ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 16ης Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Άρθρα 3 έως 5 – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Εξαιρέσεις – Διαδικασία αφερεγγυότητας – Διαδικασία δικαστικής αναδιάρθρωσης διά μεταβιβάσεως με άδεια δικαστηρίου – Διατήρηση του συνόλου ή τμήματος της επιχειρήσεως – Εθνική νομοθεσία που παρέχει τη δυνατότητα στον διάδοχο να αναλάβει, μετά τη μεταβίβαση, τους εργαζομένους της επιλογής του»

Στην υπόθεση C‑509/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το arbeidshof te Antwerpen, afdeling Hasselt (δικαστήριο εργατικών διαφορών Αμβέρσας, τμήμα του Hasselt, Βέλγιο) με απόφαση της 14ης Αυγούστου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Αυγούστου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Christa Plessers

κατά

Prefaco NV,

Belgische Staat,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο του τέταρτου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), L. Bay Larsen, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η C. Plessers, εκπροσωπούμενη από τους J. Nulens και M. Liesens, advocaten,

–        η Prefaco NV, εκπροσωπούμενη από τους J. Van Acker και S. Sonck, advocaten,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck, επικουρούμενες από τον C. Raymaekers, advocaat,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και M. Van Hoof,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 έως 5 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Christa Plessers, αφενός, και της Prefaco NV και του Belgische Staat (Βελγικού Δημοσίου), αφετέρου, σχετικά με τη νομιμότητα της απόλυσης της C. Plessers.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:

«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].»

4        Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον [μεταβιβάζοντα] ή τον [διάδοχο]. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών ως προς την προστασία τους έναντι της απολύσεως.

2.      Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.»

5        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο [μεταβιβάζων] υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος] και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή).»

 Το βελγικό δίκαιο

6        Το άρθρο 22 του wet betreffende de continuïteit van de ondernemingen (νόμου σχετικού με τη συνέχιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων), της 31ης Ιανουαρίου 2009 (Belgisch Staatsblad, 9 Φεβρουαρίου 2009, σ. 8436), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: LCE), προέβλεπε τα εξής:

«Εφόσον το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί της αιτήσεως δικαστικής αναδιαρθρώσεως και έχει ασκηθεί αγωγή ή έχει αρχίσει αναγκαστική εκτέλεση πριν ή μετά την κατάθεση της αιτήσεως:

–        δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση ο οφειλέτης και, σε περίπτωση εταιρίας, δεν μπορεί αυτή να λυθεί δικαστικώς·

–        δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ρευστοποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη μετά την έναρξη αναγκαστικής εκτελέσεως.»

7        Το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του LCE ορίζει τα εξής:

«Η απόφαση που διατάσσει τη μεταβίβαση ορίζει δικαστικό διαχειριστή επιφορτισμένο με την οργάνωση και την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως στο όνομα και για λογαριασμό του οφειλέτη. Καθορίζει το αντικείμενο της μεταβιβάσεως ή το αφήνει στην εκτίμηση του δικαστικού διαχειριστή.»

8        Το άρθρο 61, παράγραφος 4, του LCE έχει ως εξής:

«Στον διάδοχο απόκειται η επιλογή των εργαζομένων που ο ίδιος επιθυμεί να αναλάβει. Η επιλογή αυτή πρέπει να επιβάλλεται για λόγους τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως και να πραγματοποιείται χωρίς απαγορευόμενες δυσμενείς διακρίσεις, ιδίως σε συνάρτηση με τη δραστηριότητα που ασκεί ο εργαζόμενος ως εκπρόσωπος του προσωπικού στην επιχείρηση ή στο τμήμα της επιχειρήσεως που μεταβιβάζεται.

Τεκμαίρεται ότι δεν υφίστανται απαγορευόμενες δυσμενείς διακρίσεις, αν η αναλογία των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους που δραστηριοποιούνταν στην επιχείρηση ή στο τμήμα επιχειρήσεως η οποία μεταβιβάζεται και που επιλέγονται από τον αναλαμβάνοντα διατηρείται στον συνολικό αριθμό των εργαζομένων που έχουν επιλεγεί.»

