ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 3ης Σεπτεμβρίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑333/14

The Scotch Whisky Association κ.λπ.

κατά

The Lord Advocate,

The Advocate General for Scotland

[αίτηση του Court of Session (Σκωτία) (Ηνωμένο Βασίλειο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Ποσοτικοί περιορισμοί — Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος — Εθνική ρύθμιση επιβάλλουσα κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως των οινοπνευματωδών ποτών — Δικαιολόγηση — Προστασία της υγείας — Αναλογικότητα»





1.        Προκειμένου να περιορισθεί η κατανάλωση οινοπνεύματος, το Κοινοβούλιο της Σκωτίας ψήφισε, στις 24 Μαΐου 2012, τον Alcohol (Minimum Pricing) (Scotland) Act 2012 (2), περί απαγορεύσεως πωλήσεως οινοπνεύματος σε τιμή χαμηλότερη από μια κατώτατη τιμή, που υπολογίζεται σε συνάρτηση με την περιεκτικότητα σε οινόπνευμα. Κατόπιν της ψηφίσεως αυτού του νόμου, οι Scottish Ministers [όρος που περιγράφει το σκωτσέζικο υπουργικό συμβούλιο, πλέον των Lord Advocate και Advocate General for Scotland] κατάρτισαν το Alcohol (Minimum Price per Unit) (Scotland) Order 2013 (3), που καθορίζει την κατώτατη τιμή ανά μονάδα οινοπνεύματος (4) (minimum price per unit) (5), σε 0,50 λίρες στερλίνες (GBP).

2.        Στο πλαίσιο μιας διαφοράς μεταξύ τριών ενώσεων παραγωγών οινοπνευματωδών ποτών, ήτοι της The Scotch Whisky Association, της Confédération européenne des producteurs de spiritueux και της Comité européen des entreprises vins (CEEV) (6), αφενός, και των Lord Advocate και Advocate General for Scotland, αφετέρου, το Court of Session υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ερωτώντας αν η θέσπιση κατώτατης τιμής συμβιβάζεται, αφενός, με τον κανονισμό (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 922/72, (ΕΟΚ) 234/79, (ΕΚ) 1037/2001 και (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου (7), και, αφετέρου, με τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ.

3.        Στις παρούσες προτάσεις, θα εξετάσω, κατά πρώτον, το συμβατό της επίδικης ρυθμίσεως με τον «κανονισμό περί ενιαίας ΚΟΑ». Συναφώς, θα υποστηρίξω ότι ο κανονισμός αυτός δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως οίνων σε συνάρτηση με την ποσότητα του οινοπνεύματος που περιέχεται στο πωλούμενο προϊόν, υπό τον όρο ότι η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από τους σκοπούς της προστασίας της δημόσιας υγείας, ειδικότερα δε από τον σκοπό της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

4.        Θα προβώ, κατά δεύτερο λόγο, στην ανάλυση της επίδικης ρυθμίσεως από την άποψη των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ.

5.        Κατόπιν της διαπιστώσεως ότι η ρύθμιση αυτή συνιστά εμπόδιο κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, εφόσον είναι ικανή να στερεί ορισμένους παραγωγούς ή εισαγωγείς οινοπνευματωδών ποτών από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που μπορεί να απορρέει από το χαμηλότερο κόστος, θα υποστηρίξω ότι, για να εκτιμηθεί αν ένα μέτρο τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει:

–        να ελέγξει αν από τα αποδεικτικά στοιχεία, η προσκόμιση των οποίων ενώπιόν του εναπόκειται στο κράτος μέλος, προκύπτει ευλόγως το συμπέρασμα ότι τα επιλεγέντα μέτρα είναι κατάλληλα για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι, προβαίνοντας σ’ αυτή την επιλογή, το κράτος μέλος δεν υπερέβη τα όριά του εκτιμήσεως, και

–        να λάβει υπόψη τον βαθμό στον οποίο το μέτρο αυτό θίγει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, όταν θα συγκρίνει τα εναλλακτικά μέτρα που θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη του ίδιου σκοπού και όταν θα σταθμίσει το σύνολο των συμφερόντων που υφίστανται εν προκειμένω.

6.        Θα υποστηρίξω επιπλέον ότι, όταν, όπως υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, έχει ασκηθεί ενώπιόν του προσφυγή ελέγχου νομιμότητας μιας εθνικής ρυθμίσεως, που δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ και παραμένει ακόμη στο στάδιο ενός απλού σχεδίου, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, προκειμένου να εκτιμήσει της αναλογικότητα αυτής της ρυθμίσεως σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, να εξετάσει όχι μόνο τα στοιχεία που διέθεταν οι εθνικές αρχές και τα εξέτασαν κατά την επεξεργασία της εν λόγω ρυθμίσεως, αλλά το σύνολο επίσης των πραγματικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του. Θα διευκρινίσω ότι δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι περιορισμοί στην εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει τα στοιχεία αυτά, που είναι διαφορετικά από αυτά που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως της υποθέσεως και, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, των εθνικών δικονομικών διατάξεων που διέπουν την απόδειξη ενώπιον δικαστηρίου.

7.        Θα εκθέσω, τέλος, ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, ο οποίος εντάσσεται σ’ αυτόν της προστασίας της δημόσιας υγείας, να επιλέγει μια ρύθμιση κατώτατης τιμής λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών η οποία περιορίζει τις συναλλαγές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και νοθεύει τον ανταγωνισμό, αντί μιας αυξημένης φορολογήσεως αυτών των προϊόντων, παρά μόνον υπό τον όρο ότι αποδεικνύει ότι το μέτρο που επιλέχθηκε εμφανίζει πρόσθετα πλεονεκτήματα ή λιγότερα μειονεκτήματα απ’ ό,τι το εναλλακτικό μέτρο. Θα προσθέσω ότι το γεγονός ότι το εναλλακτικό μέτρο αυξημένης φορολογήσεως είναι ικανό να αποφέρει πρόσθετα πλεονεκτήματα, συμβάλλοντας στον γενικό στόχο της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών δεν δικαιολογεί την απόρριψη αυτού του μέτρου υπέρ ενός μέτρου τύπου MPU.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το ενωσιακό δίκαιο

1.      Η Συνθήκη ΛΕΕ

8.        Κατά το γράμμα του άρθρου 39, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και εʹ, ΣΛΕΕ, στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) είναι να σταθεροποιεί τις αγορές και να διασφαλίζει λογικές τιμές κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές.

9.        Το άρθρο 40 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, για να επιτευχθούν οι στόχοι που προβλέπονται στο άρθρο 39 ΣΛΕΕ, δημιουργείται κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών (8), η οποία δύναται να περιλαμβάνει, ιδίως, «ρυθμίσεις των τιμών».

10.      Το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ορίζει ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από πρόταση της Επιτροπής, εκδίδει, μεταξύ άλλων, «μέτρα σχετικά με τον καθορισμό των τιμών».

2.      Η ΚΟΑ

11.      Ο κανονισμός περί ενιαίας ΚΟΑ θεσπίζει την κοινή οργάνωση αγοράς, μεταξύ άλλων, του οίνου.

12.      Το άρθρο 167 αυτού του κανονισμού, που επιγράφεται «Κανόνες εμπορίας για τη βελτίωση και τη σταθεροποίηση της λειτουργίας της κοινής αγοράς οίνου», προβλέπει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Για τη βελτίωση και τη σταθεροποίηση της λειτουργίας της κοινής αγοράς οίνου, συμπεριλαμβανομένων των σταφυλιών, των γλευκών και των οίνων από τα οποία προέρχονται, τα κράτη μέλη παραγωγής μπορούν να καθορίζουν κανόνες εμπορίας για τη ρύθμιση της προσφοράς, ιδίως μέσω αποφάσεων που λαμβάνονται από διεπαγγελματικές οργανώσεις αναγνωρισμένες σύμφωνα με τα άρθρα 157 και 158.

Οι κανόνες αυτοί είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο στόχο και:

α)      δεν αφορούν καμία συναλλαγή μετά την πρώτη εμπορία του σχετικού προϊόντος·

β)      δεν επιτρέπουν τον καθορισμό της τιμής, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι τιμές καθορίζονται ενδεικτικά ή για σύσταση:

[…]».

 Β –      Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

13.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου του 2012, το οινόπνευμα δεν πρέπει να πωλείται σε τιμή χαμηλότερη από μια κατώτατη τιμή, υπολογιζόμενη βάσει του τύπου «MPU x S x V x 100» (9).

14.      Ο νόμος του 2012 αναθέτει στην κανονιστική διοίκηση τον καθορισμό του ύψους της MPU, καθώς και της ημερομηνίας κατά την οποία θα αρχίσει αυτή να ισχύει.

15.      Οι Scottish Ministers κατάρτισαν το σχέδιο διατάγματος του 2013, προς έγκριση από το Κοινοβούλιο της Σκωτίας, καθορίζοντας το ύψος της MPU σε 0,50 GBP.

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

16.      Κατόπιν της ψηφίσεως του νόμου του 2012, οι The Scotch Whisky Association κ.λπ. άσκησαν προσφυγή ελέγχου νομιμότητας («judicial review») κατ’ αυτού του νόμου και του σχεδίου διατάγματος του 2013.

17.      Κατόπιν απορρίψεως του σχετικού αιτήματος πρωτοδίκως από το Court of Session, Outer House, οι The Scotch Whisky Association κ.λπ. άσκησαν έφεση.

18.      Με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2015, το Court of Session, Extra Division, Inner House, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Κατ’ ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης περί της κοινής οργανώσεως της αγοράς οίνου, και πιο συγκεκριμένα του κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013, επιτρέπεται σε κράτος μέλος να θεσπίσει εθνικό μέτρο με το οποίο να ορίζει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως του οίνου σε συνάρτηση με την ποσότητα του οινοπνεύματος στο προς πώληση προϊόν, παρεκκλίνοντας με τον τρόπο αυτό από τον κανόνα της ελεύθερης διαμορφώσεως της τιμής από τις δυνάμεις της αγοράς, ο οποίος διέπει υπό άλλες συνθήκες τη λειτουργία της αγοράς οίνου;

2)      Στο πλαίσιο τυχόν δικαιολογήσεως του ως άνω μέτρου βάσει του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, όταν

–        κράτος μέλος έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι σκόπιμο για λόγους προστασίας της ανθρώπινης υγείας να αυξήσει το κόστος καταναλώσεως ενός εμπορεύματος —εν προκειμένω των οινοπνευματωδών ποτών— για τους καταναλωτές, ή για τμήμα των καταναλωτών· και

–        το συγκεκριμένο εμπόρευμα περιλαμβάνεται σε εκείνα για τα οποία το κράτος μέλος είναι ελεύθερο να επιβάλλει ειδικούς φόρους καταναλώσεως ή άλλους φόρους (συμπεριλαμβανομένων φόρων ή τελών επί τη βάσει είτε του αλκοολικού τίτλου είτε του όγκου είτε της αξίας, ή ενός συνδυασμού τέτοιων φορολογικών μέτρων),

επιτρέπει το δίκαιο της Ένωσης, και υπό ποιες προϋποθέσεις, στο εν λόγω κράτος μέλος να μην κάνει χρήση αυτού του είδους των φορολογικών μεθόδων αυξήσεως των τιμών και, αντί αυτών, να θεσπίσει νομοθετικά μέτρα καθορισμού κατώτατων τιμών λιανικής πωλήσεως τα οποία νοθεύουν το εμπόριο εντός της Ένωσης και τον ανταγωνισμό;

3)      Όταν δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να αποφανθεί κατά πόσον εθνικό νομοθετικό μέτρο το οποίο συνιστά ασύμβατο προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ ποσοτικό περιορισμό του εμπορίου μπορεί παρά ταύτα να δικαιολογηθεί, βάσει του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, για λόγους προστασίας της ανθρώπινης υγείας, περιορίζεται το εθνικό δικαστήριο να εξετάσει αποκλειστικώς τα στοιχεία, τα έγγραφα και το υπόλοιπο υλικό που ήταν διαθέσιμο και τέθηκε υπό την κρίση του νομοθέτη κατά τον χρόνο που ψηφίστηκε ο νόμος; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, υφίστανται άλλοι περιορισμοί ως προς την ευχέρεια του εθνικού δικαστηρίου να λάβει υπόψη του το σύνολο των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων που είναι διαθέσιμα και προσκομίζονται από τους διαδίκους κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του;

4)      Όταν δικαστήριο κράτους μέλους καλείται, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, να εξετάσει τον ισχυρισμό των εθνικών αρχών ότι συγκεκριμένο μέτρο, το οποίο σε διαφορετική περίπτωση συνιστά ποσοτικό περιορισμό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση, βάσει του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, για λόγους προστασίας την ανθρώπινης υγείας, μέχρι ποιου σημείου εκτείνεται η υποχρέωση, ή η δυνατότητα, του εθνικού δικαστηρίου να διαμορφώσει —βάσει των στοιχείων που διαθέτει— μιαν αντικειμενική άποψη όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του μέτρου για την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού· την ενδεχόμενη ύπαρξη τουλάχιστον ισοδύναμων εναλλακτικών μέτρων τα οποία θίγουν λιγότερο τον ανταγωνισμό εντός της Ένωσης· και την όλη αναλογικότητα του μέτρου;

5)      Κατά τη διερεύνηση (στο πλαίσιο διαφοράς ως προς το αν συγκεκριμένο μέτρο δικαιολογείται για λόγους προστασίας της ανθρώπινης υγείας βάσει του άρθρου 36 ΣΛΕΕ) του ζητήματος αν υφίσταται εναλλακτικό μέτρο το οποίο δεν θίγει, ή τουλάχιστον θίγει λιγότερο, το εμπόριο εντός της Ένωσης και τον ανταγωνισμό, αποτελεί θεμιτό λόγο απορρίψεως του εναλλακτικού αυτού μέτρου το ενδεχόμενο να μην είναι τα αποτελέσματά του απολύτως ανάλογα με εκείνα του προσβαλλόμενου βάσει του άρθρου 34 ΣΛΕΕ μέτρου, αλλά να αποφέρουν άλλα, πρόσθετα οφέλη και να εξυπηρετούν έναν ευρύτερο, γενικό σκοπό;

6)      Κατά την εξέταση του ζητήματος αν εθνικό μέτρο για το οποίο έγινε δεκτό, ή κρίθηκε, ότι συνιστά ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ μπορεί παρά ταύτα να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, και ειδικότερα στο πλαίσιο της εξετάσεως της αναλογικότητας του μέτρου, κατά πόσον μπορεί το εθνικό δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί σχετικώς να λάβει υπόψη τη δική του εκτίμηση επί της φύσεως και της εκτάσεως των επιπτώσεων του μέτρου ως ποσοτικού περιορισμού αντίθετου προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ;»

III – Η ανάλυσή μου

 Α –      Επί της αρμοδιότητας του δικαστηρίου

19.      Η υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως ιδιομορφία το ότι διατυπώθηκε στο πλαίσιο της κύριας δίκης με σκοπό να ελεγθεί η νομιμότητα ενός νόμου που δεν έχει ακόμη αρχίσει να ισχύει και ενός εκτελεστικού διατάγματος που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο ενός απλού σχεδίου.

