Προς το συμφέρον της καλής εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης περί των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει τις καταγγελίες με επιμέλεια και αμεροληψία
Δέκα επιχειρήσεις τηλεοράσεως είναι εγκατεστημένες στην Ισπανία, μεταξύ των οποίων τρεις ιδιωτικές και επτά δημόσιες. Ενώ για τις ιδιωτικές εταιρίες τηλεοράσεως τα έσοδα που προκύπτουν από τη διαφήμιση αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδοτήσεως, οι δημόσιες επιχειρήσεις τηλεοράσεως τυγχάνουν διπλής χρηματοδοτήσεως, που αποτελείται, αφενός, από τα έσοδα διαφημίσεως και, αφετέρου, τις ενισχύσεις των διοικήσεων στις οποίες υπάγονται.
Η προσφεύγουσα, η εταιρία Gestevisión Telecinco S.A., είναι μια από τις τρεις ιδιωτικές εμπορικές εταιρίες. Στις 2 Μαρτίου 1992, κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής καταγγελία ζητώντας να αναγνωριστεί το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά των ενισχύσεων που λαμβάνουν οι δημόσιες περιφερειακές επιχειρήσεις τηλεοράσεως από τις αντίστοιχες αυτόνομες περιφέρειες. Στις 12 Νοεμβρίου 1993, η προσφεύγουσα κατέθεσε νέα καταγγελία ζητώντας να αναγνωριστεί ότι οι ενισχύσεις που χορηγεί η ισπανική κεντρική εξουσία στη δημόσια τηλεόραση RTVE ήταν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά. Επειδή η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί των δύο αυτών καταγγελιών, η προσφεύγουσα της απηύθυνε στις 6 Φεβρουαρίου 1996 έγγραφο "οχλήσεως" καλώντας τη να ενεργήσει. Στις 20 Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή πληροφόρησε την Gestevisión Telecinco ότι είχε ζητήσει από τις ισπανικές αρχές τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες για την εξέταση του φακέλου. Ωστόσο, έως σήμερα, η Επιτροπή δεν εξέδωσε ακόμη απόφαση επί των καταγγελιών της προσφεύγουσας.
Με την προσφυγή της, η Gestevisión Telecinco ζητεί ουσιαστικά από το Πρωτοδικείο να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη διότι παρέλειψε να λάβει απόφαση επί των δύο καταγγελιών που κατέθεσε η προσφεύγουσα και διότι παρέλειψε να κινήσει τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως των ενισχύσεων που προβλέπει η Συνθήκη.
Το Πρωτοδικείο, αφού έκρινε ότι η προσφυγή που άσκησε η Gestevisión Telecinco είναι παραδεκτή, παρατηρεί ότι, πρώτον, όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως, η Επιτροπή υποχρεούται, προς το συμφέρον της καλής εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης περί των κρατικών ενισχύσεων, να προβεί στην επιμελή και αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας με την οποία καταγγέλλεται η ύπαρξη ενισχύσεως ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση μιας εύλογης προθεσμίας κατά τη λήψη αποφάσεων στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.
Εν συνεχεία, παρατηρεί ότι η πρώτη καταγγελία της προσφεύγουσας κατατέθηκε στις 2 Μαρτίου 1992 και η δεύτερη στις 12 Νοεμβρίου 1993. Κατά συνέπεια, κατά τον χρόνο που η Επιτροπή οχλήθηκε να ενεργήσει, η εκ μέρους της Επιτροπής προκαταρκτική εξέταση των επιδίκων ενισχύσεων διαρκούσε ήδη επί 47 μήνες όσον αφορά την πρώτη καταγγελία, και επί 26 μήνες όσον αφορά τη δεύτερη.
Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι προθεσμίες αυτές είναι τόσο μεγάλες ώστε έπρεπε να είχαν επιτρέψει στην Επιτροπή να περατώσει την προκαταρκτική φάση εξετάσεως των εν λόγω ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να είναι σε θέση να λάβει απόφαση επί των μέτρων αυτών - είτε αναγνωρίζοντας ότι το επίμαχο κρατικό μέτρο δεν αποτελούσε "ενίσχυση" κατά την έννοια της Συνθήκης, είτε αποφασίζοντας ότι το εν λόγω μέτρο, μολονότι αποτελούσε ενίσχυση, συμβιβαζόταν προς την κοινή αγορά, είτε κινώντας τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως που προβλέπει η Συνθήκη -, εκτός αν μπορούσε να αποδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν τέτοιες προθεσμίες.
Η Επιτροπή προσπάθησε βεβαίως να δικαιολογήσει την παρέλευση τέτοιων προθεσμιών αναφερόμενη στα διαβήματα στα οποία προέβη μετά την εκ μέρους της προσφεύγουσας κατάθεση των καταγγελιών και, ειδικότερα, στις αιτήσεις πληροφοριών που απηύθυνε στις ισπανικές αρχές και στην εμπεριστατωμένη μελέτη επί της χρηματοδοτήσεως των δημοσίων επιχειρήσεων τηλεοράσεως εντός της Κοινότητας, μελέτη η οποία είχε ζητηθεί από ένα γραφείο μελετών.
Το Πρωτοδικείο θεωρεί, ωστόσο, ότι τα διαβήματα αυτά ουδόλως δικαιολογούν το ότι η Επιτροπή παρέτεινε τόσο πολύ την προκαταρκτική εξέταση των εν λόγω μέτρων, υπερβαίνοντας έτσι κατά πολύ τον εύλογο χρόνο διαλογισμού.
Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει διότι παρέλειψε να λάβει απόφαση με την οποία να διαπιστώνει ότι είτε τα επίμαχα κρατικά μέτρα δεν αποτελούσαν ενισχύσεις, είτε ότι τα μέτρα αυτά έπρεπε να θεωρηθούν ενίσχυση, αλλά συμβιβάζονταν με την κοινή αγορά, είτε ότι επιβαλλόταν να κινηθεί η προβλεπόμενη από τη Συνθήκη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως.
Υ.Γ.: κατά της αποφάσεως αυτής του Πρωτοδικείου μπορεί να ασκηθεί αναίρεση, περιοριζομένη σε νομικά ζητήματα, ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Πρωτοδικείο.
Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int
περί τη 15.00 μεταμεσημβρινή σήμερα.
Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνείστε με την Estella Cigna, τηλ.: (352) 4303 2582, fax.: (352) 4303 2674.