχη που επιφυλάχθηκε στη θεωρία του forum non conveniens από την έναρξη ισχύος της Συμβάσεως των Βρυξελλών στο Ηνωμένο Βασίλειο

35.      Η Σύμβαση των Βρυξελλών, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση περί προσχωρήσεως του 1978, άρχισε να ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο την 1η Ιανουαρίου 1987.

36.      Στο πλαίσιο αυτό, εκδόθηκε ο Civil Jurisdiction and Judgments Act 1982 (νόμος του 1982 για τη δικαιοδοσία και τις δικαστικές αποφάσεις σε αστικές υποθέσεις). Το άρθρο 49 του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι «ουδεμία διάταξη του παρόντος νόμου εμποδίζει οποιοδήποτε βρετανικό δικαστήριο, στο πλαίσιο διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιόν του, να αναστείλει τη διαδικασία […] για λόγους που διαπνέονται από τη θεωρία του forum non conveniens […] όταν τα ως άνω μέτρα δεν είναι ασυμβίβαστα με τη Σύμβαση του 1968».

37.      Η ως άνω αναφορά στην ενδεχόμενη ύπαρξη ασυμβιβάστου της θεωρίας του forum non conveniens με τη Σύμβαση των Βρυξελλών έδωσε λαβή για λίαν διιστάμενες εκτιμήσεις εκ μέρους των αγγλικών δικαστηρίων, και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω θεωρίας στις σχέσεις μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και ενός τρίτου κράτους.

38.      Έτσι, σε αντίθεση με το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (28), το Court of Appeal δέχθηκε, στην απόφαση Harrods (Buenos Aires) Ltd (29), ότι τα αγγλικά δικαστήρια μπορούν, κατ’ εφαρμογήν της θεωρίας του forum non conveniens, να αποποιούνται τη διεθνή δικαιοδοσία την οποία αντλούν από το άρθρο 2 της Συμβάσεως (λόγω του ότι ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο Ηνωμένο Βασίλειο) όταν υπάρχει καταλληλότερο δικαστήριο σε μη συμβαλλόμενο κράτος και όταν ουδόλως εμπλέκεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου συμβαλλομένου κράτους, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα επιχειρήματα που δέχθηκε το Court of Appeal προς στήριξη της αποφάσεώς του μπορούν να συνοψισθούν κατά τον ακόλουθο τρόπο.

39.      Κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από το άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΟΚ, βάσει του οποίου θεσπίσθηκε η Σύμβαση των Βρυξελλών, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στην ως άνω σύμβαση εφαρμόζονται μόνον στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών (30).

40.      Περαιτέρω, στην περίπτωση που το άρθρο 2 της Συμβάσεως έχει επιτακτικό χαρακτήρα ως προς τις σχέσεις μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και ενός μη συμβαλλομένου κράτους, το αγγλικό δικαστήριο –το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του ως άνω άρθρου– δεν μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, για λόγους που ανάγονται στην ύπαρξη συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας ή στην ύπαρξη εκκρεμοδικίας ή συνάφειας, αν το αλλοδαπό εναλλακτικό δικαστήριο δεν βρίσκεται σε συμβαλλόμενο κράτος. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 17, 21 και 22 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, που προβλέπουν μηχανισμούς κατανομής των αρμοδιοτήτων οι οποίοι διαπνέονται από τέτοιους λόγους, εφαρμόζονται μόνον στις σχέσεις μεταξύ δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών. Πάντως, κατά το Court of Appeal, τέτοια αποτελέσματα είναι αντίθετα προς την πρόθεση των συντακτών της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Επομένως, το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν μπορεί να έχει επιτακτικό χαρακτήρα όταν η μόνη υφιστάμενη σύγκρουση δικαιοδοσίας αφορά τα δικαστήρια μόνον ενός συμβαλλομένου κράτους και εκείνα ενός τρίτου κράτους (31).

41.      Τέλος, η εφαρμογή της θεωρίας του forum non conveniens στις σχέσεις μεταξύ ενός αγγλικού δικαστηρίου και ενός δικαστηρίου μη συμβαλλομένου κράτους δεν είναι αντίθετη προς τον σκοπό της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων στην Ευρώπη, τον οποίο επιδιώκει η Σύμβαση, ακριβώς επειδή, αν το επίμαχο αγγλικό δικαστήριο αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία του, το εν λόγω δικαστήριο δεν θα εκδώσει καμία απόφαση επί της ουσίας που να μπορεί να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη (32).

42.      Το Court of Appeal κατέληξε ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν απαγορεύει σε αγγλικό δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν της θεωρίας του forum non conveniens, «στην περίπτωση που το μόνο εναλλακτικό δικαστήριο ευρίσκεται σε μη συμβαλλόμενο κράτος» (33).

43.      Το House of Lords, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως, είχε αποφασίσει να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού (34). Όπως προαναφέρθηκε, αυτή η σειρά προδικαστικών ερωτημάτων αποσύρθηκε τελικώς μετά την επίλυση της διαφοράς κατόπιν συμβιβασμού των αντιδίκων.

44.      Ορισμένα έτη αργότερα, στην προπαρατεθείσα απόφαση Lubbe (35), το House of Lords υπογράμμισε ότι «η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι σαφής», αλλά προτίμησε να μην υποβάλει εκ νέου στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως καθόσον, εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως της απαντήσεως που επρόκειτο να δοθεί, η θεωρία του forum non conveniens δεν ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη υπόθεση λόγω του ότι οι ενάγοντες δεν είχαν πρόσβαση στο «εναλλακτικό» δικαστήριο (36).

45.      Ορισμένοι διέβλεψαν στην παρεμπίπτουσα αυτή παρατήρηση του House of Lords την έκφραση σοβαρής αμφιβολίας ως προς την ορθότητα της νομολογίας του Court of Appeal στην υπόθεση Harrods (37).

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

46.      Στις 10 Οκτωβρίου 1997, ο Andrew Owusu, Βρετανός υπήκοος που έχει την κατοικία του στην Αγγλία, υπέστη σοβαρό ατύχημα ενώ βρισκόταν σε διακοπές στην Ιαμαϊκή. Ενώ καταδυόταν στη θάλασσα από σημείο όπου το νερό είχε φτάσει μέχρι τη μέση του, έκρουσε το κεφάλι του επί σύρτεως και υπέστη κάταγμα του πέμπτου αυχενικού σπονδύλου, πράγμα που τον κατέστησε τετραπληγικό.

47.      Έπειτα από το ως άνω ατύχημα, ο Α. Owusu άσκησε, στην Αγγλία, αγωγή αποζημιώσεως κατά του Ν. Jackson, ο οποίος έχει επίσης την κατοικία στο εν λόγω κράτος μέλος (38). Ο τελευταίος είχε εκμισθώσει στον ενδιαφερόμενο την έπαυλη όπου διέμενε στην Ιαμαϊκή και πλησίον της οποίας τραυματίστηκε. Προς στήριξη της ως άνω αγωγής, ο Α. Owusu υποστηρίζει ότι η εν λόγω σύμβαση, η οποία όριζε ότι ο Α. Owusu θα είχε πρόσβαση σε ιδιωτικό αιγιαλό, προέβλεπε εμμέσως ότι ο αιγιαλός θα ανταποκρινόταν σε εύλογους όρους ασφαλείας ή δεν θα ενείχε αφανείς κινδύνους.

48.      Αμυνόμενος, ο πρώτος εναγόμενος προέβαλε την ένσταση του forum non conveniens και ζήτησε, κατά συνέπεια, να ανασταλεί η διαδικασία. Εκτός από το γεγονός ότι η διαφορά έχει πιο στενούς δεσμούς με την Ιαμαϊκή απ’ ό,τι με την Αγγλία, ο ως άνω εναγόμενος προέβαλε, αφενός, ότι η σύμβαση ασφαλίσεως που είχε συνάψει σχετικά με την παροχή καταλύματος στην Ιαμαϊκή δεν θα κάλυπτε αποζημίωση επιδικασθείσα από δικαστήριο εκτός Ιαμαϊκής και, αφετέρου, ότι τα σχετικά με την αρχή της ευθύνης και την εκκαθάριση της ζημίας ζητήματα θα επιλύονταν κατά μεγάλο μέρος με τον ίδιο τρόπο στην Ιαμαϊκή και στην Αγγλία.

49.      Ο Α. Owusu επιχείρησε, επίσης, να αποδείξει ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων ότι στοιχειοθετείται η ευθύνη ορισμένων εταιριών της Ιαμαϊκής. Η εν λόγω αγωγή αφορά, μεταξύ άλλων, την εταιρία Mammee Bay Club Ltd (η οποία έχει την κυριότητα και την εκμετάλλευση του αιγιαλού του Mammee Bay, στον οποίο ο Α. Owusu είχε άδεια προσβάσεως) (39), την εταιρία The Enchanted Garden Resorts & Spa Ltd (η οποία είχε την εκμετάλλευση συγκροτήματος διακοπών που βρισκόταν κοντά στον εν λόγω αιγιαλό, στον οποίο είχαν επίσης πρόσβαση οι πελάτες της) (40), και την εταιρία Town & Country Resorts Ltd (η οποία είχε την εκμετάλλευση μεγάλου ξενοδοχείου που βρισκόταν δίπλα στον εν λόγω αιγιαλό και ήταν κάτοχος αδείας προσβάσεως στον αιγιαλό υπό την επιφύλαξη ότι θα μεριμνά για τη διαχείριση, τη συντήρηση και τον έλεγχο του αιγιαλού) (41).

50.      Όλες οι ανωτέρω εταιρίες της Ιαμαϊκής ενάγονται βάσει ευθύνης εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας. Στις εταιρίες αυτές προσάπτεται ότι δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να προειδοποιήσουν τους κολυμβητές σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με την παρουσία σύρτεων, ενώ η λήψη τέτοιων μέτρων ήταν ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, καθόσον ένα εξίσου σοβαρό ατύχημα είχε συμβεί πριν από δύο έτη υπό παρεμφερείς περιστάσεις, στο οποίο υπέστη τραυματισμό μια βρετανίδα παραθερίστρια και το οποίο, εξάλλου, έδωσε λαβή για την κίνηση διαδικασίας περί επιδικάσεως αποζημιώσεως ενώπιον των δικαστηρίων της Ιαμαϊκής (λαμβανομένου υπόψη ότι όλοι οι εναγόμενοι είχαν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος).

51.      Σύμφωνα με τους ισχύοντες στην Αγγλία κανόνες της πολιτικής δικονομίας, ο Α. Owusu ζήτησε την άδεια να εναγάγει τις εν λόγω εταιρίες της Ιαμαϊκής ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων. Σχετική άδεια του χορηγήθηκε από Άγγλο δικαστή (τον Deputy District Judge Beevers). Ωστόσο, το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο επιδόθηκε μόνο σε τρεις από τις ως άνω εταιρίες (στην τρίτη, την τέταρτη και την έκτη εναγομένη).

52.      Οι τελευταίες αμφισβήτησαν τη διεθνή δικαιοδοσία του αγγλικού δικαστηρίου που επελήφθη της εκδικάσεως της αγωγής. Ορισμένες από τις ως άνω εταιρίες ζήτησαν, επίσης, από το εν λόγω δικαστήριο να αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία του και να επιτρέψει τη συνέχιση της διαδικασίας στην αλλοδαπή. Κατά τις εν λόγω εταιρίες, μόνον τα δικαστήρια της Ιαμαϊκής έχουν διεθνή δικαιοδοσία, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων κριτηρίων συνδέσεως της διαφοράς με την Ιαμαϊκή.

53.      Με διάταξη της 16ης Οκτωβρίου 2001, ο δικαστής Bentley QC (δικάζων ως Deputy High Court Judge στο Sheffield) απέρριψε το σύνολο των αμυντικών ισχυρισμών που προέβαλαν οι εναγόμενοι.

54.      Όσον αφορά την ένσταση του forum non conveniens την οποία προέβαλε ο πρώτος εναγόμενος, ο ως άνω δικαστής θεώρησε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, Group Josi (42), δεν επιτρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία για τον λόγο και μόνον ότι το επιληφθέν δικαστήριο δεν είναι κατάλληλο για την εκδίκαση της διαφοράς. Συγκεκριμένα, στην ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι, κατ’ αρχήν, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση των Βρυξελλών εφαρμόζονται σε μια διαφορά εφόσον ο εναγόμενος έχει την έδρα ή κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος (43). Κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ως άνω ερμηνεία της Συμβάσεως από το Δικαστήριο αντιτίθεται σε εκείνη που δέχθηκε το Court of Appeal στην υπόθεση Harrods πριν από ορισμένα έτη (44). Ο ως άνω δικαστής, μη έχοντας εξουσία να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό (45), έκρινε ότι, υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας αποφάσεως Group Josi, δεν μπορούσε να αναστείλει τη διαδικασία ως προς τον πρώτο εναγόμενο (Ν. Jackson), εφόσον αυτός έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος.

55.      Όσον αφορά τους αμυντικούς ισχυρισμούς που προέβαλαν οι λοιποί εναγόμενοι (η τρίτη, η τέταρτη και η έκτη εναγομένη), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, επίσης, τους εν λόγω ισχυρισμούς, καίτοι, αφενός, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση των Βρυξελλών δεν εφαρμόζονται στους ως άνω εναγομένους στην περί ης πρόκειται διαφορά και, αφετέρου, η Ιαμαϊκή είναι προφανώς καταλληλότερο forum από την Αγγλία για την εκδίκαση της εν λόγω διαφοράς.

56.      Κατά το ως άνω δικαστήριο, εφόσον δεν μπορεί να ανασταλεί η διαδικασία ως προς τον πρώτο εναγόμενο, τούτο πρέπει να ισχύει και ως προς τους λοιπούς εναγομένους. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που τούτο δεν ίσχυε, θα υπήρχε ο κίνδυνος να οδηγηθούν διαφορετικά δικαστήρια τα οποία βρίσκονται σε δύο κράτη (στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαμαϊκή) στο να αποφανθούν επί των ιδίων πραγματικών περιστατικών με βάση τις ίδιες ή παρεμφερείς αποδείξεις και να καταλήξουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε ότι η Αγγλία, και όχι η Ιαμαϊκή, ήταν το κατάλληλο forum για την εκδίκαση της διαφοράς στο σύνολό της.

57.      Ο πρώτος εναγόμενος και η τρίτη, η τέταρτη και η έκτη εναγομένη άσκησαν έφεση ενώπιον του Court of Appeal κατά της ως άνω διατάξεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

58.      Οι τελευταίοι υποστηρίζουν ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν έχει εφαρμογή στην επίμαχη εν προκειμένω κατάσταση, οπότε η εν λόγω σύμβαση δεν μπορεί να εμποδίσει, εν προκειμένω, την εφαρμογή της θεωρίας του forum non conveniens. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, οι εναγόμενοι προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα τα οποία επαναλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, εκείνα που δέχθηκε το Court of Appeal στην προπαρατεθείσα απόφαση Harrods.

59.      Έτσι, οι ως άνω εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι το θεσπισθέν από τη Σύμβαση των Βρυξελλών σύστημα κατανομής διεθνούς δικαιοδοσίας επιβάλλεται μόνον στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών και όχι στις σχέσεις μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και ενός τρίτου κράτους, στις οποίες δεν τίθεται ζήτημα κατανομής αρμοδιοτήτων με άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

60.      Επίσης, οι ως άνω εναγόμενοι υπογραμμίζουν ότι, στην περίπτωση που το άρθρο 2 της Συμβάσεως έχει υποχρεωτικά εφαρμογή –ακόμη και στις σχέσεις μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και ενός μη συμβαλλομένου κράτους– το αγγλικό δικαστήριο θα όφειλε να αναγνωρίσει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγής ασκηθείσας κατά προσώπου το οποίο κατοικεί στην Αγγλία, καίτοι μια ταυτόσημη ή παρεμφερής διαδικασία εκκρεμούσε ήδη ενώπιον των δικαστηρίων μη συμβαλλομένου κράτους ή μια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας είχε ήδη συναφθεί υπέρ των τελευταίων δικαστηρίων. Έτσι, το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε θα ήταν αντίθετο προς το πνεύμα της Συμβάσεως.

61.      Ο Α. Owusu υποστηρίζει ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν αφορά μόνο συγκρούσεις δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαστηρίων περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών. Αν η εφαρμογή της Συμβάσεως περιοριζόταν σε τέτοιες συγκρούσεις, τούτο θα έθιγε τον σκοπό που επιδιώκει κυρίως το άρθρο 2 της Συμβάσεως, ήτοι την τήρηση της ασφαλείας δικαίου χάρη στην προβλεψιμότητα του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία.

62.      Επιπλέον, ο Α. Owusu, στηριζόμενος στην προπαρατεθείσα απόφαση Group Josi, προβάλλει ότι ο γενικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο άρθρο 2 της Συμβάσεως έχει επιτακτικό χαρακτήρα και ότι μπορούν να υπάρξουν αποκλίσεις από τον εν λόγω κανόνα μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς από τη Σύμβαση, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

63.      Ωστόσο, κατά τον Α. Owusu, ορισμένες αποκλίσεις από το άρθρο 2 θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές σε ειδικές περιπτώσεις (που δεν αντιστοιχούν προς εκείνη της διαφοράς της κύριας δίκης), καίτοι τέτοιες αποκλίσεις δεν προβλέπονται ρητώς από τη Σύμβαση. Τούτο ισχύει είτε όταν διαφορά αχθείσα ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους εκκρεμεί ήδη ενώπιον δικαστηρίου μη συμβαλλομένου κράτους, είτε όταν η περί ης πρόκειται διαφορά αφορά εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου το οποίο βρίσκεται σε τρίτο κράτος, είτε όταν τα μέρη έχουν συμφωνήσει ότι οι μεταξύ τους διαφορές θα εκδικάζονται ενώπιον των δικαστηρίων ενός τέτοιου κράτους.

III – Η έννοια και το περιεχόμενο των προδικαστικών ερωτημάτων

64.      Λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών που προέβαλαν οι διάδικοι, το Court of Appeal αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Όταν ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η δικαιοδοσία θεμελιώνεται στο άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, ενεργεί σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους το οποίο ασκεί τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το εθνικό του δίκαιο να αποποιηθεί την εκδίκαση αγωγής ασκηθείσας από πρόσωπο που κατοικεί στο κράτος αυτό, υπέρ των δικαστηρίων μη συμβαλλομένου κράτους:

α)      αν η δικαιοδοσία κανενός άλλου συμβαλλομένου στη Σύμβαση του 1968 κράτους δεν εμπλέκεται;

β)      αν η αγωγή δεν εμφανίζει κανένα άλλο συνδετικό στοιχείο με κανένα άλλο συμβαλλόμενο κράτος;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1 α΄ ή στο ερώτημα 1 β΄, αρμόζει η απάντηση αυτή υπό όλες τις περιστάσεις ή μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις και υπό ποίες;»

65.      Κατά το Court of Appeal, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της προπαρατεθείσας αποφάσεως Group Josi, δεν προκύπτει καμία ακριβής απάντηση στα ως άνω ερωτήματα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το Court of Appeal αναφέρει ότι είχε πολλές φορές την ευκαιρία να εξετάσει τέτοια ερωτήματα και να επιβεβαιώσει τη νομολογία Harrods του ιδίου δικαστηρίου, είτε ως προς τη Σύμβαση των Βρυξελλών είτε ως προς τη Σύμβαση του Λουγκάνο (46).

66.      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι, στην περίπτωση που το τελευταίο δεχθεί την υποστηριζόμενη από τον ενάγοντα ερμηνεία του άρθρου 2 της Συμβάσεως και στην περίπτωση που το ίδιο (το αιτούν δικαστήριο) εκτιμήσει ότι η διαφορά μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου είναι πραγματική (και όχι αμιγώς φανταστική), το ζήτημα το οποίο θα ετίθετο τότε σχετικά με την ομοδικία των λοιπών εναγομένων στην αγγλική διαδικασία θα ενείχε τον κίνδυνο να προκληθούν ιδιαίτερες δυσχέρειες.

67.      Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ομοδικίας, η εκδοθείσα στην Αγγλία απόφαση, με την οποία το δικαστήριο θα αποφαινόταν επί της ουσίας της διαφοράς και της οποίας η εκτέλεση θα επιχειρείτο στην Ιαμαϊκή, θα ήταν δυνατόν να προσκρούσει σε ορισμένους κανόνες που είναι εν ισχύι στη χώρα αυτή όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Επιπλέον, στην αντίθετη περίπτωση, ήτοι στην περίπτωση ελλείψεως ομοδικίας, θα ήταν πιθανό να εκδώσουν το αγγλικό δικαστήριο και το δικαστήριο της Ιαμαϊκής αντιφατικές αποφάσεις, ενώ τα εν λόγω δικαστήρια θα είχαν αποφανθεί επί της ίδιας διαφοράς με βάση τα ίδια ή παρεμφερή αποδεικτικά στοιχεία (47).

68.      Οι ως άνω σκέψεις σχετικά με την κατάσταση της τρίτης, της τέταρτης και της έκτης εναγομένης παρατίθενται από το αιτούν δικαστήριο μόνον παρεμπιπτόντως, προκειμένου να επισύρει το εν λόγω δικαστήριο την προσοχή του Δικαστηρίου στην επίπτωση που θα έχει η ερμηνεία που μπορεί το τελευταίο να προσδώσει στο άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ως προς την κατάσταση του πρώτου εναγομένου και μόνον, επί της επιλύσεως της διαφοράς στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι το μέρος της διαφοράς το οποίο αφορά την τρίτη, την τέταρτη και την έκτη εναγομένη δεν μπορεί να εμπίπτει στο άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δεδομένου ότι οι τελευταίες έχουν την κατοικία τους σε μη συμβαλλόμενο κράτος.

