ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 25ης Φεβρουαρίου 2010

Υπόθεση F-91/08

Johanna Gerdina Pleijte

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή — Διαδικασία πιστοποιήσεως — Διαδικασία του 2007 — Αποκλεισμός της προσφεύγουσας από τον κατάλογο των προεπιλεγέντων υποψηφίων — Συνεκτίμηση της διάρκειας της άδειας για προσωπικούς λόγους όσον αφορά την επαγγελματική πείρα — Άρθρο 45α του ΚΥΚ — Γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 45α»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η J. G. Pleijte ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 7ης Αυγούστου 2008, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή της κατά της αποφάσεως περί αποκλεισμού της από τον κατάλογο των προεπιλεγέντων υπαλλήλων στο πλαίσιο διαδικασίας πιστοποιήσεως, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 45α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση περί αποκλεισμού υπαλλήλου από τον κατάλογο των προεπιλεγέντων υπαλλήλων στο πλαίσιο διαδικασίας πιστοποιήσεως — Μη βλαπτική προπαρασκευαστική πράξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αντικείμενο — Διαταγή απευθυνόμενη στη διοίκηση — Απαράδεκτο

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρο 91)

3.      Υπάλληλοι — Ίση μεταχείριση — Διαφορετική μεταχείριση υπαλλήλων που έχουν λάβει άδεια για προσωπικούς λόγους, επικαλούμενοι οικογενειακούς λόγους, σε σχέση με υπαλλήλους που έχουν λάβει γονική άδεια μετά τη θέσπιση του σχετικού δικαιώματος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρα 40 § 3, και 42α)

4.      Υπάλληλοι — Διαδικασία πιστοποιήσεως — Προεπιλογή υποψηφίων — Κριτήρια — Διακριτική ευχέρεια των οργάνων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρο 45α)

1.      Η απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να μη συμπεριλάβει το όνομα υπαλλήλου στον προσωρινό κατάλογο των προεπιλεγέντων υπαλλήλων στο πλαίσιο διαδικασίας πιστοποιήσεως δεν είναι βλαπτική και δεν μπορεί επομένως να προσβληθεί παρά μόνο παρεμπιπτόντως, μαζί με την προσφυγή κατά των ακυρωσίμων πράξεων. Αντιθέτως, η απόφαση περί αποκλεισμού υπαλλήλου από τον οριστικό κατάλογο των προεπιλεγέντων υπαλλήλων στο πλαίσιο διαδικασίας πιστοποιήσεως συνιστά βλαπτική και όχι προπαρασκευαστική πράξη.

(βλ. σκέψεις 27 και 28)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 8 Απριλίου 2003, C‑471/02 P(R), Gómez-Reino κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑3207, σκέψη 62

2.      Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές σε θεσμικό όργανο, ανεξαρτήτως της κατά το άρθρο 266 ΣΛΕΕ γενικής υποχρεώσεως του οργάνου, από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη, να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως περί ακυρώσεως. Είναι, επομένως, απαράδεκτα τα αιτήματα στο πλαίσιο των οποίων ζητείται από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να προσθέσει το όνομα υπαλλήλου στον κατάλογο των υποψηφίων που μπορούν να μετάσχουν σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή να τροποποιήσει μέθοδο περιλαμβανόμενη στις διοικητικές πληροφορίες.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 27 Ιουνίου 1991, T‑156/89, Valverde Mordt κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1991, σ. II‑407, σκέψη 150

ΔΔΔ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑51/07, Bui Van κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑Α‑1‑289 και ΙΙ‑Α‑1‑1533, σκέψη 17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑491/08 P

3.      Η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων που ζήτησαν άδεια για προσωπικούς λόγους, κατ’ εφαρμογήν του ΚΥΚ ως ίσχυε έως την 1η Μαΐου 2004, και εκείνων που, μετά την 1η Μαΐου 2004, ζήτησαν γονική άδεια είναι απόρροια της προσθήκης του άρθρου 42α στον ΚΥΚ, σχετικά με τη γονική άδεια, και δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, διότι η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν προσέδωσε στο άρθρο αυτό αναδρομική ισχύ.

