Ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι οι κοινοτικοί κανόνες περί ειδικών φόρων καταναλώσεως δεν αντιτίθενται στην επιβολή ενός τέτοιου φόρου επί εμπορευμάτων εντός κράτους μέλους όταν ιδιώτης που κατοικεί στο κράτος αυτό αποκτά τα εμπορεύματα σε άλλο κράτος μέλος από το οποίο αυτά μεταφέρονται στο κράτος κατοικίας μέσω αντιπροσώπου που μεριμνά για την αγορά και τη μεταφορά των προϊόντων.
Κατά το Court of Appeal, London, οι εφεσείουσες εταιρίες έχουν συστήσει και θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα το οποίο παρέχει σε κάτοικο του Ηνωμένου Βασιλείου τη δυνατότητα "χωρίς να χάσει τη βολή της πολυθρόνας του" να λάβει εντός του Ηνωμένου Βασιλείου τα προϊόντα καπνού που έχει αγοράσει από κατάστημα στο Λουξεμβούργο. Κατά τον τρόπο αυτόν, αποφεύγει την καταβολή του ισχύοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο ειδικού φόρου καταναλώσεως, ο οποίος είναι σημαντικά υψηλότερος από τον καταβλητέο εντός του Λουξεμβούργου.
Οι εφεσείουσες εταιρίες, EMU Tabac S.ΰ r.l. (στο εξής: έμπορος λιανικής πωλήσεως), λιανοπωλητής προϊόντων καπνού στο Λουξεμβούργο, και The Man in Black Ltd (στο εξής: αντιπρόσωπος), είναι θυγατρικές της Enlightened Tobacco Company. Οι πελάτες, ενεργούντες μέσω του αντιπροσώπου, παραγγέλλουν τσιγάρα μέχρι το ανώτατο όριο των 800 τσιγάρων ανά παραγγελία. Ο αντιπρόσωπος μεριμνά για τη μεταφορά των εμπορευμάτων από το Λουξεμβούργο στο Ηνωμένο Βασίλειο και για την πληρωμή τόσο του εμπόρου λιανικής πωλήσεως όσο και του μεταφορέα, παρακρατώντας μια προμήθεια.
Οι αρμόδιες για τα τελωνεία και τον ειδικό φόρο καταναλώσεως αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου διέταξαν την κατάσχεση στο Dover μιας ποσότητας καπνού που είχε εισαχθεί στο πλαίσιο του συστήματος αυτού και αξίωσαν την καταβολή του αναλογούντος επί των εμπορευμάτων αυτών ειδικού φόρου καταναλώσεως του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι εφεσείουσες αμφισβήτησαν την αξίωση αυτή ενώπιον του High Court, το οποίο απέρριψε το αίτημά τους, και στη συνέχεια, κατόπιν εφέσεως, το Court of Appeal αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί της ερμηνείας της οδηγίας 92/12/EΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους καταναλώσεως.
Κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου υποβλήθηκαν παρατηρήσεις από τις εφεσείουσες, τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, τη Γερμανική, Δανική, Γαλλική, Ελληνική, Ιρλανδική, Ιταλική, Ολλανδική, Αυστριακή, Φινλανδική και Σουηδική Κυβέρνηση, την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την Imperial Tobacco.
Το έργο του γενικού εισαγγελέα συνίσταται στην επικουρία του Δικαστηρίου με την ανάπτυξη εμπεριστατωμένων προτάσεων επί της υποθέσεως, στις οποίες πρέπει να περιλαμβάνεται η άποψή του ως προς την απάντηση που το Δικαστήριο θα πρέπει να δώσει στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Court of Appeal. Ο γενικός εισαγγελέας ενεργεί με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αλλά οι προτάσεις του δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο.
Με το πρώτο ερώτημά του, το Court of Appeal ερωτά στην ουσία αν οι διατάξεις της οδηγίας αντιτίθενται στην επιβολή ειδικού φόρου καταναλώσεως επί εμπορευμάτων εντός του κράτους μέλους στο οποίο αυτά αποστέλλονται όταν ιδιώτης που κατοικεί στο κράτος αυτό αποκτά τα εμπορεύματα σε άλλο κράτος μέλος μέσω αντιπροσώπου ενεργούντος επ' ονόματι του ιδιώτη και μεριμνώντος για τη μεταφορά των εμπορευμάτων.
Ο γενικός εισαγγελέας εκτίμησε ότι η λύση του ζητήματος εξαρτάται, αφενός, από την έννοια των λέξεων "απόκτηση από ιδιώτες" που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 8 της οδηγίας και, αφετέρου, από την κατά το άρθρο αυτό προϋπόθεση να μεταφέρονται τα προϊόντα από τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες. Το άρθρο 8 καθορίζει, ως γενική αρχή, ότι ο ειδικός φόρος καταναλώσεως επιβάλλεται εντός του κράτους μέλους όπου αποκτώνται τα προϊόντα.