20.      Η ιδιομορφία αυτή δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το παραδεκτό της αιτήσεως, η οποία ανταποκρίνεται σε αντικειμενική ανάγκη λύσεως της διαφοράς, όχι υποθετικής, της οποίας επιλαμβάνεται το αιτούν δικαστήριο.

21.      Συναφώς, πρέπει να υπενθυμισθεί ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί το παραδεκτό προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία υποβάλλονται στο πλαίσιο αγωγών που ασκούνται προληπτικά με σκοπό την έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως, και ότι, αποφαινόμενο επί του παραδεκτού αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που διατυπώνονται στο πλαίσιο της προσφυγής ελέγχου της νομιμότητας κατά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου δέχθηκε τη δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την ακυρότητα πράξεως της Ένωσης γενικής ισχύος, ακόμη και αν η εν λόγω πράξη δεν έχει πράγματι αποτελέσει αντικείμενο μέτρων εφαρμογής βάσει του εθνικού δικαίου. Κατά το Δικαστήριο, αρκεί συναφώς να εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου πραγματική διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας να ανακύπτει παρεμπιπτόντως το ζήτημα του κύρους της εν λόγω πράξεως (10).

22.      Εν προκειμένω, προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ότι οι The Scotch Whisky Association κ.λπ. άσκησαν ενώπιον του Court of Session προσφυγή ελέγχου νομιμότητας, σκοπούσα στην αμφισβήτηση του συμβατού, από απόψεως ενωσιακού δικαίου αφενός, ενός μέτρου που θέσπισε ο Σκώτος νομοθέτης, του οποίου η ουσιαστική έναρξη ισχύος εξαρτάται από την έκδοση ενός εκτελεστικού διατάγματος από την κυβέρνηση και, αφετέρου, του σχεδίου αυτού του διατάγματος.

23.      Επομένως, για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία δεν είναι υποθετική, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να επιλύσει ένα ερμηνευτικό ζήτημα του ενωσιακού δικαίου, προκειμένου να επαληθεύσει αν η μελετώμενη εθνική ρύθμιση συμβιβάζεται ή όχι με αυτό το δίκαιο.

24.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Court of Session.

 Β –      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

1.      Η συμβατότητα της MPU με τον «κανονισμό περί ενιαίας ΚΟΑ»

25.      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν οι διατάξεις του κανονισμού περί ενιαίας ΚΟΑ αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως του οίνου σε συνάρτηση με την ποσότητα του οινοπνεύματος στο προς πώληση προϊόν.

26.      Προς θεμελίωση αυτού του ερωτήματος, το Court of Session εκθέτει ότι, εκ πρώτης όψεως, ένα εθνικό μέτρο για τον καθορισμό κατώτατης τιμής λιανικής πωλήσεως είναι ασύμβατο προς τον «κανονισμό περί ενιαίας ΚΟΑ», όταν, όπως συμβαίνει με τη νυν ΚΟΑ στον τομέα του οίνου, η αγορά είναι οργανωμένη με βάση τον ελεύθερο καθορισμό των τιμών. Διατυπώνει πάντως αμφιβολίες ως προς αυτό το ζήτημα, διερωτώμενο, ιδίως, ως προς τις συνέπειες που απορρέουν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία περιέλαβε την ΚΓΠ στον τομέα της συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της.

27.      Παρατηρώ, εξαρχής, ότι το γεγονός ότι η ΚΓΠ υπάγεται, εφεξής, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, σε συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα. Μολονότι μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι άνευ συνεπειών (11), η παρεχόμενη στα κράτη μέλη αρμοδιότητα μπορεί πάντως, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να ασκείται μόνο «κατά το μέτρο» που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της ή αποφάσισε να παύσει να την ασκεί (12). Επομένως, μια συντρέχουσα αρμοδιότητα μπορεί εξ ορισμού να μετατραπεί σε αποκλειστική αρμοδιότητα, εφόσον η Ένωση θεσπίζει μέτρα στον οικείο τομέα και, κατ’ ακολουθία, στερεί τα κράτη μέλη από τη θεσμοθετική τους εξουσία συνεπεία του προβαδίσματος που συναρτάται με την «κατάληψη του σχετικού πεδίου» από τα ληφθέντα μέτρα σε επίπεδο Ένωσης.

28.      Απομένει να εξακριβωθεί αν η Ένωση άσκησε την αρμοδιότητά της και, επομένως, στέρησε τα κράτη μέλη από τη θεσμοθετική τους εξουσία.

29.      Στον τομέα της ΚΓΠ, το Δικαστήριο έχει, γενικώς, δεχτεί ότι οι διατάξεις από τις οποίες διεπόταν, κατά τη δεκαετία του 80, η αμπελοοινική ΚΟΑ αποτελούσαν «πλήρη ρύθμιση», «ιδίως όσον αφορά τις τιμές και την παρέμβαση, το καθεστώς του εμπορίου με τις τρίτες χώρες, τους κανόνες σχετικά με την παραγωγή και ορισμένες μεθόδους οινοποιίας, καθώς και όσον αφορά τους κανόνες για το χαρακτηρισμό των οίνων και την επίθεση ετικετών» (13). Συνήγαγε συναφώς ότι τα κράτη μέλη δεν είχαν πλέον αρμοδιότητα σ’ αυτόν τον τομέα, πλην ειδικής διατάξεως περί του αντιθέτου (14).

30.      Επιπλέον, όταν πρόκειται ειδικότερα για τους κανόνες που αφορούν την πλαισίωση των τιμών από τις ΚΟΑ, το Δικαστήριο, στηριζόμενο στην προκείμενη σκέψη συλλογισμού ότι αυτές διέπονται από την αρχή της ανοικτής αγοράς στην οποία κάθε παραγωγός έχει ελεύθερα πρόσβαση υπό πραγματικές συνθήκες ανταγωνισμού και της οποίας η λειτουργία ρυθμίζεται αποκλειστικά με τα μέσα που προβλέπονται από τις ΚΟΑ, έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι σε τομείς που διέπονται από ΚΟΑ, και κατά μείζονα λόγο όταν αυτή η ΚΟΑ στηρίζεται σε κοινό καθεστώς τιμών, τα κράτη μέλη δεν δύνανται πλέον να επεμβαίνουν, με εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται μονομερώς, στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών ο οποίος διέπεται, στο ίδιο στάδιο παραγωγής, από την ΚΟΑ (15). Κατά την ίδια αυτή νομολογία, οι διατάξεις κοινοτικού κανονισμού του τομέα της γεωργίας που θεσπίζουν σύστημα τιμών εφαρμοζόμενο στα στάδια της παραγωγής και του χονδρικού εμπορίου δεν θίγουν καθόλου την εξουσία των κρατών μελών να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών στο στάδιο του λιανικού εμπορίου και της κατανάλωσης, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων των Συνθηκών (16).

31.      Οι ΚΟΑ έχουν πάντως εξελιχθεί σε βάθος κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών. Στηριζόμενη αρχικά σε μια λογική που συνίστατο στη διασφάλιση των εισοδημάτων των οικείων γεωργών μέσω ενός καθεστώτος τιμών και παρεμβάσεων (17), η αμπελοοινική ΚΟΑ γνώρισε πολλαπλές τροποποιήσεις, οι οποίες, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, είχαν προοδευτικά ως κατάληξη την εγκατάλειψη των κλασσικών καθεστώτων παρεμβάσεως υπέρ μιας ελευθερώσεως της αμπελοοινικής αγοράς με καθορισμό των τιμών που προκύπτουν από την αντιπαράθεση μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως.

32.      Επομένως, όσον αφορά τα σημερινά χαρακτηριστικά της ΚΟΑ στον αμπελοοινικό τομέα, που έχει καταστεί μια απλή συνιστώσα του κανονισμού περί ενιαίας ΚΟΑ, πρέπει να τονισθεί ότι αυτή δεν στηρίζεται πλέον σε ένα κοινό καθεστώς τιμών του οποίου η λειτουργία θα μπορούσε να αλλοιωθεί από την παρεμβολή μέτρων που λαμβάνονται μονομερώς από τα κράτη μέλη.

33.      Μολονότι είναι αληθές ότι ο κανονισμός περί ενιαίας ΚΟΑ περιέχει στο άρθρο του 167, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, μια διάταξη που αφορά τον καθορισμό των τιμών, κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν πρέπει να επιτρέπουν τον καθορισμό της τιμής, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι τιμές καθορίζονται ενδεικτικά ή για σύσταση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς προβάλλουν ο Lord Advocate, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ιρλανδία και η Επιτροπή, η διάταξη αυτή, η οποία αναπαράγει πανομοιότυπα το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 479/2008 (18), έχει περιορισμένη εμβέλεια περιεχόμενο, εφόσον έχει ως μόνο σκοπό να καθορίσει το περιεχόμενο της εξουσιοδοτήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη με το άρθρο 167, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού περί ενιαίας ΚΟΑ για τον καθορισμό των κανόνων εμπορίας που αφορούν τη ρύθμιση της προσφοράς. Σύμφωνα με τον σκοπό του ελεύθερου ανταγωνισμού, η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι επιτρέπει τη θέσπιση εθνικών νομοθεσιών που έχουν ιδίως ως σκοπό να επιτρέπουν ή να ευνοούν την εφαρμογή αποφάσεων μέσω των οποίων οι διεπαγγελματικές οργανώσεις θα καθόριζαν την τιμή του οίνου. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 44 του κανονισμού 479/2008, η οποία σημειώνει ότι, μολονότι, για να βελτιωθεί η λειτουργία της αγοράς των οίνων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν αποφάσεις που λαμβάνονται από διεπαγγελματικές οργανώσεις, το πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων αυτών θα πρέπει να αποκλείει πρακτικές οι οποίες μπορούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό.

34.      Καταλήγω έτσι στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται πλέον, στον κανονισμό περί ενιαίας ΚΟΑ, καθεστώς καθορισμού των τιμών του οποίου η ύπαρξη συνεπάγεται ότι μια ρύθμιση που επιβάλλει κατώτατη τιμή για τη λιανική πώληση των οινοπνευματωδών ποτών, μεταξύ των οποίων του οίνου, βρίσκεται, ως εκ της ίδιας της φύσεώς της, σε αντίθεση προς το εν λόγω καθεστώς, ως άμεσα θίγουσα αυτό.

35.      Αφού αποκλείεται η περίπτωση μιας κατά μέτωπο συγκρούσεως μεταξύ της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως και του κανονισμού περί ενιαίας ΚΟΑ, απομένει να εξακριβωθεί αν η ρύθμιση αυτή παραβιάζει την αρχή που θέτει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ως εκ του ότι θα έθετε σε κίνδυνο τους σκοπούς ή τη λειτουργία της ΚΟΑ στον τομέα του οίνου. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, όταν υπάρχει κανονισμός με τον οποίο θεσμοθετείται κοινή οργάνωση των αγορών σε συγκεκριμένο τομέα, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από κάθε μέτρο ικανό να εισαγάγει παρέκκλιση από αυτή την κοινή οργάνωση ή να τη θίξει (19).

36.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μέτρα θεσπιζόμενα από τα κράτη μέλη όσον αφορά τη λιανική πώληση, όπως το σύστημα κατώτατης τιμής, θα μπορούσαν να βλάψουν την αμπελοοινική ΚΟΑ με δύο τρόπους, είτε εμποδίζοντας τους επιχειρηματίες να επωφεληθούν πλήρως όφελος από τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που ενθαρρύνονται από μια λιγότερο παρεμβατική ΚΟΑ, είτε επηρεάζοντας «το λεπτομερώς διαρθρωμένο σύνολο των προγραμμάτων στηρίξεως των γεωργών» (20) τα οποία εξαρτώνται, εν μέρει, από παράγοντες που ανάγονται στη ζήτηση προϊόντων του αμπελώνα εκ μέρους του τελικού καταναλωτή, η οποία επηρεάζεται ευθέως από τη λιανική τιμή πωλήσεως. Κατά την Επιτροπή, αν το σύστημα MPU κηρυσσόταν έγκυρο, κατόπιν δε υιοθετούνταν από περισσότερα κράτη μέλη, η βασική θεώρηση του νομοθέτη, που αποτελεί το έρεισμα του ισχύοντος κανονισμού περί ενιαίας ΚΟΑ, ήτοι η ισορροπημένη διάρθρωση της προσφοράς και της ζητήσεως και ο ελεύθερος καθορισμός των τιμών μέσω της λειτουργίας της αγοράς, δεν θα είχε πρακτικό αντίκρισμα.

37.      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί, με την υπενθύμιση παράλληλα ότι από το άρθρο 39 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι αναγνωρίζονται συγχρόνως η υπεροχή της γεωργικής πολιτικής σε σχέση με τους στόχους της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού και η εξουσία του Συμβουλίου να αποφασίζει σε ποιον βαθμό οι κανόνες του ανταγωνισμού τυγχάνουν εφαρμογής στον γεωργικό τομέα, ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί επανειλημμένα ότι οι ΚΟΑ «δεν συνιστούν πεδία χωρίς ανταγωνισμό» (21) και ότι «η διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στις αγορές γεωργικών προϊόντων συγκαταλέγεται στους σκοπούς της ΚΓΠ» (22). Επομένως, ελλείψει μηχανισμών καθορισμού των τιμών, ο ελεύθερος καθορισμός της τιμής αποτελεί έκφραση, στους τομείς που καλύπτονται από μια ΚΟΑ, της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων υπό συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

38.      Δεν νομίζω όμως ότι μπορεί να αμφισβητηθεί το ότι ο καθορισμός από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη κατώτατης λιανικής τιμής ενός προϊόντος μπορεί να θίξει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που μπορεί να απορρέει από μια χαμηλότερη τιμή κόστους και, επομένως, να έχει ως αποτέλεσμα στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ παραγωγών που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη. Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα διαπιστώσει και λάβει υπόψη το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα μιας ρυθμίσεως που καθορίζει κατώτατη τιμή (23).

