Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ ΑΡΙΘ. 48/1996

8. Oκτωβρίου 1996

Απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94
Erich Dillenkofer κ.λπ.κατά Ομοποσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙΑ


ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: To παρόν ανακοινωθέν, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, διανέμεται στον τύπο από την Υπηρεσία Πληροφοριών. Η περίληψη που ακολουθεί πρέπει να συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της αποφάσεως στο σύνολό της. Για περαιτέρω πληροφορίες ή για αντίγραφο της αποφάσεως αποταθείτε στην κυρία Estella Cigna - αριθ. τηλ.: (00352) 4303-2582.

  1. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
    1. Η παράλειψη θεσπίσεως οποιουδήποτε μέτρου μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από αυτήν αποτελέσματος εντός της προς τούτο ταχθείσας προθεσμίας συνιστά καθεαυτήν κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και, κατά συνέπεια, γεννά δικαίωμα αποζημιώσεως των ζημιωθέντων ιδιωτών, εφόσον, αφενός μεν, το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα περιλαμβάνει τη χορήγηση δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί, αφετέρου δε, υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και της προκληθείσας ζημίας.

    2. Το επιδιωκόμενο από το άρθρο 7 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια, αποτέλεσμα περιλαμβάνει τη χορήγηση στον αγοραστή οργανωμένου ταξιδίου δικαιωμάτων, το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί με επαρκή ακρίβεια και τα οποία εξασφαλίζουν την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών και τον επαναπατρισμό του σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτωχεύσεως του διοργανωτή του οργανωμένου ταξιδίου και/ή του πωλητή-συμβαλλομένου μέρους.

    3. Για την τήρηση του άρθρου 9 της οδηγίας 90/314 το κράτος μέλος όφειλε να θεσπίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει στους ιδιώτες, από την 1η Ιανουαρίου 1993, αποτελεσματική προστασία από τους κινδύνους αφερεγγυότητας και πτωχεύσεως των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδίων και/ή των πωλητών- συμβαλλομένων μερών.

    4. Όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει στον διοργανωτή οργανωμένου ταξιδίου και/ή στον πωλητή-συμβαλλόμενο μέρος να απαιτεί προκαταβολή μέχρι 10 % του τιμήματος του ταξιδίου, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τα 500 DM, ο προστατευτικός σκοπός του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314 εκπληρώνεται μόνον εφόσον, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτωχεύσεως του διοργανωτή του οργανωμένου ταξιδίου και/ή του πωλητή-συμβαλλομένου μέρους, εξασφαλίζεται και η επιστροφή της εν λόγω προκαταβολής.

    5. Το άρθρο 7 της οδηγίας 90/314 έχει την έννοια, αφενός, ότι οι εγγυήσεις που οι διοργανωτές οργανωμένων ταξιδίων ή οι πωλητές-συμβαλλόμενα μέρη πρέπει «να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν» δεν υφίστανται ακόμη και όταν οι αγοραστές του οργανωμένου ταξιδίου, κατά την πληρωμή του τιμήματος του ταξιδίου, έχουν στην κατοχή τους έγγραφα παραστατικά αξίας και, αφετέρου, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορούσε να αποστεί από τη μεταφορά της οδηγίας 90/314 στο εσωτερικό δίκαιο ενόψει της αποφάσεως «προκαταβολή» του Bundesgerichtshof, της 12ης Μαρτίου 1987.

    6. Η οδηγία 90/314 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ειδικά μέτρα στο πλαίσιο του άρθρου 7 προς προστασία των αγοραστών οργανωμένων ταξιδίων από δική τους αμέλεια.

  2. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
  3. Στις 13.6.1990 εκδόθηκε η οδηγία 90/314/EΟΚ του Συμβουλίου "για τα οργανωμένα ταξίδια". Η οδηγία αποσκοπεί, κατά το άρθρο 1, στην προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια (συμπεριλαμβανομένων των οργανωμένων διακοπών και περιηγήσεων) που πωλούνται ή προσφέρονται προς πώληση στο έδαφος της Κοινότητας.
    Το άρθρο 7 ορίζει τα εξής: "Ο διοργανωτής ή/και ο πωλητής, που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση, αποδεικνύουν ότι διαθέτουν επαρκείς εγγυήσεις κατάλληλες να εξασφαλίσουν, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτωχεύσεως, την επιστροφή των καταβληθέντων και τον επαναπατρισμό του καταναλωτή."
    Κατά το άρθρο 9, τα κράτη μέλη έπρεπε να θέσουν σε ισχύ τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1992.

