Η οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, καθορίζει ορισμένες ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας σε σχέση με την οργάνωση του χρόνου εργασίας και ισχύει στους περισσότερους από τους υπάρχοντες τομείς δραστηριοτήτων. Η οδηγία αυτή ρυθμίζει τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και ετήσιας άδειας, καθώς και τον χρόνο διαλείμματος και τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας. Τέλος, περιέχει διάφορες διατάξεις σχετικά με τη νυχτερινή εργασία, την εργασία κατά βάρδιες και τον ρυθμό εργασίας. Το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία αυτή βάσει του άρθρου 118 A της Συνθήκης.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε από το Δικαστήριο να ακυρώσει την οδηγία, ισχυριζόμενο, κυρίως, ότι έχει επιλεγεί εσφαλμένη νομική βάση και ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας.
Το Δικαστήριο, αφού εξετάζει το περιεχόμενο του άρθρου 118 A, κρίνει ότι, εφόσον το κύριο αντικείμενο ενός μέτρου είναι η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, επιβάλλεται η χρησιμοποίηση του άρθρου 118 A ως νομικής βάσεως, ανεξαρτήτως των παρεπομένων συνεπειών που έχει ενδεχομένως το εν λόγω μέτρο επί της εγκαθιδρύσεως και της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.
Το Δικαστήριο κρίνει επίσης, στηριζόμενο κυρίως στο γράμμα του άρθρου 118 Α, ότι η διάταξη αυτή, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν επιδέχεται στενή ερμηνεία.
'Οσον αφορά την προσβαλλόμενη οδηγία, το Δικαστήριο προβαίνει σε διάκριση μεταξύ του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, και των λοιπών διατάξεων.
'Οσον αφορά το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, που προβλέπει ότι στην ελάχιστη περίοδο εβδομαδιαίας αναπαύσεως περιλαμβάνεται καταρχήν και η Κυριακή, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να εξηγήσει για ποιο λόγο η Κυριακή, ως ημέρα εβδομαδιαίας αναπαύσεως, παρουσιάζει στενότερη συνάφεια με την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων απ' ό,τι οι άλλες ημέρες της εβδομάδας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας πρέπει να ακυρωθεί.
Αν εξαιρεθεί η ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη, το Δικαστήριο κρίνει ότι το βασικό αντικείμενο της οδηγίας είναι, αν ληφθούν υπόψη ο σκοπός και το περιεχόμενό της, η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων μέσω της θεσπίσεως ελαχίστων προδιαγραφών που εφαρμόζονται σταδιακά.
Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οδηγία, εξαιρουμένου του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, εγκύρως εκδόθηκε βάσει του άρθρου 118 A.
'Οσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι ελάχιστες προδιαγραφές που θεσπίζει το Συμβούλιο στον τομέα της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων μπορούν να υπερβαίνουν το χαμηλότερο όριο προστασίας που προβλέπεται από τα διάφορα κράτη μέλη.
Εξάλλου, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά έναν τομέα ο οποίος, όπως εν προκειμένω, προϋποθέτει επιλογές κοινωνικής πολιτικής και στον οποίο καλείται το ίδιο να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει, εντός των ορίων του περιορισμένου δικαστικού ελέγχου στον οποίο μπορεί να προβεί, ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα ούτε ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας ούτε υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς του.