ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 29ης Ιουνίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑135/10

SCF Consorzio Fonografici

κατά

Marco Del Corso

[αίτηση του Corte d’appello di Torino (Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα — Οδηγίες 92/100/EOK και 2006/115/EK — Δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων — Άρθρο 8, παράγραφος 2 — Παρουσίαση στο κοινό — Έμμεση παρουσίαση φωνογραφημάτων στο πλαίσιο ραδιοφωνικών εκπομπών των οποίων η ακρόαση πραγματοποιείται στην αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου — Ανάγκη υπάρξεως σκοπού κέρδους — Εύλογη αμοιβή»







Περιεχόμενα


I —   Εισαγωγή

II — Εφαρμοστέο δίκαιο

Α —   Το διεθνές δίκαιο

1.     Η σύμβαση της Ρώμης

2.     Η συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα

3.     Η συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPS)

Β —   Το δίκαιο της Ένωσης 

1.     Η οδηγία 92/100

2.     Η οδηγία 2006/115

3.     Η οδηγία 2001/29

Γ —   Το εθνικό δίκαιο

III — Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

IV — Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V —   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

VI — Επί του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

Α —   Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

Β —   Το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων

Γ —   Νομική εκτίμηση

1.     Επί της ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 από το Δικαστήριο

2.     Επί του κρίσιμου εν προκειμένω κανόνα δικαίου

3.     Επί της ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115

α)     Αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης

β)     Η σχέση διεθνούς δικαίου και δικαίου της Ένωσης

γ)     Η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό

i)     Επί της εννοίας της παρουσιάσεως

—       Συνεκτίμηση της εικοστής έβδομης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29

—       Συνεκτίμηση της εικοστής τρίτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29

—       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

ii)   Επί της εννοίας του «κοινού»

iii) Επί των λοιπών ενστάσεων

—       Επί της αναγκαιότητας καταβολής αντιτίμου

—       Επί του σκοπού επιτεύξεως κέρδους

—       Επί της βουλήσεως των ασθενών

—       Επί των λοιπών ενστάσεων

iv)   Συμπέρασμα

δ)     Οι λοιπές προϋποθέσεις

4.     Συμπέρασμα

VII — Επί των τριών πρώτων ερωτημάτων

Α —   Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

Β —   Το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων

Γ —   Νομική εκτίμηση

VIII — Πρόταση


I –    Εισαγωγή

1.        Όπως ακριβώς η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο είχε, σε τελευταία ανάλυση, ως αποτέλεσμα την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού γραπτών έργων, η εφεύρεση του φωνογράφου από τον Έντισον ενίσχυσε όχι μόνον την οικονομική σημασία της προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού μουσικών έργων, αλλά προετοίμασε επίσης το έδαφος για την εισαγωγή των συγγενικών δικαιωμάτων για τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς φωνογραφημάτων. Η χρήση ενός φωνογραφήματος δεν αφορά μόνον το δικαίωμα του δημιουργού επί του παρουσιαζόμενου έργου το οποίο προστατεύεται από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων.

2.        Η παρούσα αίτηση του Corte d’appello di Torino (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (2), και της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (κωδικοποίηση) (3), η οποία πρέπει να καταβάλλεται για την παρουσίαση στο κοινό ενός φωνογραφήματος το οποίο έχει ήδη εκδοθεί για εμπορικούς σκοπούς.

3.        Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν ένας οδοντίατρος ο οποίος στο ιατρείο του παρέχει τη δυνατότητα ακροάσεως ραδιοφωνικών εκπομπών πρέπει να καταβάλλει εύλογη αμοιβή για την έμμεση παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων που ακούγονται στις ραδιοφωνικές εκπομπές.

4.        Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, στους οποίους στηρίζονται οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα εύλογης αμοιβής, είναι απευθείας εφαρμοστέοι σε μια διαφορά μεταξύ ιδιωτών καθώς και ποια είναι η σχέση που συνδέει τους κανόνες αυτούς του διεθνούς δικαίου με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

5.        Το περιεχόμενο του πρώτου ερωτήματος τελεί σε στενή συνάφεια προς την απόφαση SGAE (4). Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (5), υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα διανέμει μέσω συσκευών τηλεοράσεως που είναι τοποθετημένες στα δωμάτια σήμα, και δη ανεξαρτήτως της τεχνικής που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος. Περαιτέρω, έκρινε ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας των δωματίων ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος δεν κωλύει το να αποτελεί η εν λόγω πράξη παρουσίαση στο κοινό. Εν προκειμένω, τίθεται μεταξύ άλλων το ερώτημα εάν η νομολογία αυτή, η οποία αφορά την παρουσίαση στο κοινό προστατευόμενων από το δικαίωμα του δημιουργού έργων βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, μπορεί να μεταφερθεί επί της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 ή της οδηγίας 2006/115 η οποία αφορά τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων.

6.        Επίσης, η παρούσα υπόθεση παρουσιάζει στενή συνάφεια προς την υπόθεση C‑162/10, Phonographic Performance, επί της οποίας θα αναπτύξω τις προτάσεις μου την ίδια ημέρα με αυτήν κατά την οποία θα αναπτύξω τις προτάσεις μου επί της παρούσας υποθέσεως. Στην υπόθεση Phonographic Performance τίθεται μεταξύ άλλων το ερώτημα εάν ο έχων την εκμετάλλευση ξενοδοχειακής μονάδας ή πανσιόν ο οποίος τοποθετεί στα δωμάτια συσκευές τηλεοράσεως και/ή ραδιοφώνου και διανέμει σε αυτές ραδιοτηλεοπτικό σήμα υποχρεούται να καταβάλλει εύλογη αμοιβή για την έμμεση παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές.

II – Εφαρμοστέο δίκαιο

 Α       Το διεθνές δίκαιο

1.      Η σύμβαση της Ρώμης

7.        Το άρθρο 12 της συμβάσεως της Ρώμης, της 26ης Οκτωβρίου 1961, περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης (στο εξής: σύμβαση της Ρώμης) (6), προβλέπει:

«Οσάκις ένα φωνογράφημα κυκλοφορεί για εμπορικούς σκοπούς ή η αναπαραγωγή του χρησιμοποιείται ευθέως για τη ραδιοφωνική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίασή του στο κοινό, ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και εφάπαξ αμοιβή στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές ή στους παραγωγούς των φωνογραφημάτων ή και σε αμφοτέρους. Η εθνική νομοθεσία επιτρέπεται, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, να θεσπίζει τους όρους για την κατανομή της εν λόγω αμοιβής.»

8.        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της συμβάσεως της Ρώμης προβλέπει:

«1.      Κάθε συμβαλλόμενο κράτος έχει την ευχέρεια να προβλέψει στην εσωτερική του νομοθεσία εξαιρέσεις από την προστασία που κατοχυρώνει η παρούσα σύμβαση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) εφόσον πρόκειται για ιδιωτική χρήση»

9.        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της συμβάσεως της Ρώμης προβλέπει:

«1.       Κάθε κράτος που συμβάλλεται στην παρούσα σύμβαση αποδέχεται όλες τις υποχρεώσεις και αποκτά όλα τα πλεονεκτήματα που προβλέπει η σύμβαση αυτή. Πάντως κάθε κράτος μπορεί οποτεδήποτε με γνωστοποίηση του που κατατίθεται στον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να καθορίσει:

α)      όσον αφορά το άρθρο 12:

(i)      ότι δεν θα εφαρμόσει καμία από τις διατάξεις του άρθρου αυτού·

(ii)  ότι δεν θα εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου αυτού ως προς ορισμένες χρήσεις·

(iii) ότι δεν θα εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου αυτού σε φωνογραφήματα, των οποίων ο παραγωγός δεν είναι υπήκοος ενός των συμβαλλόμενων κρατών·

(iv)      ότι σχετικά με φωνογραφήματα, των οποίων ο παραγωγός είναι υπήκοος άλλου συμβαλλόμενου κράτους, θα περιορίσει την έκταση και τη διάρκεια προστασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό στο μέτρο της προστασίας, που το τελευταίο αυτό κράτος παρέχει στα φωνογραφήματα, που έγιναν για πρώτη φορά από υπήκοο του κράτους, που προβαίνει στην παρούσα δήλωση: πάντως, όταν το συμβαλλόμενο κράτος, του οποίου ο παραγωγός είναι υπήκοος, δεν παρέχει προστασία στον ίδιο δικαιούχο ή στους ίδιους δικαιούχους με το κράτος που προβαίνει στην παρούσα γνωστοποίηση, αυτό δεν θεωρείται ότι αποτελεί διαφορά ως προς την έκταση της προστασίας·

[…]».

10.      Η Ιταλία αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση της Ρώμης και έχει καταθέσει γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, περιπτώσεις ii, iii και iv.

11.      Η Ένωση δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση της Ρώμης. Στη σύμβαση αυτή μπορούν να προσχωρήσουν μόνο κράτη.

2.      Η συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα

12.      Η συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (στο εξής: συνθήκη WPPT) της 20ής Σεπτεμβρίου 1996 (7), περιλαμβάνει ορισμένους κανόνες διεθνούς δικαίου σε σχέση με τα συγγενικά δικαιώματα οι οποίοι βαίνουν πέραν των όσων ορίζει η σύμβαση της Ρώμης.

13.      Το άρθρο 1 της συνθήκης WPPT προβλέπει τα εξής:

«Σχέση με άλλες συμβάσεις

(1)       Από την παρούσα συνθήκη δεν προκύπτει καµία παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα συµβαλλόµενα µέρη µεταξύ τους βάσει της ∆ιεθνούς Σύµβασης για την Προστασία των Ερµηνευτών η Εκτελεστών Καλλιτεχνών, των Παραγωγών Φωνογραφηµάτων και των Οργανισµών Ραδιοτηλεόρασης που συνήφθη στη Ρώµη στις 26 Οκτωβρίου 1961 (στο εξής “Σύµβαση της Ρώµης”).

(2)       Η προστασία που προβλέπεται από την παρούσα συνθήκη αφήνει ακέραιη και δεν επηρεάζει κατά κανένα τρόπο την προστασία της πνευµατικής ιδιοκτησίας στα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα. Εποµένως, καµία διάταξη της παρούσας συνθήκης δεν µπορεί να ερµηνευτεί κατά τρόπο που θίγει την προστασία αυτή.

(3)       Η παρούσα συνθήκη δεν συνδέεται με άλλες συνθήκες και δεν θίγει κανένα από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπουν.»

14.      Το άρθρο 2 της συνθήκης WPPT, το οποίο περιλαμβάνει εννοιολογικούς ορισμούς, ορίζει στα στοιχεία του στ΄ και ζ΄ τα εξής:

«Στο πλαίσιο της παρούσας συνθήκης νοούνται ως:

[…]

στ)      “ραδιοτηλεοπτική εκπομπή”, η μετάδοση ήχων ή εικόνων και ήχων ή των παραστάσεών τους με ασύρματα μέσα με σκοπό τη λήψη τους από το κοινό·

ζ)      “παρουσίαση στο κοινό” μιας εκτέλεσης ή φωνογραφήματος, η μετάδοση στο κοινό με κάθε μέσο, εκτός από την ραδιοτηλεοπτική εκπομπή, των ήχων μιας εκτέλεσης ή των ήχων ή των παραστάσεων ήχων που έχουν ενσωματωθεί σε φωνογράφημα. Στο πλαίσιο του άρθρου 15, η “παρουσίαση στο κοινό” περιλαμβάνει την παροχή της δυνατότητας ακοής από το κοινό των ήχων ή των παραστάσεών τους που έχουν ενσωματωθεί σε φωνογράφημα.»

15.      Το κεφάλαιο 2 της συνθήκης WPPT περιλαμβάνει τα δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και το κεφάλαιο 3 τα δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων. Το κεφάλαιο 4 της συνθήκης WPPT περιλαμβάνει τις κοινές διατάξεις που ισχύουν τόσο για τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες όσο και για τους παραγωγούς φωνογραφημάτων. Το άρθρο 15 της συνθήκης WPPT, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο αυτό, αφορά το δικαίωμα αμοιβής για την ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό και προβλέπει τα εξής:

«1.       Οι ερµηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και οι παραγωγοί φωνογραφηµάτων έχουν δικαίωµα ενιαίας και εύλογης αµοιβής για την άµεση ή έµµεση χρήση των φωνογραφηµάτων τους που δηµοσιεύονται για εµπορικούς σκοπούς, για ραδιοτηλεοπτική µετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό.

2.       Τα συµβαλλόµενα µέρη µπορούν να ορίσουν στις εθνικές νοµοθεσίες τους ότι η ενιαία και εύλογη αµοιβή µπορεί να ζητηθεί από τον χρήστη εκ µέρους του ερµηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη ή εκ µέρους του παραγωγού του φωνογραφήµατος ή και από τους δύο. Τα συµβαλλόµενα µέρη µπορούν να θεσπίσουν εθνικές νοµοθετικές διατάξεις οι οποίες, ελλείψει συµφωνίας µεταξύ του ερµηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη και του παραγωγού φωνογραφήµατος, προβλέπουν τους όρους σύµφωνα µε τους οποίους κατανέµεται η ενιαία και εύλογη αµοιβή µεταξύ των ερµηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφηµάτων.

3.      Κάθε συµβαλλόµενο µέρος µπορεί, µε γνωστοποίηση του που κατατίθεται στον Γενικό Γραµµατέα του ΠΟ∆Ι, να δηλώσει ότι θα εφαρµόσει τις διατάξεις της παραγράφου 1 µόνο για ορισµένες χρήσεις, ή ότι θα περιορίσει την εφαρµογή τους κατά ορισµένο τρόπο ή ότι δεν θα εφαρµόσει αυτές τις διατάξεις καθόλου.

4.      Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, τα φωνογραφήµατα που διατίθενται στο κοινό, µε ενσύρµατα ή ασύρµατα µέσα, κατά τρόπο ώστε τα µέλη του κοινού να µπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά από τον τόπο και κατά τον χρόνο της ατοµικής τους επιλογής, θεωρούνται ότι έχουν δηµoσιευθεί για εµπορικούς σκοπούς.»

16.      Το άρθρο 16 της συνθήκης WPPT, το οποίο επιγράφεται «Περιορισμοί και εξαιρέσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα συµβαλλόµενα µέρη µπορούν, στις εθνικές τους νοµοθεσίες, να προβλέψουν τους ίδιους περιορισµούς ή εξαιρέσεις, όσον αφορά την προστασία των ερµηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφηµάτων, µε αυτές που προβλέπουν στις εθνικές τους νοµοθεσίες για την προστασία της πνευµατικής ιδιοκτησίας των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων.

2.      Κατά τη θέσπιση περιορισµών ή εξαιρέσεων από τα δικαιώµατα που προβλέπει η παρούσα συνθήκη, τα συµβαλλόµενα µέρη περιορίζονται σε ορισµένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν έρχονται σε σύγκρουση µε την κανονική εκµετάλλευση της εκτέλεσης ή του φωνoγραφήµατος και δεν θίγουν αδικαιολόγητα τα έννοµα συµφέροντα του ερµηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη ή του παραγωγού του φωνογραφήµατος.»