9        Το άρθρο 62 του LCE ορίζει τα εξής:

«Ο δικαστικός διαχειριστής που έχει ορισθεί οργανώνει και πραγματοποιεί τη μεταφορά που έχει διαταχθεί από το δικαστήριο διά της πώλησης ή της μεταβίβασης των κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων που είναι αναγκαία ή χρήσιμα για τη διατήρηση του συνόλου ή μέρους της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης.

Ζητεί την υποβολή προσφορών, μεριμνώντας κατά προτεραιότητα για τη διατήρηση του συνόλου ή μέρους της δραστηριότητας της επιχείρησης και λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τα δικαιώματα των πιστωτών. […]

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Η C. Plessers απασχολήθηκε από την Echo NV στις εγκαταστάσεις του Houthalen-Helchteren (Βέλγιο) από τις 17 Αυγούστου 1992 έως τον Απρίλιο του 2013.

11      Στις 23 Απριλίου 2012, κατόπιν αιτήματος της Echo, κινήθηκε ενώπιον του rechtbank van koophandel te Hasselt (εμποροδικείου Hasselt, Βέλγιο) διαδικασία δικαστικής αναδιάρθρωσης με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας των πιστωτών, βάσει των άρθρων 44 έως 58 του LCE. Στην επιχείρηση αυτή χορηγήθηκε σχετική αναστολή έως τις 23 Οκτωβρίου 2012 και, εν συνεχεία, έως της 22 Απριλίου 2013.

12      Στις 19 Φεβρουαρίου 2013, ήτοι πριν από τη λήξη της ανωτέρω αναστολής, το rechtbank van koophandel te Hasselt (εμποροδικείο Hasselt) έκανε δεκτό το αίτημα τροποποίησης που υπέβαλε η Echo, προκειμένου η μεταβίβαση με συμφωνία των πιστωτών να μετατραπεί σε μεταβίβαση με άδεια του δικαστηρίου.

13      Στις 22 Απριλίου 2013 το εν λόγω δικαστήριο επέτρεψε στους δικαστικούς διαχειριστές να μεταβιβάσουν την κινητή και ακίνητη περιουσία της Echo στην Prefaco, μία εκ των δύο εταιριών που είχαν υποβάλει υποψηφιότητα εξαγοράς της εν λόγω εταιρίας. Σύμφωνα με την προσφορά που υπέβαλε, η Prefaco θα αναλάμβανε 164 εργαζομένους, ήτοι περίπου τα δύο τρίτα του συνόλου του προσωπικού της Εcho.

14      Η σύμβαση μεταβίβασης υπεγράφη αυθημερόν. Στο παράρτημα 9 της σύμβασης αυτής περιελήφθη ο κατάλογος των εργαζομένων τους οποίους επρόκειτο να αναλάβει η Prefaco. Το όνομα της C. Plessers δεν εμφανιζόταν στον εν λόγω κατάλογο.

15      Περαιτέρω, η σύμβαση αυτή προέβλεπε ότι η μεταβίβαση θα ανέπτυσσε τα αποτελέσματά της δύο εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης του rechtbank van koophandel te Hasselt (εμποροδικείου Hasselt) με την οποία επετράπη η μεταβίβαση.

16      Στις 23 Απριλίου 2013 η Prefaco επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τους εργαζομένους που είχε αναλάβει, ζητώντας τους να παρουσιασθούν την επομένη για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Στις 24 Απριλίου 2013 η Prefaco επιβεβαίωσε εγγράφως τη μεταβίβαση. Οι λοιποί εργαζόμενοι ενημερώθηκαν τηλεφωνικώς και ειδοποιήθηκαν από τους δικαστικούς διαχειριστές, με έγγραφο της 24ης Απριλίου 2013, ότι η Prefaco δεν τους είχε αναλάβει.

17      Το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού ήταν το ακόλουθο:

«Το παρόν έγγραφο επέχει θέση επίσημης κοινοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 2, του [LCE]. Από τις 22 Απριλίου 2013 παύουν οι δραστηριότητες [της Echo]. Δεδομένου ότι η σύμβαση εργασίας σας δεν έχει μεταφερθεί στους προαναφερθέντες διαδόχους, θα πρέπει να θεωρήσετε το παρόν έγγραφο ως καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη σας, [την Echo]. Ως ενδεχόμενος πιστωτής [της Echo], ενδείκνυται να αναγγείλετε τις απαιτήσεις σας στους υπογράφοντες δικαστικούς διαχειριστές […]».