39.      Επομένως, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ιρλανδία, φρονώ ότι ορθώς το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι ένα εθνικό μέτρο που παραβιάζει την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών μέσω της λειτουργίας της προσφοράς και της ζητήσεως δεν είναι, κατ’ αρχήν, συμβατό προς τον κανονισμό περί ενιαίας ΚΟΑ, ο οποίος, καθόσον δεν περιέχει πλέον μηχανισμούς καθορισμού των τιμών, στηρίζεται στη διατήρηση ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών ενός και του αυτού προϊόντος.

40.      Το Δικαστήριο έχει πάντως υπογραμμίσει, κατ’ επανάληψη, ότι η θέσπιση κοινής οργανώσεως αγοράς δεν έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν εθνικές ρυθμίσεις που επιδιώκουν σκοπό γενικού συμφέροντος διαφορετικό από εκείνον που καλύπτει η κοινή οργάνωση, ακόμη και αν οι ρυθμίσεις αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν τη λειτουργία της κοινής αγοράς στον οικείο τομέα (24). Η επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού, όπως είναι αυτός που συνδέεται με την προστασία της δημόσιας υγείας, είναι επομένως ικανή να δικαιολογεί τη δράση των εθνικών αρχών, ακόμη και όταν έχει θεσπισθεί μια ΚΟΑ.

41.      Μολονότι το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει, κατ’ επανάληψη, ότι η επιδίωξη των στόχων της ΚΓΠ «δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη» απαιτήσεις γενικού συμφέροντος όπως η προστασία της υγείας και της ζωής των ζώων (25) και ότι η προστασία της υγείας «συμβάλλει στην πραγματοποίηση των στόχων της [ΚΓΠ]» (26), που εξαγγέλλονται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ιδίως οσάκις η γεωργική παραγωγή εξαρτάται άμεσα από τη διάθεσή της στους ολοένα και περισσότερο ανησυχούντες για την υγεία τους καταναλωτές (27), και μολονότι επιπλέον ο κανονισμός περί ενιαίας ΚΟΑ περιέχει διάφορες διατάξεις που ενσωματώνουν τη μέριμνα προστασίας της υγείας του ανθρώπου ή των ζώων (28), γεγονός παραμένει ότι η λειτουργία του κανονισμού αυτού δεν συνίσταται κατά κυριολεξία στην πραγματοποίηση σε ενωσιακό επίπεδο του σκοπού της προστασίας της υγείας, γενικώς, και αυτού της καταπολεμήσεως της επικίνδυνης ή υπερβολικής καταναλώσεως οινοπνευματωδών ποτών, ειδικότερα.

42.      Επίσης, μολονότι συνιστά έναν υπαρκτό σκοπό της ΚΓΠ, η προστασία της υγείας δεν παύει να είναι παρεπόμενη, οπότε ο σκοπός αυτός μπορεί να τύχει επικλήσεως από τα κράτη μέλη, προκειμένου να δικαιολογηθεί μια εθνική ρύθμιση που έχει επίπτωση στη λειτουργία της ΚΟΑ στον οικείο τομέα.

43.      Αυτό ισχύει πολλώ μάλλον καθόσον το άρθρο 168, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ αποκλείει οιαδήποτε εναρμόνιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών αποσκοπεί στην προστασία και στη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου, η δε χρησιμοποίηση άλλων διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου ως νομικής βάσεως δεν μπορεί να γίνει προς καταστρατήγηση του ρητού αυτού αποκλεισμού (29).

44.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, εκτιμώ ότι η ύπαρξη μιας ΚΟΑ που αφορά τον τομέα του οίνου δεν αποτελεί εμπόδιο στη δράση των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς τους για τη θέσπιση μέτρων χάριν της προστασίας της υγείας και, ειδικότερα, της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών. Όταν όμως το εθνικό μέτρο παραβιάζει την αρχή του ελεύθερου καθορισμού της τιμής πωλήσεως, η οποία αποτελεί συνιστώσα του κανονισμού περί ενιαίας ΚΟΑ, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί το μέτρο να ανταποκρίνεται πραγματικά στον σκοπό της προστασίας της υγείας του ανθρώπου και να μη βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

45.      Όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, φρονώ ότι η αναλογικότητα του μέτρου πρέπει να εξετασθεί κατά την ανάλυση που πρέπει να γίνει στο πλαίσιο του άρθρου 36 ΣΛΕΕ.

46.      Κατά συνέπεια, προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι ο κανονισμός περί ενιαίας ΚΟΑ δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως οίνων σε συνάρτηση με την ποσότητα του οινοπνεύματος που περιέχεται στο πωλούμενο προϊόν, υπό τον όρο ότι η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από τους σκοπούς της προστασίας της δημόσιας υγείας, ειδικότερα δε από τον σκοπό της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

2.      Η συμβατότητα της MPU προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ

 α)     Οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις

47.      Το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την προκείμενη πρόταση συλλογισμού ότι το επίδικο μέτρο πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών», απαγορευόμενο από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης συμφωνούν ως προς αυτόν τον χαρακτηρισμό δεν νομίζω ότι απαλλάσσει το Δικαστήριο από το να ελέγξει αν αυτή η προκείμενη πρόταση συλλογισμού είναι ακριβής, διότι διαφορετικά, αν δεν ήταν ακριβής, θα καθίστατο περιττή η εκτίμηση του ζητήματος αν υφίσταται δικαιολόγηση κατά το άρθρο 36 ΣΛΕΕ.

48.      Επομένως, για να μπορέσει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να ερευνηθεί αν η MPU συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών.

 β)     Η ύπαρξη μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών

49.      Το σύνολο των προβλημάτων που εγείρει η εξέταση της επίδικης ρυθμίσεως έναντι του άρθρου 34 ΣΛΕΕ καθιστά αναγκαίο να αντιπαρατεθούν οι εξελίξεις της νομολογίας που αφορά γενικώς την ερμηνεία της έννοιας του μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών προς τη νομολογία που αφορά ειδικά τις ρυθμίσεις στον τομέα των τιμών.

50.      Δεν έχω την πρόθεση να επανέλθω επί μακρόν στις πολύ γνωστές εξελίξεις της νομολογίας που αφορά την ερμηνεία αυτής της έννοιας.

51.      Θα περιορισθώ να υπενθυμίσω σε αδρές γραμμές ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του Dassonville (30), όρισε το μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών, κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, ως «κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών δυνάμενη να παρακωλύσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο» (31).

52.      Κατόπιν, με την απόφασή του Keck και Mithouard (32), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να συνιστά τέτοιο περιορισμό η επί προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών εφαρμογή εθνικών διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως, εφόσον οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε όλους τους οικείους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο εθνικό έδαφος και επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο, και νομικώς και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών (33).

53.      Στη συνέχεια διευκρίνισε, με την απόφασή του Επιτροπή κατά Ιταλίας (34), ότι πρέπει να χαρακτηρίζονται ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών τα μέτρα κράτους μέλους τα οποία σκοπούν ή έχουν ως αποτέλεσμα τη δυσμενέστερη μεταχείριση των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, καθώς και οι κανόνες που αφορούν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα εμπορεύματα αυτά, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί ισχύουν αδιακρίτως για όλα τα προϊόντα. Κατά την ίδια απόφαση, υπάγεται επίσης στην ίδια έννοια «κάθε άλλο μέτρο που παρακωλύει την πρόσβαση στην αγορά κράτους μέλους των προϊόντων καταγωγής άλλων κρατών μελών» (35).

54.      Η δεύτερη νομολογιακή κατασκευή, με γνώμονα την οποία πρέπει να εκτιμηθεί η φύση της επίδικης ρυθμίσεως, είναι αυτή που αφορά την ερμηνεία ειδικώς των ρυθμίσεων που αφορούν τον καθορισμό των τιμών, ειδικότερα δε αυτών που επιβάλλουν κατώτατη τιμή. Κατά τη νομολογία αυτή, που ανατρέχει στην απόφαση van Tiggele (36), οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις που επιβάλλουν κατώτατη τιμή συνιστούν μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών, απαγορευόμενο από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που, μολονότι εφαρμόζονται αδιακρίτως στα εγχώρια προϊόντα και στα εισαγόμενα προϊόντα, είναι ικανές να επηρεάσουν δυσμενώς τη διάθεση των εισαγόμενων προϊόντων, εμποδίζοντας τη χαμηλότερη τιμή κόστους των προϊόντων αυτών να επιδράσει επί της τιμής πωλήσεως στον καταναλωτή (37).

55.      Η συνδυαστική προσέγγιση των δύο αυτών νομολογιών θέτει δύο σειρές ζητημάτων που αφορούν κατά πρώτον τον σκοπό των μέτρων ρυθμίσεως των τιμών και κατά δεύτερον τα κριτήρια της παρεμποδίσεως. Πρέπει, αφενός, μια ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, να χαρακτηρισθεί ως απλός «τρόπος πωλήσεως», κατά την έννοια της αποφάσεως Keck και Mithouard (38); Συμπίπτει, αφετέρου, το κριτήριο που συνδέεται με την ύπαρξη ενός εμποδίου στην πραγματοποίηση ενδεχομένου ανταγωνιστικού οφέλους, που απορρέει από χαμηλότερες τιμές κόστους των εισαγομένων προϊόντων σε σχέση με τα εγχώρια προϊόντα, με το κριτήριο της δυσμενούς διακρίσεως ή της προσβάσεως στην αγορά;

56.      Συναφώς, οι μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις τάσσονται στην πλειονότητά τους, αναφερόμενοι πρωτίστως στην απόφαση van Tiggele (39), υπέρ της ερμηνείας κατά την οποία η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση πρέπει να χαρακτηρισθεί ως εμπόδιο στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, απαγορευόμενο από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Η Ιρλανδία υποστήριξε πάντως, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η ρύθμιση αυτή συνιστά απλό «τρόπο πωλήσεως», κατά την έννοια της αποφάσεως Keck και Mithouard (40), οπότε δεν υπάγεται στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Η Φινλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι υφίσταται αμφιβολία ως προς αυτό το ζήτημα. Η Επιτροπή, εξάλλου, φρονεί ότι η νομολογία που προκύπτει από την απόφαση van Tiggele (41) εξακολουθεί να ισχύει, οσάκις κατώτατες τιμές δημιουργούν διάκριση σε βάρος των εισαγωγέων, εμποδίζοντάς τους ή θέτοντας προσκόμματα στην πρόσβασή τους στην αγορά.

57.      Δεν νομίζω ότι είναι αναγκαίο να εξετασθεί το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο υπό το φως της διακρίσεως μεταξύ δύο κατηγοριών ρυθμίσεων, ήτοι αυτών που καθορίζουν τις προϋποθέσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα προϊόντα και αυτών που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως.

58.      Γνωρίζουμε, πράγματι, ότι στην έννοια του μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος υπάγεται κάθε μέτρο που εμποδίζει την πρόσβαση στην αγορά ενός κράτους μέλους των προϊόντων καταγωγής άλλων κρατών μελών. Κατά τη συνήθη πλέον διατύπωση της νομολογίας, το άρθρο 34 ΣΛΕΕ απηχεί την υποχρέωση τηρήσεως των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των προϊόντων που νομίμως κατασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός άλλων κρατών μελών, καθώς και της υποχρεώσεως διασφαλίσεως της ελεύθερης προσβάσεως των προϊόντων της Ένωσης στις εθνικές αγορές (42). Από αυτή τη βασική διατύπωση συνάγω ότι ένα εθνικό μέτρο μπορεί να συνιστά εμπόδιο, όχι μόνον όταν, αποτελώντας τρόπο πωλήσεως, συνεπάγεται δυσμενή διάκριση, από νομικής ή πραγματικής απόψεως, αλλά και όταν, όποια κι αν είναι η φύση του, θέτει προσκόμματα στην πρόσβαση στην αγορά του οικείου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, όταν διαπιστώνεται ένα εμπόδιο στην πρόσβαση στην αγορά, δεν είναι απαραίτητο να γίνεται συγκριτική εξέταση μεταξύ της καταστάσεως των εγχωρίων προϊόντων και αυτής των εισαγομένων προϊόντων, προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη διαφοράς μεταχειρίσεως μεταξύ των δύο.

59.      Κατ’ εμέ, το γεγονός ότι υφίσταται εξουδετέρωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που απορρέει από μια εισαγωγή, το οποίο αποτελεί το κριτήριο διακρίσεως στην περίπτωση ρυθμίσεων στον τομέα των τιμών, καταδεικνύει αφεαυτού το αποτέλεσμα παρακωλύσεως της προσβάσεως στην αγορά. Πράγματι, η απαγόρευση λαινικής πωλήσεως χαμηλότερα από μια κατώτατη τιμή στερεί τους επιχειρηματίες άλλων κρατών μελών από τη δυνατότητα εμπορίας των προϊόντων τους σε τιμή πωλήσεως που ενσωματώνει την ενδεχομένως χαμηλότερη τιμή κόστους τους και θέτει επομένως προσκόμματα στην πρόσβασή τους στην οικεία αγορά.

60.      Η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, ως προς την οποία δεν αμφισβητείται ότι έχει αδιακρίτως εφαρμογή σε όλους τους οικείους επιχειρηματίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο εθνικό έδαφος, πρέπει επομένως να θεωρηθεί αντίθετο προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών, καθόσον είναι ικανό να συνιστά εμπόδιο στην πρόσβαση στην αγορά, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι δεν επιτρέπει να αντανακλάται η χαμηλότερη τιμή κόστους των εισαγομένων προϊόντων στην τιμή πωλήσεως προς τον καταναλωτή.

61.      Επαλλήλως, επομένως, θα προβώ στην εξέταση της φύσεως του επίμαχου στην κύρια δίκη μέτρου υπό το φως της διακρίσεως που συνάγεται από την απόφαση Keck και Mithouard (43).