17.      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συνθήκης WPPT, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να υιοθετήσουν, σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι έννομες τάξεις τους, τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της εφαρμογής της εν λόγω συνθήκης.

18.      Η Ιταλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Ούτε η Ιταλική Δημοκρατία ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν καταθέσει γνωστοποίηση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15, παράγραφος 3, της συνθήκης WPPT.

3.      Η συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPS)

19.      Το άρθρο 14 της συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (8) (στο εξής: συμφωνία TRIPS), το οποίο ρυθμίζει τα της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων (ηχογραφήσεων) και των οργανισμών ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως, ορίζει:

«1.      Προκειμένου περί της εγγραφής της ερμηνείας τους σε κάποιο μέσο ηχογράφησης, οι καλλιτέχνες ερμηνευτές έχουν τη δυνατότητα να εμποδίζουν τις ακόλουθες πράξεις, όταν αυτές επιχειρούνται χωρίς την άδειά τους: την εγγραφή κάποιας ερμηνείας που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εγγραφής, καθώς και την αναπαραγωγή της εγγραφής αυτής. Οι καλλιτέχνες ερμηνευτές έχουν επίσης τη δυνατότητα να εμποδίζουν τις ακόλουθες πράξεις, όταν αυτές επιχειρούνται χωρίς την άδειά τους: την αναμετάδοση δια ασυρμάτων μέσων και τη διάθεση στο κοινό κάποιας ζωντανής ερμηνείας τους.

2.      Οι παραγωγοί φωνογραφημάτων έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση αναπαραγωγή των φωνογραφημάτων τους. 

[…]

6.      Κάθε μέλος δύναται να θεσπίζει σε σχέση με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3 προϋποθέσεις, περιορισμούς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις, στο μέτρο που κάτι τέτοιο επιτρέπεται βάσει της σύμβασης της Ρώμης. Εντούτοις, οι διατάξεις του άρθρου 18 της συμβάσεως της Βέρνης (1971) εφαρμόζονται επίσης κατ’ αναλογία για τα δικαιώματα επί των φωνογραφημάτων που αναγνωρίζονται στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και στους παραγωγούς φωνογραφημάτων.»

 Β —      Το δίκαιο της Ένωσης (9)

1.      Η οδηγία 92/100

20.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 7 έως 10, 15 έως 17 και 20 της οδηγίας 92/100 έχουν ως εξής:

«[…]

(5)      [εκτιμώντας] ότι η προσήκουσα προστασία των έργων που καλύπτονται από την πνευματική ιδιοκτησία και του προστατευόμενου αντικειμένου των συγγενικών δικαιωμάτων μέσω των δικαιωμάτων εκμίσθωσης και δανεισμού, καθώς και η προστασία του αντικειμένου των συγγενικών δικαιωμάτων μέσω του δικαιώματος υλικής ενσωμάτωσης, του δικαιώματος αναπαραγωγής, του δικαιώματος διανομής, του δικαιώματος ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και παρουσίασης στο κοινό είναι δυνατό να θεωρηθούν ως θεμελιώδους σημασίας για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Κοινότητας·

[…]

(7)      ότι για τη συνέχεια του δημιουργικού και καλλιτεχνικού έργου των δημιουργών και των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών είναι αναγκαία η ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος και ότι οι επενδύσεις που απαιτούνται, ιδίως για την παραγωγή φωνογραφημάτων και ταινιών, είναι ιδιαίτερα υψηλές και ριψοκίνδυνες· ότι η δυνατότητα πραγματοποίησης του εν λόγω εισοδήματος και απόσβεσης των επενδυόμενων ποσών μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικά μόνο με την ενδεδειγμένη έννομη προστασία των εν λόγω δικαιούχων·

(8)      ότι αυτές οι δημιουργικές, καλλιτεχνικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες αποτελούν σε σημαντικό βαθμό δραστηριότητες ελεύθερων επαγγελματιών· ότι η άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων πρέπει να διευκολυνθεί με την παροχή εναρμονισμένης έννομης προστασίας εντός της Κοινότητας·

(9)      ότι, επειδή οι δραστηριότητες αυτές συνιστούν κυρίως υπηρεσίες, η παροχή τους πρέπει να διευκολυνθεί με την καθιέρωση εναρμονισμένου νομικού πλαισίου εντός της Κοινότητας·

(10)      ότι πρέπει να υπάρξει προσέγγιση στις νομοθεσίες των κρατών μελών, με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες βασίζεται η πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα πολλών κρατών μελών·

[…]

(15)      ότι είναι αναγκαίο να καθιερωθεί σύστημα με το οποίο θα διασφαλίζεται ότι οι δημιουργοί και οι καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές λαμβάνουν εύλογη αμοιβή από την οποία δεν χωρεί παραίτηση·

(16)      ότι η εύλογη αμοιβή μπορεί να καταβάλλεται με βάση μια ή περισσότερες πληρωμές καταβλητέες ανά πάσα στιγμή, κατά τη σύναψη της συμβάσεως ή αργότερα·

(17)      ότι γι’ αυτή την εύλογη αμοιβή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα της συμβολής των ενεχομένων δημιουργών και καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών στο φωνογράφημα ή στην ταινία·

[…]

(20)      ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ευρύτερη προστασία από αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας για τους δικαιούχους των συγγενικών δικαιωμάτων.

[…]».

21.      Το άρθρο 8 της οδηγίας 92/100 επιγράφεται «Ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και παρουσίαση στο κοινό». Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοφωνική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό των εκτελέσεών τους, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκτέλεση αποτελεί ήδη μέρος ραδιοφωνικής εκπομπής ή γίνεται από υλική ενσωμάτωση.

2.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιοδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή της αμοιβής αυτής μεταξύ τους.

3.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση των εκπομπών τους, καθώς και την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου.»

22.      Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/100 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν περιορισμούς των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ σε σχέση με:

α)       την ιδιωτική χρήση

[…]

2.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να προβλέπει σχετικά με την προστασία των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών, των παραγωγών φωνογραφημάτων, των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και των παραγωγών των πρώτων υλικών ενσωματώσεων ταινιών, περιορισμούς της ίδιας φύσεως με αυτούς που προβλέπονται στη νομοθεσία του για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην περίπτωση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Ωστόσο, η χορήγηση υποχρεωτικών αδειών μπορεί να προβλέπεται μόνο στο βαθμό που οι άδειες αυτές συμβιβάζονται με τη σύμβαση της Ρώμης.

3.      Η παράγραφος 1, στοιχείο α΄, εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των ισχυουσών ή μελλοντικών νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τη χορήγηση αμοιβής στην περίπτωση της αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση.»

2.      Η οδηγία 2006/115

23.      Με την οδηγία 2006/115 κωδικοποιήθηκε η οδηγία 1992/100. Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 5 έως 7, 12, 13 και 16 της οδηγίας 2006/115 έχουν ως εξής:

«(3)      [εκτιμώντας] ότι η προσήκουσα προστασία των έργων που καλύπτονται από την πνευματική ιδιοκτησία και του προστατευόμενου αντικειμένου των συγγενικών δικαιωμάτων μέσω των δικαιωμάτων εκμίσθωσης και δανεισμού, καθώς και η προστασία του αντικειμένου των συγγενικών δικαιωμάτων μέσω του δικαιώματος υλικής ενσωμάτωσης, του δικαιώματος διανομής, του δικαιώματος ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και παρουσίασης στο κοινό είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως θεμελιώδους σημασίας για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Κοινότητας·

[…]

(5)      ότι για τη συνέχεια του δημιουργικού και καλλιτεχνικού έργου των δημιουργών και των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών είναι αναγκαία η ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος και ότι οι επενδύσεις που απαιτούνται, ιδίως για την παραγωγή φωνογραφημάτων και ταινιών, είναι ιδιαίτερα υψηλές και ριψοκίνδυνες· ότι η δυνατότητα πραγματοποίησης του εν λόγω εισοδήματος και απόσβεσης των επενδυόμενων ποσών μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικά μόνο με την ενδεδειγμένη έννομη προστασία των εν λόγω δικαιούχων·

(6)      οι εν λόγω δημιουργικές, καλλιτεχνικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες αποτελούν σε σημαντικό βαθμό δραστηριότητες ελεύθερων επαγγελματιών. Η άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων θα πρέπει να διευκολυνθεί με την παροχή εναρμονισμένης έννομης προστασίας εντός της Κοινότητας. Καθόσον οι δραστηριότητες αυτές συνιστούν κυρίως υπηρεσίες, η παροχή τους θα πρέπει να διευκολυνθεί με εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο εντός της Κοινότητας·

(7)      πρέπει να υπάρξει προσέγγιση στις νομοθεσίες των κρατών μελών, με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες βασίζεται η πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα πολλών κρατών μελών.

[…]

(12)      Είναι αναγκαίο να καθιερωθεί σύστημα με το οποίο θα διασφαλίζεται ότι οι δημιουργοί και οι καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές λαμβάνουν εύλογη αμοιβή από την οποία δεν χωρεί παραίτηση και έχουν τη δυνατότητα να αναθέτουν τη διαχείριση αυτού του δικαιώματος σε εταιρείες συλλογικής διαχείρισης που τους εκπροσωπούν.

(13) Αυτή η εύλογη αμοιβή μπορεί να καταβάλλεται με βάση μία ή περισσότερες πληρωμές ανά πάσα στιγμή, κατά τη σύναψη της σύμβασης ή αργότερα. Γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα της συμβουλής των ενεχομένων δημιουργών και καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών στο φωνογράφημα ή στην ταινία.

[…]

(16)      Τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να προβλέπουν, για τους δικαιούχους των συγγενικών δικαιωμάτων, ευρύτερη προστασία από αυτή που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και την παρουσίαση στο κοινό.»

24.      Το κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας ρυθμίζει τα συγγενικά προς το δικαίωμα του δημιουργού δικαιώματα. Το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο αφορά τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και την παρουσίαση στο κοινό, προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοφωνική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό των εκτελέσεών τους, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκτέλεση αποτελεί ήδη μέρος ραδιοφωνικής εκπομπής ή γίνεται από υλική ενσωμάτωση.

2.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιοδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή της αμοιβής αυτής μεταξύ τους.

3.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση των εκπομπών τους, καθώς και την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου.»

25.      Το άρθρο 10 της οδηγίας επιγράφεται «Περιορισμοί των δικαιωμάτων» και προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν περιορισμούς των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο σε σχέση με:

α)       την ιδιωτική χρήση·

[…]

2.     Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να προβλέπει σχετικά με την προστασία των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών, των παραγωγών φωνογραφημάτων, των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και των παραγωγών των πρώτων υλικών ενσωματώσεων ταινιών, περιορισμούς της ίδιας φύσεως με αυτούς που προβλέπονται στη νομοθεσία του για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην περίπτωση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων.

Ωστόσο, η χορήγηση υποχρεωτικών αδειών μπορεί να προβλέπεται μόνο στο βαθμό που οι άδειες αυτές συμβιβάζονται με τη σύμβαση της Ρώμης.

3.      Οι περιορισμοί κατά τις παραγράφους 1 και 2 εφαρμόζονται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις που δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση των προστατευομένων αντικειμένων και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα νόμιμα συμφέροντα του δικαιούχου.»

26.      Το άρθρο 14 της οδηγίας επιγράφεται «Κατάργηση» και προβλέπει τα εξής:

«Η οδηγία 92/100/ΕΟΚ καταργείται με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις κατά το Παράρτημα Ι, Μέρος Β, προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ.»

3.      Η οδηγία 2001/29

27.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 12, 15, 23, 24 και 27 της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«(9)      Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.

(10)      Για να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, όπως και οι παραγωγοί για να μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις δημιουργίες οι απαιτούμενες επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων, όπως τα φωνογραφήματα, οι ταινίες ή τα προϊόντα πολυμέσων, και υπηρεσιών όπως οι “κατ’ αίτησιν” υπηρεσίες, είναι σημαντικές χρειάζεται κατάλληλη έννομη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύλογη αμοιβή και η ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων.

(11)      Ένα αποτελεσματικό και αυστηρό σύστημα προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων αποτελεί βασικό μηχανισμό ώστε η ευρωπαϊκή πολιτιστική δημιουργικότητα και παραγωγή να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους πόρους και να διασφαλιστεί η αυτονομία και η αξιοπρέπεια των δημιουργών και των ερμηνευτών.

(12)      Η επαρκής προστασία των έργων που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού και των αντικειμένων που καλύπτονται από τα συγγενικά δικαιώματα έχει επίσης μεγάλη πολιτιστική σημασία. Tο άρθρο 151 της Συνθήκης απαιτεί από την Κοινότητα να συνυπολογίζει τις πολιτιστικές πτυχές όταν αναλαμβάνει δράση.

[…]

(15)      Η διπλωματική διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) τον Δεκέμβριο του 1996, κατέληξε στην έγκριση δύο νέων συνθηκών, της “συνθήκης του ΠΟΔΙ για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας” και της “συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις ερμηνείες και εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα”, που αφορούν την προστασία των δημιουργών και την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων αντίστοιχα· οι εν λόγω συνθήκες προσαρμόζουν σημαντικά τη διεθνή προστασία του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του “ψηφιακού θεματολογίου”, και βελτιώνουν τα μέσα καταπολέμησης της πειρατείας σε παγκόσμιο επίπεδο· η Κοινότητα και τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη υπογράψει τις εν λόγω συνθήκες, ενώ παράλληλα προχωρεί η διαδικασία επικύρωσής τους από τα κράτη μέλη και την Κοινότητα· η παρούσα οδηγία συμβάλλει επίσης στην εκπλήρωση ορισμένων από τις νέες αυτές διεθνείς υποχρεώσεις.

[…]

(23)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίσει περαιτέρω το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει στο κοινό· το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί κατά ευρεία έννοια ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης· το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να καλύπτει κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής· το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλες πράξεις.

(24)  Το δικαίωμα διάθεσης στο κοινό προστατευομένων αντικειμένων που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει όλες τις πράξεις διάθεσης των προστατευομένων αντικειμένων σε κοινό, το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο όπου διενεργείται η πράξη διάθεσης, και ότι δεν καλύπτει άλλες πράξεις.

[…]

(27)      Η απλή παροχή των υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσίασης δεν αποτελεί καθαυτή παρουσίαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»

28.      Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

2.      Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος:

α)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους·

β)      στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους·

[…]

δ)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.»

 Γ —      Το εθνικό δίκαιο

29.      Το άρθρο 72 του ιταλικού νόμου 633, της 22ας Απριλίου 1941, περί της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και άλλων, συγγενικών δικαιωμάτων (στο εξής: νόμος περί του δικαιώματος του δημιουργού), προβλέπει τα εξής:

«Επιφυλασσομένων των δικαιωμάτων του δημιουργού τα οποία προβλέπει ο τίτλος Ι, ο παραγωγός φωνογραφημάτων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα, για το χρονικό διάστημα και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα επόμενα άρθρα:

a)      να επιτρέπει την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη, αναπαραγωγή των φωνογραφημάτων του με οποιοδήποτε τρόπο ή μορφή, εν όλω ή εν μέρει και με οποιαδήποτε μέθοδο αντιγραφής·

b)      να επιτρέπει τη διανομή αντιτύπων των φωνογραφημάτων του. Το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής αναλώνεται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μόνο με την πρώτη πώληση του υλικού φορέα που περιέχει το φωνογράφημα, η οποία πραγματοποιείται ή εγκρίνεται από τον παραγωγό σε κράτος μέλος·

c)      να επιτρέπει την εκμίσθωση και τον δανεισμό αντιτύπων των φωνογραφημάτων του. Το δικαίωμα αυτό δεν αναλώνεται με την πώληση ή τη διανομή υπό οποιαδήποτε μορφή των αντιτύπων·

d)      να επιτρέπει την παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων του κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος. Το δικαίωμα αυτό δεν αναλώνεται με καμία πράξη παρουσιάσεως στο κοινό.»

