ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ της 25ης Απριλίου 2008

Υπόθεση F-19/08 R

Kelly-Marie Bennett κ.λπ.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως – Προκήρυξη διαγωνισμού – Επείγον – Δεν υφίσταται»

Αντικείμενο: Αίτηση δυνάμει των άρθρων 242 ΕΚ, 243 ΕΚ, 157 ΕΑ και 158 ΕΑ, με την οποία τρεις έκτακτοι υπάλληλοι του ΓΕΕΑ ζητούν την αναστολή της προκηρύξεως του διαγωνισμού OHIM/AD/02/07 – Διοικητικοί υπάλληλοι (AD 6) στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ C 300 A, σ. 17), και εννέα άλλοι έκτακτοι υπάλληλοι του ΓΕΕΑ ζητούν την αναστολή της προκηρύξεως του διαγωνισμού OHIM/AST/02/07 – Βοηθοί (AST 3) στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ C 300 A, σ. 50).

Απόφαση: Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Το Δικαστήριο ΔΔ επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

1.      Δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται αν δεν συντρέχει μια από αυτές. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων σταθμίζει επίσης, κατά περίπτωση, τα εμπλεκόμενα στην υπό κρίση υπόθεση συμφέροντα.

Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων, καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την ανάγκη της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 15 έως 17)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑155 και II‑811, σκέψη 18· 9 Αυγούστου 2001, T‑120/01 R, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑171 και II‑783, σκέψεις 12 και 13

ΔΔΔ: 31 Μαΐου 2006, F‑38/06 R, Bianchi κατά ETF, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑27 και II‑A‑1‑93, σκέψεις 20 και 22

2.      Σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση μιας ζημίας, αλλά να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της αποφάσεως επί της ουσίας. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της ουσίας. Στον διάδικο που ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων εναπόκειται να αποδείξει ότι αν αναμείνει την έκβαση της δίκης επί της ουσίας της υποθέσεως θα υποστεί τέτοια ζημία. Είναι μεν ακριβές ότι, για την απόδειξη της υπάρξεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η επέλευση της ζημίας με απόλυτη βεβαιότητα και αρκεί να πιθανολογείται επαρκώς, πλην όμως ο αιτών υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η πιθανολόγηση της σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας.

Μια καθαρά οικονομικής φύσεως ζημία δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αποζημιώσεως. Επομένως, η απλή ανάγκη αναζητήσεως εργασίας στο εξωτερικό δεν μπορεί, καταρχήν, να συνιστά από μόνη της σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

(βλ. σκέψεις 24, 25, 27 και 28)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 25 Μαρτίου 1999, C‑65/99 P(R), Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1857, σκέψη 62

ΠΕΚ: 30 Νοεμβρίου 1993, T‑549/93 R, D. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1347, σκέψη 45· Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 25· 7 Δεκεμβρίου 2001, T‑192/01 R, Lior κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3657, σκέψη 49· 19 Δεκεμβρίου 2002, Esch-Leonhardt κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑320/02 R, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑325 και II‑1555, σκέψη 27

ΔΔΔ: 21 Νοεμβρίου 2007, F‑98/07 R, Petrilli κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 36· 30 Ιανουαρίου 2008, F‑64/07 R, S κατά Κοινοβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31