ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑74/10

Eugène Émile Kimman

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Άρθρο 43 του ΚΥΚ — Άρθρο 45 του ΚΥΚ — Περίοδος αξιολογήσεως 2009 — Κατάταξη σε ορισμένο επίπεδο αποδόσεως — Απόφαση περί απονομής μορίων προαγωγής — Έκθεση αξιολογήσεως — Γνωμοδότηση της επιτροπής ad hoc — Παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως — Aυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως — Βάρος αποδείξεως»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 104α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο E. É. Kimman ζητεί την ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεώς του για την περίοδο αξιολογήσεως από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, και το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων του E. É. Kimman. Ο προσφεύγων φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Κατάρτιση — Υπάλληλοι ασκούντες καθήκοντα εκπροσωπήσεως του προσωπικού — Σύστημα που εφαρμόζει η Επιτροπή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Λόγοι ακυρώσεως — Ανεπαρκής αιτιολογία — Διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως — Όρια

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Συμφωνία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής — Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενώς με αυτή — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Πτώση της βαθμολογίας σε σχέση με την προηγούμενη αξιολόγηση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

5.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Κατάρτιση — Υπάλληλοι ασκούντες καθήκοντα εκπροσωπήσεως του προσωπικού — Σύστημα που εφαρμόζει η Επιτροπή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

6.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Εξουσία εκτιμήσεως των αξιολογητών — Δικαστικός έλεγχος — Όρια — Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

7.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

8.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Απονομή μορίων προαγωγής από τη διοίκηση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, και 45)

1.      Το άρθρο 6, παράγραφος 8, του παραρτήματος Ι των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή επιβάλλει στον αξιολογητή την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της καταρτίσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως υπαλλήλου ο οποίος ασκεί δραστηριότητες εκπροσωπήσεως του προσωπικού, τη γνώμη της επιτροπής ad hoc όσον αφορά την απόδοση, τις ικανότητες και τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου στην υπηρεσία επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των εν λόγω δραστηριοτήτων. Πάντως, η απλή παράθεση της γνώμης της επιτροπής ad hoc δεν αρκεί για τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση που υπέχουν οι αξιολογητές να λαμβάνουν υπόψη την εν λόγω γνώμη.

(βλ. σκέψη 37)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 25 Απριλίου 2007, F‑71/06, Lebedef-Caponi κατά Επιτροπής, σκέψη 47

2.      Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας είναι λόγος ακυρώσεως δημοσίας τάξεως, ο οποίος πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης σε κάθε περίπτωση. Κατά συνέπεια, η αυτεπάγγελτη εξέταση της ελλείψεως ή της ανεπάρκειας αιτιολογίας δεν επιβάλλεται μόνον όταν ο προσφεύγων που προέβαλε αιτίαση υπό την έννοια αυτή με την ένστασή του παρέλειψε να την επαναλάβει στο δικόγραφο της προσφυγής του, αλλά επιβάλλεται ανεξαρτήτως των επιχειρημάτων που προβάλλονται στο στάδιο που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής. Πράγματι, η αυτεπάγγελτη εξέταση λόγου ακυρώσεως δημοσίας τάξεως δεν αποσκοπεί στη θεραπεία των ανεπαρκειών του δικογράφου, αλλά στη διασφάλιση της τηρήσεως ενός κανόνα, η οποία, λόγω της σημασίας του κανόνα, δεν επαφίεται στη διάθεση των διαδίκων, τούτο δε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Επομένως, ένα θεσμικό όργανο δεν μπορεί να στηριχθεί στο απαράδεκτο ενός τέτοιου λόγου ακυρώσεως δημοσίας τάξεως με το αιτιολογικό και μόνον ότι ο προσφεύγων δεν τον προέβαλε με την ένστασή του.

Η ορθότητα της διαπιστώσεως αυτής δεν τίθεται εν αμφιβόλω με το επιχείρημα ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν θα πρέπει να επιτρέπεται όταν ο προσφεύγων στέρησε στη διοίκηση τη δυνατότητα να θεραπεύσει την έλλειψη ή την ανεπάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως στο στάδιο που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής, καθόσον δεν προέβαλε σχετική αιτίαση με την ένστασή του, εφόσον το θεσμικό όργανο οφείλει, εν πάση περιπτώσει, πάντοτε να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που υπέχει και στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση αιτιολογήσεως.

Πάντως, η εν λόγω αυτεπάγγελτη εξέταση αφορά μόνο την έλλειψη ή την πρόδηλη ανεπάρκεια αιτιολογίας, όχι όμως και την παράβαση ειδικής υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Κατά συνέπεια, εφόσον έκθεση αξιολογήσεως περιέχει επαρκή αιτιολογία υπό το πρίσμα της γενικής υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο του αυτεπαγγέλτου ελέγχου που ασκεί, να εξετάσει αν οι εκτιμήσεις που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση αξιολογήσεως υπολείπονται αυτών που περιλαμβάνονται στην προηγούμενη έκθεση αξιολογήσεως και, στην περίπτωση αυτή, να βεβαιωθεί ότι η διοίκηση συμμορφώθηκε προς την υποχρέωσή της να παραθέσει ειδική αιτιολογία.

