Η γερμανική νομοθεσία που αποκλείει εντελώς στις γυναίκες από τις στρατιωτικές θέσεις που συνεπάγονται τη χρήση όπλων αντιβαίνει προς την κοινοτική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει, ωστόσο, ότι εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα παρεκκλίσεων όταν το φύλο αποτελεί παράγοντα αποφασιστικής σημασίας για την πρόσβαση σε ορισμένες ειδικές μάχιμες μονάδες.
Η. Τ. Kreil, η οποία έχει ειδίκευση ηλεκτρονικού εφαρμοστή, υπέβαλε το 1996 υποψηφιότητα για πρόσληψη στην υπηρεσία επιδιορθώσεων (ηλεκτρομηχανική όπλων) του γερμανικού ομοσπονδιακού στρατού (Bundeswehr). Η αίτησή της απορρίφθηκε: ο γερμανικός νόμος αποκλείει, πράγματι, τις γυναίκες από τις στρατιωτικές θέσεις που συνεπάγονται τη χρήση όπλων.
Ο θεμελιώδης νόμος (Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland) προβλέπει στο άρθρο 12α τα εξής: "Οι άνδρες υποχρεούνται, από της συμπληρώσεως του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας, να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις, στην ομοσπονδιακή αστυνομία των συνόρων ή σε ομάδα αστικής προστασίας (...). Εάν, κατά την κατάσταση άμυνας, οι ανάγκες στις αστικές υπηρεσίες των αστικών υγειονομικών κέντρων και των στρατιωτικών νοσοκομείων δεν μπορούν να καλυφθούν επί εθελούσιας βάσεως, οι γυναίκες ηλικίας 18 έως 55 ετών μπορούν να τοποθετηθούν στις υπηρεσίες αυτές από τον νόμο ή δυνάμει νόμου. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ασκήσουν ένοπλη υπηρεσία". Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ως γενική αρχή απαγορεύσεως στις γυναίκες να εκτελέσουν ένοπλη υπηρεσία. Κατά συνέπεια, η γερμανική νομοθεσία (Soldatengesetz, για παράδειγμα) διευκρινίζει ότι οι γυναίκες μπορούν να προσληφθούν μόνο βάσει εθελοντικής κατατάξεως και να τοποθετούν αποκλειστικά στις υγειονομικές υπηρεσίες και στα σώματα στρατιωτικής μουσικής.
Συνεπεία της απορρίψεως της υποψηφιότητάς της, η Τ. Kreil άσκησε προσφυγή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου του Αννοβέρου (Verwaltungsgericht Hannover). Η Τ. Kreil υποστηρίζει, κυρίως, ότι η απόρριψη της υποψηφιότητάς της για λόγους που στηρίζονται αποκλειστικά στο φύλο αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο.
Μία κοινοτική οδηγία του 1976, περί εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, κυρίως όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, απαγορεύει κάθε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο. Ορίζει όμως ρητά ότι δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις
επαγγελματικές δραστηριότητες (και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ' αυτές), εφόσον, λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας. Η οδηγία δεν θίγει επίσης τις διατάξεις σχετικά με την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.
Το γερμανικό δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: απαγορεύει η κοινοτική οδηγία την εφαρμογή εθνικών διατάξεων που αποκλείουν τις γυναίκες από τις στρατιωτικές θέσεις που συνεπάγονται τη χρήση όπλων και επιτρέπουν την πρόσβασή τους μόνο στις υγειονομικές υπηρεσίες και στα τμήματα στρατιωτικής μουσικής;
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς τη νομολογία του: απόκειται στα κράτη μέλη, τα οποία θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της δημοσίας ασφάλειάς τους (εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια), να λάβουν τις αποφάσεις που αφορούν την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεών τους. Οι αποφάσεις αυτές δεν εκφεύγουν εντούτοις της τηρήσεως της κοινοτικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, η οποία έχει επίσης εφαρμογή, λαμβανομένου υπόψη του γενικού περιεχομένου της, στον δημόσιο τομέα (και, κατά συνέπεια, στις ένοπλες δυνάμεις).
