Σε μια περίπτωση χαλεπότητας στην οποία βρίσκεται ένας εισαγωγέας μπανανών από τρίτες χώρες, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κοινοτικά δικαστήρια και όχι τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να παρέχουν στους επιχειρηματίες προσωρινή προστασία οσάκις, βάσει κοινοτικού κανονισμού, η ύπαρξη και η έκταση των δικαιωμάτων των επιχειρηματιών πρέπει να διαπιστωθούν με πράξη της Επιτροπής, την οποία αυτή δεν έχει εκδόσει ακόμη.
Στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της μπανάνας (κανονισμός ΕΟΚ 404/93, της 13ης Φεβρουαρίου) εφαρμόζεται από 1ης Ιουλίου 1993 ένα κοινό καθεστώς εισαγωγής μπανάνας που αντικατέστησε τα διάφορα εθνικά συστήματα. Η εταιρία Port, που είναι παραδοσιακός εισαγωγέας μπανάνας, έλαβε από το Bundesanstalt, σύμφωνα με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, άδειες εισαγωγής μπανανών από τρίτες χώρες για το δεύτερο εξάμηνο του 1993 και για τα έτη 1994 και 1995, βάσει των ποσοτήτων που είχε πωλήσει κατά τη διάρκεια των ετών αναφοράς 1989, 1990 και 1991.
Ήδη το 1994 η Port ζήτησε από το Bundesanstalt πρόσθετες άδειες, επικαλούμενη περίπτωση χαλεπότητας. Η εν λόγω εταιρία προέβαλε συγκεκριμένα ότι, λόγω της εκ μέρους ενός κολομβιανού προμηθευτή παραβάσεως των συμβατικών του υποχρεώσεων, δεν μπόρεσε να εισαγάγει κατά τα έτη αναφοράς παρά μόνο μια ασυνήθιστα χαμηλή ποσότητα μπανανών. Η εθνική αρχή αρνήθηκε να της χορηγήσει τις πρόσθετες άδειες βάσει του κανονισμού που διέπει σήμερα το εμπόριο μπανάνας.
Κατά το Δικαστήριο, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει όλα τα μεταβατικά μέτρα που κρίνονται αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η διατάραξη της εσωτερικής αγοράς που ενδέχεται να προκαλέσει η αντικατάσταση των διαφόρων εθνικών συστημάτων από την κοινή οργάνωση αγοράς. Προς τούτο η Επιτροπή οφείλει επίσης να λάβει υπόψη την κατάσταση των επιχειρηματιών εκείνων οι οποίοι, στο πλαίσιο προγενέστερης του κανονισμού εθνικής ρυθμίσεως, υιοθέτησαν ορισμένη συμπεριφορά και δεν ήταν σε θέση να προβλέψουν τις συνέπειες που θα είχε η συμπεριφορά αυτή μετά την εγκαθίδρυση της κοινής οργανώσεως αγοράς. Η παρέμβαση των κοινοτικών οργάνων επιβάλλεται ιδίως αν η μετάβαση προς την κοινή οργάνωση αγοράς προσβάλλει τα προστατευόμενα από το κοινοτικό δίκαιο θεμελιώδη δικαιώματα ορισμένων επιχειρηματιών, όπως είναι το δικαίωμα της κυριότητας και το δικαίωμα ελεύθερης ασκήσεως των επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Εξάλλου, η Επιτροπή έχει την εξουσία να παρεκκλίνει, σε περίπτωση ανάγκης, από την τήρηση της περιόδου αναφοράς ακόμη και προς όφελος μεμονωμένων επιχειρηματιών.
Πάντως, αν η Επιτροπή δεν ενεργήσει, το εθνικό δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να χορηγήσει στους οικείους επιχειρηματίες προσωρινή προστασία. Πράγματι, ο έλεγχος της παραλείψεως της Επιτροπής ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή. Επομένως, σε περιπτώσεις όπως η υπόθεση της κύριας δίκης, η δικαστική προστασία των ενδιαφερομένων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνον από το Δικαστήριο και ενδεχομένως από το Πρωτοδικείο.
Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εναπόκειται Δ εν ανάγκη κατόπιν αιτήσεως του οικείου επιχειρηματία Δ να ζητήσει την εφαρμογή της διαδικασίας που είναι αναγκαία προκειμένου να λάβει η Επιτροπή τα ειδικά μέτρα που απαιτεί η περίπτωση του επιχειρηματία.
Εξάλλου, σε περίπτωση χαλεπότητας, όπου απειλείται η οικονομική επιβίωσή του, ο οικείος επιχειρηματίας μπορεί επίσης να αποταθεί απευθείας στην Επιτροπή και να της ζητήσει να λάβει ειδικά μέτρα.
Σε περίπτωση παραλείψεως του κοινοτικού οργάνου να ενεργήσει, το κράτος μέλος καθώς και ο οικείος επιχειρηματίας μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά παραλείψεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφυγής κατά παραλείψεως, και κατόπιν αιτήσεως του προσφεύγοντος, ο κοινοτικής δικαστής μπορεί να λάβει προσωρινά μέτρα (άρθρο 186 της Συνθήκης).