Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ 61/98

29 Σεπτεμβρίου 1998

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-191/95

Επιτροπή κατά Γερμανίας

ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ


Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των απαιτήσεων που θέτει η αρχή της συλλογικότητας στην Επιτροπή

Στις 16 Ιουνίου 1995, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη έχοντας θεσπίσει τις κατάλληλες κυρώσεις για την περίπτωση κατά την οποία οι κεφαλαιουχικές εταιρίες παραλείπουν να δώσουν στους ετήσιους λογαριασμούς τους την υποχρεωτική δημοσιότητα που επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, η οδηγία 68/151/ΕΟΚ και η οδηγία 78/660/ΕΟΚ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ και τις εν λόγω οδηγίες.

Όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει πρωτίστως την εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας κατά τη διατύπωση της αιτιολογημένης γνώμης και την άσκηση της προσφυγής. Υποστήριξε ότι η αιτιολογημένη γνώμη και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου αποφασίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξουσιοδοτήσεως. Όμως, κατά την κυβέρνηση αυτή, μολονότι η προσφυγή στη διαδικασία εξουσιοδοτήσεως συμβιβάζεται με την αρχή της συλλογικότητας για τη λήψη μέτρων διαχειρίσεως και διοικήσεως, η διαδικασία αυτή αποκλείεται για τις αποφάσεις αρχής, όπως είναι η διατύπωση αιτιολογημένης γνώμης και η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Η Γερμανική Κυβέρνηση προέβαλε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα μέλη του συλλογικού οργάνου, όταν είχαν αποφασίσει να διατυπώσουν την αιτιολογημένη γνώμη και να ασκήσουν την προσφυγή, διέθεταν πράγματι επαρκή στοιχεία ως προς το περιεχόμενο των πράξεων αυτών. Όμως, το συλλογικό όργανο έπρεπε να έχει στη διάθεσή του όλα τα ασκούντα επιρροή νομικά και πραγματικά στοιχεία προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι αποφάσεις του δεν ήσαν αμφίσημες και να εξασφαλιστεί ότι οι πράξεις που κοινοποιούσε είχαν πραγματικά ληφθεί από το συλλογικό όργανο και αντιστοιχούσαν στη θέληση του τελευταίου το οποίο αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη.

Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, για λόγους αποτελεσματικότητας, ενόψει του αριθμού των διαδικασιών λόγω παραλείψεως, οι επίτροποι δεν έχουν στη διάθεσή τους τα σχέδια αιτιολογημένων γνωμών όταν λαμβάνουν την απόφαση να εκδώσουν τέτοιες πράξεις, πράγμα που δεν είναι αναγκαίο αφού οι πράξεις αυτές στερούνται αμέσων δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων. Αντιθέτως, σημαντικές πληροφορίες και ιδίως τα προσαπτόμενα περιστατικά και οι διατάξεις κοινοτικού δικαίου οι οποίες έχουν παραβιαστεί

είναι στη διάθεση των μελών του συλλογικού οργάνου. Έτσι, με πλήρη γνώση το συλλογικό όργανο έλαβε θέση επί των προτάσεων των υπηρεσιών του περί εκδόσεως της αιτιολογημένης γνώμης και ασκήσεως της προσφυγής. Η επεξεργασία των αιτιολογημένων γνωμών γίνεται στο επίπεδο της διοικήσεως, υπό την ευθύνη του έχοντος τη σχετική αρμοδιότητα μέλους της Επιτροπής, τούτο δε μετά την εκ μέρους του συλλογικού οργάνου λήψη της αποφάσεως περί εκδόσεως της πράξεως αυτής.

Προκαταρκτικά, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η λειτουργία της Επιτροπής διέπεται από την αρχή της συλλογικότητας. Δεν αμφισβητείται ότι οι αποφάσεις περί διατυπώσεως της αιτιολογημένης γνώμης και ασκήσεως της προσφυγής υπόκεινται σ' αυτή την αρχή της συλλογικότητας. Η αρχή αυτή βασίζεται στην ισότητα των μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεως και συνεπάγεται, ιδίως, ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου ευθύνονται συλλογικώς, στο πολιτικό επίπεδο, για όλες τις λαμβανόμενες αποφάσεις.

Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι οι τυπικές προϋποθέσεις που συνδέονται με την πραγματική τήρηση της αρχής της συλλογικότητας ποικίλλουν ανάλογα με τη φύση και τα έννομα αποτελέσματα των πράξεων που θεσπίζει το κοινοτικό αυτό όργανο. Όσον αφορά τη διατύπωση της αιτιολογημένης γνώμης, [διαπιστώνεται ότι] πρόκειται για προκαταρκτική διαδικασία, η οποία δεν συνεπάγεται δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα έναντι του αποδέκτη της αιτιολογημένης γνώμης. Ο σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητικής αυτής διαδικασίας έγκειται στο να παράσχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να συμμορφωθεί οικειοθελώς προς τις επιταγές της Συνθήκης ή, ενδεχομένως, να του δώσει την ευκαιρία να δικαιολογήσει τη θέση του. Στην περίπτωση που αυτή η προσπάθεια διευθετήσεως της διαφοράς δεν ευδοκιμήσει, η αιτιολογημένη γνώμη χρησιμεύει για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν έχει το δικαίωμα, με τις γνώμες που διατυπώνει, να προσδιορίσει κατά τρόπο οριστικό τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός κράτους μέλους ή να του παράσχει εγγυήσεις σχετικά με το συμβιβαστό συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς το κοινοτικό δίκαιο. Κατά το σύστημα της Συνθήκης ΕΚ, ο καθορισμός των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κρατών μελών και η κρίση επί της συμπεριφοράς τους δεν δύναται να προέλθει παρά μόνον από απόφαση του Δικαστηρίου. Επομένως, η αιτιολογημένη γνώμη έχει έννομο αποτέλεσμα μόνο σε σχέση με την προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ, εξάλλου, σε περίπτωση που το κράτος δεν συμμορφωθεί με τη γνώμη αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια, όχι όμως και την υποχρέωση, να ασκήσει μια τέτοια προσφυγή. Ως προς την απόφαση περί ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, έστω και αν αυτή αποτελεί απαραίτητο μέτρο ώστε να καταστεί δυνατό στο τελευταίο να αποφανθεί επί της προβαλλομένης παραβάσεως με δεσμευτική απόφαση, ωστόσο, η απόφαση της Επιτροπής δεν μεταβάλλει αφ' εαυτής την επίδικη νομική κατάσταση.

Τόσο η απόφαση της Επιτροπής περί διατυπώσεως αιτιολογημένης γνώμης, όσο και εκείνη περί ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως πρέπει να τύχουν κοινής διασκέψεως από το συλλογικό όργανο. Επομένως, τα στοιχεία στα οποία βασίζονται οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι στη διάθεση των μελών του συλλογικού οργάνου. Αντιθέτως, δεν είναι αναγκαίο το ίδιο το συλλογικό όργανο να αναλάβει τη σύνταξη των πράξεων οι οποίες επιβεβαιώνουν τις αποφάσεις αυτές, καθώς και την οριστική τους διατύπωση. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα μέλη του συλλογικού οργάνου είχαν στη διάθεσή τους όλα τα στοιχεία που θεωρούσαν χρήσιμα προκειμένου να λάβουν την απόφασή τους, όταν το συλλογικό όργανο αποφάσισε, στις 31 Ιουλίου 1991, να διατυπώσει την αιτιολογημένη γνώμη και να εγκρίνει, στις 13 Δεκεμβρίου 1994, την πρόταση περί ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή τήρησε τους κανόνες περί της αρχής της συλλογικότητας όταν διατύπωσε την αιτιολογημένη γνώμη κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή στο σύνολό της.

Όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως, το Δικαστήριο παραπέμπει στην από 4 Δεκεμβρίου 1997 απόφασή του, C-97/96, Daihatsu Deutschland (βλ., ανακοινωθέν Τύπου 75/97), με την οποία έκρινε ότι η οδηγία 68/151/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι αποκλείει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία παρέχει μόνο στους εταίρους, στους πιστωτές, καθώς και στο κεντρικό συμβούλιο εκπροσώπων προσωπικού ή στο συμβούλιο εκπροσώπων προσωπικού της εταιρίας, το δικαίωμα να ζητούν την επιβολή της κυρώσεως που

προβλέπει η συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία σε περίπτωση μη τηρήσεως εκ μέρους εταιρίας των επιβαλλομένων από την πρώτη οδηγία υποχρεώσεων αναφορικά με τη δημοσιότητα των ετησίων λογαριασμών.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διαθέσιμο σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int περί την τρίτη μεταμεσημβρινή σήμερα. Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνείστε με την Estella Cigna τηλ. (0 03 52) 43 03 - 25 82 fax (0 03 52) 43 03 - 26 74.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνείστε με την Estella Cigna, τηλ.: (352) 4303 2582 fax.: (352) 4303 2674.