ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2012

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑7/11 και F‑60/11

AX

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Πειθαρχική διαδικασία — Θέση υπαλλήλου σε αργία χωρίς μείωση του βασικού μισθού του — Ανάκληση αποφάσεως — Δικαιώματα άμυνας — Πρόσβαση στον φάκελο — Αιτιολογία — Αιτιολογία αποφάσεως — Ισχυρισμός περί παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων — Σοβαρό παράπτωμα»

Αντικείμενο: Προσφυγές-αγωγές ασκηθείσες δυνάμει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΣΛΕΕ, με τις οποίες ο AX ζητεί, στην πρώτη προσφυγή-αγωγή που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό F‑7/11 και στη δεύτερη που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό F‑60/11, την ακύρωση, αντιστοίχως, των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) της 4ης Αυγούστου 2010 και της 23ης Νοεμβρίου 2010 με τις οποίες τέθηκε σε αργία ο προσφεύγων-ενάγων.

Απόφαση: Οι προσφυγές-αγωγές στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις F–7/11 και F–60/11 απορρίπτονται. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ΕΚΤ.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή βάλλουσα κατά καταργηθείσας πράξεως — Αντίστοιχα αποτελέσματα της καταργήσεως και της ανακλήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Διοικητική ένταση — Προσφυγή βάλλουσα κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως — Παραδεκτό

(Πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 36.2· όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 42)

3.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Θέση υπαλλήλου σε αργία — Απόφαση της Διοικήσεως ληφθείσα χωρίς προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερόμενου — Έλλειψη ακροάσεως καταλογιστέα στον ενδιαφερόμενο — Νομιμότητα

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 43)

4.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Θέση υπαλλήλου σε αργία — Υποχρέωση επανεντάξεως — Όρια

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 43)

5.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Θέση υπαλλήλου σε αργία — Προσβολή της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας — Δεν υφίσταται

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 43)

6.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Θέση υπαλλήλου σε αργία — Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας σχετικά με τις δραστηριότητες του ενδιαφερόμενου — Όρια — Προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων — Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 41 § 2, στοιχείο β΄, και 48 § 1· όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 43)

7.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Θέση υπαλλήλου σε αργία — Απαίτηση να υφίστανται επαρκώς αληθοφανείς ισχυρισμοί περί σοβαρής παραβάσεως των υποχρεώσεων του υπαλλήλου — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 43)

8.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Επιβάρυνση με τα δικαστικά έξοδα — Συνεκτίμηση λόγων επιείκειας — Καταδίκη του διαδίκου που ηττήθηκε — Καθού θεσμικό όργανο που προσέφυγε σε υπηρεσίες δικηγόρου — Περίσταση που δεν δικαιολογεί την επιβάρυνση του θεσμικού οργάνου με τις οφειλόμενες αμοιβές

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 87 § 2)

1.      Ο προσφεύγων διατηρεί το έννομο συμφέρον να προσβάλει μια καταργηθείσα πράξη διότι, αντιθέτως προς την ανάκληση, η κατάργηση δεν εξαλείφει, για τους αποδέκτες της οικείας πράξεως, τα αποτελέσματα που παρήγαγε η εν λόγω πράξη κατά την περίοδο που αυτή ίσχυε.

(βλ. σκέψη 77)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 12 Φεβρουαρίου 1960, 16/59, 17/59 και 18/59, Geitling κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής

ΓΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 1995, T‑481/93 και T‑484/93, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 46 έως 48

2.      Η στηριζόμενη στα άρθρα 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και 42 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Τράπεζας διοικητική ένσταση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστά προϋπόθεση μόνον για να επιληφθεί ο δικαστής. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αιτήματα, ακόμη και αν τυπικά βάλλουν κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, πρέπει να εκληφθούν ως έχοντα αποτέλεσμα να επιληφθεί ο δικαστής της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, εκτός από την περίπτωση στην οποία η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική αυτή ένσταση.

(βλ. σκέψη 78)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Οκτωβρίου 2006, T‑281/04, Staboli κατά Επιτροπής, σκέψη 26

ΓΔΕΕ: 21 Σεπτεμβρίου 2011, T‑325/09 P, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 3

ΔΔΔΕΕ: 18 Μαΐου 2006, F‑13/05, Corvoisier κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 25

2

3.      Οσάκις η Διοίκηση πρέπει να εξετάσει ένα πρόσωπο πριν από τη λήψη αποφάσεως, δεν υποχρεούται να αναβάλει επ’ αόριστον την ημερομηνία της εξετάσεως μέχρις ότου είναι σε θέση να μετάσχει σε αυτήν ο ενδιαφερόμενος.

