η Επιτροπή απαγόρευσε στο Ηνωμένο Βασίλειο να εξάγει προς τα άλλα κράτη μέλη και προς τις τρίτες χώρες ζώντα βοοειδή, βόειο κρέας και παράγωγα προϊόντα είναι έγκυρη
Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ), γνωστή ως ασθένεια των "τρελλών αγελάδων", είναι ασθένεια συνιστάμενη στον εκφυλισμό του εγκεφάλου και χαρακτηριζόμενη από αλλοίωση του εγκεφαλικού ιστού (ο οποίος λαμβάνει σπογγώδη μορφή) και από την εμφάνιση ισόμορφης πρωτεΐνης, η οποία ονομάζεται πρωτεΐνη προϊός. Η ασθένεια πλήττει πολλά είδη ζώων αλλά και τον άνθρωπο. Η ακριβής φύση των μολυσματικών παραγόντων παραμένει άγνωστη. Σήμερα, θεωρείται ότι η νόσος οφείλεται στη χρήση ως ζωοτροφής κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων που περιέχουν τον μολυσματικό παράγοντα. Μια πρώτη περίπτωση ΣΕΒ διαγνώστηκε το 1986 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατόπιν αυτού, το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε πολυάριθμα προληπτικά μέτρα και απαγόρευσε τη χρήση υπόπτων πρωτεϊνών ως ζωοτροφή των μυρηκαστικών, καθώς και - από τον μήνα Νοέμβριο του 1989 - την πώληση ή χρήση ως ζωοτροφών ορισμένων εντοσθίων και της κεφαλής των βοοειδών, εξαιρουμένης της γλώσσας. Η Επιτροπή επέβαλε με τη σειρά της, με απόφαση που εξέδωσε το 1994, πολυάριθμες απαγορεύσεις εξαγωγής ζώντων βοειδών και νωπών κρεάτων στα υπόλοιπα κράτη μέλη, προβλέποντας επίσης σύστημα προσδιορισμού της ταυτότητας των ζώων και πιστοποιήσεως ορισμένων προδιαγραφών.
Τον μήνα Μάρτιο του 1996, ανεξάρτητη επιστημονική επιτροπή, γνωμοδοτούσα για λογαριασμό της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, έφερε στο φως νέες περιπτώσεις εκδηλώσεως της ασθενείας Creutzfeldt-Jacob σε νεαρούς ασθενείς, κλινικά ασυμπτωματικούς, επισείοντας την ανάγκη εφαρμογής των μέτρων προστασίας και ελέγχου, καθώς και την απαγόρευση χρήσεως ως φυράματος κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων.
Ταυτόχρονα σχεδόν, ορισμένα κράτη μέλη έκλεισαν τα σύνορα στις εισαγωγές ζώντων βοειδών και βοείου κρέατος προελεύσεως Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ ορισμένες τρίτες χώρες απαγόρευσαν την εισαγωγή των ιδίων προϊόντων, προερχομένων γενικώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέλος, με απόφαση της 27ης Μαρτίου 1996, η Επιτροπή απαγόρευσε στο Ηνωμένο Βασίλειο την εξαγωγή στα λοιπά κράτη μέλη και στις τρίτες χώρες ζώντων βοειδών και βοείου κρέατος, καθώς και διαφόρων παραγώγων προϊόντων τους.
Ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμούν δύο δίκες:
Παράλληλα, το Ηνωμένο Βασίλειο κάλεσε το Δικαστήριο να αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως και να λάβει προσωρινά μέτρα, πλην όμως το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα στις 12 Ιουλίου 1996.
Ο γενικός εισαγγελέας έχει ως έργο να επικουρεί το Δικαστήριο, υποβάλλοντας αιτιολογημένες προτάσεις επί των εκδικαζομένων υποθέσεων και προτείνοντας στο Δικαστήριο τρόπους επιλύσεως των υποβληθέντων ζητημάτων. Ενεργεί με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, οι δε προτάσεις του δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο.
Οι οδηγίες 90/425 και 89/662 του Συμβουλίου (επί των κτηνιατρικών ελέγχων και του εμπορίου ζώντων ζώων) παρέχουν στην Επιτροπή τις εξουσίες θεσπίσεως των αναγκαίων μέτρων αντιμετωπίσεως σοβαρών κινδύνων για τα ζώα και τους ανθρώπους: συγκεκριμένα, η υγεία αποτελεί στόχο προτεραιότητας ώστε να δικαιολογεί πιθανούς περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η οποία θεωρείται ως σημαντική συνιστώσα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Η σοβαρότητα της ΣΕΒ και ο κίνδυνος μεταδόσεώς της στον άνθρωπο, ως δυνάμενη να επισυμβεί υποθετική περίπτωση, νομιμοποιούν την απόφαση. Η απαγόρευση εξαγωγής προς τρίτες χώρες, μη αποκλειόμενη από τις οδηγίες, είναι απαραίτητο μέσο διασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας της αποφάσεως, αλλά και αποφυγής του φαινομένου - μέσω της πλήρους απομονώσεως της γεωγραφικής ζώνης - η απαγόρευση εξαγωγής προς τα κράτη μέλη να αναιρείται με τη "διέλευση" μέσω τρίτων χωρών. λλωστε, οι σοβαροί έλεγχοι επί των εισαγωγών από το Ηνωμένο Βασίλειο αποδείχθηκαν ανεπαρκείς.
