ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 16ης Ιουλίου 2009 (*)

Πίνακας περιεχομένων


I –  Το νομικό πλαίσιο

II –  Το ιστορικό της διαφοράς

III –  Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

IV –  Αιτήματα των διαδίκων

V –  Οι λόγοι αναιρέσεως

VI –  Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Α – Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως περί του ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δέχθηκε «παράλειψη» της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001 και έκρινε ότι η διατύπωση της αιτιάσεως αυτής «δεν συνεπαγόταν καμία ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια»

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Επί των τριών πρώτων σκελών του λόγου αναιρέσεως, που αφορούν την παράβαση του δεδικασμένου της αποφάσεως Schneider Ι, τις ανακριβείς διαπιστώσεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων

i)  Επί της υπάρξεως μνείας της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001

ii)  Επί της υπάρξεως δυσχερειών ικανών να εμποδίσουν τη διατύπωση της αιτιάσεως περί στηρίξεως κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001

β) Επί του τέταρτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Β – Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, περί του ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δέχθηκε την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση δικαιωμάτων στους ιδιώτες

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, περί εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών

β) Επί του δεύτερου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Γ – Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δέχθηκε την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του σφάλματος της Επιτροπής και της ζημίας που υπέστη η Schneider λόγω της μειώσεως της τιμής που συμφώνησε για την εκχώρηση της Legrand

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Επί του παραδεκτού

β) Επί της ουσίας

VII –  Επί των συνεπειών της μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Α – Επί της ζημίας που συνίσταται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Schneider για να συμμετάσχει στην επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως

Β – Επί της ζημίας από τη μείωση της τιμής που συμφώνησε η Schneider για την εκχώρηση της Legrand

VIII –  Επί των δικαστικών εξόδων

«Αίτηση αναιρέσεως – Πράξεις συγκεντρώσεως επιχειρήσεων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 – Απόφαση της Επιτροπής περί ασυμβιβάστου πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά – Ακύρωση – Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας θεμελιούμενη στη διαπιστωθείσα παρανομία – Προϋποθέσεις»

Στην υπόθεση C‑440/07 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2007,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Petite, F. Arbault, T. Χριστοφόρου, R. Lyal και τη C.-F. Durand, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Schneider Electric SA, με έδρα στο Rueil-Malmaison, εκπροσωπούμενη από τους M. Pittie και A. Winckler, avocats,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,

η Γαλλική Δημοκρατία,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts, A. Ó Caoimh και J.‑C. Bonichot, προέδρους τμήματος, J. Makarczyk, P. Kūris, E. Juhász, Γ. Αρέστη, A. Borg Barthet και L. Bay Larsen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: M.-A. Gaudissart, προϊστάμενος διοικητικής μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Δεκεμβρίου 2008,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Ιουλίου 2007, T‑351/03, Schneider Electric κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑2237, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο:

–        υποχρέωσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να αποδώσει, αφενός, τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Schneider Electric SA (στο εξής: Schneider) για να συμμετάσχει στην επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως, η οποία έλαβε χώρα μετά την έκδοση των αποφάσεων του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 2002, T-310/01 και T-77/02, Schneider Electric κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-4071 και II-4201, στο εξής: απόφαση Schneider I και απόφαση Schneider II, αντιστοίχως), και, αφετέρου, να αποκαταστήσει κατά τα δύο τρίτα τη ζημία που υπέστη η Schneider κατά το ποσό της μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως της Legrand SA (στο εξής: Legrand), την οποία η Schneider αναγκάσθηκε να συμφωνήσει με τον εκδοχέα σε αντιστάθμισμα για τη μετάθεση της προθεσμίας υλοποιήσεως της πωλήσεως της Legrand έως τις 10 Δεκεμβρίου 2002·

–        απέρριψε την αγωγή κατά τα λοιπά·

–        κάλεσε τους διαδίκους να γνωστοποιήσουν στο Πρωτοδικείο, εντός προθεσμίας τριών μηνών, το σχετικό με το πρώτο στοιχείο της ζημίας ποσό, το οποίο θα καθοριζόταν διά κοινής συμφωνίας, ή, σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας, τα αιτήματά τους, συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία·

–        διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης για τον υπολογισμό του σχετικού με το δεύτερο στοιχείο της ζημίας ποσού·

–        αποφάσισε ότι το ποσό της οφειλομένης στην ενάγουσα αποζημιώσεως από τις 10 Δεκεμβρίου 2002, ημερομηνία επελεύσεως της ζημίας που συνδέεται με την πραγματική υλοποίηση της εκχωρήσεως της Legrand, πρέπει να υπολογισθεί εκ νέου μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί εκκαθαρίσεως της ζημίας και, εν συνεχεία, να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας από την τελευταία αυτή ημερομηνία και μέχρι πλήρους αποπληρωμής·

–        επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

I –  Το νομικό πλαίσιο

2        Δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 395, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ 1990, L 257, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 180, σ. 1, στο εξής: κανονισμός), το συμβατό με την κοινή αγορά μιας πράξεως συγκεντρώσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού εκτιμάται από την Επιτροπή.

3        Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, μια τέτοια πράξη συγκεντρώσεως πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή το αργότερο μέσα σε μια εβδομάδα από τη σύναψη της συμφωνίας ή τη δημοσίευση της προσφοράς αγοράς ή ανταλλαγής, ή την απόκτηση συμμετοχής που εξασφαλίζει τον έλεγχο της επιχειρήσεως.

4        Κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 6 και 8 του εν λόγω κανονισμού:

–        η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει·

–        εάν διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση, μολονότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, δεν προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό της με την κοινή αγορά, αποφασίζει να μην αντιταχθεί και την κηρύσσει συμβατή προς την κοινή αγορά·

–        εάν, αντιθέτως, διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό της με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως·

–        αν διαπιστώσει ότι μια κοινοποιηθείσα συγκέντρωση, ενδεχομένως μετά από τροποποιήσεις που επέφεραν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, δεν προκαλεί πλέον σοβαρές αμφιβολίες, μπορεί να αποφασίσει να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά·

–        όταν διαπιστώνει ότι μια κοινοποιηθείσα συγκέντρωση δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά, εκδίδει απόφαση με την οποία κηρύσσεται το ασυμβίβαστο·

–        στην περίπτωση αυτή, αν η συγκέντρωση έχει ήδη πραγματοποιηθεί, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει, είτε με την ίδια την απόφαση που κηρύσσει τη συγκέντρωση ασυμβίβαστη είτε με χωριστή απόφαση, τον διαχωρισμό των επιχειρήσεων ή των στοιχείων του ενεργητικού που συγκεντρώθηκαν ή την παύση του κοινού ελέγχου ή κάθε άλλη κατάλληλη ενέργεια, προκειμένου να αποκατασταθεί ο ουσιαστικός ανταγωνισμός.

5        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει ότι πράξη συγκεντρώσεως δεν συντελείται ούτε πριν από την κοινοποίησή της ούτε προτού κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά.

6        Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3, η διάταξη αυτή δεν παρακωλύει την πραγματοποίηση δημόσιας προσφοράς αγοράς ή ανταλλαγής που έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή υπό τον όρον ότι ο αποκτών δεν ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τους συγκεκριμένους τίτλους ή τα ασκεί μόνο για να διατηρήσει την πλήρη αξία της επενδύσεώς του και βάσει παρεκκλίσεως η οποία παρέχεται από την Επιτροπή.

7        Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, όταν μια συγκέντρωση κοινοποιηθεί, η απόφαση της Επιτροπής που κηρύσσει τη σχετική πράξη συμβατή με την κοινή αγορά ή που κινεί τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως πρέπει να εκδοθεί το αργότερο εντός προθεσμίας ενός μήνα από την επομένη της παραλαβής της κοινοποιήσεως ή, εάν τα στοιχεία που πρέπει να παρασχεθούν κατά την κοινοποίηση δεν είναι πλήρη, από την επομένη της παραλαβής των πλήρων στοιχείων.

8        Το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, προβλέπει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως, η Επιτροπή οφείλει να λάβει απόφαση για το συμβατό της πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας.

9        Σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 5, όταν ο κοινοτικός δικαστής εκδίδει απόφαση που ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει απόφαση της Επιτροπής δυνάμει του κανονισμού, οι προθεσμίες που ορίζονται στον κανονισμό αυτόν ισχύουν εκ νέου από την ημέρα απαγγελίας της αποφάσεως.

10      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 6, θεωρείται ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει λάβει είτε απόφαση να κινήσει διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως, μετά τη λήξη της ανώτατης προθεσμίας ενός μήνα από την επομένη της κοινοποιήσεως ή της παραλαβής των πλήρων πληροφοριακών στοιχείων είτε, σε περίπτωση κινήσεως της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως, απόφαση επί του συμβατού της συγκεντρώσεως εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη αυτή.

11      Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει ότι η Επιτροπή, πριν λάβει απόφαση περί ασυμβιβάστου της πράξεως συγκεντρώσεως, παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εκφράσουν, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας έως τη διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή που προβλέπεται από το άρθρο 19, την άποψή τους επί των κατ’ αυτών αιτιάσεων που έχουν ληφθεί υπόψη.

12      Το άρθρο 18, παράγραφος 3, ορίζει ότι η Επιτροπή στηρίζει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις επί των οποίων οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπόρεσαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους και ότι τα δικαιώματα άμυνας των εν λόγω επιχειρήσεων διασφαλίζονται πλήρως κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

II –  Το ιστορικό της διαφοράς

13      Στις 16 Φεβρουαρίου 2001, η Schneider και η Legrand, γαλλικές μητρικές εταιρίες δύο ομίλων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και πώληση, η μεν πρώτη προϊόντων και συστημάτων στους τομείς της διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, του βιομηχανικού ελέγχου και του αυτοματισμού, η δε δεύτερη ηλεκτρολογικού εξοπλισμού εγκαταστάσεων χαμηλής τάσεως, κοινοποίησαν, Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, στην Επιτροπή σχέδιο αποκτήσεως του ελέγχου, εκ μέρους της Schneider, του συνόλου της επιχειρήσεως Legrand μέσω δημόσιας προσφοράς ανταλλαγής.

14      Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η πράξη συγκεντρώσεως ήγειρε σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό της με την κοινή αγορά, κίνησε διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως.

15      Στις 3 Αυγούστου 2001, απηύθυνε στη Schneider ανακοίνωση των αιτιάσεων, με την οποία συνήγαγε τη δημιουργία ή την ενίσχυση δεσπόζουσας θέσεως, λόγω της πράξεως συγκεντρώσεως, σε ορισμένες εθνικές τομεακές αγορές.

16      Στις 6 Αυγούστου 2001, η επιτροπή χρηματιστηριακών συναλλαγών διατύπωσε γνώμη επί του οριστικού αποτελέσματος της δημόσιας προσφοράς ανταλλαγής της Schneider. Με την ολοκλήρωση της πράξεως αυτής, η Schneider απέκτησε το 98,7 % των τίτλων της Legrand.

17      Με την από 16 Αυγούστου 2001 απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη αμφισβήτησαν τον ορισμό των αγορών που έγινε δεκτός από την Επιτροπή, καθώς και την ανάλυσή της σχετικά με τον αντίκτυπο της πράξεως συγκεντρώσεως επί των αγορών αυτών.

18      Στις 29 Αυγούστου 2001, έλαβε χώρα κοινή σύσκεψη των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση μερών και των υπηρεσιών της Επιτροπής, η οποία αποσκοπούσε στον καθορισμό ενδεχόμενων τροποποιήσεων της πράξεως συγκεντρώσεως, ικανών να επιλύσουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή.

19      Προς τούτο, η Schneider πρότεινε επανειλημμένως στην Επιτροπή τη λήψη διορθωτικών μέτρων.

20      Μετά το πέρας της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η πράξη συγκεντρώσεως ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Κατά την άποψή της, η πράξη αυτή, αφενός, δημιουργούσε δεσπόζουσα θέση, με αποτέλεσμα τη σημαντική παρεμπόδιση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε διάφορες εθνικές τομεακές αγορές, ήτοι στις αγορές της Δανίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και, αφετέρου, ενίσχυε την εν λόγω δεσπόζουσα θέση σε διάφορες γαλλικές τομεακές αγορές.

21      Έτσι, στις 10 Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2004/275/ΕΚ, που κήρυξε μια πράξη συγκέντρωσης ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά (ΕΕ 2004, L 101, σ. 1, στο εξής: αρνητική απόφαση), με την οποία έκρινε ότι τα διορθωτικά μέτρα που πρότεινε η Schneider δεν θα μπορούσαν να επιλύσουν τα διαπιστωθέντα προβλήματα ανταγωνισμού.

22      Στις 24 Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Schneider δεύτερη ανακοίνωση των αιτιάσεων προς τον σκοπό του διαχωρισμού της Schneider και της Legrand.

23      Στις 13 Δεκεμβρίου 2001, η Schneider άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρνητικής αποφάσεως (υπόθεση T‑310/01) και, με χωριστό δικόγραφο, υπέβαλε αίτημα ζητώντας από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής κατά την ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 76α του Κανονισμού του Διαδικασίας.

24      Στις 23 Ιανουαρίου 2002, το Πρωτοδικείο απέρριψε το τελευταίο αυτό αίτημα.

25      Στις 30 Ιανουαρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2004/276/ΕΚ, που διατάσσει διαχωρισμό επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 101, σ. 134, στο εξής: απόφαση περί διαχωρισμού).