30.      Το άρθρο 73 του ιδίου νόμου (όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 68 της 9ης Απριλίου 2003) ορίζει τα εξής:

«Ο παραγωγός φωνογραφημάτων, καθώς και οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση ενσωματώνεται ή αναπαράγεται στα φωνογραφήματα, έχουν δικαίωμα, ανεξαρτήτως των δικαιωμάτων διανομής, εκμισθώσεως και δανεισμού που διαθέτουν, αμοιβής για την κερδοσκοπική χρησιμοποίηση των φωνογραφημάτων σε κινηματογραφικές ταινίες ή για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, συμπεριλαμβανομένης της παρουσιάσεως στο κοινό μέσω δορυφόρου, σε δημόσιες χορευτικές εκδηλώσεις, σε δημόσιους χώρους και επ’ ευκαιρία οποιασδήποτε άλλης δημόσιας χρησιμοποιήσεως των φωνογραφημάτων. Το δικαίωμα αυτό ασκείται από τον παραγωγό, ο οποίος κατανέμει την αμοιβή με τους ενδιαφερόμενους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες […]».

31.      Το επόμενο άρθρο 73bis του νόμου περί του δικαιώματος του δημιουργού (το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 685 της 16ης Νοεμβρίου 1994) προβλέπει τα εξής:

«Οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και ο παραγωγός του χρησιμοποιούμενου φωνογραφήματος έχουν δικαίωμα για εύλογη αμοιβή, ακόμα και αν η χρήση την οποία προβλέπει το άρθρο 73 δεν είναι κερδοσκοπική […]».

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

32.      Η Società Consortile Fonografi (στο εξής: SCF) ασκεί δραστηριότητα συλλογικής διαχειρίσεως πνευματικών δικαιωμάτων στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Η εταιρία αυτή εκπροσωπεί τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς φωνογραφημάτων.

33.      Ως εντολοδόχος για τη διαχείριση, την είσπραξη και την κατανομή των δικαιωμάτων στην Ιταλία και το εξωτερικό των παραγωγών φωνογραφημάτων που είναι μέλη της, η SCF αναπτύσσει μεταξύ άλλων τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)      εισπράττει τις αμοιβές για την κερδοσκοπική χρήση φωνογραφημάτων που μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικά, συμπεριλαμβανομένης της παρουσιάσεως στο κοινό μέσω δορυφόρου, κινηματογραφικών ταινιών, σε δημόσιες χορευτικές εκδηλώσεις, σε δημόσιους χώρους και επ’ ευκαιρία κάθε άλλης χρήσεως,

β)      εισπράττει τις αμοιβές για τις μη κερδοσκοπικές χρήσεις,

γ)      διαχειρίζεται τα δικαιώματα που αφορούν την έγκριση της ενσύρματης αναμεταδόσεως φωνογραφημάτων, και

δ)      διαχειρίζεται τα δικαιώματα αναπαραγωγής φωνογραφημάτων.

34.      Η SCF διαπραγματεύθηκε με την Associazione Dentisti Italiani (Ένωση Ιταλών Οδοντιάτρων, στο εξής: ANDI) τη σύναψη συλλογικής συμφωνίας για τον προσδιορισμό του ύψους της αντίστοιχης εύλογης αμοιβής κατά την έννοια των άρθρων 73 ή 73bis του νόμου περί του δικαιώματος του δημιουργού σε σχέση με την παρουσίαση φωνογραφημάτων περιλαμβανομένης της παρουσιάσεως που λαμβάνει χώρα σε ιδιωτικές επαγγελματικές εγκαταστάσεις μέσω της καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταδόσεως.

35.      Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων αυτών, η SCF άσκησε ενώπιον του Tribunale di Torino αγωγή κατά του οδοντιάτρου M. Del Corso, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος χρησιμοποιούσε στο ιδιωτικό οδοντιατρείο του στο Τορίνο, ως μουσική υπόκρουση, φωνογραφήματα και ότι για τη δραστηριότητα αυτήν, η οποία συνιστά παρουσίαση στο κοινό σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο περί του δικαιώματος του δημιουργού, το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να καταβάλλεται εύλογη αμοιβή. Η ενάγουσα υπέβαλε αίτημα να εκκαθαριστεί το ύψος της αμοιβής στο πλαίσιο άλλης δίκης.

36.      Ο M. Del Corso ζήτησε την απόρριψη της αγωγής. Πρώτον, επικαλέστηκε το γεγονός ότι η SCF μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα του δημιουργού μόνο στην περίπτωση που προβαίνει ο ίδιος στη χρήση των φωνογραφημάτων· ωστόσο, τα φωνογραφήματα που ακούγονται στο ιδιωτικό οδοντιατρείο του μεταδίδονται μέσω του ραδιοφώνου. Συνεπώς, ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός οφείλει εύλογη αμοιβή, ενώ αντιθέτως για την ακρόαση της ραδιοφωνικής εκπομπής δεν οφείλεται εύλογη αμοιβή. Δεύτερον, δεν υφίσταται παρουσίαση στο κοινό, διότι ένα ιδιωτικό οδοντιατρείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσιος χώρος. Οι ασθενείς μεταβαίνουν στο ιατρείο μόνον κατόπιν προσυνεννοήσεως.

37.      Το Tribunale di Torino απέρριψε την αγωγή. Στήριξε την απόφασή του στο γεγονός ότι δεν υφίσταται παρουσίαση με σκοπό κέρδους και, πέραν τούτου, έκρινε ότι το οδοντιατρείο αποτελεί ιδιωτικό και, ως εκ τούτου, μη δημόσιο ή προσβάσιμο στο κοινό χώρο.

38.      Η SCF άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Ο M. Del Corso ζήτησε την απόρριψη της εφέσεως.

39.      Ο γενικός εισαγγελέας της Ιταλικής Δημοκρατίας παρενέβη στη δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και ζήτησε επίσης την απόρριψη της εφέσεως.

40.      Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι όλες οι διατάξεις του διεθνούς δικαίου, του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου προβλέπουν το δικαίωμα των παραγωγών φωνογραφημάτων να αξιώσουν την καταβολή αμοιβής για τη χρήση των παραχθέντων από αυτούς φωνογραφημάτων στο πλαίσιο παρουσιάσεως στο κοινό. Το δικαίωμα εύλογης αμοιβής για παρουσίαση στο κοινό δεν αποκλείεται ούτε απορροφάται από το γεγονός ότι ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός έχει ήδη καταβάλει εύλογη αμοιβή. Η άδεια, η οποία δίδεται σε ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, περιλαμβάνει βέβαια και τη δυνατότητα ιδιωτικής χρήσεως της εκπομπής από τον κάτοχο τεχνικού μέσου λήψεως. Ωστόσο, η χρήση ενώπιον κοινού, π.χ. σε δημόσιο χώρο ή από ένα μεγάλο αριθμό προσώπων μέσω της παρεχόμενης δυνατότητας γενικής προσβάσεως, συνεπάγεται ένα πρόσθετο όφελος για το οποίο πρέπει να καταβάλλεται χωριστή αμοιβή. Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα εάν η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό περιλαμβάνει και την παρουσίαση εντός ιδιωτικών επαγγελματικών εγκαταστάσεων όπως είναι τα οδοντιατρεία, όπου ο ασθενής μεταβαίνει κατά κανόνα κατόπιν προσυνεννοήσεως και εντός των οποίων το ραδιοφωνικό πρόγραμμα ακούγεται ανεξαρτήτως της βουλήσεώς του.

41.      Βάσει των ανωτέρω, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Είναι η σύμβαση της Ρώμης, της 26ης Οκτωβρίου 1961, για τα συγγενικά δικαιώματα, η συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPS) και η συνθήκη του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (WPPT) απευθείας εφαρμοστέες στην έννομη τάξη της Ένωσης;

2.      Ισχύουν οι προαναφερθείσες πηγές του διεθνούς δικαίου ευθέως στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών;

3.      Συμπίπτει η έννοια του όρου “παρουσίαση στο κοινό” στις προαναφερθείσες διατάξεις του διεθνούς συμβατικού δικαίου με την έννοια του όρου στο κοινοτικό δίκαιο και δη στις οδηγίες 92/100/ΕΟΚ και 2001/29/ΕΚ και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, ποια πηγή του δικαίου υπερισχύει;

4.      Συνιστά η δωρεάν μετάδοση φωνογραφημάτων εντός ιδιωτικών οδοντιατρείων στο πλαίσιο ασκήσεως ελεύθερου επαγγέλματος, από την οποία επωφελούνται οι πελάτες των οδοντιατρείων ανεξαρτήτως της βουλήσεώς τους, “παρουσίαση στο κοινό” ή “διάθεση στο κοινό” για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ;

5.      Γεννά η εν λόγω μετάδοση δικαίωμα εισπράξεως αμοιβής εκ μέρους των παραγωγών φωνογραφημάτων;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

42.      Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 2010.

43.      Στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας υπέβαλαν παρατηρήσεις η SCF, ο M. Del Corso, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ιρλανδία, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

44.      Στην κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση της παρούσας υποθέσεως και της υποθέσεως C‑162/10, Phonographic Performance, που διεξήχθη στις 7 Απριλίου 2011, μετέσχον οι εκπρόσωποι της ενάγουσας της κύριας δίκης, της SFC, του M. Del Corso, της Ιταλικής, της Ελληνικής και της Γαλλικής Κυβέρνησης, της Ιρλανδίας, καθώς και της Επιτροπής.

V –    Εισαγωγικές παρατηρήσεις

45.      Με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν οδοντίατρος στο οδοντιατρείο του οποίου παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως ραδιοφωνικών εκπομπών προβαίνει σε έμμεση παρουσίαση στο κοινό των χρησιμοποιούμενων στις ραδιοφωνικές εκπομπές φωνογραφημάτων και εάν υποχρεούται προς τούτο να καταβάλλει εύλογη αμοιβή.

46.      Θα εξετάσω κατ’ αρχάς το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα τα οποία αφορούν την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Εν συνεχεία, θα εξετάσω τα τρία πρώτα ερωτήματα τα οποία αφορούν τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου.

VI – Επί του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

47.      Με το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν οδοντίατρος ο οποίος παρέχει στην αίθουσα αναμονής του οδοντιατρείου του τη δυνατότητα ακροάσεως ενός ραδιοφωνικού προγράμματος προβαίνει σε παρουσίαση ή σε διάθεση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, των φωνογραφημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στη ραδιοφωνική εκπομπή και εάν υποχρεούται να καταβάλλει εύλογη αμοιβή για τον λόγο αυτό.

 Α —      Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

48.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία —παρεκκλίνοντας εν μέρει από τις γραπτές παρατηρήσεις τους— επισήμαναν ότι κρίσιμη διάταξη εν προκειμένω είναι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 ή της οδηγίας 92/100 και όχι το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29.

49.      Κατά την SCF και τη Γαλλική Κυβέρνηση, υφίσταται παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ομοιόμορφο και ταυτόσημο σε ολόκληρη την Ένωση. Συνεπώς, η απόφαση SGAE που αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 μπορεί να μεταφερθεί επί του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Κατ’ αρχάς, αυτό απορρέει από το γράμμα και τον σκοπό των οδηγιών. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η οδηγία 2006/115 δεν περιέχει κάποια αιτιολογική σκέψη παρεμφερή προς την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, κατά την οποία η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά. Πράγματι, η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη συνιστά ως προς το σημείο αυτό πλεονασμό. Στον βαθμό που αμφότερες οι οδηγίες προβλέπουν διαφορετικό επίπεδο προστασίας, τούτο αφορά τον καθορισμό των δικαιωμάτων και όχι την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό. Περαιτέρω, από το γεγονός ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αναγνωρίζει στους δημιουργούς ένα αποκλειστικό δικαίωμα, ενώ αντιθέτως το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 αναγνωρίζει στους παραγωγούς φωνογραφημάτων και στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες μόνον ένα οικονομικό δικαίωμα, δεν συνάγεται ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό σε αυτές τις δύο διατάξεις πρέπει να ερμηνεύεται με διαφορετικό τρόπο. Περαιτέρω, υπέρ της ταυτόσημης ερμηνείας συνηγορεί το γεγονός ότι, σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, η συνθήκη WPPT και η συνθήκη του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία (στο εξής: WCT) χρησιμοποιούν επίσης την ίδια έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό. Κατά τα λοιπά, η απόφαση SENA (10) του Δικαστηρίου δεν έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο ερμήνευσε απλώς την έννοια του εύλογου χαρακτήρα της αμοιβής. Πέραν αυτού, από τη συστηματική διάρθρωση της οδηγίας 2001/29 συνάγεται ότι τα συμφέροντα άλλων εμπλεκομένων προσώπων δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό. Τέλος, η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η ομοιόμορφη ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό επιβάλλεται εκ του λόγου ότι η έννοια αυτή είναι σημαντική, βάσει της οδηγίας 2006/116/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων (11).

50.      Κατά την SCF και τη Γαλλική Κυβέρνηση υφίσταται εν προκειμένω παρουσίαση στο κοινό.

51.      Πρώτον, η SCF επισημαίνει ότι σε κάθε οδοντίατρο αναλογεί κατά μέσον όρο ένας σημαντικός αριθμός ασθενών. Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση στο οδοντιατρείο μόνον κατόπιν προσυνεννοήσεως και στο πλαίσιο συναφθείσας συμβάσεως δεν αποτελεί επιχείρημα κατά της υπάρξεως παρουσιάσεως στο κοινό.

52.      Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα εάν ο σκοπός της επιτεύξεως κέρδους αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό, η SCF επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι το ζήτημα αυτό δεν ετέθη από το αιτούν δικαστήριο. Επικουρικώς, η SCF υποστηρίζει ότι δεν απαιτείται η ύπαρξη ενός τέτοιου σκοπού. Κατ’ αρχάς, το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/115 δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Περαιτέρω, η συστηματική διάρθρωση της οδηγίας 2006/115 και της οδηγίας 2001/29 αποτελεί επιχείρημα περί του αντιθέτου. Από το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29, το οποίο βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 εφαρμόζεται και επί των συγγενικών δικαιωμάτων των παραγωγών φωνογραφημάτων και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, συνάγεται ότι η έλλειψη σκοπού επιτεύξεως κέρδους πρέπει να συνεκτιμάται το πρώτον στο επίπεδο των εξαιρέσεων και των περιορισμών και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό. Περαιτέρω, ούτε η νομολογία απαιτεί την ύπαρξη ενός τέτοιου σκοπού. Τέλος, δεν έχει αποφασιστική σημασία ούτε το κατά πόσον η παρουσίαση στο κοινό επηρεάζει την επιλογή οδοντιάτρου. Για την επίτευξη του σκοπού ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού, δεν μπορεί να αποκλειστεί ευθύς εξαρχής από το πεδίο προστασίας των δικαιωμάτων που αφορούν τα οικεία άυλα αγαθά η παρουσίαση φωνογραφημάτων κατά την άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων.