Το άρθρο 190 της Συνθήκης καθιερώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων: αποσκοπεί στην αποσαφήνιση της λογικής στην οποία στηρίζεται η εκδοθείσα πράξη, στη γνωστοποίηση προς τους ενδιαφερομένους των λόγων εκδόσεως του μέτρου, και στην παροχή στο Δικαστήριο της δυνατότητας να ασκήσει τον έλεγχό του. Οι πιθανές αιτιάσεις περί αβασίμου πρέπει να διατυπώνονται άλλως.
Η Επιτροπή (όπως περιγράφεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη) απέβλεπε στην αποφυγή του κινδύνου μεταδόσεως της νόσου και στον κατευνασμό των συναφών ανησυχιών μεταξύ των καταναλωτών: επομένως, η αιτιολόγηση είναι η προσήκουσα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι τα εθνικά και κοινοτικά μέτρα που είχαν ήδη εκδοθεί ήσαν ικανά να διασφαλίσουν την προστασία της υγείας. Στην πράξη, αποδεικνύεται ότι επαληθεύτηκαν νέα και σοβαρά πραγματικά περιστατικά που ώθησαν το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο να εκδώσει συμπληρωματικά μέτρα.
Επίσης, ελλείψει αδιαμφισβητήτων επιστημονικών αποδείξεων, το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει την καταλληλότητα ή μη του μέτρου. Εξάλλου, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από επιστημονικά όργανα, διαθέτει ικανά περιθώρια ευχερείας. Επομένως, μόνον η προφανής ακαταλληλότητα ενός μέτρου μπορεί να το καταστήσει παράνομο. Πλην όμως, λαμβάνοντας υπόψη την επιστημονική ασάφεια και την έλλειψη εθνικών ελέγχων, καθώς και το επείγον της περιπτώσεως, η απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προφανώς ακατάλληλη. Η απόλυτη απαγόρευση εξαγωγής προς όλες τις τρίτες χώρες είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας όλων των άλλων μέτρων. Επομένως, οι υποδειχθείσες από τα μέρη άλλες λύσεις δεν είναι ικανές να αποτρέψουν τον κίνδυνο απάτης και επανεισαγωγών. Ειδικότερα, η έλλειψη γενικών συστημάτων εξατομικεύσεως δεν επιτρέπει να διαπιστωθεί αν τα κατ' ιδίαν βοοειδή έχουν ενδεχομένως προσβληθεί κατά τη διατροφή τους ή μέσω της επαφής τους με άλλα ζώα.
Η αρχή αυτή, απόρροια της γενικής αρχής περί ισότητας, επιβάλλει την υποχρέωση της απαγορεύσεως διαφορετικής μεταχειρίσεως αναλόγων καταστάσεων, εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Όσον αφορά τα βρετανικά προϊόντα, το γεγονός ότι το 97,9 % των περιπτώσεων ΣΕΒ στην Ευρώπη διαπιστώθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο συνιστά αντικειμενικό λόγο υπαγωγής τους σε διαφορετικό καθεστώς έναντι της μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται στα άλλα κράτη μέλη. Όσον αφορά, αντίθετα, τους Βρετανούς καταναλωτές, είναι ανάγκη να αναγνωριστεί ότι σε κάθε περίπτωση η νομική βάση της αποφάσεως δεν επιτρέπει την απαγόρευση εμπορίας εθνικών κρεάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός που θα απαιτούσε άλλωστε τη διενέργεια εξαιρετικά δαπανηρών ελέγχων. Επιπλέον, μολονότι μεταξύ των θεμελιωδών στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής καταλέγονται η σταθεροποίηση των αγορών και η διασφάλιση δικαίων τιμών, η προστασία της υγείας συνιστά πρωταρχική και απαράγραπτη επιταγή σε σχέση με τις λοιπές κοινοτικές πολιτικές.
Πρόκειται για προϊόντα που εμπίπτουν στην αλυσίδα τροφίμων αλλά και για όσα χρησιμοποιούνται από τη φαρμακευτική βιομηχανία και για την παραγωγή καλλυντικών. Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριξε ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια, ότι επί του θέματος αυτού η αιτιολόγηση δεν ήταν η προσήκουσα και ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να απαγορεύσει την εξαγωγή τους, υπό την έννοια ότι δεν το επιτρέπουν οι κανόνες της Συνθήκης. Στην πραγματικότητα, οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως επεξηγούν με σαφήνεια τους λόγους, διευκρινίζοντας ότι εμπίπτουν στην απαγόρευση όλα τα παράγωγα προϊόντα που ενέχουν κάποιο κίνδυνο. Επιπλέον, η απόφαση απευθύνεται ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο, λαμβάνοντας υπόψη την ενδελεχή γνώση της καταστάσεως, ήταν αδύνατο να μην είναι ενήμερο του θέματος περί ποίων προϊόντων γινόταν λόγος στην απόφαση.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στην Estella Cigna, τηλέφωνο (352) 4303 2582
(1) Το παρόν ανακοινωθέν τύπου διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.