62.      Με την απόφασή του Fachverband der Buch- und Medienwirtschaft (44), το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο μέτρο που μια εθνική ρύθμιση περί των τιμών των βιβλίων, η οποία απαγορεύει, μεταξύ άλλων, στον εισαγωγέα να καθορίζει τιμή χαμηλότερη από την τελική τιμή πωλήσεως που καθορίζει ή συστήνει ο εκδότης για το κράτος εκδόσεως, «δεν αφορά τα χαρακτηριστικά των εν λόγω προϊόντων, αλλά μόνον τους όρους υπό τους οποίους αυτά μπορούν να πωλούνται», οι οικείες διατάξεις πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορούν τρόπους πωλήσεως, κατά την έννοια της αποφάσεως Keck και Mithouard (45) (46).

63.      Φρονώ ότι το ίδιο συμβαίνει με την επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση. Προς στήριξη αυτής της απόψεως, ενδείκνυται να τονισθεί ότι η ίδια η απόφαση Keck και Mithouard (47) αφορούσε μια απαγόρευση μεταπωλήσεως προϊόντων σε τιμή κάτω του κόστους, ενώ η απόφαση Belgapom (48) χαρακτήρισε, στο πνεύμα αυτής της νομολογίας, ως «τρόπο πωλήσεως» μια ρύθμιση που απαγόρευε την πώληση η οποία αποφέρει εξαιρετικά μικρό κέρδος. Μια εθνική ρύθμιση, όμως, που απαγορεύει την πώληση ενός προϊόντος σε τιμή χαμηλότερη από μια τιμή που υπολογίζεται σε συνάρτηση με την περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, νομίζω ότι έχει το ίδιο περιοριστικό αποτέλεσμα στην ελευθερία καθορισμού των τιμών, επιβάλλοντας στον πωλητή ένα ελάχιστο περιθώριο κέρδους. Όπως συμβαίνει με τις ρυθμίσεις αυτές ή με την επίμαχη εθνική ρύθμιση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Fachverband der Buch- und Medienwirtschaft (49), η εν προκειμένω επίμαχη ρύθμιση μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία των τρόπων πωλήσεως.

64.      Παρά ταύτα, όμως, ο χαρακτηρισμός ως «τρόπος πωλήσεως» δεν σημαίνει ότι το επίμαχο μέτρο δεν θα μπορούσε να συνιστά εμπόδιο κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ. Μολονότι είναι βέβαιο ότι εφαρμόζεται σε όλους τους οικείους επιχειρηματίες, πρέπει ακόμη να αποδειχθεί, κατά την ορολογία που χρησιμοποιείται στην απόφαση Keck και Mithouard (50), ότι επηρεάζει «κατά τον ίδιο τρόπο, και νομικώς και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών» (51). Επομένως, αν υφίσταται δυσμενής διάκριση, το μέτρο δεν διαφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

65.      Το ζήτημα επομένως που τίθεται είναι αν το κριτήριο που συνάγεται από την απόφαση van Tiggele (52) σχετίζεται με την ύπαρξη εξουδετερώσεως του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος από μια εισαγωγή, που συνιστά ασφαλώς παρακώλυση της προσβάσεως στην αγορά, είναι επίσης ικανό να θεμελιώσει την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως. Το περιεχόμενο αυτού του κριτηρίου ήγειρε δισταγμούς στην επιστήμη, οι οποίοι καταδεικνύουν τη δυσκολία να εκτιμηθεί το εν λόγω ζήτημα υπό το πρίσμα της δυσμενούς διακρίσεως (53). Μολονότι μου φαίνεται συνεπέστερο και λογικότερο να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός αυτού του κριτηρίου είναι ο άμεσος εντοπισμός του συνιστώντος παρακώλυση της προσβάσεως στην αγορά αποτελέσματος, ανεξάρτητα από κάθε εκτίμηση σχετικά με το αν θίγονται κατά τρόπο άνισο τα εισαγόμενα προϊόντα σε σχέση με τα εγχώρια προϊόντα, εκτιμώ παρά ταύτα ότι το κριτήριο αυτό καθιστά επίσης δυνατό να καταδεικνύεται η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως. Η διατύπωση της αποφάσεως van Tiggele (54) επιτρέπει, πράγματι, ερμηνεία υπό το πρίσμα της δυσμενούς διακρίσεως, διότι το Δικαστήριο εκθέτει σχετικώς ότι «παρεμπόδιση των εισαγωγών μπορεί να προκύψει ιδίως με τον καθορισμό, από εθνική αρχή, τιμών ή περιθωρίων κέρδους σε τέτοιο επίπεδο, ώστε τα εισαγόμενα προϊόντα να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση έναντι των ομοίων εγχωρίων προϊόντων, […] διότι εξουδετερώνεται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημά τους που οφείλεται σε χαμηλότερες τιμές κόστους» (55). Ο συλλογισμός φαίνεται επομένως να στηρίζεται στη σύγκριση μεταξύ δύο πανομοιότυπων προϊόντων, του ενός εγχωρίου, του δε άλλου εισαγομένου, το οποίο απολαύει ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που εξουδετερώνεται όμως από το οικείο μέτρο.

66.      Η απόφαση περί παραπομπής περιέχει στοιχεία συγκριτικής αναλύσεως, τα οποία, εν πάση περιπτώσει, καθιστούν σαφή τον χαρακτήρα της επίδικης ρυθμίσεως ως ρυθμίσεως που συνεπάγεται δυσμενή διάκριση. Πράγματι, από τις διαπιστώσεις του Court of Session προκύπτει ότι, κατά τα στατιστικά στοιχεία για το ποσοστό οινοπνευματωδών ποτών εκτός καταστημάτων ταχείας καταναλώσεως (horeca) σε τιμή χαμηλότερης της MPU, μεγαλύτερο ποσοστό οίνων εισαγομένων από τα κράτη μέλη απ’ ό,τι οίνων του Ηνωμένου Βασιλείου πωλήθηκε σε τιμή χαμηλότερης της MPU. Επιπλέον, μολονότι λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν διαθέτει στατιστικά στοιχεία για τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει πάντως ότι ουδόλως αμφισβητείται ότι σημαντικές ποσότητες μπύρας και οινοπνευματωδών ποτών καταγωγής κρατών μελών εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου πωλούνται σε τιμές μονάδας χαμηλότερες των 0,50 GBP.

67.      Στερώντας τους επιχειρηματίες άλλων κρατών μελών, οι οποίοι εμπορεύονται εισαγόμενα προϊόντα που πωλούνταν μέχρι τώρα σε τιμή χαμηλότερη της MPU, από τη δυνατότητα εμπορίας αυτών των προϊόντων σε τιμή πωλήσεως που αντανακλά τις ενδεχομένως χαμηλότερες τιμές κόστους τους, η απαγόρευση της λιανικής πωλήσεως σε τιμή χαμηλότερη μιας κατώτατης τιμής περιάγει τα εν λόγω προϊόντα σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με πανομοιότυπα εγχώρια προϊόντα.

68.      Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, ως προς την οποία δεν αμφισβητείται ότι εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους οικείους επιχειρηματίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο εθνικό έδαφος, πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών.

69.      Εν κατακλείδι, όποιο κι αν είναι το πρίσμα υπό το οποίο αναλύεται, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση προσκρούει στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ.

70.      Πρέπει εν συνεχεία να επαληθευθεί αν το μέτρο αυτό δικαιολογείται αντικειμενικά.

 γ)     Επί της δικαιολογήσεως του εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

71.      Τα εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων μπορούν να δικαιολογηθούν είτε από τους λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ είτε λόγω επιτακτικής ανάγκης. Πάντως, τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, οι επιβαλλόμενοι από τα κράτη μέλη περιορισμοί πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου από πλευράς αναλογικότητας.

72.      Συναφώς, για να είναι μια εθνική ρύθμιση σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να ελέγχεται όχι μόνον ότι τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι κατάλληλα να εξασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αλλά και ότι δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (56).

73.      Μολονότι η φρασεολογία που χρησιμοποιεί γενικά το Δικαστήριο φαίνονται πολύ συχνά να καταλήγει στο να γίνεται διάκριση μόνο μεταξύ δύο διαφορετικών σταδίων ελέγχου αναλογικότητας, η ακολουθούμενη διανοητική προσέγγιση για να εξακριβωθεί αν ένα εθνικό μέτρο είναι σύμφωνο προς την αρχή αυτή διαχωρίζεται γενικά σε τρία διαδοχικά στάδια.

74.      Το πρώτο στάδιο, που αντιστοιχεί στην επαλήθευση της ικανότητας ή της καταλληλότητας, συνίσταται στον έλεγχο της ικανότητας της εκδοθείσας πράξεως προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

75.      Το δεύτερο στάδιο, που αφορά την επαλήθευση της αναγκαιότητας, και μερικές φορές αποκαλείται «επαλήθευση του ελάχιστου εμποδίου», συνεπάγεται τη διενέργεια μιας συγκρίσεως μεταξύ του επίδικου εθνικού μέτρου και των εναλλακτικών λύσεων που θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη του ίδιου σκοπού με αυτόν που επιδιώκεται με το εν λόγω μέτρο, αλλά με λιγότερους περιορισμούς στις εμπορικές συναλλαγές.

76.      Το τρίτο στάδιο, που αντιστοιχεί στην επαλήθευση της stricto sensu αναλογικότητας, προϋποθέτει μια στάθμιση των υφισταμένων συμφερόντων. Ακριβέστερα, συνίσταται στον συσχετισμό, αφενός, του εύρους της προσβολής που προκαλεί το εθνικό μέτρο στη συγκεκριμένη ελευθερία και, αφετέρου, της συμβολής που θα μπορούσε να έχει αυτό το μέτρο στην προστασία του επιδιωκόμενου σκοπού.

77.      Πριν υποβάλω την επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση στη δοκιμασία της τριπλής αυτής επαληθεύσεως, απαντώντας έτσι στο δεύτερο και στο πέμπτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να δοθούν κάποιες προκαταρκτικές διευκρινίσεις για τις λεπτομέρειες της ασκήσεως του ελέγχου της αναλογικότητας, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο τρίτο, στο τέταρτο και στο έκτο ερώτημα.

i)      Οι λεπτομέρειες της ασκήσεως του ελέγχου της αναλογικότητας

78.      Το τέταρτο και το έκτο ερώτημα, που αφορούν γενικώς τις εξουσίες του εθνικού δικαστή κατά την άσκηση του ελέγχου της αναλογικότητας, θα εξετασθούν πριν από το τρίτο ερώτημα, το οποίο αφορά ειδικότερα τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία μπορεί να στηριχθεί ο εθνικός δικαστής.

–       Επί του τετάρτου ερωτήματος

79.      Με το τέταρτο ερώτημά του, το Court of Session ερωτά μέχρι ποιου σημείου ο εθνικός δικαστής, ο οποίος οφείλει να εκτιμήσει αν μια εθνική ρύθμιση δικαιολογείται από έναν από τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ, οφείλει να μορφώσει αντικειμενικώς γνώμη ως προς την ικανότητα του μέτρου για την πραγματοποίηση των προβαλλόμενων σκοπών, ως προς τη δυνατότητα επιτεύξεως αυτών των σκοπών με άλλα μέτρα λιγότερο περιοριστικά και, γενικότερα, ως προς την αναλογικότητα του μέτρου.

80.      Προς στήριξη αυτού του ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, μολονότι οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν αμφισβητούν ότι ένα κράτος μέλος διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως για να αποφασίσει το επίπεδο προστασίας το οποίο επιθυμεί, οι απόψεις τους διίστανται ως προς το ζήτημα αν το εθνικό δικαστήριο μπορεί να προβεί σε ιδία εκτίμηση ή αν πρέπει να αναγνωρίζει στην οικεία νομοθετική ή κανονιστική εξουσία ένα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως αμφοτέρων των ζητημάτων, τουτέστιν του κατά πόσον είναι διαθέσιμο ένα τουλάχιστον το ίδιο αποτελεσματικό, αλλά συνεπαγόμενο λιγότερη στρέβλωση, εναλλακτικό μέτρο και κατά πόσον το επίμαχο μέτρο πληροί συνολικά το κριτήριο της αναλογικότητας. Προσθέτει ότι τα δευτεροβάθμια δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου ερμηνεύουν διαφορετικά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ορισμένα ελέγχοντας το ότι η απόφαση των εθνικών αρχών δεν έχει προδήλως απρόσφορο χαρακτήρα, άλλα περιοριζόμενα στην εξακρίβωση αν, αντικειμενικά, υφίστανται στοιχεία που δικαιολογούν το μέτρο υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού.

81.      Στο πλαίσιο της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου, αποφαινόμενου επί προδικαστικής παραπομπής βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, και των εθνικών δικαστηρίων, η τελική εκτίμηση της αναλογικότητας είναι της αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα περιστατικά της διαφοράς της οποίας επιλαμβάνεται και να ερμηνεύσει την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία. Σ’ αυτό, επομένως, εναπόκειται εν τέλει να εξακριβώσει αν το επίμαχο εθνικό μέτρο είναι πρόσφορο για τη εξασφάλιση της πραγματοποιήσεως του επιδιωκόμενου σκοπού και αν δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου. Εναπόκειται πάντως στο Δικαστήριο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο διευκρινίσεις που θα το καθοδηγήσουν στην ερμηνεία του, ειδικότερα δε ως προς τα κριτήρια που πρέπει να λάβει υπόψη για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση.

82.      Τρεις λόγοι νομίζω ότι επιτάσσουν ο δικαστικός έλεγχος της αναλογικότητας του μέτρου να είναι κάπως συγκρατημένος.

83.      Πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που προτίθενται να διασφαλίζουν και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιτυγχάνεται αυτό (57). Αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως συνεπάγεται κατ’ ανάγκη κάποια άμβλυνση του ελέγχου, πράγμα που εκφράζει τη φροντίδα του εθνικού δικαστή να μην υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση σ’ αυτή των εθνικών αρχών.

84.      Δεύτερον, είναι αναγκαίο να ενταχθούν σε ένα συνολικό σχήμα η πολυπλοκότητα των σχετικών εκτιμήσεων και το περιθώριο αβεβαιότητας που υφίσταται ως προς τα αποτελέσματα μέτρων όπως του επίμαχου στην κύρια δίκη.

85.      Τρίτον, ο Lord Advocate εξέθεσα, με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, ότι ο νόμος του 2012 απαιτεί από τους Scottish Ministers να αξιολογήσουν το αποτέλεσμα του καθορισμού μιας MPU και να υποβάλουν έκθεση εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως, η οποία εν πάση περιπτώσει θα λήξει μετά από έξι έτη, εκτός αν το Κοινοβούλιο της Σκωτίας αποφασίσει να τη διατηρήσει. Νομίζω ότι ο κάπως πειραματικός ή ορισμένης διάρκειας χαρακτήρας αυτής της ρυθμίσεως αποτελεί στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη από το εθνικό δικαστήριο, διότι φαίνεται να προϊδεάζει για την αναθεώρηση της εν λόγω ρυθμίσεως, αν προκύψει ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπισή της μεταβλήθηκαν.