53.      Τρίτον, η SCF και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ως χρήστης του φωνογραφήματος πρέπει να θεωρείται ο οδοντίατρος και όχι οι ασθενείς. Συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η παρουσίαση χωρεί ανεξαρτήτως της βουλήσεως των ασθενών καθώς και το γεγονός ότι αυτοί ενδεχομένως δεν ενδιαφέρονται για την εν λόγω παρουσίαση.

54.      Ο M. Del Corso θεωρεί ότι το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα ως μη ασκούντα επιρροή επί της εκδοθησόμενης αποφάσεως. Κατά την άποψή του, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι παρουσίασε στους ασθενείς του έργα ενσωματωμένα σε φωνογραφήματα ούτε ότι εισέπραξε αντίτιμο προς τούτο.

55.      Περαιτέρω, στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπάρχει ούτε παρουσίαση ούτε διάθεση στο κοινό. Παρουσίαση ενός φωνογραφήματος στο κοινό υφίσταται μόνο στην περίπτωση που το φωνογράφημα αυτό παρουσιάζεται πράγματι ενώπιον κοινού σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο προσιτό στο κοινό ή στην περίπτωση που το φωνογράφημα αυτό παρουσιάζεται σε ιδιωτικό χώρο ενώπιον σημαντικού από αριθμητικής απόψεως κοινού το οποίο έχει καταβάλει αντίτιμο. Εν προκειμένω, δεν υφίσταται ο αναγκαίος δημόσιος χαρακτήρας. Πρώτον, οι ασθενείς ενός οδοντιατρείου δεν αποτελούν κοινό, δεδομένου ότι δεν έχουν αυτοτελή κοινωνική, οικονομική ή νομική διάσταση. Δεύτερον, στο επίκεντρο ίσταται η εξειδικευμένη, προσωπική και διανοητική παροχή του οδοντιάτρου την οποία αυτός εκτελεί στο πλαίσιο συναφθείσας συμβάσεως. Συνεπώς, στη συνάφεια αυτή η χρήση μουσικής δεν σκοπεί στην επίτευξη κέρδους. Τρίτον, ο οδοντίατρος, ο οποίος πρέπει να μεριμνά και για τη διαφύλαξη του δικαιώματος επί της προσωπικότητάς των ασθενών του, δεν παρέχει ταυτόχρονα τις υπηρεσίες του και, ως εκ τούτου, δεν συγκεντρώνονται οι ασθενείς του στο οδοντιατρείο την ίδια ώρα. Τέταρτον, οι ασθενείς δεν έχουν καταβάλει αντίτιμο. Πέμπτον, οι υπολογισμοί της SCF σχετικά με τον αριθμό των ασθενών ενός οδοντιάτρου είναι εσφαλμένοι. Δεν υφίσταται ούτε διάθεση στο κοινό. Ο M. Del Corso υποστηρίζει περαιτέρω ότι η άποψη της SCF θα είχε ως συνέπεια να συνιστά παρουσίαση στο κοινό και η ακρόαση μουσικής σε ιδιωτικούς χώρους από έναν ιδιώτη.

56.      Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει αρνητική απάντηση. Το Δικαστήριο δέχτηκε με την απόφασή του SGAE ότι υφίσταται παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Εντούτοις, εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100. Εν προκειμένω, δεν υφίσταται παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Πρώτον, το οδοντιατρείο αποτελεί ιδιωτικό χώρο στον οποίον οι ασθενείς μεταβαίνουν μόνον κατόπιν προσυνεννοήσεως. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν γίνει δεκτή αυτή η προσέγγιση που στηρίζεται στη φυσική παρουσία του προσώπου, αλλά μια λειτουργική προσέγγιση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό εν προκειμένω ότι υφίσταται παρουσίαση στο κοινό. Βεβαίως, είναι άνευ σημασίας ο αριθμός των προσώπων που είναι ταυτοχρόνως παρόντα στο ιατρείο. Πράγματι, πρέπει να εφαρμοστεί μια προσέγγιση η οποία να λαμβάνει υπόψη την παράμετρο της διαδοχικής-αθροιστικής παρουσίας των ασθενών. Ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι σκοποί των ασθενών. Το κρίσιμο στο πλαίσιο της οδηγίας κοινό αποτελείται μόνον από τα πρόσωπα τα οποία είναι πρόθυμα να καταβάλουν ένα χρηματικό ποσό προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν το περιεχόμενο των φωνογραφημάτων ή διότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Συγκεκριμένα, δεν δικαιολογείται η αναγνώριση ενός οικονομικού δικαιώματος στους παραγωγούς φωνογραφημάτων και στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, όταν η παρουσίαση στο κοινό καθ’ εαυτήν δεν έχει οικονομική σημασία. Στην περίπτωση των πελατών ενός ξενοδοχείου, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει οικονομική σημασία, δεδομένου ότι η πρόσβαση στα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα αποτελεί μέρος των προσφερόμενων υπηρεσιών από τηn ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα πράγμα το οποίο λαμβάνεται υπόψη από τους πελάτες. Ωστόσο, στην περίπτωση των ασθενών που βρίσκονται εντός οδοντιατρείου, δεν υπάρχει οικονομική σημασία. Η παρουσίαση φωνογραφημάτων ενδέχεται μεν να καθιστά πιο ευχάριστη την αναμονή των ασθενών, πλην όμως ουδεμία άμεση ή έμμεση συνάφεια έχει προς την αξία της παροχής του οδοντιάτρου. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο ερώτημα, δεδομένου ότι το τέταρτο ερώτημα χρήζει αρνητικής απαντήσεως.

57.      Κατά την Επιτροπή και την Ιρλανδία, η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 δεν πρέπει να θεωρείται άνευ ετέρου ισοδύναμη προς την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Αντιθέτως, αυτή η έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται πιο συσταλτικά ενόψει των διαφορών μεταξύ αυτών των δύο διατάξεων. Ειδικότερα, πρέπει να συνεκτιμάται το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, στον δημιουργό αναγνωρίζεται αποκλειστικό δικαίωμα, ενώ αντιθέτως στον παραγωγό φωνογραφημάτων αναγνωρίζεται, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100, μόνο δικαίωμα εύλογης αμοιβής. Πέραν αυτού, η παροχή του ιδίου επιπέδου προστασίας στους δημιουργούς και στους παραγωγούς φωνογραφημάτων δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις επιταγές του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ένωσης.

58.      Η Επιτροπή υποστήριξε κατ’ αρχάς με το υπόμνημά της ότι στο πλαίσιο της ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, και το άρθρο 15 της συνθήκης WPPT. Συνεπώς, η έννοια αυτή καλύπτει και τις απευθείας παρουσιάσεις και αρκεί το γεγονός ότι παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως των ενσωματωμένων στα φωνογραφήματα ήχων. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει παρουσίαση. Ωστόσο, η παρουσίαση δεν απευθύνεται σε κοινό. Η νομολογία του Δικαστηρίου επί του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δεν μπορεί να μεταφερθεί επί του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100. Αντιθέτως, ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας του τόπου της παρουσιάσεως καθώς και ο οικονομικός σκοπός της πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Εν προκειμένω, ελλείπει το στοιχείο του οικονομικού σκοπού, διότι η επιλογή του ιατρού δεν γίνεται με κριτήριο το πόσο ευχάριστη είναι η αίθουσα αναμονής, αλλά με το ποια είναι η εμπιστοσύνη που εμπνέει το πρόσωπό του, και διότι η παρουσίαση δεν επηρεάζει την ποιότητα της παροχής του ιατρού.

59.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διατύπωσε την αντίθετη άποψη ότι εν προκειμένω δεν μπορεί να υπάρχει παρουσίαση. Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο, στην απόφαση SGAE, περιορίστηκε να ορίσει την έννοια του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση, όχι όμως την έννοια της παρουσιάσεως. Κατά την άποψή της, η έννοια της παρουσιάσεως πρέπει να ερμηνευθεί όπως προτάθηκε από τη γενική εισαγγελέα J. Kokott στις προτάσεις της επί της υποθέσεως Football Association (12). Από την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 συνάγεται ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό καλύπτει μόνον τα πρόσωπα τα οποία δεν παρίστανται στον τόπο από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση. Ωστόσο, η μετάδοση μιας εκπομπής μέσω ραδιοφωνικής συσκευής που βρίσκεται εντός οδοντιατρείου πραγματοποιείται ενώπιον ενός κοινού το οποίο παρίσταται στον τόπο από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση. Άλλως έχουν ενδεχομένως τα πράγματα στην περίπτωση κατά την οποία το σήμα, που μεταδίδεται μέσω μιας τέτοιας συσκευής, είχε κατ’ αρχάς διανεμηθεί σε ένα δίκτυο.

 Β —      Το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων

60.      Το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτά.

61.      Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση του M. Del Corso ότι τα ερωτήματα αυτά δεν ασκούν επιρροή διότι δεν αποδείχθηκε η παρουσίαση του ραδιοφωνικού προγράμματος στους ασθενείς. Πράγματι, από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι υπάρχει τέτοια παρουσίαση. Λόγω της σχέσεως συνεργασίας μεταξύ του αιτούντος δικαστηρίου και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο υποχρεούται να στηρίζεται στα πραγματικά περιστατικά τα οποία του έχει παραθέσει το αιτούν δικαστήριο (13).

62.      Δεύτερον, το γεγονός ότι ο Μ. Del Corso επικαλείται ότι δεν απαιτούσε αντίτιμο από τους ασθενείς του για την παρουσίαση του ραδιοφωνικού προγράμματος, δεν καθιστά επίσης άνευ σημασίας τα προδικαστικά ερωτήματα. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ακριβώς εάν και σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να πηγάζει από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης υποχρέωση του οδοντιάτρου προς καταβολή αμοιβής.

 Γ —      Νομική εκτίμηση

63.      Το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα τέθηκαν επ’ αφορμή της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως SGAE (14). Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, που διανέμει τηλεοπτικό σήμα μέσω συσκευών τηλεοράσεως οι οποίες είναι τοποθετημένες στα δωμάτια του ξενοδοχείου, προβαίνει σε παρουσίαση των χρησιμοποιούμενων στην τηλεοπτική εκπομπή έργων στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την παρουσίαση των έργων του στο κοινό. Εν προκειμένω, οι διάδικοι ερίζουν μεταξύ άλλων για το εάν η νομολογία αυτή, η οποία αφορά δικαιώματα του δημιουργού και δωμάτια ξενοδοχείων, μπορεί να μεταφερθεί επί των συγγενικών δικαιωμάτων των παραγωγών φωνογραφημάτων και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, όταν παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, στην οποία γίνεται χρήση φωνογραφημάτων, εντός οδοντιατρείου. Βάσει των ανωτέρω, θα εξετάσω κατ’ αρχάς την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 στην οποία προέβη το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως SGAE (1). Εν συνέχεια, θα εκθέσω ποια είναι εν προκειμένω η κρίσιμη διάταξη του δικαίου της Ένωσης (2) και με ποιον τρόπο πρέπει να ερμηνευθεί (3).

1.      Επί της ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 από το Δικαστήριο

64.      Το Δικαστήριο αιτιολόγησε την εκτίμησή του ότι η μετάδοση σήματος μέσω συσκευών τηλεοράσεως που είναι τοποθετημένες στα δωμάτια των πελατών, στην οποία προβαίνει ένα ξενοδοχείο, αποτελεί παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας, ανεξαρτήτως της τεχνικής που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος, ως εξής.

65.      Πρώτον, έκανε μνεία των αιτιολογικών σκέψεων της οδηγίας 2001/29. Κατ’ αρχάς, παρέπεμψε στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη κατά την οποία η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό πρέπει να νοείται εν ευρεία εννοία (15). Περαιτέρω, διέλαβε ότι μόνο με τον τρόπο αυτόν μπορεί να επιτευχθεί ο μνημονευόμενος στην ένατη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη σκοπός της καθιερώσεως ενός υψηλού επιπέδου προστασίας υπέρ των δημιουργών και της διασφαλίσεως εύλογης αμοιβής για τη χρήση των έργων τους (16).

66.      Δεύτερον, το Δικαστήριο παρέθεσε τη νομολογία του επί ορισμένων άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (17).

67.      Τρίτον, έλαβε υπόψη του τα σωρευτικά αποτελέσματα τα οποία προκύπτουν από το γεγονός ότι οι πελάτες του ξενοδοχείου εναλλάσσονται ταχέως στους χώρους που υπάρχει συσκευή τηλεοράσεως, καθώς και από το γεγονός ότι, ως εκ τούτου, η διάθεση των έργων μπορεί να αποκτήσει μεγάλη σημασία (18).

68.      Τέταρτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 11α, πρώτο εδάφιο, περίπτωση ii, της αναθεωρημένης συμβάσεως της Βέρνης, υπάρχει αυτοτελής παρουσίαση στο κοινό όταν μια εκπομπή, η οποία μεταδίδεται από τον αρχικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, διανέμεται περαιτέρω από άλλον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό. Πράγματι, με τον τρόπο αυτόν το έργο μεταδίδεται εμμέσως, διά της παρουσιάσεως της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής, σε ένα νέο κοινό (19).

69.      Πέμπτον, το Δικαστήριο προέβη, στη συνάφεια αυτή, στον ορισμό του κοινού μιας έμμεσης παρουσιάσεως στηριζόμενο στο επεξηγηματικό έγγραφο που κατάρτισε ο ΠΟΔΙ σε σχέση με την ήδη χορηγηθείσα άδεια του δημιουργού. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η άδεια του δημιουργού για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση του έργου του καλύπτει μόνον τους άμεσους χρήστες, ήτοι τους κατόχους συσκευών λήψεως οι οποίοι, μεμονωμένα ή στο πλαίσιο του ιδιωτικού ή οικογενειακού τους περιβάλλοντος, λαμβάνουν τις εκπομπές. Ωστόσο, από τη στιγμή που η λήψη γίνεται για να μεταδοθεί σε ακροατήριο μεγαλύτερης κλίμακας, και ενίοτε με κερδοσκοπικό σκοπό, ένα νέο τμήμα του κοινού αποκτά πρόσβαση στην ακρόαση ή στη θέαση του έργου. Η παρουσίαση της εκπομπής μέσω μεγαφώνου ή ανάλογου μέσου παύει να αποτελεί απλή λήψη αυτής καθ’ εαυτήν της εκπομπής, αλλά ανεξάρτητη πράξη με την οποία το μεταδιδόμενο έργο παρουσιάζεται σε ένα νέο κοινό (20).

70.      Έκτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πελατεία ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος αποτελεί νέο κοινό. Το ξενοδοχειακό συγκρότημα είναι ο οργανισμός που παρεμβάλλεται, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, για να δώσει στους πελάτες του πρόσβαση στο προστατευόμενο έργο (21).