69.      Προκειμένου να διευκρινιστεί περαιτέρω το περιεχόμενο των προδικαστικών ερωτημάτων, πρέπει να επισημανθεί, όπως επισημάνθηκε και από την Επιτροπή (48), ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν εντάσσεται ούτε στο πλαίσιο μιας καταστάσεως εκκρεμοδικίας ή συνάφειας με διαδικασία που εκκρεμεί και της οποίας έχει επιληφθεί δικαστήριο τρίτου κράτους προτού επιληφθεί δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, ούτε στο πλαίσιο μιας συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων τρίτου κράτους. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι της κύριας δίκης (στον απόηχο της αποφάσεως Harrods του Court of Appeal), μπορεί να αποκλεισθεί εν προκειμένω η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

70.      Επιπλέον, όπως τόνισε ο Α. Owusu (49), καίτοι η διαφορά της κύριας δίκης έχει όντως ένα συνδετικό στοιχείο με τρίτο κράτος, δεν αμφισβητείται ότι το εν λόγω στοιχείο διαφέρει από εκείνα επί των οποίων στηρίζεται η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 16 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Επιπλέον, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να αποκλεισθεί η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ιδίως ως συνέπεια ενός πιθανού «ανακλαστικού αποτελέσματος» των κανόνων αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 16, όταν τα συνδετικά στοιχεία που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο βρίσκονται στο έδαφος μη συμβαλλομένου κράτους.

71.      Θεωρώ, όπως και ο Α. Owusu, η Επιτροπή, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (που διατύπωσαν προφορικά τις απόψεις τους επί των διαφόρων αυτών ζητημάτων), ότι το εύρος της απαντήσεως του Δικαστηρίου πρέπει να περιοριστεί σε ό,τι είναι αυστηρώς αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

72.      Υπ’ αυτήν την έννοια, προτείνω, αφενός, να αναδιατυπωθεί το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, επισημαίνοντας συγχρόνως τα διάφορα στάδια της προς εξέταση προβληματικής, και, αφετέρου, να κριθεί απαράδεκτο το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

73.      Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, εκτιμώ ότι το εν λόγω ερώτημα πρέπει να χωριστεί σε δύο επί μέρους ερωτήματα, με δεδομένο ότι το ένα ερώτημα προηγείται του άλλου, κατά τρόπο ώστε να πρέπει να δοθεί απάντηση στο ένα προτού εξετασθεί το επόμενο ερώτημα. Συγκεκριμένα, προτού εξετασθεί αν η Σύμβαση των Βρυξελλών απαγορεύει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους να αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία την οποία αντλεί από το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί αν, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, το άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως έχει όντως εφαρμογή εν προκειμένω, κατά τρόπο ώστε η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου να μπορεί να στηριχθεί στο εν λόγω άρθρο.

74.      Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να νοηθεί ως περιλαμβάνον δύο σκέλη, σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους.

75.      Κατ’ αρχάς, με το ως άνω ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει εφαρμογή όταν ο ενάγων και ο εναγόμενος έχουν την κατοικία τους στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος και όταν η μεταξύ αυτών διαφορά, η οποία ήχθη ενώπιον των δικαστηρίων του ως άνω συμβαλλομένου κράτους, έχει ορισμένα συνδετικά στοιχεία με τρίτο κράτος, και όχι με συμβαλλόμενο κράτος, οπότε το μόνο ζήτημα κατανομής αρμοδιοτήτων το οποίο μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής αφορά μόνον τις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων ενός συμβαλλομένου κράτους και εκείνων ενός τρίτου κράτους, και όχι τις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών.

76.      Με άλλες λέξεις, επίμαχο εν προκειμένω είναι το ζήτημα αν η περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτει στο εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

77.      Εν συνεχεία, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο εν λόγω προηγούμενο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί, κατ’ ουσίαν, αν η Σύμβαση των Βρυξελλών απαγορεύει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους – του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία στηρίζεται στο άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως – να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια την ως άνω διεθνή δικαιοδοσία του, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, όταν το τελευταίο δικαστήριο δεν έχει καθοριστεί από καμία συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας και δεν έχει επιληφθεί προηγουμένως καμίας αγωγής δυναμένης να δημιουργήσει εκκρεμοδικία ή συνάφεια, τα δε συνδετικά στοιχεία της εν λόγω διαφοράς με το ως άνω μη συμβαλλόμενο κράτος διαφέρουν από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 16 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

78.      Με άλλες λέξεις, επίμαχο εν προκειμένω είναι το ζήτημα αν η Σύμβαση των Βρυξελλών απαγορεύει την εφαρμογή της θεωρίας του forum non conveniens σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης.

79.      Μόνο σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τελευταίο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί, σύμφωνα με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του, αν η απάντηση αυτή αρμόζει υπό όλες τις περιστάσεις ή μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις και, ενδεχομένως, υπό ποίες. Κατά τη γνώμη μου, το ως άνω δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

80.      Συγκεκριμένα, από την ανάγνωση της διατάξεως περί παραπομπής προκύπτει, εν πάση περιπτώσει, ότι το ως άνω δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αποσκοπεί προπάντων στο να εξεταστεί αν η απάντηση του Δικαστηρίου στο προηγούμενο ερώτημα θα ήταν διαφορετική στην περίπτωση που η διαφορά της κύριας δίκης χαρακτηριζόταν είτε από μια κατάσταση εκκρεμοδικίας ή συνάφειας με διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου τρίτου κράτους, είτε από την ύπαρξη συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ ενός τέτοιου δικαστηρίου, είτε από έναν σύνδεσμο με το ως άνω κράτος του ίδιου είδους με αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 16 της Συμβάσεως των Βρυξελλών (50). Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για πραγματικές καταστάσεις που δεν είναι αντίστοιχες προς εκείνες της διαφοράς της κύριας δίκης.

81.      Υπ’ αυτήν την έννοια, το ως άνω δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικό, οπότε πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, εναπόκειται στο Δικαστήριο, εν όψει της έρευνας της δικής του αρμοδιότητας, να ερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες απευθύνθηκε προς αυτό ο εθνικός δικαστής. Επ’ αυτού, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει, κατά πάγια νομολογία, ότι «το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής συνεπάγεται ότι ο εθνικός δικαστής λαμβάνει υπόψη την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, που συνίσταται στη συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών για ζητήματα γενικά ή υποθετικά» (51). Επομένως, κατά πάγια νομολογία, τέτοια προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα. Εξ αυτού συνάγεται ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο.

IV – Ανάλυση

82.      Κατ’ αρχάς, θα εξετάσω το ερώτημα σχετικά με το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών (ήτοι το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος). Εν συνεχεία, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο προηγούμενο αυτό ερώτημα, θα εξετάσω το ερώτημα σχετικά με το συμβατό της θεωρίας του forum non conveniens με την εν λόγω σύμβαση (ήτοι το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος).

 Α –       Επί του εδαφικού ή προσωπικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών

83.      Υπενθυμίζω ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει εφαρμογή όταν ο ενάγων και ο εναγόμενος έχουν την κατοικία τους στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος και η μεταξύ αυτών διαφορά, η οποία ήχθη ενώπιον των δικαστηρίων του ως άνω συμβαλλομένου κράτους, έχει ορισμένα συνδετικά στοιχεία με τρίτο κράτος, και όχι με άλλο συμβαλλόμενο κράτος, οπότε το μόνο ζήτημα κατανομής αρμοδιοτήτων που μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής αφορά μόνον τις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων ενός συμβαλλομένου κράτους και εκείνων ενός τρίτου κράτους, και όχι τις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών.

84.      Σχηματικά, το ερώτημα αυτό αφορά το ζήτημα αν η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών εξαρτάται από την ύπαρξη έννομης σχέσεως στην οποία εμπλέκονται διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη.

85.      Δεδομένου ότι το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του ως άνω άρθρου δεν προσδιορίστηκε ακριβώς από τη Σύμβαση, το ζήτημα αυτό προκάλεσε πολλές συζητήσεις, κυρίως στο επίπεδο της νομικής θεωρίας, και ειδικότερα αφ’ ότου το Court of Appeal έλαβε θέση επί του ζητήματος αυτού στην πασίγνωστη υπόθεση Harrods.

86.      Ορισμένοι διάδικοι της κύριας δίκης θεώρησαν ότι η απάντηση στο ως άνω ερώτημα μπορούσε σαφώς να αντληθεί από την έκθεση του Ρ. Jenard σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών (52) (όπως θεσπίσθηκε αρχικώς στις 27 Σεπτεμβρίου 1968).

87.      Επομένως, θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, την έκθεση του Ρ. Jenard καθώς και τη συζήτηση που προκάλεσε, ιδίως στο επίπεδο της νομικής θεωρίας. Εν συνεχεία, θα εξετάσω διαδοχικά τη διατύπωση του άρθρου 2, τη γενική οικονομία της Συμβάσεως καθώς και τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει. Τέλος, θα εξετάσω διάφορα επιχειρήματα που προέβαλαν ορισμένοι διάδικοι προκειμένου να αντιταχθούν στην εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως στη διαφορά της κύριας δίκης.

1.      Η έκθεση του Ρ. Jenard και η ευρεία συζήτηση που προκάλεσε

88.      Όπως προαναφέρθηκε, το προοίμιο της Συμβάσεως προβλέπει, στη μοναδική αιτιολογική σκέψη του, ότι η εν λόγω σύμβαση έχει ως σκοπό να «καθοριστεί η διεθνής δικαιοδοσία […] [των] δικαστηρίων [των συμβαλλομένων κρατών] […]».

89.      Στην έκθεσή του, ο Ρ. Jenard αντλεί από τις ως άνω διατάξεις τα ακόλουθα συμπεράσματα (53):

«[Η Σύμβαση των Βρυξελλών] τροποποιεί τους ισχύοντες κανόνες δικαιοδοσίας στα συμβαλλόμενα κράτη μόνο αν παρουσιάζεται κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας. Η σύμβαση δεν ορίζει την έννοια αυτή, και ο διεθνής χαρακτήρας της εννόμου σχέσεως είναι δυνατό να εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της διαφοράς που επιλαμβάνεται το δικαστήριο. Όσον αφορά δίκη η οποία διεξάγεται ενώπιον των δικαστηρίων συμβαλλομένου κράτους και η οποία αφορά μόνο τα πρόσωπα που κατοικούν στο κράτος αυτό, η σύμβαση κατά κανόνα δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο· το άρθρο 2 παραπέμπει απλώς στους ισχύοντες κανόνες δικαιοδοσίας του κράτους αυτού. Θα μπορούσε ωστόσο δίκη του είδους αυτού να παρουσιάσει διεθνή χαρακτήρα. Αυτό θα συνέβαινε π.χ. αν ο εναγόμενος ήταν αλλοδαπός, οπότε θα μπορούσε να εφαρμοστεί η αρχή της εξομοιώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, ή αν η διαφορά έχει αντικείμενο θέμα για το οποίο καθιερώνεται αποκλειστική δικαιοδοσία άλλου κράτους (άρθρο 16), ή ακόμη αν υπήρχε εκκρεμοδικία ή συνάφεια σε σχέση με διαφορά ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους (άρθρα 21 έως 23)».

90.      Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επικαλούνται την ως άνω έκθεση προκειμένου να υποστηρίξουν ότι τα μόνα ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας που εμπίπτουν στους κανόνες που θεσπίζει η Σύμβαση των Βρυξελλών είναι εκείνα που ανακύπτουν μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών στις αμοιβαίες σχέσεις τους. Επομένως, η Σύμβαση, και ειδικότερα το άρθρο της 2, δεν έχει εφαρμογή σε διαφορά που δεν περιλαμβάνει συνδετικά στοιχεία με περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη, ήτοι σε έννομη σχέση που είτε είναι αμιγώς εσωτερική έννομη σχέση ενός συμβαλλομένου κράτους, είτε είναι εξωκοινοτική ή όχι αμιγώς ενδοκοινοτική, υπό την έννοια ότι δεν αφορά περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, αλλά ένα συμβαλλόμενο κράτος και ένα τρίτο κράτος.

91.      Κατά τον πρώτο εναγόμενο της κύριας δίκης καθώς και κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ο ως άνω ισχυρισμός ενισχύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, 12/76, Tessili (54), καθώς και στην απόφαση της 15ης Μαΐου 1990, C-365/88, Hagen (55), το Δικαστήριο ανέφερε, κατά γενικό τρόπο, ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζει η Σύμβαση εφαρμόζονται στις ενδοκοινοτικές σχέσεις.

92.      Κατά τη γνώμη μου, είναι υπερβολικό να ανιχνευθεί στην ως άνω νομολογία η έκφραση μιας γενικής αρχής που να επιτρέπει τον καθορισμό του εδαφικού ή προσωπικού πεδίου εφαρμογής όλων των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση, σε όλες τις πιθανές περιπτώσεις.

93.      Συγκεκριμένα, σε καμία από τις δύο αυτές υποθέσεις δεν τέθηκε σχετικό ζήτημα, οπότε δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού. Κατά τα λοιπά, οι ως άνω υποθέσεις αφορούσαν μόνον το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 2, και όχι το άρθρο 2, το οποίο είναι επίμαχο στη διαφορά της κύριας δίκης. Πάντως, όπως θα δούμε κατωτέρω (56), το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω συμβάσεως καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα ερμηνείας όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής τους καθόσον οι εν λόγω διατάξεις αφορούν, προφανώς, καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται κατ’ ανάγκην περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη.

94.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το Δικαστήριο ουδέποτε απεφάνθη υπέρ της απόψεως που αναπτύχθηκε στην έκθεση του Ρ.  Jenard και υποστηρίχθηκε από τους εναγομένους της κύριας δίκης και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία άποψη ευθυγραμμίζεται με εκείνη την οποία υποστηρίζει μέρος της αγγλικής νομικής θεωρίας (57).

95.      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η ως άνω άποψη πόρρω απέχει από το να γίνεται δεκτή με ομοφωνία από τη νομική θεωρία. Μπορεί μάλιστα να ειπωθεί ότι υπάρχει μια ισχυρή τάση υπέρ μιας διαμετρικά αντίθετης απόψεως. Πρόκειται για την άποψη που προέβαλε ο G. Droz, ο οποίος συμμετείχε, όπως και ο Ρ. Jenard, στην εκπόνηση της Συμβάσεως των Βρυξελλών (58).

96.      Σύμφωνα με την άποψη αυτή, την οποία συμμερίζονται πολλοί συγγραφείς (59), η έκφραση που περιέχεται στο προοίμιο (ήτοι ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών) δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως εξαρτάται από την πλήρωση μιας ιδιαίτερης προϋποθέσεως που ανάγεται στον διεθνή χαρακτήρα της οικείας έννομης σχέσεως.

97.      Συγκεκριμένα, κατά τον G. Droz, δεν θα παρουσίαζε ενδιαφέρον το να περιοριστεί η εφαρμογή της Συμβάσεως στις διεθνείς έννομες σχέσεις παρά μόνον αν ορισμένοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στην εν λόγω σύμβαση ενείχαν τον κίνδυνο να έχουν επιπτώσεις επί της εσωτερικής έννομης τάξεως. Πάντως, το ως άνω άρθρο 2 περιορίζεται να παραπέμψει στους ισχύοντες εσωτερικούς κανόνες δικαιοδοσίας του συμβαλλομένου κράτους της κατοικίας του εναγομένου, ήτοι στους κανόνες κατανομής της κατά τόπον αρμοδιότητας στο εσωτερικό του εν λόγω κράτους. Επομένως, κατά τον G. Droz, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να έχει ο κανόνας του άρθρου 2 άμεση επίπτωση επί της εσωτερικής έννομης τάξεως.

98.      Ο ως άνω συγγραφέας κατέληξε ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως, είναι αδιάφορο το αν ο ενάγων έχει ή όχι την κατοικία του στο συμβαλλόμενο κράτος της κατοικίας του εναγομένου και το αν χωρεί ή όχι διάκριση μεταξύ διεθνών εννόμων σχέσεων και εσωτερικών εννόμων σχέσεων (60).

99.      Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ο ως άνω συγγραφέας πρόσθεσε ότι, σε αντίθεση με τον γενικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίο περιέχει το άρθρο 2, οι ειδικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που απαριθμούνται στο άρθρο 5 καθορίζουν, για ορισμένες διαφορές, ένα συγκεκριμένο δικαστήριο, π.χ., ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Διευκρίνισε ότι το ίδιο ισχύει όσον αφορά τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων (τίτλος II, τμήμα 3, της Συμβάσεως) καθώς και όσον αφορά εκείνους που αφορούν τις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές (τίτλος II, τμήμα 4, της εν λόγω συμβάσεως).

100. Ο G. Droz υπογράμμισε, ακριβώς, ότι οι διάφορες αυτές περιπτώσεις εντάσσονται κατ’ ανάγκην σε διεθνές πλαίσιο, καθόσον πρόκειται μόνο για περιπτώσεις στις οποίες εναγόμενος που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους ενάγεται ενώπιον του δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους. Με άλλες λέξεις, η έκφραση «διεθνής», που περιέχεται στο προοίμιο της Συμβάσεως, έχει, όσον αφορά τις εν λόγω διατάξεις, διαπιστωτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι περιορίζεται να διαπιστώσει την ύπαρξη ενός στοιχείου που έχει ήδη αποδειχθεί, οπότε ουδόλως είναι αναγκαίο να απαιτηθεί το στοιχείο αυτό προκειμένου να εξασφαλιστεί η ύπαρξή του.

101. Τέλος, κατά τον G. Droz, η μόνη περίπτωση στην οποία η ως άνω έκφραση θα μπορούσε να παρουσιάζει ενδιαφέρον, ήτοι να έχει συστατικό χαρακτήρα, θα ήταν εκείνη στην οποία οι διάδικοι κατοικούν στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος και έχουν καθορίσει ένα δικαστήριο του εν λόγω κράτους για την εκδίκαση των διαφορών τους, λαμβανομένου υπόψη ότι η ουσία της περί ης πρόκειται διαφοράς δεν έχει διεθνή χαρακτήρα.

102. Συγκεκριμένα, καίτοι το άρθρο 17 της Συμβάσεως δέχεται μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων που καθορίστηκαν με συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας, η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί ρητώς να έχει η οικεία έννομη σχέση στοιχείο αλλοδαπότητας. Αν η διάταξη αυτή ερμηνευθεί μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, δεν αποκλείεται να εφαρμόζεται το άρθρο 17 σε αμιγώς εσωτερικές έννομες σχέσεις. Μόνον στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει επίκληση της αναφοράς στον διεθνή χαρακτήρα των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία περιέχεται στο προοίμιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 17 (61).

103. Εν συνόψει, από την ως άνω άποψη μπορεί να συναχθεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως δεν εξαρτάται από την ύπαρξη καμίας διεθνούς έννομης σχέσεως, ανεξάρτητα από τη μορφή της, ήτοι ανεξάρτητα από το αν στην εν λόγω έννομη σχέση εμπλέκονται ένα συμβαλλόμενο κράτος και ένα τρίτο κράτος ή δύο συμβαλλόμενα κράτη.

104.  Ορισμένοι συγγραφείς διατύπωσαν μια ενδιάμεση άποψη σύμφωνα με την οποία, αν υποτεθεί ότι ο διεθνής χαρακτήρας της οικείας έννομης σχέσεως αποτελεί προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου 2 της Συμβάσεως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι ο διεθνής χαρακτήρας που απορρέει από μια έννομη σχέση στην οποία εμπλέκονται ένα συμβαλλόμενο κράτος και ένα τρίτο κράτος δεν επαρκεί για την πλήρωση της ως άνω προϋποθέσεως (62). Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από τη Γερμανική Κυβέρνηση (63).

105. Η ως άνω επισκόπηση των διαφόρων απόψεων που έχουν διατυπωθεί καταδεικνύει ότι οι σκέψεις που εκτίθενται στην έκθεση του Ρ. Jenard σχετικά με το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως πόρρω απέχουν από το να τυγχάνουν ευρείας αποδοχής.

106. Κατά τη γνώμη μου, η άποψη που διατυπώνεται στην ως άνω έκθεση δεν αντέχει σε εξέταση της Συμβάσεως σε βάθος. Συγκεκριμένα, ούτε η διατύπωση του άρθρου 2 ούτε η γενική οικονομία της Συμβάσεως αντιτίθενται στην εφαρμογή του ως άνω άρθρου σε έννομη σχέση στην οποία εμπλέκονται μόνον ένα συμβαλλόμενο κράτος και ένα τρίτο κράτος. Αντιθέτως, οι επιδιωκόμενοι από τη Σύμβαση σκοποί αντιτίθενται, εξάλλου, στο να εξαρτάται η εφαρμογή του άρθρου 2 από την ύπαρξη έννομης σχέσεως στην οποία εμπλέκονται περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου στο πλαίσιο διαφοράς που συνδέεται με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα τρίτο κράτος.