86.      Το περιθώριο, πάντως, εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη δεν μπορεί να φτάνει έως του σημείου να καθίσταται κενή περιεχομένου η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Καθόσον το άρθρο 36 ΣΛΕΕ περιέχει εξαίρεση από αυτή την αρχή, εναπόκειται στις εθνικές αρχές, ακόμη και όταν διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, να αποδείξουν ότι το μέτρο ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας. Μολονότι αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως μπορεί να είναι κατά το μάλλον ή ήττον ευρύ, ανάλογα με τα οικεία έννομα συμφέροντα, και ως εκ τούτου να είναι δύσκολο να γίνουν γενικεύσεις ως προς την ένταση του ελέγχου στον οποίο θα πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο, εντούτοις δεν νομίζω ότι είναι δυνατό να αρκεσθεί κανείς στην απλή απόδειξη του χαρακτήρα του μέτρου ως προδήλως δυσανάλογου, πράγμα που, τελικώς, θα κατέληγε σε αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.

87.      Επιπλέον, όποια κι αν είναι η έκταση αυτού του περιθωρίου εκτιμήσεως, γεγονός παραμένει εντούτοις ότι οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορεί να επικαλεσθεί ένα κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται με τις κατάλληλες αποδείξεις ή με μια ανάλυση της ικανότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου που θεσπίσθηκε από αυτό το κράτος, καθώς και από τα ακριβή στοιχεία τεκμηριώνουν την επιχειρηματολογία του (58).

88.      Προτείνω επομένως να δοθεί στο τέταρτο ερώτημα η απάντηση ότι, για να εκτιμηθεί αν ένα μέτρο ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν τα αποδεικτικά στοιχεία που οφείλει να του παράσχει το κράτος μέλος επιτρέπουν ευλόγως την εκτίμηση ότι τα επιλεγέντα μέσα είναι κατάλληλα για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι, προβαίνοντας σ’ αυτή την επιλογή, το κράτος μέλος δεν υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει.

–       Επί του έκτου ερωτήματος

89.      Με το έκτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ο βαθμός στον οποίο το εθνικό μέτρο θίγει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μπορεί να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί η αναλογικότητά του.

90.      Το αιτούν δικαστήριο αιτιολογεί το ερώτημά του, εκθέτοντας την άποψη του Lord Advocate, ο οποίος φρονεί ότι, εφόσον έχει αναγνωρισθεί ότι ένα μέτρο συνιστά περιορισμό των εμπορικών συναλλαγών, κάθε εκτίμηση ως προς τη φύση και ως προς τα αποτελέσματα της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού αποκλείεται από την εξέταση της αναλογικότητας.

91.      Μολονότι είναι άσχετος προς την επαλήθευση της καταλληλότητας, η οποία προϋποθέτει την απόδειξη ότι το μέτρο, ανεξάρτητα από το περιοριστικό του αποτέλεσμα, μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στην πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο βαθμός στον οποίο το μέτρο θίγει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων πρέπει να ληφθεί υπόψη στα δύο επόμενα στάδια του ελέγχου της αναλογικότητας.

92.      Η στάθμιση την οποία συνεπάγεται η αρχή της αναλογικότητας προϋποθέτει την εκτίμηση του κατά το μάλλον ή ήττον περιοριστικού χαρακτήρα του επιλεγέντος μέτρου κατά τη σύγκρισή του με τα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν. Πρέπει, επομένως, να επαληθευθεί αν υπάρχει άλλο μέτρο που θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος, θίγοντας λιγότερο την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

93.      Ο βαθμός στον οποίο υφίσταται εμπόδιο πρέπει όμως επίσης να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της stricto sensu αναλογικότητας του εθνικού μέτρου, η οποία προϋποθέτει στάθμιση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων αυτού του μέτρου μέσω εξετάσεως, μεταξύ άλλων, του ζητήματος αν η έκταση του περιορισμού που επήλθε στις εμπορικές συναλλαγές εντός της Ένωσης είναι ανάλογη προς τη σημασία των επιδιωκόμενων σκοπών και προς τα αναμενόμενα οφέλη.

94.      Κατά συνέπεια, στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο βαθμός στον οποίο το εθνικό μέτρο θίγει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκρισή του με τα εναλλακτικά μέτρα που θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη του ίδιου σκοπού και κατά τη στάθμιση του συνόλου των υφισταμένων συμφερόντων.

–       Επί του τρίτου ερωτήματος

95.      Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η αναλογικότητα ενός εθνικού μέτρου πρέπει να εκτιμηθεί με βάση αποκλειστικώς τα πραγματικά στοιχεία που διέθεταν οι αρχές του οικείου κράτους μέλους κατά τον χρόνο θεσπίσεως αυτού του μέτρου και αν υφίστανται άλλοι περιορισμοί στην εξουσία του εθνικού δικαστή.

96.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα του επίδικου μέτρου και, επομένως, ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορεί να εξετάσει ο εθνικός δικαστής στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας. Επισημαίνει ότι το ερώτημα αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας εν προκειμένω, διότι έχει στη διάθεσή του νέες μελέτες, οι οποίες δεν ήταν δυνατό να εξετασθούν ούτε από τον εθνικό νομοθέτη ούτε, ως προς ορισμένες από αυτές, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

97.      Σε αντίθεση προς τον Lord Advocate, ο οποίος υποστηρίζει ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει τη νομιμότητα του μέτρου κατά τη θέσπισή του, πράγμα από το οποίο συνάγει ότι δεν μπορεί αυτό να λάβει υπόψη στοιχεία που δεν εξετάσθηκαν από τον εθνικό νομοθέτη, φρονώ, όπως και οι The Scotch Whisky Association κ.λπ., η Ιρλανδία και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), ότι ο εθνικός δικαστής, σε περιπτώσεις όπως αυτές της υπό κρίση στην κύρια δίκη υποθέσεως, οφείλει να λάβει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που έχει στην κατοχή του κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδίδει την απόφασή του, είτε πρόκειται για στοιχεία που υφίσταντο κατά το χρονικό σημείο θεσπίσεως του μέτρου, αλλά δεν κατέστησαν γνωστά στην εθνική νομοθετική ή κανονιστική εξουσία ή δεν χρησιμοποιήθηκαν από αυτή, είτε για στοιχεία μεταγενέστερα της θεσπίσεως του μέτρου.

98.      Ένα επιχείρημα υπέρ της απόψεως που υποστηρίζει ο Lord Advocate θα μπορούσε να αντληθεί, κατ’ αναλογία, από την πάγια νομολογία κατά την οποία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, το κύρος μιας πράξεως της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα τα διαθέσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής (59). Κατά την ίδια νομολογία, η νομιμότητα αυτή «δεν μπορεί να εξαρτάται από αναδρομικές εκτιμήσεις σχετικά με τον βαθμό αποτελεσματικότητάς της» (60) και οσάκις ο νομοθέτης της Ένωσης είναι αναγκασμένος να εκτιμήσει τα μελλοντικά αποτελέσματα ρυθμίσεως την οποία πρέπει να θεσπίσει, καίτοι τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια, η εκτίμησή του δεν μπορεί να επικριθεί παρά μόνον εφόσον προκύπτει ότι αυτή είναι καταφανώς εσφαλμένη υπό το πρίσμα των στοιχείων που ο εν λόγω νομοθέτης διέθετε κατά τον χρόνο θεσπίσεως της οικείας ρυθμίσεως (61).

99.      Παρά ταύτα, δύο συγκλίνοντα επιχειρήματα με ωθούν να υποστηρίξω την αντίθετη άποψη.

100. Το πρώτο επιχείρημα έχει σχέση με τις αρχές της υπεροχής και της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου.

101. Όπως τόνισε το Δικαστήριο με την απόφασή του Seymour-Smith και Perez (62), οι απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου πρέπει να τηρούνται «κατά πάντα κρίσιμο χρόνο, είτε ο χρόνος αυτός είναι ο χρόνος της θεσπίσεως ενός μέτρου, της θέσεώς του σε εφαρμογή ή της εφαρμογής του στη συγκεκριμένη περίπτωση» (63).

102. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι ο έλεγχος της νομιμότητας των μέτρων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές εν ονόματι των λόγων γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ πρέπει να έχει όχι στατικό, αλλά δυναμικό χαρακτήρα, οσάκις συνεπάγεται, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, τη συνεκτίμηση δεδομένων που μπορεί να εξελίσσονται με τον χρόνο σε συνάρτηση με πολυάριθμες κοινωνικές παραμέτρους, όπως είναι οι συνήθειες της καταναλώσεως οινοπνεύματος ή τα εισοδήματα των αγοραστών ή το στάδιο εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων που αφορούν το εξεταζόμενο φαινόμενο.

103. Το Δικαστήριο έχει κρίνει εξάλλου ότι, οσάκις κράτος μέλος θεσπίζει εθνική ρύθμιση που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων, οφείλει να επανεξετάζει αυτή τη ρύθμιση, όταν προκύπτει ότι οι λόγοι που είχαν ως συνέπεια τη θέσπισή της μεταβλήθηκαν κατόπιν ιδίως της εξελίξεως των διαθέσιμων στοιχείων που απορρέουν από την επιστημονική έρευνα (64).

104. Η νομολογία αυτή απηχείται στη νομολογία που αφορά την εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Ενώ δέχεται ότι, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία κινδύνων για την υγεία των ατόμων, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, εφαρμόζοντας την αρχή της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσεως, μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αντιθέτως, αν νέα στοιχεία τροποποιούν την αντίληψη ενός κινδύνου ή δείχνουν ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να περιοριστεί με λιγότερο καταναγκαστικά μέτρα από αυτά που υφίστανται, στα θεσμικά όργανα, και ιδίως στην Επιτροπή που έχει την εξουσία να λαμβάνει πρωτοβουλίες, απόκειται να μεριμνούν για την προσαρμογή της ρυθμίσεως στα νέα δεδομένα (65).

105. Είναι αληθές ότι το να επιβάλλεται στα κράτη μέλη υποχρέωση προσαρμογής ή εκσυγχρονισμού της ρυθμίσεως σε συνάρτηση με την εξέλιξη των επιστημονικών δεδομένων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι μια ανεπίκαιρη πλέον διάταξη θα πρέπει να κηρύσσεται παράνομη και, επομένως, να ακυρώνεται αναδρομικά.

106. Πρέπει πάντως να τονισθεί, και αυτό είναι το δεύτερο επιχείρημα, ότι η προσφυγή ελέγχου νομιμότητας που άσκησαν οι The Scotch Whisky Association κ.λπ. εμφανίζει, όπως το τόνισα ήδη, την ιδιομορφία ότι ασκήθηκε κατά νόμου που δεν έχει ακόμη αρχίσει να ισχύει και κατά διατάγματος που βρίσκεται στο στάδιο ενός απλού σχεδίου.

107. Υπ’ αυτές τις ιδιαίτερες περιστάσεις, είναι λογικό να θεωρηθεί ως κρίσιμο χρονικό σημείο για την εκτίμηση του συμβατού προς το ενωσιακό δίκαιο το χρονικό σημείο κατά το οποίο το εθνικό δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του. Το να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία θεσπίσεως της ρυθμίσεως δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα, διότι το διάταγμα, το οποίο αποτελεί πάντως αδιάσπαστο μέρος της ρυθμίσεως της οποίας το συμβατό προς το ενωσιακό δίκαιο αμφισβητείται, δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Ούτε το να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της εφαρμογής αυτής της ρυθμίσεως είναι δυνατό, διότι η ρύθμιση δεν έχει ακόμη εφαρμοσθεί.

108. Καταλήγω ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία που υφίστανται κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδίδει την απόφασή του. Εξάλλου, δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι περιορισμοί στην εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτά τα στοιχεία, πέραν αυτών που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως και, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, των εθνικών δικονομικών διατάξεων που διέπουν την προσκόμιση αποδείξεων ενώπιον δικαστηρίου.

109. Προτείνω, κατά συνέπεια, να δοθεί στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι, οσάκις, όπως υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, το εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται προσφυγής ελέγχου νομιμότητας μιας εθνικής ρυθμίσεως που δεν έχει ακόμη αρχίσει να ισχύει και παραμένει, εν μέρει, στο στάδιο του απλού σχεδίου, οφείλει, προκειμένου να εκτιμήσει την αναλογικότητα της εν λόγω ρυθμίσεως σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, να εξετάσει όχι μόνον τα στοιχεία που διέθεταν οι εθνικές αρχές και τα εξέτασαν κατά την επεξεργασία αυτής της ρυθμίσεως, αλλά και το σύνολο των πραγματικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του. Δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι περιορισμοί στην εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτά τα στοιχεία, πέραν αυτών που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως και, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, των εθνικών δικονομικών διατάξεων που διέπουν την προσκόμιση αποδείξεων ενώπιον δικαστηρίου.

110. Ας έλθουμε τώρα στην αποτελεσματική εφαρμογή του ελέγχου της αναλογικότητας.

ii)    Η εφαρμογή του ελέγχου της αναλογικότητας

111. Λόγω της συνάφειάς τους, πρέπει να εξετασθούν από κοινού το δεύτερο και το πέμπτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

112. Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπό ποιες προϋποθέσεις κράτος μέλος μπορεί, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, ο οποίος εντάσσεται σε αυτόν της προστασίας της δημόσιας υγείας, να επιλέξει ρύθμιση που επιβάλλει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών, η οποία νοθεύει τις εμπορικές συναλλαγές στο εσωτερικό της Ένωσης και τον ανταγωνισμό, αντί μιας αυξημένης φορολογήσεως αυτών των προϊόντων.

113. Με το πέμπτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ένα μέτρο που καθιστά δυνατή την επίτευξη του ίδιου με της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως σκοπού μπορεί, μολονότι είναι λιγότερο περιοριστικό για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, να απορριφθεί για τον λόγο ότι μπορεί να αποφέρει πρόσθετα πλεονεκτήματα και να εξυπηρετεί έναν ευρύτερο και γενικότερο σκοπό.