71.      Έβδομον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, για να υπάρξει παρουσίαση στο κοινό, αρκεί να τεθεί το έργο στη διάθεση του κοινού με αποτέλεσμα τα πρόσωπα που το συνθέτουν να έχουν πρόσβαση σε αυτό (22).

72.      Όγδοον, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η μεσολάβηση προκειμένου να παρασχεθεί πρόσβαση στα μεταδιδόμενα έργα αποτελεί παροχή πρόσθετης υπηρεσίας η οποία πραγματοποιείται με σκοπό τον προσπορισμό ορισμένου οφέλους. Στο πλαίσιο ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος η παροχή της υπηρεσίας αυτής εξυπηρετεί κερδοσκοπικούς σκοπούς, δεδομένου ότι η υπηρεσία αυτή επηρεάζει την ποιοτική κατάταξη του ξενοδοχείου και, επομένως, την τιμή των δωματίων (23).

73.      Ένατον, το Δικαστήριο διευκρίνισε πάντως κατά τρόπο συσταλτικό ότι η παροχή απλώς των συσκευών λήψεως δεν αποτελεί, από μόνη της, παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Αντιθέτως, η διανομή σήματος μέσω συσκευών τηλεοράσεως τοποθετημένων στα δωμάτια του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, στην οποία αυτό προβαίνει για τους πελάτες του, αποτελεί παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, και δη ανεξαρτήτως της τεχνικής που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος (24).

2.      Επί του κρίσιμου εν προκειμένω κανόνα δικαίου

74.      Στο πλαίσιο του τέταρτου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο κάνει μνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 2001/29 δεν εφαρμόζεται, διότι η διάταξη αυτή ρύθμισε απλώς την περίπτωση της διαθέσεως στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση στα φωνογραφήματα ήτοι στις ερμηνείες και τις εκτελέσεις όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος. Τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της μεταδόσεως ενός ραδιοφωνικού προγράμματος. Για λόγους πληρότητας πρέπει να επισημάνω ότι δεν ασκεί επιρροή ούτε το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, διότι εν προκειμένω το αντικείμενο της υποθέσεως δεν είναι κάποια προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού έργα, αλλά τα συγγενικά δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών.

75.      Αντιθέτως, κρίσιμο είναι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100 ήτοι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Βάσει των διατάξεων αυτών, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέψουν ότι, σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοφωνική μετάδοση ή για οποιοδήποτε παρουσίαση στο κοινό, καταβάλλεται από τον χρήστη εύλογη και ενιαία αμοιβή και ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων.

76.      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα στοιχεία τα οποία έχουν σημασία για την εκτίμηση της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του στο πλαίσιο της κύριας δίκης (25), θα προβώ εν συνεχεία στην ερμηνεία αυτών των κρίσιμων διατάξεων. Περαιτέρω, θα αναλύσω μόνον το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, δεδομένου ότι η οδηγία 92/100 κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2006/115 και σε αμφότερες τις οδηγίες το άρθρο 8, παράγραφος 2, είναι ταυτόσημο. Όσα δε λεχθούν ισχύουν αντιστοίχως και για το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100. Περαιτέρω, θα λάβω υπόψη μου, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, μόνον την περίπτωση ενός φωνογραφήματος που έχει εκδοθεί για εμπορικούς σκοπούς, οι δε αναπτύξεις ισχύουν αντιστοίχως και για την αναπαραγωγή ενός τέτοιου φωνογραφήματος.

3.      Επί της ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115

77.      Ευθύς εξαρχής πρέπει να διευκρινίσω ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης (α), οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένης υπόψη της συνάφειάς τους προς το διεθνές δίκαιο (β). Εν συνεχεία, θα αναλύσω την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό (γ), καθώς και τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 (δ).

 α)      Αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης

78.      Οι χρησιμοποιούμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας έννοιες αποτελούν, ελλείψει παραπομπής στο δίκαιο των κρατών μελών, αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης. Προς το συμφέρον της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη και προς διαφύλαξη της αρχής της ισότητας σε ολόκληρη την Ένωση οι έννοιες αυτές πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ομοιόμορφο (26). Μόνο με τον τρόπο αυτόν μπορεί να επιτευχθεί ο μνημονευόμενος στην έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/115 σκοπός της διευκολύνσεως της ασκήσεως των δημιουργικών, καλλιτεχνικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω ενός εναρμονισμένου νομικού πλαισίου σε όλη την έκταση της Κοινότητας.

79.      Ωστόσο, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις, παρά την ύπαρξη αυτοτελούς εννοίας του δικαίου της Ένωσης, να επιχειρείται μια πολύ περιορισμένη εναρμόνιση και, ως εκ τούτου, η ρυθμιστική εμβέλεια της εννοίας να είναι πολύ ισχνή. Στις περιπτώσεις αυτές, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει μόνον ένα ευρύ ρυθμιστικό πλαίσιο το περιεχόμενο του οποίου καλούνται να συμπληρώσουν τα κράτη μέλη (27). Από την αφετηρία αυτή εκκινεί το Δικαστήριο στην περίπτωση της εννοίας της εύλογη αμοιβής του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 (28). Ωστόσο, δεδομένου ότι η ρυθμιστική εμβέλεια μιας εννοίας πρέπει να εκτιμάται χωριστά για κάθε έννοια που χρησιμοποιείται σε μια διάταξη, δεν μπορούν να συναχθούν εντεύθεν συμπεράσματα για τις περαιτέρω έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

 β)      Η σχέση διεθνούς δικαίου και δικαίου της Ένωσης

80.      Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, που αφορά το δικαίωμα εύλογης αμοιβής, πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένης υπόψη της συνάφειάς της προς το διεθνές δίκαιο.

81.      Πράγματι, το δικαίωμα εύλογης αμοιβής ρυθμίζεται, σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, στο άρθρο 12 της συμβάσεως της Ρώμης και στο άρθρο 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τις ανωτέρω διατάξεις του διεθνούς δικαίου.

82.      Όσον αφορά τη συνθήκη WPPT, τούτο προκύπτει ήδη από το γεγονός ότι η ίδια η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως μιας συμφωνίας του διεθνούς δικαίου ιδίως όταν η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος και όταν οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση (29).

83.      Βεβαίως, όσον αφορά τη σύμβαση της Ρώμης, πρέπει να τονιστεί ότι η ίδια η ΕΕ δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν. Ωστόσο, από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/115, κατά την οποία η εναρμόνιση δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο ώστε οι νομοθετικές διατάξεις να αντιβαίνουν στη σύμβαση της Ρώμης, συνάγεται ότι πρέπει να συνεκτιμώνται οι διατάξεις της συμβάσεως της Ρώμης.

 γ)      Η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό

84.      Βάσει του γράμματός της, η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό περιλαμβάνει δύο στοιχεία. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει παρουσίαση, δεύτερον η παρουσίαση αυτή πρέπει να απευθύνεται σε κοινό.

i)      Επί της εννοίας της παρουσιάσεως

85.      Το περιεχόμενο της εννοίας της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν ορίζεται μεν ρητώς στην εν λόγω οδηγία. Ωστόσο, από το γράμμα και τη συνάφεια της εν λόγω διατάξεως μπορούν να αντληθούν ορισμένα στοιχεία για τον τρόπο ερμηνείας της εννοίας αυτής.

86.      Όπως προελέχθη (30), για την ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως που χρησιμοποιεί η διάταξη αυτή πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 12 της συμβάσεως της Ρώμης και του άρθρου 15 της συνθήκης WPPT. Συναφώς έχουν ιδιαίτερη σημασία, μεταξύ άλλων, το άρθρο 15, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης WPPT. Το άρθρο 15, παράγραφος 1, προβλέπει ότι οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και οι παραγωγοί φωνογραφημάτων, σε περίπτωση άμεσης ή έμμεσης χρήσεως για μια εκπομπή ή για παρουσίαση στο κοινό, έχουν αξίωση καταβολής ενιαίας και εύλογης αμοιβής. Στο άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης WPPT η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό ενός φωνογραφήματος ορίζεται ως η μετάδοση στο κοινό με κάθε μέσο, εκτός από τη ραδιοτηλεοπτική εκπομπή, των ήχων μιας εκτελέσεως ή των ήχων ή των αναπαραστάσεων ήχων που έχουν ενσωματωθεί σε φωνογράφημα. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι για να υπάρχει παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 15 της συνθήκης WPPT αρκεί το γεγονός ότι παρέχεται η δυνατότητα ακοής από το κοινό των ήχων ή των παραστάσεών τους που έχουν ενσωματωθεί σε φωνογράφημα.

87.      Εντεύθεν συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα για την έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115:

88.      Πρώτον, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 καλύπτει τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες παρουσιάσεις. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορούν κατ’ αρχάς η ευρεία διατύπωση και ο ιστορικό θεσπίσεως της διατάξεως. Πράγματι, από το ιστορικό της θεσπίσεως της οδηγίας 92/100 συνάγεται ότι η περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση της εννοίας της παρουσιάσεως διά της προσθήκης των λέξεων «άμεσα ή έμμεσα» δεν κρίθηκε αναγκαία, δεδομένου ότι με τη χρήση της εννοίας της παρουσιάσεως είναι προφανές ότι καλύπτονται και οι έμμεσες παρουσιάσεις (31). Υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας συνηγορεί πλέον, από της θέσεώς του σε ισχύ, και το άρθρο 15 της συνθήκης WPPT, βάσει των διατάξεων του οποίου πρέπει να υφίσταται αξίωση και για έμμεσες μεταδόσεις (32).

89.      Δεύτερον, για την ύπαρξη παρουσιάσεως αρκεί το γεγονός ότι παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως ήχων ενσωματωμένων σε φωνογράφημα. Το εάν ο πελάτης πράγματι προβεί σε ακρόαση των ήχων είναι άνευ σημασίας. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί κατ’ αρχάς το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης WPPT το οποίο κάνει λόγο για την παροχή της δυνατότητας ακοής. Περαιτέρω, βάσει του πνεύματος και του σκοπού της οδηγίας 2006/115 θα πρέπει να εξαρκεί το γεγονός ότι ο πελάτης έχει τη νομική και πρακτική δυνατότητα να απολαύσει τα φωνογραφήματα (33). Μια τέτοια ερμηνεία έχει το πλεονέκτημα ότι συμπίπτει, ως προς το σημείο αυτό, με την ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

90.      Εάν ληφθούν υπόψη οι διατάξεις αυτές, πολλοί είναι οι λόγοι οι οποίο συνηγορούν ώστε η παρουσίαση κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένας οδοντίατρος, σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση, ο οποίος παρέχει εντός του οδοντιατρείου του τη δυνατότητα στους ασθενείς του να ακούν ραδιοφωνικές εκπομπές μέσω ραδιοφώνου, προβαίνει σε έμμεση παρουσίαση των φωνογραφημάτων που χρησιμοποιούνται στις ραδιοφωνικές εκπομπές.

91.      Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν πρέπει κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται πιο διασταλτικά από ό,τι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Κατά την άποψή της, πρέπει να συνεκτιμάται το γεγονός ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να προβλέψει ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας για τα δικαιώματα του δημιουργού από ό,τι για τα συγγενικά δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων και των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και ότι, ως εκ τούτου, είναι αντίθετο προς το σύστημα το οποίο αυτός οργανώνει να αναγνωριστούν στους παραγωγούς φωνογραφημάτων και στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, ευρύτερα δικαιώματα από αυτά που αναγνωρίζονται στους δημιουργούς δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγία 2001/29.

92.      Συνεπώς, τίθενται τα ερωτήματα εάν η εικοστή τρίτη και η εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 πρέπει να συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο της ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 και εάν τούτο έχει ως συνέπεια να μην υφίσταται, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

–             Συνεκτίμηση της εικοστής έβδομης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29

93.      Κατ’ αρχάς τίθεται το ερώτημα εάν, συνεκτιμωμένης της εικοστής έβδομης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29 στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει παρουσίαση.

94.      Κατά την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη, η απλή παροχή των υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσιάσεως δεν αποτελεί καθ’ εαυτήν παρουσίαση. Η αιτιολογική αυτή σκέψη πρέπει να συσχετίζεται προς τη συμφωνηθείσα δήλωση των συμβαλλόμενων μερών του άρθρου 8 της συνθήκης WCT. Βάσει της δηλώσεως αυτής, η παροχή των υλικών μέσων, μέσω της οποίας καθίσταται εφικτή η παρουσίαση, δεν συνιστά καθ’ εαυτήν παρουσίαση κατά την έννοια της συνθήκης WCT ή της συμβάσεως της Βέρνης.

95.      Φρονώ ότι τούτο δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 (34). Αντιθέτως, φρονώ ότι πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόσωπα τα οποία προβαίνουν στη διάθεση συσκευών αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας και ήχου χωρίς ταυτόχρονα να έχουν τον έλεγχο επί της προσβάσεως σε προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού έργα δεν προβαίνουν με τον τρόπο αυτόν σε παρουσίαση στο κοινό. Τούτο συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση πωλήσεως ή εκμισθώσεως συσκευών τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου ή στην περίπτωση που παρέχεται απλώς πρόσβαση στο Διαδίκτυο μέσω ενός παρόχου τέτοιων υπηρεσιών. Ωστόσο, εν προκειμένω, ο οδοντίατρος δεν περιορίζεται απλώς στη διάθεση των συσκευών αναπαραγωγής ήχου ή εικόνας και ήχου. Αντιθέτως, παρέχει ο ίδιος τη δυνατότητα ακροάσεως των ραδιοφωνικών εκπομπών στους ασθενείς του και, ως εκ τούτου, εμμέσως των φωνογραφημάτων που χρησιμοποιούνται στις ραδιοφωνικές εκπομπές.

96.      Επομένως, η εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 δεν αποτελεί πρόσκομμα προκειμένου να θεωρηθεί ότι εν προκειμένω υπάρχει παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

–                 Συνεκτίμηση της εικοστής τρίτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29

97.      Κατά την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο από τον οποίο προέρχεται η παρουσίαση.

98.      Η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (αφιστάμενη των γραπτών παρατηρήσεων που είχε μέχρι τούδε καταθέσει) ότι λαμβανομένης υπόψη αυτής της αιτιολογικής σκέψεως είναι αμφίβολο κατά πόσον υφίσταται παρουσίαση. Συναφώς παρέπεμψε στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott επί της υποθέσεως Football Association (35) στις οποίες η ως άνω εισαγγελέας επικαλέστηκε την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη προκειμένου να υποστηρίξει ότι η λήψη τηλεοπτικής εκπομπής μέσω συσκευής τηλεοράσεως δεν αποτελεί παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Παρουσίαση υφίσταται μόνο στην περίπτωση που επιχειρείται περαιτέρω, αυτοτελής παρουσίαση της αρχικής εκπομπής, π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία το αρχικό τηλεοπτικό σήμα μιας εκπομπής λαμβάνεται και, μέσω διανομέα, διανέμεται σε διάφορες συσκευές (36). Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει πλέον ότι το Δικαστήριο με την απόφασή του SGAE ερμήνευσε απλώς την έννοια του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση, όχι όμως το στοιχείο της παρουσιάσεως καθ’ εαυτήν.

