Υπόθεση C‑38/14

Subdelegación del Gobierno en Gipuzkoa – Extranjería

κατά

Samir Zaizoune

(αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του

Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Κοινοί κανόνες και διαδικασίες σχετικά με την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χώρων – Άρθρα 6, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 1 – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει, σε περίπτωση παράνομης διαμονής, την επιβολή, αναλόγως των περιστάσεων, είτε προστίμου είτε απελάσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 23ης Απριλίου 2015

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Προσδιορισμός των κρίσιμων στοιχείων του δικαίου της Ένωσης – Αναδιατύπωση των ερωτημάτων

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Μεταναστευτική πολιτική – Επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει, σε περίπτωση παράνομης διαμονής, την επιβολή, αναλόγως των περιστάσεων, είτε προστίμου είτε απελάσεως – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 2008/115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 1 και 8 § 1)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 25-28)

2.        Η οδηγία 2008/115, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, και ειδικότερα τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία προβλέπει ότι σε περίπτωση παράνομης διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στην επικράτεια του κράτους αυτού επιβάλλεται, αναλόγως των περιστάσεων, είτε πρόστιμο είτε απέλαση, τα δε δύο αυτά μέτρα αποκλείουν το ένα το άλλο.

Ως προς τούτο, ο σκοπός της οδηγίας 2008/115, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4, είναι να καθιερώσει μια αποτελεσματική πολιτική απομάκρυνσης και επαναπατρισμού. Η οδηγία αυτή θεσπίζει, δυνάμει του άρθρου 1, τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζει κάθε κράτος μέλος για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής οδηγίας προβλέπει καταρχάς, κατά κύριο λόγο, υποχρέωση των κρατών μελών να εκδώσουν απόφαση περί επιστροφής εις βάρος κάθε υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει παρανόμως στο έδαφός τους. Εξάλλου, όταν έχει εκδοθεί απόφαση περί επιστροφής εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, αλλά ο τελευταίος δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής, είτε εντός της προθεσμίας που χορηγήθηκε για οικειοθελή αναχώρηση είτε όταν δεν χορηγήθηκε καμία προθεσμία επί τούτου, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 επιβάλλει στα κράτη μέλη, προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών επιστροφής, να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να προβούν στην απομάκρυνση του ενδιαφερομένου, ήτοι, δυνάμει του άρθρου 3, σημείο 5, της εν λόγω οδηγίας, στη φυσική μεταφορά του εκτός του εν λόγω κράτους μέλους.

Ως εκ τούτου, μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν ανταποκρίνεται στις σαφείς επιταγές που επιβάλλουν τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115. Η δυνατότητα των κρατών μελών να αποκλίνουν, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/115, από τους κανόνες και τις διαδικασίες που καθιερώνει η οδηγία αυτή δεν μπορεί να αναιρέσει το ανωτέρω συμπέρασμα.

(βλ. σκέψεις 30‑31, 33, 35, 36, 41 και διατακτ.)