114. Διαπιστώνω ότι τα ερωτήματα αυτά αφορούν τη δεύτερη επαλήθευση του ελέγχου της αναλογικότητας, που συνίσταται στην εκτίμηση αν το εθνικό μέτρο μπορεί να αντικατασταθεί από ένα εναλλακτικό μέτρο, εξίσου χρήσιμο, αλλά που θίγει λιγότερο την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει πάντως ότι το εθνικό δικαστήριο διερωτάται ειδικότερα για τον επακριβή σκοπό της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως και για την καταλληλότητά της να επιτύχει αυτόν τον σκοπό. Προκειμένου να του παρασχεθεί χρήσιμη απάντηση, νομίζω ότι είναι αναγκαίο να προβώ σε κάποιες διευκρινίσεις ως προς τα εν λόγω ερωτήματα.

–       Η εξακρίβωση του σκοπού της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως

115. Είναι σημαντικό να εξακριβωθεί ο σκοπός που επιδιώκεται με το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο για να κριθεί αν αυτό είναι ανάλογο προς αυτόν τον σκοπό.

116. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι τα επίδικα μέτρα περιγράφηκαν στην εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου που υποβλήθηκε στο κοινοβούλιο της Σκωτίας, όπου διευκρινίστηκε ότι σκοπό είχαν την εφαρμογή στρατηγικών και επεμβάσεων, τόσο γενικών όσο και εξειδικευμένων, που αφορούν τον πληθυσμό γενικά και τους καταναλωτές που προβαίνουν σε «επιβλαβή» κατανάλωση ειδικά, οι οποίοι ορίζονται ως οι άνδρες και οι γυναίκες που καταναλώνουν αντιστοίχως πλέον των 50 και πλέον των 35 μονάδων οινοπνεύματος την εβδομάδα. Προσθέτει πάντως ότι μια πιο πρόσφατη μελέτη που παραδόθηκε στο κοινοβούλιο της Σκωτίας, επιγραφόμενη «Business and Regulatory Impact Assessment» (εκτίμηση του αντίκτυπου των μέτρων από επιχειρηματικής και από ρυθμιστικής απόψεως), μνημονεύει μεταξύ των σκοπών αυτών των μέτρων την καταπολέμηση της «επικίνδυνης» καταναλώσεως, η οποία ορίζεται ως αυτή που είναι άνω των 21 μονάδων οινοπνεύματος την εβδομάδα για τους άνδρες και άνω των 11 μονάδων οινοπνεύματος την εβδομάδα για τις γυναίκες. Η μελέτη αυτή καταλήγει ότι η επιβολή κατώτατης τιμής καθιστά δυνατή την επίτευξη μειώσεως της καταναλώσεως φθηνότερων οινοπνευματωδών ποτών σε σχέση με την περιεκτικότητά τους σε οινόπνευμα, δεδομένου ότι εκείνοι που προβαίνουν σε επικίνδυνη και επιβλαβή κατανάλωση πλήττονται περισσότερο από τους πότες που καταναλώνουν, τούτο δε από απόψεως ποσοτήτων που καταναλώνονται, ποσών που δαπανώνται και οφέλους που αντλείται από τη μείωση των προσβολών στην υγεία τους. Το Court of Session επισημαίνει πάντως ότι, όταν τα μέτρα κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 98/34/ΕΚ (66), παρουσιάστηκαν ως περιοριζόμενα στη στόχευση όσων προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση οινοπνεύματος.

117. Η αμφισημία που απορρέει από αυτή την εξέλιξη στην παρουσίαση των σκοπών του μέτρου από τις εθνικές αρχές δεν αίρεται από τις γραπτές παρατηρήσεις του Lord Advocate, διότι, ενώ υπενθυμίζει ότι ένα μέτρο περί καθορισμού MPU θεσπίζεται για να επιτευχθεί ο διπλός σκοπός, αφενός, της στοχεύσεως του μέρους του πληθυσμού του οποίου η υγεία βρίσκεται περισσότερο σε κίνδυνο, και, αφετέρου, ενός θετικού αποτελέσματος για την υγεία όλου του πληθυσμού, αναγνωρίζει ότι η δικαιολόγηση ενός τέτοιου μέτρου στηρίζεται μόνο στον πρώτο από αυτούς τους σκοπούς.

118. Αυτή η συνεχιζόμενη αμφισημία προκαλεί τη δυσάρεστη εντύπωση ότι ο σκοπός της μειώσεως της καταναλώσεως οινοπνεύματος, γενικώς, αποσιωπήθηκε ηθελημένα, προκειμένου να μπορέσει το επίδικο μέτρο να ξεπεράσει ευκολότερα την επαλήθευση της αναγκαιότητας, κατά τη σύγκρισή του με φορολογικό μέτρο που έχει ως αποτέλεσμα γενικευμένη αύξηση της τιμής των οινοπνευματωδών ποτών.

119. Υπενθυμίζω ότι στο εθνικό δικαστήριο, πράγματι μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα περιστατικά της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί και να ερμηνεύσει την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, εναπόκειται, εν τέλει, να εξακριβώσει τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (67).

120. Εν προκειμένω, εναπόκειται σ’ αυτό να εκτιμήσει αν το μέτρο επιδιώκει ένα διπλό σκοπό, γενικό και εξειδικευμένο, ή επιδιώκει μόνον τον δεύτερο, με τη διευκρίνιση εξάλλου ότι οι στόχοι αυτοί, κάθε άλλο παρά αντιφατικοί, μπορούν κάλλιστα να είναι συμπληρωματικοί. Προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που θα του παρέχει τη δυνατότητα να λύσει τη διαφορά της κύριας δίκης, θα εξετάσω τις δύο περιπτώσεις κατά την ανάπτυξη των ακόλουθων σκέψεων.

–       Η ικανότητα του μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού

121. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη πρέπει κατ’ αρχάς να υποστούν επιτυχώς τον σχετικό με την επαλήθευση της ικανότητας έλεγχο, ότι δηλαδή είναι πρόσφορα να διασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού.

122. Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι μια εθνική νομοθετική ρύθμιση είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την υλοποίηση του σκοπού που φέρεται να επιδιώκει μόνον εφόσον ανταποκρίνεται πραγματικά στην ανάγκη επιτεύξεώς του κατά τρόπο «συνεπή και συστηματικό» (68).

123. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος που προβάλλει σκοπό ικανό να δικαιολογήσει ένα εμπόδιο να παράσχει στο δικαστήριο το οποίο καλείται να αποφανθεί επ’ αυτού του ζητήματος όλα τα στοιχεία που θα δώσουν στο δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν η εθνική ρύθμιση ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας (69).

124. Ο Lord Advocate, εξάλλου, υποστηρίζει ότι η MPU θα έχει άμεσο αποτέλεσμα μόνο στα προϊόντα λιανικής πωλήσεως σε τιμή χαμηλότερη της MPU και ότι, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι προοδευτικό, τα προϊόντα με το χαμηλότερο κόστος ανά μονάδα οινοπνεύματος θα αποτελέσουν το αντικείμενο εντονότατων αυξητικών τάσεων.

125. Η Πολωνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία, επιστημονικώς αποδεδειγμένα, που να επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα που προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση οινοπνεύματος καταναλώνουν στην πλειονότητά τους φθηνά οινοπνευματώδη ποτά σε σχέση με την περιεκτικότητά τους σε οινόπνευμα. Κατ’ αυτή την κυβέρνηση, η νομοθεσία της Σκωτίας θα επηρεάσει μόνο τα άτομα χαμηλού εισοδήματος και δεν έχει, αντιθέτως, καμία επίπτωση στην κατανάλωση οινοπνεύματος από τα άτομα υψηλού εισοδήματος, μολονότι αυτά προβαίνουν πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι τα άτομα χαμηλού εισοδήματος σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση οινοπνεύματος. Η εν λόγω κυβέρνηση συνάγει συναφώς ότι ο σκοπός που επιδιώκουν οι αρχές της Σκωτίας δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί αποτελεσματικά.

126. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν συναφώς τα κράτη μέλη, η MPU δεν αποτελεί προδήλως παράλογο μέτρο στο πλαίσιο μιας εκστρατείας με σκοπό τη μείωση της καταναλώσεως οινοπνεύματος, γενικά, ή της καταναλώσεως εκείνων που προβαίνουν σε επικίνδυνη, ή και επιβλαβή κατανάλωση, ειδικότερα.

127. Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη όχι μόνο κατά την επιλογή της επιδιώξεως ενός συγκεκριμένου σκοπού στον τομέα της πολιτικής για τη δημόσια υγεία, αλλά και κατά τον καθορισμό των μέτρων που μπορούν να τον υλοποιήσουν, και, αφετέρου, της επιστημονικής διαμάχης που τονίζει το αιτούν δικαστήριο (70) ως προς τον βαθμό ελαστικότητας της ζητήσεως σε σχέση με τις τιμές ή τη φορολογία και, επομένως, τις αβεβαιότητες ως προς την αποτελεσματικότητα των δημοσίων πολιτικών που στηρίζονται στον έλεγχο των τιμών ή στην υψηλότερη φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών για τη μείωση της καταναλώσεώς τους, δεν νομίζω ότι είναι παράλογο εκ μέρους αυτών των κρατών το να εκτιμούν ότι ένα μέτρο, όπως η επιβολή MPU ανά μονάδα οινοπνεύματος, μπορεί να είναι πρόσφορη για την επίτευξη των μνημονευθέντων προηγουμένως σκοπών.

128. Αντιθέτως, νομίζω ότι μεγαλύτερες επιφυλάξεις εγείρει ο χαρακτηρισμός αυτού του μέτρου ως συνεπούς και συστηματικού.

129. Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα μελετών που πραγματοποιήθηκαν για τα εισοδήματα και την περιουσία αυτών που προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση, αυτό το είδος καταναλώσεως, όπως εξάλλου και η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών γενικώς, αυξάνεται μαζί με τα εισοδήματα, διότι, ιδίως, ενώ στο τμήμα του πληθυσμού που βρίσκεται στο κατώτερο πεμπτημόριο εισοδήματος το ποσοστό των καταναλωτών οινοπνευματωδών ποτών που κατατάσσονται ως προβαίνοντες σε επιβλαβή κατανάλωση ανέρχεται σε 4,8 % και το ποσοστό εκείνων που προβαίνουν σε επικίνδυνη κατανάλωση ανέρχεται σε 10,9 %, τα αριθμητικά αυτά στοιχεία ανέρχονται αντιστοίχως σε 7,7 % και 25,7 % για το τμήμα του πληθυσμού που βρίσκεται στο υψηλότερο πεμπτημόριο εισοδήματος.

130. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που στηρίζονται στις αγορές οινοπνευματωδών ποτών που πραγματοποιούνται στην Αγγλία και την Ουαλία σε τιμή κατώτερη των 0,45 και όχι στην τιμή των 0,50 GBP, που τελικά καθόρισε η επίδικη ρύθμιση, η ποσότητα των λιγότερο ακριβών οινοπνευματωδών ποτών που αγοράζονται εβδομαδιαίως μειώνεται όσο αυξάνονται τα εισοδήματα των καταναλωτών που προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση.

131. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ίδιας αυτής μελέτης, η ετήσια κατανάλωση οινοπνεύματος θα μπορούσε να μειωθεί κατά 300 μονάδες οινοπνεύματος ανά έτος για όσους ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που προβαίνουν σε επιβλαβή κατανάλωση οινοπνεύματος και βρίσκονται στο χαμηλότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, ενώ θα μειωνόταν μόνο κατά 34 μονάδες οινοπνεύματος για τους καταναλωτές στο υψηλότερο πεμπτημόριο εισοδήματος. Η μείωση αυτή θα ήταν 42 μονάδες οινοπνεύματος για την κατηγορία των ατόμων στο χαμηλότερο πεμπτημόριο εισοδήματος που προβαίνουν σε επικίνδυνη κατανάλωση, ενώ η κατανάλωση θα αυξανόταν παραδόξως κατά 5 μονάδες για τους καταναλωτές στο υψηλότερο πεμπτημόριο εισοδήματος.

132. Επομένως, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναλύει το αιτούν δικαστήριο, μολονότι η επιβολή μιας κατώτατης τιμής φαίνεται ικανή να επιφέρει μείωση της καταναλώσεως οινοπνεύματος από εκείνους που καταναλώνουν σε βαθμό επικίνδυνο ή επιβλαβή, το αποτέλεσμα πάντως θα ήταν σαφώς πιο σημαντικό στην κατηγορία των καταναλωτών οινοπνευματωδών ποτών χαμηλών εισοδημάτων απ’ ό,τι μεταξύ των καταναλωτών οινοπνευματωδών ποτών με τα υψηλότερα εισοδήματα.

133. Απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ο Lord Advocate διευκρίνισε ότι μια συμπληρωματική μελέτη που πραγματοποιήθηκε για την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών στη Σκωτία σε τιμές ανά μονάδα οινοπνεύματος χαμηλότερες των 0,50 GBP κατέδειξε ότι η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών σε τέτοιες τιμές ήταν πολύ σημαντικότερη ως προς αυτούς που προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση και ζουν υπό συνθήκες φτώχειας παρά ως προς αυτούς που προβαίνουν σ’ αυτό το είδος καταναλώσεως, αλλά δεν ζουν υπό συνθήκες φτώχειας (71).

134. Παραπέμποντας εξάλλου σε διάφορες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν τόσο στη Σκωτία όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και σε διεθνές επίπεδο, ο Lord Advocate υποστήριξε ότι υπάρχουν αποδείξεις σύμφωνα με τις οποίες τα νεαρά άτομα που καταναλώνουν οινοπνευματώδη ποτά ή εκείνοι που κάνουν τακτικά κατανάλωσή τους ή προβαίνουν σε επιβλαβή κατανάλωσή τους έχουν τάση να επιλέγουν τα ποτά που συνεπάγονται μικρότερη δαπάνη. Υπογράμμισε παράλληλα ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα οινοπνευματώδη έχουν καταστεί σήμερα πολύ πιο προσιτά απ’ ό,τι το 1980 και ότι η κατανάλωση ζύθου, οίνου και αποσταγμάτων έχει αυξηθεί από το 1994 κατά 45 % εκτός καταστήματος, ενώ στον τομέα της καταναλώσεως εντός καταστήματος οι πωλήσεις μειώθηκαν κατά περίπου 40 %. Κατ’ αυτόν, η εξήγηση είναι ότι εκείνοι που καταναλώνουν οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλο βαθμό, οι οποίοι αναζητούν τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα αυτών των ποτών σε χαμηλή τιμή σε σχέση με την περιεκτικότητά τους σε οινόπνευμα, έχουν μεταβάλει τη συμπεριφορά τους, προκειμένου να καταναλώνουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τα χρήματα που διαθέτουν. Επομένως, η επιβολή μιας MPU θα εμφάνιζε το πλεονέκτημα να εμποδίζει εκείνους που καταναλώνουν οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλο βαθμό από το να αναζητούν εναλλακτικές δυνατότητες, λιγότερο δαπανηρές, για να διατηρούν το υφιστάμενο επίπεδο καταναλώσεώς τους.

