ΤΜΗΜΑ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ 48/00

4 Ιουλίου 2000

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-387/97

Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΕΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ 20 000 ΕΥΡΩ ΗΜΕΡΗΣΙΩΣ


Για πρώτη φορά το Δικαστήριο επιβάλλει σε κράτος μέλος, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, κύρωση λόγω μη εκτελέσεως προηγούμενης αποφάσεώς του.

Κατ' εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το Δικαστήριο διαμορφώνει νέα νομολογία, που θα αποτελέσει κίνητρο για την άμεση συμμόρφωση των κρατών μελών προς το κοινοτικό δίκαιο.

Το 1987 υποβλήθηκε στην Επιτροπή η καταγγελία ότι πολλοί δήμοι του νομού Χανίων (Κρήτη) απέρριπταν ανεξέλεγκτα διάφορα απόβλητα στον χείμαρρο του Κουρουπητoύ, σε απόσταση 200 μέτρων από τη θάλασσα. Τα απόβλητα προέρχονταν από στρατιωτικές βάσεις, νοσοκομεία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις της περιοχής.

Το 1992 το Δικαστήριο, με μια πρώτη απόφαση, διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα της περιοχής Χανίων να διατίθενται χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου και χωρίς να βλάπτουν το περιβάλλον, σύμφωνα με τις διατάξεις δύο κοινοτικών οδηγιών του 1975 και του 1978, τις οποίες η Ελλάδα έπρεπε να έχει αρχίσει να εφαρμόζει από την 1η Ιανουαρίου 1981.

Η Επιτροπή, μη έχοντας λάβει καμία κοινοποίηση μέτρων εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπενθύμισε στις ελληνικές αρχές τις υποχρεώσεις τους και αποφάσισε στα τέλη του 1995 να κινήσει νέα διαδικασία. Η δυνατότητα αυτή προβλέφθηκε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ) και μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη του οικείου κράτους μέλους σε καταβολή χρηματικής ποινής ή κατ' αποκοπήν ποσού.

Το 1997 η Επιτροπή ζήτησε συνεπώς από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ελλάδα να καταβάλει 24 600 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως, αρχής γενομένης από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της νέας αποφάσεως του Δικαστηρίου.

Με την απόφασή του, το Δικαστήριο εξετάζει διαδοχικά κατά πόσον έχει εκπληρωθεί καθεμία από τις υποχρεώσεις των οποίων η παράβαση είχε διαπιστωθεί με την πρώτη απόφασή του.

Όσον αφορά συγκεκριμένα την εκτέλεση της υποχρεώσεως διαθέσεως των στερεών αποβλήτων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των ανθρώπων και να βλάπτεται το περιβάλλον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι συνεχίζεται η ανεξέλεγκτη απόρριψή τους στον Κουρουπητό. Η αντίθεση του πληθυσμού στο σχέδιο δημιουργίας δύο εγκαταστάσεων για την επεξεργασία τους αποτελεί, κατά το Δικαστήριο, εσωτερική κατάσταση που δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.

Το Δικαστήριο τονίζει αντίθετα ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα εξακολουθούν να διατίθενται κατά τρόπο που να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου και να βλάπτουν το περιβάλλον.

Όσον αφορά τα σχέδια και προγράμματα διαθέσεως των στερεών και των τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ελλάδα απλώς έλαβε επιμέρους πρακτικά μέτρα και θέσπισε αποσπασματικές ρυθμίσεις που οπωσδήποτε δεν αποτελούν εκπλήρωση της υποχρεώσεως του κράτους μέλους να καταρτίσει ένα συνολικό πρόγραμμα.

Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι εν προκειμένω η χρηματική ποινή αποτελεί το πλέον κατάλληλο μέσο για την κατοχύρωση της ομοιόμορφης και αποτελεσματικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και για τον εξαναγκασμό της Ελλάδας σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις της.

Το Δικαστήριο εξετάζει στη συνέχεια τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής . Η πρόταση της Επιτροπής, που περιέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής της, αποτελεί χρήσιμη βάση αναφοράς για το Δικαστήριο, μολονότι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν το δεσμεύει.

Τα βασικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι, καταρχήν, η διάρκεια της παραβάσεως, η σοβαρότητά της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι συνέπειες που έχει η παράλειψη εκτελέσεως επί των ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων και το επείγον του εξαναγκασμού του οικείου κράτους μέλους σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι παραβάσεις είναι σοβαρές έως σοβαρότατες και ότι η διάρκειά τους είναι σημαντική, το Δικαστήριο υποχρεώνει την Ελλάδα να καταβάλει στον λογαριασμό «ίδιοι πόροι της ΕΚ», χρηματική ποινή 20 000 ευρώ ημερησίως για κάθε ημέρα καθυστερήσεως της εκτελέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου του 1992 από την ημερομηνία της δημοσιεύσεως της σημερινής αποφάσεως, δηλαδή από τις 4 Ιουλίου 2000.

Επισημαίνεται ότι ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμούν άλλες δύο παρόμοιες υποθέσεις (μία κατά της Γαλλίας, με αντικείμενο τη νυχτερινή εργασία των γυναικών: C-224/99, και μία άλλη κατά της Ελλάδας, με αντικείμενο την αναγνώριση διπλωμάτων: C-197/98).

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int γύρω στις 3 μ.μ. σήμερα.

Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνήστε με την Estella Cigna, τηλ. (352) 43 03 2582, fax: (352) 43 03 2674

Εικόνες από τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου θα υπάρχουν στο "Europe by Satellite" ("Η Ευρώπη μέσω δορυφόρου") - Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Τύπος και Επικοινωνία, L-2920 Luxembourg, τηλ: (352) 43 01 32392, fax: (352) 4301 35249, ή B-1049 Bruxelles, τηλ: (32) 2 2950786, fax: (32) 2 2301280.