99.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

100. Πράγματι, από την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 δεν μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση όπως η υπό κρίση δεν υφίσταται παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

101. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε με την απόφασή του SGAE στην ερμηνεία της εννοίας του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση. Αντιθέτως, με την απόφασή του αυτή διευκρινίζει ότι για την ύπαρξη παρουσιάσεως κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αρκεί το γεγονός ότι παρέχεται πρόσβαση σε ένα έργο διά της διανομής σήματος μέσω συσκευής τηλεοράσεως. Πράγματι, το Δικαστήριο ρητώς διευκρίνισε ότι η ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό είναι ανεξάρτητη από την τεχνική που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος (37). Φρονώ ότι αυτή η διευκρίνιση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι για την ύπαρξη παρουσιάσεως είναι άνευ σημασίας το εάν υπάρχει λήψη της εκπομπής από τις ίδιες τις συσκευές τηλεοράσεως ή εάν προηγουμένως έχει μεσολαβήσει μια νέα, διαφορετική από την αρχική εκπομπή μετάδοση του σήματος στον δέκτη της τηλεοράσεως.

102. Συνεπώς, όσον αφορά την ερμηνεία της εννοίας της παρουσιάσεως, υπάρχουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου δίδει έμφαση στον σκοπό της ενδεδειγμένης προστασίας των δημιουργών, ανεξαρτήτως των τεχνικών λεπτομερειών και, ως εκ τούτου, θα χρησιμοποιώ εν συνεχεία προς υποδήλωσή της τον όρο λειτουργική προσέγγιση. Αντιθέτως, η προσέγγιση της Επιτροπής στηρίζεται στο κατά πόσον υπάρχει περαιτέρω μετάδοση του ραδιοτηλεοπτικού σήματος και αν πρόκειται για συσκευή λήψεως. Δεδομένου ότι η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη τις τεχνικές λεπτομέρειες, θα τη χαρακτηρίζω εν συνεχεία ως τεχνική προσέγγιση.

103. Φρονώ ότι η λειτουργική προσέγγιση του Δικαστηρίου στηρίζεται σε πειστικότερους λόγους.

104. Πρώτον, υπέρ της λειτουργικής προσεγγίσεως συνηγορεί ο σκοπός της ενδεδειγμένης προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων που διατυπώνεται στην ένατη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 και στην πέμπτη, τη δωδέκατη και τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/115. Εάν ληφθεί υπόψη ο σκοπός αυτός, φρονώ ότι είναι πιο πειστικό να ληφθεί ως αφετηρία ο κύκλος των προσώπων που καλύπτει η άδεια ή η εύλογη αμοιβή.

105. Δεύτερον, δεν μπορεί να αντιταχθεί στη λειτουργική προσέγγιση ότι το διεθνές δίκαιο δεν την προβλέπει. Βεβαίως, σε επίπεδο διεθνούς δικαίου δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τον δεσμευτικό χαρακτήρα του κριτηρίου αυτού (38). Ωστόσο, τούτο δεν αποτελεί επιχείρημα για τη μη εφαρμογή του κριτηρίου στο επίπεδο του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, οι σχετικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου προβλέπουν απλώς μια ελάχιστη προστασία για τα δικαιώματα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη είναι ελεύθερα να επεκτείνουν. Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι η εφαρμογή μιας λειτουργικής προσεγγίσεως δεν επιβάλλεται μεν στα συμβαλλόμενα μέρη κατά τρόπο δεσμευτικό από τις συνθήκες του διεθνούς δικαίου, πλην όμως προτείνεται στα συμβαλλόμενα μέρη με τα μη δεσμευτικά από νομικής απόψεως ερμηνευτικά έγγραφα όπως είναι το επεξηγηματικό έγγραφο που κατάρτισε ο ΠΟΔΙ (39).

106. Τρίτον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν μπορεί να συναχθεί από την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 και από την ιστορία γενέσεώς της με επαρκή σαφήνεια η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να αποκλείσει την παρουσίαση στο κοινό μιας εκπομπής μέσω συσκευών λήψεως από την έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 3 της οδηγίας.

107. Στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρότεινε να διευκρινιστεί με την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη ότι το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό δεν εκτείνεται σε απευθείας εκτελέσεις και ερμηνείες. Η Επιτροπή δέχτηκε τούτο με την τροποποιημένη πρότασή της. Το Συμβούλιο τάχθηκε μεν υπέρ της προτάσεως αυτής επί της ουσίας, πλην όμως αποφάσισε να μην προβεί σε μνεία της εννοίας της απευθείας εκτελέσεως, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτόν θα δημιουργείτο ανασφάλεια δικαίου ελλείψει ενός ενιαίου ορισμού. Αντ’ αυτού, το Συμβούλιο προτίμησε να διευκρινίσει το πραγματικό εύρος της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29 (40).

108. Συνεπώς, σκοπός της εικοστής τρίτης αιτιολογικής σκέψεως είναι να εξαιρέσει τις απευθείας εκτελέσεις και ερμηνείες από την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό χωρίς να κάνει χρήση της εννοίας αυτής. Όπως μπορεί να συναχθεί από τη διατύπωση της ανωτέρω αιτιολογικής σκέψεως, ο νομοθέτης της Ένωσης επιχείρησε να επιτύχει τον σκοπό αυτόν εξαιρώντας ένα μέρος των προσώπων από την έννοια του κοινού, και δη εκείνο το μέρος το οποίο παρίσταται στον τόπο της παρουσιάσεως (41). Συνεπώς, σημασία έχει η απομάκρυνση του κοινού από τον τόπο της παρουσιάσεως και όχι οι τεχνικές παράμετροι.

109. Συνεπώς, από τον σκοπό τον οποίον έθεσε ο νομοθέτης της Ένωσης με την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη και από τη διατύπωση αυτής της αιτιολογικής σκέψεως μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν απλώς να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως κοινό, όχι όμως την έννοια της παρουσιάσεως.

110. Εν συνόψει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη ούτε στο ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας 2001/29 απαντά κάποιο αρκούντως ασφαλές έρεισμα για την άποψη ότι η έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρέπει, από τεχνικής απόψεως, να περιορίζεται σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει διαφορετική από την αρχική εκπομπή μετάδοση του ραδιοτηλεοπτικού σήματος σε συσκευή τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου καθώς και ότι πρέπει να αποκλείεται από την έννοια αυτή η λήψη μέσω συσκευών τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου.

–             Ενδιάμεσο συμπέρασμα

111. Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα είναι ότι οδοντίατρος ο οποίος παρέχει εντός του οδοντιατρείου του τη δυνατότητα ακροάσεως ραδιοφωνικής εκπομπής μέσω συσκευής ραδιοφώνου προβαίνει σε έμμεση παρουσίαση, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, των φωνογραφημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στη ραδιοφωνική εκπομπή.

ii)    Επί της εννοίας του «κοινού»

112. Στην οδηγία 2006/115 δεν ορίζεται ούτε η έννοια του "κοινού" στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση.

113. Εν αντιθέσει προς τον ορισμό της εννοίας της παρουσιάσεως, ο νομικός ορισμός της παρουσιάσεως στο κοινό που περιέχεται στο άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης WPPT δεν προσφέρει καμία βοήθεια ως προς το σημείο αυτό. Πράγματι, η έννοια του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση, το οποίο αποτελεί το στοιχείο που πρέπει να οριστεί, δεν συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω στο τμήμα της διατάξεως που περιέχει τον ορισμό. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η ακρόαση πρέπει να είναι δημόσια και, ως εκ τούτου, ο νομικός ορισμός είναι, ως προς το σημείο αυτό, άνευ ουσίας.

114. Πάντως, συναφώς μπορεί να γίνει παραπομπή στην προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου επί της ερμηνείας της εννοίας της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (42). Όπως αναπτύσσω στις προτάσεις μου με σημερινή ημερομηνία επί της υποθέσεως Phonographic Performance, η έννοια του κοινού στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αρχήν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Συνεπώς, ως προς το σημείο αυτό παραπέμπω στις αντίστοιχες αναπτύξεις μου στα σημεία 96 έως 111 των ανωτέρω προτάσεων.

115. Εάν εφαρμοστούν τα κριτήρια τα οποία επεξεργάστηκε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως SGAE, τότε πολλοί λόγοι συνηγορούν υπέρ του να θεωρηθεί ότι σε περίπτωση όπως η υπό κρίση υπάρχει παρουσίαση στο κοινό. Πράγματι, και σε μια περίπτωση όπως είναι η παρούσα, τα φωνογραφήματα παρουσιάζονται εμμέσως σε ένα νέο κοινό μέσω της παροχής της δυνατότητας ακροάσεως της ραδιοφωνικής εκπομπής. Στην αίθουσα αναμονής ενός οδοντιατρείου οι ασθενείς δεν παραμένουν μεν για πολλή ώρα, ωστόσο η εναλλαγή τους στην αίθουσα αναμονής πραγματοποιείται με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι η εναλλαγή πελατών στα δωμάτια ενός ξενοδοχείου και, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί και στην περίπτωση αυτή ότι υπάρχει διαδοχικό-αθροιστικό αποτέλεσμα το οποίο προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην παροχή προσβάσεως στα φωνογραφήματα.

116. Πάντως, και στη συνάφεια αυτή τίθεται το ερώτημα εάν, για τους ήδη προαναφερθέντες λόγους, η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται συνεκτιμωμένης της εικοστής τρίτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29 ούτως ώστε σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση να μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπάρχει παρουσίαση στο κοινό. Όπως προελέχθη, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 ήταν να εξαιρέσει από τον κύκλο προσώπων, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα πρόσωπα τα οποία παρίστανται στον τόπο από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση. Τούτο δε προς τον σκοπό να μην εμπίπτουν στην έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό οι απευθείας εκτελέσεις και ερμηνείες (43).

117. Η Επιτροπή υποστηρίζει, παραπέμποντας στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott επί της υποθέσεως Football Association, ότι με τον τρόπο αυτόν εξαιρούνται τα πρόσωπα που παρίστανται στον τόπο όπου βρίσκεται ο τηλεοπτικός δέκτης. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση τηλεοπτικού δέκτη, ο τόπος από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση είναι ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η τηλεόραση (44).

118. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

119. Πρώτον, η άποψη αυτή δεν συνάδει προς την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην απόφαση SGAE. Πράγματι, από την απόφαση αυτή μπορεί να συναχθεί ότι ο τόπος από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση, και στην περίπτωση τηλεοπτικού δέκτη, δεν είναι εκεί όπου βρίσκεται η τηλεόραση (45).

120. Υπέρ της προσεγγίσεως του Δικαστηρίου συνηγορούν επίσης τα πιο πειστικά επιχειρήματα. Πράγματι, η μνεία του τόπου από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση, στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση των τηλεοπτικών δεκτών, ο τόπος αυτός είναι ο τόπος όπου βρίσκεται η τηλεόραση.

121. Κατ’ αρχάς, η κυριολεκτική σημασία της λέξεως «προέρχεται» καθιστά σαφές ότι δεν υποδηλώνει τον τόπο στον οποίο γίνεται εν τέλει η παρουσίαση.

122. Περαιτέρω, υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας συνηγορεί το προεκτεθέν ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας. Πράγματι, με αυτήν τη διευκρίνιση στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη, σκοπός του νομοθέτης της Ένωσης ήταν να μην εμπίπτει η δημόσια εκτέλεση και ερμηνεία στην έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό (46). Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται όταν το κοινό, το οποίο δεν βρίσκεται σε απόσταση από την αρχική εκτέλεση ή ερμηνεία του έργου, εξαιρείται από την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό (47). Ωστόσο, οι ακροατές ενός ραδιοφωνικού προγράμματος βρίσκονται σε μια τέτοια απόσταση.

123. Πέραν αυτού, η σχέση μεταξύ της εικοστής τρίτης και της εικοστής τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29 αποτελεί επιχείρημα κατά μιας προσεγγίσεως κατά την οποία ο τόπος από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση, οσάκις πρόκειται για συσκευή λήψεως, είναι ο τόπος όπου βρίσκεται η συσκευή. Πράγματι, κατά την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη το δικαίωμα διαθέσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι καλύπτει όλες τις πράξεις διαθέσεως σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο από τον οποίον προέρχεται η πράξη διαθέσεως. Εάν και στη συνάφεια αυτή ως τόπος από τον οποίον προέρχεται η πράξη διαθέσεως νοηθεί ο τόπος όπου βρίσκεται η συσκευή μέσω της οποίας καθίσταται δυνατή η ακρόαση εν τέλει του φωνογραφήματος, τότε το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας χάνει σε μεγάλο βαθμό την πρακτική αποτελεσματικότητά του. Πράγματι, τις περισσότερες φορές αυτή θα είναι μια συσκευή εντός μιας ιδιωτικής οικίας. Συνεπώς, φρονώ ότι είναι πιο πειστική η ερμηνεία της εικοστής τρίτης και της εικοστής τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως υπό την έννοια ότι μόνον το κοινό της απευθείας ερμηνείας ή εκτελέσεως, ως κοινό που παρίσταται στον τόπο από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση, αποκλείεται από την έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

124. Περαιτέρω, επιχείρημα κατά της προσεγγίσεως ότι ο τόπος από τον οποίο προέρχεται η παρουσίαση, στην περίπτωση ραδιοφωνικής συσκευής λήψεως, είναι ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η συσκευή αποτελεί το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή θα οδηγούσε σε άτοπα αποτελέσματα. Πράγματι, βάσει της προσεγγίσεως αυτής, στην περίπτωση κατά την οποία εντός ενός ποτοπωλείου τοποθετείτο μεγάλος αριθμός ραδιοφωνικών συσκευών λήψεως δεν θα υπήρχε παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία εντός του ιδίου ποτοπωλείου τοποθετούντο απλώς δύο συσκευές ραδιοφώνου και διανεμόταν σε αυτές σήμα μέσω συσκευής τοποθετημένης εντός της υπόγειας αποθήκης του κτηρίου θα υπήρχε παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Θεωρώ απίθανο να ήταν πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να αποδεχθεί ένα τέτοιο άτοπο αποτέλεσμα.

125. Επομένως, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, ο τόπος από τον οποίον προέρχεται η παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 είναι ο τόπος στον οποίον έγινε επί του φωνογραφήματος εγγραφή της αρχικής ερμηνείας ή εκτελέσεως.

126. Ως εκ τούτου, η ένσταση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί διότι, για τους προαναφερθέντες λόγους, δεν μπορεί να συναχθεί από την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη ότι το κοινό ενώπιον ενός τηλεοπτικού δέκτη δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

127. Εάν το Δικαστήριο, παρεκκλίνοντας από τη μέχρι τούδε νομολογία του, ερμηνεύσει την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 κατά τέτοιο τρόπο ώστε η διάταξη αυτή να μην καλύπτει την παρουσίαση στο κοινό ενώπιον συσκευής λήψεως, τότε η ένσταση της Επιτροπής θα πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να μεταφερθεί στην έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Πράγματι, η έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 15 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα. Βάσει των διατάξεων αυτών, υπάρχει παρουσίαση φωνογραφημάτων και στην περίπτωση που παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως ήχων ενσωματωμένων σε φωνογράφημα. Έτσι, τουλάχιστον η έννοια της παρουσιάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 καλύπτει και το κοινό το οποίο παρίσταται στον τόπο της παρουσιάσεως (48).