2.      Η διατύπωση του άρθρου 2 της Συμβάσεως

107. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 2 της Συμβάσεως προβλέπει ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.

Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς.»

108. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το γράμμα της διατάξεως του ως άνω άρθρου δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο εξαρτάται από την προϋπόθεση της υπάρξεως έννομης σχέσεως στην οποία εμπλέκονται περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη. Η μόνη προϋπόθεση που προβλέπεται για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως είναι εκείνη που αφορά την κατοικία του εναγομένου. Επομένως, κατά το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 2, αρκεί ο εναγόμενος να έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους προκειμένου να εφαρμοστεί το εν λόγω άρθρο.

109. Έτσι, μνημονεύεται ρητώς ότι η ιθαγένεια του εναγομένου είναι αδιάφορη. Μικρή σημασία έχει το αν ο τελευταίος έχει την ιθαγένεια του συμβαλλομένου κράτους στο οποίο κατοικεί, εκείνη ενός άλλου συμβαλλομένου κράτους ή εκείνη ενός τρίτου κράτους.

110. Καίτοι το άρθρο 2 δεν το προβλέπει ρητώς, το ίδιο ισχύει, κατ’ ανάγκην, και για τον ενάγοντα: μικρή σημασία έχει η κατοικία ή η ιθαγένειά του.

111. Αυτό επεσήμανε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Group Josi, που αφορούσε διαφορά μεταξύ μιας ασφαλιστικής εταιρίας καναδικού δικαίου με έδρα το Βανκούβερ (ενάγουσας) και μιας αντασφαλιστικής εταιρίας βελγικού δικαίου με έδρα τις Βρυξέλλες (εναγομένης), κατόπιν της συμμετοχής της τελευταίας σε αντασφάλιση, η οποία της προσφέρθηκε από μια εταιρία γαλλικού δικαίου εγκατεστημένη στη Γαλλία, σύμφωνα με τις οδηγίες της ως άνω καναδικής εταιρίας. Δεδομένου ότι η βελγική εταιρία προέβαλε ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του γαλλικού δικαστηρίου το οποίο επελήφθη της διαφοράς, επικαλούμενη ιδίως το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το cour d’appel de Versailles (Γαλλία) ερώτησε το Δικαστήριο αν οι περιεχόμενοι στην εν λόγω σύμβαση κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας έχουν εφαρμογή όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία ή έδρα του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, ενώ ο ενάγων κατοικεί σε τρίτη χώρα. Το ως άνω δικαστήριο υπέβαλε ένα τέτοιο ερώτημα στο Δικαστήριο καθόσον διερωτήθηκε αν οι κανόνες της Συμβάσεως μπορούν να αντιταχθούν στον ενάγοντα που κατοικεί σε μη συμβαλλόμενο κράτος, δεδομένου ότι, κατά το εν λόγω δικαστήριο, τούτο θα καταλήξει στην επέκταση του κοινοτικού δικαίου σε τρίτες χώρες (64).

112. Σε απάντηση στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «κατά κανόνα, το πού βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος δεν έχει σημασία για την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση, καθόσον η εφαρμογή αυτή εξαρτάται κατ’ αρχήν μόνον από το κριτήριο αν η κατοικία του εναγομένου βρίσκεται σε συμβαλλόμενο κράτος» (65). Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «τα πράγματα είναι διαφορετικά μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις που η Σύμβαση εξαρτά ρητώς την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας από το αν η κατοικία του ενάγοντος βρίσκεται σε συμβαλλόμενο κράτος» (66). Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι «η Σύμβαση κατ’ αρχήν δεν εμποδίζει την εφαρμογή των περιεχόμενων σ’ αυτήν κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορά μεταξύ εναγομένου που κατοικεί σε συμβαλλόμενο κράτος και ενάγοντος που κατοικεί σε τρίτη χώρα» (67).

113. Κατά τη γνώμη μου, η ως άνω νομολογία μπορεί, επίσης, να εφαρμοστεί στην περίπτωση που ο ενάγων κατοικεί στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος με τον εναγόμενο.

114. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι, αν οι συντάκτες της Συμβάσεως είχαν όντως την πρόθεση να αποκλείσουν την εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως στην ανωτέρω περίπτωση, θα είχαν μεριμνήσει να το αναφέρουν ρητώς στο σώμα της Συμβάσεως. Πάντως, αυτό δεν συνέβη. Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από τις σκέψεις που εκτίθενται στην έκθεση του Ρ. Jenard, καθόσον αυτές δεσμεύουν μόνο τον συντάκτη τους και όχι τα συμβαλλόμενα κράτη. Επομένως, θεωρώ ότι το άρθρο 2 της Συμβάσεως έχει εφαρμογή ακόμη και όταν ο ενάγων κατοικεί στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος με εκείνο της κατοικίας του εναγομένου.

115. Το ως άνω συμπέρασμα παραμένει αληθές ακόμη και σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η ουσία της διαφοράς δεν συνδέεται με κανένα άλλο συμβαλλόμενο κράτος, αλλά μόνο με μια τρίτη χώρα.

116. Συγκεκριμένα, από τη διατύπωση του άρθρου 2 προκύπτει ότι ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχεται στο εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας συμβάσεως». Πάντως, όπως θα δούμε κατά την εξέταση της γενικής οικονομίας της Συμβάσεως, καίτοι ορισμένοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας –εκτός από τον κανόνα του άρθρου 2– εφαρμόζονται μόνο στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η ουσία της διαφοράς ή η κατάσταση των διαδίκων συνδέεται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, αυτό δεν σημαίνει ότι το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 2. Το να υποστηριχθεί το αντίθετο θα σήμαινε ότι παραγνωρίζεται ο ειδικός χαρακτήρας των ως άνω άλλων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας.

117. Επιπλέον, αν επεκτεινόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη έννομης σχέσεως στην οποία εμπλέκονται περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, τούτο θα κατέληγε στο να προστεθεί στη διατύπωση του άρθρου 2 της Συμβάσεως μια συμπληρωματική προϋπόθεση που αυτό δεν προβλέπει. Η προσθήκη αυτή θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, αντίθετη προς τη βούληση των συντακτών της Συμβάσεως. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επεσήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, αν οι τελευταίοι επιθυμούσαν να περιορίσουν την εφαρμογή του άρθρου 2 στην περίπτωση κατά την οποία η διαφορά αφορά περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, θα είχαν φροντίσει να το αναφέρουν ρητώς, όπως έπραξαν για τους ως άνω άλλους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.

118. Πρέπει να συναχθεί ότι η διατύπωση του άρθρου 2 της Συμβάσεως δεν αντιτίθεται στο να εφαρμοστεί το εν λόγω άρθρο σε έννομη σχέση που συνδέεται μόνο με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα τρίτο κράτος. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τη γενική οικονομία της Συμβάσεως.

3.      Η γενική οικονομία της Συμβάσεως

119. Κατά τη γνώμη μου, η γενική οικονομία της Συμβάσεως επίσης δεν αντιτίθεται στο να εφαρμοστεί το άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως σε έννομη σχέση που συνδέεται μόνο με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με μια τρίτη χώρα.

120. Συγκεκριμένα, όπως θα καταδειχθεί λεπτομερώς, ο δικαστικός χώρος που καθιερώνει η Σύμβαση των Βρυξελλών είναι ένας χώρος μεταβλητής γεωμετρίας, ο οποίος μπορεί – ανάλογα με τις περιστάσεις και τις σχετικές διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως – να περιοριστεί να καταλαμβάνει τις έννομες σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη ή να επεκταθεί σε παγκόσμια κλίμακα, στο πλαίσιο διαφορών που συνδέονται με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη.

121. Πρέπει να συναχθεί, καίτοι είναι αληθές ότι ορισμένες διατάξεις της Συμβάσεως έχουν εφαρμογή, κατ’ αρχήν, μόνο σε έννομες σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, ότι η γενική οικονομία της εν λόγω συμβάσεως δεν αντιτίθεται στο να επιφυλαχθεί διαφορετική μεταχείριση στις διατάξεις του άρθρου 2. Κατά τη γνώμη μου, το εν λόγω άρθρο μπορεί, ως εκ τούτου, να εφαρμοστεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, σε έννομες σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη ή σε διαφορές που συνδέονται με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη.

122. Θα προχωρήσω τώρα στην ανάπτυξη της απόψεως αυτής, εξετάζοντας διαδοχικά τις διάφορες διατάξεις της Συμβάσεως.

123. Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως προβλέπει ότι, «[α]ν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος ρυθμίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη του άρθρου 16» της Συμβάσεως. Με άλλες λέξεις, όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος, η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν στο συμβαλλόμενο κράτος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το εν λόγω δικαστήριο, και όχι από τους κανόνες άμεσης διεθνούς δικαιοδοσίας που καθορίζονται από τη Σύμβαση.

124. Επομένως, η εφαρμογή των κανόνων άμεσης διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση αποκλείεται (με την επιφύλαξη εκείνων που περιέχονται στο άρθρο 16) μόνον στην περίπτωση που ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος. Επομένως, τίποτε δεν αφήνει να εννοηθεί ότι η εφαρμογή του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2 της Συμβάσεως αποκλείεται στις περιπτώσεις που ο ενάγων και ο εναγόμενος, ή ένας από τους εναγομένους (όπως στη διαφορά της κύριας δίκης), κατοικούν στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος και η επίμαχη έννομη σχέση συνδέεται, εξάλλου, με ένα τρίτο κράτος, και όχι με άλλο συμβαλλόμενο κράτος (λόγω της ουσίας της διαφοράς και/ή, ενδεχομένως, της κατοικίας των λοιπών εναγομένων).

125. Κατά τη γνώμη μου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως κατατείνει στο να στηρίξει την άποψη ότι ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχεται στο άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης.

126. Βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, ορισμένοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας – εκτός από τον κανόνα του άρθρου 2 – έχουν εφαρμογή μόνον αν η ουσία της διαφοράς ή η κατάσταση των διαδίκων συνδέεται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη. Τούτο ισχύει όσον αφορά τους κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στα άρθρα 5 και 6 της Συμβάσεως, καθώς και όσον αφορά τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων που απαριθμούνται στον τίτλο ΙΙ, τμήματα 3 και 4, της εν λόγω συμβάσεως, σε υποθέσεις ασφαλίσεων και συμβάσεων καταναλωτών.

127. Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (68), οι ως άνω κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας ή οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων εισάγουν παρέκκλιση από τον βασικό κανόνα που περιέχεται στο άρθρο 2, υπό την έννοια ότι παρέχουν στον ενάγοντα τη δυνατότητα, σε περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις, να επιλέξει να ασκήσει την αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων συμβαλλομένου κράτους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο ο εναγόμενος έχει την κατοικία του.

128. Οι ως άνω κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εισάγουν παρέκκλιση ανταποκρίνονται είτε σε απαιτήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως μιας άμεσης ή ιδιαίτερα στενής σχέσεως συνδέουσας τη διαφορά με τα δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους διαφορετικού από εκείνο της κατοικίας του οικείου εναγομένου (69), είτε στη μέριμνα για την προστασία ορισμένων εναγόντων, των οποίων η ιδιαίτερη κατάσταση δικαιολογεί την αναγνώριση, κατ’ εξαίρεσιν, της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους της κατοικίας τους, η οποία βρίσκεται, καθ’ υπόθεσιν, σε συμβαλλόμενο κράτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο βρίσκεται η κατοικία του εναγομένου (70).

129. Μόνον εντός του ειδικού αυτού πλαισίου εξαρτά η Σύμβαση των Βρυξελλών την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας από την ύπαρξη έννομης σχέσεως που συνδέεται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, λόγω της ουσίας της διαφοράς ή της κατοικίας των διαδίκων.

130. Συγκεκριμένα, ενώ είναι αυτονόητο ότι η εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που είναι συντρέχοντες με τον κανόνα που απορρέει από την κατοικία του εναγομένου προϋποθέτει την ύπαρξη συνδετικού στοιχείου με συμβαλλόμενο κράτος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του εναγομένου, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2 επειδή ακριβώς ο εν λόγω κανόνας στηρίζεται αποκλειστικά στην κατοικία του εναγομένου.

131. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι αυτά που ελέχθησαν για την εφαρμογή των κανόνων της Συμβάσεως περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας ή των κανόνων της εν λόγω συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων δεν ισχύουν για την εφαρμογή του γενικού κανόνα του άρθρου 2.

132. Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων (οι οποίοι απαριθμούνται στον τίτλο II, τμήματα 3 και 4, της Συμβάσεως) δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι ο εναγόμενος κατοικεί πραγματικά σε συμβαλλόμενο κράτος (υπό την έννοια του εσωτερικού δικαίου του εν λόγω κράτους, ελλείψει ορισμού της έννοιας της κατοικίας από τη Σύμβαση). Επομένως, είναι δυνατό να εφαρμοστούν οι ως άνω κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας ακόμη και όταν στην περί ης πρόκειται έννομη σχέση εμπλέκονται μάλλον ένα συμβαλλόμενο κράτος και ένα τρίτο κράτος παρά δύο συμβαλλόμενα κράτη.

133. Συγκεκριμένα, το άρθρο 8 (που αφορά τις υποθέσεις ασφαλίσεων) καθώς και το άρθρο 13 της Συμβάσεως (που αφορά τις συμβάσεις καταναλωτών) προβλέπουν, αντιστοίχως, ότι, όταν ο ασφαλιστής ή ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή δεν έχει κατοικία στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε συμβαλλόμενο κράτος, θεωρείται, για διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευσή τους, ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος του κράτους αυτού.

134. Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι ο ασφαλιστής ή ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή που έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος θεωρείται, για την εφαρμογή των προστατευτικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που υφίστανται στον τομέα αυτό, ότι έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος. Το ως άνω πλάσμα δικαίου παρέχει τη δυνατότητα να αποφευχθεί η εφαρμογή του άρθρου 4 της Συμβάσεως, ήτοι των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν στο συμβαλλόμενο κράτος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το επιληφθέν δικαστήριο όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος (71).

135. Επομένως, θα ήταν υπερβολικό να θεωρηθεί ότι η εφαρμογή των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων οι οποίοι περιέχονται στον τίτλο II, τμήματα 3 και 4, της Συμβάσεως εντάσσεται κατ’ ανάγκην στο πλαίσιο έννομης σχέσεως στην οποία εμπλέκονται πραγματικά ή σε σημαντικό βαθμό δύο συμβαλλόμενα κράτη.

136. Όσον αφορά τους κανόνες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 16 της Συμβάσεως, μνημονεύεται ρητώς ότι οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται «χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία». Συγκεκριμένα, οι ως άνω κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, που εισάγουν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 της Συμβάσεως, στηρίζονται στην ύπαρξη ιδιαίτερα στενών συνδέσμων μεταξύ της ουσίας της διαφοράς και του εδάφους ενός συμβαλλομένου κράτους (72). Τούτο ισχύει, παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση διαφοράς σε υποθέσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων ή μισθώσεων ακινήτων. Στην περίπτωση αυτή, η ουσία της διαφοράς συνδέεται στενά με το συμβαλλόμενο κράτος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο, οπότε τα δικαστήρια του ως άνω συμβαλλόμενου κράτους είναι τα μόνα που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση μιας τέτοιας διαφοράς.

137. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι ως άνω κανόνες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας εφαρμόζονται «ανεξάρτητα από την κατοικία τόσο του ενάγοντος όσο και του εναγομένου» (73). Η διευκρίνιση αυτή αποσκοπούσε στο να αποδειχθεί ότι, κατ’ αρχήν, δεν είναι αναγκαίο να έχει ο ενάγων την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος προκειμένου να τύχουν εφαρμογής οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι, κατά κανόνα, οι τελευταίοι εφαρμόζονται ακόμη και όταν ο ενάγων έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος.

138. Στην προέκταση αυτής της νομολογίας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 16 της Συμβάσεως εφαρμόζονται, επίσης, όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος ή ακόμη και όταν όλοι οι διάδικοι είναι εγκατεστημένοι σε ένα τέτοιο κράτος (74).

139. Έτσι, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που θα απέρρεαν από ένα «πιθανό ανακλαστικό αποτέλεσμα» του άρθρου 16 της εν λόγω συμβάσεως, σε περίπτωση που ένα από τα προβλεπόμενα στο εν λόγω άρθρο συνδετικά στοιχεία βρισκόταν στο έδαφος μη συμβαλλομένου κράτους (75), μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στο εν λόγω άρθρο μπορούν να εφαρμοστούν σε έννομες σχέσεις που συνδέονται μόνο με ένα συμβαλλόμενο κράτος (λόγω ενός από τα συνδετικά στοιχεία που προβλέπει το εν λόγω άρθρο) και με ένα τρίτο κράτος (λόγω της κατοικίας του εναγομένου και/ή του ενάγοντος). Συναφώς, το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 μπορεί να παραλληλισθεί με εκείνο του άρθρου 2.

140. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τους κανόνες της Συμβάσεως περί ρητής παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ρητώς ότι οι ως άνω κανόνες μπορούν να εφαρμοστούν όταν ένα από τα μέρη μιας συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας ή ορισμένα από αυτά (άρθρο 17, πρώτο εδάφιο), ή ακόμη και όλα τα μέρη (άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο), έχουν την κατοικία τους σε τρίτο κράτος. Επομένως, οι εν λόγω κανόνες μπορούν να εφαρμοστούν αποκλειστικά στις σχέσεις μεταξύ ενός ή περισσοτέρων τρίτων κρατών (στο έδαφος του οποίου/των οποίων έχουν την κατοικία τους οι διάδικοι) και ενός συμβαλλομένου κράτος (στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το επιλεγέν δικαστήριο).

141. Έτσι, οι κανόνες της Συμβάσεως, τόσο ως προς την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία όσο και ως προς τη ρητή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, εφαρμόζονται σε έννομες σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται μόνον ένα συμβαλλόμενο κράτος και ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη. Τούτο αποδεικνύει ότι δεν περιορίζουν όλοι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση την εφαρμογή τους σε έννομες σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη.

142. Όσον αφορά τους λοιπούς κανόνες της Συμβάσεως των Βρυξελλών, που αφορούν την εκκρεμοδικία και τη συνάφεια, καθώς και την αναγνώριση και την εκτέλεση, είναι αληθές ότι οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών. Τούτο προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του άρθρου 21 σχετικά με την εκκρεμοδικία, του άρθρου 22 σχετικά με τη συνάφεια, καθώς και των άρθρων 25, 26 και 31 σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση.

143. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 21 καθώς και το άρθρο 22 της Συμβάσεως αποσκοπούν, προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εντός της Κοινότητας, στην αποφυγή παραλλήλων διαδικασιών εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτές, προκειμένου να αποκλειστούν, κατά το μέτρο του δυνατού, οι περιπτώσεις στις οποίες απόφαση εκδοθείσα σε συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να αναγνωριστεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος(76)

144. Όσον αφορά τον απλουστευμένο μηχανισμό αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, αυτός θεσπίστηκε από τη Σύμβαση των Βρυξελλών εντός ειδικού πλαισίου το οποίο χαρακτηρίζεται από την αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών της Κοινότητας στα νομικά τους συστήματα και στα δικαστικά τους όργανα (77). Πάντως, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων κρατών δεν εντάσσονται κατ’ ανάγκην σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Για τον λόγο αυτό, ο ως άνω μηχανισμός της Συμβάσεως εφαρμόζεται μόνον στις αποφάσεις που εκδίδονται από τα δικαστήρια κράτους μέλους στο πλαίσιο της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεώς τους σε άλλο κράτος μέλος.

145. Έτσι, το δικαστήριο έχει αποφανθεί, στην απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 1994, Owens Bank(78), ότι οι περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως κανόνες της Συμβάσεως δεν έχουν εφαρμογή σε δίκες στις οποίες ζητείται να κηρυχθούν εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε τρίτο κράτος. Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι οι περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας κανόνες δεν έχουν εφαρμογή επί ζητημάτων που τίθενται στα πλαίσια δικών οι οποίες αναφύονται παραλλήλως σε διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη με αντικείμενο την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν σε τρίτο κράτος (79).

146.  Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας κανόνες της Συμβάσεως των Βρυξελλών, καθώς και οι περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως κανόνες της εν λόγω συμβάσεως, εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, μόνον στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών.

147. Ωστόσο, τίποτε δεν εμποδίζει το να μην ισχύει η ανωτέρω διαπίστωση για τον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που θέτει το άρθρο 2 της Συμβάσεως.

148. Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ως άνω κανόνες δεν περιορίζονται πάντοτε στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών, καθόσον μπορούν επίσης να διαδραματίσουν ρόλο στο πλαίσιο διαφορών που συνδέονται με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα τρίτο κράτος.

149. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους κανόνες περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας, δεν είναι αναγκαίο να κατοικεί ο ένας ή ο άλλος διάδικος στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 21 ή το άρθρο 22. Αυτό επεσήμανε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Overseas Union Insurance κ.λπ. σχετικά με το άρθρο 21, στην οποία απεφάνθη ότι «η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στην περίπτωση κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου καθορίζεται από την ίδια τη Σύμβαση όσο και στην περίπτωση κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από τη νομοθεσία συμβαλλομένου κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμβάσεως», ήτοι όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος (80). Τούτο ισχύει επίσης όσον αφορά το άρθρο 22, ελλείψει διατάξεων που να επιβάλλουν οποιαδήποτε σχετική απαίτηση.