(βλ. σκέψεις 44, 45 και 49)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 27 Οκτωβρίου 1994, T‑508/93, Mancini κατά Επιτροπής, σκέψη 36· 3 Οκτωβρίου 2006, T‑171/05, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 6 Μαρτίου 2008, F‑46/06, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 96

3.      Ζήτημα εφαρμογής του κανόνα της συμφωνίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής τίθεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η προσφυγή τροποποιεί την αιτία της ενστάσεως, εξυπακουομένου ότι η εν λόγω έννοια της «αιτίας» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως. Προκειμένου για ακυρωτικά αιτήματα, ως «αιτία της διαφοράς» πρέπει να νοείται η αμφισβήτηση, από τον προσφεύγοντα, της εσωτερικής νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως ή, εναλλακτικά, η αμφισβήτηση της εξωτερικής της νομιμότητας.

(βλ. σκέψη 46)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 119· 23 Νοεμβρίου 2010, F‑50/08, Bartha κατά Επιτροπής, σκέψη 34· 15 Δεκεμβρίου 2010, F‑14/09, Almeida Campos κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 28· 13 Ιανουαρίου 2011, F‑77/09, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 129

4.      Η διοίκηση υπέχει την υποχρέωση να αιτιολογεί κάθε έκθεση αξιολογήσεως κατά τρόπο επαρκή και εμπεριστατωμένο, προκειμένου να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις επί της εν λόγω αιτιολογίας, δεδομένου ότι η τήρηση των ανωτέρω απαιτήσεων προσλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα οσάκις η βαθμολογία του μειώνεται σε σχέση με την προηγούμενη αξιολόγηση.

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, σκέψη 27· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑50/04, Micha κατά Επιτροπής, σκέψη 36

ΔΔΔΕΕ: 10 Νοεμβρίου 2009, F‑93/08, N κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 86

5.      Στο πλαίσιο του συστήματος βαθμολογήσεως που εφαρμόζει η Επιτροπή, η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας της γνώμης της επιτροπής ad hoc κατά τη διαδικασία της καταρτίσεως των εκθέσεων αξιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 43 του ΚΥΚ, η οποία είναι, ως εκ της φύσεώς της, προπαρασκευαστική πράξη, συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια. Ωστόσο, μια διαδικαστική πλημμέλεια επισύρει ακυρότητα μόνον εάν η διαδικασία μπορούσε να είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν δεν είχε σημειωθεί η εν λόγω πλημμέλεια.

Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας μιας τέτοιας γνώμης δεν μπορεί να έχει συνέπειες επί του τελικού περιεχομένου της εκθέσεως παρά μόνο στο μέτρο που η γνώμη αφίσταται από τις εκτιμήσεις του αξιολογητή. Αντιθέτως, όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας βαθμολογήσεως σε δεύτερο βαθμό, η γνώμη επιβεβαιώνει έκθεση αξιολογήσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι συντάκτες της γνώμης αυτής υιοθετούν σιωπηρώς τις εκτιμήσεις που περιέχονται στην έκθεση, οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι, εάν η εν λόγω γνώμη ήταν αιτιολογημένη, ο αξιολογητής θα είχε τροποποιήσει την έκθεση.

(βλ. σκέψεις 76 και 77)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 48· 18 Οκτωβρίου 2001, C‑241/00 P, Kish Glass κατά Επιτροπής, σκέψη 36

ΓΔΕΕ: 23 Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, σκέψη 39

6.      Στους αξιολογητές αναγνωρίζεται ευρύτατη εξουσία εκτιμήσεως ως προς τις κρίσεις που διατυπώνουν σχετικά με την εργασία των προσώπων για την αξιολόγηση των οποίων είναι υπεύθυνοι. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί του περιεχομένου των εκθέσεων αξιολογήσεως περιορίζεται στον έλεγχο του νομότυπου της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της τυχόν υπάρξεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας. Πράγματι, δεν απόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ελέγξει το βάσιμο της εκτιμήσεως που εξέφρασε η διοίκηση όσον αφορά τις επαγγελματικές ικανότητες του υπαλλήλου, όταν αυτή περιέχει σύνθετες αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, δεν επιδέχονται αντικειμενική επαλήθευση.

Συναφώς, ένα σφάλμα εκτιμήσεως μπορεί να χαρακτηρισθεί πρόδηλο μόνον εάν μπορεί ευχερώς να εντοπιστεί με γνώμονα τα κριτήρια από τα οποία ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να εξαρτήσει την άσκηση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων που διαθέτει η διοίκηση.