128. Συνεπώς, η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 δεν επιβάλλει μια ερμηνεία της κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 εννοίας του κοινού της παρουσιάσεως βάσει της οποίας, στην περίπτωση ραδιοφωνικών συσκευών λήψεως, δεν λαμβάνεται υπόψη το κοινό που παρίσταται στον τόπο της ραδιοφωνικής συσκευής.

iii) Επί των λοιπών ενστάσεων

129. Και οι λοιπές ενστάσεις των μετεχόντων στη διαδικασία δεν ευσταθούν.

–       Επί της αναγκαιότητας καταβολής αντιτίμου

130. Κατ’ αρχάς, η ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν εξαρτάται από το αν καταβάλλεται κάποιο αντίτιμο. Πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν απορρέει μια τέτοια απαίτηση. Δεύτερον, επιχείρημα κατά της ενστάσεως αυτής αποτελεί η συστηματική διάρθρωση του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. Η διάταξη αυτή προβλέπει για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, όταν η οικεία παρουσίαση λαμβάνει χώρα σε τόπους που είναι προσβάσιμοι για το κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή απαιτεί σωρευτικά τόσο την ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό όσο και την παρουσίαση σε τόπους στους οποίους το κοινό έχει πρόσβαση έναντι καταβολής αντιτίμου, μπορεί να συναχθεί εξ αντιδιαστολής ότι η ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό δεν προϋποθέτει ούτε τον δημόσιο χαρακτήρα του τόπου ούτε την καταβολή αντιτίμου.

–       Επί του σκοπού επιτεύξεως κέρδους

131. Περαιτέρω, φρονώ ότι δεν είναι πειστικές οι ενστάσεις ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παρουσίαση στο κοινό διότι, εν προκειμένω, πρωτεύουσα σημασία έχει η παροχή του οδοντιάτρου και όχι η παρουσίαση των φωνογραφημάτων και διότι ο οδοντίατρος ενεργεί χωρίς να έχει ως σκοπό του την επίτευξη κέρδους.

132. Πρώτον, για την ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό είναι αδιάφορο το αν ο χρήστης επιδιώκει με αυτήν την επίτευξη κέρδους.

133. Κατ’ αρχάς, η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τον σκοπό της επιτεύξεως κέρδους.

134. Περαιτέρω, επιχείρημα κατά μιας τέτοιας απαιτήσεως αποτελεί όχι μόνον η συνάφεια προς το προαναφερθέν άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115, αλλά και η συνάφεια προς το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Έτσι, το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχεία α΄, β΄ και ι΄, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από το δικαίωμα της παρουσιάσεως στο κοινό ή περιορισμούς του δικαιώματος αυτού, εφόσον πρόκειται για συγκεκριμένες προνομιακές χρήσεις και δεν επιδιώκεται κανένας εμπορικός σκοπός ή κανένας πέραν της προνομιακής δραστηριότητας εμπορικός σκοπός. Εντεύθεν συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι είναι δυνατό να υπάρχει παρουσίαση στο κοινό και στην περίπτωση που δεν επιδιώκεται εμπορικός σκοπός ήτοι σκοπός επιτεύξεως κέρδους.

135. Περαιτέρω, ούτε από την απόφαση SGAE συνάγεται ότι η ύπαρξη σκοπού επιτεύξεως κέρδους ασκεί επιρροή. Με την ανωτέρω απόφαση, το Δικαστήριο εξήρε τον σκοπό επιτεύξεως κέρδους των ξενοδοχειακών επιχειρηματικών μονάδων. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι ο σκοπός αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό (49).

136. Πέραν τούτου, εάν λαμβανόταν υπόψη ο σκοπός επιτεύξεως κέρδους θα αναφύονταν σοβαρά προβλήματα οριοθετήσεως. Πράγματι, θα έπρεπε ανάλογα με την παροχή να εκτιμάται αν η παρουσίαση ενός φωνογραφήματος είναι τόσο επουσιώδης ώστε να υπολείπεται σε σημασία σε σχέση προς την κύρια παροχή.

137. Τέλος, βάσει των ανωτέρω επιχειρημάτων, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβέρνησης ότι δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεται οικονομικό δικαίωμα όπως αυτό που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 όταν ο χρήστης δεν επιδιώκει με την παρουσίαση στο κοινό την επίτευξη κέρδους. Δεν μπορώ να αντιληφθώ για ποιο λόγο ο δημιουργός έχει αποκλειστικό δικαίωμα στην περίπτωση, για παράδειγμα, μιας πολιτικής συγκεντρώσεως, ενώ αντιθέτως ο παραγωγός φωνογραφημάτων και οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες δεν πρέπει να έχουν κανένα δικαίωμα. Πέραν αυτού, η έλλειψη σκοπού κέρδους εκ μέρους του χρήστη μπορεί να ληφθεί υπόψη βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του εύλογου ύψους της αμοιβής για μια τέτοια χρήση.

138. Δεύτερον, πρέπει να επισημάνω επικουρικώς ότι σε περίπτωση όπως η υπό κρίση είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι υπάρχει σκοπός επιτεύξεως κέρδους. Έστω και αν οι ραδιοφωνικές εκπομπές τις οποίες ακούν οι ασθενείς εντός του οδοντιατρείου δεν αποτελούν ασφαλώς ουσιώδες τμήμα της παροχής του οδοντιάτρου, εντούτοις δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι έχουν μια πρακτική χρησιμότητα. Πράγματι, για τους ασθενείς στην αίθουσα αναμονής είναι πιο ευχάριστο να ακούν ραδιοφωνικές εκπομπές από ό,τι τον βόμβο του τροχού από τον καθαυτό χώρο του οδοντιατρείου. Πέραν αυτού, σκοπός των εκπομπών αυτών είναι να ψυχαγωγήσουν κατά τη διάρκεια της αναμονής που αποτελεί τον κανόνα στα οδοντιατρεία. Το γεγονός ότι η τιμή της οδοντιατρικής φροντίδας δεν εξαρτάται από το αν παρέχεται η δυνατότητα ακροάσεως φωνογραφημάτων ή όχι δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να αποκλείσει την ύπαρξη σκοπού κέρδους. Πράγματι, για την ύπαρξη ενός τέτοιου σκοπού αρκεί να πρόκειται για ένα στοιχείο της παροχής δυνάμενο να βελτιώσει τη συνολική εικόνα της παροχής έναντι του ασθενούς. Βάσει των επιχειρημάτων που εκτέθηκαν φρονώ ότι τούτο μπορεί να γίνει δεκτό.

–       Επί της βουλήσεως των ασθενών

139. Περαιτέρω, είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση εάν υφίσταται παρουσίαση σε κοινό το γεγονός ότι η παρουσίαση πραγματοποιείται χωρίς τη βούληση των ασθενών και ότι ενδεχομένως ορισμένοι εξ αυτών την θεωρούν οχληρή.

–       Επί των λοιπών ενστάσεων

140. Ούτε οι λοιπές ενστάσεις είναι πειστικές.

141. Πρώτον, το κοινό της παρουσιάσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 δεν προϋποθέτει ότι το κοινό έχει μια αυτοτελή κοινωνική, οικονομική ή νομική διάσταση. Κατ’ αρχάς, μια τέτοια διάσταση δεν υφίσταται ούτε σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει αναμφίβολα ένα κοινό, όπως π.χ. στους σιδηροδρομικούς σταθμούς ή στις στάσεις του μετρό. Περαιτέρω, στο πεδίο του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων δεν ασκεί επιρροή, σε σχέση με την ύπαρξη κοινού, το μέγεθος ή η ομοιογένεια της ομάδας των προσώπων τα οποία μπορούν να ανήκουν στο κοινό (50).

142. Δεύτερον, και η ένσταση ότι δεν συγκεντρώνονται ταυτοχρόνως όλοι οι ασθενείς ενός οδοντιάτρου στο οδοντιατρείο του πρέπει να απορριφθεί με την επισήμανση ότι αρκεί να υπάρχει αθροιστικό αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να επέλθει και μέσω της χρονικά διαδοχικής παραμονής των ασθενών στην αίθουσα αναμονής.

iv)    Συμπέρασμα

143. Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπάρχει παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως όταν ένας οδοντίατρος τοποθετεί στην αίθουσα αναμονής του οδοντιατρείου του ραδιόφωνο και όταν μέσω αυτού εκπέμπεται ραδιοφωνικό πρόγραμμα.

 δ)      Οι λοιπές προϋποθέσεις

144. Σε σχέση με την προϋπόθεση του χρήστη κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 επιβάλλεται η διαπίστωση ότι και κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως χρήστης είναι όποιος προβαίνει σε παρουσίαση των φωνογραφημάτων στο κοινό.

145. Σε σχέση με την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής, παραπέμπω στα σημεία 118 έως 144 των προτάσεών μου της ίδιας ημερομηνίας επί της υποθέσεως C‑160/10, Phonographic Performance.

4.      Συμπέρασμα

146. Συνεπώς, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένας οδοντίατρος ο οποίος τοποθετεί στο οδοντιατρείο του συσκευή ραδιοφώνου και μέσω αυτής της συσκευής παρέχει στους ασθενείς του τη δυνατότητα ακροάσεως ραδιοφωνικών εκπομπών υποχρεούται να καταβάλλει εύλογη αμοιβή για την έμμεση παρουσίαση των φωνογραφημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στις ραδιοφωνικές εκπομπές.

VII – Επί των τριών πρώτων ερωτημάτων

147. Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι σχετικές διατάξεις του διεθνούς δικαίου και δη της συμβάσεως της Ρώμης, της συνθήκης WPPT και της συμφωνίας TRIPS έχουν απευθείας εφαρμογή στην έννομη τάξη της Ένωσης και εάν μπορούν να τις επικαλούνται απευθείας οι ιδιώτες. Με το τρίτο ερώτημά του ερωτά εάν η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό, όπως αυτή χρησιμοποιείται στις παρατιθέμενες από αυτό διατάξεις του διεθνούς δικαίου, συμπίπτει με αυτήν των οδηγιών 92/100 και 2001/29 και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, ποια πηγή δικαίου έχει υπέρτερη ισχύ.

 Α —      Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

148. Κατά την SCF, στα ερωτήματα αυτά προσήκει καταφατική απάντηση. Οι οικείες διατάξεις του διεθνούς δικαίου αποτελούν στο σύνολό τους αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης και έχουν απευθείας εφαρμογή στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου. Περαιτέρω, το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς το διεθνές δίκαιο, ωστόσο μπορεί να βαίνει και πέραν των επιταγών του διεθνούς δικαίου. Το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να αναγνωρίζει υψηλότερο επίπεδο προστασίας από ό,τι οι συναφείς επιταγές του διεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι οι κανόνες που αφορούν το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα βρίσκονται συνεχώς σε εξέλιξη.

149. Κατά τον M. Del Corso, η σύμβαση της Ρώμης εφαρμόζεται απευθείας στην έννομη τάξη της Ένωσης, διότι η σύμβαση αυτή έχει ενσωματωθεί στη συμφωνία TRIPS στην οποία έχει προσχωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσχωρήσει και στη συνθήκη WPPT. Ζήτημα υπέρτερης ισχύος δεν τίθεται, διότι οι συναφείς ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ένωσης είναι ταυτόσημες.

150. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, τα πρώτα τρία ερωτήματα δεν χρειάζεται να απαντηθούν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε τις οδηγίες για τη μεταφορά της συνθήκης WPPT. Συνεπώς, σημασία έχει μόνον η ερμηνεία των οδηγιών αυτών.

151. Κατά την Επιτροπή, στα δύο πρώτα ερωτήματα προσήκει αρνητική απάντηση. Σε σχέση προς τη σύμβαση της Ρώμης, τούτο απορρέει ήδη από το γεγονός ότι η σύμβαση αυτή δεν αποτελεί μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης. Όσον αφορά τη συμφωνία TRIPS και τη συνθήκη WPPT, η Επιτροπή τονίζει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν προέβη σε μνεία συγκεκριμένων διατάξεων. Καθό μέτρο πρόκειται για τις διατάξεις τις οποίες παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, τα ερωτήματα αυτά χρήζουν αρνητικής απαντήσεως. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια διάταξη διεθνούς συνθήκης είναι απευθείας εφαρμοστέα μόνον εάν περιέχει μια σαφή, ακριβή και απαλλαγμένη αιρέσεων υποχρέωση η οποία δεν εξαρτάται από κάποια περαιτέρω πράξη μεταφοράς. Σε σχέση με τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), το Δικαστήριο παγίως αρνείται ότι αυτή η διεθνής συνθήκη παράγει άμεσα αποτελέσματα. Κατά την Επιτροπή, η νομολογία αυτή ισχύει τόσο για τη συμφωνία TRIPS όσο και για τη συνθήκη WPPT. Όπως η συμφωνία TRIPS, έτσι και η συνθήκη WPPT προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να μεταφέρουν τις διατάξεις της συνθήκης αυτής στο εσωτερικό δίκαιό τους. Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 14 της συνθήκης WCT και το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συνθήκης WPPT, τα οποία ρητώς προβλέπουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η μεταφορά των συνθηκών αυτών στο εσωτερικό δίκαιό τους. Η Ένωση έλαβε αυτά τα μέτρα μεταφοράς με την οδηγία 2001/29.

 Β —      Το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων

152. Ενόψει των απαντήσεων που δόθηκαν στο τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, έχω σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το αν το αιτούν δικαστήριο χρειάζεται πράγματι τις απαντήσεις στα τρία πρώτα ερωτήματα. Πράγματι, στο πλαίσιο του τέταρτου και του πέμπτου ερωτήματος, η ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έλαβε υπόψη τις επιταγές του διεθνούς δικαίου. Στον βαθμό που το αιτούν δικαστήριο μπορεί, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, να λάβει υπόψη του αυτές τις διατάξεις των οδηγιών που είναι σύμφωνες προς τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, είναι πλέον άνευ σημασίας η αυτοτελής εφαρμογή των διατάξεων του διεθνούς δικαίου.

153. Εντούτοις, τα ερωτήματα δεν μπορούν να απορριφθούν ως μη ασκούντα επιρροή επί της εκδοθησόμενης αποφάσεως. Πράγματι, το ερώτημα περί της απευθείας εφαρμογής των διατάξεων του διεθνούς δικαίου ενδέχεται να έχει σημασία στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Βεβαίως, θεωρώ ότι μπορούν οι αντίστοιχες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας να ερμηνευθούν κατά τρόπο σύμφωνο προς τις οδηγίες (και, συνακόλουθα, κατά τρόπο σύμφωνο και προς το διεθνές δίκαιο). Ωστόσο, το αν μια τέτοια ερμηνεία είναι εφικτή αποτελεί εν τελευταία αναλύσει ζήτημα του εθνικού δικαίου για το οποίο αποκλειστικά αρμόδιο είναι το αιτούν δικαστήριο. Πάντως, στην (κατά την άποψή μου απίθανη) περίπτωση κατά την οποία δεν είναι εφικτή η σύμφωνη προς τις οδηγίες ερμηνεία, τότε η απευθείας εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας είναι αδύνατη εκ του λόγου ότι πρόκειται για ένδικη διαφορά μεταξύ ιδιωτών.