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η εξαίρεση σχετικά με τις "επαγγελματικές δραστηριότητες για τις οποίες, λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας", ως παρέκκλιση από το ατομικό δικαίωμα που καθιερώνει η οδηγία, πρέπει να ερμηνεύεται στενώς. Οι παρεκκλίσεις που προβλέπει η οδηγία είναι δυνατό να αφορούν μόνον ειδικές δραστηριότητες για την άσκηση των οποίων το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι το φύλο μπορεί να συνιστά αποφασιστικής σημασίας παράγοντα ( φύλακες και προϊστάμενοι φυλάξεως των φυλακών· δραστηριότητες της αστυνομίας που ασκούνται σε περίπτωση σοβαρών εσωτερικών ταραχών - απόφαση Johnston του 1986 σχετικά με την κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία -· υπηρεσία σε ορισμένες ειδικές μάχιμες μονάδες στους κόλπους των εθνικών στρατευμάτων - απόφαση Sirdar του 1999 σχετικά με τους Royal Marines του Ηνωμένου Βασιλείου, δυνάμεις που δρουν στην πρώτη γραμμή -).
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, κατά τον καθορισμό της εκτάσεως κάθε παρεκκλίσεως από ατομικό δικαίωμα, όπως η ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών, πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των αρχών του κοινοτικού δικαίου. Η αρχή αυτή απαιτεί οι παρεκκλίσεις να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και απαιτεί επίσης τον συμβιβασμό, στο μέτρο του δυνατού, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με τις απαιτήσεις της δημόσιας ασφαλείας που είναι καθοριστικές για τις συνθήκες ασκήσεως των εν λόγω δραστηριοτήτων.
Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του, ο αποκλεισμός των γυναικών από στρατιωτικές θέσεις που συνεπάγονται τη χρήση όπλων έχει εφαρμογή στο σύνολο σχεδόν των στρατιωτικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων της Bundeswehr και δεν αποτελεί, κατά το Δικαστήριο, μέτρο παρεκκλίσεως που δικαιολογείται από την ειδική φύση των εν λόγω επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή από τις ειδικές συνθήκες της ασκήσεώς τους. Το γεγονός ότι το προσωπικού που υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις μπορεί να κληθεί να χρησιμοποιήσει όπλα δεν δικαιολογεί αφ' εαυτού τον αποκλεισμό των γυναικών από την πρόσβαση στις στρατιωτικές θέσεις. Όπως διευκρίνισε η Γερμανική Κυβέρνηση, υφίσταται άλλωστε στις υπηρεσίες της Bundeswehr που είναι προσιτές στις γυναίκες μύηση στον χειρισμό των όπλων, που αποσκοπεί να παράσχει τη δυνατότητα στο προσωπικό των υπηρεσιών αυτών να αμυνθεί και να προσφέρει βοήθεια σε άλλους.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα περιθώρια εκτιμήσεως που διαθέτουν εν προκειμένω, οι εθνικές αρχές παρέβησαν την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον θεώρησαν γενικώς ότι η σύνθεση όλων των ενόπλων μονάδων της Bundeswehr πρέπει να παραμείνει αποκλειστικά ανδροκρατούμενη.
Τέλος, προκειμένου περί της διατάξεως της οδηγίας σχετικά με την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα, δεν παρέχει τη δυνατότητα αποκλεισμού των γυναικών από μία
θέση για τον λόγο ότι θα πρέπει να προστατευθούν περισσότερο από τους άνδρες από κινδύνους που αφορούν τους άνδρες και τις γυναίκες κατά τον ίδιο τρόπο.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.
Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως, συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int σήμερα γύρω στις 3 μ.μ.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την Estella Cigna, τηλ.: (0 03 52) 43 03 - 25 82 fax: (0 03 52) 43 03 - 26 74.