Εφόσον μεταξύ των ταχυδρομικών υπηρεσιών των ενδιαφερομένων κρατών μελών δεν υφίσταται συμφωνία για τον καθορισμό των "καταληκτικών τελών" σε συνάρτηση με τις πραγματικές δαπάνες διεκπεραιώσεως και διανομής της εισερχόμενης διασυνοριακής αλληλογραφίας, ένα κράτος μέλος μπορεί να παρέχει νομοθετικά στις ταχυδρομικές υπηρεσίες του το δικαίωμα να επιβάλλουν την καταβολή των ταχυδρομικών τελών εσωτερικού, στην περίπτωση κατά την οποία αποστολείς που είναι εγκατεστημένοι εντός του κράτους αυτού παραδίδουν, οι ίδιοι ή μέσω τρίτου προσώπου, στις ταχυδρομικές υπηρεσίες άλλου κράτους μέλους ταχυδρομικά αντικείμενα σε μεγάλες ποσότητες, προκειμένου τα αντικείμενα αυτά να αποσταλούν στο πρώτο κράτος μέλος· οι υπηρεσίες αυτές δεν μπορούν πάντως να απαιτούν από τους αποστολείς παρά μόνο τη διαφορά μεταξύ των "καταληκτικών τελών" (που καταβάλλονται από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες του κράτους μέλους ταχυδρομήσεως) και των ταχυδρομικών τελών εσωτερικού, ειδάλλως θα επρόκειτο για καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.
Υπόθεση C-148/97
Η Citicorp Kartenservice GmbH (CKG), η οποία εδρεύει στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν, αποτελεί επιχείρηση η οποία, στο πλαίσιο του ομίλου Citibank, ασχολείται με την κατάρτιση και αποστολή των αποσπασμάτων λογαριασμών, των βεβαιώσεων πληρωμής, των τιμολογίων και των χρεωστικών δικαιολογητικών που αφορούν τους πελάτες που είναι κάτοχοι ιδίως της κάρτας Visa.
Το 1993 ο όμιλος Citibank δημιούργησε έναν κεντρικό οργανισμό για την κατάρτιση και την αποστολή των αποσπασμάτων λογαριασμών και των λοιπών τυποποιημένων τραπεζικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων, τη Citicorp European Service Center BV (CESC), με έδρα το Αρνεμ (Κάτω Χώρες).
Μέχρι τις 30 Ιουνίου 1995 η επεξεργασία των δεδομένων γινόταν στο κέντρο εκκαθαρίσεως λογαριασμών της CKG στη Φρανκφούρτη. Στη συνέχεια, η CESC, στην οποία τα δεδομένα διαβιβάζονταν ηλεκτρονικώς, φρόντιζε για την εκτύπωση επί τυποποιημένων εντύπων, για την τοποθέτηση των εντύπων
αυτών σε ταχυδρομικούς φακέλους και για τη γραμματοσήμανση των φακέλων αυτών. Οι φάκελοι αυτοί παραδίδονταν τέλος στο κατάστημα του Αρνεμ της PTT Post BV (του οργανισμού ολλανδικών ταχυδρομείων, στο εξής: PTT Post) για την περαιτέρω προώθησή τους. Η PTT Post διαβίβαζε τα ταχυδρομικά αντικείμενα στην Deutsche Post, προκειμένου να τα διανείμει στους εγκατεστημένους στη Γερμανία παραλήπτες (από την 1η Ιουλίου 1995 τα δεδομένα αυτά αποστέλλονται δορυφορικώς στις Κάτω Χώρες από το κέντρο επεξεργασίας δεδομένων του ομίλου Citibank στο Sioux Falls της Νότιας Ντακότας στις ΗΠΑ).
Η CESC εκτυπώνει και αποστέλλει από τις Κάτω Χώρες προς παραλήπτες εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) σαράντα δύο εκατομμύρια περίπου ταχυδρομικές επιστολές ετησίως.
Για τα αντικείμενα επιστολικού ταχυδρομείου που προορίζονται για παραλήπτες στη Γερμανία η PTT Post εισπράττει στις Κάτω Χώρες το κανονικώς προβλεπόμενο τέλος για την αλληλογραφία εξωτερικού, δηλαδή ποσό ίσο με 0,55 γερμανικά μάρκα (DEM) περίπου. Η PTT Post καταβάλλει στη Deutsche Post τα "καταληκτικά τέλη", τα οποία ανέρχονταν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα σε 0,37 έως 0,40 DEM για κάθε επιστολή.