26      Η απόφαση αυτή διέταξε τη Schneider να χωριστεί από τη Legrand εντός προθεσμίας εννέα μηνών, η οποία έληγε στις 5 Νοεμβρίου 2002.

27      Με δικόγραφα που κατέθεσε στις 18 Μαρτίου 2002, η Schneider άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί διαχωρισμού (υπόθεση T‑77/02) και υπέβαλε αίτημα με το οποίο ζητούσε να εκδικασθεί η προσφυγή αυτή κατά την ταχεία διαδικασία, καθώς και αίτημα περί αναστολής της εκτελέσεως της αποφάσεως περί διαχωρισμού (υπόθεση T‑77/02 R).

28      Το αίτημα περί εκδικάσεως κατά την ταχεία διαδικασία έγινε δεκτό στην υπόθεση T‑77/02 με απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 25 Μαρτίου 2002.

29      Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων της 23ης Απριλίου 2002 στην υπόθεση T‑77/02, η Επιτροπή, με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2002, παρέτεινε μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου 2003 την προθεσμία που είχε τάξει στη Schneider για τον χωρισμό της από τη Legrand, με την επιφύλαξη της υλοποιήσεως των σταδίων της διαδικασίας διαχωρισμού κατά τη διάρκεια της παραταθείσας προθεσμίας.

30      Στις 3 Μαΐου 2002, το Πρωτοδικείο δέχθηκε το αίτημα της Schneider για εκδίκαση της υποθέσεως T‑310/01 κατά την ταχεία διαδικασία, αφού έλαβε υπόψη την επιβεβαίωση της Schneider ότι εμμένει στο περιληπτικό δικόγραφο της προσφυγής της, το οποίο είχε διαβιβάσει στις 12 Απριλίου 2002.

31      Κατόπιν της παρατάσεως της προθεσμίας για τον διαχωρισμό, την οποία χορήγησε η Επιτροπή με το από 8 Μαΐου 2002 έγγραφό της, η Schneider παραιτήθηκε από το αίτημά της περί αναστολής εκτελέσεως στην υπόθεση T‑77/02 R.

32      Η Schneider προετοίμασε την εκχώρηση της Legrand που θα υλοποιούσε σε περίπτωση απορρίψεως των δύο προσφυγών της ακυρώσεως. Προς τον σκοπό αυτόν, συνήψε στις 26 Ιουλίου 2002 σύμβαση εκχωρήσεως με την κοινοπραξία Wendel-KKR (στο εξής: Wendel-KKR). Η σύμβαση αυτή έπρεπε να εκτελεσθεί μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 2002 το αργότερο και περιείχε ρήτρα παρέχουσα στη Schneider τη δυνατότητα, σε περίπτωση ακυρώσεως της αρνητικής αποφάσεως, να καταγγείλει τη σύμβαση μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2002, αντί καταβολής μιας αποζημιώσεως καταγγελίας ύψους 180 εκατομμυρίων ευρώ.

33      Στις 22 Οκτωβρίου 2002, με την απόφασή του Schneider I, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την αρνητική απόφαση λόγω σφαλμάτων κατά την ανάλυση και εκτίμηση του αντικτύπου της πράξεως συγκεντρώσεως στις εθνικές τομεακές αγορές εκτός της Γαλλίας, καθώς και λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας με την οποία βαρύνεται η ανάλυση του αντικτύπου της πράξεως συγκεντρώσεως στις γαλλικές τομεακές αγορές και των διορθωτικών μέτρων που είχε προτείνει η Schneider.

34      Όσον αφορά τις εθνικές τομεακές αγορές εκτός της Γαλλίας, το Πρωτοδικείο έκρινε ειδικότερα ότι η Επιτροπή είχε υπερτιμήσει την οικονομική ισχύ της νέας οντότητας που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση και, στην περίπτωση ορισμένων αγορών, είχε υποτιμήσει την οικονομική ισχύ δύο σημαντικών ανταγωνιστών της εν λόγω οντότητας, υπερτιμώντας, επομένως, αντίστοιχα τη δική της ισχύ.

35      Όσον αφορά τις γαλλικές τομεακές αγορές που θίγονταν από την κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί ενός λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Schneider σχετικά με την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως.

36      Συναφώς, το Πρωτοδικείο υποστήριξε ότι από την ανάγνωση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001 δεν προέκυπτε ότι είχε εξετάσει με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια την ενίσχυση της θέσεως της Schneider έναντι των Γάλλων διανομέων ηλεκτρικού υλικού χαμηλής τάσεως, που προκύπτει όχι μόνον από το άθροισμα των πωλήσεων της Legrand στις αγορές διατάξεων για ηλεκτρικούς πίνακες, αλλά και από την κυρίαρχη θέση της Legrand στα τμήματα των ηλεκτρικών εξοπλισμών για τελικές απολήξεις των καταναλώσεων.

37      Εξάλλου, επισήμανε ότι το γενικό συμπέρασμα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων απαριθμούσε τις διάφορες εθνικές τομεακές αγορές που επηρεάζονταν από την πράξη συγκεντρώσεως, χωρίς να αποδεικνύει οποιαδήποτε στήριξη της θέσεως που κατείχε η μία από τις δύο επιχειρήσεις σε δεδομένη αγορά προϊόντων στη θέση της άλλης επιχειρήσεως σε άλλη τομεακή αγορά.

38      Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν είχε επιτρέψει στη Schneider να υπολογίσει σε όλο τους το μέγεθος τα προβλήματα ανταγωνισμού που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή στη γαλλική αγορά ηλεκτρικού υλικού χαμηλής τάσεως, σε επίπεδο διανομής.

39      Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Schneider είχε κατ’ αυτόν τον τρόπο στερηθεί, αφενός, της δυνατότητας να αμφισβητήσει λυσιτελώς επί της ουσίας τη θέση της Επιτροπής και, αφετέρου, της ευκαιρίας να υποβάλει λυσιτελώς και εγκαίρως προτάσεις κατάλληλων διορθωτικών μέτρων.

40      Με την απόφαση Schneider ΙΙ, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση περί διαχωρισμού, με την αιτιολογία ότι αποτελούσε μέτρο εφαρμογής της ακυρωθείσας αρνητικής αποφάσεως.

41      Η Επιτροπή δεν άσκησε αναίρεση κατά των αποφάσεων Schneider I και Schneider II, οι οποίες, ως εκ τούτου, απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου.

42      Με επιστολή της 13ης Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Schneider ότι η πράξη συγκεντρώσεως θα μπορούσε να θίξει τον ανταγωνισμό στις γαλλικές τομεακές αγορές, λόγω της αλληλεπικαλύψεως σημαντικών μεριδίων της αγοράς που αντιστοιχούσαν στη Schneider και στη Legrand, της σπουδαιότητας των σημάτων που κατείχε η οντότητα Schneider Legrand, της ισχύος της επί των εμπόρων χονδρικής πωλήσεως και της αδυναμίας οποιουδήποτε ανταγωνιστή να ασκήσει την ανταγωνιστική πίεση που ασκούσε η Legrand πριν από την υλοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως.

43      Κατά την Επιτροπή, η πράξη συγκεντρώσεως είχε ως αποτέλεσμα, σε κάθε μια από τις θιγόμενες αγορές στις οποίες το ένα ή το άλλο μέρος κατείχε δεσπόζουσα θέση πριν από την πράξη συγκεντρώσεως, την απομάκρυνση ενός άμεσου ανταγωνιστή, του μόνου που μπορούσε να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στη δεσπόζουσα επιχείρηση, χάρη στο έρεισμά του σε πολύ ισχυρές θέσεις του ιδίου ομίλου σε άλλα τμήματα του ίδιου τομέα.

44      Στις 14 Νοεμβρίου 2002, η Schneider πρότεινε στην Επιτροπή διορθωτικά μέτρα με αντικείμενο την εξάλειψη της αλληλεπικαλύψεως δραστηριοτήτων μεταξύ Schneider και Legrand στις οικείες γαλλικές τομεακές αγορές.

45      Στις 15 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (C 279, σ. 22) γνώμη σχετική με την επανάληψη του ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως, διευκρινίζοντας ότι, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού, οι προθεσμίες εξετάσεως θα ίσχυαν από τις 23 Οκτωβρίου 2002, δηλαδή από την επομένη της εκδόσεως της αποφάσεως Schneider I, και κάλεσε τους ενδιαφερομένους τρίτους να της υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους.

46      Με έγγραφο της 25ης Νοεμβρίου 2002, η Schneider παρατήρησε στην Επιτροπή ότι, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα της πράξεως συγκεντρώσεως δεν είχαν εξετασθεί αγορά προς αγορά, τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί με την επιστολή της 13ης Νοεμβρίου 2002 ήσαν ασαφή κατά τη φύση και το περιεχόμενό τους, ότι δεν αποδείκνυαν την ύπαρξη δυσμενών συνεπειών επί του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές και ότι οι γενικές θεωρήσεις της Επιτροπής διαψεύδονταν από την πραγματικότητα.

47      Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Schneider ότι τα διορθωτικά μέτρα που είχε προτείνει διαδοχικώς δεν αρκούσαν για να εξαλείψουν όλους τους περιορισμούς του ανταγωνισμού που απέρρεαν από την πράξη συγκεντρώσεως, λόγω των αμφιβολιών που εξακολουθούσαν να υπάρχουν ως προς τη βιωσιμότητα και την αυτονομία των εκχωρουμένων δραστηριοτήτων και λόγω της αδυναμίας των προτεινομένων μέτρων να αντισταθμίσουν την ισχύ της οντότητας Schneider-Legrand.

48      Με επιστολή της 2ας Δεκεμβρίου 2002, η Schneider απάντησε ότι, στο πολύ προχωρημένο στάδιο στο οποίο είχε φθάσει η διαδικασία, η θέση της Επιτροπής καθιστούσε πλέον αλυσιτελή τη συνέχιση των συζητήσεων και ότι, προκειμένου να θέσει τέρμα στην αβεβαιότητα ενός και πλέον έτους, αποφάσισε να πωλήσει τη Legrand στη Wendel/KKR.

49      Με τηλεομοιοτυπία που απέστειλε στην Επιτροπή στις 3 Δεκεμβρίου 2002, η Schneider επιβεβαίωσε την απόφασή της. Διευκρίνισε δε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμβάσεως εκχωρήσεως της 26ης Ιουλίου 2002, η υλοποίηση της πωλήσεως της Legrand στη Wendel-KKR δεν προϋπέθετε καμιά πρωτοβουλία από μέρους της και ότι θα ελάμβανε χώρα στις 10 Δεκεμβρίου 2002.

50      Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως της πράξεως συγκεντρώσεως, με την αιτιολογία ότι τα προτεινόμενα από τη Schneider διορθωτικά μέτρα δεν επέτρεπαν, κατά το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η έρευνα, την εξάλειψη των σοβαρών αμφιβολιών που εξακολουθούσαν να υφίστανται ως προς το συμβατό της πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών της εν λόγω πράξεως στις γαλλικές τομεακές αγορές που διαπιστώθηκαν με την αρνητική απόφαση.

51      Στις 11 Δεκεμβρίου 2002, η Schneider βεβαίωσε την Επιτροπή ότι στις 10 Δεκεμβρίου 2002 εκχώρησε στη Wendel‑KKR τη συμμετοχή της στη Legrand.

52      Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Schneider για την περάτωση, ελλείψει αντικειμένου, της διαδικασίας ελέγχου.

53      Στις 10 Φεβρουαρίου 2003, η Schneider άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και κατά της αποφάσεως περί περατώσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2002 (υπόθεση T‑48/03).

54      Με τις διατάξεις της 29ης Οκτωβρίου 2004, T‑310/01 DEP και T‑77/02 DEP, Schneider Electric κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο εκκαθάρισε το ποσό των ανακτήσιμων από τη Schneider δαπανών εις βάρος της Επιτροπής σε 419 595,32 ευρώ στην υπόθεση T-310/01 και σε 426 275,06 ευρώ στις υποθέσεις T-77/02 και T-77/02 R.

55      Με διάταξη της 31ης Ιανουαρίου 2006, T-48/03, Schneider Electric κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-111), το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως στην υπόθεση T-48/03, με το αιτιολογικό ότι οι προσβληθείσες αποφάσεις περί κινήσεως της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως και περί περατώσεως δεν αποτελούσαν βλαπτικές για τη Schneider πράξεις.

56      Στις 12 Απριλίου 2006, η Schneider άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω διατάξεως.

57      Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2007, C‑188/06 P, Schneider Electric κατά Επιτροπής.

III –  Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

58      Στις 10 Οκτωβρίου 2003, η Schneider άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή κατά της Επιτροπής, ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που θεωρούσε ότι υπέστη λόγω παρανομιών κατά τη διαδικασία ελέγχου του συμβατού της κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά.

59      Η ενάγουσα ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως, να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 1 663 734 716,76 ευρώ, υπό την επιφύλαξη της μειώσεως μέχρι του ποσού των ανακτήσιμων δαπανών που προσδιορίσθηκε από τις διατάξεις περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων που εκδόθηκαν στις υποθέσεις T-310/01 DEP και T-77/02 DEP, καθώς και της αυξήσεως, αφενός, κατά τους προστιθεμένους τόκους από τις 4 Δεκεμβρίου 2002 έως την αποπληρωμή του ποσού αυτού με επιτόκιο 4 % ετησίως και, αφετέρου, κατά το ποσό του φόρου τον οποίο η Schneider θα οφείλει επί του ποσού της χορηγηθείσας αποζημιώσεως κατά τον χρόνο της εισπράξεώς του·

–        επικουρικώς:

–        να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή·

–        να αναγνωρίσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας·

–        να θεσπίσει την ακολουθητέα διαδικασία προς τον σκοπό του καθορισμού του ύψους της ζημίας που πρέπει να αποκατασταθεί και την οποία όντως υπέστη η Schneider·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

60      Στις 11 Δεκεμβρίου 2003, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να περιορισθούν οι κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεις επί της αρχής της στοιχειοθετήσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας και της μεθοδολογίας υπολογισμού της ζημίας.

