Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ ΑΡΙΘ. 81/2000

7 Νοεμβρίου 2000

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-168/98

ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΚΑΤΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΣΚΟΠΕΙ ΣΤΗ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΔΙΑΦΟΡΟ ΕΚΕΙΝΟΥ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΚΤΗΘΗΚΕ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ


Το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία δεν εισάγει δυσμενή διάκριση των ημεδαπών δικηγόρων και εξασφαλίζει την προστασία των καταναλωτών καθώς και την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης· εμπίπτουσα στο πεδίο της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των επαγγελματικών τίτλων, η οδηγία μπορούσε να εκδοθεί με ειδική πλειοψηφία.

Η οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 16ης Φεβρουαρίου 1998, εκδοθείσα με ειδική πλειοψηφία, προβλέπει ότι κάθε δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί μονίμως τις δραστηριότητές του σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής. Μπορεί, ιδίως, να παρέχει νομικές συμβουλές σε θέματα δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής, κοινοτικού δικαίου, διεθνούς δικαίου και δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής.

Η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν εξαρτάται από την πραγματοποίηση πρακτικής ασκήσεως προσαρμογής ή από την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας. Η συλλογική άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής επιτρέπεται επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να ακυρώσει την οδηγία αυτή, ισχυριζόμενο ότι εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ημεδαπών και των μετακινούμενων δικηγόρων και δεν εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών ούτε την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Επιπλέον, κατά την άποψη του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, η οδηγία έπρεπε να θεσπιστεί όχι με ειδική πλειοψηφία αλλά ομοφώνως, λόγω της τροποποιήσεως των

προϋποθέσεων καταρτίσεως και προσβάσεως στο δικηγορικό επάγγελμα που επιβάλλει σε εθνικό επίπεδο.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η θεμελιώδης αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί να μην υπάρχει διαφορετική μεταχείριση ανάλογων καταστάσεων. Διαπιστώνει ότι η αρχή αυτή δεν παραβιάστηκε από την οδηγία, διότι ο προερχόμενος από άλλο κράτος μέλος δικηγόρος ο οποίος ασκεί τις δραστηριότητές του υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής βρίσκεται αντικειμενικά σε διαφορετική κατάσταση από την κατάσταση του ημεδαπού δικηγόρου. Πράγματι, ο προερχόμενος από άλλο κράτος μέλος δικηγόρος μπορεί να υπόκειται σε απαγορεύσεις όσον αφορά ορισμένες δραστηριότητες και, στον τομέα της εκπροσωπήσεως και της υπερασπίσεως ενός πελάτη ενώπιον δικαστηρίου, μπορεί να υπέχει ορισμένες υποχρεώσεις.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία την ακύρωση της οποίας ζητεί το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου περιλαμβάνει κανόνες που σκοπούν στην προστασία των καταναλωτών και στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Συναφώς, ο επαγγελματικός τίτλος του μετακινούμενου δικηγόρου ενημερώνει τον αποδέκτη νομικών υπηρεσιών σχετικά με την αρχική κατάρτιση του εν λόγω δικηγόρου. Η οδηγία προβλέπει, εξάλλου, ότι οι δραστηριότητες του μετακινούμενου δικηγόρου υπόκεινται σε ορισμένους περιορισμούς και, επιπλέον, ότι αυτός έχει την υποχρέωση να τηρεί τους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες με εκείνους που επιβάλλονται στους δικηγόρους οι οποίοι ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής. Τέλος, όπως και οι τελευταίοι, ο μετακινούμενος δικηγόρος πρέπει να καλύπτεται από επαγγελματικές εγγυήσεις και να υπόκειται σε πειθαρχικούς κανόνες.

Το Δικαστήριο καταλήγει συνεπώς στο συμπέρασμα ότι η οδηγία, απαλλάσσοντας τους μετακινούμενους δικηγόρους από την υποχρέωση προηγούμενης αποδείξεως της γνώσεως του ισχύοντος στο κράτος μέλος υποδοχής εθνικού δικαίου, δεν κατήργησε την υποχρέωση γνώσεως του δικαίου αυτού, αλλά δέχθηκε απλώς την προοδευτική αφομοίωση γνώσεων διά της πρακτικής.

Το Δικαστήριο κρίνει επιπλέον ότι η εν λόγω οδηγία εισάγει έναν μηχανισμό αμοιβαίας αναγνωρίσεως των επαγγελματικών τίτλων των μετακινούμενων δικηγόρων, ο οποίος συμπληρώνει το κοινοτικό σύστημα που σκοπεί να επιτρέψει τη χωρίς περιορισμούς άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, και ότι, επομένως, μπορούσε να εκδοθεί με ειδική πλειοψηφία.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει τέλος ότι το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ετήρησαν την υποχρέωση αιτιολογήσεως η οποία επιβάλλεται προκειμένου για πράξη γενικής εφαρμογής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως.

Ανεπίσημο κείμενο για τα μέσα ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int περί τη 15.00 μεταμεσημβρινή σήμερα.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κα Estella Cigna, τηλ. (352) 43 03 2582, fax (352) 43 03 2674