ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 27ης Φεβρουαρίου 2019 (*)

«Ταχεία διαδικασία»

Στην υπόθεση C-760/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (Ελλάδα) με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Μ.Β. κ.λπ.

κατά

Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) «Δήμος Αγίου Νικολάου»,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε την εισηγήτρια δικαστή, M. Berger, και τον γενικό εισαγγελέα, M. Szpunar,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία‑πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Μ.Β. και άλλων εργαζομένων και, αφετέρου, του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «Δήμος Αγίου Νικολάου» (στο εξής: Δήμος Αγίου Νικολάου) με αντικείμενο τον νομικό χαρακτηρισμό των σχέσεων εργασίας τους ως απασχολούμενων στην υπηρεσία καθαριότητας του εν λόγω δήμου.

3        Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης συνήψαν με τον Δήμο Αγίου Νικολάου, σε διαφορετικά χρονικά σημεία του έτους 2015, συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αρχικά οκτάμηνης διάρκειας η οποία παρατάθηκε αυτοδικαίως με διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017. Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις υπηρεσίες καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, με διαδοχικούς νόμους που θεσπίστηκαν μεταξύ του 2012 και του 2017 προβλέφθηκε η αναδρομική αυτοδίκαιη ανανέωση ή παράταση της διάρκειας των συμβάσεων εργασίας που είχαν συναφθεί στον τομέα αυτόν.

4        Υποστηρίζοντας ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί κατάχρηση που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και ότι, κατά συνέπεια, αντιβαίνει στον σκοπό και στο πνεύμα της συμφωνίας-πλαισίου, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να χαρακτηρίσει, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, τις ως άνω συμβάσεις ορισμένου χρόνου ως συμβάσεις αορίστου χρόνου και να κηρύξει άκυρη τη λύση των συμβάσεων αυτών την 31η Δεκεμβρίου 2017.

5        Ως προς το ζήτημα αυτό, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (Ελλάδα) εκθέτει ότι η οδηγία 1999/70 μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο, όσον αφορά το προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως οι ενάγοντες της κύριας δίκης, με το προεδρικό διάταγμα 164/2004, Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα (ΦΕΚ Αʹ 134/19.7.2004), το οποίο προβλέπει μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

6        Παράλληλα, ο νόμος 2112/1920, περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων (ΦΕΚ Αʹ 67/18.3.1920), ο οποίος εξακολουθεί να έχει εφαρμογή σε κάθε σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, ορίζει στο άρθρο 8 ότι μια τέτοια σύμβαση είναι άκυρη αν ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

7        Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει εντούτοις ότι επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, ιδίως, ορίζει ότι η κατάρτιση τέτοιου είδους συμβάσεων επιτρέπεται εφόσον τούτο δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους και τηρούνται ορισμένες άλλες απαιτήσεις, όπως η έγγραφη σύναψη κάθε νέας συμβάσεως εργασίας και η παράταση της διάρκειας των συμβάσεων αυτών τρεις φορές κατ’ ανώτατο όριο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. Επιπλέον, το άρθρο 205 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994 (ΦΕΚ Αʹ 28/3.3.1994), επιτρέπει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχικών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών.

8        Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι υπάρχει, ιδίως βάσει της εθνικής νομοθεσίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 5 έως 7 της παρούσας διατάξεως, η δυνατότητα επαναχαρακτηρισμού των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου κατά τη δικαστική διαδικασία.

9        Έπειτα, όμως, από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 1999/70 και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 103 του ελληνικού Συντάγματος αναθεωρήθηκε το 2001 και προστέθηκε στο άρθρο αυτό παράγραφος 8 με την οποία απαγορεύθηκε η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου του προσωπικού του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ως προς το ζήτημα αυτό ότι, μολονότι η εθνική νομολογία εφάρμοζε τον νόμο 2112/1920 ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, για τον επαναχαρακτηρισμό των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, εντούτοις η συνταγματική αυτή αναθεώρηση κατέστησε αδύνατη έκτοτε την εφαρμογή των εν λόγω προστατευτικών διατάξεων.

10      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ιδίως ως προς το αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η συμφωνία-πλαίσιο είναι συμβατή με την εν λόγω συμφωνία, κατά το μέτρο που η νομοθεσία αυτή ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η αυτοδίκαιη παράταση των επίμαχων συμβάσεων εργασίας εξαιρείται από τον ορισμό των «διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου», επειδή δεν ενέχει την έγγραφη σύναψη νέας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά την επέκταση της διάρκειας ήδη υφιστάμενης συμβάσεως εργασίας.

11      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι καταφανές ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν με τους ενάγοντες της κύριας δίκης αντίκεινται στο σύνολο των μέτρων πρόληψης της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα οποία προέβλεψαν τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 κατ’ επιταγήν της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνει ιδίως ότι μεταξύ των επιμέρους παρατάσεων των συμβάσεων δεν μεσολάβησε το παραμικρό χρονικό διάστημα και ότι, κατά την άποψή του, αυτές δεν δικαιολογούνταν από οποιονδήποτε αντικειμενικό λόγο. Εξάλλου, επικρίνει τις επανειλημμένες παρεμβάσεις του Έλληνα νομοθέτη οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, αφενός, ο αριθμός των ανανεώσεων να υπερβεί το προβλεπόμενο ανώτατο όριο των τριών και, αφετέρου, η διάρκεια των συμβάσεων να υπερβεί την προβλεπόμενη στο προεδρικό διάταγμα 164/2004 ανώτατη χρονική διάρκεια των 24 μηνών.

