Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 28/01

10 Ιουλίου 2001

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Philippe Léger στην υπόθεση C-353/99 P

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατά H. Hautala

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ PHILIPPE LÉGER ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΝΑ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΗΣ 19ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1999, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΗΚΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΕΩΣ ΣΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΝΑ ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Στηριζόμενος στο ότι το δικαίωμα της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα αναγνωρίζεται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει ότι παρέκκλιση από το δικαίωμα μερικής προσβάσεως στα έγγραφα είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση ανυπερβλήτων διοικητικών δυσχερειών και υπό δικαστικό έλεγχο
.


    Η Heidi Hautala, βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ζήτησε από το Συμβούλιο να της κοινοποιήσει μια έκθεση σχετικά με τις εξαγωγές συμβατικών όπλων. Η έκθεση αυτή, η οποία καταρτίστηκε από ομάδα εργασίας στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), αποσκοπεί στη βελτίωση της συνεκτικής εφαρμογής των κοινών κριτηρίων σχετικά με τις εξαγωγές όπλων.

    Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1997, το Συμβούλιο αρνήθηκε στην H. Hautala την πρόσβαση στην έκθεση, με την αιτιολογία ότι η έκθεση αυτή περιείχε ευαίσθητες πληροφορίες των οποίων η κοινοποίηση θα έβλαπτε τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τρίτες χώρες. Πράγματι, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία περί προσβάσεως στα έγγραφα, το Συμβούλιο μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε κάποιο έγγραφο προκειμένου να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον στον τομέα των διεθνών σχέσεων.

    Στις 19 Ιουλίου 1999, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου, κρίνοντας ότι το τελευταίο όφειλε να εξετάσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως στα έγγραφα. Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Ισπανία, της Η. HAUTALA υποστηριζομένης από τη Δανία, τη Γαλλία, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής του Πρωτοδικείου.

    Ο γενικός εισαγγελέας Philippe Léger αναπτύσσει σήμερα τις προτάσεις του στην υπόθεση αυτή.

Η γνώμη του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Οι γενικοί εισαγγελείς έχουν ως αποστολή να προτείνουν με πλήρη ανεξαρτησία στο Δικαστήριο τη νομική λύση των υποθέσεων που τους ανατίθενται.
 

    Ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει καταρχάς ότι η αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα αντλεί την ισχύ της από τη φύση της ως θεμελιώδους δικαιώματος. Υπενθυμίζει ότι η αρχή της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου καθιερώθηκε με απόφαση του 1993, σκοπός της οποίας ήταν να προσδώσει διαφάνεια στη λειτουργία των κοινοτικών οργάνων. Διάφορα Ευρωπαϊκά Συμβούλια επανεξέφρασαν τη βούληση να επιτραπεί στους πολίτες η πληρέστερη δυνατή πρόσβαση στις πληροφορίες. Επίσης, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υιοθέτησαν έναν κώδικα καλής συμπεριφοράς, η δε Συνθήκη του Άμστερνταμ καθιέρωσε το δικαίωμα της προσβάσεως στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

    Ο γενικός εισαγγελέας παραπέμπει ρητώς στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που προβλέπει δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα αυτά. Ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί το γεγονός αυτό ως την καθιέρωση της αρχής της διαφάνειας, η οποία αποτελεί ένα από τα πλέον ασφαλή μέσα για τη συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων.

    Κατά τον γενικό εισαγγελέα, ο Χάρτης τοποθετεί τα δικαιώματα που προβλέπει στην πλέον υψηλή βαθμίδα των κοινών αξιών των κρατών μελών, δεκατρία από τα οποία έχουν ήδη υλοποιήσει την αρχή αυτή θεσπίζοντας γενικούς κανόνες οι οποίοι προβλέπουν δικαίωμα προσβάσεως του κοινού σε έγγραφα της δημοσίας διοικήσεως.

    Ο γενικός εισαγγελέας αναλύει την έννοια του εγγράφου. Κατ' αυτόν, το δικαίωμα προσβάσεως αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου και όχι την υλική μορφή του: πρόκειται για πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στα ίδια τα έγγραφα.

    Ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί μεν ότι ορισμένες επιταγές μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό του δικαιώματος αυτού, ιδίως στον τομέα της εθνικής άμυνας, κρίνει όμως απαραίτητο τον έλεγχο, ώστε οι περιορισμοί μιας θεμελιώδους αρχής (οι οποίοι πρέπει πάντοτε να ερμηνεύονται στενά) να παραμένουν εντός των ορίων που επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός (η προστασία του δημοσίου συμφέροντος).

    Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ότι η άρνηση του Συμβουλίου να εξετάσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως στα έγγραφα αντίκειται προδήλως στην αρχή της αναλογικότητας. Αυτή η πρακτική του «όλα ή τίποτα» δεν φαίνεται να συμφωνεί με τη φύση του θεμελιώδους δικαιώματος που πρέπει να αναγνωρίζεται στο δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα. Η πρόσθετη εργασία που συνεπάγεται για το Συμβούλιο ο εντοπισμός των πληροφοριών κάθε εγγράφου που μπορούν να κοινοποιηθούν δεν δικαιολογεί την αποστέρηση των πολιτών από το δικαίωμα μερικής προσβάσεως στις πληροφορίες.

    Ο γενικός εισαγγελέας προσθέτει ότι η γενικευμένη εφαρμογή του δικαιώματος σε πάρα πολλά κράτη μέλη δεν δημιουργεί κατά κανόνα ανυπέρβλητα προβλήματα.

    Ο γενικός εισαγγελέας προτείνει, κατά συνέπεια, την αναγνώριση του δικαιώματος μερικής προσβάσεως στα έγγραφα. Προτείνει να αναγνωριστεί παρέκκλιση από το δικαίωμα μερικής προσβάσεως μόνο στον βαθμό που οι διοικητικές ανάγκες που την επιβάλλουν είναι ανυπέρβλητες και εφόσον ηεφαρμογή της παρεκκλίσεως αυτής υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο.


Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο των προτάσεων, συμβουλευθείτε τη σελίδα Internet του Δικαστηρίου www.curia.eu.int  μετά τις 15.00. σήμερα.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
τηλ. (00 352) 4303 - 2582 fax (00 352) 4303 - 2674.