ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 16ης Απριλίου 2008

Υπόθεση F-73/07

Frantisek Doktor

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Απόλυση μετά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο F. Doktor ζητεί ιδίως να ακυρωθεί η απόφαση του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, με την οποία απολύθηκε κατά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας του καθώς και να καταδικαστεί το εν λόγω όργανο να τον αποζημιώσει για την επαγγελματική και περιουσιακή ζημία καθώς και για την ηθική βλάβη που υπέστη συνεπεία της εν λόγω απολύσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Αντικείμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 34)

2.      Υπάλληλοι – Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση – Αρχή της χρηστής διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 34 § 3)

3.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Ατομικό σχέδιο προσαρμογής – Ενδιάμεση έκθεση κρίσεως – Έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας – Καθυστερημένη κατάρτιση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 34)

4.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 34)

1.      Μολονότι η δοκιμαστική υπηρεσία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με περίοδο κατάρτισης, επιβάλλεται, ωστόσο, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα, κατά την περίοδο της δοκιμαστικής υπηρεσίας, να αποδείξει ότι έχει τα απαιτούμενα προσόντα. Ο όρος αυτός ανταποκρίνεται στις επιταγές της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης, καθώς και του καθήκοντος αρωγής, που αντανακλά την ανάγκη ισορροπίας μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει καθιερώσει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) στις σχέσεις μεταξύ της δημοσίας αρχής και των δημοσίων υπαλλήλων. Στην πράξη, σημαίνει ότι στον έκτακτο υπάλληλο πρέπει να παρέχονται όχι μόνο οι κατάλληλες υλικές συνθήκες αλλά και οι κατάλληλες οδηγίες και συμβουλές, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των καθηκόντων που ασκεί, προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να προσαρμοστεί στις συγκεκριμένες ανάγκες της θέσης την οποία κατέχει.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 1956, 10/55, Mirossevich κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 111 επ.· 15 Μαΐου 1985, 3/84, Πατρινός κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1985, σ. 1421, σκέψεις 20 και 21

ΠΕΚ: 5 Μαρτίου 1997, T‑96/95, Rozand-Lambiotte κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑35 και II‑97, σκέψη 95

ΔΔΔ: 18 Οκτωβρίου 2007, F‑112/06, Krcova κατά Δικαστηρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 48

2.      Το καθήκον αρωγής της διοίκησης έναντι των υπαλλήλων της αντανακλά την ισορροπία μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει καθιερώσει ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημοσίας αρχής και των δημοσίων υπαλλήλων. Το καθήκον αυτό, καθώς και η αρχή της χρηστής διοικήσεως, επιβάλλει ιδίως στην οικεία αρχή, όταν αποφαίνεται σχετικά με την κατάσταση ενός υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφασή της και να λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και το συμφέρον του υπαλλήλου για τον οποίο πρόκειται. Από το άρθρο 34, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει σαφώς ότι η διοίκηση έχει την ευχέρεια και όχι την υποχρέωση να αναθέσει νέα καθήκοντα στον έκτακτο υπάλληλο του οποίου αποφασίζει να παρατείνει την δοκιμαστική υπηρεσία. Αν το καθήκον αρωγής είχε ως αποτέλεσμα να μετατρέπει την εν λόγω ευχέρεια σε υποχρέωση της διοικήσεως, το εν λόγω καθήκον θα τροποποιούσε την ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που καθιερώνει ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημοσίας διοικήσεως και των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ στην πραγματικότητα πρέπει να αντανακλά την ισορροπία αυτή.

(βλ. σκέψεις 41 και 42)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 4 Φεβρουαρίου 1987, 417/85, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 551, σκέψη 12

3.      Μια διαδικαστική παράβαση δεν μπορεί να πλήξει το κύρος μιας πράξεως, εκτός εάν αποδειχθεί ότι, αν δεν είχε χωρήσει η παράβαση αυτή, η εν λόγω πράξη θα είχε ενδεχομένως διαφορετικό περιεχόμενο. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση καθυστέρησης λίγων εβδομάδων στην κατάρτιση του ατομικού σχεδίου προσαρμογής ενός υπηρετούντος δοκιμαστικά υπαλλήλου ή της ενδιάμεσης εκθέσεως κρίσεως, η οποία φέρεται ότι υποβλήθηκε με καθυστέρηση ενάμισυ μήνα, και η οποία, εξάλλου, δεν έχει καμία νομική σημασία και η σύνταξή της δεν συνιστά νομική υποχρέωση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, ούτε προκειμένου για την κατάρτιση της έκθεσης κατά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας, καθότι μια τέτοια παρατυπία, καίτοι αποδοκιμαστέα, δεν μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των ρητών επιταγών του ΚΥΚ, να διακυβεύσει το κύρος της έκθεσης.

(βλ. σκέψεις 47, 48, 50, 51 και 53)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 30 Μαΐου 1973, 46/72, De Greef κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1973, σ. 547, σκέψεις 21 έως 25· 25 Μαρτίου 1982, 98/81, Munk κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 1155, σκέψη 8· Πατρινός κατά ΟΚΕ, προπαρατεθείσα, σκέψη 19

ΠΕΚ: 5 Μαρτίου 2003, T‑24/01, Staelen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑79 και II‑423, σκέψη 53

4.      Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν επιτρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης δύο κατηγορίες προσώπων των οποίων η πραγματική και νομική κατάσταση δεν παρουσιάζει ουσιώδη διαφορά. Όμως, η πραγματική και νομική κατάσταση των μονίμων και των εκτάκτων υπαλλήλων διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους. Ειδικότερα, η πραγματική κατάσταση ενός εκτάκτου υπαλλήλου ουδόλως ομοιάζει με την κατάσταση ενός υπαλλήλου που ασκεί τα καθήκοντά του από ετών. Επιπλέον, οι εκθέσεις κρίσεως των μονίμων υπαλλήλων και η έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας των εκτάκτων υπαλλήλων επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες, αφού η έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας σκοπεί κυρίως στην εκτίμηση της καταλληλότητας του υπαλλήλου για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στην οικεία θέση και για τη μονιμοποίησή του, ενώ η έκθεση κρίσεως του μονίμου υπαλλήλου σκοπεί πρωτίστως να εξασφαλίσει στη διοίκηση περιοδική και όσο το δυνατόν πληρέστερη πληροφόρηση για το πώς εκπληρώνει τα καθήκοντά του ο μόνιμος υπάλληλος.

(βλ. σκέψη 86)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 15 Μαΐου 1996, T‑326/94, Δημητριάδης κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑217 και II‑613, σκέψεις 83 και 84· 21 Φεβρουαρίου 2006, T‑200/03 και T‑313/03, V κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑15 και II‑A‑2‑57, σκέψη 176