Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ ΑΡΙΘ. 33/2000

10 Μαΐου 2000

Απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-46/97

SIC κατά Επιτροπής

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΩΣ


Η Επιτροπή έπρεπε να συνεχίσει την εξέταση της χρηματοδοτήσεως των δημοσίων τηλεοπτικών καναλιών από το κράτος

Η SIC είναι εμπορική εταιρία εκμεταλλευόμενη, από το 1992, ένα από τα κύρια ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια στην Πορτογαλία, του οποίου η χρηματοδότηση διασφαλίζεται αποκλειστικώς από τη διαφήμιση.

RTP εκμεταλλεύεται δημόσια πορτογαλικά τηλεοπτικά κανάλια. Για τη χρηματοδότησή της, η RTP διαθέτει τόσο έσοδα από τις διαφημίσεις που προβάλλουν τα κανάλια της όσο και χρηματοοικονομικές επιχορηγήσεις του Δημοσίου , χορηγούμενες ετησίως λόγω των

υποχρεώσεών της παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Από το 1992 έως το 1995, οι δημόσιες αυτές επιχορηγήσεις αντιπροσώπευαν το 15 έως 18 % των ετησίων εσόδων της RTP.

Το 1993 και το 1996 η SIC υπέβαλε καταγγελίες ενώπιον της Επιτροπής, βάλλουσα κατά των χρηματοοικονομικών επιχορηγήσεων που καταβάλλονταν στην RTP και κατ' άλλων μέτρων υπέρ αυτής, φρονώντας ότι επρόκειτο περί κρατικών ενισχύσεων οι οποίες νοθεύουν τον ανταγωνισμό και οι οποίες, συνεπώς, έπρεπε να έχουν προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και εγκριθεί από αυτήν.

Στις 7 Νοεμβρίου 1996 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία κατέληξε ότι τα μέτρα κατά των οποίων έβαλε η SIC με την πρώτη καταγγελία της το 1993 δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του κοινοτικού δικαίου.

Στις 3 Μαρτίου 1997 η SIC άσκησε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου, ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής. Η SIC έβαλε κατά του χαρακτηρισμού των καταγγελθέντων μέτρων και, ειδικότερα, προσήψε στην Επιτροπή ότι παρέβη τη διαδικασία εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων, διότι εξέδωσε την απόφασή τη χωρίς να ζητήσει από τις ανταγωνίστριες της RTP επιχειρήσεις να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

Πράγματι, το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να περατώσει με ευνοϊκή απόφαση την προκαταρκτική εξέταση τέτοιων μέτρων (πρώτη φάση της διαδικασίας) μόνον αν μπόρεσε να σχηματίσει πεποίθηση περί του ότι δεν πρόκειται περί κρατικών ενισχύσεων ή ότι πρόκειται περί μέτρων που συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Αν, αντιθέτως, μετά την πρώτη αυτή εξέταση αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να εκτιμήσει τα επίμαχα μέτρα, η Επιτροπή πρέπει να κινήσει επίσημη διαδικασία (δεύτερη φάση), κατά τη διάρκεια της οποίας οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

Το Πρωτοδικείο, εν προκειμένω, αφού διαπίστωσε ότι, κατά το πέρας της πρώτης φάσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε ευνοϊκή απόφαση ως προς τα καταγγελθέντα από τη SIC μέτρα, εξέτασε αν οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχτηηκε η Επιτροπή παρουσίαζαν σοβαρές δυσχέρειες ικανές να δικαιολογήσουν την έναρξη της δεύτερης φάσεως της διαδικασίας.

Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις που καταβάλλονταν ετησίως στην RTP από το Πορτογαλικό Δημόσιο, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, κατά την απόφαση, οι επιχορηγήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την παροχή χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος στον αποδέκτη τους, κριτήριο που καθορίζει την έννοια της ενισχύσεως. Όσον αφορά την ενδεχόμενη επίπτωση του πλεονεκτήματος αυτού στις συνθήκες ανταγωνισμού, υπογραμμίζεται ότι η RTP αποτελεί δημόσια επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στην αγορά της διαφημίσεως και, συνεπώς, ανταγωνίζεται άμεσα τις λοιπές επιχειρήσεις στον τομέα της τηλεοράσεως. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ότι δεν πρόκειται περί κρατικών ενισχύσεων μπορεί, τουλάχιστον, να εμφανίζει σοβαρές δυσχέρειες.

Ακόμη και αν τα μέτρα αυτά υποτίθεται ότι σκοπούσαν στην αντιστάθμιση των επιπλέον δαπανών λόγω των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες ανέλαβε η RTP, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι τούτο δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό τους ως κρατικής ενισχύσεως. Μπορεί μόνο να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή προκειμένου αυτή να εγκρίνει ενισχύσεις, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι ειδικές διατάξεις της Συνθήκης.

Όσον αφορά τα λοιπά καταγγελθέντα μέτρα (φορολογικές απαλλαγές, ευκολίες πληρωμής, εξόφληση σε δόσεις του χρέους της RTP προς την πορτογαλική κοινωνική ασφάλιση και μη είσπραξη των σχετικών τόκων και προστίμων), το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με τα έγγραφα της δικογραφίας, η Επιτροπή αντιμετώπισε επίσης σοβαρές δυσχέρειες εκτιμήσεως κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως.

Επιπλέον, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, 3 περίπου ετών, υπερβαίνει σημαντικά το χρόνο που απαιτεί συνήθως μια πρώτη εξέταση. Συνδυαζόμενη με τις λοιπές διαπιστώσεις που πραγματοποιήθηκαν εν προκειμένω, η διάρκεια αυτή επιβεβαιώνει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών εκτιμήσεως που επιβάλλουν την έναρξη της δεύτερης φάσεως της διαδικασίας εξετάσεως, προκειμένου να παρασχεθεί στους ενδιαφερομένους τρίτους η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.

Σημείωση: Υπενθυμίζεται ότι, με τις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, και της 3ης Ιουνίου 1999, TF1 κατά Επιτροπής, που αφορούσαν καταγγελίες σχετικές με την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων υπέρ επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται δημόσια τηλεοπτικά κανάλια στην Ισπανία και στη Γαλλία, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε την ύπαρξη παραλείψεως της Επιτροπής διότι δεν εξέδωσε απόφαση αφορώσα παρεμφερή μέτρα.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Πρωτοδικείο. Γλώσσες στις οποίες διατίθεται: όλες οι γλώσσες

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως παρακαλείσθε να συμβουλευθείτε τη σελίδα μας στο Internet www.curia.eu.int περίπου ώρα 15.00 σήμερα.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna, τηλ.: (00352) 4303 - 2582 fax.: (00352) 4303 - 2674.