Ως εκ τούτου, ελλείψει κανόνα που να υποχρεώνει τη Διοίκηση να καταργήσει μια απόφαση προτού ξεκινήσει νέα διαδικασία για την αντικατάστασή της, ένας υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν μπορεί, κατά παράβαση του καθήκοντος πίστεως που υπέχουν όλοι οι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι της Διοικήσεως της τελευταίας, να αρνείται να λάβει μέρος στην εξέταση που διοργανώνει η Τράπεζα. Η μη αποδοχή προσκλήσεως σε εξέταση μπορεί να εξομοιωθεί προς εξαιρετική περίσταση η οποία δικαιολογεί τη λήψη αποφάσεως, βάσει του άρθρου 43 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Τράπεζας, χωρίς ακρόαση του ενδιαφερόμενου. Στο πλαίσιο αυτό, οσάκις λαμβάνει τέτοια απόφαση, η Τράπεζα δεν παραβαίνει ούτε το άρθρο 43 των όρων απασχολήσεως ούτε, συνεπώς, τα δικαιώματα άμυνας κατά τα οποία κάθε πρόσωπο, εις βάρος του οποίου κινείται διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει σε βλαπτική πράξη, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του.

(βλ. σκέψεις 90 και 91)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑277/01, Stevens κατά Επιτροπής, σκέψη 41· 16 Μαρτίου 2004, T‑11/03, Afari κατά ΕΚΤ, σκέψη 192

4.      Εφόσον ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει ακυρώσει την απόφαση με την οποία υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ετέθη σε αργία στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να επανεντάξει τον εν λόγω υπάλληλο. Ως εκ τούτου, ουδόλως μπορεί να προσαφθεί στη Διοίκηση ότι ενήργησε παρανόμως με αποτέλεσμα να τεθεί σε αργία ο υπάλληλος, εκτός και αν ο τελευταίος αποδείξει την ύπαρξη καταστρατηγήσεως διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 92)

5.      Παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να διαπιστωθεί μόνον εφόσον συντρέχουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι, ήδη από την αρχή της πειθαρχικής διαδικασίας, η Διοίκηση είχε αποφασίσει να επιβάλλει, σε κάθε περίπτωση, κύρωση στο οικείο πρόσωπο.

Τούτο δεν συντρέχει στην περίπτωση υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ο οποίος ετέθη σε αργία στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας. Πράγματι, η κατά το άρθρο 43 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Τράπεζας δυνατότητα περί θέσεως ενός ατόμου σε αργία δεν έχει ως σκοπό να τιμωρήσει το άτομο αυτό, αλλά επιτρέπει στη Διοίκηση να λάβει ένα συντηρητικό μέτρο προκειμένου να εξασφαλιστεί η μη εμπλοκή του εν λόγω ατόμου στην υπό εξέλιξη έρευνα.

(βλ. σκέψη 93)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Οκτωβρίου 2001, T‑333/99, X κατά ΕΚΤ, σκέψη 151· 9 Ιουλίου 2002, T‑21/01, Ζαββός κατά Επιτροπής, σκέψη 341

6.      Παρότι η Διοίκηση έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο τα έγγραφα στα οποία ρητώς βασίζεται για να λάβει βλαπτική πράξη, η μη κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι ικανή να επιφέρει την ακύρωση της οικείας αποφάσεως μόνον εάν οι διατυπωθείσες αιτιάσεις μπορούν να αποδειχθούν μόνον μέσω παραπομπής στα έγγραφα αυτά. Όσον αφορά απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να θέσει υπάλληλο σε αργία, το άρθρο 43 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Τράπεζας, το οποίο θεμελιώνει την αρμοδιότητα της τελευταίας να λαμβάνει μέτρο περί θέσεως σε αργία, δεν εξαρτά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής από την ύπαρξη, ως προς τον οικείο υπάλληλο, αρκούντως αληθοφανών ισχυρισμών περί σοβαρής παραβάσεως των επαγγελματικών του υποχρεώσεων. Ως προς τούτο, στην περίπτωση ισχυρισμών που αφορούν την αγορά ειδών αμφιβόλου επαγγελματικής χρησιμότητας η τοποθεσία των οποίων δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθεί με σαφήνεια, δεν μπορεί να προσάπτεται στη διοίκηση ότι δεν κοινοποίησε στον ενδιαφερόμενο τα έγγραφα που αναφέρονται αντιστοίχως στην πρόοδο των ερευνών σχετικά με τις δραστηριότητές του.

