Η κοινοτική αρχή περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, η οποία απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας, ισχύει όχι μόνο για τα κράτη, αλλά και για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Ο R. Angonese, Ιταλός υπήκοος με μητρική γλώσσα τα γερμανικά και κάτοικος της επαρχίας του Bolzano, διέμεινε στην Αυστρία μεταξύ 1993 και 1997 για λόγους σπουδών.
Τον Αύγουστο του 1997, κατόπιν της δημοσιεύσεως προκηρύξεως στην ιταλική ημερήσια φημερίδα Dolomiten στις 9 Ιουλίου 1997, ο R. Angonese υπέβαλε αίτηση συμμετοχής σε διαγωνισμό για την πρόσληψη προσωπικού από μια ιδιωτική τραπεζική επιχείρηση του Bolzano, την Cassa di Risparmio.
Μεταξύ των προϋποθέσεων για τη συμμετοχή στον εν λόγω διαγωνισμό καταλεγόταν η κατοχή πιστοποιητικού διγλωσσίας (ιταλικής/γερμανικής). Το πιστοποιητικό αυτό χορηγείται από μία διοικητική αρχή κατόπιν εξετάσεων που διενεργούνται σε ένα εξεταστικό κέντρο, και συγκεκριμένα στην επαρχία του Bolzano. Όσοι κατοικούν στην επαρχία του Bolzano και πρόκειται να αναζητήσουν εργασία εφοδιάζονται συνήθως, για κάθε ενδεχόμενο, με το πιστοποιητικό αυτό. Η λήψη του πιστοποιητικού αυτού θεωρείται ως υποχρεωτικό σχεδόν στάδιο ενός συνήθους εκπαιδευτικού κύκλου.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1997 η Cassa di Risparmio πληροφόρησε τον R. Angonese ότι δεν μπορούσε να μετάσχει στον διαγωνισμό, διότι δεν είχε προσκομίσει το πιστοποιητικό.
Ο R. Angonese ζήτησε από τον Pretore di Bolzano (Ιταλία) να αναγνωρίσει την ακυρότητα της επιβολής της υποχρεώσεως κατοχής του πιστοποιητικού ως προϋποθέσεως συμμετοχής στον διαγωνισμό. Ο R. Angonese θεωρεί, συγκεκριμένα, ότι η προϋπόθεση αυτή αντιβαίνει προς την κοινοτική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
Ο Pretore di Bolzano ερωτά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά πόσον η προϋπόθεση αυτή συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ' αρχάς ότι η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.
Το Δικαστήριο εκθέτει στη συνέχεια ότι η απαγόρευση αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στις κρατικές αρχές, αλλά και στους ιδιώτες. Το Δικαστήριο εξετάζει, τέλος, αν μια υποχρέωση επιβαλλόμενη από εργοδότη του ιδωτικού τομέα, σύμφωνα με την οποία η πρόσληψη εξαρτάται από την κατοχή ενός μόνο διπλώματος, συνιστά τέτοιο εμπόδιο.
Το Δικαστήριο τονίζει ότι όσοι δεν κατοικούν στην επαρχία αυτή έχουν πολύ λίγες πιθανότητες να αποκτήσουν το πιστοποιητικό και επομένως να προσληφθούν.
Υπό τις συνθήκες αυτές, σε δυσμενέστερη θέση περιάγονται όχι μόνο οι Ιταλοί υπήκοοι που δεν κατοικούν στην επαρχία αυτή, αλλά κυρίως οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών. Κατά συνέπεια, το σχετικό μέτρο δημιουργεί διακρίσεις.
Η μη ύπαρξη δυνατότητας αποδείξεως των γλωσσικών γνώσεων με οποιοδήποτε άλλο μέσο, πέρα από το πιστοποιητικό που χορηγείται σε μία μόνον επαρχία ενός κράτους μέλους, είναι, κατά το Δικαστήριο, δυσανάλογη προς τον σκοπό της εξασφαλίσεως της προσλήψεως ειδικευμένου προσωπικού.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.
Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int γύρω στις 3 μ.μ. σήμερα.
Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνήστε με την Estella Cigna, τηλ. (352) 43 03 2582, fax: (352) 43 03 2674.