Μετά την ένταξη της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η σουηδική ένωση δημοσιογράφων αποφάσισε να εξετάσει με ποιο τρόπο οι σουηδικές αρχές εφάρμοζαν το δικαίωμα προσβάσεως στην πληροφόρηση των Σουηδών πολιτών για τα συναφή προς τη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έγγραφα. Συνεπώς, η ένωση αυτή ζήτησε από 46 σουηδικές αρχές να λάβει 20 έγγραφα του Συμβουλίου σχετικά με την ίδρυση της Europol. Επιτράπηκε μεν η πρόσβαση σε 18 από τα 20 έγγραφα, είχαν όμως αφαιρεθεί ορισμένα αποσπάσματα των εγγράφων.
Η ένωση δημοσιογράφων ζήτησε και από το Συμβούλιο την πρόσβαση στα ίδια αυτά 20 έγγραφα. Κατά την πρώτη αίτηση, το Συμβούλιο επέτρεψε την πρόσβαση σε 2 μόνον έγγραφα και αρνήθηκε την πρόσβαση στα υπόλοιπα 18, λόγω του ότι τα έγγραφα αυτά καλύπτονταν από την αρχή της προστασίας του απορρήτου. Με μεταγενέστερη απάντηση, το Συμβούλιο επέτρεψε την πρόσβαση σε 2 επιπλέον έγγραφα και απέρριψε την αίτηση ως προς τα υπόλοιπα 16, διευκρινίζοντας ότι η κοινολόγηση των 16 υπολοίπων εγγράφων μπορεί να θίξει το δημόσιο συμφέρον (δημόσια ασφάλεια) και ότι τα έγγραφα αυτά αφορούν διασκέψεις του Συμβουλίου. Κατόπιν της απαντήσεως αυτής, η ένωση δημοσιογράφων άσκησε την παρούσα προσφυγή.
Μετά τη δήλωση σχετικά με το δικαίωμα προσβάσεως στην πληροφόρηση, που προσαρτήθηκε από τα κράτη μέλη το 1992 στην τελική πράξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξέδωσαν κώδικα συμπεριφοράς που θεσπίζει τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία "το κοινό θα έχει την πληρέστερη δυνατή πρόσβαση στα έγγραφα της Επιτροπής και του Συμβουλίου". Ο κώδικας συμπεριφοράς περιγράφει μεταξύ άλλων την ακολουθητέα διαδικασία όταν πρόκειται να απορριφθεί αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα και απαριθμεί τους λόγους που μπορεί να επικαλείται το θεσμικό όργανο για να δικαιολογεί την απόρριψη της αιτήσεως. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση για να θέσει σε εφαρμογή τις θεσπισθείσες με τον κώδικα συμπεριφοράς αρχές.
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το Συμβούλιο υποχρεούται να αρνείται την αιτηθείσα πρόσβαση σε έγγραφο όταν η κοινολόγησή του μπορεί να θίξει την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, που περικλείει την έννοια της δημοσίας ασφάλειας· η απόφαση αυτή παρέχει επίσης στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να μην επιτρέπει την πρόσβαση λόγω προστασίας του απορρήτου των διασκέψεων του Συμβουλίου. Σε περίπτωση αρνήσεως, το Συμβούλιο έχει υποχρέωση αιτιολογήσεως.
Σε περίπτωση αρνήσεως λόγω προστασίας του απορρήτου των διασκέψεων του Συμβουλίου, επισημαίνεται ότι η εξαίρεση από τον κανόνα προσβάσεως στα έγγραφα είναι προαιρετική για το Συμβούλιο, το οποίο υποχρεούται, πριν από τη λήψη της απορριπτικής αποφάσεως, να σταθμίσει το συμφέρον του πολίτη να έχει πρόσβαση στα έγγραφα και την ανάγκη να τηρηθεί το απόρρητο των διασκέψεών του.
Το Πρωτοδικείο επιβεβαιώνει ότι οι πολίτες έχουν δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα του Συμβουλίου και μπορούν συνεπώς να ζητούν την πρόσβαση σε κάθε έγγραφο χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία. Οι δύο κατηγορίες εξαιρέσεως από τη γενική αρχή προσβάσεως των πολιτών στα προαναφερθέντα έγγραφα πρέπει συνεπώς να ερμηνεύονται και εφαρμόζονται στενώς.
Μολονότι το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις που εμπίπτουν στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων και της δικαιοσύνης και, συνεπώς, να κρίνει τη νομιμότητα πράξεων όπως των επιδίκων, είναι εντούτοις αρμόδιο, για να αποφανθεί σε θέματα προσβάσεως του κοινού στις εν λόγω πράξεις.
Η αιτιολογία αρνήσεως που αντιτάσσεται σε αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει, τουλάχιστον για κάθε σχετική κατηγορία εγγράφων, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεωρεί ότι μπορεί να γίνει επίκληση των εξαιρέσεων από τη γενική αρχή προσβάσεως σε κάθε έγγραφο.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο επικαλείται τόσο την επιτακτική εξαίρεση, η οποία αντλείται από την προστασία της δημοσίας ασφάλειας, όσο και την προαιρετική εξαίρεση, η οποία αντλείται από την προστασία του απορρήτου των διασκέψεών του, χωρίς να διευκρινίζει αν επικαλείται σωρευτικά τις δύο εξαιρέσεις όσον αφορά όλα τα έγγραφα στα οποία αρνήθηκε την πρόσβαση, ή αν θεωρεί ότι ορισμένα έγγραφα καλύπτονται από την πρώτη εξαίρεση και άλλα από τη δεύτερη.
Εφόσον το Συμβούλιο δεν παρέχει στοιχεία ως προς τους λόγους για τους οποίους η κοινολόγηση των εγγράφων μπορεί πράγματι να αποβεί σε βάρος μιας οποιασδήποτε πτυχής της δημοσίας ασφάλειας, το Πρωτοδικείο δεν είναι σε θέση να κρίνει αν τα έγγραφα στα οποία αρνήθηκε την πρόσβαση εμπίπτουν στην εξαίρεση αυτή. Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το Συμβούλιο μπορούσε να παράσχει στοιχεία ως προς τους λόγους της αρνήσεως χωρίς ωστόσο να κοινολογήσει το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων. Όσον αφορά την προαιρετική εξαίρεση, η επίδικη απόφαση δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει αν το Συμβούλιο τήρησε την υποχρέωσή του να σταθμίσει πράγματι τα εν λόγω συμφέροντα.
Συνεπώς, για τους λόγους αυτούς το Πρωτοδικείο ακυρώνει την επίδικη απόφαση.
Εξάλλου, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η καταχώριση από την προσφεύγουσα ενός τροποποιηθέντος υπομνήματος αντικρούσεως στο δίκτυο Internet, μαζί με πρόσκληση προς το κοινό για την αποστολή σχολίων στους εκπροσώπους του Συμβουλίου, συνιστά καταστρατήγηση διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό, το Πρωτοδικείο αποφασίζει ότι το Συμβούλιο φέρει μόνον τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.
Υπενθύμιση: Αναίρεση μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μόνον επί νομικών ζητημάτων, κατά της αποφάσεως αυτής του Πρωτοδικείου, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Πρωτοδικείο. Το έγγραφο αυτό υπάρχει σε όλες τις επίσημες γλώσσες.
Για περαιτέρω πληροφορίες συμβουλευθείτε τη σελίδα μας internet www.curia.eu.int ή επικοινωνείστε με την κ. Estella Cigna τηλ.: (352) 43 03 25 82fax: (352) 43 03 26 74