135. Τελικώς πείθομαι από τις λεπτομερείς διευκρινίσεις που παρέσχε ο Lord Advocate, απαντώντας στην ερώτηση του Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και εκτιμώ ότι αιτιολογεί επαρκώς το ότι το μέτρο ανταποκρίνεται στον σκοπό της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, προβάλλοντας, ιδίως, ότι αυτό εντάσσεται σε μια γενικότερη στρατηγική καταπολεμήσεως των δεινών που προκαλεί το οινόπνευμα, η οποία εμπεριέχει άλλα μέτρα όπως την απαγόρευση ειδικών προσφορών, και ότι η στόχευση στα φθηνά οινοπνευματώδη ποτά μπορεί να δικαιολογείται από το γεγονός ότι αυτοί που προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση, στους οποίους περιλαμβάνονται ιδίως νεαρά άτομα, ως προς τα οποία είναι εύλογη η βούληση προστασίας κατά προτεραιότητα, καταναλώνουν σε ευρεία κλίμακα αυτή την κατηγορία ποτών.

–       Η αναγκαιότητα του μέτρου

136. Το ζήτημα που τίθεται είναι αν ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας που επιδιώκεται από τις αρχές της Σκωτίας θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό αλλά το ίδιο αποτελεσματικό τρόπο μέσω ενός φορολογικού μέτρου. Με άλλα λόγια, θα καθιστούσε μια αυξημένη φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών δυνατή την επίτευξη του ίδιου σκοπού όπως η ρύθμιση που επιβάλλει κατώτατη τιμή, επιφέροντας ταυτόχρονα λιγότερους περιορισμούς στις εμπορικές συναλλαγές; Για να δοθεί απάντηση στο σύνολο των ερωτημάτων που θέτει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει εξάλλου να εξακριβωθεί, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν αυτή η λιγότερο περιοριστική εναλλακτική δυνατότητα μπορεί να απορριφθεί, για τον λόγο ότι μπορεί να έχει ως συνέπεια πρόσθετα οφέλη, τα οποία και εξυπηρετούν έναν ευρύτερο και γενικότερο σκοπό.

137. Υποστηριζόμενη από τους The Scotch Whisky Association κ.λπ., καθώς και από τη Βουλγαρική, την Πολωνική και την Πορτογαλική Κυβέρνηση, η άποψη ότι η αύξηση των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των οινοπνευματωδών ποτών αποτελεί καταλληλότερο μέτρο μπορεί, όπως φαίνεται, να βρει έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά τις κατώτατες τιμές λιανικής πωλήσεως επεξεργασμένων προϊόντων καπνού, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας θα μπορούσε καταλλήλως να επιτευχθεί μέσω αυξημένης φορολογήσεως αυτών των προϊόντων, η οποία διαφυλάσσει την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών.

138. Ο Lord Advocate και η ΕΖΕΣ, υποστηρικτές της αντίθετης απόψεως, προβάλλουν πάντως ότι η σχετική με τα προϊόντα καπνού νομολογία δεν μπορεί να έχει κατ’ αναλογία εφαρμογή στα οινοπνευματώδη ποτά, καθόσον λαμβάνει υπόψη ως έρεισμα ιδιαίτερες διατάξεις που περιέχονται στην οδηγία 95/59/ΕΚ (72) και καθόσον, ενώ ο σκοπός της μειώσεως της καταναλώσεως καπνού αποτελεί καθολικό σκοπό, που αφορά το σύνολο του πληθυσμού, ο σκοπός της επιβολής μιας MPU είναι διαφορετικός, διότι πρόκειται όχι για τη μείωση της συνολικής καταναλώσεως, αλλά για την επίτευξη του εξειδικευμένου σκοπού της μειώσεως της καταναλώσεως οινοπνεύματος από εκείνους που προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση.

139. Η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκτιμούν ότι η επιλογή μεταξύ μιας κατώτατης τιμής και της αυξημένης φορολογήσεως εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη για να αποφασίσουν το επίπεδο στο οποίο προτίθενται να διασφαλίσουν την προστασία της δημόσιας υγείας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιτευχθεί αυτό το επίπεδο.

140. Αναφερόμενο στην προσέγγιση που ακολουθεί το Δικαστήριο με τη σχετική με τα προϊόντα καπνού νομολογία του, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο σκοπός της προστασίας της υγείας που επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της θεσπίσεως ενός φορολογικού μέτρου, που θα είχε λιγότερο περιοριστικό αποτέλεσμα στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, θα νόθευε λιγότερο τον ανταγωνισμό και, επιπλέον, θα εμφάνιζε το πλεονέκτημα να επιφέρει γενική αύξηση των τιμών των οινοπνευματωδών ποτών, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο πτώση της καταναλώσεως και μείωση του αντίστοιχου κοινωνικού κόστους.

141. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος έχει επιλογή μεταξύ διαφορετικών μέτρων, ικανών να επιτύχουν τον ίδιο στόχο, βαρύνεται με την υποχρέωση να χρησιμοποιήσει το μέτρο που επιφέρει τα λιγότερα εμπόδια στην ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών εντός της Ένωσης.

142. Πριν εξετάσω αν ένα φορολογικό μέτρο αποδεικνύεται το ίδιο ικανό για την υλοποίηση του σκοπού της προστασίας της υγείας που επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση και αν έχει λιγότερο περιοριστικά αποτελέσματα στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, πρέπει να επαληθευθεί αν το ενωσιακό δίκαιο επιτρέπει σε κράτος μέλος να στραφεί στη χρήση ενός τέτοιου μέτρου.

143. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι οι οδηγίες 92/83/ΕΟΚ (73) και 92/84/ΕΟΚ (74) περιορίζονται στο να υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν έναν ελάχιστο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης. Επομένως, τα κράτη μέλη διατηρούν επαρκές περιθώριο εκτιμήσεως για να προβούν σε γενική αύξηση των ειδικών φόρων καταναλώσεως, προκειμένου, ιδίως, να επιδιώξουν την υλοποίηση ειδικών σκοπών δημόσιας υγείας, αρκεί το σύστημα φορολογήσεως που θέτουν σε εφαρμογή προς τον σκοπό αυτόν να μπορεί να θεωρηθεί συμβατό προς το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, πράγμα που προϋποθέτει ότι το εν λόγω σύστημα έχει διαμορφωθεί κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται, σε κάθε περίπτωση, τα εισαγόμενα προϊόντα να φορολογούνται βαρύτερα από τα εγχώρια προϊόντα και, επομένως, να μην συνεπάγεται, σε καμία περίπτωση, δυσμενείς διακρίσεις.

144. Απομένει να εξακριβωθεί αν μια αυξημένη φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών συνιστά λιγότερο περιοριστικό μέτρο.

145. Όσον αφορά τα προϊόντα καπνού, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η φορολογική ρύθμιση αποτελεί σημαντικό και αποτελεσματικό μέσον καταπολεμήσεως της καταναλώσεως των εν λόγω προϊόντων και ως εκ τούτου της προστασίας της δημόσιας υγείας και ότι ο σκοπός που συνίσταται στον προσδιορισμό των τιμών των εν λόγω προϊόντων σε υψηλά επίπεδα μπορεί να επιδιώκεται κάλλιστα με αυξημένη φορολογία των προϊόντων αυτών, καθόσον αργά ή γρήγορα οι αυξήσεις των ειδικών φόρων καταναλώσεως θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών λιανικής, χωρίς τούτο να θίγει την ελευθερία προσδιορισμού των τιμών (75).

146. Μπορεί η νομολογία αυτή να έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στην επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, που έχει σχέση με την τιμή των οινοπνευματωδών ποτών;

147. Δεν με πείθουν τα δύο επιχειρήματα που προβάλλουν ο Lord Advocate και η ΕΖΕΣ, αντιτασσόμενοι σ’ αυτή την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή, τα οποία αντλούνται, αφενός, από τις ιδιαίτερες διατάξεις που περιέχονται στην οδηγία 95/59 και, αφετέρου, από τον εξειδικευμένο χαρακτήρα του σκοπού της μειώσεως της καταναλώσεως οινοπνεύματος που επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, η οποία αφορά μόνον εκείνους που προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση.

148. Πρώτον, πρέπει να τονισθεί ότι με την απόφασή του Επιτροπή κατά Ελλάδος (76), η οποία αφορούσε προσφυγή λόγω παραβάσεως, το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι τα εθνικά μέτρα ήταν αντίθετα προς την οδηγία 95/59, τα εξέτασε, παρά ταύτα, και υπό το πρίσμα μιας ενδεχόμενης δικαιολογήσεως με βάση το άρθρο 36 ΣΛΕΕ καταλήγοντας ότι ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας μπορεί πρόσφορα να επιδιωχθεί με αυξημένη φορολογία των προϊόντων των επεξεργασμένων καπνών που θα διαφύλασσε την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών. Επομένως, ακόμη και σε ένα τομέα που δεν διέπεται από διατάξεις του παραγώγου δικαίου, προβλέπουσες ρητώς την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών, μια αυξημένη φορολόγηση που περιορίζει λιγότερο τις εμπορικές συναλλαγές καθιστώντας ταυτόχρονα δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να προτιμάται από ένα μέτρο καθορισμού κατώτατης τιμής, το οποίο συνιστά σημαντικότερο εμπόδιο.

149. Δεύτερον, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ο σκοπός της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως οριοθετείται με την καταπολέμηση της επικίνδυνης και επιβλαβούς καταναλώσεως οινοπνευματωδών ποτών, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει, εκτιμώ ότι εναπόκειται στους συντάκτες της ρυθμίσεως να αποδείξουν ότι μια αυξημένη φορολόγηση δεν είναι ικανή να εκπληρώσει αυτόν το στόχο. Αυτοί δεν παρέχουν όμως κανένα σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο που να καταδεικνύει, όπως υποστηρίζουν, ότι μια αυξημένη φορολόγηση θα είχε «δυσανάλογη» επίδραση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Διαπιστώνεται ότι προβάλλουν κυρίως ότι ένα τέτοιο μέτρο θα έθιγε «ανωφελώς» αυτούς που καταναλώνουν μετρίως, οι οποίοι δεν διατρέχουν κίνδυνο στο ίδιο επίπεδο. Όπως και το αιτούν δικαστήριο, δεν βλέπω πώς αυτό το παράπλευρο αποτέλεσμα μιας γενικευμένης αυξήσεως των φόρων θα μπορούσε να εκτιμηθεί ως αρνητικό στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της επικίνδυνης ή επιβλαβούς καταναλώσεως οινοπνεύματος, ενώ, επιπροσθέτως, οι επιστημονικές μελέτες φαίνονται να αποδεικνύουν ότι η επικίνδυνη ή επιβλαβής κατανάλωση αυξάνεται όσον αυξάνονται τα εισοδήματα των καταναλωτών, ενώ, παράλληλα, η ποσότητα των λιγότερο ακριβών οινοπνευματωδών ποτών που αγοράζονται εβδομαδιαίως μειώνεται με την αύξηση των εισοδημάτων εκείνων που προβαίνουν σε επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση.

150. Στην περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση επιδιώκει συγχρόνως τον στόχο που αφορά την επικίνδυνη ή επιβλαβή κατανάλωση και τον γενικότερο σκοπό της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, το γεγονός ότι το εναλλακτικό μέτρο μιας αυξημένης φορολογήσεως είναι ικανό να προσπορίσει πρόσθετα πλεονεκτήματα, συμβάλλοντας στην υλοποίηση αυτού του γενικού σκοπού θα συνιστούσε μάλιστα ένα καθοριστικό στοιχείο, που θα δικαιολογούσε την επιλογή μάλλον αυτού του μέτρου παρά του μέτρου μιας MPU.

151. Μολονότι εναπόκειται, σε τελευταία ανάλυση, στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει τους ακριβείς σκοπούς του εξεταζόμενου μέτρου, να εξετάσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα ενός μέτρου αυξημένης φορολογήσεως και να ερευνήσει αν η σχέση κόστους/οφέλους συνηγορεί υπέρ αυτής της εναλλακτικής δυνατότητας έναντι της κατώτατης τιμής, εντούτοις η δικαιολόγηση της επίμαχης ρυθμίσεως υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας είναι μάλλον δύσκολη, καθώς η ρύθμιση αυτή φαίνεται μάλλον λιγότερο συνεκτική και αποτελεσματική σε σχέση με ένα μέτρο αυξημένης φορολογήσεως, ενώ μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και ότι εισάγει δυσμενείς διακρίσεις.

152. Κατά συνέπεια, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο και στο πέμπτο ερώτημα η απάντηση ότι κράτος μέλος δεν μπορεί, προς επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, ο οποίος εντάσσεται σ’ αυτόν της προστασίας της δημόσιας υγείας, να επιλέγει μια ρύθμιση που επιβάλλει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών, η οποία περιορίζει τις συναλλαγές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και νοθεύει τον ανταγωνισμό, αντί μιας αυξημένης φορολογήσεως αυτών των προϊόντων, παρά μόνον υπό τον όρο ότι αποδεικνύει ότι το μέτρο που επιλέχθηκε εμφανίζει πρόσθετα πλεονεκτήματα ή λιγότερα μειονεκτήματα απ’ ό,τι το εναλλακτικό μέτρο. Το γεγονός ότι το εναλλακτικό μέτρο αυξημένης φορολογήσεως είναι ικανό να αποφέρει πρόσθετα πλεονεκτήματα, συμβάλλοντας στον γενικό στόχο της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, δεν δικαιολογεί την απόρριψη αυτού του μέτρου υπέρ του μέτρου μιας MPU.