Όσον αφορά την "απόκτηση από ιδιώτες", ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε πρώτα ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται σε ένα φορολογικό μέτρο, όπως είναι η εν λόγω οδηγία, ενδέχεται να έχουν ειδική έννοια μη συμπίπτουσα οπωσδήποτε με αυτήν που χρησιμοποιείται στο αστικό ή το εμπορικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, εκτίμησε ότι η έννοια "ιδιώτης", του οποίου τις αγορές αφορά το άρθρο 8 της οδηγίας, αποκλείει τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως τρίτων προσώπων.
Συνεπώς, το άρθρο 8 της οδηγίας καλύπτει μόνο την ιδίω ονόματι δράση του ιδιώτη, η οποία περιλαμβάνει διάφορες διαδοχικές πράξεις (ταξίδι σε άλλο κράτος μέλος, αγορά προϊόντων υποκειμένων σε ειδικό φόρο καταναλώσεως και μεταφορά στη δική του χώρα) στις οποίες αυτός πρέπει να προβεί για δικό του λογαριασμό. Πράξεις που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές - όπως οι πράξεις στην παρούσα υπόθεση - δεν εμπίπτουν στον κανόνα του άρθρου αυτού.
Όσο για την έννοια των "προϊόντων που μεταφέρονται", ο γενικός εισαγγελέας προέβη πρώτα στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 8, στο πλαίσιο της οποίας συνέκρινε τους όρους που έχουν χρησιμοποιηθεί στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις. Κατά την άποψή του, η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως συνεπάγεται ότι το πρόσωπο που προβαίνει στη μεταφορά πρέπει να είναι ειδικά ο ιδιώτης αγοραστής και όχι οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Η έννοια των φράσεων "μεταφέρουν οι ιδιώτες αυτοπροσώπως" ή "μεταφέρουν αυτοί", που χρησιμοποιούνται στις περισσότερες από τις γλωσσικές αποδόσεις, παραπέμπει στη μεταφορά που γίνεται - και όχι απλώς διακανονίζεται - από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Έτσι, το γράμμα της διατάξεως παραπέμπει σε πράξεις μεταφοράς που διενεργούνται από τον ιδιώτη και από κανέναν άλλον. Τούτο συνεπάγεται, κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα, ότι ο ιδιώτης που αγόρασε τα υποκείμενα στον φόρο προϊόντα ταξίδεψε σε άλλη χώρα και συναποκόμισε τα προϊόντα. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται με την εξέταση της ίδιας φράσεως εντός του νομοθετικού πλαισίου της οδηγίας, περιλαμβανομένων συγκρίσεων με το άρθρο 9, το οποίο αφορά τα προϊόντα που βρίσκονται στην κατοχή ενός προσώπου για εμπορικούς σκοπούς και το οποίο θα καθίστατο σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικό αν ένα σύστημα αγοράς και μεταφοράς όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη αποτελούσε γενική πρακτική.
Η μοναδική διαφορά μεταξύ του δευτέρου και του πρώτου ερωτήματος που υπέβαλε το Court of Appeal έγκειται στο ότι το δεύτερο ερώτημα αναφέρει ρητώς ότι "έχει συσταθεί και τεθεί σε λειτουργία ένα σύστημα εμπορίας". Ο γενικός εισαγγελέας κατέληξε στο ότι η απάντηση που πρότεινε για το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ισχύει κατά μείζονα λόγο για την περίπτωση που περιγράφεται στο δεύτερο ερώτημα.
Τέλος, ο γενικός εισαγγελέας εξέτασε και απέρριψε διάφορα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εφεσείουσες και κατέληξε στο ότι, υπό τις συνθήκες που περιέγραψε το Court of Appeal, πρέπει να γίνει δεκτή η δυνατότητα επιβολής ειδικού φόρου καταναλώσεως εντός του κράτους μέλους προορισμού.
Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα κατά τη σημερινή συνεδρίαση, το Δικαστήριο θα διασκεφθεί επί της υποθέσεως και θα εκδώσει την απόφασή του σε μεταγενέστερη ημερομηνία η οποία θα ανακοινωθεί εν ευθέτω χρόνω στους διαδίκους και το κοινό.
Το παρόν Ανακοινωθέν Τύπου δεν δεσμεύει το Δικαστήριο και προορίζεται αποκλειστικώς για τον Τύπο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Για περαιτέρω πληροφορίες ή για αντίγραφο των προτάσεων αποταθείτε στην κ. Estella Cigna - αριθ. τηλ. 00352 4303 2582 ή αποστείλατε fax στο 00352 4303 2500.