Ο ελληνικός νόμος 4491/1966 ρυθμίζει τη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος της Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), η οποία είναι ιδιόμορφος κρατικός οργανισμός διεπόμενος κυρίως από το ιδιωτικό δίκαιο. Το σύστημα αυτό είναι υποχρεωτικό για τους υπαλλήλους της ΔΕΗ, η δε σύνταξη που χορηγείται δυνάμει αυτού υπολογίζεται βάσει του αποδοχών του τελευταίου έτους υπηρεσίας και τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας. Ο νόμος ορίζει ότι «εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου ή ησφαλισμένου (...) δικαιούνται συντάξεως η χήρα ή, επί ησφαλισμένης, ο άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασίαν χήρος, του οποίου η συντήρησις εβάρυνε την θανούσαν καθ' όλην την τελευταίαν προ του θανάτου πενταετίαν».
Η σύζυγος του Ε. Εβρενόπουλου, Έλληνα υπηκόου, εργαζόταν στη ΔΕΗ. Μετά τον θάνατό της, ο Ε. Εβρενόπουλος ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη επιζώντος. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε διότι ο αιτών δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου. Ο Ε. Εβρενόπουλος προσέφυγε τότε κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλίσεως ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, το οποίο έκρινε τη διάταξη αυτή ανεφάρμοστη, καθόσον αντιβαίνουσα στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου, η οποία καθιερώνεται από το Ελληνικό Σύνταγμα και από το κοινοτικό δίκαιο, και ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλίσεως. Η ΔΕΗ άσκησε έφεση και το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών υπέβαλε στο Δικαστήριο διάφορα προδικαστικά ερωτήματα.
Το Δικαστήριο θεωρεί, πρώτον, ότι το ασφαλιστικό σύστημα της ΔΕΗ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης Δ που αφορά την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία Δ (και όχι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν διακρίσεις όσον αφορά τις συντάξεις επιζώντος που καταβάλλονται δυνάμει εκ του νόμου προβλεπομένων συστημάτων). Οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει του συστήματος αυτού εμπίπτουν στην έννοια της αμοιβής. Η σύνταξη την οποία δικαιούνταν η Εβρενοπούλου καταβάλλεται λόγω της σχέσεως εργασίας· εξάλλου, η σύνταξη αυτή αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αποτελεί συνάρτηση του χρόνου υπηρεσίας και υπολογίζεται βάσει των τελευταίων αποδοχών. Η σύνταξη επιζώντος του Ε. Εβρενόπουλου, η οποία προβλέπεται από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, συνιστά όφελος, η γενεσιουργός αιτία του οποίου έγκειται στην ασφάλιση της συζύγου του επιζώντος στο σύστημα. Κατά συνέπεια, συνδέεται με την αμοιβή και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αποφαίνεται Δ σύμφωνα με πάγια νομολογία Δ ότι το άρθρο 119 απαγορεύει κάθε διάκριση ως προς τις αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών, όποιος και αν είναι ο μηχανισμός που καθορίζει την ανισότητα αυτή. Συνεπώς, διάταξη η οποία εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως χήρου, εμπίπτουσας στην έννοια της αμοιβής, από ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται για τις χήρες εισάγει άμεση διάκριση εις βάρος των ανδρών και δεν μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ.
Τέλος, επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα προς αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως για την τήρηση του άρθρου 119, το άρθρο αυτό επιβάλλει τη χορήγηση στα άτομα της κατηγορίας που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν τα άτομα της προνομιούχου κατηγορίας. Έτσι, στους χήρους οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση (εν προκειμένω, στον Ε. Εβρενόπουλο) πρέπει να χορηγηθεί σύνταξη επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Barber, η ρύθμιση της οποίας περιελήφθη στο Πρωτόκολλο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προς στήριξη απαιτήσεων επί παροχών οι οποίες καταβάλλονται δυνάμει επαγγελματικών συστημάτων εφόσον οι παροχές αυτές αντιστοιχούν σε περιόδους απασχολήσεως πριν από τις 17 Μαΐου 1990 (ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber)· εξαίρεση προβλέπεται υπέρ των ατόμων τα οποία, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εξαίρεση αυτή καλύπτει περιπτώσεις όπως αυτή του Ε. Εβρενόπουλου, στις οποίες η πρώτη προσφυγή, ασκηθείσα πριν από τις 17 Μαΐου 1990, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, εφόσον παρασχέθηκε στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να προβεί στην τακτοποίησή της εντός προθεσμίας τριών μηνών, πράγμα το οποίο ο ενδιαφερόμενος έπραξε.
Αποκλειστικώς προς χρήση των μέσων μαζικής ενημερώσεως Δ Το έγγραφο αυτό δεν αποτελεί επίσημο έγγραφο και δεν δεσμεύει το ΔικαστήριοΔ Διατίθεται στην αγγλική, γαλλική και ελληνική γλώσσα ΔΓια περισσότερες πληροφορίες ή για να λάβετε αντίγραφo της αποφάσεως, παρακαλείσθε να απευθύνεσθε στην κ. Estella Cigna, τηλ. (352) 4303.2582.