150. Ομοίως, όπως τόνισαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, οι περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων κανόνες της Συμβάσεως εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της διεθνούς δικαιοδοσίας στην οποία στηρίχθηκαν τα δικαστήρια που εξέδωσαν τις εν λόγω αποφάσεις. Η ως άνω διεθνής δικαιοδοσία μπορεί να αντλείται από τη Σύμβαση ή από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκονται τα οικεία δικαστήρια.

151. Επομένως, για την εφαρμογή των ως άνω κανόνων της Συμβάσεως, μικρή σημασία έχει το αν η περί ης πρόκειται διαφορά συνδέεται με ένα και μοναδικό συμβαλλόμενο κράτος (81), με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη ή με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα τρίτο κράτος.

152. Με άλλες λέξεις, καίτοι, όπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, οι περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας ή περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως κανόνες της Συμβάσεως εφαρμόζονται στο πλαίσιο σχέσεων μεταξύ διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, εφόσον αφορούν διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών ή αποφάσεις που εκδόθηκαν από δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους προς αναγνώριση και εκτέλεση σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, γεγονός παραμένει ότι οι διαφορές τις οποίες αφορούν οι εν λόγω διαδικασίες ή αποφάσεις μπορούν να έχουν αμιγώς εσωτερικό χαρακτήρα ή διεθνή χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι σε αυτές εμπλέκονται ένα συμβαλλόμενο κράτος και ένα τρίτο κράτος, και όχι πάντοτε δύο συμβαλλόμενα κράτη.

153. Εξάλλου, ακριβώς επειδή οι εν λόγω διαφορές μπορούν να συνδέονται με τρίτα κράτη, οι συντάκτες της Συμβάσεως εκτίμησαν ότι ήταν αναγκαία η πρόβλεψη ορισμένων ειδικών κανόνων σχετικά με την αναγνώριση.

154. Έτσι, το άρθρο 27, σημείο 5, της Συμβάσεως προβλέπει ότι απόφαση εκδοθείσα σε συμβαλλόμενο κράτος δεν αναγνωρίζεται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος (κράτος αναγνωρίσεως) όταν η εν λόγω απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε τρίτο κράτος, εφόσον η απόφαση που εκδόθηκε στο εν λόγω τρίτο κράτος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως (είτε δυνάμει του κοινού διεθνούς δικαίου του κράτους αναγνωρίσεως είτε δυνάμει διεθνών συμφωνιών τις οποίες έχει συνάψει το εν λόγω κράτος).

155. Επιπλέον, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 28, πρώτο εδάφιο, και 59, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως προκύπτει ότι συμβαλλόμενο κράτος έχει δικαίωμα να μην αναγνωρίσει απόφαση εκδοθείσα από τα δικαστήρια άλλου συμβαλλομένου κράτους, κατ’ εφαρμογήν ενός υπέρμετρου κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύει στο εν λόγω κράτος (σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμβάσεως) κατά εναγομένου που είχε κατοικία ή συνήθη διαμονή στο έδαφος τρίτου κράτους, εφόσον το κράτος αναγνωρίσεως έχει συνάψει με το εν λόγω τρίτο κράτος συμφωνία με την οποία ανέλαβε έναντι του τελευταίου την υποχρέωση να μην αναγνωρίζει μια τέτοια απόφαση υπό τις περιστάσεις αυτές.

156. Ο ως άνω μηχανισμός αποκλεισμού έχει προβλεφθεί από τη Σύμβαση προκειμένου να δοθεί απάντηση στις ανησυχίες ορισμένων τρίτων κρατών σε σχέση με την προοπτική της εφαρμογής των κανόνων της Συμβάσεως των Βρυξελλών που αποσκοπούν στο να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων στο εσωτερικό της Κοινότητας έναντι εναγομένων που είναι εγκατεστημένοι στα εν λόγω τρίτα κράτη (82).

157. Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο δικαστικός χώρος που θεσπίσθηκε με τη Σύμβαση των Βρυξελλών δεν σταματά στα εξωτερικά σύνορα της κοινότητας των συμβαλλομένων κρατών. Έτσι, μπορεί να ειπωθεί, όπως είπε ο καθηγητής Gaudemet-Tallon, «ότι θα ήταν εσφαλμένο και απλουστευτικό το να θεωρηθεί ότι τα ευρωπαϊκά συστήματα και εκείνα των τρίτων κρατών υπάρχουν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς ποτέ να συναντηθούν, αλληλοαγνοούνται […]· απεναντίας, οι ευκαιρίες συναντήσεως και αλληλεπιδράσεως είναι πολλές και συχνά θέτουν δυσεπίλυτα ζητήματα» (83).

158. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι η γενική οικονομία της Συμβάσεως δεν αντιτίθεται στο να εφαρμόζεται το άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως σε διαφορές που συνδέονται μόνο με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα τρίτο κράτος. Το ως άνω συμπέρασμα σχετικά με το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο εφόσον ληφθούν υπόψη οι σκοποί της Συμβάσεως.

4.      Οι σκοποί της Συμβάσεως

159. Σύμφωνα με το προοίμιό της, η Σύμβαση των Βρυξελλών αποσκοπεί στην «ενίσχυση στην Κοινότητα της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων σε αυτή προσώπων». Σύμφωνα πάντοτε με το προοίμιο, προς τον σκοπό αυτό η Σύμβαση προβλέπει, αφενός, κοινούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών και, αφετέρου, κανόνες που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και στη θέσπιση ταχείας διαδικασίας για την εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων.

160. Το Δικαστήριο διευκρίνισε την έννοια του ως άνω σκοπού της Συμβάσεως, και ιδίως όσον αφορά τους κοινούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θέτει η εν λόγω σύμβαση. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων συνεπάγεται ότι οι εν λόγω κανόνες παρέχουν τη δυνατότητα «[…], αφενός, στον ενάγοντα να εντοπίζει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να προσφύγει και, αφετέρου, στον εναγόμενο να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί» (84). Επίσης, το Δικαστήριο χαρακτήρισε τους εν λόγω κανόνες ως «[δυναμένους] να διασφαλίζουν βεβαιότητα ως προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων που μπορούν να επιληφθούν συγκεκριμένης διαφοράς» (85).

161. Συγκεκριμένα, μόνον κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που ικανοποιούν τις ως άνω απαιτήσεις μπορούν να εγγυηθούν την τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου, η οποία επίσης αποτελεί, κατά πάγια νομολογία (86), έναν από τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

162. Κατά τη γνώμη μου, οι δύο αυτοί σκοποί της Συμβάσεως, τόσο εκείνος που αφορά την ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων όσο και εκείνος που αφορά την τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου, αντιτίθενται στο να εξαρτάται η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως από την ύπαρξη διαφοράς που συνδέεται με διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη.

163. Συγκεκριμένα, αν επιβαλλόταν μια τέτοια προϋπόθεση, τούτο θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο να καταστεί πιο περίπλοκη η εφαρμογή του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίο θέτει το άρθρο 2, ενώ ο κανόνας αυτός συνιστά το επονομαζόμενο «επιστέγασμα» του συστήματος που θεσπίζει η Σύμβαση.

164. Ο καθορισμός του ενδοκοινοτικού χαρακτήρα της διαφοράς μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δυσχερής. Με την ευκαιρία αυτή, μπορούν να ανακύψουν πολλά ερωτήματα: Ποια κριτήρια πρέπει να γίνουν δεκτά; Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι μια διαφορά συνδέεται πραγματικά ή επαρκώς με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη; Προέχει η ιεράρχηση των διαφόρων κριτηρίων που πρέπει να ληφθούν υπόψη; Είναι ορισμένα κριτήρια καταλληλότερα ή ελκυστικότερα από άλλα; Σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να εκτιμηθεί η εν λόγω κατάσταση: την ημέρα κατά την οποία έλαβαν χώρα τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, την ημέρα κατά την οποία ασκήθηκε η αγωγή ή την ημέρα κατά την οποία το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί; Στην περίπτωση που η ουσία της διαφοράς δεν συνδέεται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, θα αρκούσε για να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως το γεγονός ότι ο ενάγων (που είχε την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος διαφορετικό από εκείνο στο έδαφος του οποίου είχε την κατοικία του ο εναγόμενος και με το οποίο συνδέεται το σύνολο ή μέρος της διαφοράς) αλλάζει κατοικία, κατά την υπό εξέταση περίοδο, και εγκαθίσταται στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος; Αντιστρόφως, θα ήταν αναγκαίο, προκειμένου να εφαρμοστεί εν τέλει το ως άνω άρθρο, να εγκατασταθεί ο ενάγων, που είχε την κατοικία του στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος, κατά την εν λόγω περίοδο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος;

165. Τέτοια λεπτά ερωτήματα είναι πολύ πιθανό να ανακύψουν, τόσο για τους διαδίκους όσο και για το επιληφθέν δικαστήριο, στην περίπτωση που η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως εξαρτάται από την ύπαρξη έννομης σχέσεως στην οποία εμπλέκονται περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη.

166. Στην περίπτωση αυτή, δύσκολα γίνεται αντιληπτό το πώς είναι δυνατό να εξακολουθεί να θεωρείται ότι ο γενικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχεται στο άρθρο 2 παρέχει τη δυνατότητα, αφενός, στον ενάγοντα να εντοπίζει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να προσφύγει και, αφετέρου, στον εναγόμενο να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί. Σε αντίθεση με τις απαιτήσεις που θέτει το Δικαστήριο, η κατάσταση πόρρω απέχει από κάθε βεβαιότητα ως προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων που μπορούν να επιληφθούν συγκεκριμένης διαφοράς. Μια τέτοια προοπτική θα κατέληγε στο να παραγνωριστεί ο σκοπός της Συμβάσεως που αφορά την ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων, καθώς και ο σκοπός που αφορά την τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

167. Το ως άνω συμπέρασμα επιβάλλεται πολλώ μάλλον εφόσον το ζήτημα του ενδοκοινοτικού χαρακτήρα της σχετικής διαφοράς κινδυνεύει σφόδρα να καταστεί «μήλο της έριδας», ήτοι να προκαλέσει πολλές αμφισβητήσεις μεταξύ των διαδίκων και να οδηγήσει, κατά συνέπεια, στη χρήση ενδίκων βοηθημάτων σχετικά με το προκαταρκτικό αυτό ζήτημα και μόνον, ανεξαρτήτως της ουσίας της διαφοράς. Προφανώς, μια τέτοια προοπτική πολλαπλασιασμού των διαδικασιών πόρρω απέχει από το να είναι ικανοποιητική από απόψεως ασφαλείας δικαίου. Επιπλέον, δεν αποκλείεται ορισμένοι εναγόμενοι να εκμεταλλευθούν το ως άνω ζήτημα στο πλαίσιο ελιγμών αμιγώς αναβλητικού χαρακτήρα, που θα αντέβαιναν στην ενίσχυση της έννομης προστασίας των εναγόντων.

168. Πέραν των ως άνω σκέψεων, προέχει, γενικότερα, να ληφθεί υπόψη ότι το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είναι ένας κλάδος δικαίου του οποίου η επεξεργασία πόρρω απέχει από το να είναι εύκολη. Η Σύμβαση των Βρυξελλών ανταποκρίνεται ακριβώς στη μέριμνα για απλούστευση των ισχυόντων κανόνων στα διάφορα συμβαλλόμενα κράτη σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων, καθώς και σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση. Η απλούστευση αυτή συμβάλλει, προς το συμφέρον των πολιτών, στην προαγωγή της ασφαλείας δικαίου. Επίσης, η εν λόγω απλούστευση κατατείνει στο να διευκολυνθεί το έργο του εθνικού δικαστηρίου κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Επομένως, είναι προτιμότερο να μην εισάγονται στο ως άνω σύστημα της Συμβάσεως στοιχεία δυνάμενα να περιπλέξουν σοβαρά τη λειτουργία του.

169. Εξάλλου, ανεξαρτήτως της πολυπλοκότητας του ζητήματος σχετικά με τον ενδοκοινοτικό χαρακτήρα μιας διαφοράς, θεωρώ ότι το να εξαρτάται η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως από την απόδειξη της υπάρξεως τέτοιου χαρακτήρα θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη μείωση των περιπτώσεων στις οποίες θα εφαρμοζόταν το εν λόγω άρθρο.

170. Πάντως, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, ο ως άνω γενικός κανόνας εξηγείται από το γεγονός ότι επιτρέπει στον εναγόμενο να αμυνθεί, κατ’ αρχήν, ευκολότερα (87). Έτσι, ο κανόνας αυτός συμβάλλει στην ενίσχυση της έννομης προστασίας του τελευταίου. Ακριβώς λόγω των εγγυήσεων που παρέχονται στον εναγόμενο κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως, όσον αφορά την τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας, η Σύμβαση δεν εμφανίζεται αυστηρή ως προς την αναγνώριση και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων (88). Επομένως, ο γενικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχεται στο άρθρο 2 αποτελεί θεμελιώδη κανόνα επί του οποίου στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος η Σύμβαση.

171. Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εισάγουν παρέκκλιση από τον ως άνω γενικό κανόνα δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ερμηνεία που βαίνει πέραν των περιπτώσεων που ρητώς προβλέπει η Σύμβαση (89). Πάντως, παρεμφερές αποτέλεσμα, mutatis mutandis, θα προέκυπτε στην περίπτωση που αποκλειόταν η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως όταν η εν λόγω έννομη σχέση δεν συνδέεται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη.

172. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος, καίτοι έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος, θα υφίστατο την εφαρμογή των υπέρμετρων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, οπότε θα μπορούσε να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους απλώς λόγω, παραδείγματος χάρη, της προσωρινής παρουσίας του στο έδαφος του τελευταίου (όπως ισχύει στο αγγλικό δίκαιο), λόγω της υπάρξεως στο έδαφος του εν λόγω κράτους ορισμένων ακινήτων που του ανήκουν (όπως ισχύει στο γερμανικό δίκαιο), ή λόγω του ότι ο ενάγων έχει την ιθαγένεια του κράτους αυτού (όπως ισχύει στο γαλλικό δίκαιο). Επομένως, ο εναγόμενος που έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος θα υπαγόταν στο ίδιο καθεστώς με εκείνο που επιφυλάσσεται αποκλειστικά, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμβάσεως, σε εναγόμενο που έχει την κατοικία του σε μη συμβαλλόμενο κράτος.

173. Έτσι, θα εισαγόταν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 σε μια περίπτωση που όχι μόνο δεν προβλεπόταν ρητώς από τη Σύμβαση, αλλά, επιπλέον, αποκλειόταν εμμέσως πλην σαφώς από την εν λόγω Σύμβαση, λαμβανομένου υπόψη ενός από τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει.

174. Επομένως, αν περιοριζόταν η εφαρμογή του άρθρου 2 σε ενδοκοινοτικές διαφορές, τούτο θα κατέληγε αδικαιολόγητα στον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, σε αντίθεση με τον σκοπό της Συμβάσεως που αφορά την ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων, και ειδικότερα της έννομης προστασίας του εναγομένου.

175. Εν συνόψει, θεωρώ ότι όχι μόνον η διατύπωση του άρθρου 2 καθώς και η γενική οικονομία της Συμβάσεως δεν αντιτίθενται στο να εφαρμόζεται το ως άνω άρθρο σε διαφορά που συνδέεται μόνο με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με μια τρίτη χώρα, αλλά, επιπλέον, ότι οι σκοποί της Συμβάσεως επιβάλλουν να εφαρμόζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το εν λόγω άρθρο.

176. Δεδομένου ότι ορισμένοι διάδικοι υποστήριξαν ότι υπάρχουν πολλά εμπόδια για την αναγνώριση της ως άνω απόψεως, επιβάλλεται τώρα, ως εκ τούτου, η εξέταση των εν λόγω εμποδίων.

5.      Τα φερόμενα ως εμπόδια για την εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως σε έννομη σχέση που συνδέεται μόνο με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα τρίτο κράτος

177. Τα εμπόδια που επικαλέστηκαν οι εναγόμενοι της κύριας δίκης καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να αντιταχθούν στην αναγνώριση της ως άνω απόψεως, απορρέουν κατ’ ουσίαν από το κοινοτικό δίκαιο. Συναφώς, διατυπώθηκαν επίσης σκέψεις που συνδέονται με το διεθνές δίκαιο. Θα εξετάσω σύντομα τις εν λόγω σκέψεις προτού εξετάσω εκείνες που αφορούν το κοινοτικό δίκαιο.

 α)     Τα φερόμενα ως εμπόδια που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο

178. Κατά τους εναγομένους της κύριας δίκης (90), η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν έχει εφαρμογή σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εν λόγω σύμβαση αποτελεί απλώς συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών που ισχύει μόνον στις αμοιβαίες σχέσεις τους. Πέραν της ειδικής περιπτώσεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το επιχείρημα αυτό σχετίζεται με μια γενικότερη προβληματική που αφορά το δίκαιο των συνθηκών και των διεθνών συμφωνιών. Επίσης, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρθηκε στα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας προσεγγίσεως (91).

179. Συναφώς, διευκρινίζεται ότι είναι γενικώς αποδεκτό το ότι ένα κράτος μπορεί να δεσμευθεί από μια διεθνή σύμβαση μόνον αν έχει συμφωνήσει να δεσμεύεται από αυτή. Με άλλες λέξεις, σύμφωνα με την αρχή ότι οι συνθήκες δεσμεύουν μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη, μια διεθνής συμφωνία δεν δημιουργεί ούτε υποχρεώσεις ούτε δικαιώματα έναντι κράτους το οποίο δεν έχει συμφωνήσει να δεσμεύεται από αυτή (92).

180. Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση στα κράτη που δεν έχουν συμφωνήσει να δεσμεύονται από αυτή. Συγκεκριμένα, οι υποχρεώσεις που προβλέπει η εν λόγω σύμβαση, είτε όσον αφορά την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας είτε όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, επιβάλλονται μόνον στα συμβαλλόμενα κράτη και στα δικαστήριά τους.

181. Συναφώς, ούτε το αντικείμενο της Συμβάσεως των Βρυξελλών γενικώς ούτε η ερμηνεία του άρθρου 2, την οποία υποστηρίζω, αντιβαίνουν στην αρχή ότι οι συνθήκες δεσμεύουν μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη.

182. Βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω σύμβαση μπορεί να αναπτύξει ορισμένα από τα αποτελέσματά της έναντι τρίτων κρατών, και ειδικότερα στο πεδίο της απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας. Έτσι, οι κανόνες που θέτει η Σύμβαση στο πεδίο αυτό, όπως αυτός που περιέχεται στο άρθρο 2, μπορούν να εφαρμοστούν σε διαφορές των οποίων ορισμένα στοιχεία συνδέονται με τρίτα κράτη.

183. Πάντως, η κατάσταση αυτή δεν είναι πλήρως καινοφανής. Συγκεκριμένα, ενδέχεται τα συμβαλλόμενα σε διεθνή σύμβαση κράτη να εξουσιοδοτούνται να ασκούν ορισμένες αρμοδιότητες έναντι υπηκόων τρίτων κρατών σε περιπτώσεις στις οποίες, έως τότε, τα τελευταία είχαν αποκλειστική αρμοδιότητα. Τούτο ισχύει, παραδείγματος χάρη, για πολλές συμβάσεις σχετικά με την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος (93).

184. Στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, τούτο ισχύει επίσης, παραδείγματος χάρη, για τη Σύμβαση της Ρώμης της 19ης Ιουνίου 1980, σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (94). Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της συμβάσεως αυτής προβλέπει ότι οι ενιαίοι κανόνες της εν λόγω συμβάσεως εφαρμόζονται (στις συμβατικές ενοχές) σε περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων. Έτσι, αρκεί η επίμαχη περίπτωση να δίδει λαβή για σύγκρουση μεταξύ περισσοτέρων νομικών συστημάτων προκειμένου να εφαρμοστούν οι ενιαίοι κανόνες της εν λόγω συμβάσεως. Μικρή σημασία έχει το αν η κατάσταση αυτή συνδέεται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη ή με ένα συμβαλλόμενο κράτος και με ένα τρίτο κράτος (95).

185. Εξάλλου, ο οικουμενικός χαρακτήρας των ενιαίων κανόνων της Συμβάσεως της Ρώμης είναι ιδιαιτέρως σαφής καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως, οι κανόνες συγκρούσεως που θέτει μπορούν να οδηγήσουν στην εφαρμογή του δικαίου ενός μη συμβαλλομένου κράτους (96). Συναφώς, τα αποτελέσματα της εν λόγω συμβάσεως έναντι τρίτων κρατών βαίνουν πέραν εκείνων που προκύπτουν από τη Σύμβαση των Βρυξελλών καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, οι κανόνες συγκρούσεως που θέτει η σύμβαση αυτή αποσκοπούν μόνον στο να καθοριστεί ότι τα δικαστήρια των συμβαλλομένων κρατών έχουν διεθνή δικαιοδοσία, κατ’ αποκλεισμόν των δικαστηρίων των τρίτων κρατών.

186. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι, στο διεθνές δίκαιο, τίποτε δεν εμποδίζει να μπορούν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θέτει η Σύμβαση των Βρυξελλών, όπως ο κανόνας που περιέχεται στο άρθρο 2, να εφαρμοστούν σε διαφορές των οποίων ορισμένα στοιχεία συνδέονται με τρίτα κράτη. Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου.

 β)     Τα φερόμενα ως εμπόδια που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο

187. Ο πρώτος εναγόμενος καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προβάλλουν ότι οι θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ δεν έχουν εφαρμογή σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις ενός κράτους μέλους, ήτοι σε καταστάσεις που δεν έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα και δεν αφορούν περισσότερα κράτη μέλη. Επομένως, κατ’ αναλογίαν, ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίο θέτει το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών και ο οποίος επαναλαμβάνεται με πανομοιότυπη διατύπωση στον κανονισμό 44/2001 δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη διαφορά της κύριας δίκης, εφόσον η εν λόγω διαφορά δεν συνδέεται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη. Συγκεκριμένα, ένας τέτοιος κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας έχει απλώς συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τον σκοπό της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, τον οποίο επιδιώκει η Σύμβαση και, εν συνεχεία, ο κανονισμός όσον αφορά τα κράτη μέλη, οπότε η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως εξαρτάται αντιστοίχως από την ύπαρξη διασυνοριακής διαφοράς που συνδέεται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη.

188. Δεν θεωρώ τα ως άνω επιχειρήματα πειστικά.

189. Βεβαίως, στην απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1994, Mund & Fester (97), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 220, τέταρτη περίπτωση, της Συνθήκης, βάσει του οποίου θεσπίστηκε η Σύμβαση των Βρυξελλών, «αποσκοπεί στο να διευκολύνει τη λειτουργία της κοινής αγοράς, με τη θέσπιση κανόνων που θα ρυθμίζουν την αρμοδιότητα για την επίλυση των σχετικών διαφορών και με την άρση, στο μέτρο του εφικτού, των σχετικών με την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων στο έδαφος των συμβαλλομένων κρατών δυσχερειών ». Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι οι διατάξεις της Συμβάσεως συνδέονται με τη Συνθήκη (98).

190. Είμαι σύμφωνος με το ως άνω συμπέρασμα, καθόσον, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Tesauro στις προτάσεις του στην προπαρατεθείσα υπόθεση Mund & Fester, «η ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων έχει εξαιρετική σημασία προκειμένου να αποφευχθούν οι δυσχέρειες που ενδέχεται να ανακύψουν για τη λειτουργία της κοινής αγοράς από την αδυναμία να γίνουν δεκτά και να εφαρμοστούν ευχερώς, ακόμη και δικαστικώς, τα ατομικά δικαιώματα που απορρέουν από την πληθώρα εννόμων σχέσεων που συνάπτονται εντός αυτής» (99).

191. Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (100), ότι οι ενιαίοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας τους οποίους θέτει η Σύμβαση αποβλέπουν μόνον στην άρση θετικών συγκρούσεων διεθνούς δικαιοδοσίας (πραγματικών η εν δυνάμει) μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, με μοναδικό σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους να οφείλουν να αναγνωρίσουν και να κηρύξουν εκτελεστές αποφάσεις που εκδόθηκαν από δικαστήρια άλλου συμβαλλομένου κράτους στην περίπτωση που τα δικαστήρια του κράτους αναγνωρίσεως θεωρούν ότι έχουν, επίσης, διεθνή δικαιοδοσία, δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους, για την εκδίκαση των διαφορών που έδωσαν λαβή για την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων.

192. Συγκεκριμένα, αν θεωρείτο ότι οι ενιαίοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας της Συμβάσεως περιορίζονται στην επίτευξη του απλού αυτού σκοπού, θα παραγνωριζόταν, όπως προαναφέρθηκε, η γενική οικονομία της Συμβάσεως καθώς και οι σκοποί που επιδιώκει η εν λόγω Σύμβαση, που αφορούν τόσο την ενίσχυση της προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων όσο και την τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

193. Κατά τη γνώμη μου, η ως άνω ανάλυση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το γεγονός ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 44/2001, ήτοι από πράξη του κοινοτικού δικαίου, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν ορισμένων διατάξεων της Συνθήκης και για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Πλείονα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής.

194. Κατ’ αρχάς, όπως υπογραμμίζει η δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του ως άνω κανονισμού, πρέπει να διασφαλιστεί η συνέχεια μεταξύ της Συμβάσεως και του εν λόγω κανονισμού, ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω συμβάσεως από το Δικαστήριο. Πάντως, στην περίπτωση οι προβλεπόμενοι από τον κανονισμό ενιαίοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας ερμηνεύονταν από το Δικαστήριο υπό την έννοια ότι αφορούν μόνον την άρση συγκρούσεων δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, μια τέτοια ερμηνεία θα συνιστούσε παρέκκλιση από την πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη Σύμβαση, και ιδίως όσον αφορά τους σκοπούς της εν λόγω συμβάσεως (που αφορούν την ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων και την τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου). Επομένως, θα επρόκειτο για μεταστροφή της νομολογίας που δεν θα ανταποκρινόταν προδήλως στη μέριμνα του κοινοτικού νομοθέτη να διασφαλιστεί η συνέχεια κατά την ερμηνεία των δύο νομοθετημάτων. Χωρίς να επιθυμώ να προδικάσω την ενδεχόμενη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του κανονισμού, αναφέρω απλώς ότι δύσκολα θα μπορούσα να διανοηθώ ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια νομολογιακή μεταστροφή.

195. Επιπλέον, καίτοι είναι ακριβές ότι το άρθρο 65 EΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ (που αποτελεί την ουσιαστική νομική βάση του κανονισμού), αφορά ρητώς, στον οικείο τομέα, μέτρα με διασυνοριακές επιπτώσεις, των οποίων η θέσπιση πρέπει να ανταποκρίνεται στο αναγκαίο μέτρο για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να συναχθεί εξ αυτού ότι οι καταστάσεις που εμπίπτουν στους προβλεπόμενους από τον εν λόγω κανονισμό κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, οι οποίοι επαναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν εκείνους της Συμβάσεως, πρέπει κατ’ ανάγκην να συνδέονται με περισσότερα κράτη μέλη.

196. Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίζουν η δεύτερη και η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, οι περιεχόμενοι στον εν λόγω κανονισμό κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας αποσκοπούν – λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως διαφορών μεταξύ των υφιστάμενων εθνικών κανόνων στον τομέα αυτό και των δυσχερειών που προκύπτουν για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς – στην «ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κατά τρόπο ώστε να καθοριστούν «κοινοί κανόνες» στα κράτη μέλη. Η ως άνω ενοποίηση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας εντάσσεται σε μια λογική παρεμφερή με εκείνη που ακολουθεί το άρθρο 94 ΕΚ για την έκδοση των οδηγιών, καθόσον η εν λόγω ουσιαστική νομική βάση έχει ως αντικείμενο «την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες έχουν άμεση επίπτωση στην εγκαθίδρυση ή τη λειτουργία της κοινής αγοράς».

197. Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε πρόσφατα, στην απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01,Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (101), ότι «η επίκληση του άρθρου 100 A της Συνθήκης [ήτοι της διαδικαστικής νομικής βάσεως που περιέχεται σήμερα στο άρθρο 95 EΚ] δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ουσιαστικής σχέσεως με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ [των] κρατών μελών σε καθεμία από τις καταστάσεις τις οποίες αφορά η στηριζόμενη σε μια τέτοια νομική βάση πράξη». Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι «αυτό το οποίο έχει σημασία προκειμένου περί της δικαιολογήσεως της προσφυγής στη νομική βάση του άρθρου 100 Α της Συνθήκης είναι ότι η πράξη που εκδίδεται στηριζόμενη στην εν λόγω νομική βάση πρέπει πράγματι να αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών εγκαθιδρύσεως και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς» (102).

198. Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι «η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 95/46 [(103)] δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν οι συγκεκριμένες περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων των κυρίων δικών παρουσιάζουν επαρκή σχέση με την άσκηση θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη και, ειδικότερα στις ως άνω υποθέσεις, με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων» (104).

199. Το ως άνω συμπέρασμα στηρίζεται στη σκέψη ότι «η αντίθετη ερμηνεία θα μπορούσε να καταστήσει ιδιαίτερα αβέβαια και τυχαία τα όρια του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής, πράγμα το οποίο θα αντέβαινε προς τον κύριο σκοπό της, που είναι η προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών με σκοπό την εξάλειψη των εμποδίων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς τα οποία απορρέουν ακριβώς από τις διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών» (105).

200. Η ως άνω συλλογιστική επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003, Lindqvist (106), σχετικά με την ίδια οδηγία 95/46.

201.  Μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτά που ελέχθησαν για την ως άνω οδηγία, η οποία αφορά την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, ισχύουν και για τον κανονισμό 44/2001, που αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων, καίτοι οι δύο αυτές κοινοτικές πράξεις παραγώγου δικαίου είναι διαφορετικής φύσεως.

202. Συγκεκριμένα, το να εξαρτάται η εφαρμογή του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού από την ύπαρξη, σε κάθε διαφορά, αποτελεσματικής και επαρκούς σχέσεως με περισσότερα κράτη μέλη θα ενείχε τον κίνδυνο (όπως ήδη αναφέρθηκε σε σχέση με τους σκοπούς της Συμβάσεως) να καταστούν ιδιαίτερα αβέβαια και τυχαία τα όρια του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω άρθρου. Η ως άνω ενδεχόμενη ερμηνεία του εδαφικού ή προσωπικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 2 θα αντέβαινε προς τον σκοπό του κανονισμού, που είναι η ενοποίηση των κανόνων άρσεως συγκρούσεων δικαιοδοσίας και η απλούστευση της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς τα οποία απορρέουν ακριβώς από τις διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα αυτό.

203. Συναφώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτά που ελέχθησαν για την οδηγία 95/46 ισχύουν κατά μείζονα λόγο για τον κανονισμό 44/2001, καθόσον η επιλογή ενός κανονισμού, αντί μιας οδηγίας, για την αντικατάσταση της Συμβάσεως ανταποκρίνεται ευρέως στη μέριμνα να διασφαλιστεί η ενοποίηση των σχετικών κανόνων και όχι να πραγματοποιηθεί μια απλή προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών διά της μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, με τις μεταπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν από την εν λόγω μεταφορά όσον αφορά την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

204. Πέραν των ως άνω σκέψεων που αφορούν την επίπτωση της προσφυγής στη νομική βάση του άρθρου 95 ΕΚ επί του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής μιας οδηγίας, πρέπει να προστεθεί ότι η εφαρμογή ενός κανονισμού, όπως και μιας οδηγίας (107), δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι οι καταστάσεις που εμπίπτουν στον εν λόγω κανονισμό ή στην εν λόγω οδηγία συνδέονται αποκλειστικά με το έδαφος των κρατών μελών, και όχι επίσης με το έδαφος και τρίτων κρατών.

205. Τούτο ισχύει, προφανώς, όσον αφορά τους κανονισμούς που περιέχουν διατάξεις οι οποίες διέπουν ρητώς το εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών. Τούτο ισχύει επίσης, παραδείγματος χάρη, όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), καθώς και όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους (ΕΕ L 30, σ. 1).

206. Τούτο ισχύει επίσης, παραδείγματος χάρη, όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73).

207. Ο ως άνω κανονισμός, που αποσκοπεί στη διασφάλιση, στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως, της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, δεν ορίζει ρητώς το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του, καίτοι ο εν λόγω κανονισμός περιγράφεται συνήθως ως έχων «ουσιαστικά εδαφικό» χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι η εφαρμογή του καθορίζεται από ένα «στοιχείο που σχετίζεται με ορισμένο τόπο» (108).

208. Πάντως, μπορεί να ειπωθεί ότι, καίτοι το εδαφικό πεδίο του εν λόγω κανονισμού, ήτοι ο χώρος εντός του οποίου πρέπει να βρίσκεται ο εν λόγω χαρακτηριστικός δεσμός, αντιστοιχεί κατ’ ανάγκην προς εκείνο των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή των τελευταίων να απαιτεί την ύπαρξη σχέσεως με το «έδαφος της Κοινότητας», ουδόλως απαιτείται, για να διατηρήσουν οι εν λόγω διατάξεις (και ιδίως αυτή που διασφαλίζει την ίση μεταχείριση) τα αποτελέσματά τους, να ασκείται η σχετική επαγγελματική δραστηριότητα στο εν λόγω έδαφος (109).

209. Έτσι, το γεγονός ότι οι σχετικές παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως πηγάζουν, ακόμη και αποκλειστικώς, από περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν εκτός του εδάφους που καλύπτεται από τη Συνθήκη δεν μπορεί, αυτό καθ’ ευατό, να οδηγήσει στον αποκλεισμό της εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, εφόσον υφίσταται στενή σχέση μεταξύ του δικαιώματος λήψεως κοινωνικών παροχών και του κράτους μέλους που οφείλει να καταβάλει τις εν λόγω παροχές (110).

210. Κατά τη γνώμη μου, η ως άνω νομολογία σχετικά με τον κανονισμό 1408/71 θα μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν ως προς τον κανονισμό 44/2001. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο τελευταίος κανονισμός εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του τίτλου IV της Συνθήκης που αφορά τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων πολιτικές. Επιπλέον, όπως συμβαίνει ως προς τον κανονισμό 1408/71, η εφαρμογή του κανονισμού 44/2001 προϋποθέτει την ύπαρξη ορισμένου συνδέσμου με το έδαφος των κρατών μελών που υπάγονται στον εν λόγω κανονισμό. Έτσι, όσον αφορά το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού (το οποίο είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 2 της Συμβάσεως), η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου συνεπάγεται ότι ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους. Κατά το πνεύμα της νομολογίας στην οποία μόλις αναφέρθηκα, πρέπει να θεωρηθεί ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού (ή της Συμβάσεως), ουδόλως απαιτείται να συνδέεται η σχετική διαφορά αποκλειστικώς με το έδαφος που καλύπτεται από τον εν λόγω κανονισμό (ή από τη Σύμβαση), και όχι με το έδαφος και τρίτων κρατών.

211. Κατά την ίδια έννοια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 προβλέπει ότι «οι δικαστικές διαφορές που υπάγονται στον κανονισμό πρέπει να παρουσιάζουν σύνδεσμο με το έδαφος των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό» (111). Έτσι, «[ο]ι κοινοί κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει, κατά κανόνα, να εφαρμόζονται όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε ένα από τα κράτη μέλη».

212. Κατά τη γνώμη μου, η ως άνω αιτιολογική σκέψη επιβεβαιώνει σαφώς ότι αρκεί, για την εφαρμογή του άρθρου 2 του κανονισμού (το οποίο είναι πανομοιότυπο με αυτό της Συμβάσεως), να έχει ο εναγόμενος την κατοικία του σε κράτος μέλος που δεσμεύεται από τον εν λόγω κανονισμό, κατά τρόπο ώστε η σχετική διαφορά να έχει ένα συνδετικό στοιχείο με ένα από τα κράτη μέλη της Κοινότητας. Επομένως, μικρή σημασία έχει το αν η εν λόγω διαφορά δεν έχει συμπληρωματικό συνδετικό στοιχείο με άλλο κράτος μέλος ή το αν έχει ένα τέτοιο στοιχείο με τρίτο κράτος.

213. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 44/2001 δεν είναι ικανός να κλονίσει τη διαπίστωση ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της Συμβάσεως ουδόλως περιορίζεται σε διαφορές που συνδέονται με περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη.

214. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν ορισμένοι μετέχοντες στην παρούσα προδικαστική διαδικασία προκειμένου να αντιταχθούν στην ως άνω διαπίστωση, ανεξάρτητα από το αν τα εν λόγω επιχειρήματα αντλούνται από το διεθνές δίκαιο ή από το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να θεωρηθούν αλυσιτελή.

215. Κατά συνέπεια, στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή ακόμη και όταν ο ενάγων και ο εναγόμενος έχουν την κατοικία τους στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος και όταν η μεταξύ αυτών διαφορά, ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω συμβαλλομένου κράτους, έχει ορισμένα συνδετικά στοιχεία με τρίτο κράτος και όχι με άλλο συμβαλλόμενο κράτος, κατά τρόπο ώστε το μόνο ζήτημα κατανομής αρμοδιοτήτων που μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της εν λόγω διαφοράς ανακύπτει μόνον στις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων ενός συμβαλλομένου κράτους και εκείνων ενός τρίτου κράτους, και όχι στις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών.

216. Εφόσον το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, προέχει να εξεταστεί το ζήτημα αν, σε μια κατάσταση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, η εν λόγω σύμβαση απαγορεύει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους – του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία στηρίζεται στο εν λόγω άρθρο 2 – να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια την ως άνω δικαιοδοσία, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς. Με άλλες λέξεις, πρόκειται για το ζήτημα του καθορισμού του αν, σε μια κατάσταση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, η θεωρία του forum non conveniens είναι συμβατή με τη Σύμβαση.

 Β –         Επί του συμβατού της θεωρίας του forum non conveniens με τη Σύμβαση των Βρυξελλών

217. Προκειμένου να περιοριστεί το αντικείμενο της εξετάσεώς μου σε μια κατάσταση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, προέχει να υπομνησθεί ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματός του, αν η Σύμβαση των Βρυξελλών απαγορεύει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους –του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία στηρίζεται στο άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως– να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια την ως άνω δικαιοδοσία, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, όταν το τελευταίο δικαστήριο δεν έχει καθοριστεί από καμία συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας, δεν έχει επιληφθεί προηγουμένως καμίας αγωγής δυναμένης να δημιουργήσει εκκρεμοδικία ή συνάφεια και όταν τα συνδετικά στοιχεία της εν λόγω διαφοράς με το ως άνω μη συμβαλλόμενο κράτος είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 16 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

218. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, θα αναφερθώ κατ’ αρχάς στη βούληση των συντακτών της Συμβάσεως και, εν συνεχεία, θα εξετάσω διαδοχικά τη διατύπωση του άρθρου της 2, πρώτο εδάφιο, τη γενική οικονομία της εν λόγω συμβάσεως, καθώς και τους σκοπούς που επιδιώκει η τελευταία.

1.      Η βούληση των συντακτών της Συμβάσεως

219. Κατά την εκπόνηση της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και η Ιρλανδία δεν ήσαν ακόμη κράτη μέλη της Κοινότητας. Επομένως, τα εν λόγω κράτη δεν συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 293 ΕΚ, και οι οποίες κατέληξαν στη θέσπιση της εν λόγω συμβάσεως στις 27 Σεπτεμβρίου 1968. Τα δύο αυτά κράτη προσχώρησαν στην Κοινότητα μόλις την 1η Ιανουαρίου 1973, ήτοι ακριβώς έναν μήνα πριν από την έναρξη ισχύος της Συμβάσεως, την 1η Φεβρουαρίου 1973.

220. Πάντως, η θεωρία του forum non conveniens αναπτύχθηκε, κατ’ ουσίαν, μόνον στα δύο αυτά κράτη μέλη (112). Συγκεκριμένα, η εν λόγω θεωρία είναι σε μεγάλο βαθμό ξένη προς τα κράτη μέλη που υπάγονται στο νομικό σύστημα του «civil law», ήτοι τα κράτη που διαπραγματεύθηκαν τη σύναψη της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Επομένως, η τελευταία δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με την ως άνω θεωρία.

221. Μόλις κατά την εκπόνηση της Συμβάσεως προσχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και του Βασιλείου της Δανίας στη Σύμβαση των Βρυξελλών, η οποία θεσπίστηκε στις 9 Οκτωβρίου 1978, έγινε επίκληση του ζητήματος του συμβατού της θεωρίας του forum non conveniens (113).

222. Η έκθεση που συνέταξε ο Ρ. Schlosser, σχετικά με την ως άνω σύμβαση προσχωρήσεως, αντανακλά το εύρος των συζητήσεων που προκάλεσε το εν λόγω ζήτημα (114).

223. Συγκεκριμένα, το σημείο 78 της εκθέσεως αυτής αναφέρει ότι, «[ο]ι αντιπροσωπείες των κρατών μελών της Κοινότητας θεωρούν ότι τέτοιες δυνατότητες [και ιδίως εκείνη της αναστολής της διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν της θεωρίας του forum non conveniens] δεν προσφέρονται στα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας αν, σύμφωνα με τη σύμβαση, είναι αρμόδια και επιλαμβάνονται μιας υποθέσεως».

224. Υπ’ αυτήν την έννοια, διευκρινίστηκε ότι «διατυπώθηκε η άποψη ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν δικαίωμα όχι μόνο να ασκούν την εξουσία που βασίζεται στη δικαιοδοσία τους, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ αλλά έχουν και σχετική υποχρέωση». Επ’ αυτού, υποστηρίχθηκε ότι «[ο] ενάγων πρέπει να έχει τη βεβαιότητα ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως είναι αρμόδιο», καθόσον «[δ]εν πρέπει να χάνει χρόνο και χρήμα για να πληροφορηθεί τελικά ότι το δικαστήριο στο οποίο έχει απευθυνθεί θεωρεί ότι είναι λιγότερο αρμόδιο από άλλο».