12      Στο πλαίσιο αυτό, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Το ως άνω δικαστήριο ζήτησε επίσης από το Δικαστήριο την υπαγωγή της υπό κρίση υπόθεσης σε ταχεία διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

13      Κατά τη διάταξη αυτή, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας.

14      Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, αφενός, ότι ο Δήμος Αγίου Νικολάου έχει παύσει να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων της κύριας δίκης ήδη από την 31η Δεκεμβρίου 2017, ημεροχρονολογία κατά την οποία έληξε η διάρκεια των αυτοδίκαιων ανανεώσεων των συμβάσεων εργασίας τους. Συνεπώς, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, αν δεν εκδικασθεί ταχέως η παρούσα υπόθεση, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι ενάγοντες της κύριας δίκης, κατά τη μακρά διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, να αποστερηθούν τη θέση εργασίας τους με αυτονόητους τους κινδύνους για τον εν γένει βιοπορισμό τους.

15      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η μακρόχρονη απομάκρυνση των εναγόντων της κύριας δίκης από τις θέσεις εργασίας τους θα καθιστούσε ευχερέστερη την κάλυψη των θέσεων αυτών από άλλους εργαζομένους, με συμβάσεις ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δημιουργώντας de facto καταστάσεις που πιθανώς να μην επέτρεπαν, ή να καθιστούσαν δυσχερή, την επάνοδο των εναγόντων σε αυτές, ακόμη και έπειτα από μια ευνοϊκή για τους ίδιους δικαστική κρίση.

16      Τέλος, κατά το αιτούν δικαστήριο, η κατάσταση αυτή θα αναιρούσε κάθε δυνατότητα ορθολογικού προγραμματισμού των προσλήψεων για τον Δήμο Αγίου Νικολάου και, ειδικότερα, για την υπηρεσία καθαριότητας του δήμου αυτού, δεδομένου ότι δεν θα του επέτρεπε έναν μακροχρόνιο σχεδιασμό κάλυψης των αναγκών του στον τομέα αυτόν.

17      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο τόνισε κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σημασία που μπορεί να έχει η εκδοθησόμενη απόφαση του Δικαστηρίου για τους διαδίκους της κύριας δίκης, εντούτοις δεν απέδειξε ότι συντρέχει επείγουσα ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν επί της αιτήσεώς του, όπως επιτάσσει το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι η κατά τη διάταξη αυτή ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό εργαλείο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας περίπτωσης (βλ., ιδίως, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Δεκεμβρίου 2017, M. A. κ.λπ., C-661/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:1024, σκέψη 17, και της 1ης Οκτωβρίου 2018, Miasto Łowicz και Prokuratura Okręgowa w Płocku, C-558/18 και C-563/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:923, σκέψη 18).

18      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ούτε το απλό συμφέρον των πολιτών, όσο σημαντικό και θεμιτό και αν είναι, να προσδιοριστεί το συντομότερο δυνατόν το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν βάσει του δικαίου της Ένωσης (πρβλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2016, Securitas, C-200/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:353, σκέψη 9, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, Tedeschi και Consorzio Stabile Istant Service, C-402/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:762, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ούτε ο οικονομικά ή κοινωνικά ευαίσθητος χαρακτήρας της υποθέσεως της κύριας δίκης (πρβλ. διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2010, Vino, C-20/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:145, σκέψη 10, της 7ης Οκτωβρίου 2013, Rabal Cañas, C-392/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:877, σκέψη 16, και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, Anisimovienė κ.λπ., C-688/15, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:92, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) συνεπάγονται την ανάγκη εκδικάσεως της υποθέσεως το συντομότερο δυνατόν, κατά την έννοια του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

19      Ειδικότερα, το ενδεχόμενο οικονομικής βλάβης διαδίκου της κύριας δίκης δεν αρκεί αφ’ εαυτού προς απόδειξη της συνδρομής εξαιρετικά επείγοντος κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Εξάλλου, αναγκαία συνέπεια της κινήσεως οποιασδήποτε ένδικης διαδικασίας είναι ότι οι ιδιώτες θα λάβουν γνώση του περιεχομένου των δικαιωμάτων τους μόνον αφού παρέλθει ορισμένο χρονικό διάστημα. Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο μετά την πάροδο ένδεκα και πλέον μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι επίμαχες συμβάσεις στην κύρια δίκη έπαυσαν να παράγουν αποτελέσματα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, εναπόκειται στους ιδιώτες, όπως οι ενάγοντες της κύριας δίκης, να λάβουν μέτρα προκειμένου να περιορίσουν την οικονομική βλάβη τους, ιδίως αναζητώντας, ενδεχομένως, άλλη απασχόληση.

20      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση υποθέσεως σε ταχεία διαδικασία.


Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

Απορρίπτει το αίτημα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου (Ελλάδα) περί υπαγωγής της υποθέσεως C760/18 στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

Λουξεμβούργο, 27 Φεβρουαρίου 2019.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

A. Calot Escobar

 

K. Lenaerts


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.