18      Οι δικαστικοί διαχειριστές διαβίβασαν επίσης στην C. Plessers ένα έντυπο στο οποίο αναφερόταν ότι η 23η Απριλίου 2013 ήταν η ημερομηνία λύσεως της συμβάσεώς της.

19      Με έγγραφο της 7ης Μαΐου 2013 η C. Plessers κάλεσε την Prefaco να την περιλάβει στους εργαζομένους τους οποίους θα αναλάμβανε. Η C. Plessers υποστήριξε ότι η Prefaco είχε αναλάβει την οικονομική εκμετάλλευση της εγκαταστάσεως του Houthalen-Helchteren ήδη από τις 22 Απριλίου 2013, ημερομηνία κατά την οποία το rechtbank van koophandel te Hasselt (εμποροδικείο Hasselt) εξέδωσε την απόφασή του.

20      Η Prefaco, με έγγραφο της 16ης Μαΐου 2013, δεν έκανε δεκτό το αίτημα της C. Plessers, επικαλούμενη το άρθρο 61, παράγραφος 4, του LCE, κατά το οποίο ο διάδοχος έχει δικαίωμα να επιλέξει ποιους εργαζομένους επιθυμεί να αναλάβει και ποιους όχι, εφόσον, αφενός, η επιλογή αυτή υπαγορεύεται από λόγους τεχνικής, οικονομικής ή οργανωτικής φύσεως και, αφετέρου, δεν αποτελεί απαγορευμένη δυσμενή διάκριση. Η Prefaco προσέθεσε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να επαναπροσλάβει την C. Plessers μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας της τελευταίας με την Echo.

21      Με δικόγραφο της 11ης Απριλίου 2014 η C. Plessers άσκησε αγωγή ενώπιον του arbeidsrechtbank te Antwerpen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Αμβέρσας, Βέλγιο).

22      Επιπλέον, στις 24 Ιουλίου 2015 η C. Plessers προσεπικάλεσε στη δίκη το Βελγικό Δημόσιο.

23      Με απόφαση της 23ης Μαΐου 2016 το arbeidsrechtbank te Antwerpen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Αμβέρσας) απέρριψε ως αβάσιμα όλα τα αιτήματα της C. Plessers και την καταδίκασε στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

24      Η C. Plessers άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του arbeidshof te Antwerpen, afdeling Hasselt (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Αμβέρσας, τμήμα Hasselt, Βέλγιο), το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει το δικαίωμα επιλογής που έχει ο αναλαμβάνων κατά το άρθρο 61, παράγραφος 4, του [LCE] με την οδηγία [2001/23] και ειδικότερα με τα άρθρα 3 και 5 της εν λόγω οδηγίας, στον βαθμό που αυτή η “διαδικασία δικαστικής αναδιαρθρώσεως διά μεταβιβάσεως με άδεια του δικαστηρίου” ακολουθείται για τη διατήρηση του συνόλου ή τμήματος της επιχειρήσεως του μεταβιβάζοντος ή των δραστηριοτήτων του;»

 Επί του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως

25      Η Prefaco διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, επισημαίνοντας ότι το υποβληθέν ερώτημα δεν ασκεί, κατά τη γνώμη της, επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η εν λόγω διαφορά αποτελεί διαφορά μεταξύ δύο ιδιωτών, η C. Plessers δεν μπορεί να επικαλεσθεί την οδηγία 2001/23 προκειμένου να αποκλείσει την εφαρμογή σαφούς διατάξεως του εθνικού δικαίου.

26      Ως προς το ζήτημα αυτό επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι εναπόκειται αποκλειστικά και μόνο στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής απόφασης που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία κανόνα δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C-62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 24, καθώς και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C‑304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 31).

27      Συνεπώς, για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης υφίσταται τεκμήριο λυσιτέλειας. Άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή κρίση επί του κύρους του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C-62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 25, καθώς και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C-304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 32).