225. Επιπλέον, η εν λόγω έκθεση αναφέρει, πάντοτε στο σημείο 78, ότι, «[ό]ταν τα δικαστήρια πολλών κρατών είναι αρμόδια, ο ενάγων έχει δικαίωμα επιλογής το οποίο δεν πρέπει να αποδυναμώνεται με την εφαρμογή της “doctrine of the forum non conveniens”». Συναφώς, υπογραμμίζει ότι «[μ]πορεί να συμβεί να έχει επιλέξει ο ενάγων, μεταξύ αρμοδίων δικαστηρίων, ένα δικαστήριο το οποίο προφανώς είναι “ακατάλληλο”, με σκοπό να επιτύχει απόφαση στο κράτος στο οποίο ζητεί συγκεκριμένα την εκτέλεση».

226. Στο ίδιο σημείο της εν λόγω εκθέσεως προστίθεται ότι «δεν αποκλείεται ο κίνδυνος αρνητικών συγκρούσεων αρμοδιότητας: το ηπειρωτικό δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ότι είναι αναρμόδιο παρά την απόφαση του δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου».

227. Τέλος, η ως άνω έκθεση αναφέρει ότι «[π]ρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι βασικοί λόγοι που δικαιολογούν [μέχρι σήμερα] την “doctrine of the forum conveniens” [καθώς και την αντίστοιχη θεωρία του forum non conveniens] θα χάσουν σε μεγάλο βαθμό τη σημασία τους μόλις αρχίσει να εφαρμόζεται η σύμβαση στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία». Επ’ αυτού, η έκθεση διευκρινίζει, πάντοτε στο σημείο 78, ότι η αποσκοπούσα στην εφαρμογή της Συμβάσεως στα δύο αυτά κράτη εθνική νομοθεσία αναμένεται να οδηγήσει, αφενός, σε μια πιο στενή αντίληψη της έννοιας της κατοικίας από εκείνη που υφίστατο μέχρι τότε και, αφετέρου, στην εγκατάλειψη του υπέρμετρου εθνικού κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας των εν λόγω κρατών που στηρίζεται στην απλή κοινοποίηση ή επίδοση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου σε εναγόμενο που βρίσκεται προσωρινά στο έδαφος των εν λόγω κρατών, σύμφωνα με το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως.

228. Λόγω των ανωτέρω επιχειρημάτων, σύμφωνα με το ως άνω σημείο 78, «η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προέβησαν τελικά σε προσαρμογή του κειμένου της συμβάσεως ως προς το σημείο αυτό».

229. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι τα κράτη μέλη που διαπραγματεύθηκαν και συνήψαν τη Σύμβαση των Βρυξελλών ή τη Σύμβαση προσχωρήσεως του 1978 είτε ουδόλως είχαν την πρόθεση να δεχθούν τον μηχανισμό του forum non conveniens στο πλαίσιο του συστήματος της Συμβάσεως που έχει καθιερωθεί, είτε αντιτίθενται, στην πλειονότητά τους, σθεναρά στην εισαγωγή του εν λόγω μηχανισμού στο ως άνω σύστημα.

230. Επομένως, αν γινόταν δεκτή η αντίθετη άποψη, τούτο θα οδηγούσε στο να παραγνωριστεί η βούληση των κρατών που είναι μέρη της Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση προσχωρήσεως του 1978, λαμβανομένης υπόψη της διευκρινίσεως ότι η βούληση αυτή δεν διαψεύστηκε στη συνέχεια επ’ ευκαιρία της θεσπίσεως των μεταγενεστέρων συμβάσεων προσχωρήσεως ή του κανονισμού 44/2001. Η εξέταση της διατυπώσεως του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως, της γενικής οικονομίας της εν λόγω συμβάσεως καθώς και της πρακτικής της αποτελεσματικότητας, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που αυτή επιδιώκει, αντιστρατεύεται επίσης την αποδοχή της θεωρίας του forum non conveniens.

2.      Η διατύπωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως

231. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως προβλέπει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους».

232. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι κοινοτικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ενιαίο, υπό το πρίσμα των διατυπώσεών τους στις άλλες κοινοτικές γλώσσες (115). Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο ισχύει κατ’ ανάγκην όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συμβάσεως των Βρυξελλών, λαμβανομένης υπόψη της μέριμνας, την οποία έχει εκφράσει συχνά το Δικαστήριο, να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου καθώς και η ισότητα και η ομοιομορφία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση, τόσο έναντι των συμβαλλομένων κρατών όσο και υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων (116).

233. Δεν αμφισβητείται ότι η εξέταση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως καταδεικνύει ότι ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίο θέτει το εν λόγω άρθρο έχει επιτακτικό χαρακτήρα, και όχι ενδοτικό, και ότι μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από έναν τέτοιο κανόνα μόνον στις ρητώς προβλεπόμενες από την εν λόγω σύμβαση περιπτώσεις. Πάντως, δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι μια περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης δεν υπάγεται σε καμία από τις εν λόγω περιοριστικώς απαριθμούμενες από τη Σύμβαση περιπτώσεις, τις οποίες θα εξετάσω ακριβέστερα σε σχέση με τη γενική οικονομία της Συμβάσεως.

234. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι η διατύπωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως απαγορεύει, σε μια περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, το οποίο έχει επιληφθεί διαφοράς βάσει του εν λόγω άρθρου, να αποποιηθεί κατά διακριτική εξουσία την εκδίκαση της διαφοράς επί της ουσίας, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο για την εκδίκαση της εν λόγω διαφοράς. Το ως άνω συμπέρασμα είναι επίσης επιβεβλημένο με γνώμονα τη γενική οικονομία της Συμβάσεως.

3.      Η γενική οικονομία της Συμβάσεως

235. Όταν η διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, στηρίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμβάσεως, σε υπέρμετρους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν στο εν λόγω κράτος (στην περίπτωση που ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος), δέχομαι ότι a priori η Σύμβαση δεν απαγορεύει στο εν λόγω δικαστήριο να αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία του, κατ’ εφαρμογήν της θεωρίας του forum non conveniens (που ισχύει στο εν λόγω συμβαλλόμενο κράτος), με το σκεπτικό ότι δικαστήριο τρίτης χώρας είναι καταλληλότερο ή βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς.

236. Ωστόσο, το ενδεχόμενο αυτό υφίσταται μόνον στην περίπτωση (που δεν αντιστοιχεί προς εκείνη του Α. Owusu) κατά την οποία ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε μη συμβαλλόμενο κράτος, καθόσον το άρθρο 4 της Συμβάσεως αφορά μόνον αυτή την περίπτωση.

237. Αντιθέτως, όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος και η διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους στηρίζεται, ως εκ τούτου, στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως, η γενική οικονομία της εν λόγω συμβάσεως απαγορεύει, σε περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, στο εν λόγω δικαστήριο να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια τη διεθνή δικαιοδοσία του με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς.

238. Συγκεκριμένα, ναι μεν ορισμένες διατάξεις της Συμβάσεως κατατείνουν στην απάμβλυνση της υποχρεωτικής ισχύος του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίο θέτει το άρθρο 2, πλην όμως τούτο συμβαίνει μόνον υπό ιδιαίτερες περιστάσεις, που δεν αντιστοιχούν προς εκείνες της διαφοράς της κύριας δίκης, οπότε η γενική οικονομία της εν λόγω συμβάσεως δεν επιτρέπει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους να αποποιηθεί την ως άνω υποχρεωτική δικαιοδοσία υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, ήτοι υπό περιστάσεις διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται ρητώς και εξαντλητικώς από τη Σύμβαση.

239. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ορισμένες από τις ως άνω διατάξεις της Συμβάσεως διαπνέονται από σκέψεις πολύ διαφορετικές από εκείνες που συνδέονται με τη θεωρία του forum non conveniens. Το στοιχείο αυτό ενισχύει την άποψή μου ότι η γενική οικονομία της εν λόγω συμβάσεως αντιτίθεται στην εφαρμογή της εν λόγω θεωρίας στο πλαίσιο της ασκήσεως δικαιοδοσίας που στηρίζεται στο άρθρο 2.

240. Θα διατυπώσω τώρα περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς την άποψη αυτή.

241. Κατ’ αρχάς, φρονώ ότι, καίτοι οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας ή οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων (οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 καθώς και στον τίτλο ΙΙ, τμήματα 3 και 4) επιτρέπουν την ύπαρξη παρεκκλίσεως από τον υποχρεωτικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της υπάρξεως άμεσου ή ιδιαιτέρως στενού συνδετικού στοιχείου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων κράτους διαφορετικού από εκείνο της κατοικίας του οικείου εναγομένου, αυτή η επιλογή διεθνούς δικαιοδοσίας ισχύει μόνον στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών, και όχι στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και ενός τρίτου κράτους, όπως συμβαίνει στη διαφορά της κύριας δίκης.

242. Επιπλέον, προέχει να υπογραμμιστεί, προπάντων, ότι η ως άνω επιλογή διεθνούς δικαιοδοσίας προσφέρεται μόνον στον ενάγοντα, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αγωγής του. Κατά συνέπεια, άπαξ και δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους επιληφθεί αγωγής δυνάμει του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2, το εν λόγω δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα, βάσει των κανόνων περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας ή των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων οι οποίοι προβλέπονται από τη Σύμβαση, να αποποιηθεί την εκδίκαση της διαφοράς, έστω και αν η σχετική διαφορά έχει σημαντικό συνδετικό στοιχείο με τα δικαστήρια άλλου κράτους (συμβαλλομένου ή όχι), εκτός εκείνου της κατοικίας του εναγομένου.

243. Εξάλλου, καίτοι, δυνάμει του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως καθώς και των άρθρων 19, 21 και 22, δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του ή έχει την ευχέρεια να αποποιηθεί την εκδίκαση της διαφοράς, ενώ επελήφθη της διαφοράς βάσει του γενικού και υποχρεωτικού κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2, δεν αμφισβητείται ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμπίπτει σε καμία από τις ως άνω περιπτώσεις, οπότε η υποχρεωτική ισχύς του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2 παραμένει ακεραία. Τούτο θα καταδειχθεί ακριβέστερα με την εξέταση καθεμίας από τις εν λόγω διατάξεις.

244. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως, που αφορά τη ρητή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι, όταν τουλάχιστον ένα από τα μέρη έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, το δικαστήριο ή τα δικαστήρια ενός τέτοιου κράτους που καθορίστηκαν από τα μέρη (σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω άρθρο) έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. Έτσι, κάθε άλλο δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσέφυγε ένα μέρος, ιδίως βάσει του άρθρου 2 της Συμβάσεως, δεν έχει, κατ’ αρχήν, διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν, σύμφωνα με το άρθρο 18 της Συμβάσεως, ο εναγόμενος δεχθεί να παραστεί ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου, χωρίς να επικαλεστεί την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του τελευταίου βάσει της ρήτρας επιλογής δικαστηρίου. Επομένως, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο 18, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσέφυγε ένα μέρος κατά παράβαση συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του.

245. Το ίδιο ισχύει όταν δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, και ειδικότερα δικαστήριο του συμβαλλομένου κράτους της κατοικίας του εναγομένου, επελήφθη της διαφοράς κατά παράβαση των κανόνων αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο άρθρο 16 της Συμβάσεως, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως ιδιαιτέρως στενών δεσμών μεταξύ της ουσίας της διαφοράς και του εδάφους συμβαλλομένου κράτους. Εξάλλου, η υποχρεωτική ισχύς των εν λόγω κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθόσον το άρθρο 19 της Συμβάσεως προβλέπει ότι το δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, εφόσον καλείται να κρίνει, ως κύριο ζήτημα, διαφορά για την οποία δικαστήριο άλλου συμβαλλόμενου κράτους έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 16.

246. Μόνον οι ως άνω κανόνες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας μπορούν να αντιταχθούν στην εφαρμογή του γενικού και υποχρεωτικού κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 2 της Συμβάσεως. Πάντως, υπενθυμίζω ότι οι εν λόγω κανόνες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας δεν έχουν εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης.

247. Το ίδιο ισχύει και για τους μηχανισμούς που προβλέπουν τα άρθρα 21 και 22 της Συμβάσεως όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας.

248. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως, που αφορά την εκκρεμοδικία, προβλέπει ότι, αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλόμενων κρατών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο και, εν συνεχεία, αν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του τελευταίου δικαστηρίου.

249. Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, η περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στην ανωτέρω περίπτωση, καθόσον κανένα δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους, εκτός εκείνου της κατοικίας του πρώτου εναγομένου, δεν έχει επιληφθεί παράλληλης διαδικασίας.

250. Επιπλέον, όπως υπενθύμισε πρόσφατα το Δικαστήριο στη σκέψη 47 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Gasser, ο ως άνω δικονομικός κανόνας «στηρίζεται σαφώς και αποκλειστικώς επί της χρονολογικής σειράς κατά την οποία επελήφθησαν της υποθέσεως τα συγκεκριμένα δικαστήρια». Επομένως, ο εν λόγω κανόνας δεν παρέχει καμία εξουσία εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αν ένα από τα επιληφθέντα δικαστήρια είναι σε καλύτερη θέση από το άλλο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς. Επομένως, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται ενίοτε, ο μηχανισμός που προβλέπει η Σύμβαση σχετικά με την εκκρεμοδικία ανταποκρίνεται σε μια ουσιωδώς διαφορετική λογική από εκείνη που συνδέεται με τη θεωρία του forum non conveniens καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η τελευταία συνεπάγεται μια εκτίμηση, κατά διακριτική εξουσία, από το επιληφθέν δικαστήριο του ζητήματος αν αλλοδαπό δικαστήριο είναι σαφώς καταλληλότερο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς.

251. Όσον αφορά το άρθρο 22 της Συμβάσεως, υπενθυμίζω ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι, όταν συναφείς αγωγές έχουν ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλόμενων κρατών και είναι εκκρεμείς σε πρώτο βαθμό, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί είτε να αναστείλει τη διαδικασία, είτε, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων και ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές.

252. Σε αντίθεση με ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 21 σχετικά με την εκκρεμοδικία, το άρθρο 22 δεν στηρίζεται αποκλειστικώς επί της χρονολογικής σειράς κατά την οποία επελήφθησαν της υποθέσεως τα συγκεκριμένα δικαστήρια. Η εν λόγω διάταξη αφήνει ορισμένο περιθώριο στην εξουσία εκτιμήσεως κάθε δικαστηρίου εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, καθόσον παρέχεται στο εν λόγω δικαστήριο η δυνατότητα να επιλέξει είτε να αναστείλει τη διαδικασία είτε να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η ως άνω επιλογή μπορεί να εξαρτάται ιδίως από το ζήτημα αν το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση για την εκδίκαση της διαφοράς που ήχθη ενώπιον του δεύτερου επιληφθέντος δικαστηρίου. Συναφώς, ο εν λόγω μηχανισμός θα μπορούσε να συγκριθεί (αλλά μόνο στην έκταση αυτή) με τον μηχανισμό που σχετίζεται με τη θεωρία του forum non conveniens.

253. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία ή να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Συμβάσεως, εφαρμόζεται μόνον στην ειδική περίπτωση κατά την οποία παράλληλες διαδικασίες έχουν κινηθεί ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν και να αποκλειστούν, κατά συνέπεια, στο μέτρο του δυνατού, οι περιπτώσεις στις οποίες απόφαση εκδοθείσα σε συμβαλλόμενο κράτος μπορεί να μην αναγνωριστεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

254. Πάντως, αν υποτεθεί ότι η διαδικασία περί επιδικάσεως αποζημιώσεως την οποία κίνησε η Αγγλίδα παραθερίστρια που υπέστη ατύχημα ανάλογο με εκείνο του Α. Owusu είναι εκκρεμής και μπορεί να θεωρηθεί συναφής προς τη διαδικασία της διαφοράς της κύριας δίκης, η ως άνω παράλληλη διαδικασία κινήθηκε στην Ιαμαϊκή, ήτοι ενώπιον των δικαστηρίων τρίτου κράτους, οπότε το άρθρο 22, κατ’ αρχήν, δεν έχει εφαρμογή.

255. Επιπλέον, ανεξαρτήτως των ανωτέρω σκέψεων ως προς την προκειμένη υπόθεση, η λογική του ως άνω μηχανισμού συντονισμού της ασκήσεως της δικαιοδοτικής λειτουργίας μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών αποδεικνύεται πολύ διαφορετική από εκείνη της θεωρίας του forum non conveniens, καθόσον η εφαρμογή της τελευταίας δεν εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από την ύπαρξη παράλληλης διαδικασίας σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε η απόφαση Spiliada (117), το επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να καθορίσει το «φυσικό δικαστήριο» της διαφοράς, ήτοι «εκείνο με το οποίο η διαφορά έχει την πλέον στενή σχέση», σύμφωνα με κριτήρια πρακτικής ή οικονομικής φύσεως, όπως είναι η διαθεσιμότητα των μαρτύρων ή σύμφωνα με κριτήρια όπως το εφαρμοστέο δίκαιο επί της επίμαχης πράξεως. Επομένως, η καταλληλότητα ή η ακαταλληλότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν εξαρτάται κατ’ ανάγκην και αποκλειστικώς από την ύπαρξη παράλληλης διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους.

256. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, όταν η διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους διαπιστώνεται βάσει του άρθρου 2 της Συμβάσεως (εφόσον η εν λόγω δικαιοδοσία δεν προσκρούει στους κανόνες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα άρθρα 16 και 17), το ως άνω δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να αποποιηθεί τη δικαιοδοσία του, εκτός των ειδικών περιπτώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 22 της εν λόγω συμβάσεως, που δεν αντιστοιχούν προς την περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης.

257. Επομένως, η ως άνω εξέταση της γενικής οικονομίας της Συμβάσεως ενισχύει την άποψη ότι η Σύμβαση απαγορεύει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία διαπιστώθηκε βάσει του άρθρου 2 της Συμβάσεως, να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια τη διεθνή δικαιοδοσία του, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς.

258.  Κατά τη γνώμη μου, η άποψη αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, βάσει του άρθρου 2 της Συμβάσεως, αφορά όχι μόνον έναν εναγόμενο που έχει την κατοικία του στο συμβαλλόμενο κράτος στο οποίο υπάγεται το ως άνω δικαστήριο, αλλά και ορισμένους εναγομένους που έχουν την κατοικία τους σε τρίτο κράτος.

259. Συγκεκριμένα, καίτοι η εφαρμογή του άρθρου 4 της Συμβάσεως, στην περίπτωση που ορισμένοι εναγόμενοι έχουν την κατοικία τους σε τρίτο κράτος, μπορεί να οδηγήσει το επιληφθέν δικαστήριο να διερωτηθεί ως προς την καταλληλότητά του να εκδικάσει τη διαφορά, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που συνδέονται με τη θεωρία του forum non conveniens, γεγονός παραμένει ότι το εν λόγω άρθρο 4 ουδόλως επιβάλλει στο εν λόγω δικαστήριο την υποχρέωση να αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία που αντλεί από το άρθρο 2 όσον αφορά τον εναγόμενο που έχει την κατοικία του στο έδαφος του συμβαλλομένου κράτους στο οποίο υπάγεται το ως άνω δικαστήριο. Εναπόκειται απλώς στο επιληφθέν δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως των διαδίκων και των διαφόρων διακυβευομένων συμφερόντων, να εκτιμήσει αν πρέπει να αποφανθεί επί του συνόλου της διαφοράς ή μόνον επί του μέρους της διαφοράς που αφορά τον εναγόμενο που έχει την κατοικία του στο εν λόγω συμβαλλόμενο κράτος.

4.      4.     Οι σκοποί και η πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως

260. Αν υποτεθεί ότι η θεωρία του forum non conveniens αποτελεί κανόνα δικονομικής φύσεως που εμπίπτει, ως εκ τούτου, μόνον στο εθνικό δίκαιο, η εφαρμογή ενός τέτοιου κανόνα δεν μπορεί να βλάψει την πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως. Αυτό υπενθύμισε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Turner σχετικά με τον μηχανισμό των «anti-suit injunctions» (118).

261. Φρονώ ότι η εφαρμογή αυτού του ενδεχόμενου δικονομικού κανόνα μπορεί να βλάψει τους σκοπούς της Συμβάσεως και, ως εκ τούτου, την πρακτική αποτελεσματικότητά της, οπότε τα δύο αυτά στοιχεία αντιτίθενται στην εφαρμογή της θεωρίας του forum non conveniens.

262. Πλείονα επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής.

263. Κατ’ αρχάς, η θεωρία του forum non conveniens, παρέχοντας τη δυνατότητα στο επιληφθέν δικαστήριο να αποποιηθεί –κατά διακριτική ευχέρεια– τη διεθνή δικαιοδοσία που αντλεί από κανόνα τον οποίο θέτει η Σύμβαση, όπως είναι αυτός του άρθρου 2, θίγει σοβαρά την προβλεψιμότητα των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας τους οποίους θέτει η Σύμβαση, και ειδικότερα του κανόνα του άρθρου 2. Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω προβλεψιμότητα των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί, αυτή καθ’ εαυτήν, να εγγυηθεί την τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου και να διασφαλίσει την ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων, σύμφωνα με τους σκοπούς που επιδιώκει η Σύμβαση. Επομένως, το να θίγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η προβλεψιμότητα των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας τους οποίους θέτει η Σύμβαση, και ειδικότερα εκείνου του άρθρου 2 (που είναι γενικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας), καταλήγει στο να πλήττεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως.

