Μια ουσία δεν αποκλείεται από την έννοια του αποβλήτου, κατά τη σχετική κοινοτική οδηγία, λόγω του ότι εντάσσεται σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής
Το Inter-Environnement Wallonie ζήτησε από το Conseil d'Ιtat του Βελγίου να ακυρώσει μια κανονιστική απόφαση της Κυβερνήσεως της Περιφερείας της Βαλονίας περί των τοξικών ή επικινδύνων αποβλήτων λόγω του ότι, μεταξύ άλλων, η απόφαση αυτή αντέβαινε σε ορισμένες διατάξεις της σχετικής κοινοτικής οδηγίας.
Ωστόσο, η επίδικη κανονιστική απόφαση εκδόθηκε πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Συνεπώς, δεδομένου ότι η νομιμότητα της κανονιστικής αποφάσεως πρέπει να εκτιμηθεί κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της, το αν, ενδεχομένως, θα ληφθούν υπόψη οι προβλεπόμενες από την οδηγία υποχρεώσεις εξαρτάται από τον καθορισμό των υποχρεώσεων των κρατών μελών πριν από την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο.
Το Conseil d'Ιtat υπέβαλε στο Δικαστήριο ερωτήματα ως προς τον ορισμό της εννοίας του αποβλήτου κατά την οδηγία, καθώς και ως προς τις υποχρεώσεις των κρατών μελών κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά μιας τέτοιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Το δεύτερο αυτό ερώτημα θέτει για πρώτη φορά ένα νομικό ζήτημα με μεγάλη γενικότερη σπουδαιότητα.
Το Δικαστήριο, σύμφωνα με την ευρεία ερμηνεία της εννοίας του αποβλήτου που απορρέει από την προηγούμενη νομολογία του, έκρινε ότι μια ουσία δεν αποκλείεται από την έννοια του αποβλήτου, κατά την οδηγία περί της διαθέσεως των αποβλήτων, απλώς και μόνο λόγω του ότι η ουσία αυτή εντάσσεται σε διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής.
Επί του ερωτήματος αν η Συνθήκη ΕΟΚ απαγορεύει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα που αντιβαίνουν σε μια οδηγία, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό τους δίκαιο, το Δικαστήριο υπενθύμισε, πρώτον, ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία αποτελέσματος συνιστά επιτακτική υποχρέωση.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι οδηγίες παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των κρατών μελών προς τα οποία απευθύνονται από της κοινοποιήσεώς τους.
Μολονότι η οδηγία προβλέπει προθεσμία για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, η οποία σκοπεί κυρίως στο να παράσχει στα κράτη μέλη επαρκή χρόνο για τη θέσπιση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας, γεγονός παραμένει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία αποτελέσματος μέχρι τη λήξη της προθεσμίας αυτής.
Συναφώς, μολονότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεσπίζουν τα μέτρα αυτά πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο, οφείλουν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά το επιδιωκόμενο από την εν λόγω οδηγία αποτέλεσμα.
Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν τούτο συμβαίνει. Συναφώς, το Δικαστήριο διάκειται καταρχήν δυσμενώς έναντι των εθνικών μέτρων που εμφανίζονται ως οριστική και πλήρης μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ενώ δεν συνάδουν προς αυτή.
Αντιθέτως, κατά το Δικαστήριο, δεν απαγορεύεται, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, η εκ μέρους κράτους μέλους θέσπιση προσωρινών διατάξεων ή η σταδιακή μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.
Αποκλειστικώς προς χρήση των μέσων μαζικής ενημερώσεως - ανεπίσημο έγγραφο που δεν δεσμεύει το Δικαστήριο
Για συμπληρωματικές πληροφορίες, απευθυνθείτε στη σταθερή διεύθυνση του Δικαστηρίου στο Internet www.curia.eu.int ή στην κ. Estella Cigna, τηλ. (352) 4303 2582, φαξ (352) 4303 2500.