28      Δεδομένου ότι το ερώτημα που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2001/23, πρέπει να επισημανθεί ότι, πράγματι, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια οδηγία δεν γεννά αφεαυτής υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν είναι δυνατή η επίκλησή της έναντι αυτού. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει επανειλημμένως ότι η υποχρέωση την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από μια οδηγία προς επίτευξη του προβλεπόμενου από αυτήν αποτελέσματος, καθώς και το καθήκον τους να λάβουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης βαρύνουν όλες τις αρχές των κρατών μελών, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών αρχών, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους (απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI, C-441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Συνεπώς, κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου τα εθνικά δικαστήρια τα οποία καλούνται να το ερμηνεύσουν οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη όλους τους κανόνες του και να εφαρμόζουν τις αναγνωριζόμενες από αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και με τον σκοπό της επίμαχης οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που η ίδια ορίζει και να συμμορφωθούν έτσι με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI, C-441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι αφορά ένα πρόβλημα υποθετικής φύσεως.

31      Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

32      Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, το ερώτημα που του έχει υποβληθεί. Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του (αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S., C-303/15, EU:C:2016:771, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 31ης Μαΐου 2018, Zheng, C‑190/17, EU:C:2018:357, σκέψη 27).

33      Εν προκειμένω, με το προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσον ο επίμαχος κανόνας του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνος προς τα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 2001/23.

34      Ωστόσο, αφενός, διατυπωμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ως άνω ερώτημα θα οδηγούσε το Δικαστήριο στο να αποφανθεί, στο πλαίσιο διαδικασίας που έχει κινηθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, επί της συμβατότητας κανόνα του εσωτερικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης, κάτι που όμως δεν είναι αρμόδιο να πράξει (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, OTP Bank, C‑672/13, EU:C:2015:185, σκέψη 29).

35      Αφετέρου, παρότι το προδικαστικό αυτό ερώτημα δεν αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 4 της οδηγίας 2001/23, το συγκεκριμένο άρθρο είναι κρίσιμο προκειμένου να δοθεί απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, στο μέτρο που αφορά την προστασία των εργαζομένων από απολύσεις που πραγματοποιούνται από τον μεταβιβάζοντα ή τον διάδοχο λόγω της μεταβίβασης.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να αναδιατυπωθεί το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα και να θεωρηθεί ότι αφορά κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν η οδηγία 2001/23, και ειδικότερα τα άρθρα 3 έως 5 αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής αναδιάρθρωσης διά μεταβίβασης με άδεια δικαστηρίου που αποσκοπεί στη διατήρηση του συνόλου ή τμήματος της επιχείρησης του μεταβιβάζοντος ή των δραστηριοτήτων της, προβλέπει για τον διάδοχο το δικαίωμα επιλογής των εργαζομένων που αυτός επιθυμεί να αναλάβει.

37      Ως προς το ζήτημα αυτό υπενθυμίζεται εξαρχής ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας αυτής δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, όταν ο μεταβιβάζων υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής.

38      Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, καθόσον καθιστά κατ’ αρχήν ανεφάρμοστο το καθεστώς προστασίας των εργαζομένων για ορισμένες περιπτώσεις μεταβιβάσεων επιχειρήσεων και εισάγει απόκλιση από τον κύριο σκοπό που υπηρετεί η οδηγία αυτή, πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ., C-126/16, EU:C:2017:489, σκέψη 41).

39      Συνεπώς, πρέπει να καθοριστεί, κατά πρώτον, αν μεταβίβαση επιχείρησης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.

40      Ως προς το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρέπει να εξετάζεται αν η μεταβίβαση πληροί τις τρεις προϋποθέσεις που θεσπίζονται σωρευτικά από τη διάταξη αυτή, και συγκεκριμένα αν έχει κινηθεί διαδικασία πτώχευσης ή άλλη διαδικασία αφερεγγυότητας εις βάρος του μεταβιβάζοντος, αν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και αν τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ., C‑126/16, EU:C:2017:489, σκέψη 44).

41      Όσον αφορά, καταρχάς, την προϋπόθεση περί κίνησης διαδικασίας πτώχευσης ή άλλης διαδικασίας αφερεγγυότητας εις βάρος του μεταβιβάζοντος, επισημαίνεται ότι κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, ενόσω το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του αιτήματος δικαστικής αναδιάρθρωσης, ο οφειλέτης δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και, σε περίπτωση εταιρίας, αυτή δεν μπορεί ούτε να λυθεί δικαστικώς.