61      Με διατάξεις της 20ής Απριλίου 2004 και της 6ης Δεκεμβρίου 2004, επετράπη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στη Γαλλική Δημοκρατία, αντιστοίχως, να παρέμβουν στη δίκη, η μεν πρώτη προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής, η δε δεύτερη προς υποστήριξη των αιτημάτων της Schneider.

62      Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε τα προαναφερθέντα στη σκέψη 1 της παρούσας αποφάσεως.

63      Με τις σκέψεις 152 και 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας την οποία διαπίστωσε η απόφαση Schneider I όσον αφορά τις γαλλικές τομεακές αγορές συνιστούσε πρόδηλη και σοβαρή παράβαση κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού.

64      Με τη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής περί ιδιαίτερων δεσμεύσεων τις οποίες αντικειμενικώς υπέχουν οι υπηρεσίες της κατά τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως ως εξής:

«[…] το επιχείρημα που αντλεί η εναγομένη από τη σύμφυτη δυσχέρεια της πραγματοποιήσεως μιας περίπλοκης αναλύσεως των αγορών υπό αυστηρή πίεση χρόνου είναι αλυσιτελές, εφόσον η γενεσιουργός αιτία της ζημίας εν προκειμένω δεν είναι η ανάλυση των σχετικών αγορών διά της ανακοινώσεως των αιτιάσεων ή διά της αποφάσεως περί ασυμβιβάστου, αλλά η παράλειψη, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, μιας ουσιώδους για τις συνέπειές της μνείας, όπως και στο διατακτικό της αποφάσεως περί ασυμβιβάστου, η οποία δεν συνεπαγόταν καμία ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια, δεν απαιτούσε καμία ειδική συμπληρωματική εξέταση που δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί για λόγους χρονικών περιορισμών και της οποίας η έλλειψη δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα τυχαίο ή ξαφνικό πρόβλημα σχετικά με τη σύνταξη του κειμένου που η συνολική ανάγνωση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων θα επέτρεπε να αρθεί.»

65      Με τη σκέψη 157 της ίδιας αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας εκ μέρους της Επιτροπής συνιστούσε σφάλμα ικανό να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

66      Εξετάζοντας τα ζητήματα της υπάρξεως ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του σφάλματος της Επιτροπής και της ζημίας αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 269 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κατάφωρη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθιστούσε μεν παράνομη την αρνητική απόφαση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, αν δεν υπήρχε τέτοια παράβαση, η πράξη συγκεντρώσεως θα έπρεπε να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά.

67      Το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 278 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ελάττωμα που διαπιστώθηκε στην αρνητική απόφαση δεν είχε στερήσει από τη Schneider το δικαίωμα να επιτύχει απόφαση που θα αναγνώριζε το συμβατό της πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά, έτσι ώστε να θεωρούνται δικαιολογημένως ως καταλογιστέα στην Κοινότητα ζημία όλες οι οικονομικές συνέπειες της στερήσεως εντός τέτοιου δικαιώματος και, ειδικότερα, εκείνες που απέρρεαν από την υποχρέωση εκχωρήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της Legrand.

68      Στη συνέχεια, με τη σκέψη 279 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Schneider δεν μπορούσε να υποστηρίξει ότι είχε υποστεί ζημία ίση προς το σύνολο της απώλειας της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της Legrand που είχε στην κατοχή της στις 10 Οκτωβρίου 2001, καθώς δεν υπήρχε επαρκώς άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας αυτής και της παραβάσεως που θα στοιχειοθετούσε κοινοτική ευθύνη.

69      Αντιθέτως, με τις σκέψεις 288 και 316, το Πρωτοδικείο δέχθηκε την ύπαρξη επαρκώς στενής αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διαπραχθείσας παρανομίας και των ζημιών δύο ειδών που υπέστη η Schneider, ήτοι:

–        των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η επιχείρηση για να μετάσχει στην επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως μετά τις ακυρώσεις που απήγγειλε το Πρωτοδικείο στις 22 Οκτωβρίου 2002·

–        της μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως την οποία αναγκάσθηκε να συμφωνήσει η Schneider με τον αγοραστή των στοιχείων του ενεργητικού της Legrand, ώστε να επιτύχει τη μετάθεση των αποτελεσμάτων της ως άνω εκχωρήσεως σε ημερομηνία τέτοια ώστε οι ένδικες διαδικασίες που βρίσκονταν τότε σε εξέλιξη ενώπιον του κοινοτικού δικαστή να μην καταστούν άνευ αντικειμένου πριν την ολοκλήρωσή τους.

70      Όσον αφορά τα έξοδα που οφείλονται στην επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως , ήτοι έξοδα διαβουλεύσεως, αμοιβές και λοιπά διοικητικά έξοδα διαφόρων ειδών, το Πρωτοδικείο επισήμανε, στη σκέψη 301, ότι, αν η αιτίαση περί στηρίξεως είχε διατυπωθεί με την ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001, η Schneider θα όφειλε να λάβει θέση επί του θέματος αυτού και να προετοιμάσει, ενδεχομένως, κατάλληλα διορθωτικά μέτρα πριν από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής επί του συμβατού της πράξεως συγκεντρώσεως, όπως χρειάστηκε να πράξει μετά την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως και την επακόλουθη επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου.

71      Εντούτοις, το Πρωτοδικείο έκρινε με την ίδια σκέψη ότι το γεγονός ότι επανελήφθη, επί νέων νομικών βάσεων, μια διοικητική διαδικασία που είχε διακοπεί επί δώδεκα μήνες αποτέλεσε, κατ’ ανάγκην, για τη Schneider βάρος ασυγκρίτως μεγαλύτερο από εκείνο που θα αντιπροσώπευε η απάντηση στην ίδια αιτίαση κατά τη διάρκεια της αρχικής διαδικασίας ελέγχου, από την επιχείρηση και τους συμβούλους της που είχαν μετάσχει πλήρως στις συσκέψεις και στις ανταλλαγές απόψεων με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής.

72      Όσον αφορά τη μείωση της τιμής εκχωρήσεως που συμφώνησε η Schneider, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 308, ότι η επιχείρηση αυτή είχε υποχρεωθεί ταυτόχρονα να διαπραγματευθεί και να συνάψει στις 26 Ιουλίου 2002 τη σύμβαση εκχωρήσεως της Legrand, καθώς και να μεταθέσει την προθεσμία της υλοποιήσεως της εν λόγω εκχωρήσεως στις 10 Δεκεμβρίου 2002.

73      Με τη σκέψη 311, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η υποχρέωση αναβολής της πραγματικής υλοποιήσεως της πωλήσεως οδήγησε κατ’ ανάγκην την ενάγουσα να συμφωνήσει με τη Wendel-KKR μείωση της τιμής εκχωρήσεως της Legrand σε σχέση με την τιμή που θα είχε επιτύχει σε περίπτωση οριστικής πωλήσεως, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία της αρνητικής αποφάσεως.

74      Με τη σκέψη 312, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η μετάθεση της ημερομηνίας πωλήσεως έως τις 10 Δεκεμβρίου 2002 προϋπέθετε την παροχή στη Wendel-KKR αντισταθμίσματος για τον κίνδυνο υποτιμήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της Legrand, λόγω του ενδεχομένου της δυσμενούς διακυμάνσεως της αξίας των βιομηχανικών τίτλων κατά την περίοδο αναφοράς.

75      Με τη σκέψη 322 της αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ζημία από τη μείωση της τιμής εκχωρήσεως ήταν ίση προς τη διαφορά μεταξύ της τιμής εκχωρήσεως της Legrand που όντως συμφωνήθηκε και εκείνης που η Schneider θα είχε μπορέσει να επιτύχει αν διέθετε κατά το πέρας της πρώτης διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως, στις 10 Οκτωβρίου 2001, σύννομη απόφαση επί του συμβατού της πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά.

76      Εντούτοις, με τη σκέψη 329, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι η Schneider, αποκτώντας με πλήρη νομιμότητα τον έλεγχο της Legrand, ανέλαβε επίσης τον κίνδυνο ο έλεγχος της πράξεως συγκεντρώσεως να καταλήξει σε απόφαση διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά της πράξεως συγκεντρώσεως και στη σχετική υποχρέωση να διαχωριστούν τα στοιχεία του ενεργητικού των επιχειρήσεων που είχαν συγχωνευθεί.

77      Με τη σκέψη 330, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη του εύρους της υλοποιηθείσας πράξεως συγχωνεύσεως και της αισθητής ενισχύσεως της οικονομικής ισχύος που αυτή συνεπαγόταν προς όφελος των μόνων δύο κυρίαρχων επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνταν στις γαλλικές τομεακές αγορές ηλεκτρολογικού υλικού χαμηλής τάσεως, η Schneider δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η πραγματοποιηθείσα συγχώνευση ενείχε τουλάχιστον τον κίνδυνο δημιουργίας ή ενισχύσεως δεσπόζουσας θέσεως σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς και ότι, για τον λόγο αυτό, θα απαγορευόταν από την Επιτροπή.

78      Από τα ανωτέρω, συνήγαγε, με τη σκέψη 334, ότι η Schneider ήταν υπεύθυνη για το ένα τρίτο της ζημίας λόγω της συμφωνηθείσας μειώσεως της τιμής.

79      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 335, ότι η Κοινότητα όφειλε να αποκαταστήσει την εν λόγω ζημία μόνον κατά τα δύο τρίτα.

80      Τέλος, με τις σκέψεις 342 και 344 έως 346, αποφάσισε ότι η αποζημίωση που οφειλόταν στη Schneider από τις 10 Δεκεμβρίου 2002, ημερομηνία επελεύσεως της ζημίας λόγω της υλοποιήσεως της εκχωρήσεως της Legrand, έπρεπε να υπολογισθεί εκ νέου, ως προς τους τόκους, μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί εκκαθαρίσεως της ζημίας και, εν συνεχεία, να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας από την τελευταία αυτή ημερομηνία και μέχρι πλήρους αποπληρωμής.

IV –  Αιτήματα των διαδίκων

81      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να καταδικάσει τη Schneider στα δικαστικά έξοδα.

82      Η Schneider ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα

V –  Οι λόγοι αναιρέσεως

83      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει επισήμως επτά λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι μπορούν ουσιαστικά να συνοψισθούν σε πέντε.

84      Με τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή προσάπτει στο Δικαστήριο ότι έσφαλε διότι:

–        δέχθηκε, με τη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «παράλειψη» της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001 και έκρινε ότι η διατύπωση της αιτιάσεως αυτής «δεν συνεπαγόταν καμία ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια»·

–        δέχθηκε, με τη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση δικαιωμάτων στους ιδιώτες·

–        με τη σκέψη 316 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του σφάλματος της Επιτροπής και της ζημίας που υπέστη η Schneider λόγω της μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως της Legrand που συμφωνήθηκε ως αντιστάθμισμα της χρονικής μεταθέσεως για τις 10 Δεκεμβρίου 2002 της υλοποιήσεως της πωλήσεως που συμφωνήθηκε στις 26 Ιουλίου 2002·

–        με τη σκέψη 288 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αναγνώρισε στη Schneider ζημία την οποία δεν είχε επικαλεστεί η ίδια, ήτοι τη μείωση της συμφωνηθείσας τιμής για να επιτευχθεί η χρονική μετάθεση της υλοποιήσεως της εκχωρήσεως για τις 10 Δεκεμβρίου 2002·

–        υπέπεσε σε νομικό σφάλμα επιδικάζοντας, με τις σκέψεις 345 και 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη ζημία από την προβληθείσα μείωση της τιμής εκχωρήσεως, νόμιμους τόκους από τις 10 Δεκεμβρίου 2002 μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί εκκαθαρίσεως της ζημίας, ενώ τέτοιοι τόκοι μπορούν να επιδικασθούν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

VI –  Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Α – Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως περί του ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δέχθηκε «παράλειψη» της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001 και έκρινε ότι η διατύπωση της αιτιάσεως αυτής «δεν συνεπαγόταν καμία ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια»

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

85      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σε κανένα στάδιο της πρωτοβάθμιας δίκης δεν αμφισβήτησε ότι είχε προσβάλει το δικαίωμα ακροάσεως της Schneider κατά τη διαδικασία ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως. Επισημαίνει ότι, αντιθέτως, αμφισβητεί επισήμως ότι η διαπιστωθείσα παρατυπία στοιχειοθετεί την ευθύνη της Κοινότητας.

86      Η Επιτροπή υποδιαιρεί τον πρώτο λόγο αναιρέσεως σε τέσσερα σκέλη.

