Υπόθεση C‑354/13

Fag og Arbejde (FOA)

κατά

Kommunernes Landsforening (KL)

(αίτηση του Retten i Kolding για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Απόλυση — Λόγος — Παχυσαρκία του εργαζομένου — Γενική αρχή περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω παχυσαρκίας — Δεν υφίσταται — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Απαγόρευση κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω αναπηρίας — Ύπαρξη “αναπηρίας”»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 18ης Δεκεμβρίου 2014

1.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση των διακρίσεων — Έκταση — Δυσμενής διάκριση λόγω παχυσαρκίας — Δεν εμπίπτει — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Πεδίο εφαρμογής — Απόλυση η οποία υποτίθεται ότι οφείλεται στην παχυσαρκία — Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 10 ΣΛΕΕ και 19 ΣΛΕΕ· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

2.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω αναπηρίας — Έννοια της αναπηρίας — Παχυσαρκία εργαζομένου ο οποίος επί μακρό χρονικό διάστημα δεν μπορεί ή μπορεί σε περιορισμένο μόνο βαθμό να εκτελέσει την εργασία του — Εμπίπτει

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 16 και άρθρα 1 και 5)

1.        Το δίκαιο της Ένωσης δεν κατοχυρώνει γενική αρχή περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω αυτής καθαυτήν της παχυσαρκίας, σε ό,τι αφορά την απασχόληση και την εργασία.

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι καμία διάταξη των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ δεν περιέχει απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω αυτής καθαυτήν της παχυσαρκίας. Ειδικότερα, ούτε το άρθρο 10 ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 19 ΣΛΕΕ αναφέρονται στην παχυσαρκία.

Εξάλλου, αρχή περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω παχυσαρκίας σε ό,τι αφορά την απασχόληση και την εργασία δεν κατοχυρώνεται ούτε στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, δεν αναφέρεται στην παχυσαρκία ως λόγο δυσμενούς διακρίσεως. Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 δεν πρέπει όμως να επεκτείνεται κατ’ αναλογίαν πέραν των περιπτώσεων δυσμενούς διακρίσεως για τους λόγους που εξαντλητικώς απαριθμούνται στο άρθρο 1 αυτής. Κατά συνέπεια, αυτή καθαυτήν η παχυσαρκία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιπλέον λόγος που προστίθεται σε εκείνους για τους οποίους η οδηγία 2000/78 απαγορεύει οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση.

Τέλος, ούτε οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εφαρμογή σε περίπτωση που αφορά απόλυση η οποία υποτίθεται ότι οφείλεται στην παχυσαρκία.

(βλ. σκέψεις 33, 35-40, διατακτ. 1)

2.        Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος είναι παχύσαρκος συνιστά αναπηρία, κατά την έννοια της ως άνω οδηγίας, όταν συνεπάγεται μειονεκτικότητα, οφειλόμενη ιδίως σε μόνιμη σωματική, διανοητική ή ψυχική πάθηση, η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους.

Ειδικότερα, πρώτον, το να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας εξαρτάται από την αιτία της αναπηρίας θα αντέβαινε στον ίδιο τον σκοπό της οδηγίας που είναι η διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως.

Άλλωστε, ο ορισμός της κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 έννοιας της αναπηρίας προηγείται του καθορισμού και της εκτιμήσεως των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 αυτής κατάλληλων μέτρων προσαρμογής. Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 της ως άνω οδηγίας, σκοπός των μέτρων αυτών είναι να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες των ατόμων που πάσχουν από αναπηρία και τα εν λόγω μέτρα αποτελούν έτσι τη συνέπεια και όχι συστατικό στοιχείο της έννοιας της αναπηρίας. Συνεπώς, απλώς και μόνο το γεγονός ότι για κάποιον δεν ελήφθησαν τέτοια μέτρα προσαρμογής δεν είναι αρκετό ώστε να θεωρηθεί ότι αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άτομο με αναπηρία κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Επιπλέον, αυτή καθαυτήν η παχυσαρκία δεν συνιστά αναπηρία κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78. Σε περίπτωση όμως που, υπό δεδομένες συνθήκες, η παχυσαρκία συνεπάγεται μειονεκτικότητα, οφειλόμενη ιδίως σε σωματική, διανοητική ή ψυχική πάθηση, η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του εργαζομένου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους και εφόσον η μειονεκτικότητα αυτή έχει μακροχρόνιο χαρακτήρα, τότε η παχυσαρκία εμπίπτει στην κατά την οδηγία 2000/78 έννοια της αναπηρίας.

Αυτό θα συνέβαινε ιδίως σε περίπτωση που η παχυσαρκία του εργαζομένου παρακώλυε την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους εξαιτίας μειωμένης κινητικότητας ή της εμφανίσεως σε αυτόν παθολογικών καταστάσεων που δεν θα του επέτρεπαν να εκτελέσει την εργασία του ή θα του προκαλούσαν δυσχέρειες κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

(βλ. σκέψεις 55, 57-60, 64, διατακτ. 2)