Κατά συνέπεια, για να αποδειχθεί ότι η διοίκηση υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ικανό να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον προσφεύγοντα απόκειται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πρέπει να είναι επαρκή για να ανατρέψουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη η διοίκηση με την απόφασή της. Με άλλους λόγους, εάν, παρά τα στοιχεία που προβάλλει ο προσφεύγων, η εκ μέρους της διοικήσεως εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών μπορεί, παρά ταύτα, να θεωρηθεί εύλογη, ο λόγος που αντλείται από το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως πρέπει να απορρίπτεται.

Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν η επίμαχη απόφαση πάσχει σφάλματα εκτιμήσεως τα οποία, θεωρούμενα στο σύνολό τους, έχουν χαρακτήρα ήσσονος σημασίας, ανίκανο να επηρεάσει τη διοίκηση.

Προκειμένου, ειδικότερα, για τον δικαστικό έλεγχο των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις αξιολογήσεως, ο περιορισμός του ελέγχου του δικαστή στο πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο διότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν γνωρίζει άμεσα την κατάσταση των αξιολογηθέντων υπαλλήλων και η διαδικασία αξιολογήσεως περιλαμβάνει, στο διοικητικό επίπεδο, εγγυήσεις οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα παρεμβάσεως του αξιολογουμένου υπαλλήλου, των ιεραρχικών προϊσταμένων του και ενός οργάνου ίσης εκπροσωπήσεως.

(βλ. σκέψεις 89 έως 94)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, σκέψη 59· 6 Ιουλίου 2000, T‑139/99, AICS κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 39· 12 Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 221· 21 Μαΐου 2008, T‑495/04, Belfass κατά Συμβουλίου, σκέψη 63

ΔΔΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2009, F‑114/07, Wenning κατά Europol, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 23 Φεβρουαρίου 2010, F‑7/09, Faria κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 24 Μαρτίου 2011, F‑104/09, Canga Fano κατά Συμβουλίου, σκέψη 35, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑281/11 P

7.      Στο πλαίσιο της καταρτίσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως, με την επιφύλαξη της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και καθόσον η αξιολόγηση είναι σαφώς εξατομικευμένη και όχι απρόσωπη, η ύπαρξη ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως των αξιολογητών προϋποθέτει ότι αυτοί δεν υποχρεούνται να συμπεριλάβουν στις εκθέσεις που συντάσσουν όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία προς στήριξη της αξιολογήσεώς τους ή να τις τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα παραδείγματα, ούτε να εξετάσουν όλα τα σημεία που αμφισβητεί ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος και να απαντήσουν συναφώς. Πράγματι, σκοπός της εκθέσεως αξιολογήσεως είναι να συνιστά γραπτή και τυπική απόδειξη ως προς την ποιότητα της εργασίας που παρέσχε ο υπάλληλος, οπότε δεν είναι αμιγώς περιγραφική των καθηκόντων που εκτελέσθηκαν κατά την οικεία περίοδο, αλλά περιλαμβάνει και εκτίμηση των διαπροσωπικών ικανοτήτων που ο βαθμολογούμενος υπάλληλος επέδειξε κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Η έκθεση αξιολογήσεως δεν αποσκοπεί στην κατάρτιση εξαντλητικού πίνακα των υπηρεσιών που κάθε υπάλληλος χρειάστηκε να παράσχει στο πλαίσιο της εκτελέσεως των καθηκόντων που συνδέονται με τη θέση του, αλλά στο να τονιστούν, βάσει καθοριστικών στοιχείων, η ικανότητά του, η απόδοσή του και η συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Κατά συνέπεια, για να είναι νομότυπη, αρκεί, κατ’ αρχήν, να αποδίδει η έκθεση αξιολογήσεως τα κύρια χαρακτηριστικά των υπηρεσιών που παρέχει ο υπάλληλος από πλευράς αποδόσεως, ικανοτήτων και συμπεριφοράς στην υπηρεσία.

(βλ. σκέψη 95)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑198/07 P, Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 44

ΓΔΕΕ: 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, σκέψη 86

ΔΔΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 2009, F‑139/07, van Arum κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 88 και 101· N κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 46

8.      Στο πλαίσιο αποφάσεως περί απονομής μορίων προαγωγής, η διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο πώς εκτίμησε έκαστο των κριτηρίων που την οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεως, εφόσον η εν λόγω απόφαση είναι στο σύνολό της επαρκώς αιτιολογημένη και, επιπλέον, η διοικητική πράξη καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας. Επομένως, ο προσφεύγων δεν μπορεί να περιοριστεί στη διαπίστωση ότι η διοίκηση δεν μνημόνευσε τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη ένα κριτήριο απονομής μορίων προαγωγής για να αποδείξει την ύπαρξη σφάλματος εκτιμήσεως ή πλάνης περί το δίκαιο.

(βλ. σκέψη 115)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 2009, F‑47/07, Behmer κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 97