42      Αφενός, όμως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, οι διάδικοι συμφωνούν ότι η διαδικασία δικαστικής αναδιάρθρωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί διαδικασία πτώχευσης.

43      Αφετέρου, ακόμη και αν διαδικασία δικαστικής αναδιάρθρωσης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί να οδηγήσει στην πτώχευση της επιχείρησης, μια τέτοια συνέπεια δεν παρίσταται ούτε αυτόματη ούτε βέβαιη.

44      Περαιτέρω, όσον αφορά την προϋπόθεση περί του ότι η διαδικασία πρέπει να έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή μια διαδικασία που σκοπεί στη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ., C‑126/16, EU:C:2017:489, σκέψη 47 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Όπως, όμως, προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του υποβληθέντος ερωτήματος, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο διέταξε διαδικασία δικαστικής αναδιάρθρωσης διά μεταβίβασης με άδεια δικαστηρίου προκειμένου να διατηρηθεί το σύνολο ή μέρος της Echo ή των δραστηριοτήτων της.

46      Τέλος, όσον αφορά την προϋπόθεση περί του ότι η επίμαχη διαδικασία πρέπει να τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής, όπως προκύπτει από την εθνική νομοθεσία, αφενός, ο δικαστικός διαχειριστής που έχει διοριστεί με τη δικαστική απόφαση που διατάσσει τη μεταβίβαση είναι επιφορτισμένος με την οργάνωση και την πραγματοποίηση της μεταβίβασης εξ ονόματος και για λογαριασμό του μεταβιβάζοντος. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό ζητεί την υποβολή προσφορών, μεριμνώντας κατά προτεραιότητα για τη διατήρηση του συνόλου ή μέρους της δραστηριότητας της επιχείρησης και λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τα δικαιώματα των πιστωτών. Σε περίπτωση υποβολής περισσότερων παρόμοιων προσφορών, δίνεται προτεραιότητα σε αυτήν που εγγυάται τη διατήρηση των θέσεων εργασίας μέσω συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων.

47      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών του, αυτή η εποπτεία που ασκείται από τον διαχειριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικής αναδιοργάνωσης διά μεταβίβασης με άδεια του δικαστηρίου δεν πληροί την επίμαχη προϋπόθεση, στο μέτρο που η έκτασή της είναι στενότερη από εκείνη της εποπτείας που ασκείται από τον σύνδικο της πτώχευσης.

48      Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι διαδικασία δικαστικής αναδιάρθρωσης διά μεταβίβασης με άδεια δικαστηρίου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 και ότι, κατά συνέπεια, η μεταβίβαση που πραγματοποιείται υπό τέτοιες συνθήκες δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που θεσπίζεται από την εν λόγω διάταξη.

49      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2001/23 εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε υπόθεση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται, κατά δεύτερον, να κριθεί αν τα άρθρα 3 και 4 της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι ο διάδοχος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει τους εργαζομένους που επιθυμεί να αναλάβει.

51      Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται, καταρχάς, ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 προκύπτει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως εκχωρούνται, διά της μεταβίβασης αυτής, στον διάδοχο.

52      Συγκεκριμένα, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, η οδηγία 2001/23 –όπως και το άρθρο 3 αυτής– αποσκοπεί στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβολής του  επιχειρηματία, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου εργοδότη υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που είχαν συμφωνηθεί με τον μεταβιβάζοντα. Σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι να διασφαλίσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τη χωρίς τροποποίηση συνέχιση των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας με τον διάδοχο, κατά τρόπον ώστε οι εργαζόμενοι να μην περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση αποκλειστικά και μόνο λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης (πρβλ. διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, Briot, C‑386/09, EU:C:2010:526, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης δεν συνιστά αυτή καθεαυτήν λόγο απόλυσης για τον μεταβιβάζοντα ή τον διάδοχο. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.

54      Από το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι οι απολύσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μεταβίβασης μιας επιχείρησης πρέπει να δικαιολογούνται για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους που αφορούν εργατικό δυναμικό και οι οποίοι δεν συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με τη μεταβίβαση της επιχείρησης.

