ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 38/98: freedom of access to information on the environment, in the case of a German citizen
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει την κοινοτική οδηγία τη σχετική "με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος" (90/313/ΕΟΚ). Η οδηγία προβλέπει ότι οι αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται "να χορηγούν πληροφορίες για το περιβάλλον Δ των οποίων δίνει ορισμό Δ σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το ζητά, χωρίς το πρόσωπο αυτό να πρέπει να αποδεικνύει συμφέρον". Προβλέπει, όμως, επίσης και τις περιπτώσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή μπορεί να απορρίψει ένα τέτοιο αίτημα Δ ιδίως "όταν αφορά υποθέσεις που εκκρεμούν ή εκκρεμούσαν ενώπιον δικαστηρίων ή υποθέσεις για τις οποίες διενεργείται είτε ανάκριση είτε προανάκριση". Η οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στη γερμανική έννομη τάξη το 1994 με τον Umweltinformationsgesetz (νόμο σχετικό με την πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος, στο εξής: UIG). Ο νόμος αυτός προβλέπει ότι δικαίωμα ελεύθερης προσβάσεως στις σχετικές με το περιβάλλον πληροφορίες δεν υφίσταται, ιδίως "διαρκούσας μιας διοικητικής διαδικασίας, όσον αφορά τα στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση των αρχών στο πλαίσιο της διαδικασίας" (άρθρο 7 του UIG).
Στηριζόμενος στην οδηγία, ο Mecklenburg ζήτησε την 1η Ιανουαρίου 1993 από τον Δήμο του Pinneberg και στις 18 Μαρτίου 1993 από το Kreis Pinneberg να του αποστείλουν αντίγραφο της απόψεως που διατύπωσε η αρμόδια για την προστασία του τοπίου διοικητική αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως των σχεδίων κατασκευής της "δυτικής παρακαμπτήριας". Με απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, το Kreis Pinneberg απέρριψε το αίτημα αυτό με το αιτιολογικό ότι η άποψη που διατύπωσε η διοικητική αρχή δεν συνιστούσε «πληροφορία σχετική με το περιβάλλον», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α', της οδηγίας, διότι αποτελούσε απλώς αξιολόγηση πληροφοριών στις οποίες είχε ήδη πρόσβαση ο αιτών και ότι, εν πάση περιπτώσει, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αρνήσεως χορηγήσεως πληροφοριών κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας, δεδομένου ότι η διαδικασία εγκρίσεως των σχεδίων θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως "προανάκριση".
Το Schleswig-Holsteinische Oberverwaltungsgericht, διοικητικό εφετείο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί επί του παρόντος η υπόθεση, έχοντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της οδηγίας ανέστειλε τη διαδικασία. Υπέβαλε στο Δικαστήριο των ΕΚ προδικαστικά ερωτήματα επί των οποίων απαντά σήμερα το Δικαστήριο.
Με το πρώτο του ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ζητεί ουσιαστικώς να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος α', της οδηγίας έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται επί απόψεως την οποία διατύπωσε διοικητική αρχή αρμόδια για την προστασία του τοπίου στο πλαίσιο της συμμετοχής της σε διαδικασία εγκρίσεως κατασκευαστικών σχεδίων. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 2 της οδηγίας περιλαμβάνει στην έννοια αυτή οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με την κατάσταση των διαφόρων περιβαλλοντικών τομέων στους οποίους αναφέρεται, καθώς και τις δραστηριότητες ή τα μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς ή να προστατεύσουν τους εν λόγω τομείς, "συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και των προγραμμάτων προστασίας του περιβάλλοντος". Από το γράμμα αυτής της διατάξεως προκύπτει ότι πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη είναι να δώσει στην έννοια αυτή ευρύ περιεχόμενο, περιλαμβάνον τόσο τα στοιχεία όσο και τις δραστηριότητες που αφορούν την κατάσταση αυτών των τομέων. Απέφυγε να δώσει ορισμό που θα μπορούσε να αποκλείσει κάποια από τις δραστηριότητες που ασκεί η δημόσια αρχή.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απαντά στο πρώτο ερώτημα του γερμανικού δικαστηρίου ότι το άρθρο 2, στοιχείο α', της οδηγίας έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται επί απόψεως την οποία διατύπωσε αρμόδια για την προστασία του τοπίου διοικητική αρχή στο πλαίσιο της συμμετοχής της σε διαδικασία εγκρίσεως κατασκευαστικών σχεδίων, αν η άποψη αυτή μπορεί να επηρεάσει, όσον αφορά τα συμφέροντα προστασίας του περιβάλλοντος, την απόφαση εγκρίσεως αυτών των σχεδίων.
Με το δεύτερο ερώτημά του το εθνικό δικαστήριο ζητεί ουσιαστικώς να διευκρινιστεί αν η έννοια της "προανακρίσεως", κατά τη διάρκεια της οποίας η δημόσια αρχή μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση πληροφοριών έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει μια διοικητική διαδικασία, όπως αυτή που προβλέπει ο UIG, η οποία περιορίζεται στην προετοιμασία ενός διοικητικού μέτρου. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η εξαιρετική αυτή διάταξη αφορά αποκλειστικώς διαδικασίες δικαστικής φύσεως ή οιονεί δικαστικής φύσεως, ή πάντως, διαδικασίες οι οποίες καταλήγουν αναποφεύκτως στην επιβολή κυρώσεων, εφόσον διαπιστωθεί η διοικητική ή ποινική παράβαση. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, ως "προανάκριση" πρέπει να θεωρηθεί το αμέσως προηγούμενο της δικαστικής διαδικασίας ή της ανακρίσεως στάδιο. Το ιστορικό της οδηγίας και η σύγκριση της αποδόσεως σε άλλες επίσημες γλώσσες των ΕΚ του όρου "προανάκριση" επιβεβαιώνουν αυτή την ερμηνεία.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απαντά στο δεύτερο ερώτημα του γερμανικού δικαστηρίου ότι οι περιπτώσεις αρνήσεως παροχής πληροφοριών που προβλέπει η κοινοτική οδηγία δεν περιλαμβάνουν διοικητική διαδικασία, όπως αυτή την οποία προβλέπει το άρθρο 7 του UIG, η οποία περιορίζεται στην προετοιμασία ενός διοικητικού μέτρου, στην περίπτωση που αυτή προηγείται αμέσως μιας δικαστικής ή οιονεί δικαστικής διαδικασίας και επιβάλλεται από την ανάγκη διεξαγωγής αποδείξεων επί μιας υποθέσεως πριν από την έναρξη της καθαυτό διαδικασίας.
Ανεπίσημο έγγραφο προς χρήση του Τύπου, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Το παρόν ανακοινωθέν τύπου είναι διαθέσιμο σε όλες τις γλώσσες.
Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int. περί ώρα 15η της σήμερον. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνείστε με την Estella Cigna tιl: (352) 4303 2582 fax: (352) 43 03 2674