87      Υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, δεχόμενο, με τη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «παράλειψη» της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001 και κρίνοντας ότι η διατύπωση της αιτιάσεως αυτής δεν παρουσίαζε καμιά ιδιαίτερη δυσχέρεια:

–        παρέβη το εκ της αποφάσεως Schneider Ι δεδικασμένο·

–        προέβη σε ανακριβείς διαπιστώσεις σε σχέση με πραγματικά περιστατικά·

–        παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία·

–        παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

88      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, στην πραγματικότητα, με τη σκέψη 445 της αποφάσεως Schneider Ι, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε απλώς ότι η αιτίαση περί στηρίξεως δεν είχε διατυπωθεί «με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια». Στη συνέχεια, αφού προσήψε στην Επιτροπή ότι ολοκλήρωσε την ανακοίνωση των αιτιάσεων «χωρίς να τονίζει οποιαδήποτε στήριξη της θέσεως», το Πρωτοδικείο περιορίστηκε να επισημάνει ότι η Επιτροπή ολοκλήρωσε την ανάλυσή της χωρίς να εξηγήσει επαρκώς τη συγκεκριμένη αυτή αιτίαση.

89      Παρά ταύτα, μπορούσε, κατά την άποψή της, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η αιτίαση είχε διατυπωθεί τουλάχιστον συγκεκαλυμμένα στο σώμα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

90      Η Επιτροπή θεωρεί ότι το συμπέρασμα αυτό αποκαλύπτει και μια δεύτερη ασυμφωνία μεταξύ της αποφάσεως Schneider Ι και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία, στη σκέψη της 155, διαπιστώνει ρητώς ότι η αιτίαση δεν διατυπώθηκε και ότι η απουσία της δεν θα μπορούσε να αντισταθμισθεί από τη «συνολική ανάγνωση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων».

91      Μια τρίτη ασυμφωνία μεταξύ των δύο αποφάσεων συνίσταται στη διαφορά εκτιμήσεως ως προς τις συνέπειες που είχαν για τη Schneider τα ελαττώματα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

92      Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι, με τη σκέψη 453 της αποφάσεως Schneider Ι, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η σύνταξη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν επέτρεψε στη Schneider να υπολογίσει «σε όλο τους το μέγεθος» τα προβλήματα ανταγωνισμού που διαπιστώθηκαν στη γαλλική αγορά, ενώ, με τη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι η Schneider δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι δεν είχε «καμιά πιθανότητα» να επιτύχει θετική απόφαση περί συμβατού με την κοινή αγορά, αν δεν πρότεινε τη λήψη κατάλληλων μέτρων για τη διόρθωση της καταστάσεως στηρίξεως που είχε δημιουργήσει η πράξη συγκεντρώσεως.

93      Κατά την Επιτροπή, από τη σύγκριση αυτή των δύο αποφάσεων προκύπτει ότι, με την απόφαση Schneider Ι, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η Schneider μπορούσε μεν να έχει επίγνωση του ότι η στήριξη αποτελούσε πρόβλημα από άποψη ανταγωνισμού, αλλά δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει ολόκληρο το μέγεθος του προβλήματος, διότι η σχετική αιτίαση δεν είχε διατυπωθεί ρητώς στο συμπέρασμα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Αντιθέτως, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η Schneider ουδέποτε είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει επίγνωση του προβλήματος και, επομένως, ουδέποτε πληροφορήθηκε ότι όφειλε να προτείνει κατάλληλα διορθωτικά μέτρα.

94      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου τη σύμφυτη δυσχέρεια της πραγματοποιήσεως μιας περίπλοκης αναλύσεως των αγορών σε μια ήδη πολύπλοκη υπόθεση, υπό τους αυστηρούς χρονικούς περιορισμούς των διατάξεων του κανονισμού. Υπογράμμισε, ιδίως, ότι η σύνταξη μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων αποτελεί εξαιρετικά λεπτό εγχείρημα, το οποίο έπρεπε να πραγματοποιηθεί αρκετά σύντομα μετά την κίνηση της διαδικασίας και την ολοκλήρωση της έρευνας, ώστε να δοθεί στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

95      Η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά, κρίνοντας ότι περιορίζονταν σε μια έκθεση των δυσκολιών που παρουσίαζε η περίπλοκη ανάλυση των αγορών και ότι, ως τέτοια, προβάλλονταν αλυσιτελώς, αφού γενεσιουργό της ζημίας αιτία αποτελούσε στην πραγματικότητα η παράλειψη, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, μιας μνείας που δεν εμφάνιζε καμιά ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια, δεν απαιτούσε καμία ειδική συμπληρωματική εξέταση που δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί λόγω χρονικών περιορισμών και της οποίας η έλλειψη δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα τυχαίο ή ξαφνικό πρόβλημα.

96      Κατά την Επιτροπή, αυτή η συλλογιστική του Πρωτοδικείου, καθό μέρος συνίσταται σε διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών, είναι προδήλως εσφαλμένη υπό το πρίσμα των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και που αποδεικνύουν παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

97      Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο παρέβη, κατά την ίδια, την υποχρέωσή του να αιτιολογήσει γιατί δέχθηκε τόσο την παράλειψη της μνείας της αιτιάσεως περί στηρίξεως όσο και την απουσία ιδιαίτερης τεχνικής δυσχέρειας μιας τέτοιας μνείας.

98      Η Επιτροπή καταλήγει ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει οπωσδήποτε να αναιρεθεί στο σύνολό της βάσει και μόνον του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

99      Η Schneider ζητεί την απόρριψη αυτού του λόγου αναιρέσεως.

100    Υποστηρίζει ότι προβάλλεται απαραδέκτως, καθώς η Επιτροπή:

–        αμφισβητεί εκ νέου τις εκτιμήσεις επί των πραγματικών περιστατικών·

–        προβάλλει νέους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους, πρώτον, η αιτίαση περί στηρίξεως είχε, έστω και συγκεκαλυμμένα, διατυπωθεί με την ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001, όπως διαπίστωσε εμμέσως το Πρωτοδικείο στην απόφαση Schneider Ι, και, δεύτερον, το Πρωτοδικείο θεώρησε, με την ίδια απόφαση Schneider Ι, ότι η Schneider είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει επίγνωση του ότι η στήριξη αποτελούσε πρόβλημα από άποψη ανταγωνισμού·

–        δεν εξηγεί γιατί ο λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

101    Εν πάση περιπτώσει, φρονεί ότι ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Επί των τριών πρώτων σκελών του λόγου αναιρέσεως, που αφορούν την παράβαση του δεδικασμένου της αποφάσεως Schneider Ι, τις ανακριβείς διαπιστώσεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων

102    Το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που επιλύθηκαν όντως ή κατ’ ανάγκη με δικαστική απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2003, C-238/99 Ρ, C‑244/99 P, C-245/99 P, C‑247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Εξάλλου, από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Πράγματι, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι κανόνες διαδικασίας που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο, ω τέτοιο, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 29).

104    Με άλλα λόγια, η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από το Πρωτοδικείο αποτελούν νομικά ζητήματα υποκείμενα στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, αντίστοιχα, όταν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ή όταν τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν διαστρεβλωθεί (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Μαρτίου 1999, C-119/97 P, Ufex κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-1341, σκέψη 66).

105    Με το πρώτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου αναιρέσεως, που αφορά την παράβαση του δεδικασμένου της αποφάσεως Schneider I, η Επιτροπή επιδιώκει να αποδείξει ότι, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του πραγματικά περιστατικά που έρχονται σε σύγκρουση με εκείνα που επιλύθηκαν όντως ή κατ’ ανάγκη με την εν λόγω απόφαση Schneider I, η οποία είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

106    Με το δεύτερο και τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου, η Επιτροπή επιδιώκει κατ’ ουσίαν να αποδείξει, υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας νομολογίας, τα εξής:

–        την ανακρίβεια των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που όντως ελήφθησαν υπόψη με την απόφαση Schneider I, ανακρίβεια η οποία προκύπτει ευθέως από τη διατύπωση της τελευταίας·

–        τη διαστρέβλωση, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Πρωτοδικείου, του περιεχομένου της αποφάσεως Schneider I, θεωρούμενου ως αποδεικτικού στοιχείου το οποίο πρέπει, εν ανάγκη, να ερμηνευθεί, προκειμένου να προσδιορισθούν τα πραγματικά στοιχεία που πρέπει να εξετασθούν για να κριθεί αν στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

107    Όσον αφορά τα τρία πρώτα σκέλη του λόγου αυτού χρειάζεται να εξετασθούν τα εξής θέματα:

–        ποια είναι τα πραγματικά ζητήματα επί των οποίων το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 152 και 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στήριξε τη διαπίστωσή του περί «πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως», εκ μέρους της Επιτροπής, των ορίων που της επέβαλλε ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας της Schneider·

–        αν τα πραγματικά αυτά ζητήματα επιλύθηκαν με την απόφαση Schneider I·

–        αν τα ζητήματα αυτά, όπως επιλύθηκαν με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αντιφάσκουν προς τα ζητήματα που επιλύθηκαν με την απόφαση Schneider I.

108    Πρέπει, επομένως, να εξετασθούν από κοινού τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των τριών αυτών σκελών, όσον αφορά το ζήτημα της υπάρξεως μνείας της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και, στη συνέχεια, το ζήτημα της υπάρξεως δυσχερειών που δεν επέτρεπαν τη διατύπωση της αιτιάσεως αυτής κατά τρόπο σαφή και ακριβή σε αυτή την πράξη της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως.

109    Επιβάλλεται, ωστόσο, η παρατήρηση ότι το δεύτερο και το τρίτο σκέλος συγχέονται με το πρώτο, καθόσον αφορούν πραγματικά στοιχεία τα οποία, όπως προκύπτει από την ανάλυση που ακολουθεί, επιλύθηκαν όντως ή κατ’ ανάγκη με την απόφαση Schneider I. Διατηρούν την αυτονομία τους μόνον κατά το μέρος που αφορούν πραγματικά στοιχεία τα οποία, όπως θα αποδειχθεί, δεν έχουν επιλυθεί από την απόφαση Schneider I.

i)     Επί της υπάρξεως μνείας της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001

110    Με τη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Schneider ισχυρίστηκε ενώπιόν του ότι η Επιτροπή δεν είχε διατυπώσει κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων που εξέδωσε στις 3 Αυγούστου 2001, την ένστασή της ως προς το συμβατό της πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά, όσον αφορά τη στήριξη θέσεως στις γαλλικές τομεακές αγορές ηλεκτρολογικού υλικού χαμηλής τάσεως στο επίπεδο της διανομής χονδρικής πωλήσεως.

111    Με την εκτίμησή του, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει κατ’ αρχάς, με τις σκέψεις 145 έως 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο και την έκταση των υποχρεώσεων που επιβάλλει στην Επιτροπή το άρθρο 18 του κανονισμού. Με τη σκέψη 151 της ίδιας αποφάσεως δε, συνάγει το συμπέρασμα ότι η Schneider επικαλείται παράβαση κανόνα που έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, κατά την έννοια του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας.

112    Στη συνέχεια, με τη σκέψη 152, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι «[σ]υνιστά εν προκειμένω πρόδηλη και σοβαρή παράβαση του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού το γεγονός ότι η Επιτροπή συνέταξε, όπως εν προκειμένω, ανακοίνωση των αιτιάσεων κατά τρόπον ώστε, όπως προκύπτει από την απόφαση Schneider I, η [Schneider] να μην μπορεί να γνωρίζει ότι, στην περίπτωση που δεν προτείνει τη λήψη διορθωτικών μέτρων δυναμένων να μειώσουν ή να εξαλείψουν τις καταστάσεις συνδέσεως μεταξύ των θέσεών της και εκείνων της Legrand εντός των γαλλικών τομεακών αγορών, δεν είχε καμία πιθανότητα να επιτύχει το να κηρυχθεί η πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά».

113    Με τη διατύπωση αυτή της σκέψεως 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που αναγνωρίζει την ύπαρξη της μιας από τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, αναφερόμενο σε αυτό που «προκύπτει από την απόφαση Schneider I», το Πρωτοδικείο στηρίζει κατ’ ανάγκη, σε αυτό το στάδιο της συλλογιστικής του, τον χαρακτηρισμό «πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση» στην ανάλυση που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 440 έως 461 της εν λόγω αποφάσεως Schneider I, με τους όρους που εκείνη χρησιμοποίησε, όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ανακοίνωση των αιτιάσεων.

114    Ως εκ τούτου, όσον αφορά τη σύνταξη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001, το Πρωτοδικείο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα πραγματικά ζητήματα, όπως όντως διαπιστώθηκαν και εκτιμήθηκαν με τις σκέψεις 445 και 453 της αποφάσεως Schneider I:

–        η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν «εξέτασε με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια την ενίσχυση της θέσεως της Schneider έναντι των Γάλλων διανομέων ηλεκτρικού υλικού χαμηλής τάσεως, που προκύπτει όχι μόνον από το άθροισμα των πωλήσεων της Legrand στις αγορές διατάξεων για ηλεκτρικούς πίνακες, αλλά και από την κυρίαρχη θέση της Legrand στα τμήματα των ηλεκτρικών εξοπλισμών για τελικές απολήξεις των καταναλώσεων»·

–        «το γενικό συμπέρασμα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων απαριθμεί τις διάφορες εθνικές τομεακές αγορές που επηρεάζονται από την πράξη συγκεντρώσεως, χωρίς να τονίζει οποιαδήποτε στήριξη της θέσεως που κατέχει η μία από τις δύο κοινοποιούσες επιχειρήσεις σε δεδομένη αγορά προϊόντων στη θέση της άλλης επιχειρήσεως σε άλλη τομεακή αγορά»·

–        «η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν επέτρεψε στη Schneider να υπολογίσει σε όλο τους το μέγεθος τα προβλήματα ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή, λόγω της κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεως, σε επίπεδο διανομής, στη γαλλική αγορά ηλεκτρικού υλικού χαμηλής τάσεως».