55      Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εκμισθωτών για τη σύναψη νέας σύμβασης μίσθωσης, η μη εύρεση άλλου επαγγελματικού χώρου ή η αδυναμία μετακίνησης του προσωπικού σε άλλα καταστήματα μπορούν να αποτελούν οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, Kirtruna και Vigano, C-313/07, EU:C:2008:574, σκέψη 46).

56      Εν προκειμένω, από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία προκύπτει ότι ο διάδοχος δικαιούται να επιλέξει τους εργαζομένους που επιθυμεί να αναλάβει, ωστόσο η επιλογή του αυτή πρέπει να δικαιολογείται από τεχνικούς, οικονομικούς και οργανωτικούς λόγους και να μη συνεπάγεται παράνομη διακριτική μεταχείριση.

57      Μια τέτοια ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας, σε αντίθεση με τη λογική στην οποία εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, δεν αφορά τους εργαζομένους που απολύονται αλλά εκείνους των οποίων η σύμβαση εργασίας μεταβιβάζεται, υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή των εν λόγω προσώπων από τον διάδοχο στηρίζεται σε τεχνικούς, οικονομικούς και οργανωτικούς λόγους.

58      Έστω και αν πράγματι οι εργαζόμενοι που δεν επιλέγονται από τον διάδοχο και οι οποίοι, συνεπώς, απολύονται είναι εμμέσως πλην σαφώς εκείνοι για τους οποίους, βάσει της οπτικής του διαδόχου, δεν συντρέχει κανένας τεχνικός, οικονομικός ή οργανωτικός λόγος να μεταβιβαστεί η σύμβαση εργασίας τους, ο διάδοχος δεν υπέχει, πάντως, καμία υποχρέωση να αποδείξει ότι οι απολύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της μεταβίβασης οφείλονται σε τεχνικούς, οικονομικούς ή οργανωτικούς λόγους.

59      Συνεπώς, η εφαρμογή εθνικής νομοθετικής ρύθμισης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί να υπονομεύσει σοβαρά τον σεβασμό του βασικού σκοπού της οδηγίας 2001/23, όπως αυτός διευκρινίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και επαναλαμβάνεται στη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης, ήτοι την προστασία των εργαζομένων έναντι αδικαιολόγητων απολύσεων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης.

60      Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, όπως υπογραμμίσθηκε στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας απόφασης, εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών και το οποίο δεν δύναται να ερμηνεύσει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο με οδηγία η οποία δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, ή έχει μεταφερθεί πλημμελώς, δεν υποχρεούται, αποκλειστικά και μόνο βάσει του δικαίου της Ένωσης, να αφήσει ανεφάρμοστες αυτές τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν στις διατάξεις της οδηγίας. Ο διάδικος που θίγεται από την αντίθεση του εθνικού δικαίου προς την εν λόγω οδηγία μπορεί, ωστόσο, να επικαλεσθεί τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C-6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428), προκειμένου η ζημία την οποία υπέστη να αποκατασταθεί, ενδεχομένως, από το κράτος μέλος (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Smith, C-122/17, EU:C:2018:631, σκέψεις 49 και 56).

61      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2001/23, και ειδικότερα τα άρθρα 3 έως 5 αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής αναδιάρθρωσης διά μεταβίβασης με άδεια δικαστηρίου που αποσκοπεί στη διατήρηση του συνόλου ή τμήματος της επιχείρησης του μεταβιβάζοντος ή των δραστηριοτήτων του, προβλέπει ότι ο διάδοχος δικαιούται να επιλέξει τους εργαζομένους που επιθυμεί να αναλάβει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, και ειδικότερα τα άρθρα 3 έως 5 αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής αναδιάρθρωσης διά μεταβίβασης με άδεια δικαστηρίου που αποσκοπεί στη διατήρηση του συνόλου ή τμήματος της επιχείρησης του μεταβιβάζοντος ή των δραστηριοτήτων του, προβλέπει ότι ο διάδοχος δικαιούται να επιλέξει τους εργαζομένους που επιθυμεί να αναλάβει.

υπογραφές


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.