Το Δικαστήριο κλήθηκε για πρώτη φορά να αποφανθεί επί των διατάξεων σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη που περιλαμβάνει ο νέος τίτλος XVII (άρθρα 130 Υ έως 130 Ω) της Συνθήκης ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Με αυτή την ευκαιρία, το Δικαστήριο προσδιόρισε την έκταση της αρμοδιότητας που απονέμεται με τις εν λόγω διατάξεις στην Κοινότητα, εξετάζοντας τη συναφθείσα μεταξύ της Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ινδίας συμφωνία.
Η Πορτογαλική Δημοκρατία ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως 94/578/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ινδίας για τις εταιρικές σχέσεις και την ανάπτυξη. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στα άρθρα 113 και 130 Ω της Συνθήκης ΕΚ. Υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο, το οποίο αποφάνθηκε με ειδική πλειοψηφία.
Η Πορτογαλική Δημοκρατία διαφώνησε με την επιλεγείσα νομική βάση. Υποστήριξε ότι ορισμένες ρήτρες της συμφωνίας απαιτούσαν, λόγω των συγκεκριμένων θεμάτων, τη συμμετοχή όλων των κρατών μελών στη διαδικασία συνάψεως της συμφωνίας. Τα θέματα αυτά αφορούν ειδικότερα, αφενός, την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφετέρου, τη συνεργασία στους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού, του πολιτισμού, της καταπολεμήσεως των ναρκωτικών και της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Κατά το άρθρο 1 της συμφωνίας συνεργασίας, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των δημοκρατικών αρχών συνιστά αποφασιστικό στοιχείο της.
Η Πορτογαλική Κυβέρνηση εκτιμά συναφώς ότι η αναφορά ορισμένων διατάξεων της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση στα θεμελιώδη δικαιώματα έχει προγραμματικό χαρακτήρα, χωρίς να προσδιορίζονται παρά μόνο γενικοί στόχοι. Επομένως, οι ανωτέρω διατάξεις, ιδίως δε το άρθρο 130 Υ, δυνάμει του οποίου η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη πρέπει να συμβάλλει στον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεν απονέμουν στην Κοινότητα ειδικές εξουσίες δράσεως.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο ερμηνεύει το άρθρο 130 Υ υπό την έννοια ότι η πολιτική της Κοινότητας στο τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στον στόχο του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των δημοκρατικών αρχών. Με άλλα λόγια, η συνεργασία εξαρτάται από τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου εντός του συνεργαζομένου με την Κοινότητα κράτους. Διάταξη όπως αυτή του άρθρου 1 της συμφωνίας συνιστά συναφώς σημαντικό μέσο παρέχον στην Κοινότητα τη δυνατότητα να ασκήσει, δυνάμει του διεθνούς δικαίου, το δικαίωμα αναστολής ή διακοπής της εφαρμογής της συμφωνίας συνεργασίας για την ανάπτυξη, σε περίπτωση μη σεβασμού εκ μέρους της τρίτης χώρας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη δεν συνιστούν αφ' εαυτών επαρκή νομική βάση για τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας ρυθμιζουσών θέματα που εμπίπτουν στην ιδία αρμοδιότητα των κρατών μελών. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, όσον αφορά τις διατάξεις της συμφωνίας περί της πνευματικής ιδιοκτησίας, της καταπολεμήσεως των ναρκωτικών, καθώς και της συνεργασίας σε θέματα τουρισμού και πολιτισμού, διατάξεις που απαιτούν τη συμμετοχή των κρατών μελών κατά τη σύναψη της συμφωνίας.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι, δυνάμει των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη, η Κοινότητα διαθέτει ειδική αρμοδιότητα συνάψεως συμφωνιών με τις τρίτες χώρες στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη. Η επιδίωξη των κατά τη Συνθήκη ευρέων στόχων στον τομέα αυτό ενδέχεται να απαιτεί την ενσωμάτωση σε παρόμοιες συμφωνίες ρητρών επί διαφόρων ειδικών θεμάτων, χωρίς να θίγεται με τον τρόπο αυτό η φύση της συμφωνίας, η οποία προσδιορίζεται από το βασικό αντικείμενό της. Τούτο προϋποθέτει ότι οι συναφείς ρήτρες δεν επιβάλλουν υποχρεώσεις βαίνουσες πέραν των στόχων της συνεργασίας για την ανάπτυξη.
Το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας εν προκειμένω την υπό μορφή αρχής διαπίστωση αυτή, αποφαίνεται ότι οι διατάξεις της συμφωνίας σχετικά με τα επίδικα θέματα ορίζουν το πλαίσιο της συνεργασίας και περιορίζονται στον προσδιορισμό των τομέων που αποτελούν αντικείμενό της. Αντίθετα, οι εν λόγω διατάξεις δεν περιλαμβάνουν ρύθμιση των συγκεκριμένων λεπτομεριών εφαρμογής της συνεργασίας στους επί μέρους τομείς. Επομένως, δεν προδικάζουν τη μελλοντική κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών σχετικά με την ολοκλήρωση της συνεργασίας αυτής.
Το Δικαστήριο ερμηνεύει στη συνέχεια τις συγκεκριμένες διατάξεις της συμφωνίας περί της ενέργειας, του τουρισμού, του πολιτισμού, της καταπολεμήσεως των ναρκωτικών και της πνευματικής ιδιοκτησίας, για να καταλήξει συναφώς στη διαπίστωση ότι περιλαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη των κατά τη Συνθήκη στόχων στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη και ότι περιορίζονται στον προσδιορισμό του σχετικού πλαισίου.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο απορρίπτει την ασκηθείσα από την Πορτογαλική Κυβέρνηση προσφυγή και επικυρώνει τη νομιμότητα της νομικής βάσεως της συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ινδίας.