115    Έτσι, παραπέμποντας στην απόφαση Schneider I, το Πρωτοδικείο δεν δέχεται με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την απλή παράλειψη οποιασδήποτε μνείας της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001, αλλά λαμβάνει ακριβώς υπόψη, όπως το είχε πράξει και στην ως άνω απόφαση Schneider I, την έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας της ανακοινώσεως των αιτιάσεων όσον αφορά το ζήτημα της στηρίξεως, καθώς και την έλλειψη ρητής αναφοράς του ζητήματος αυτού στο γενικό συμπέρασμα της ανακοινώσεως αυτής.

116    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι παρέβη το δεδικασμένο από το οποίο καλύπτονται τα εν λόγω πραγματικά ζητήματα που επιλύθηκαν με την απόφαση Schneider I.

117    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, με τη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, για να απορρίψει το επιχείρημα με το οποίο η Επιτροπή επιδίωξε να απαλλαγεί από την ευθύνη της, αναφέρει στη συνέχεια ότι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας είναι η «παράλειψη, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, μιας ουσιώδους για τις συνέπειές της μνείας, όπως και στο διατακτικό της [αρνητικής] αποφάσεως». Πράγματι, στο πλαίσιο που προεκτέθηκε, η έκφραση «παράλειψη μιας ουσιώδους μνείας» πρέπει να γίνει αντιληπτή ως παράλειψη αρκούντως σαφούς και ακριβούς μνείας της αιτιάσεως περί στηρίξεως.

118    Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο χρησιμοποιεί τον όρο «παράλειψη» δεν σημαίνει ότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία με τη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η Schneider «[δεν μπορούσε] να γνωρίζει ότι, στην περίπτωση που δεν προτείνει τη λήψη διορθωτικών μέτρων δυναμένων να μειώσουν ή να εξαλείψουν τις καταστάσεις συνδέσεως μεταξύ των θέσεών της και εκείνων της Legrand εντός των γαλλικών τομεακών αγορών, δεν είχε καμία πιθανότητα να επιτύχει το να κηρυχθεί η πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά.»

119    Πράγματι, με την απόφαση Schneider I, το Πρωτοδικείο επιδίωξε να εξακριβώσει αν η ανακοίνωση των αιτιάσεων δημιουργούσε στη Schneider πλήρη επίγνωση του ότι η πραγματοποίηση στηρίξεως μπορούσε να αποτελέσει αιτία να κηρυχθεί η πράξη συγκεντρώσεως ασύμβατη με την κοινή αγορά, ότι αποτελούσε, δηλαδή, ένα καθοριστικό γι’ αυτήν εμπόδιο.

120    Όπως, όμως, η παράλειψη οποιασδήποτε αναφοράς μιας αιτιάσεως, έτσι και η σύνταξή της, όταν δεν είναι επαρκώς σαφής και ακριβής και δεν καθιστά δυνατό, κατά τη διατύπωση της σκέψεως 453 της αποφάσεως Schneider I, τον υπολογισμό «σε όλο τους το μέγεθος» ορισμένων προβλημάτων ανταγωνισμού, δεν επιτρέπει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να έχουν επίγνωση του αποφασιστικού χαρακτήρα των προβλημάτων αυτών, όσον αφορά το αποτέλεσμα της διαδικασίας ελέγχου.

121    Για τον λόγο αυτόν, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 455, 456, 458 και 460 της αποφάσεως Schneider I, ότι:

–        η Schneider «[είχε στερηθεί] της δυνατότητας να αμφισβητήσει λυσιτελώς επί της ουσίας τη θέση της Επιτροπής που δέχθηκε, στο επίπεδο της διανομής, την ενίσχυση, στη Γαλλία, της δεσπόζουσας θέσεως της Schneider στον τομέα των διατάξεων για επιμέρους πίνακες και πίνακες τελικής διανομής λόγω της κυρίαρχης θέσεως της Legrand στους εξοπλισμούς για τελικές απολήξεις των καταναλώσεων»·

–        «η Schneider δεν είχε […] την ευκαιρία να αναπτύξει επωφελώς τις παρατηρήσεις της ως προς το θέμα αυτό τόσο με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων όσο και κατά την ακρόαση της 21ης Αυγούστου 2001»·

–        «πρέπει να θεωρηθεί ότι η Schneider δεν είχε την ευκαιρία να αναπτύξει λυσιτελώς και εγκαίρως τις προτάσεις περί εκχωρήσεως ενεργητικού ικανοποιητικού ύψους ώστε να καταστεί δυνατή η επίλυση των προβλημάτων ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή στις εν λόγω γαλλικές τομεακές αγορές»·

–        «κατέστη δυνατό η Schneider να στερηθεί εμμέσως της δυνατότητας να επιτύχει την έγκριση που η Επιτροπή μπορούσε να δώσει για τα προτεινόμενα μέτρα θεραπείας, αν οι κοινοποιούσες επιχειρήσεις ήσαν σε θέση να υποβάλουν εγκαίρως ικανοποιητικές προτάσεις αποδεσμεύσεως προκειμένου να επιλυθεί το σύνολο των προβλημάτων ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή στο επίπεδο διανομής στη Γαλλία».

122    Οι φράσεις «στερήθηκε της δυνατότητας» και «δεν είχε την ευκαιρία» αποδίδουν την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς το ζήτημα αυτό με την απόφαση Schneider I, σύμφωνα με την οποία η Schneider, εξαιτίας του ελαττώματος που έπασχε η ανακοίνωση των αιτιάσεων, στερήθηκε οποιασδήποτε δυνατότητας να έχει επίγνωση του αποφασιστικού χαρακτήρα της αιτιάσεως περί στηρίξεως.

123    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όταν, στη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρει ότι «η [Schneider δεν μπορούσε] να γνωρίζει ότι, στην περίπτωση που δεν προτείνει τη λήψη διορθωτικών μέτρων […], δεν είχε καμία πιθανότητα να επιτύχει το να κηρυχθεί η πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά», δεν προβαίνει σε εκτίμηση διαφορετική από εκείνη του Πρωτοδικείου στην απόφαση Schneider I, αλλ’ απλώς εκφράζει την ίδια εκτίμηση με διαφορετική διατύπωση.

124    Επίσης, όταν, με τη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρει ότι «η συνολική ανάγνωση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων [δεν] θα επέτρεπε να αρθεί» το πρόβλημα που δημιουργούσε η διατύπωσή της, ουδόλως αποκλίνει με την εκτίμησή του από την απόφαση Schneider I. Πράγματι, το γεγονός ότι, με την απόφαση Schneider I, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη την αδυναμία ενημερώσεως σχετικά με το εμπόδιο της στηρίξεως προϋπέθετε ακριβώς ότι η συνολική ανάγνωση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν μπορούσε να θεραπεύσει την ελαττωματική της διατύπωση.

125    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη μνείας της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001.

ii)  Επί της υπάρξεως δυσχερειών ικανών να εμποδίσουν τη διατύπωση της αιτιάσεως περί στηρίξεως κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001

126    Από την ανάγνωση των σκέψεων 437 επ. της αποφάσεως Schneider I, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι με την απόφαση αυτή το Πρωτοδικείο δεν επέλυσε το πραγματικό ζήτημα αν η μνεία της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001 παρουσίαζε ή όχι «ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια» για την Επιτροπή.

127    Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το συγκεκριμένο πραγματικό ζήτημα δεν αφορά διαπίστωση, αλλά εκτίμηση πραγματικών περιστατικών.

128    Ως εκ τούτου, όσον αφορά το εν λόγω πραγματικό ζήτημα, τα δύο πρώτα σκέλη του λόγου αναιρέσεως, τα οποία αφορούν αντιστοίχως παράβαση του δεδικασμένου και ανακρίβεια πραγματικής διαπιστώσεως, προβάλλονται αλυσιτελώς.

129    Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εξετασθεί επί της ουσίας αν η παραδοχή του Πρωτοδικείου ότι η μνεία της αιτιάσεως περί στηρίξεως δεν ενείχε «καμιά ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια» απορρέει από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

130    Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η μνεία στην ανακοίνωση των αιτιάσεων μιας αιτιάσεως όπως αυτή της στηρίξεως, δεν σημαίνει ότι συνήχθη πλήρως η βασιμότητά της κατόπιν εξαντλητικής οικονομικής αναλύσεως.

131    Ένα τέτοια συμπέρασμα, το οποίο, στον τομέα των συγκεντρώσεων, μπορεί όντως να παρουσιάσει σημαντικές δυσχέρειες, πρέπει να διατυπώνεται μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας, αφού ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, οι παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, οι οποίες θα έχουν πληροφορηθεί δεόντως από την ανακοίνωση των αιτιάσεων την ύπαρξη του προβλήματος ανταγωνισμού, προκειμένου να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους άμυνας.

132    Κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εκθέτει κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή μόνον το πρόβλημα στηρίξεως που ενδέχεται να αποτελέσει εμπόδιο στην κήρυξη της πράξεως συγκεντρώσεως ως συμβατής με την κοινή αγορά.

133    Κατόπιν των συλλογισμών αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς τη μη ύπαρξη ιδιαίτερης τεχνικής δυσχέρειας κατά την αναφορά ενός προβλήματος στηρίξεως δεν ήταν αποτέλεσμα παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση του.

134    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα τρία πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τέταρτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

135    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο τη δέσμευση να παρέχει αιτιολογία που να ακολουθεί αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι και ότι η αιτιολογία μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C-120/06 P και C-121/06 P, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

136    Με τη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με το ζήτημα της μνείας της αιτιάσεως περί στηρίξεως, το Πρωτοδικείο παραπέμπει σε ό,τι «προκύπτει από την απόφαση Schneider I» όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον είναι διατυπωμένη η ανακοίνωση των αιτιάσεων.

137    Επομένως, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 114 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο παραπέμπει στα πραγματικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στις σκέψεις 445 και 453 της αποφάσεως Schneider I και τέθηκαν με τα τρία πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Καθιστά, έτσι, σαφές ότι στηρίζει τον χαρακτηρισμό «πρόδηλη και σοβαρή παράβαση» στα πραγματικά αυτά στοιχεία.

138    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 117 της παρούσας αποφάσεως, η παραπομπή θέτει ένα πλαίσιο το οποίο επιτρέπει να οριοθετηθεί η έννοια της εκφράσεως «ουσιώδης για τις συνέπειές της μνεία», που χρησιμοποιείται ακολούθως, στη σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

139    Όσον αφορά την εκτίμηση ότι η μνεία της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν παρουσίαζε καμιά ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια, το Πρωτοδικείο, στην ίδια σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπογραμμίζει κατ’ ουσίαν, αιτιολογώντας την επαρκώς, τη διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ, αφενός, της επί της ουσίας αναλύσεως των σχετικών αγορών, προκειμένου να διαπιστωθεί το ενδεχόμενο ασύμβατο με την κοινή αγορά, και, αφετέρου, της απλής μνείας, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ενός προβλήματος ανταγωνισμού που μπορεί να αποτελέσει, με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, εμπόδιο στο να κηρυχθεί η πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά.

140    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

141    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί επί της ουσίας στο σύνολό του· ως εκ τούτου, παρέλκει η κρίση επί του παραδεκτού.

 Β – Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, περί του ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δέχθηκε την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση δικαιωμάτων στους ιδιώτες

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

142    Η Επιτροπή διακρίνει τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως σε δύο σκέλη, αντλούμενα, αντιστοίχως, από εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

143    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού, δέχεται ότι, στο καθεστώς της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά μόνον πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου που έχει αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

144    Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού, η υποχρέωση που υπέχει η ίδια να διατυπώνει κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή την αιτίαση περί στηρίξεως δεν εντασσόταν στο πλαίσιο της ασκήσεως από την ίδια εξουσίας εκτιμήσεως, αλλά ενέπιπτε στην απλή εφαρμογή των προσηκόντων κανόνων διαδικασίας.

145    Θεωρεί, εντούτοις, ότι το Πρωτοδικείο όφειλε κατ’ ανάγκη να λάβει υπόψη, όχι μόνον το περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε η Επιτροπή όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως της Schneider, αλλά και την πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει το θεσμικό όργανο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

146    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι η διατύπωση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001 ήταν ιδιαιτέρως περίπλοκη, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον των χρονικών περιορισμών στους οποίους υπέκειτο, αλλά και, κυρίως, του εύρους των προβλημάτων ανταγωνισμού που δημιουργούσε μια πράξη συγκεντρώσεως η οποία κάλυπτε πλήθος εθνικών τομεακών αγορών. Η σαφής και επαρκώς ακριβής διατύπωση καθεμιάς από τις αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή σε σχέση με την κάθε εθνική τομεακή αγορά παρουσίαζε, έτσι, μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας, όχι μόνον εννοιολογικής, αλλά και συντακτικής.

147    Κατά την ίδια, η αιτίαση περί στηρίξεως παρουσίαζε ιδιαίτερη και πρόσθετη πολυπλοκότητα λόγω του ότι η επεξεργασία και η διατύπωσή της προϋπέθεταν όχι ανάλυση κάθε εθνικής τομεακής αγοράς ξεχωριστά, όπως συνέβαινε με τις λοιπές αιτιάσεις που περιλαμβάνονταν στη σχετική ανακοίνωση, αλλά πολύπλευρη ανάλυση του συνόλου των αγορών ηλεκτρικού εξοπλισμού χαμηλής τάσεως στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των τομεακών αγορών για τις οποίες η πράξη συγκεντρώσεως δεν παρουσίαζε πρόβλημα ανταγωνισμού οριζόντιου χαρακτήρα.