Ομοίως, αρνούμενη να παράσχει σε υπάλληλο πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας πριν από τη λήψη της αποφάσεως περί θέσεως σε αργία, η Τράπεζα δεν παραβαίνει το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε τα δικαιώματα άμυνας του εν λόγω υπαλλήλου.

Ασφαλώς, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, μέλος του προσωπικού της Τράπεζας δικαιούται πρόσβαση στις πληροφορίες που διαθέτει η Τράπεζα μέσω των οποίων μπορεί να αντιληφθεί το περιεχόμενο των ισχυρισμών περί σοβαρής παραβάσεως των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, ούτως ώστε να είναι σε θέση να αποδείξει, μεταξύ άλλων, ότι οι σχετικές ενέργειες δεν εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης του, ότι δεν είναι τέτοιας σοβαρότητας ώστε να δικαιολογούν απόφαση περί θέσεως σε αργία, ότι δεν έχουν αρκούντως αληθοφανή χαρακτήρα, ή ότι είναι προδήλως παντελώς αβάσιμες, με αποτέλεσμα να είναι παράνομη η επίμαχη θέση του μέλους του προσωπικού σε αργία. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 43 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Τράπεζας συνάδει, εξάλλου, προς την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας η οποία κατοχυρώνεται, όσον αφορά τα κατηγορούμενα πρόσωπα, στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη.

Εντούτοις, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του Χάρτη, το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελο που το αφορά, ασκείται μόνον τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου. Μεταξύ, όμως, των νομίμων συμφερόντων που μπορούν να δικαιολογήσουν την εμπιστευτικότητα, περιλαμβάνεται η ανάγκη να προστατευθεί η αποτελεσματικότητα των ερευνών. Πράγματι, η αποτελεσματικότητα μιας έρευνας θα μπορούσε να περιοριστεί εάν ήταν δυνατόν να παρέχεται στους ενδιαφερομένους πρόσβαση σε όλα τα σχετικά με αυτήν έγγραφα πριν από την περάτωσή της.

(βλ. σκέψεις 100 έως 103 και 105)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 73 έως 75

ΓΔΕΕ: 3 Ιουλίου 2001, T‑24/98 και T‑241/99, E κατά Επιτροπής, σκέψη 92· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑259/03, Νικολάου κατά Επιτροπής, σκέψη 242· 8 Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 255

ΔΔΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2009, F‑80/08, Wenig κατά Επιτροπής, σκέψη 67

7.      Καίτοι το άρθρο 43 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξαρτά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής μόνον από την ύπαρξη, ως προς τον οικείο υπάλληλο, ισχυρισμών περί σοβαρής παραβάσεως των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, εντούτοις, προκειμένου να τεθεί σε αργία ένας υπάλληλος, είναι απαραίτητο να έχουν οι εις βάρος του προβληθέντες ισχυρισμοί αρκούντως αληθοφανή χαρακτήρα.

Δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η Τράπεζα, βάσει του άρθρου 43, για τη λήψη μέτρου περί θέσεως σε αργία, εφόσον προβάλλονται εις βάρος υπαλλήλου αρκούντως αληθοφανείς ισχυρισμοί περί σοβαρής παραβάσεως των υποχρεώσεών του, δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να καθορίσει κατά πόσον τυχόν άλλα μέτρα θα ήταν καταλληλότερα.

(βλ. σκέψεις 137 και 149)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Wenig κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 67

8.      Στο πλαίσιο της συνεκτιμήσεως λόγων επιείκειας δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, τυχόν αποδοχή του γεγονότος ότι ο προσφεύγων δεν θα έπρεπε να επιβαρύνεται με την αμοιβή και τα έξοδα του δικηγόρου του καθού θεσμικού οργάνου, καθότι το τελευταίο είχε τη δυνατότητα να εκπροσωπηθεί από τη νομική του υπηρεσία, θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί, για το θεσμικό αυτό όργανο, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατά το οποίο τα θεσμικά όργανα —όρος που πρέπει να γίνει αντιληπτός υπό ευρεία έννοια ως περιλαμβάνων επίσης τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης— έχουν τη δυνατότητα να επικουρούνται από σύμβουλο ή δικηγόρο. Σε κάθε περίπτωση, ένα τέτοιο επιχείρημα αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το θεσμικό αυτό όργανο, ζήτημα που μπορεί, ενδεχομένως, να προκύψει κατά τη διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων, αλλά το οποίο δεν ασκεί επιρροή στο κατά πόσον ο ηττηθείς διάδικος πρέπει να καταδικάζεται ολικώς ή μερικώς στα δικαστικά έξοδα.

(βλ. σκέψη 164)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 27 Σεπτεμβρίου 2011, F‑55/08 DEP, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 26