'Οσον αφορά την οδηγία για τα οργανωμένα ταξίδια το Δικαστήριο κρίνει τα εξής:
Tο αιτούν δικαστήριο ζήτησε να πληροφορηθεί αν ο σκοπός της προστασίας των καταναλωτών που επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας εκπληρώνεται όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει στον διοργανωτή να ζητεί προκαταβολή μέχρι το 10 % της τιμής του ταξιδίου, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τα 500 DM, πριν παραδώσει στον πελάτη του έγγραφα που το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει «έγγραφα παραστατικά αξίας», ήτοι έγγραφα που πιστοποιούν το δικαίωμα του καταναλωτή για εκπλήρωση διαφόρων παροχών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο οργανωμένο ταξίδι (από αεροπορικές εταιρίες ή ξενοδοχεία) [ήτοι, για παράδειγμα, αεροπορικά εισιτήρια, αποδεικτικά κρατήσεως δωματίου σε ξενοδοχείο].
Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 7 της οδηγίας αποσκοπεί στην προστασία του καταναλωτή από τους κινδύνους που ορίζει η διάταξη αυτή και απορρέουν από την αφερεγγυότητα ή την πτώχευση του διοργανωτή. Ο περιορισμός της προστασίας αυτής κατά τρόπον ώστε η προκαταβολή που ενδεχομένως καταβλήθηκε να μην περιλαμβάνεται στην εξασφάλιση της επιστροφής των καταβληθέντων ή του επαναπατρισμού αντιβαίνει προς τον σκοπό αυτό. Πράγματι, η οδηγία δεν παρέχει κανένα έρεισμα για τέτοιο περιορισμό του δικαιώματος το οποίο εξασφαλίζει το άρθρο 7. Επομένως, εθνικός κανόνας ο οποίος επιτρέπει στους διοργανωτές να απαιτούν από τους αγοραστές οργανωμένων ταξιδίων προκαταβολή συνάδει προς το άρθρο 7 της οδηγίας μόνον εάν, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτωχεύσεως του διοργανωτή, εξασφαλίζεται η επιστροφή και της εν λόγω προκαταβολής.
Το Δικαστήριο δέχεται ότι η προστασία που το άρθρο 7 εξασφαλίζει στους καταναλωτές θα μπορούσε να διακυβευθεί αν οι καταναλωτές ήσαν αναγκασμένοι να επικαλεσθούν πιστωτικούς τίτλους έναντι τρίτων οι οποίοι δεν έχουν, εν πάση περιπτώσει, την υποχρέωση να τους λάβουν υπόψη και είναι, άλλωστε, οι ίδιοι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της πτωχεύσεως.