Το Δικαστήριο κρίνει ότι η ποινή που συνίσταται στην αυτόματη απέλαση από την εθνική επικράτεια των υπηκόων των άλλων κρατών μελών που έχουν καταδικαστεί για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και στην άσκηση των άλλων θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη, εμπόδιο το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως.
Η Donatella Calfa, Ιταλίδα υπήκοος, κατηγορήθηκε για κατοχή και χρήση ναρκωτικών προς εξυπηρέτηση δικών της αναγκών κατά τη διαμονή της ως τουρίστριας στην Κρήτη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου την κήρυξε ένοχη παραβάσεως του νόμου περί ναρκωτικών, την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών μηνών και διέταξε την ισόβια απέλασή της από την ελληνική επικράτεια.
Ο ελληνικός νόμος περί ναρκωτικών προβλέπει ότι, όταν ένας αλλοδαπός καταδικάζεται για παράβαση του νόμου αυτού, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να διατάξει την ισόβια απέλασή του από τη χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, για το αντίθετο. Το μέτρο αυτό μπορεί να ανακληθεί μόνο μετά την πάροδο τριετίας και κατόπιν αποφάσεως εμπίπτουσας σε διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αντίθετα, οι Έλληνες υπήκοοι δεν υπόκεινται σε απέλαση. Για τους Έλληνες υπηκόους προβλέπεται μόνο, σε περίπτωση καταδίκης τους σε ποινή καθείρξεως, η απαγόρευση διαμονής τους σε ορισμένους τόπους της επικράτειας για ανώτατο χρονικό διάστημα πέντε ετών.
Ο Αρειος Πάγος, ενώπιον του οποίου η D. Calfa άσκησε αναίρεση, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ζήτημα κατά πόσον ο επίμαχος ελληνικός νόμος συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών περιλαμβάνει την ελευθερία των τουριστών να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος για να αποδέχονται υπηρεσίες χωρίς να εμποδίζονται από περιορισμούς. Επιπλέον, η ποινική νομοθεσία εμπίπτει μεν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, δεν μπορεί όμως να περιορίζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που διασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο.
Κατά το Δικαστήριο, η ισόβια απέλαση των αλλοδαπών, η οποία προβλέπεται από τον ελληνικό νόμο, συνιστά πράγματι εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθώς και στην άσκηση των άλλων θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη.
Το Δικαστήριο εξετάζει συνεπώς κατά πόσον η ποινή αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως, για την επίκληση της οποίας προϋπόθεση είναι η ύπαρξη "πραγματικής και αρκετά σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας". Το Δικαστήριο τονίζει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει ότι π.χ. η χρήση ναρκωτικών συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία δικαιολογούντα τη λήψη ειδικών μέτρων κατά των αλλοδαπών.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει πάντως ότι η σχετική με τη δημόσια τάξη εξαίρεση, όπως και όλες οι παρεκκλίσεις από τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Η κοινοτική οδηγία περί των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών περιορίζει ρητά το δικαίωμα των κρατών μελών να απελαύνουν τους αλλοδαπούς για λόγους δημοσίας τάξεως. Για παράδειγμα, τα μέτρα αυτά πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που αφορούν και η συμπεριφορά αυτή πρέπει να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη. Ως αιτιολογία δεν αρκεί η ύπαρξη ποινικής καταδίκης.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προβλεπόμενη από την ελληνική νομοθεσία ισόβια απέλαση διατάσσεται αυτομάτως κατόπιν της ποινικής καταδίκης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε η ατομική συμπεριφορά του δράστη της παραβάσεως ούτε η ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι μια νομοθεσία σαν την επίμαχη εν προκειμένω ελληνική νομοθεσία αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στην ελευθερία εγκαταστάσεως, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως.
Ανεπίσημο κείμενο για τα μέσα ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κα Estella Cigna, τηλ. (352) 43 03 2582 fax (352) 43 03 2674.