148    Η έκθεση της αιτιάσεως περί στηρίξεως, η οποία αποτελεί πολύπλοκη οικονομική έννοια, ήταν αναγκαίο να συσχετίσει τις θέσεις των μερών και των ανταγωνιστών τους σε διάφορες τομεακές αγορές στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους και στη συνέχεια να εξετάσει τη δομή της διανομής και τις σχέσεις μεταξύ των προμηθευτών και των εμπόρων χονδρικής πωλήσεως σε καθένα από τα κράτη αυτά.

149    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν επικαλείται δυσκολία να αποδείξει το ουσία βάσιμο της αιτιάσεως περί στηρίξεως, αλλά τον ιδιαίτερα πολύπλοκο χαρακτήρα που παρουσίαζε η επαρκώς σαφής και ακριβής διατύπωση της εν λόγω αιτιάσεως καθεαυτήν.

150    Επισημαίνει ότι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Schneider υποστήριξε ότι ήδη από την κοινοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως είχε αμφισβητήσει την ύπαρξη στηρίξεως, γεγονός που έπρεπε να καταστήσει ακόμη ευκολότερη για την Επιτροπή την επαρκώς σαφή και ακριβή διατύπωση αιτιάσεως επί του ζητήματος αυτού. Η Επιτροπή είχε τότε αντιτείνει ότι το γεγονός αυτό υποβάθμιζε ακόμη περισσότερο τη σοβαρότητα του δικού της διαδικαστικού σφάλματος.

151    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον η ίδια η Schneider υποβάθμισε τον αντίκτυπο του προβλήματος στηρίξεως, το γεγονός ότι η σχετική αιτίαση δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να αποτελεί κατάφωρη παράβαση.

152    Υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να θεωρήσει εν προκειμένω ότι η Επιτροπή, συντάσσοντας μια ανακοίνωση αιτιάσεων 145 σελίδων υπό μεγάλη πίεση χρόνου, αντιμετώπισε μια πολύπλοκη στον χειρισμό της κατάσταση, η οποία αποκλείει την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως.

153    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να εκθέσει με ιδιαίτερη επιμέλεια τους λόγους που το είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ήταν κατάφωρη η παράβαση που διαπίστωσε η απόφαση Schneider I.

154    Κατά την Επιτροπή, όμως, η αιτιολογία που παρέθεσε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.

155    Η αιτιολογία αυτή δεν εξηγεί, κατά την άποψή της, γιατί οι διαφόρων ειδών περιορισμοί που προβλήθηκαν δεν μπορούσαν να περιορίσουν την έκταση της παραβάσεως.

156    Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο δεν έδωσε πλήρεις απαντήσεις στα σχετικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του από την Επιτροπή, τα οποία αντλούνται ειδικότερα από το γεγονός ότι το εν λόγω κοινοτικό όργανο είχε:

–        όντως αναφερθεί στο πρόβλημα της στηρίξεως σε διάφορα σημεία της ανακοινώσεως των αιτιάσεων·

–        προβάλει τις δυσχέρειες της καταρτίσεως σε σύντομο χρονικό διάστημα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, της περίπλοκης εκτιμήσεως τόσο του συνόλου των ουσιαστικών επιχειρημάτων, των οποίων η αιτίαση περί στηρίξεως αποτελούσε μόνον ένα από τα πολυάριθμα σχετικά στοιχεία, όσο και των προταθέντων διορθωτικών μέτρων·

–        υποστηρίξει ότι το γεγονός ότι η Schneider είχε παράσχει στην Επιτροπή πληροφοριακά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η πράξη συγκεντρώσεως δεν παρουσίαζε κανένα πρόβλημα στηρίξεως έτεινε να μειώσει ακόμη περισσότερο τη σοβαρότητα του διαπραχθέντος διαδικαστικού σφάλματος·

–        υποστηρίξει ότι είχε καλόπιστα θεωρήσει ότι νομιμοποιούνταν να προσθέσει στη απόφαση περί ασυμβιβάστου πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα σχετικά με την αιτίαση περί στηρίξεως την οποία είχε προηγουμένως διαπιστώσει·

–        είχε υποστηρίξει ότι η υποχρέωση σαφήνειας των ανακοινώσεων των αιτιάσεων σε υποθέσεις συγκεντρώσεων δεν προέκυπτε ακόμη τόσο σαφώς από τη νομολογία της εποχής.

157    Η Schneider ζητεί την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

158    Το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού προβάλλεται, κατ’ αυτήν, απαραδέκτως, καθόσον συνίσταται σε επανεξέταση πραγματικών εκτιμήσεων και περιέχει νέο ισχυρισμό, ο οποίος έγκειται στην προβαλλόμενη συντακτική δυσκολία διατυπώσεως της αιτιάσεως περί στηρίξεως.

159    Εν πάση περιπτώσει, ο εξεταζόμενος λόγος είναι, κατά την ίδια, αβάσιμος.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, περί εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών

160    Η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων μεταξύ των οποίων καταλέγεται, οσάκις τίθεται ζήτημα ελλείψεως νομιμότητας νομικής πράξεως, η κατάφωρη παράβαση νομικού κανόνα, σκοπός του οποίου είναι η απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Όσον αφορά την ανωτέρω προϋπόθεση, το αποφασιστικής σημασίας κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο συντρέχει κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι αυτό της πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως εκ μέρους κοινοτικού θεσμικού οργάνου των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. Οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά μόνον πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως [απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, C-282/05 P, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-2941, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

161    Το καθεστώς που καθιέρωσε το Δικαστήριο στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λαμβάνει ιδίως υπόψη, αν χρειαστεί, την πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων [προπαρατεθείσα απόφαση Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

162    Eν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προβαλλόμενη παρανομία συνίσταται, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 145 έως 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην παράβαση κανόνα δικαίου, σκοπός του οποίου είναι η απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, δηλαδή στο άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού, το οποίο καθιερώνει την εφαρμογή της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

163    Υπ’ αυτή την έννοια, πρέπει κατ’ αρχάς να τονιστεί ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί ουσιώδες έγγραφο για την εφαρμογή της αρχής αυτής.

164    Προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, το έγγραφο αυτό οριοθετεί το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας που κινεί η Επιτροπή, εμποδίζοντάς την έτσι να λάβει υπόψη της άλλες αιτιάσεις στην απόφασή της με την οποία τερματίζεται η διαδικασία (προπαρατεθείσα απόφαση Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, σκέψη 63).

165    Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού προϋποθέτει ότι, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως, σε χρόνο μεταγενέστερο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι ένα πρόβλημα ανταγωνισμού ικανό να οδηγήσει σε κήρυξη ασυμβιβάστου δεν έχει αναφερθεί ή έχει αναφερθεί ανεπαρκώς στην ανακοίνωση αυτή, οφείλει είτε να παραιτηθεί από την αιτίαση αυτή στο στάδιο της τελικής της αποφάσεως είτε να δώσει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν, πριν την έκδοση της τελικής αποφάσεως, οποιαδήποτε παρατήρηση επί της ουσίας και πρόταση για τη λήψη χρήσιμων διορθωτικών μέτρων.

166    Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι η υποχρέωση που υπείχε η Επιτροπή να διατυπώσει κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή την αιτίαση περί στηρίξεως αφορούσε, όπως αναγνωρίζει και η ίδια, την απλή εφαρμογή των σχετικών διαδικαστικών κανόνων· ως εκ τούτου, όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως της Schneider, το περιθώριο εκτιμήσεως ήταν σημαντικά περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο.

167    Πρώτον, το εξεταζόμενο σκέλος του λόγου αναιρέσεως στηρίζεται στην κατηγορία προς το Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη την πολυπλοκότητα της προς ρύθμιση καταστάσεως, έτσι ώστε να αποκλείσει την ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως.

168    Το σκέλος αυτό στηρίζεται έτσι σε παραδοχή η οποία αμφισβητεί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που περιέχει η σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η ενσωμάτωση της αιτιάσεως περί στηρίξεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 3ης Αυγούστου 2001 δεν συνεπαγόταν «καμιά ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια»· η εκτίμηση αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου.

169    Όμως, ο ισχυρισμός περί παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων κρίθηκε ήδη αβάσιμος με τη σκέψη 133 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά την εν λόγω εκτίμηση.

170    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το επιχείρημα της Επιτροπής περί πολυπλοκότητας της προς ρύθμιση καταστάσεως, το οποίο προβάλλεται προς απόδειξη εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

171    Δεύτερον, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως η Επιτροπή κατηγορεί το Πρωτοδικείο ότι χαρακτήρισε τη συμπεριφορά της ως κατάφωρη παράβαση, μολονότι η Schneider, υποβαθμίζοντας η ίδια ήδη από την κοινοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως τον αντίκτυπο της προβληματικής περί στηρίξεως, είχε επίγνωση του προβλήματος ανταγωνισμού που ετίθετο, γεγονός που μειώνει τη σοβαρότητα του διαπραχθέντος διαδικαστικού σφάλματος.

172    Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ήδη από την κοινοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως η Schneider είχε πράγματι διαβεβαιώσει προληπτικά την Επιτροπή ότι η εν λόγω πράξη δεν δημιουργούσε πρόβλημα στηρίξεως, η ανεπαρκώς σαφής και ακριβής μνεία της σχετικής αιτιάσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων όχι μόνο δεν σημαίνει ότι η επιχείρηση είχε επίγνωση του κινδύνου της κηρύξεως ασυμβιβάστου, αλλ’ αντιθέτως, επιβεβαίωνε την εσφαλμένη εντύπωσή της και την απομάκρυνε από τις ενέργειες της συμπληρωματικής αιτιολογήσεως ή/και της προτάσεως κατάλληλων διορθωτικών μέτρων κατά την προετοιμασία των παρατηρήσεών της.

173    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών διαπιστώνοντας κατάφωρη παραβίαση, χωρίς να λάβει υπόψη, αφενός, την ύπαρξη πολύπλοκης προς ρύθμιση καταστάσεως και, αφετέρου, την επίγνωση, εκ μέρους της Schneider, του κινδύνου που διέτρεχε η πράξη συγκεντρώσεως λόγω ενδεχόμενου προβλήματος στηρίξεως.

174    Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί επί της ουσίας, ενώ παρέλκει η κρίση επί του παραδεκτού αυτού.

 Επί του δεύτερου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

175    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 135 της παρούσας αποφάσεως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο να παρέχει αναλυτικές απαντήσεις σε όλα τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι και αρκεί η αιτιολογία να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

176    Με τις σκέψεις 145 έως 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αιτιολογήσει τη διαπίστωσή του περί υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως, το Πρωτοδικείο τονίζει κατ’ αρχάς τη σπουδαιότητα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, παραπέμποντας σε διάφορα νομολογιακά προηγούμενα.

177    Έτσι, αναφέρει τα εξής:

–        «[σύμφωνα με] το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού[,] η Επιτροπή δύναται να βασίζει τις αποφάσεις της περί ασυμβιβάστου μόνο στις αιτιάσεις επί των οποίων οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπόρεσαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους»·

–        «[υ]πό την ιδιότητα των αποδεκτών αποφάσεων δημόσιας αρχής, οι οποίες θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους, οι μετέχουσες σε μια συγκέντρωση κοινοτικών διαστάσεων επιχειρήσεις πρέπει όντως να είναι σε θέση να γνωστοποιούν με πρόσφορο τρόπο την άποψή τους και, προς τούτο, να είναι σαφώς ενημερωμένες, εγκαίρως, σχετικά με το ουσιώδες μέρος των αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή κατά της κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεώς τους (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1974, 17/74, Transocean Marine Paint κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 1999, T-87/96, Assicurazioni Generali και Unicredito κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-203, σκέψη 88)»·

–        «[η] ανακοίνωση των αιτιάσεων ενέχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι αποσκοπεί ειδικώς στο να παράσχει τη δυνατότητα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να αντιδράσουν στις ανησυχίες που εξέφρασε το ρυθμιστικό θεσμικό όργανο, αφενός, εκφράζοντας την άποψή τους επ’ αυτών και, αφετέρου, σχεδιάζοντας να προτείνουν στην Επιτροπή τη λήψη μέτρων αποσκοπούντων στη διόρθωση του αρνητικού αντικτύπου της κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεως»·

–        «[η] εγγύηση αυτή, η οποία εμπίπτει στις θεμελιώδεις εγγυήσεις με τις οποίες η κοινοτική έννομη τάξη συνοδεύει τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών, ενέχει ιδιαίτερη σημασία για τον έλεγχο των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14)».

178    Στη συνέχεια, με τη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο παραπέμπει στην απόφαση Schneider I και στην εκτίμησή της όσον αφορά τις συνέπειες της ελαττωματικής διατυπώσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας.

179    Στηρίζεται, έτσι, στα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στις σκέψεις 445, 453 και επ. της αποφάσεως Schneider I, δηλαδή στο ότι:

–        η ανακοίνωση δεν είχε εξετάσει με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια την αιτίαση περί στηρίξεως·

–        το γενικό συμπέρασμα της ανακοινώσεως αυτής δεν είχε καταδείξει οποιαδήποτε στήριξη θέσεως·

–        η εν λόγω ανακοίνωση είχε στερήσει από τη Schneider τη δυνατότητα να αμφισβητήσει λυσιτελώς και επί της ουσίας τη θέση της Επιτροπής και να υποβάλει εγκαίρως προτάσεις διορθωτικών μέτρων.