  4. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
  5. Στις 24.6.1994, ο Γερμανός νομοθέτης θέσπισε τον νόμο περί εφαρμογής της οδηγίας του Συμβουλίου της 13.6.1990 για τα οργανωμένα ταξίδια. Ο νόμος αυτός εισήγαγε στον Bόrgerliche Gesetzbuch (στο εξής: BGB) ένα νέο άρθρο, το 651 k, το οποίο, στην παράγραφο 4, προβλέπει εν πάση περιπτώσει τα εξής: "Πέραν μιας προκαταβολής ανερχομένης το πολύ στο 10% της τιμής του ταξιδίου και μη δυναμένης εν πάση περιπτώσει να υπερβαίνει τα 500 γερανικά μάρκα (DM), ο διοργανωτής μπορεί να ζητεί ή να λαμβάνει από τον αγοραστή του ταξιδίου, πριν από το τέλος του ταξιδίου, ποσά που αφαιρούνται από την τιμή του ταξιδίου μόνον αφού του παραδώσει προηγουμένως ένα πιστοποιητικό εξασφαλίσεως". Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.1994. Εφαρμόζεται επί των συμβάσεων που συνήφθησαν μετά την ημερομηνία αυτή και αφορούν τα ταξίδια των οποίων η έναρξη έπρεπε να πραγματοποιηθεί μετά τις 31 Οκτωβρίου 1994.

  6. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
  7. Οι ενάγοντες είναι αγοραστές οργανωμένων ταξιδίων οι οποίοι, λόγω της πτωχεύσεως, το 1993, των δύο επιχειρήσεων από τις οποίες είχαν αγοράσει τα ταξίδιά τους, δεν αναχώρησαν ή αναγκάστηκαν να επανακάμψουν από τον τόπο των διακοπών τους με δικά τους έξοδα, χωρίς να μπορέσουν να επιτύχουν επιστροφή των ποσών που είχαν καταβάλει στις επιχειρησεις αυτές ή των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν για τον επαναπατρισμό τους. Στο πλαίσιο των αγωγών αποζημιώσεως που άσκησαν κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ισχυρίστηκαν τα εξής: εάν το άρθρο 7 της οδηγίας είχε μεταφερθεί στο γερμανικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ήτοι προ της 31.12.1992, θα είχαν τύχει προστασίας έναντι της πτωχεύσεως των επιχειρήσεων από τις οποίες είχαν αγοράσει το οργανωμένο ταξίδι. Οι ενάγοντες στηρίζονται ιδίως στην απόφαση του Δικαστηρίου της 19.11.1991 επί των υποθέσεων C-6/90 und C-9/90 [Francovich κ.λπ.].

  8. ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
  9. Επειδή το Landgericht Bonn έκρινε ότι το γερμανικό δίκαιο δεν παρέχει έρεισμα για να γίνουν δεκτά τα αιτήματα αποζημιώσεως, είχε όμως αμφιβολίες ως προς τις συνέπειες της αποφάσεως Francovich κ.λπ, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστηριο δώδεκα γενικά προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την βάσει του κοινοτικού ευθύνη κράτους μέλους στην περίπτωση της οδηγίας για τα οργανωμένα ταξίδια. Βάσει των απαντήσεων του Δικαστηρίου το Landgericht Bonn θα εκδώσει στη συνέχεια την οριστική του απόφαση επί των εκκρεμουσών ενώπιόν του διαφορών.

  10. ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
    1. Επί των προϋποθέσεων θεμελιώσεως της ευθύνης του κράτους
    2. Το Δικαστήριο παραπέμπει στις αποφάσεις του σχετικά με το δικαίωμα αποζημιώσεως για ζημίες που προκλήθηκαν στους ιδιώτες από καταλογιστέες στα κράτη μέλη παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου (αποφάσεις της 19.11.1991, Francovich, της 5.3.1996, Brasserie de Pκcheur και Factortame, της 26.3.1996, British Telecommunications και της 23.5.1996,Hedley Lomas). Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, οι ζημιωθέντες έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις:

      1. παραβιαζόμενος κανόνας του κοινοτικού δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ζημιωθέντες·
      2. η παράβαση είναι κατάφωρη·
      3. μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια.