IV – Πρόταση

153. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Court of Session ως εξής:

1)      Ο κανονισμός (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 922/72, (ΕΟΚ) 234/79, (ΕΚ) 1037/2001 και (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως οίνων σε συνάρτηση με την ποσότητα του οινοπνεύματος που περιέχεται στο πωλούμενο προϊόν, υπό τον όρο ότι η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από τους σκοπούς της προστασίας της δημόσιας υγείας, ειδικότερα δε από τον σκοπό της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

2)      Για να εκτιμηθεί αν ένα μέτρο ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο:

–        να ελέγξει αν τα αποδεικτικά στοιχεία, η προσκόμιση των οποίων ενώπιόν του εναπόκειται στο κράτος μέλος, καθιστούν δυνατό να εκτιμηθεί λογικά ότι τα επιλεγέντα μέτρα είναι κατάλληλα για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι, προβαίνοντας σ’ αυτή την επιλογή, το κράτος μέλος δεν υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει, και

–        να λάβει υπόψη τον βαθμό στον οποίο το μέτρο αυτό θίγει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, όταν θα συγκρίνει τα εναλλακτικά μέτρα που θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη του ίδιου σκοπού και όταν θα σταθμίσει το σύνολο των συμφερόντων που υφίστανται εν προκειμένω.

3)      Όταν, όπως υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, έχει ασκηθεί ενώπιόν του προσφυγή ελέγχου νομιμότητας μιας εθνικής ρυθμίσεως που δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ και παραμένει ακόμη στο στάδιο ενός απλού σχεδίου, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, προκειμένου να εκτιμήσει της αναλογικότητα αυτής της ρυθμίσεως σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, να εξετάσει όχι μόνον τα στοιχεία που διέθεταν οι εθνικές αρχές και τα εξέτασαν κατά την επεξεργασία της εν λόγω ρυθμίσεως, αλλά το σύνολο επίσης των πραγματικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του. Δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι περιορισμοί στην εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτά τα στοιχεία, πέραν αυτών που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως της υποθέσεως και, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, των εθνικών δικονομικών διατάξεων που διέπουν την απόδειξη ενώπιον δικαστηρίου.

4)      Τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι κράτος μέλος δεν μπορεί, προς επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, ο οποίος εντάσσεται σ’ αυτόν της προστασίας της δημόσιας υγείας, να επιλέγει μια ρύθμιση που επιβάλλει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών αντί μιας αυξημένης φορολογήσεως αυτών των προϊόντων που περιορίζει λιγότερο τις εμπορικές συναλλαγές στο εσωτερικό της Ένωσης, εκτός αν το κράτος αυτό αποδεικνύει ότι το μέτρο που επιλέχθηκε εμφανίζει πρόσθετα πλεονεκτήματα ή λιγότερα μειονεκτήματα απ’ ό,τι το εναλλακτικό μέτρο. Το γεγονός ότι το εναλλακτικό μέτρο αυξημένης φορολογήσεως είναι ικανό να αποφέρει πρόσθετα πλεονεκτήματα, συμβάλλοντας στον γενικό στόχο της καταπολεμήσεως της καταχρήσεως οινοπνευματωδών, δεν δικαιολογεί τη απόρριψη αυτού του μέτρου υπέρ του μέτρου καθορισμού μιας κατώτατης τιμής.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 — Στο εξής: νόμος του 2012.


3 –      Στο εξής: σχέδιο διατάγματος του 2013.


4 — Η μονάδα οινοπνεύματος αντιστοιχεί σε 10 χιλιοστόλιτρα καθαρής αλκοόλης.


5 — Στο εξής: MPU.


6 – Στο εξής: The Scotch Whisky Association κ.λπ.


7 — ΕΕ L 347, σ. 671, στο εξής: κανονισμός περί ενιαίας ΚΟΑ.


8 — Στο εξής: ΚΟΑ.


9 — Το «S» σημαίνει την περιεκτικότητα σε οινόπνευμα και το «V» τον όγκο οινοπνεύματος, εκφραζόμενο σε λίτρα.


10 –      Βλ., με αυτό το πνεύμα, αποφάσεις British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C‑491/01, EU:C:2002:741, σκέψεις 36 και 40), Intertanko κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψεις 33 και 34), καθώς και Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 29).


11 — Βλ., ως προς αυτές τις συνέπειες, Politique agricole commune et politique commune de la pêche, Commentaire J. Mégret, 3η έκδ., Éd. de l’ Université de Bruxelles, σημείο 68, σ. 59.


12 — Βλ., με αυτό το πνεύμα, απόφαση Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού (C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 26).


13 –      Βλ. αποφάσεις Prantl (16/83, EU:C:1984:101, σκέψεις 13 και 14), καθώς και Ramel κ.λπ. (89/84, EU:C:1985:193, σκέψη 25).


14 – Αυτόθι.


15 — Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Antonini (216/86, EU:C:1987:322, σκέψη 6), Επιτροπή κατά Ελλάδος (C‑110/89, EU:C:1991:227, σκέψη 21), Επιτροπή κατά Ελλάδος (C‑61/90, EU:C:1992:162, σκέψη 22, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και Kuipers (C‑283/03, EU:C:2005:314, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16 — Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Antonini (216/86, EU:C:1987:322, σκέψη 6) και Lefèvre (188/86, EU:C:1987:327, σκέψη 11).


17 — Βλ., μεταξύ άλλων, τον τίτλο I του κανονισμού (ΕΟΚ) 816/70 του Συμβουλίου, της 28ης Απριλίου 1970, περί συμπληρωματικών διατάξεων στον τομέα της κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς (JO L 99, σ. 1).


18 — Κανονισμός του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1493/1999, (ΕΚ) 1782/2003, (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 3/2008 και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2392/86 και (ΕΚ) 1493/1999 (ΕΕ L 148, σ. 1).


19 — Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Industrias de Deshidratación Agrícola (C‑118/02, EU:C:2004:182, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και Kuipers (C‑283/03, EU:C:2005:314, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και διάταξη Babanov (C‑207/08, EU:C:2008:407, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


20 –      Σημείο 34 των παρατηρήσεων της Επιτροπής.


21 — Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη SPM κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑39/09 P, EU:C:2010:157, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


22 — Βλ. απόφαση Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού (C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 37).


23 — Βλ., για μια κατώτατη τιμή πωλήσεως αρκεύθου, απόφαση van Tiggele (82/77, EU:C:1978:10, σ. 15)· για την κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως του επεξεργασμένου καπνού, τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑287/89, EU:C:1991:188), Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑197/08, EU:C:2010:111), Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑198/08, EU:C:2010:112), Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑221/08, EU:C:2010:113), καθώς και Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑571/08, EU:C:2010:367), ως προς την κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως καυσίμων, απόφαση Cullet και Chambre syndicale des réparateurs automobiles et détaillants de produits pétroliers (231/83, EU:C:1985:29), και, για την κατώτατη τιμή πωλήσεως άρτου, απόφαση Edah (80/85 και 159/85, EU:C:1986:426).


24 — Βλ. αποφάσεις Hammarsten (C‑462/01, EU:C:2003:33, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και Kuipers (C‑283/03, EU:C:2005:314, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και διάταξη Babanov (C‑207/08, EU:C:2008:407, σκέψη 25).


25 — Βλ. απόφαση Viamex Agrar Handel και ZVK (C‑37/06 και C‑58/06, EU:C:2008:18, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26 — Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑269/97, EU:C:2000:183, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27 – Αυτόθι.


28 — Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρα 23, παράγραφος 3, 80, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και 220.


29 — Βλ. διάταξη Επιτροπή κατά Γερμανίας [C‑426/13 P(R), EU:C:2013:848, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].


30 — 8/74, EU:C:1974:82.


31 — Σκέψη 5.


32 — C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905.


33 –      Σκέψη 16.


34 — C‑110/05, EU:C:2009:66.


35 –      Σκέψεις 35 και 37.


36 — 82/77, EU:C:1978:10.


37 – Σκέψη 18.


38 — C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905.


39 — 82/77, EU:C:1978:10.


40 — C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905.


41 — 82/77, EU:C:1978:10.


42 –      Βλ. απόφαση ANETT (C‑456/10, EU:C:2012:241, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


43 — C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905.


44 — C‑531/07, EU:C:2009:276.


45 – C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905.


46 – Σκέψη 20 της αποφάσεως Fachverband der Buch- und Medienwirtschaft (C‑531/07, EU:C:2009:276).


47 — C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905.


48 — C‑63/94, EU:C:1995:270.


49 — C‑531/07, EU:C:2009:276.


50 — C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905.


51 –      Σκέψη 16.


52 — 82/77, EU:C:1978:10.


53 — Βλ. Picod, F., «La nouvelle approche de la Cour de justice en matière d’entraves aux échanges», Revuetrimestriellededroiteuropéen, 1998, σ. 169, ο οποίος θεωρεί ότι η νομολογία που πηγάζει από την απόφαση van Tiggele (82/77, EU:C:1978:10) «ουδόλως επέβαλλε να συνάγεται διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ των εγχωρίων προϊόντων και των εισαγομένων προϊόντων, αλλά εφαρμοζόταν λόγω της εξουδετερώσεως του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που καθίστατο δυνατό μέσω μιας πράξεως εισαγωγής, έστω και σε σχέση με έναν άλλο τρόπο εισαγωγής». Ο συγγραφέας προσθέτει ότι «θα ήταν ατυχές να εφαρμόσει το Δικαστήριο τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με την απόφασή του Keck και Mithouard (C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905) σε αυτό το είδος ρυθμίσεως, εκμηδενίζοντας έτσι μια καλώς παγιωμένη νομολογία». Βλ., a contrario, Oliver, P., «Dossier Keck – Forces et faiblesses de l’arrêt Keck», Revuetrimestriellededroiteuropéen, 2014, σ. 870, ο οποίος θεωρεί ότι, «πολύ πριν από την απόφαση Keck και Mithouard (C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905), μόνον οι έλεγχοι των τιμών που συνεπάγονταν δυσμενή διάκριση θεωρούνταν ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος» (υποσημείωση στη σελίδα 11). Βλ., τέλος, για μια άκρως λεπτομερή ανάλυση, Candela Soriano, M., «Le traité CE et la fixation des prix dans le secteur du livre», Revuedudroitdel’Unioneuropéenne, n° 2, 2000, σ. 361, η οποία εκθέτει ότι, για να είναι συμβατό προς το ενωσιακό δίκαιο ένα εθνικό μέτρο που απαγορεύει τη λιανική πώληση των βιβλίων κάτω της επιβαλλόμενης τιμής, «πρέπει [...] οι ρυθμίσεις αυτού του είδους να μη συνεπάγονται από νομικής ή πραγματικής απόψεως δυσμενή διάκριση, τουτέστιν να μην είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να καθιστούν δυσχερέστερη την πρόσβαση στην αγορά για τους οικείους επιχειρηματίες ή για τα σχετικά προϊόντα» (σ. 382).


54 — 82/77, EU:C:1978:10.


55 — Σκέψη 14. Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., με αυτό το πνεύμα, αποφάσεις Cullet και Chambre syndicale des réparateurs automobiles et détaillants de produits pétroliers (231/83, EU:C:1985:29, σκέψη 25), καθώς και Leclerc (34/84, EU:C:1985:362, σκέψεις 7 και 8).


56 – Βλ. απόφαση Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 64).


57 — Βλ., με αυτό το πνεύμα, αποφάσεις Blanco Pérez και Chao Gómez (C‑570/07 και C‑571/07, EU:C:2010:300, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑89/09, EU:C:2010:772, σκέψη 42), Susisalo κ.λπ. (C‑84/11, EU:C:2012:374, σκέψη 28), Ottica New Line di Accardi Vincenzo (C‑539/11, EU:C:2013:591, σκέψη 44), Venturini κ.λπ. (C‑159/12 έως C‑161/12, EU:C:2013:791, σκέψη 59), καθώς και Sokoll-Seebacher (C‑367/12, EU:C:2014:68, σκέψη 26).


58 — Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑227/06, EU:C:2008:160, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


59 — Βλ., με αυτό το πνεύμα, μεταξύ άλλων, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 35).


60 — Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Billerud Karlsborg και Billerud Skärblacka (C‑203/12, EU:C:2013:664, σκέψη 37).


61 –      Αυτόθι.


62 — C‑167/97, EU:C:1999:60.


63 –      Σκέψη 45.


64 — Βλ., με αυτό το πνεύμα, απόφαση Mirepoix (54/85, EU:C:1986:123, σκέψη 16), κατά την οποία οι αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής υποχρεούνται να επανεξετάζουν την απαγόρευση χρήσεως ενός φυτοφαρμάκου ή την προβλεπόμενη μέγιστη περιεκτικότητα, εφόσον νομίζουν ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση τέτοιων μέτρων έχουν μεταβληθεί. Βλ. επίσης, με αυτό το πνεύμα, απόφαση Heijn (94/83, EU:C:1984:285, σκέψη 18).


65 –      Βλ. απόφαση Agrarproduktion Staebelow (C‑504/04, EU:C:2006:30, σκέψη 40).


66 — Οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ L 204, σ. 37).


67 — Βλ., με αυτό το πνεύμα, αποφάσεις Petersen (C‑341/08, EU:C:2010:4, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν δεν υπάρχει διευκρίνιση στην εθνική κανονιστική ρύθμιση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο προσδιορισμός του σκοπού στον οποίο στηρίζεται το μέτρο πρέπει να προκύπτει από άλλα στοιχεία του γενικού πλαισίου του συγκεκριμένου μέτρου, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος ως προς τη νομιμότητά του και ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού (σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


68 –      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


69 –      Αυτόθι (σκέψη 65).


70 — Βλ. σκέψη 20 της αποφάσεως περί παραπομπής.


71 — Από τους ζώντες υπό συνθήκες φτώχιας, 59 % αυτών που προβαίνουν σε επικίνδυνη κατανάλωση και 63 % αυτών που προβαίνουν σε επιβλαβή κατανάλωση καταναλώνουν οινοπνευματώδη ποτά που αγοράζονται σε τιμή ανά μονάδα οινοπνεύματος χαμηλότερη των 0,50 GPB, ενώ τα αριθμητικά αυτά στοιχεία είναι αντιστοίχως 45 % και 42 % γι’ αυτούς που δεν ζουν υπό συνθήκες φτώχειας.


72 — Οδηγία, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών (ΕΕ L 291, σ. 40).


73 — Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά (ΕΕ L 316, σ. 21).


74 — Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα αλκοολούχα ποτά και την αλκοόλη (ΕΕ L 316, σ. 29).


75 — Βλ. εσχάτως απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑197/08, EU:C:2010:111).


76 — C‑216/98, EU:C:2000:571.