264. Επ’ αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Σύμβαση διαπνέεται σε μεγάλο βαθμό από το νομικό σύστημα του «civil law», το οποίο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προβλεψιμότητα και στο απαραβίαστο των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας. Η διάσταση αυτή είναι λιγότερο παρούσα στο σύστημα του «common law», καθόσον η εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων γίνεται αντιληπτή κατά τρόπο ευρύ και λαμβάνει χώρα κατά περίπτωση. Συναφώς, η θεωρία του forum non conveniens εντάσσεται εύκολα στο πλαίσιο του συστήματος του «common law», καθόσον παρέχει στο επιληφθέν δικαστήριο την εξουσία να εκτιμήσει κατά διακριτική ευχέρεια αν πρέπει να ασκήσει ή όχι τη δικαιοδοσία που έχει. Επομένως, καθίσταται φανερό ότι η ως άνω θεωρία δύσκολα συμβιβάζεται με το πνεύμα της Συμβάσεως.

265. Πέραν των ανωτέρω γενικών σκέψεων, πρέπει να εξεταστούν λεπτομερέστερα οι δικονομικές συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή της θεωρίας του forum non conveniens. Κατά τη γνώμη μου, οι τελευταίες δύσκολα συμβιβάζονται με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η Σύμβαση και οι οποίοι, υπενθυμίζω, αφορούν τόσο την τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου όσο και την ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων.

266. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του αγγλικού δικαίου, η εφαρμογή της ως άνω θεωρίας συνεπάγεται αναστολή της διαδικασίας, ενδεχομένως επ’ αόριστον. Η κατάσταση αυτή δεν είναι αφ’ εαυτής ικανοποιητική από απόψεως ασφαλείας δικαίου.

267. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, η θεωρία του forum non conveniens, αντί να ενισχύσει την έννομη προστασία των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων, κατατείνει μάλλον στο να αποδυναμώσει την εν λόγω προστασία. Τούτο ισχύει ιδίως για τον ενάγοντα.

268. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι εναπόκειται στον ενάγοντα που επιθυμεί την απόρριψη της περί ης πρόκειται δικονομικής ενστάσεως να αποδείξει ότι δεν θα μπορέσει να τύχει δικαστικής προστασίας στο εν λόγω αλλοδαπό δικαστήριο. Η κατάσταση αυτή δεν είναι, επίσης, ικανοποιητική, εφόσον υπάρχει ο φόβος ότι ορισμένοι εναγόμενοι θα προβάλουν την ως άνω δικονομική ένσταση με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση της προόδου των διαδικασιών που κινήθηκαν εις βάρος τους.

269. Επιπλέον, άπαξ και το επιληφθέν δικαστήριο αποφασίσει εν τέλει να δεχθεί την ένσταση του forum non conveniens, εναπόκειται πάλι στον ενάγοντα που επιθυμεί την εκ νέου έναρξη της διαδικασίας να προσκομίσει τα αναγκαία προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία. Έτσι, εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει ότι το αλλοδαπό δικαστήριο δεν έχει, εν τέλει, διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς ή ότι ο ίδιος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στο εν λόγω αλλοδαπό δικαστήριο ή ότι δεν είχε τότε πρόσβαση σε τέτοια προστασία. Το ως άνω βάρος της αποδείξεως που φέρει ο ενάγων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαιτέρως επαχθές. Συναφώς, η εφαρμογή της θεωρίας του forum non conveniens μπορεί, ως εκ τούτου, να θίξει αισθητά την προστασία των συμφερόντων του, κατά τρόπον ώστε να κατατείνει στο να αποδυναμώσει μάλλον παρά να ενισχύσει την έννομη προστασία του ενάγοντος, σε αντίθεση με τον σκοπό της Συμβάσεως.

270. Τέλος, στην περίπτωση που ο ενάγων δεν κατορθώσει να προσκομίσει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να αντιταχθεί στην αναστολή της διαδικασίας (που μπορεί να διαταχθεί επ’ αόριστον) ή προκειμένου να επαναληφθεί η ήδη ανασταλείσα διαδικασία, η μόνη δυνατότητα που θα του απέμενε, αν επιθυμούσε να κριθούν βάσιμες οι αξιώσεις του, θα ήταν να προβεί στο σύνολο των αναγκαίων ενεργειών προκειμένου να ασκήσει νέα αγωγή ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου. Είναι αυτονόητο ότι οι εν λόγω ενέργειες έχουν κόστος και μπορούν να παρατείνουν αισθητά τις δικονομικές προθεσμίες για την εκδίκαση, εν τέλει, της υποθέσεως του ενάγοντος. Εξάλλου, συναφώς, ο σχετικός με τη θεωρία του forum non conveniens μηχανισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ασυμβίβαστος με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

271. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι η ως άνω θεωρία θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως, καθόσον πλήττει τους σκοπούς της ασφαλείας δικαίου και της ενισχύσεως της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων, τους οποίους επιδιώκει η Σύμβαση χάρη στη θέσπιση υποχρεωτικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως είναι ο κανόνας του άρθρου 2.

272. Κατά τη γνώμη μου, το ως άνω συμπέρασμα είναι επίσης επιβεβλημένο όσον αφορά τους κανόνες που προβλέπει η Σύμβαση για τη διευκόλυνση, μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, αποποιούμενο τη διεθνή δικαιοδοσία που αντλεί από τους κανόνες της Συμβάσεως, και ειδικότερα από το άρθρο 2, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο για την εκδίκαση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, στερεί από τον ενάγοντα τη δυνατότητα να επωφεληθεί του απλουστευμένου μηχανισμού αναγνωρίσεως και εκτελέσεως τον οποίο προβλέπει η Σύμβαση. Επίσης, η κατάσταση αυτή αντιβαίνει στους σκοπούς της Συμβάσεως που αφορούν την τήρηση της ασφαλείας δικαίου και την ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων. Συναφώς, ο σχετικός με τη θεωρία του forum non conveniens μηχανισμός θίγει, επίσης, την πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως.

273. Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ως άνω θεωρία μπορεί να θίγει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων τους οποίους θέτει η Σύμβαση και να προσκρούει, ως εκ τούτου, σε πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

274. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο έχει εκφράσει συχνά μέριμνα για τη διασφάλιση της ισότητας και της ομοιομορφίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση, είτε έναντι των συμβαλλομένων κρατών είτε υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων.

275. Πάντως, υπενθυμίζω ότι η θεωρία του forum non conveniens γνώρισε σημαντική εξέλιξη μόνον στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία, και όχι στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη.

276. Επομένως, αν γινόταν δεκτή η εφαρμογή της ως άνω θεωρίας μόνον στα δύο αυτά συμβαλλόμενα κράτη τα οποία την αναγνωρίζουν, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να εισαχθεί διάκριση μεταξύ των πολιτών που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα, ανάλογα με το αν το συμβαλλόμενο κράτος στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο εναγόμενος αναγνωρίζει ή όχι την εν λόγω θεωρία. Μια τέτοια διάκριση θα ήταν, βεβαίως, αντίθετη προς τη νομολογιακή αρχή της ισότητας και της ομοιομορφίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Σύμβαση.

277. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι τόσο η διατύπωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως όσο και η γενική οικονομία της εν λόγω συμβάσεως, καθώς και οι σκοποί και η πρακτική αποτελεσματικότητά της, δεν επιτρέπουν σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους –του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία διαπιστώθηκε βάσει του άρθρου 2 της εν λόγω συμβάσεως– να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια την ως άνω δικαιοδοσία, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, όταν το τελευταίο δικαστήριο δεν έχει καθοριστεί από καμία συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας, δεν έχει επιληφθεί προηγουμένως καμίας αγωγής δυναμένης να δημιουργήσει εκκρεμοδικία ή συνάφεια και όταν τα συνδετικά στοιχεία της εν λόγω διαφοράς με το ως άνω μη συμβαλλόμενο κράτος είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 16 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

278. Πρέπει να προστεθεί ότι ο κανονισμός 44/2001 επιβεβαιώνει σαφώς την άποψη αυτή. Συγκεκριμένα, η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι «[ο]ι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα» (η υπογράμμιση δική μου).

279. Οι ως άνω σκέψεις αποκλείουν, εμμέσως πλην σαφώς, τη δυνατότητα του επιληφθέντος σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συμβάσεως δικαστηρίου να αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία του με το σκεπτικό ότι, δυνάμει της θεωρίας του forum non conveniens, δικαστήριο άλλου κράτους είναι σε καλύτερη θέση να εκδικάσει τη διαφορά (119). Κατά τη γνώμη μου, το ως άνω συμπέρασμα επιβάλλεται όχι μόνον όταν το δικαστήριο που έχει συντρέχουσα δικαιοδοσία βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του εναγομένου. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται και όταν το δικαστήριο που έχει συντρέχουσα δικαιοδοσία βρίσκεται σε τρίτο κράτος.

280. Κατά συνέπεια, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών απαγορεύει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους –του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία διαπιστώθηκε βάσει του άρθρου 2 της εν λόγω συμβάσεως– να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια την ως άνω δικαιοδοσία, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, όταν το τελευταίο δικαστήριο δεν έχει καθοριστεί από καμία συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας, δεν έχει επιληφθεί προηγουμένως καμίας αγωγής δυναμένης να δημιουργήσει εκκρεμοδικία ή συνάφεια και όταν τα συνδετικά στοιχεία της εν λόγω διαφοράς με το ως άνω μη συμβαλλόμενο κράτος είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 16 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

V –    Πρόταση

281. Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) ως εξής:

«1)      Το άρθρο 2 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή ακόμη και όταν ο ενάγων και ο εναγόμενος έχουν την κατοικία τους στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος και η μεταξύ αυτών διαφορά, ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω συμβαλλομένου κράτους, έχει ορισμένα συνδετικά στοιχεία με τρίτο κράτος, και όχι με άλλο συμβαλλόμενο κράτος, κατά τρόπον ώστε το μόνο ζήτημα κατανομής αρμοδιοτήτων που μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της ως άνω διαφοράς ανακύπτει μόνον στις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων συμβαλλομένου κράτους και εκείνων τρίτου κράτους, και όχι στις σχέσεις μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών.

2)      Η Σύμβαση των Βρυξελλών απαγορεύει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους – του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία διαπιστώθηκε βάσει του άρθρου 2 της εν λόγω συμβάσεως – να αποποιηθεί κατά διακριτική ευχέρεια την ως άνω δικαιοδοσία, με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, όταν το τελευταίο δικαστήριο δεν έχει καθοριστεί από καμία συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας, δεν έχει επιληφθεί προηγουμένως καμίας αγωγής δυναμένης να δημιουργήσει εκκρεμοδικία ή συνάφεια και όταν τα συνδετικά στοιχεία της εν λόγω διαφοράς με το ως άνω μη συμβαλλόμενο κράτος είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 16 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 388, σ. 1), με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (ΕΕ 1997, C 15, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών ή Σύμβαση). Η παγιωμένη μορφή της εν λόγω Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με τις τέσσερις ανωτέρω συμβάσεις προσχωρήσεως, έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ 1998, C 27, σ. 1.


3 – Πρόκειται για την υπόθεση C-314/92, Ladenimor (διάταξη διαγραφής της 21ης Φεβρουαρίου 1994). Δεδομένου ότι η εν λόγω υπόθεση μνημονεύεται πολύ συχνά με το όνομα «Harrods», θα τη μνημονεύω με το όνομα αυτό.


4 – Γνωμοδότηση 1/03. Η Σύμβαση του Λουγκάνο της 16ης Σεπτεμβρίου 1988 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αποτελεί μια αποκαλούμενη «παράλληλη» σύμβαση με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, καθόσον το περιεχόμενό της είναι σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Η Σύμβαση του Λουγκάνο δεσμεύει όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας (τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως των Βρυξελλών) καθώς και τη Δημοκρατία της Ισλανδίας, το Βασίλειο της Νορβηγίας, την Ελβετική Συνομοσπονδία και τη Δημοκρατία της Πολωνίας. Η εν λόγω σύμβαση πρέπει να αναθεωρηθεί προκειμένου να ευθυγραμμιστεί το περιεχόμενό της με εκείνο του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12, σ. 1), ο οποίος, όπως θα δούμε κατωτέρω, αντικατέστησε πρόσφατα τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Η αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως της οποίας έχει επιληφθεί το Δικαστήριο αποσκοπεί στο να καθοριστεί αν η σύναψη του σχεδίου αναθεωρημένης συμβάσεως εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας ή σε συντρέχουσα αρμοδιότητα της Κοινότητας και των κρατών μελών. Το ως άνω ζήτημα καθιστά αναγκαία, ιδίως, την εξέταση του κατά ποσό το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής του σχεδίου συμβάσεως καλύπτει εκείνο του εν λόγω κανονισμού. Το εν λόγω ζήτημα δεν είναι άσχετο με εκείνο που αφορά το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, εφόσον ο κανονισμός που αντικατέστησε τη σύμβαση αυτή επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν τις διατάξεις της.


5 – Απόφαση της 27ης Απριλίου 2004, C-159/02 (Συλλογή 2004, σ. Ι-3565).


6 – Βλ. σημείο 35.


7 – Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη, εφόσον είναι αναγκαίο, διεξάγουν μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, για να εξασφαλίσουν προς όφελος των υπηκόων τους […] την απλούστευση των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών […] αποφάσεων».


8 – Οι ως άνω ενδοτικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας εφαρμόζονται, ιδίως, ως προς διαφορές εκ συμβάσεως (άρθρο 5, παράγραφος 1: συντρέχουσα αρμοδιότητα του δικαστηρίου του τόπου εκπληρώσεως της παροχής), ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας (άρθρο 5, παράγραφος 3: συντρέχουσα αρμοδιότητα του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός), ως προς διαφορές εκ συμβάσεων που συνάπτονται από καταναλωτές (άρθρο 14, πρώτο εδάφιο: συντρέχουσα αρμοδιότητα των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο καταναλωτής), καθώς και στην περίπτωση που υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι (άρθρο 6, παράγραφος 1: συντρέχουσα αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κατοικίας ενός από τους εναγομένους).


9 – Οι εν λόγω κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας εφαρμόζονται, ειδικότερα, σε υποθέσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων [άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο α΄: αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου], καθώς και σε περιπτώσεις ρητής παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρο 17: αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων που υποδεικνύονται από τα μέρη στο πλαίσιο συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας, υπό την επιφύλαξη, ιδίως, της τηρήσεως των κανόνων αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στο άρθρο 16).


10 – Το άρθρο 18 της Συμβάσεως των Βρυξελλών απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στο δικαστήριο του συμβαλλομένου κράτους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, μολονότι δεν κατοικεί στο εν λόγω κράτος, εκτός αν η παράσταση αυτή έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 16 της εν λόγω συμβάσεως. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται λόγος για σιωπηρή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας.


11 – Καίτοι ο κανονισμός 44/2001 δεν είναι εφαρμοστέος επί της διαφοράς της κύριας δίκης, επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κανονισμός προσέθεσε, στο άρθρο του 4, μια συμπληρωματική επιφύλαξη όσον αφορά τους υπέρμετρους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορούν τη βούληση των μερών.


12 – Η ειδική αυτή κατάσταση απορρέει από το πρωτόκολλο για την κατάσταση του Βασιλείου της Δανίας, που προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΕΚ. Επομένως, ο κανονισμός 44/2001 δεν είναι εφαρμοστέος στη Δανία, αλλά η Σύμβαση των Βρυξελλών εξακολουθεί να εφαρμόζεται μεταξύ του ως άνω κράτους μέλους και των λοιπών κρατών μελών που δεσμεύονται από τον κανονισμό. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία έτυχαν παρεμφερούς μεταχειρίσεως μέσω ενός πρωτοκόλλου που αφορούσε τις εν λόγω χώρες, το οποίο είχε επίσης προσαρτηθεί στις Συνθήκες ΕΕ και ΕΚ. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στην έκδοση και την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001, οπότε ο εν λόγω κανονισμός είναι εφαρμοστέος στις χώρες αυτές.


13 – Στο εξής: απόφαση Spiliada (1987, AC 460). Οι αρχές που διατυπώνονται στην εν λόγω απόφαση φαίνεται ότι αντιστοιχούν σε εκείνες που ακολουθούνται στην Ιαμαϊκή. Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, τις παρατηρήσεις του Ν. Jackson, πρώτου εναγομένου στη διαφορά της κύριας δίκης (σημείο 25).


14 – Βλ. σ. 476 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Spiliada.


15 – Ibidem, σ. 474. Συναφώς, ο μηχανισμός του forum non conveniens, που εφαρμόζεται σε αγωγή στρεφόμενη κατά εναγομένου που βρίσκεται στην Αγγλία (ο οποίος αφορά, στο αγγλικό δίκαιο, έναν κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που καλείται «συνήθης»), μπορεί να συγκριθεί με αυτόν του forum conveniens. Σύμφωνα με τον τελευταίο αυτό μηχανισμό, όταν αγωγή στρέφεται κατά εναγομένου που δεν βρίσκεται στην Αγγλία (ο οποίος αφορά, στο αγγλικό δίκαιο, έναν κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που καλείται «εξαιρετικός»), το αγγλικό δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την κοινοποίηση στην αλλοδαπή του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, εφόσον το αλλοδαπό δικαστήριο αποτελεί το forum conveniens, κατά τρόπο ώστε η επίμαχη διαδικασία να μην μπορεί να κινηθεί στη Αγγλία. Επ’ αυτού, βλ. σ. 480 έως 482.


16 – Βλ. σ. 477 (στοιχείο γ΄) της προπαρατεθείσας αποφάσεως Spiliada.


17 – Ibidem, σ. 477 και 478 (στοιχείο δ΄).


18 – Έχει σημασία να υπομνησθεί ότι, στις χώρες του «common law», αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην εξέταση των μαρτύρων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των πραγματογνωμόνων.


19 – Βλ. σ. 478 (στοιχείο δ΄) της προπαρατεθείσας αποφάσεως Spiliada.


20  – Ibidem, σ. 482.


21 – Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε από το House of Lords σε απόφαση μεταγενέστερη της αποφάσεως Spiliada, και ειδικότερα στην απόφαση Lubbe v. Cape plc (2000, 1 WLR, 1545, HL) (στο εξής: απόφαση Lubbe).


22 – Idem.


23 – Βλ. σ. 482 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Spiliada.


24 – Βλ, υπ’ αυτήν την έννοια, τη νομολογία του House of Lords που παραθέτει ο Α. Nuyts, L’exception de forum non conveniens (étude de droit international privé comparé), thèse ULB, 2001-2002, τόμος II, σημείο 218. Βλ., ειδικότερα, τις αποφάσεις Cornelly v. RTZ Corporation plc (1998, AC 854, σ. 873 και 874), και Lubbe, προπαρατεθείσα.


25 – Βλ. Α. Nuyts, όπ.π., σημείο 202.


26 – Στο αγγλικό δίκαιο, από της μεταρρυθμίσεως των κανόνων της πολιτικής δικονομίας το 1998, η ένσταση του forum non conveniens πρέπει να προβάλλεται in limine litis, ήτοι πριν από την προβολή οποιουδήποτε αμυντικού ισχυρισμού επί της ουσίας, και όχι σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Επ’ αυτού, βλ. Α. Nuyts, όπ.π., σημείο 204.


27 – Βλ. Α. Nuyts, όπ.π., σημείο 208.


28 – Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Berisford plc v. New Hampshire Insurance Co. (1990, 2 QB 631), και Arkwright Mutual Insurance Co. v. Bryanston Insurance Co. Ltd (1990, 2 QB 649). Στις ως άνω αποφάσεις, το High Court απεφάνθη ότι η εφαρμογή του μηχανισμού του forum non conveniens είναι αντίθετη προς τον επιτακτικό χαρακτήρα του άρθρου 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών και θίγει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας στα συμβαλλόμενα κράτη.


29 – Στο εξής: απόφαση Harrods (1992, Ch. 72, CA). Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, μιας εταιρίας του αγγλικού δικαίου, που είχε την έδρα της στην Αγγλία, αλλά ασκούσε το σύνολο των δραστηριοτήτων της στην Αργεντινή όπου βρίσκονταν τα όργανα διοικήσεως και ελέγχου της εν λόγω εταιρίας (εταιρία Harrods Buenos Aires) καθώς και του πλειοψηφούντος μετόχου της (ελβετική εταιρία Intercomfinanz) και, αφετέρου, του μειοψηφούντος μετόχου της (ελβετική εταιρία Ladenimor), σχετικά με διαφορά που αφορούσε τη διαχείριση της εν λόγω αγγλικής εταιρίας.


30 – Ibidem, σ. 96 και 103.


31 – Ibidem, σ. 97 και 98.


32  – Ibidem, σ. 97.


33 – Ibidem, σ. 103 (στοιχείο δ΄).