      'Οσον αφορά την οδηγία για τα οργανωμένα ταξίδια το Δικαστήριο κρίνει τα εξής:

    3. B. Ως προς τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της ορθής μεταφοράς της οδηγίας στο εer στο εσωτερικό
      1. 'Ενα ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αναφέρεται στην υπό την επωνυμία «προκαταβολή» απόφαση του Bundesgerichtshof, της 12.3.1987 (BGHZ 100,157), η οποία ακύρωσε τους γενικούς όρους των διοργανωτών ταξιδίων καθόσον υποχρέωναν τον αγοραστή του ταξιδίου να καταβάλλει προκαταβολή ίση προς το 10 % της τιμής του ταξιδίου χωρίς να έχει λάβει έγγραφο παραστατικό αξίας.

        Tο αιτούν δικαστήριο ζήτησε να πληροφορηθεί αν ο σκοπός της προστασίας των καταναλωτών που επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας εκπληρώνεται όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει στον διοργανωτή να ζητεί προκαταβολή μέχρι το 10 % της τιμής του ταξιδίου, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τα 500 DM, πριν παραδώσει στον πελάτη του έγγραφα που το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει «έγγραφα παραστατικά αξίας», ήτοι έγγραφα που πιστοποιούν το δικαίωμα του καταναλωτή για εκπλήρωση διαφόρων παροχών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο οργανωμένο ταξίδι (από αεροπορικές εταιρίες ή ξενοδοχεία) [ήτοι, για παράδειγμα, αεροπορικά εισιτήρια, αποδεικτικά κρατήσεως δωματίου σε ξενοδοχείο].

        Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 7 της οδηγίας αποσκοπεί στην προστασία του καταναλωτή από τους κινδύνους που ορίζει η διάταξη αυτή και απορρέουν από την αφερεγγυότητα ή την πτώχευση του διοργανωτή. Ο περιορισμός της προστασίας αυτής κατά τρόπον ώστε η προκαταβολή που ενδεχομένως καταβλήθηκε να μην περιλαμβάνεται στην εξασφάλιση της επιστροφής των καταβληθέντων ή του επαναπατρισμού αντιβαίνει προς τον σκοπό αυτό. Πράγματι, η οδηγία δεν παρέχει κανένα έρεισμα για τέτοιο περιορισμό του δικαιώματος το οποίο εξασφαλίζει το άρθρο 7. Επομένως, εθνικός κανόνας ο οποίος επιτρέπει στους διοργανωτές να απαιτούν από τους αγοραστές οργανωμένων ταξιδίων προκαταβολή συνάδει προς το άρθρο 7 της οδηγίας μόνον εάν, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτωχεύσεως του διοργανωτή, εξασφαλίζεται η επιστροφή και της εν λόγω προκαταβολής.

      2. Περαιτέρω, το LG Bonn ερώτησε αν οι εγγυήσεις τις οποίες πρέπει «να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν» οι διοργανωτές, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας, υφίστανται ακόμη και όταν οι αγοραστές, κατά την πληρωμή του τιμήματος του ταξιδίου, έχουν στην κατοχή τους έγγραφα παραστατικά αξίας [ήτοι, για παράδειγμα, αεροπορικά εισιτήρια, αποδεικτικά κρατήσεως δωματίου σε ξενοδοχείο].

        Το Δικαστήριο δέχεται ότι η προστασία που το άρθρο 7 εξασφαλίζει στους καταναλωτές θα μπορούσε να διακυβευθεί αν οι καταναλωτές ήσαν αναγκασμένοι να επικαλεσθούν πιστωτικούς τίτλους έναντι τρίτων οι οποίοι δεν έχουν, εν πάση περιπτώσει, την υποχρέωση να τους λάβουν υπόψη και είναι, άλλωστε, οι ίδιοι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της πτωχεύσεως.