180    Στην ίδια σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο της οποίας υπενθυμίζεται στη σκέψη 112 της παρούσας αποφάσεως, συνάγει κατ’ ουσίαν από τα τελευταία αυτά στοιχεία το αποφασιστικό συμπέρασμα ότι δεν δόθηκε στη Schneider η δυνατότητα να αποκτήσει επίγνωση του ότι ενδεχόμενο πρόβλημα στηρίξεως θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την κήρυξη του ασυμβιβάστου της κοινοποιηθείσας πράξεως με την κοινή αγορά.

181    Με τη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρεται στη βλαπτική συνέπεια της καταστάσεως αυτής, υπογραμμίζοντας ότι τα διορθωτικά μέτρα που πρότεινε στη συνέχεια η Schneider δεν μπορούσαν αντικειμενικά να επιλύσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα της στηρίξεως στις επίμαχες γαλλικές τομεακές αγορές.

182    Τέλος, με τη σκέψη 155 της ίδιας αποφάσεως, η οποία διακρίνει κατ’ ουσίαν μεταξύ της πλήρους αναλύσεως της ουσίας ενός προβλήματος ανταγωνισμού και της διατυπώσεως του προβλήματος αυτού, για να κρίνει ότι η απλή διατύπωση δεν συνεπάγεται καμιά ιδιαίτερη τεχνική δυσχέρεια, το Πρωτοδικείο εξετάζει ειδικότερα τον χαρακτηρισμό μιας παραβάσεως ως κατάφωρης, ο οποίος εξαρτάται από το ζήτημα της υπάρξεως πολύπλοκης προς ρύθμιση καταστάσεως.

183    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το σύνολο των συλλογισμών αυτών, το Πρωτοδικείο:

–        έδωσε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους δέχθηκε την ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του επ’ αυτού του νομικού χαρακτηρισμού·

–        παρέσχε στην ενάγουσα τόσο ρητές όσο και εμμέσως συναγόμενες απαντήσεις στα επιχειρήματα που αυτή προέβαλε.

184    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

185    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Γ – Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δέχθηκε την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του σφάλματος της Επιτροπής και της ζημίας που υπέστη η Schneider λόγω της μειώσεως της τιμής που συμφώνησε για την εκχώρηση της Legrand

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

186    Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποτελείται από πέντε σκέλη, σύμφωνα με τα οποία, δεχόμενο την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του σφάλματος της Επιτροπής και της ζημίας που υπέστη η Schneider λόγω της μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως της Legrand που συμφωνήθηκε ως αντιστάθμισμα της χρονικής μεταθέσεως για τις 10 Δεκεμβρίου 2002 της υλοποιήσεως της πωλήσεως που συμφωνήθηκε στις 26 Ιουλίου 2002, το Πρωτοδικείο:

–        προέβη σε ανακριβείς διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών για να κρίνει, πρώτον, ότι η Schneider είχε αναγκαστεί να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις επί της εκ νέου πωλήσεως και της τιμής εκχωρήσεως της Legrand στις 26 Ιουλίου 2002· δεύτερον, ότι η ημερομηνία της 10ης Δεκεμβρίου 2002 για την οποία συμφωνήθηκε να μετατεθεί η υλοποίηση της πωλήσεως ήταν αρκούντως μεταγενέστερη της ημερομηνίας για την οποία προβλεπόταν η έκδοση της αποφάσεως Schneider I, ώστε να επιτρέπει στη Schneider να βεβαιωθεί ότι είχε ακόμη τη δυνατότητα να επιτύχει την επανεξέταση της πράξεως συγκεντρώσεως από την Επιτροπή με την παρουσίαση νέων διορθωτικών μέτρων· και, τρίτον, ότι υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατάφωρης παραβάσεως και της μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως που προβάλλει η Schneider·

–        παραμόρφωσε επίσης τα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί των τριών αυτών ζητημάτων·

–        προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών·

–        εξέδωσε απόφαση με αντιφατικό αιτιολογικό, υπό το πρίσμα της αναλύσεως που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 260 έως 286 της ίδιας αποφάσεως, η οποία είχε οδηγήσει στο παρελθόν το Πρωτοδικείο στο να αποκλείσει επαρκώς στενή αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του σφάλματος της Επιτροπής και της συνολικής απώλειας της αξίας των επίμαχων στοιχείων του ενεργητικού από την απόκτησή τους από τη Schneider μέχρι την επακόλουθη εκχώρησή τους·

–        προέβη σε ανακριβείς διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι έκρινε ότι η Schneider δεν είχε συμβάλει στην επέλευση της συνολικής ζημίας, ενώ επιβαλλόταν το αντίθετο συμπέρασμα, πρώτον, διότι η Schneider ήταν σε θέση να γνωρίζει τα προβλήματα ανταγωνισμού που έθετε κατ’ ανάγκη η κατάσταση στηρίξεως που δημιουργούσε η πράξη συγκεντρώσεως, δεύτερον, διότι είχε παραιτηθεί από την αίτησή της για την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως περί διαχωρισμού και δεν είχε υποβάλει μεταγενέστερα αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων όσον αφορά την υποχρέωση εκχωρήσεως της Legrand, και, τρίτον, είχε επιλέξει να εκχωρήσει τη Legrand σε ημερομηνία κατά την οποία δεν ήταν υποχρεωμένη προς τούτο.

187    Προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι μετά τις αποφάσεις Schneider I και Schneider II και, ειδικότερα, μετά την ακύρωση της αποφάσεως περί διαχωρισμού που είχαν ως αποτέλεσμα οι αποφάσεις αυτές, η Schneider δεν ήταν υποχρεωμένη στις 10 Δεκεμβρίου 2002 να προσχωρήσει σε εκχώρηση της Legrand, η οποία αποτέλεσε «sine qua non προϋπόθεση επελεύσεως της επίδικης ζημίας».

188    Η Schneider υποστηρίζει ότι τα τρία πρώτα σκέλη του λόγου αναιρέσεως προβάλλονται απαραδέκτως, διότι οδηγούν σε επανεξέταση των διαπιστώσεων πραγματικών περιστατικών από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ισχυρίζεται ότι το πέμπτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως προβάλλεται επίσης απαραδέκτως, στο μέτρο που τα προς στήριξή του επιχειρήματα προβάλλονται για πρώτη φορά σε αυτό το στάδιο της ένδικης διαδικασίας.

189    Κατά τα λοιπά, υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμα ή αλυσιτελή.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

190    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστούν από κοινού το τρίτο και το πέμπτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, καθόσον αναφέρονται στις συνέπειες της υλοποιήσεως της εκχωρήσεως της Legrand στις 10 Δεκεμβρίου 2002.

 Επί του παραδεκτού

191    Επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, όταν το Πρωτοδικείο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το Πρωτοδικείο (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, σκέψη 29, και απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, C-510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 105).

192    Σε υποθέσεις εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, το ζήτημα της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και του γενεσιουργού αυτής γεγονότος, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης αυτής, αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται, κατά συνέπεια, στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

193    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το εξεταζόμενο τρίτο σκέλος προβάλλεται παραδεκτώς, καθόσον σκοπεί ακριβώς σε έλεγχο του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών στον οποίον προέβη το Πρωτοδικείο για να δεχθεί τον άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του σφάλματος της Επιτροπής και της προβαλλόμενης από τη Schneider ζημίας, και στον βαθμό που, όπως θα αποδειχθεί κατωτέρω, ο έλεγχος αυτός μπορεί να διεξαχθεί εν προκειμένω χωρίς επανεξέταση των διαπιστώσεων των πραγματικών περιστατικών στις οποίες έχει ήδη προβεί το Πρωτοδικείο.

194    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Schneider, το επιχείρημα που περιέχεται στο πέμπτο σκέλος, σύμφωνα με το οποίο η Schneider επέλεξε να εκχωρήσει τη Legrand σε ημερομηνία κατά την οποία δεν είχε υποχρέωση προς τούτο, δεν προβάλλεται για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση.

195    Πράγματι, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως που κατέθεσε πρωτοδίκως, η Επιτροπή αμφισβήτησε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, υποστηρίζοντας ρητώς τα εξής:

–        η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως μετά τις αποφάσεις Schneider I και Schneider II ουδόλως καθιστούσε αναπόφευκτη την εκχώρηση·

–        ουδόλως επιβλήθηκε στη Schneider να εκχωρήσει τους τίτλους της, πολλώ μάλλον αφού είχε τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη συμφωνηθείσα ρήτρα περί καταγγελίας ώστε να μην υλοποιήσει την εκχώρηση·

–        η Schneider επέλεξε να υλοποιήσει την εκχώρηση της Legrand όχι λόγω οποιασδήποτε πλημμελούς πράξεως της Επιτροπής, αλλά λόγω της αποφάσεώς της να μην προτείνει κατάλληλα διορθωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιούργησε η πράξη συγκεντρώσεως στη Γαλλία.

196    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το πέμπτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, καθόσον περιέχει το επιχείρημα ότι η Schneider επέλεξε να εκχωρήσει τη Legrand σε ημερομηνία κατά την οποία δεν ήταν υποχρεωμένη προς τούτο.

 Επί της ουσίας

197    Με τη σκέψη 303 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι σ’ αυτό εναπόκειται να εξετάσει αν η έλλειψη νομιμότητας από την οποία πάσχει η αρνητική απόφαση είχε ως συνέπεια τη μείωση της αξίας στην οποία εκτιμήθηκαν με τη σύμβαση εκχωρήσεως τα στοιχεία του ενεργητικού που κατείχε η Schneider από το κεφάλαιο της Legrand.

198    Με τις σκέψεις 315 έως 316 της ίδιας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο καταλήγει ότι:

–        η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας από την οποία πάσχει η αρνητική απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται με επαρκώς άμεσο σύνδεσμο προς την προβλεπόμενη από τη σύμβαση εκχωρήσεως μετάθεση, έως τις 10 Δεκεμβρίου 2002, της προθεσμίας υλοποιήσεως της πωλήσεως της Legrand, καθόσον η μετάθεση αυτή ήταν απαραίτητη για να παρασχεθεί στη Schneider η δυνατότητα να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμα κάθε διοικουμένου να επιτύχει την έκδοση σύννομης αποφάσεως περί του συμβατού με την κοινή αγορά μιας πράξεως συγκεντρώσεως που κοινοποιήθηκε νομοτύπως και, ενδεχομένως, να τύχει ακροάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας που της παρέχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις·

–        κατά συνέπεια, η κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, η οποία έγινε δεκτή από το Πρωτοδικείο, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται επίσης, λόγω επαρκώς άμεσης αιτιώδους συνάφειας, με τη ζημία που υπέστη η Schneider λόγω της μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως της Legrand, η οποία είναι σύμφυτη με τη χρονική μετάθεση της υλοποιήσεως της εκχωρήσεως.

199    Για να καταλήξει στα συμπεράσματα αυτά, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, με τις σκέψεις 304 έως 312 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα ακόλουθα στοιχεία:

–        η έναρξη των διαπραγματεύσεων ενόψει της εκχωρήσεως της Legrand και η σύναψη της συμβάσεως εκχωρήσεως στις 26 Ιουλίου 2002 οφείλονται άμεσα στην αρνητική απόφαση, η οποία, καίτοι ήταν παράνομη, παρήγαγε πάντως όλα τα έννομα αποτελέσματά της μέχρι την ακύρωσή της με την απόφαση Schneider I της 22ας Οκτωβρίου 2002·

–        η Schneider αναγκάστηκε εξαιτίας της αποφάσεως αυτής να διεξαγάγει και να ολοκληρώσει διαπραγματεύσεις εν όψει της εκχωρήσεως, και μάλιστα προτού εκδοθεί η απόφαση επί της προσφυγής της ακυρώσεως·

–        η Schneider ήταν ταυτοχρόνως υποχρεωμένη, λόγω της αρνητικής αποφάσεως, να καθορίσει τιμή εκχωρήσεως της Legrand με τη συναφθείσα στις 26 Ιουλίου 2002 σύμβαση εκχωρήσεως και να εξασφαλίσει τη δυνατότητα αναστολής της υλοποιήσεως της ως άνω εκχωρήσεως έως τις 10 Δεκεμβρίου 2002·

–        η ημερομηνία αυτή ήταν αρκετά μεταγενέστερη της δυναμένης να προβλεφθεί ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Schneider I, ώστε να παρέχεται συγχρόνως στη Schneider η δυνατότητα να επιτύχει την επιβεβαίωση, στην περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής της ακυρώσεως, της νομιμότητας της αρνητικής αποφάσεως ή, στην αντίθετη περίπτωση της ακυρώσεως, να διασφαλίσει ότι είχε ακόμη τη δυνατότητα να επιτύχει την επανεξέταση της πράξεως συγκεντρώσεως από την Επιτροπή με την παρουσίαση νέων διορθωτικών μέτρων, με την προοπτική της εκδόσεως τελικής αποφάσεως που θα αποφαινόταν συννόμως επί του συμβατού της πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά·

–        αυτή η υποχρέωση μεταθέσεως χρονικώς της υλοποιήσεως της πωλήσεως οδήγησε κατ’ ανάγκη τη Schneider να παραχωρήσει στον αγοραστή μείωση τιμής σε σχέση με την τιμή που θα είχε επιτύχει σε περίπτωση οριστικής πωλήσεως, αν δεν είχε μεσολαβήσει η αρνητική απόφαση·

–        η μετάθεση για τις 10 Δεκεμβρίου 2002 της υλοποιήσεως της πωλήσεως συνεπαγόταν την παροχή στον αγοραστή ενός αντισταθμίσματος για τον κίνδυνο υποτιμήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της Legrand, έστω και μόνο λόγω του ενδεχομένου δυσμενούς μεταβολής της αξίας των βιομηχανικών τίτλων κατά την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας υπογραφής της συμβάσεως εκχωρήσεως και της τελικής προθεσμίας που συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων για την υλοποίηση της πωλήσεως.