Απόκειται, εξάλλου, στον νομοθέτη να ορίσει το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντως, η θέσπιση νέων, ευνοϊκότερων δικαιωμάτων για τους υπαλλήλους για το μέλλον δεν μπορεί να συνεπάγεται και αναδρομική ισχύ των εν λόγω δικαιωμάτων για τους υπαλλήλους οι οποίοι, κατά το παρελθόν, πληρούσαν ενδεχομένως τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων. Το Συμβούλιο, θεσπίζοντας τη γονική άδεια, δεν σκόπευε να εξομοιώσει αναδρομικά με την άδεια αυτή τις άδειες για προσωπικούς λόγους που είχαν δοθεί για λόγους σχετικούς με την άσκηση της γονικής μέριμνας. Η έλλειψη διατάξεων στον ΚΥΚ που να προβλέπουν την εξομοίωση άδειας για προσωπικούς λόγους, χορηγηθείσας για λόγους σχετικούς με την άσκηση της γονικής μέριμνας πριν την 1η Μαΐου 2004, με γονική άδεια δεν θίγει, ως εκ τούτου, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Τέλος, δεδομένου ότι η ερμηνεία ενός κανόνα δικαίου οριοθετείται από το περιεχόμενό του, ιδίως όταν ο κανόνας αυτός είναι απολύτως σαφής, δεν μπορεί το άρθρο 40, παράγραφος 3, του ΚΥΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι υπάλληλοι που είχαν λάβει άδεια για προσωπικούς λόγους, για λόγους σχετικούς με την άσκηση της γονικής μέριμνας, πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση με εκείνους που έχουν λάβει γονική άδεια.

(βλ. σκέψεις 37, 40 και 42)

4.      Η διαφορετική μεταχείριση, εφόσον δικαιολογείται βάσει αντικειμενικού και ευλόγου κριτηρίου και εφόσον υφίσταται αναλογία μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης και του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Το συμφέρον της υπηρεσίας συγκαταλέγεται στα αντικειμενικά και εύλογα κριτήρια που δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων. Η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να λάβει προς το συμφέρον της υπηρεσίας, οπότε ο κοινοτικός δικαστής, κατά τον έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, εξετάζει μόνον αν το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο ενήργησε κατά τρόπο αυθαίρετο ή προδήλως αντίθετο προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Συναφώς, δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας αν η διοίκηση αποφασίσει να λάβει υπόψη μόνον την επαγγελματική πείρα που αποκτήθηκε κατά τα τελευταία δέκα έτη πριν τη διαδικασία πιστοποιήσεως, προκειμένου να εκτιμήσει, βάσει των αναγκών της υπηρεσίας, τη σημασία της επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων, δεδομένου ότι η σημασία αυτή περιορίζεται με την εξέλιξη της τεχνικής και των επαγγελμάτων. Ο χρονικός αυτός περιορισμός δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η διαφορετική μεταχείριση είναι αυθαίρετη ή προδήλως αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Περαιτέρω, η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις μεθόδους επιλογής των υποψηφίων. Το ότι λαμβάνεται υπόψη μόνον η επαγγελματική πείρα των δέκα τελευταίων ετών δεν εμποδίζει την Επιτροπή να επιλέξει τους καλύτερους υποψηφίους, δεδομένου ότι το χρονικό αυτό διάστημα αποτελεί πρόσφορο στοιχείο συγκρίσεως.

(βλ. σκέψεις 57 έως 59 και 61)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Μαρτίου 2004, T‑11/03, Afari κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑65 και II‑267, σκέψη 65

ΔΔΔΕΕ: 19 Οκτωβρίου 2006, F‑59/05, De Smedt κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑109 και II‑A‑1‑409, σκέψη 76· 23 Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑1‑27 και ΙΙ‑Α‑1‑139, σκέψη 91· 19 Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑1‑165 και IΙ‑Α‑1‑911, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 8 Μαΐου 2008, F‑6/07, Suvikas κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑Α‑1‑151 και ΙΙ‑Α‑1‑819, σκέψη 87