154. Για τους λόγους αυτούς, δεν μπορεί εν τελευταία αναλύσει να θεωρηθεί ότι τα τρία πρώτα ερωτήματα στερούνται σημασίας για την επίλυση της διαφοράς.

 Γ —      Νομική εκτίμηση

155. Ωστόσο, δεδομένου ότι η απάντηση στα τρία πρώτα ερωτήματα έχει προφανώς, για τους προαναφερθέντες λόγους, περιορισμένη πρακτική χρησιμότητα για τους σκοπούς της κύριας δίκης, οι απαντήσεις μου στα ερωτήματα αυτά θα είναι σύντομες.

156. Προϋπόθεση για την απευθείας εφαρμογή μιας διατάξεως του διεθνούς δικαίου είναι ότι η διάταξη αυτή αποτελεί μέρος διεθνούς συμφωνίας που συνήψε η Ένωση και ότι, ενόψει του γράμματός της, καθώς και του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση, που δεν εξαρτάται, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως. Συνεπώς, πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και απαλλαγμένη αιρέσεων (51).

157. Το άρθρο 12 της συμβάσεως της Ρώμης δεν μπορεί να αποτελεί απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του δικαίου της Ένωσης εκ του λόγου και μόνον ότι η Ένωση δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση αυτή.

158. Καθό μέτρο το αιτούν δικαστήριο επικαλείται τη συμφωνία TRIPS, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι η συμφωνία αυτή δεν περιέχει κάποια διάταξη αντίστοιχη προς το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115. Πράγματι, το άρθρο 14 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο ρυθμίζει τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων, δεν προβλέπει κάποιο αντίστοιχο δικαίωμα εύλογης αμοιβής των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών ή των παραγωγών φωνογραφημάτων (52).

159. Πάντως, η άκρως εφεκτική στάση του Δικαστηρίου σε σχέση με τη δυνατότητα απευθείας εφαρμογής των συμφωνιών του ΠΟΕ αποτελεί επιχείρημα κατά της δυνατότητας απευθείας εφαρμογής κάποιας διατάξεως της συμφωνίας TRIPS. Κατά πάγια νομολογία, την οποία δεν θα εξετάσω αναλυτικά στο σημείο αυτό για τους προαναφερθέντες λόγους, οι συμφωνίες ΠΟΕ και, ως εκ τούτου, και η συμφωνία TRIPS, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν προσφέρονται προς απευθείας εφαρμογή (53).

160. Καθό μέτρο τίθεται ζήτημα απευθείας εφαρμογής του άρθρου 15 της συνθήκης WPPT, εγείρεται πρώτον το ερώτημα εάν σκοπός της συνθήκης αυτής είναι κατ’ αρχήν η απευθείας αναγνώριση δικαιωμάτων σε ιδιώτες. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συνθήκης WPPT, κατά το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να λάβουν, σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι έννομες τάξεις τους, τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της εφαρμογής της εν λόγω συνθήκης. Η διάταξη αυτή μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη η λήψη περαιτέρω μέτρων, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί επιχείρημα κατά της δυνατότητας απευθείας εφαρμογής των διατάξεων της συνθήκης WPPT. Προς στήριξη της απόψεως αυτής θα μπορούσε να προστεθεί ότι ένας μεγάλος αριθμός διατάξεων της συνθήκης WPPT αναγνωρίζει στα συμβαλλόμενα μέρη ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Πάντως, τίθεται το ερώτημα εάν αντιβαίνει στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της συνθήκης WPPT η απευθείας εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της εν λόγω συνθήκης, καθό μέτρο οι διατάξεις αυτές είναι αρκούντως συγκεκριμένες και απαλλαγμένες αιρέσεων.

161. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως. Πράγματι, από το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, και το άρθρο 15 της συνθήκης του WPPT δεν συνάγονται κάποιες αρκούντως συγκεκριμένες επιταγές σε σχέση με το εάν το δικαίωμα εύλογης αμοιβής υφίσταται και σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, στην οποία η έννοια της παρουσιάσεως ερμηνεύεται κατά τρόπο λειτουργικό και η ύπαρξη κοινού στο οποίο απευθύνεται η παρουσίαση στηρίζεται στη λογική ενός κοινού που σχηματίζεται κατά τρόπο διαδοχικό-αθροιστικό. Πράγματι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε σχέση με τις περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να αντληθούν από τη συνθήκη WPPT κάποιες συγκεκριμένες επιταγές. Ελλείψει στοιχείων στη συνθήκη WPPT για την οριοθέτηση των εννοιών της παρουσιάσεως στο κοινό και της ιδιωτικής παρουσιάσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνθήκη αυτή έχουν σημαντικό περιθώριο να αποφασίσουν πότε θα αποδέχονται την ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό (54).

162. Κατά της ανωτέρω εκτιμήσεως δεν μπορεί να αντιταχθεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση του SGAE, στηρίχθηκε στις συναφείς διατάξεις του διεθνούς δικαίου προκειμένου να ερμηνεύσει την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Πράγματι, το Δικαστήριο δεν κατέφυγε στις διατάξεις της αναθεωρημένης συμβάσεως της Βέρνης προκειμένου να επιλύσει το αποφασιστικό ζήτημα εάν το κριτήριο ενός νέου κύκλου ακροατών μπορεί να ληφθεί υπόψη ως κριτήριο για την ύπαρξη νέας παρουσιάσεως στο κοινό. Πράγματι, το κριτήριο αυτό είχε σκοπίμως απορριφθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη της αναθεωρημένης συμβάσεως της Βέρνης (55). Αντιθέτως, το Δικαστήριο στήριξε την ερμηνεία του στο επεξηγηματικό έγγραφο του ΠΟΔΙ επί της αναθεωρημένης συμβάσεως της Βέρνης, ήτοι επί ενός εγγράφου χωρίς δεσμευτική νομική ισχύ. Συνεπώς, η συγκεκριμενοποίηση της εννοίας του κοινού κατά τρόπο νομικά δεσμευτικό δεν έγινε στο επίπεδο των οικείων διατάξεων του διεθνούς δικαίου, αλλά στο επίπεδο του δικαίου της Ένωσης και δη στο επίπεδο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

163. Συνεπώς, ούτε το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, ούτε το άρθρο 15 της συνθήκης WPPT αποτελούν διατάξεις τις οποίες μπορούν να επικαλεστούν απευθείας οι διάδικοι της κύριας δίκης.

VIII – Πρόταση

164. Βάσει των ανωτέρω αναπτύξεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

«1.      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας, ή της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (κωδικοποίηση), πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οδοντίατρος ο οποίος τοποθετεί στην αίθουσα αναμονής του οδοντιατρείου του συσκευή ραδιοφώνου και, μέσω αυτής, παρέχει στους ασθενείς του τη δυνατότητα ακροάσεως ραδιοφωνικής εκπομπής υποχρεούται να καταβάλλει εύλογη αμοιβή για την έμμεση παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στη ραδιοφωνική εκπομπή.

2.      Βάσει των κριτηρίων του δικαίου της Ένωσης, ούτε το άρθρο 12 της συμβάσεως της Ρώμης, της 26ης Οκτωβρίου 1961, περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης, ούτε το άρθρο 15 της συνθήκης του ΠΟΔΙ, της 20ής Σεπτεμβρίου 1996, για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (WPPT) ούτε το άρθρο 14 της συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPS) αποτελούν διατάξεις του διεθνούς δικαίου τις οποίες μπορεί να επικαλεστεί απευθείας ένα διάδικο μέρος στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 346, σ. 61.


3 –      ΕΕ L 376, σ. 28.


4 –      Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C‑306/05 (Συλλογή 2006, σ. I‑11519).


5 –      ΕΕ L 167, σ. 10.


6 –      Υποσημείωση άνευ σημασίας για την ελληνική μετάφραση.


7 –      Βλ. απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (ΕΕ L 89, σ. 6).


8 –      Παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΕΕ 1994, L 336, σ. 214).


9 –      Βάσει των όρων που χρησιμοποιούνται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η έννοια «δίκαιο της Ένωσης» χρησιμοποιείται προκειμένου να υποδηλώσει τόσο το κοινοτικό δίκαιο όσο και το δίκαιο της Ένωσης. Στη συνέχεια των ανά χείρας προτάσεων, οσάκις κρίσιμες είναι οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, θα παραπέμπω στις ratione temporis ισχύουσες διατάξεις.


10 –      Απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C‑245/00 (Συλλογή 2003, σ. I‑1251).


11 –      ΕΕ L 372, σ. 12.


12 –      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 3ης Φεβρουαρίου 2011, επί των υποθέσεων C‑403/08 και C‑429/08, Football Association Premier League κ.λπ. (εκκρεμούν ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου).


13 –      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1963, 28/62 έως 30/62, Da Costa κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 893), της 1ης Μαρτίου 1973, 62/72, Bollmann (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 481, σκέψη 4), της 10ης Ιουλίου 1997, C‑261/95, Palmisani (Συλλογή 1997, σ. I‑4025, σκέψη 31), και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C‑2/06, Kempter (Συλλογή 2008, σ. I‑411, σκέψεις 41 επ.).


14 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.


15 –      Αυτόθι, σκέψη 36.


16 –      Αυτόθι, σκέψη 36.


17 –      Αυτόθι, σκέψη 37. Συναφώς, παρέπεμψε κατ’ αρχάς στην απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, C‑89/04, Mediakabel (Συλλογή 2005, σ. I‑4891, σκέψη 30), με την οποία ερμήνευσε, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), την έννοια της λήψεως μιας τηλεοπτικής εκπομπής από το κοινό υπό την έννοια ότι με τον όρο αυτόν νοείται ένας ακαθόριστος αριθμός δυνητικών τηλεθεατών. Περαιτέρω, παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2005, C‑192/04, Lagardère Active Broadcast (Συλλογή 2005, σ. I‑7199, σκέψη 31), στην οποία ερμήνευσε, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ L 248, σ. 15), την έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό μέσω δορυφόρου αποφαινόμενο ότι με τον όρο αυτόν νοείται ένας ακαθόριστος αριθμός εν δυνάμει ακροατών.


18 –      Αυτόθι, σκέψεις 38 επ.


19 –      Αυτόθι, σκέψη 40.


20 –      Αυτόθι, σκέψη 41.


21 –      Αυτόθι, σκέψη 42.


22 –      Αυτόθι, σκέψη 43.


23 –      Αυτόθι, σκέψη 44.


24 –      Αυτόθι, σκέψεις 45 επ.


25 –      Αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2001, C‑150/99, Stockholm Lindöpark (Συλλογή 2001, σ. I‑493, σκέψη 38), και της 18ης Ιουνίου 2009, C‑566/07, Stadeco (Συλλογή 2009, σ. I‑5295, σκέψη 43).


26 –      Απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 31).


27 –      Απόφαση SENA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 34).


28 –      Αυτόθι, σκέψεις 34 έως 38.


29 –      Αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52), SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 35). Βλ., συναφώς, Rosenkranz, F., «Die völkerrechtliche Auslegung des EG-Sekundärrechts dargestellt am Beispiel der Urheberrechts», Europäische Zeitschrift für Wirtschaftsrecht, 2007, σ. 238 επ., 239 επ.


30 –      Βλ. τα σημεία 80 επ. των ανά χείρας προτάσεων.


31 – Reinbothe, J., Lewinski, S., The E.C. Directive on Rental and Lending Rights and on Piracy, Sweet & Maxwell, 1993, σ. 97.


32 –      Το άρθρο 12 της συμβάσεως της Ρώμης προβλέπει μια τέτοια αξίωση μόνο σε σχέση προς τις άμεσες μεταδόσεις. Τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνθήκη WPPT εν γνώσει τους υπερακόντισαν, ως προς το σημείο αυτό, τα οριζόμενα στη σύμβαση της Ρώμης.


33 –      Βλ., συναφώς, το σημείο 67 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 13ης Ιουλίου 2006 επί της υποθέσεως SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4), καθώς και το σημείο 22 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα A. La Pergola της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, επί της υποθέσεως C‑293/98, Egeda (απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2000, Συλλογή 2000, σ. I‑629).


34 – Βλ., επίσης, Ullrich, J. N., «Die “öffentliche Wiedergabe” von Rundfunksendungen in Hotels nach dem Urteil “SGAE” des EuGH (Rs. C-306/05)», Zeitschrift für Urheber- und Medienrecht2008, σ. 112 επ., 117 επ.


35 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


36 –      Αυτόθι, σημεία 127 έως 147.


37 –      Βλ. το περιεχόμενο της αποφάσεως στα σημεία 65 έως 73 των ανά χείρας προτάσεων.


38 –      Βλ. σημείο 50 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston επί της υποθέσεως SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4).


39 –      Απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 41).


40 –      Βλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (SEC/2000/1734 τελικό).


41 – Walter, M., Lewinsky, S., European Copyright Law, Oxford University Press, 2010, σ. 981.


42 –      Βλ. σημεία 65 έως 73 των ανά χείρας προτάσεων.


43 –      Βλ. σημεία 106 έως 109 των ανά χείρας προτάσεων.


44 –      Βλ. σημεία 144 και 146 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott επί της υποθέσεως Football Association (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12).


45 –      Ειδάλλως, στην περίπτωση ενός τηλεοπτικού δέκτη δεν θα μπορούσε να υπάρχει παρουσίαση στο κοινό, πράγμα το οποίο φαίνεται, πάντως, ότι δέχθηκε το Δικαστήριο στην περίπτωση αυτή.


46 –      Βλ. σημεία 104 επ. των ανά χείρας προτάσεων.


47 – Reinbothe, J., «Die EG-Richtlinie zum Urheberrecht in der Informationsgesellschaft», Gewerblicher Rechtsschutz und Urheberrecht Internationaler Teil, 2001, σ. 733 επ., 736.


48 – Lewinsky, S., International Copyright and Policy, Oxford University Press, 2008, σ. 481.


49 –      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, Walter, M., Lewinsky, S. (προπαρατεθέν στην υποσημείωση 41), σ. 990.


50 –      Βλ., το ίδιο πνεύμα, Walter, M., Lewinsky, S. (προπαρατεθέν στην υποσημείωση 41), σ. 990.


51 –      Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel (Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 14), και της 16ης Ιουνίου 1998, C‑162/96, Racke (Συλλογή 1998, σ. I‑3655, σκέψη 31).


52 –      Βλ. συναφώς Correa, C., TraderelatedaspectsofintellectualPropertyrights, Oxford University Press, 2007, σ. 156 και 162, καθώς και Busche, J., Stoll, P.-T., TRIPs – InternationalesundeuropäischesRechtdesgeistigenEigentums, Carl Heymanns Verlag, 2007, σ. 268 και 272.


53 –      Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, C‑149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. I‑8395, σκέψη 47).


54 –      Βλ. Lewinski, S., Walter, M. (προπαρατεθέν στην υποσημείωση 41), σ. 988.


55 –      Βλ. σημείο 50 της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston επί της υποθέσεως SGAE (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4).