200    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις 26 Ιουλίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία η Schneider συνήψε με τη Wendel-KKR σύμβαση εκχωρήσεως της Legrand, σύμφωνα με την οποία η εκχώρηση αυτή έπρεπε να υλοποιηθεί το αργότερο στις 10 Δεκεμβρίου 2002, με την επιφύλαξη ότι η Schneider διατηρούσε τη δυνατότητα καταγγελίας αντί καταβολής αποζημιώσεως καταγγελίας ύψους 180 εκατομμυρίων ευρώ, η τελευταία αυτή εταιρία ήταν υποχρεωμένη να κινήσει διαδικασία πωλήσεως σε εκτέλεση της αποφάσεως περί διαχωρισμού.

201    Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι, αφενός, κατά την ημερομηνία της 26ης Ιουλίου 2002 και μετά τη διαδικασία προσωρινών μέτρων την οποία κίνησε η Schneider και από την οποία στη συνέχεια παραιτήθηκε, η Επιτροπή παρέτεινε έως τις 5 Φεβρουαρίου 2003 την προθεσμία της 5ης Νοεμβρίου 2002 που είχε ταχθεί αρχικώς για τον διαχωρισμό και ότι, αφετέρου, το Πρωτοδικείο, το οποίο είχε δεχθεί να αποφανθεί σύμφωνα με την ταχεία διαδικασία, ακύρωσε την αρνητική απόφαση με την απόφαση Schneider I της 22ας Οκτωβρίου 2002, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της προθεσμίας που προέβλεπε η σύμβαση για την υλοποίηση της εκχωρήσεως.

202    Στο πλαίσιο αυτό, η Schneider αποφάσισε να μην ασκήσει τη δυνατότητα καταγγελίας εντός της προθεσμίας που έληγε στις 5 Δεκεμβρίου 2002 και να αφήσει έτσι την εκχώρηση να υλοποιηθεί στις 10 Δεκεμβρίου 2002.

203    Από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι η Schneider έλαβε την απόφαση αυτή φοβούμενη κυρίως ότι, ακόμη και μετά από πρόταση διορθωτικών μέτρων, δεν θα επιτύγχανε, στο πλαίσιο της επαναλήψεως της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως, απόφαση που να κηρύσσει την πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά, ενώ:

–        ο κίνδυνος εκδόσεως αποφάσεως περί ασυμβιβάστου με την κοινή αγορά είναι συμφυής με κάθε διαδικασία ελέγχου, είτε εξ αρχής είτε μετά την ακύρωση της πρώτης αποφάσεως περί ασυμβιβάστου, στο πλαίσιο επαναλήψεως της διοικητικής διαδικασίας·

–        η απόφαση περί ασυμβιβάστου δεν παύει, σε κάθε περίπτωση, να υπόκειται στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή.

204    Η λογική νομική συνέχεια της ακυρώσεως της αρνητικής απόφασης και της αποφάσεως περί διαχωρισμού θα ήταν να συμμετάσχει η Schneider στην επανάληψη της διαδικασίας εμπεριστατωμένης εξετάσεως μέχρι το πέρας της, οπότε, όπως υποστήριξε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεως, θα συνέβαινε ένα από τα δύο:

–        είτε θα εκδιδόταν απόφαση που θα αναγνώριζε το συμβατό της πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά, οπότε η Schneider δεν θα ήταν πλέον υποχρεωμένη να εκχωρήσει τη Legrand και, ως εκ τούτου, να υποστεί την προβαλλόμενη μείωση της τιμής·

–        είτε θα εκδίδονταν εκ νέου αποφάσεις περί ασυμβιβάστου και περί διαχωρισμού, οπότε η εκχώρηση θα ήταν η νόμιμη συνέπεια του διαπιστωθέντος ασυμβιβάστου και, επομένως, δεν θα αποτελούσε την αιτία ζημίας που θα έπρεπε να αποκατασταθεί, δεδομένου ότι η εκχώρηση αυτή εμπίπτει στον κίνδυνο που αναλαμβάνει συνήθως μια επιχείρηση που ασκεί τη δυνατότητα του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού να προβεί σε πράξη συγκεντρώσεως διά δημόσιας προσφοράς ανταλλαγής προτού η Επιτροπή εκδώσει απόφαση επί της πράξεως αυτής.

205    Φαίνεται, έτσι, ότι το Πρωτοδικείο δεν συνήγαγε τα συμπεράσματα από τις διαπιστώσεις του και προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, αφού άμεση αιτία της προβαλλόμενης ζημίας ήταν η απόφαση της Schneider να αφήσει την εκχώρηση της Legrand να ενεργοποιηθεί από τις 10 Δεκεμβρίου 2002, η οποία δεν της επιβαλλόταν στο πλαίσιο της διαδικασίας πωλήσεως που είχε αρχίσει υπό τις ως άνω συνθήκες.

206    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά την άσκηση της επιλογής της, η Schneider διέτρεχε τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να καταβάλει ποινική ρήτρα 180 εκατομμυρίων ευρώ. Πράγματι, ο κίνδυνος αυτός απέρρεε από τη σύμβαση εκχωρήσεως που είχε συνάψει η εταιρία αυτή υπό τις ως άνω συνθήκες.

207    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, ενώ παρέλκει η κατά τα λοιπά εξέταση του τρίτου και του πέμπτου σκέλους, καθώς και του πρώτου, δεύτερου και τέταρτου σκέλους του λόγου αυτού.

208    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν ο τέταρτος και πέμπτος λόγος αναιρέσεως, που αφορούν αντιστοίχως την αναγνώριση από το Πρωτοδικείο ζημίας την οποία δεν επικαλέστηκε η Schneider και την επιδίκαση νόμιμων τόκων από τις 10 Δεκεμβρίου 2002 επί της αποζημιώσεως για την προβαλλόμενη μείωση της τιμής, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί καθόσον:

–        υποχρέωσε την Κοινότητα να αποκαταστήσει τα δύο τρίτα της προβαλλόμενης από τη Schneider ζημίας κατά το ποσό της μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως της Legrand, την οποία η Schneider αναγκάσθηκε να συμφωνήσει με τον εκδοχέα σε αντιστάθμισμα για τη μετάθεση της προθεσμίας υλοποιήσεως της πωλήσεως για τις 10 Δεκεμβρίου 2002·

–        διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης για τον υπολογισμό του σχετικού με αυτό το στοιχείο της ζημίας ποσού·

–        επιδίκασε τόκους επί της αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στο στοιχείο αυτό.

209    Κατά τα λοιπά, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

VII –  Επί των συνεπειών της μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

210    Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο δύναται είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, όταν είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο.

211    Εν προκειμένω, η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση ως προς την αγωγή αποζημιώσεως της Schneider.

 Α – Επί της ζημίας που συνίσταται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Schneider για να συμμετάσχει στην επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως

212    Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η Κοινότητα υποχρεώθηκε να αποκαταστήσει τη ζημία που συνίσταται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Schneider για να μετάσχει στην επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως μετά την έκδοση των αποφάσεων Schneider I και Schneider II.

213    Οι λόγοι αναιρέσεως της Επιτροπής κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκαν.

214    Κατά συνέπεια, πρέπει να εκκαθαριστεί η εν λόγω ζημία.

215    Με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής αποζημιώσεως, η Schneider επικαλείται πρόσθετα έξοδα συνολικού ύψους 2 107 619,18 ευρώ, τα οποία οφείλονται κυρίως για τις υπηρεσίες των νομικών, οικονομικών και τραπεζικών της συμβούλων.

216    Όπως έκρινε με τη σκέψη της 320 η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, για τον καθορισμό του ποσού κατά το οποίο η Επιτροπή θα πρέπει να αποζημιώσει τη Schneider, θα πρέπει να αφαιρεθούν από το σύνολο των εξόδων αυτών:

–        το σύνολο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Schneider στις υποθέσεις T‑310/01, T‑77/02 και T‑77/02 R ·

–        τα έξοδα διαβουλεύσεως με νομικούς, φορολογικούς και τραπεζικούς συμβούλους και τα λοιπά διοικητικά έξοδα που πραγματοποιήθηκαν προς τον σκοπό της υλοποιήσεως του διαχωρισμού σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που επέβαλε η Επιτροπή·

–        τα έξοδα στα οποία η Schneider θα είχε υποβληθεί κατ’ ανάγκην στο πλαίσιο των διορθωτικών της στηρίξεως μέτρων, τα οποία θα καλούνταν εν πάση περιπτώσει να προτείνει πριν από την έκδοση της αρνητικής αποφάσεως, αν αυτή είχε εκδοθεί με σεβασμό προς τα δικαιώματά της άμυνάς.

217    Εναπόκειται στα μέρη είτε να γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο, εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ημερομηνίας εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, το σχετικό με το ως άνω στοιχείο της ζημίας ποσό, το οποίο θα καθοριστεί διά κοινής συμφωνίας σύμφωνα με τις λεπτομέρειες υπολογισμού που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, είτε να γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα αιτήματά τους, συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία.

 Β – Επί της ζημίας από τη μείωση της τιμής που συμφώνησε η Schneider για την εκχώρηση της Legrand

218    Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η Κοινότητα υποχρεώθηκε να αποκαταστήσει κατά τα δύο τρίτα τη ζημία από τη μείωση της τιμής εκχωρήσεως της Legrand, την οποία η Schneider συμφώνησε με τον εκδοχέα σε αντιστάθμισμα για τη μετάθεση της προθεσμίας υλοποιήσεως της πωλήσεως της Legrand για τις 10 Δεκεμβρίου 2002. Επιπλέον, διατάχθηκε διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προς υπολογισμό της ζημίας αυτής και επιδικάστηκαν τόκοι επί της σχετικής αποζημιώσεως.

219    Τα σχετικά κεφάλαια της αποφάσεως αναιρέθηκαν κατόπιν της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής.

220    Επομένως, όσον αφορά την εν λόγω ζημία, πρέπει να κριθεί εκ νέου η αγωγή της Schneider.

221    Υπό το πρίσμα της αιτιολογίας που οδήγησε στην εν μέρει αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επίδικης μειώσεως της τιμής και της παρανομίας την οποία έπασχε η αρνητική απόφαση της Επιτροπής.

222    Πράγματι, η άμεση αιτία της προβαλλόμενης ζημίας είναι η αυτόβουλη απόφαση της Schneider να αφήσει την εκχώρηση της Legrand να ενεργοποιηθεί από τις 10 Δεκεμβρίου 2002.

223    Κατά συνέπεια, η αγωγή της Schneider πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά την αποκατάσταση, κατά κεφάλαιο και τόκους, της ζημίας αυτής.

VIII –  Επί των δικαστικών εξόδων

224    Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

225    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα.

226    Η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Schneider στα έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

227    Επειδή, με την παρούσα απόφαση, η Schneider ηττήθηκε κατά μεγάλο μέρος των λόγων αναιρέσεως και των αιτημάτων της, πρέπει να φέρει, πέραν των δικών της εξόδων στην πρωτοβάθμια και την κατ’ αναίρεση δίκη, τα δύο τρίτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο των δικών αυτών.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Ιουλίου 2007, T-351/03, Schneider Electric κατά Επιτροπής καθόσον:

–        υποχρέωσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να αποκαταστήσει κατά τα δύο τρίτα τη ζημία που ισχυρίστηκε ότι υπέστη η Schneider Electric SA κατά το ποσό της μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως της Legrand SA, την οποία η Schneider Electric αναγκάσθηκε να συμφωνήσει με τον εκδοχέα σε αντιστάθμισμα για τη μετάθεση της προθεσμίας υλοποιήσεως της πωλήσεως για τις 10 Δεκεμβρίου 2002·

–        διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προς υπολογισμό του σχετικού με αυτό το στοιχείο της ζημίας ποσού·

–        επιδίκασε τόκους επί της αποζημιώσεως για τη ζημία αυτή.

2)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3)      Τα μέρη θα γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ημερομηνίας εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, το κατά την εκτίμησή τους ποσό της ζημίας από τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Schneider Electric SA για να μετάσχει στην επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως μετά την έκδοση των αποφάσεων του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Οκτωβρίου 2002, T-310/0l και T‑77/02, Schneider Electric κατά Επιτροπής, το οποίο θα καθοριστεί διά κοινής συμφωνίας σύμφωνα με τις λεπτομέρειες υπολογισμού που μνημονεύονται στη σκέψη 216 της παρούσας αποφάσεως

4)      Σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας, τα μέρη θα γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα αιτήματά τους, συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία.

5)      Απορρίπτει την αγωγή της Schneider Electric SA κατά τα λοιπά. 

6)      Η Schneider Electric SA φέρει, πέραν των δικών της εξόδων στην πρωτοβάθμια και την κατ’ αναίρεση δίκη, τα δύο τρίτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο πλαίσιο των δικών αυτών.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.