34 – Επ’ αυτού, τα προδικαστικά ερωτήματα είχαν διατυπωθεί ως εξής:


«1) Εφαρμόζεται η Σύμβαση του 1968 για τη ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενός συμβαλλομένου κράτους στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει σύγκρουση δικαιοδοσίας με δικαστήρια άλλων συμβαλλομένων κρατών;


2) α) Σε περίπτωση κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία βασίζεται στο άρθρο 2 της Συμβάσεως του 1968, είναι ασυμβίβαστη με τη Σύμβαση αυτή η άσκηση εκ μέρους δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους της διακριτικής εξουσίας που του παρέχει το εθνικό του δίκαιο και η συνακόλουθη απόφασή του να παραιτηθεί, υπέρ των δικαστηρίων μη συμβαλλομένου κράτους, της εκδικάσεως αγωγής κατά προσώπου που έχει την κατοικία του στο πρώτο αυτό κράτος, όταν κατά τη Σύμβαση του 1968 δεν τίθεται ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας άλλου συμβαλλομένου κράτους;


β) Αν υπάρχει ασυμβίβαστο, το ασυμβίβαστο συντρέχει σε όλες τις περιπτώσεις ή μόνο σε ορισμένες και, αν συντρέχει μόνο σε ορισμένες, σε ποιες;


3) α) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2: Συμβιβάζεται παρ’ όλα αυτά με τη Σύμβαση του 1968 η άσκηση εκ μέρους δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους της διακριτικής εξουσίας που του παρέχει το εθνικό του δίκαιο και η συνακόλουθη απόφασή του να παραιτηθεί, υπέρ των δικαστηρίων μη συμβαλλομένου κράτους, της εκδικάσεως της αγωγής αυτής, όσον αφορά ομόδικο του εναγομένου που δεν έχει κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος;


β) Επηρεάζει την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα 3 το γεγονός ότι η απόφαση μη εκδικάσεως της αγωγής κατά του ομοδίκου του εναγομένου συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής που ασκήθηκε κατά του εναγομένου που έχει την κατοικία του στο οικείο κράτος;»


35 – Βλ. υποσημείωση 21.


36 – Βλ. σημείο 28 των ανά χείρας προτάσεων.


37 – Βλ., ιδίως, Α. Nuyts, όπ.π. (σημείο 181), και R. Fentiman, «Ousting Jurisdiction in the European Judicial Area», CambridgeYearbookofEuropeanLegalStudies, 2000, σ. 109, και StaysandtheEuropeanConventions: End-Game?, CLJ 10, 2001, σ. 11.


38 – Στο εξής: πρώτος εναγόμενος.


39 – Στο εξής: τρίτη εναγομένη.


40 – Στο εξής: τέταρτη εναγομένη.


41 – Στο εξής: έκτη εναγομένη.


42 – C-412/98, Συλλογή 2000, σ. I‑5925.


43 – Επ’ αυτού, ο δικαστής Bentley QC παραπέμπει, ειδικότερα, στις σκέψεις 59 έως 61 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Group Josi.


44 – Βλ. σημεία 35 έως 39 των ανά χείρας προτάσεων.


45 – Συγκεκριμένα, τούτο προκύπτει από το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.


46 – Βλ. σκέψη 47 της διατάξεως περί παραπομπής.


47 – Βλ. σκέψεις 33 έως 35 της διατάξεως περί παραπομπής.


48 – Βλ. σημεία 47 και 48, καθώς και σημεία 82 έως 88 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.


49 – Βλ. σημείο 32 των γραπτών παρατηρήσεών του.


50 – Τούτο φαίνεται να προκύπτει από τις σκέψεις 44 και 45 της διατάξεως περί παραπομπής καθώς και από τις σκέψεις 48 (παράγραφος 5), 55 και 56, που αναφέρονται στα επιχειρήματα των διαδίκων της κύριας δίκης, ως προς τα οποία πρέπει να υπομνησθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά αντιστοιχούν ευρέως προς εκείνα τα οποία αναπτύχθηκαν στην υπόθεση Harrods και ως προς τα οποία το Court of Appeal έχει ήδη αποφανθεί.


51 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I‑4921, σκέψη 59)· της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 38)· της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-390/99, Canal Satélite Digital (Συλλογή 2002, σ. I‑607, σκέψη 18)· της 21ης Μαρτίου 2002, C-451/99, Cura Anlagen (Συλλογή 2002, σ. I‑3193, σκέψη 16), και της 30ής Μαρτίου 2004, C-147/02, Alabaster (Συλλογή 2004, σ. Ι-3101, σκέψη 54).


52 – ΕΕ 1986, C 298, σ. 29.


53 – Βλ. σ. 36 της εκθέσεως.


54 – Συλλογή τόμος 1976, σ. 533, σκέψη 9.


55 – Συλλογή 1990, σ. I‑1845, σκέψη 17.


56 – Βλ. σημεία 99 και 100 καθώς και 126 έως 131 των ανά χείρας προτάσεων.


57 – Για την άποψη αυτή της αγγλικής νομικής θεωρίας, βλ. L. Collins, 1990, 106 LQR, σ. 538 και 539, όπου παραπέμπει το Court of Appeal στην απόφαση Harrods (σ. 103), και Ρ. Kaye, Civil jurisdiction and enforcement of foreign judgments, Professional Books Limited, 1987, σ. 216 έως 225.


58 – Βλ. G. Droz, Compétence judiciaire et effets des jugements dans le marché commun (Étude de la convention de Bruxelles du 27 septembre 1968), 1972, σ. 23 έως 25.


59 – Βλ., μεταξύ άλλων, για τη βελγική νομική θεωρία, F. Rigaux και Μ. Fallon, Droit international privé, Maison Larcier, 2η ενημερωμένη έκδοση, 1993, τόμος II, Droit positif belge, σ. 173· Μ. Weser, Convention communautaire sur la compétence judiciaire et l’exécution des décisions, CIDC, και Α. Pédone, 1975, σ. 215 έως 217· για τη γερμανική νομική θεωρία, R. Geimer και R. Schütze, Internationale Urteilsanerkennung, C. H. Beck’Sche Verlagsbuchhandlung, 1983, Band I, 1. Halbband, σ. 220 έως 222· R. Geimer, «The right of access to the Courts under the Brussels convention», Civil Jurisdiction and Judgments in Europe, Proceedings of the Colloquium on the Interpretation of the Brussels Convention by the Court of Justice considered in the context of the European Judicial Area, Luxembourg, 11 and 12 march 1991, Butterworths, 1992, σ. 39 και 40 (ως προς την απόφαση Harrods του Court of Appeal)· για την ολλανδική νομική θεωρία, Η. Duintjer Tebbens, «The english Court of Appeal in re Harrods: An unwelcome Interpretation of the Brussels Convention», Law and Reality: Essays on National and International Procedural Law in Honour of Cornelis Carel Albert Voskuil, Martinus Nijhoff Publishers, 1992, σ. 47 επ.


60 – Κατά τον G. Droz το ίδιο ισχύει όσον αφορά τους κανόνες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στο άρθρο 16 της Συμβάσεως.


61 – Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη στη θεωρία, τούτο πρέπει να ισχύει ακόμη και όταν το επιλεγέν δικαστήριο βρίσκεται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος από αυτό της κατοικίας των διαδίκων. Συγκεκριμένα, οι συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας γενικά δεν αντιμετωπίζονται ευνοϊκά στο εσωτερικό δίκαιο, οπότε η αποδοχή τους, σύμφωνα με το άρθρο 17 της Συμβάσεως, θα έπρεπε να περιορίζεται σε έννομες σχέσεις που έχουν εγγενή διεθνή χαρακτήρα, ανεξαρτήτως του τόπου όπου βρίσκεται το επιλεγέν δικαστήριο. Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Η. Gaudemet-Tallon, Compétence et exécution des jugements en Europe, LGDJ, 3η έκδοση, 2002, σ. 97, όπου περιέχονται διάφορες παραπομπές στη βιβλιογραφία.


62 – Βλ., ιδίως, J. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht– Kommentar zu EuGvO und Lugano-Übereinkommen, Verlag Recht und Wirtschaft GmbH, 2002, σ. 106.


63 – Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 της Συμβάσεως δεν αποκλείεται λόγω του ότι ο ενάγων έχει την κατοικία του στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος με τον πρώτο εναγόμενο και λόγω του ότι η διαφορά της κύριας δίκης εντάσσεται στο πλαίσιο σχέσεως μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και ενός τρίτου κράτους. Η Επιτροπή δεν έλαβε ακριβώς θέση επί του ζητήματος αν η εφαρμογή του άρθρου 2 απαιτεί ή όχι να έχει η διαφορά διεθνή χαρακτήρα και, αν ναι, αν αρκεί το γεγονός ότι το απαιτούμενο στοιχείο αλλοδαπότητας βρίσκεται σε τρίτο κράτος. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως της γνωμοδοτήσεως 1/03 σχετικά με τη μέλλουσα, κατόπιν αναθεωρήσεως, Σύμβαση του Λουγκάνο, η Επιτροπή ισχυρίστηκε (στο σημείο 170 των γραπτών παρατηρήσεών της) ότι κάθε διαφορά που άγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους και έχει συνδετικό στοιχείο με άλλο κράτος, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για κράτος μέλος ή όχι, καλύπτεται από τον κανονισμό 44/2001. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι ο εν λόγω κανονισμός αφήνει μόνον τις αμιγώς εσωτερικές διαφορές (στις περιπτώσεις που όλα τα συνδετικά στοιχεία βρίσκονται στο ίδιο κράτος) εκτός του πεδίου εφαρμογής του.


64 – Βλ. σκέψη 30.


65 – Ibidem, σκέψη 57.


66 – Ibidem, σκέψη 58 (η υπογράμμιση δική μου).


67 – Ibidem, σκέψη 59.


68 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1992, C-26/91, Handte (Συλλογή 1992, σ. I‑3967, σκέψη 14)· της 19ης Ιανουαρίου 1993, C-89/91, Shearson Lehman Hutton (Συλλογή 1993, σ. I‑139, σκέψεις 15 και 16)· της 3ης Ιουλίου 1997, C-269/95, Benincasa (Συλλογή 1997, σ. I‑3767, σκέψη 13)· της 27ης Οκτωβρίου 1998, C-51/97, Réunion européenne κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I‑6511, σκέψη 16)· Group Josi, προπαρατεθείσα (σκέψεις 36 έως 40), και, πιο πρόσφατα, της 10ης Ιουνίου 2004, C-168/02, Kronhofer (Συλλογή 2004, σ. Ι-6009, σκέψεις 12 και 13).


69 – Βλ., μεταξύ άλλων, σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 1, ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1980, 56/79, Zelger (Συλλογή τόμος 1980, μέρος Ι, σ. 57, σκέψη 3)· σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 3, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, 21/76, Bier, καλούμενη «Mines de potasse d’Alsace» (Συλλογή τόμος 1976, σ. 614, σκέψη 11)· σχετικά με το άρθρο 6, σημείο 1, στην περίπτωση υπάρξεως πολλών εναγομένων, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 189/87, Καλφέλης (Συλλογή 1988, σ. 5565, σκέψη 11), και, σχετικά με το άρθρο 6, σημείο 2, στην περίπτωση προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή ή άλλης προσεπικλήσεως, απόφαση Hagen, προπαρατεθείσα (σκέψη 11).


70 – Τούτο ισχύει για τον δικαιούχο διατροφής, που θεωρείται ότι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση (άρθρο 5, σημείο 2), καθώς και για τον καταναλωτή (άρθρα 13 και 14) ή για τον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή (άρθρα 8, 9 και 10), μέρη μιας συμβάσεως τα οποία θεωρούνται ότι είναι ασθενέστερα από οικονομικής απόψεως και διαθέτουν μικρότερη εμπειρία από νομικής απόψεως απ’ ό,τι ο αντισυμβαλλόμενός τους, που είναι επαγγελματίας. Ως προς τον επιδιωκόμενο από τα άρθρα 13 και 14 της Συμβάσεως σκοπό, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-96/00, Gabriel (Συλλογή 2002, σ. I‑6367, σκέψη 39).


71 – Αυτό επεσήμανε το Δικαστήριο ως προς το άρθρο 13, δεύτερο εδάφιο, στην απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C-318/93, Brenner και Noller (Συλλογή 1994, σ. I‑4275, σκέψη 18).


72 – Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση Group Josi, προπαρατεθείσα (σκέψη 46).


73 – Idem.


74 – Βλ., ιδίως, H. Gaudemet-Tallon, όπ.π. στην υποσημείωση 61, σ. 71.


75 – Το ζήτημα αυτό παραμένει ανοικτό. Όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 70, δεν θα εξετάσω περαιτέρω το εν λόγω ζήτημα, καθόσον οι περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης δεν επιβάλλουν την εξέτασή του.


76  – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1991, C-351/89, Overseas Union Insurance κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-3317, σκέψη 16), και της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-116/02, Gasser (Συλλογή 2003, σ. Ι-14693, σκέψη 41).


77 – Βλ. αποφάσεις Gasser και Turner, προπαρατεθείσες (σκέψη 24).


78  – C-129/92 (Συλλογή 1994, σ. Ι-117, σκέψη 25).


79 – Ibidem, σκέψη 37.


80 – Βλ. σκέψη 14.


81 – Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 11ης Ιουνίου 1985, 49/84, Debaecker και Plouvier (Συλλογή 1985, σ. 1779), σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως στο πλαίσιο της αναγνωρίσεως στις Κάτω Χώρες αποφάσεως εκδοθείσας από βελγικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ διαδίκων που είχαν την κατοικία τους στο Βέλγιο σχετικά με μίσθωση ακινήτου το οποίο επίσης βρισκόταν στο Βέλγιο.


82 – Επ’ αυτού, βλ. F. Juenger, La Convention de Bruxelles du 27 septembre 1968 et la courtoisie internationale– Réflexions d’un Américain, RC, 1983, σ. 37.


83 – «Les frontières extérieures de l’espace judiciaire européen: quelques repères», E Pluribus Unum – Liber Amicorum Georges A. L. Droz, Martinus Nijhoff Publishers, 1996, σ. 85, και ιδίως σ. 103 και 104.


84 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 1982, 38/81, Effer (Συλλογή 1982, σ. 825, σκέψη 6)· της 13ης Ιουλίου 1993, C-125/92, Mulox IBC (Συλλογή 1993, σ. I-4075, σκέψη 11)· Benincasa, προπαρατεθείσα (σκέψη 26)· της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-334/00, Tacconi (Συλλογή 2002, σ. I-7357, σκέψη 20)· της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C 18/02, DFDS Torline (Συλλογή 2004, σ. Ι-1417, σκέψη 36), και Kronhofer, προπαρατεθείσα (σκέψη 20).


85  – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 1994, C-288/92, Custom Made Commercial (Συλλογή 1994, σ. I-2913, σκέψη 15), και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C 256/00, Besix (Συλλογή 2002, σ. I-1699, σκέψη 25).


86 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Effer (σκέψη 6), Owens Bank (σκέψη 32), Custom Made Commercial (σκέψη 18), Besix (σκέψεις 24 έως 26), προπαρατεθείσες, καθώς και αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, C-440/97, GIE Groupe Concorde κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-6307, σκέψη 23), και της 6ης Ιουνίου 2002, C-80/00, Italian Leather (Συλλογή 2002, σ. I-4995, σκέψη 51).


87 – Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις Handte (σκέψη 14) και Group Josi (σκέψη 35).


88 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 21ης Μαΐου 1980, 125/79, Denilauler (Συλλογή τόμος 1980, μέρος ΙΙ, σ. 149, σκέψη 13).


89 – Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις Handte (σκέψη 14) και Group Josi (σκέψη 36).


90 – Σκέψη 48 της διατάξεως περί παραπομπής.


91 – Σημείο 21 των γραπτών παρατηρήσεων της Βρετανικής Κυβερνήσεως.


92 – Βλ. Ν. Quoc Dinh, Ρ. Daillier και Α. Pellet, Droit international public, 6η έκδοση πλήρως αναθεωρημένη, 1999, LGDJ, σ. 239 επ.


93 – Βλ. Ν. Quoc Dinh, Ρ. Daillier και Α. Pellet, όπ.π., σ. 249. Μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, η Σύμβαση των Βρυξελλών της 29ης Νοεμβρίου 1969 για την παρέμβαση στην ανοικτή θάλασσα σε περίπτωση ατυχήματος που προκαλεί ή δύναται να προκαλέσει ρύπανση από υδρογονάνθρακες. Τα συμβαλλόμενα στην εν λόγω σύμβαση κράτη επιφυλάσσονται του δικαιώματός τους να παρεμβαίνουν στην ανοικτή θάλασσα κατά μήκος των ακτών τους ακόμη και έναντι σκαφών που φέρουν σημαία τρίτων κρατών.


94 – ΕΕ 1998, C 27, σ. 34.


95 – Επ’ αυτού, βλ. την έκθεση που εκπόνησαν από κοινού οι Μ. Giuliano και Ρ. Lagarde σχετικά με τη Σύμβαση της Ρώμης (ΕΕ 1987, C 199, σ. 1). Βλ., ιδίως, το σημείο 8 των εισαγωγικών παρατηρήσεων, καθώς και το σχόλιο επί των άρθρων 1, παράγραφος 1, και 2 της εν λόγω συμβάσεως.


96 – Επ’ αυτού, βλ. το σχόλιο επί του άρθρου 2 της Συμβάσεως της Ρώμης, που περιέχεται στην προαναφερθείσα έκθεση, καθώς και J.-M. Jacquet, «Aperçu de la convention de Rome», L’européanisation du droit international privé, Académie de droit européen de Trèves, 1996, σ. 21.


97  – C-398/92, Συλλογή 1994, σ. Ι-467, σκέψη 11 (η υπογράμμιση δική μου).


98  – Βλ. σκέψη 12. Βλ. επίσης, υπ’ αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Tessili (σκέψη 9).


99  – Βλ. σημείο 8.


100 – Βλ. σημείο 24 των γραπτών παρατηρήσεών της.


101  – Συλλογή 2003, σ. I‑4989, σκέψη 41. Βλ. επίσης υπ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 1987, 98/86, Mathot (Συλλογή 1987, σ. 809, σκέψη 11)· της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C‑241/89, SARPP (Συλλογή 1990, σ. I‑4695, σκέψη16), ως προς την οδηγία 79/112/EΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ 33), και της 25ης Απριλίου 1996, C‑87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I‑2043, σκέψεις 30 έως 33), ως προς την οδηγία 90/531/EΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ L 297, σ. 1). Επ’ αυτού, βλ. Μ. Fallon, «Les conflits de lois et de juridictions dans un espace économique intégré – L’expérience de la Communauté européenne», Recueil des cours, Académie de droit international, Martinus Nijhoff Publishers, 1996, σ. 49, 182 και 183.


102  – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (σκέψη 41).


103  – Πρόκειται για την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31).


104  – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (σκέψη 42).


105  – Idem.


106  – C-101/01 (Συλλογή 2003, σ. Ι-12971, σκέψεις 40 και 41).


107  – Υπ’ αυτήν την έννοια, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-70/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2004, σ. Ι-7999, σκέψη 30), σχετικά με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29).


108  – Επ’ αυτού, βλ. J. Aussant, R. Fornasier, J.-V. Louis, J.-C. Seché και S. Van Raepenbusch, Commentaire J. Mégret – Le droit de la CEE, vol. 3, Université de Bruxelles, 2η έκδοση, σ. 113 επ., καθώς και Μ. Fallon, όπ.π., σ. 43 επ. (ιδίως σ. 45 και 46).


109  – Idem. Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, 36/74, Walrave και Koch (Συλλογή τόμος 1974, σ. 563, σκέψεις 26 έως 28) και της 12ης Ιουλίου 1984, 237/83, Prodest (Συλλογή 1984, σ. 3153, σκέψη 6), σχετικά, γενικώς, με τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας και, ειδικότερα, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).


110  – Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1986, 300/84, van Roosmalen (Συλλογή 1986, σ. 3097, σκέψεις 30 και 31), και της 9ης Ιουλίου 1987, 82/86 και 103/86, Laborero και Sabato (Συλλογή 1987, σ. 3401, σκέψεις 25 έως 28).


111  – Η υπογράμμιση δική μου.


112  – Φαίνεται ότι η ως άνω θεωρία εφαρμόζεται, επίσης, στις Κάτω Χώρες, αλλά σε πολύ πιο περιορισμένη έκταση.


113  – Έτσι, από το 1972, ο G. Droz ισχυρίστηκε σθεναρά ότι η θεωρία αυτή δεν είχε καμία θέση στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, συνάγοντας ότι «είναι προτιμότερο να καταπνιγεί εν τη γενέσει της αυτή η πηγή ερίδων», G. Droz, Droits de la demande dans les relations privées internationales, TCFDIP, 1993-1995, σ. 97.


114  – ΕΕ 1986, C 298, σ. 99, σημεία 77 και 78.


115  – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 1967, 19/67, van der Vecht (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 617)· της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 18)· της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I‑4411, σκέψη 15), και της 29ης Απριλίου 2004, C-371/02, Björnekulla Fruktindustrier (Συλλογή 2004, σ. Ι-5791, σκέψη 16).


116 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1977, 9/77 και 10/77, Bavaria Fluggesellschaft και Germanair κατά Bedarfsluftfahrt (Συλλογή τόμος 1977, σ. 457, σκέψη 4)· της 22ας Νοεμβρίου 1978, 33/78, Somafer (Συλλογή τόμος 1978, σ. 653, σκέψη 8), και της 15ης Νοεμβρίου 1983, 288/82, Duijnstee (Συλλογή 1983, σ. 3663, σκέψη 13).


117  – Βλ. σημείο 27 των ανά χείρας προτάσεων.


118  – Βλ. σκέψη 29, στην προέκταση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Hagen (σκέψη 20).


119 – Βλ. υπ’ αυτήν την έννοια, H. Gaudemet-Tallon, όπ.π. υποσημείωση 61, σ. 57 επ.