Η Deutsche Post απαίτησε, για την "αναταχυδρόμηση" καθεμιάς από τις επιστολές της CKG που επρόκειτο να επιδοθεί στη Γερμανία, τα προβλεπόμενα για την αλληλογραφία εσωτερικού τέλη, δηλαδή 1 DEM ανά επιστολή. Για την περίοδο από 24 Φεβρουαρίου μέχρι 9 Ιουλίου 1995 η Deutsche Post αξίωσε την καταβολή 3 668 916 DEM.
Επειδή η CKG αρνήθηκε να καταβάλει το εν λόγω ποσό, η υπόθεση έφθασε ενώπιον του Landgericht Frankfurt am Main.
Υπόθεση C-147/97
Η Gesellschaft für Zahlungssysteme mbH (GZS) είναι η σημαντικότερη επιχείρηση εκκαθαρίσεως των πληρωμών που πραγματοποιούνται στη Γερμανία με τις πιστωτικές κάρτες Eurocard. Στο πλαίσιο της διεκπεραιωτικής δραστηριότητάς της, η GZS καταρτίζει μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα για τους κατόχους της εν λόγω κάρτας και για τις συμβλημένες επιχειρήσεις, τα οποία αποστέλλονται ταχυδρομικώς.
Από το καλοκαίρι του 1995 η GZS διαβιβάζει ηλεκτρονικώς τα αναγκαία στοιχεία σε δανική επιχείρηση στην οποία έχει αναθέσει, κατόπιν συμβάσεως, την κατάρτιση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων για επτά εκατομμύρια περίπου κατόχους πιστωτικών καρτών, προκειμένου τα σημειώματα αυτά αυτά να ταχυδρομούνται από τα δανικά ταχυδρομεία. Τα δανικά ταχυδρομεία τα διαβιβάζουν στην Deutsche Post, για την περαιτέρω προώθησή τους στη Γερμανία και για τη διανομή τους στους παραλήπτες που κατοικούν εντός του εδάφους του κράτους μέλους αυτού. Στη δανική ταχυδρομική υπηρεσία καταβάλλονται τα τέλη που ισχύουν στη Δανία για τη διεθνή αλληλογραφία, τα οποία είναι χαμηλότερα από τα τέλη που ισχύουν στη Γερμανία για την αλληλογραφία εσωτερικού. Η δανική ταχυδρομική υπηρεσία καταβάλλει στην Deutsche Post τα "καταληκτικά τέλη" (0,36 DEM ανά επιστολή).
Η Deutsche Post απαίτησε από την GZS την καταβολή των ταχυδρομικών τελών εσωτερικού, ύψους 623 984 DEM. Κατόπιν της αρνήσεως της GZS να εξοφλήσει το εν λόγω ποσό, η υπόθεση έφθασε στο Landgericht Frankfurt am Main.
Το Landgericht Frankfurt am Main απέρριψε τις δύο αγωγές της Deutsche Post. Το Oberlandesgericht
Frankfurt am Main, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε έφεση, έχει αμφιβολίες ως προς το συμβατό της Συμβάσεως της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ενώσεως (Συμβάσεως ΠΤΕ, η οποία κυρώθηκε στη Γερμανία με νόμο του 1989), που επιτρέπει στα συμβαλλόμενα κράτη να επιβάλλουν, στις περιπτώσεις αναταχυδρομήσεως, τα ταχυδρομικά τέλη εσωτερικού, με το κοινοτικό δίκαιο. Το γερμανικό δικαστήριο αποφάσισε επομένως να αναστείλει τις ενώπιόν του διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Το γερμανικό δικαστήριο ερωτά αν η άσκηση από έναν φορέα όπως η Deutsche Post του προβλεπόμενου από τη Σύμβαση ΠΤΕ δικαιώματος επιβολής των ταχυδρομικών τελών εσωτερικού για τα αντικείμενα που έχουν ταχυδρομηθεί σε μεγάλες ποσότητες από καταστήματα των ταχυδρομικών υπηρεσιών άλλου κράτους μέλους είναι αντίθετη προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ που αφορούν ιδίως αφενός τις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες από τα κράτη μέλη με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος και αφετέρου την απαγόρευση καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης.
Το Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι ένας φορέας όπως η Deutsche Post, στον οποίο έχει ανατεθεί κατ' αποκλειστικότητα η συλλογή, η μεταφορά και η διανομή της αλληλογραφίας, πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρηση στην οποία έχουν παραχωρηθεί από το οικείο κράτος μέλος αποκλειστικά δικαιώματα υπό την έννοια της Συνθήκης ΕΚ.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει στη συνέχεια ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιχείρηση η οποία απολαύει μονοπωλίου εκ του νόμου επί σημαντικού τμήματος της κοινής αγοράς μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση υπό την έννοια της Συνθήκης ΕΚ.
Κατά το Δικαστήριο, μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Συμβάσεως ΠΤΕ είναι η υποχρέωση του οργανισμού ταχυδρομείων του συμβαλλόμενου κράτους προορισμού να προωθεί και να διανέμει τη διεθνή αλληλογραφία στους εγκατεστημένους στο έδαφός του παραλήπτες, χρησιμοποιώντας προς τούτο τα ταχύτερα μέσα που διαθέτει το επιστολικό ταχυδρομείο του.
Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση ΠΤΕ συνιστά καθαυτή, για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες των κρατών μελών, υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, υπό την έννοια της Συνθήκης ΕΚ. Η διαχείριση της υπηρεσίας αυτής έχει ανατεθεί, δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας, στην Deutsche Post.
Κατά τις διατάξεις της Συμβάσεως ΠΤΕ, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες των συμβαλλομένων κρατών έχουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, να χρεώνουν για τη σχετική αλληλογραφία τα ισχύοντα ταχυδρομικά τέλη εσωτερικού.
Η παροχή σε έναν φορέα όπως η Deutsche Post του δικαιώματος να αντιμετωπίζει στις περιπτώσεις αυτές τη διεθνή αλληλογραφία ως αλληλογραφία εσωτερικού δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία ο φορέας αυτός θα μπορούσε να προβεί, επί ζημία των χρηστών των ταχυδρομικών υπηρεσιών, σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς του, η οποία αποτελεί απόρροια του αποκλειστικού δικαιώματός του να προωθεί και να διανέμει την εν λόγω αλληλογραφία στους παραλήπτες της.
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί κατά πόσον η άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος είναι αναγκαία για να μπορεί ένας τέτοιος φορέας να εκπληρώνει το έργο γενικού συμφέροντος που επιτελεί σύμφωνα με τις απορρέουσες από τή Σύμβαση ΠΤΕ υποχρεώσεις, και, ειδικότερα, για να μπορεί να το επιτελεί υπό οικονομικά αποδεκτές προϋποθέσεις.
Η υποχρέωση προωθήσεως και διανομής στους εγκατεστημένους εντός της γερμανικής επικράτειας παραλήπτες αντικειμένων τα οποία έχουν ταχυδρομήσει σε μεγάλες ποσότητες από καταστήματα των ταχυδρομικών υπηρεσιών άλλων κρατών μελών αποστολείς εγκατεστημένοι εντός της εν λόγω επικράτειας, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα του φορέα αυτού να αποζημιώνεται για όλες τις δαπάνες που υφίσταται κατά την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρεώσεως, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εκπλήρωση αυτού του έργου γενικού συμφέροντος υπό οικονομικά ισόρροπες συνθήκες.
Η μεταχείριση της διασυνοριακής αλληλογραφίας ως αλληλογραφίας εσωτερικού και η συνακόλουθη επιβολή των ταχυδρομικών τελών εσωτερικού πρέπει να θεωρηθούν, κατά το κοινοτικό δίκαιο, ως μέτρα που δικαιολογούνται για την εκπλήρωση, υπό οικονομικά ισόρροπες συνθήκες, του έργου γενικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στη Deutsche Post από τη Σύμβαση ΠΤΕ.
Αντίθετα, αν ένα μέρος των δαπανών προωθήσεως και διανομής αντισταθμίζεται με την καταβολή καταληκτικών τελών από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες άλλων κρατών μελών, η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση ΠΤΕ εκ μέρους ενός φορέα όπως η Deutsche Post δεν καθιστά αναγκαία την επιβάρυνση των αντικειμένων που ταχυδρομούνται σε μεγάλες ποσότητες από
ταχυδρομικά καταστήματα των ανωτέρω υπηρεσιών με ολόκληρο το ποσό των ισχυόντων για την αλληλογραφία εσωτερικού τελών. Η εκ μέρους ενός τέτοιου φορέα άσκηση του δικαιώματος να απαιτεί ολόκληρο το ποσό των ταχυδρομικών τελών εσωτερικού, χωρίς οι αποστολείς των αντικειμένων αυτών να έχουν άλλη δυνατότητα από το να εξοφλήσουν ολόκληρο το ποσό αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.
Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int γύρω στις 3 μ.μ. σήμερα.
Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνήστε με την Estella Cigna, τηλ. (352) 43 03 2582, fax: (352) 43 03 2674.