Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 18/99

18 Μαρτίου 1999

Έκθεση πεπραγμένων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΚΔΙΚΑΣΘΗΚΑΝ ΤΟ 1998 ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ


Παρουσιάζοντας την ετήσια έκθεση πεπραγμένων του, το Δικαστήριο περιγράφει την εξέλιξη της νομολογίας του και εκθέτει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τη δραστηριότητά του: το Δικαστήριο συμβάλλει ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιταγές του ευρωπαϊκού δικαίου που αφορούν άμεσα τα προβλήματα των Ευρωπαίων πολιτών.

Η συνεχής αύξηση του αριθμού των υποθέσεων που εκδικάζονται από το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο (το 1998 περατώθηκαν 768 υποθέσεις) καταδεικνύει τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την αντιμετώπιση της προοδευτικής αυξήσεως του αριθμού των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον των δύο δικαιοδοτικών οργάνων (το 1998 εισήχθησαν 485 υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου και 238 υποθέσεις ενώπιον του Πρωτοδικείου).

Ωστόσο, αυξήθηκε και ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων (664 ενώπιον του Δικαστηρίου και 569 ενώπιον του Πρωτοδικείου), παρά την αύξηση κατά 20 % περίπου του αριθμού των εκδοθεισών αποφάσεων.

Από ποιοτικής απόψεως, η απήχηση που είχαν ορισμένες αποφάσεις μαρτυρεί τη σπουδαιότητα των ζητημάτων τα οποία το Δικαστήριο καλείται να επιλύσει, είτε πρόκειται για την εφαρμογή και την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στους τομείς που αφορούν άμεσα την καθημερινή ζωή των πολιτών είτε πρόκειται για σημαντικά ζητήματα οικονομικής φύσεως.

Ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο επιλαμβάνεται των υποθέσεων αποκαλύπτει τη θέση την οποία κατέχει το κοινοτικό δίκαιο στην τρέχουσα δραστηριότητα των εθνικών δικαστηρίων και, συνεπώς, τη σημασία της εφαρμογής του για τους πολίτες της Ένωσης. Έτσι, σημειώθηκε αύξηση των προδικαστικών παραπομπών κατά 10 % περίπου το 1998 σε σχέση προς το προηγούμενο έτος, ο δε αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ των νέων υποθέσεων (264 προδικαστικές παραπομπές επί συνόλου 485 υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου). Μέσω των εθνικών δικαστηρίων που είναι επιφορτισμένα κατά κύριο λόγο με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, ο πολίτης της Ένωσης λαμβάνει απάντηση άμεσα συνδεόμενη με την εκδίκαση της υποθέσεώς του.

Και το 1998, η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου διατυπώνει τις απαντήσεις που δόθηκαν στα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να εφαρμόσουν όπου απαιτείται το κοινοτικό δίκαιο.

Μαρτυρεί επίσης την οικονομική διάσταση του κοινοτικού οικοδομήματος με τη σημασία των αποφάσεων στους τομείς, ιδίως, του δικαίου του ανταγωνισμού, των κρατικών ενισχύσεων και των δημοσίων συμβάσεων.

- Το ζήτημα του σεβασμού των θεμελιωδών ελευθεριών (ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των εμπορευμάτων· ελευθερία εγκαταστάσεως και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) επέτρεψε στο Δικαστήριο να συγκεκριμενοποιήσει τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά τους πολίτες της Ένωσης.

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε εξάλλου στην ίδια την έννοια της ιδιότητας του «πολίτη» της Ένωσης κρίνοντας ότι ένας υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος διαμένει νομίμως εντός του εδάφους άλλου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο της Συνθήκης του Μάαστριχτ που αναφέρεται στην ευρωπαϊκή ιθαγένεια (Martínez Sala).

Στις υποθέσεις Decker και Kohl, το Δικαστήριο εξέτασε το συμβιβαστό με το κοινοτικό δίκαιο εθνικής ρυθμίσεως η οποία εξαρτά από αυστηρότερες προϋποθέσεις (προηγούμενη λήψη ειδικής εγκρίσεως) την επιστροφή, από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, των εξόδων για την αγορά ιατρικών προϊόντων ή των δαπανών για ιατρική περίθαλψη εκτός νοσοκομείου που πραγματοποιήθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους. Έκρινε ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση συνιστούσε εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθόσον απέτρεπε τους ασθενείς να νοσηλεύονται σε άλλα κράτη, και θεώρησε το εμπόδιο αυτό αδικαιολόγητο.

Όσον αφορά την επιταγή της διαφάνειας και της ελεύθερης προσβάσεως στα έγγραφα, το Πρωτοδικείο καταδίκασε την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα (Interporc κατά Επιτροπής). Αναγνωρίζοντας ότι δεν ήταν αρμόδιο να εκτιμήσει τη νομιμότητα πράξεων εμπιπτουσών στη συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει, ελλείψει διευκρινίσεων εκ μέρους του Συμβουλίου, αν τα σχετικά με την Europol έγγραφα, τα οποία το Συμβούλιο αρνείτο να κοινοποιήσει σε Σουηδούς δημοσιογράφους, ενέπιπταν στις εξαιρέσεις που αντλούνται από την προστασία της δημόσιας ασφάλειας και του απορρήτου των διασκέψεων και, κατά συνέπεια, ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου με την οποία δεν επετράπη η κοινοποίηση των εγγράφων (Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου).

Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ρήτρα συλλογικής συμβάσεως που καθορίζει τις προϋποθέσεις προαγωγής των υπαλλήλων δημόσιας υπηρεσίας χωρίς να λαμβάνει υπόψη της περιόδους απασχολήσεως τις οποίες ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει σε συγκρίσιμο τομέα δραστηριότητας σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους συνιστούσε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (Schöning-Κουγεβετοπούλου). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις της αποκλείοντας τους μεθοριακούς εργαζομένους που κατοικούν στο Βέλγιο και περιέρχονται σε κατάσταση πρόωρης παύσεως της επαγγελματικής τους δραστηριότητας από το ευεργέτημα της χορηγήσεως μορίων συμπληρωματικής συντάξεως το οποίο παρέχεται στους κατοίκους Γαλλίας (Επιτροπή κατά Γαλλίας).

Στην υπόθεση Grant, το Δικαστηριο κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στα ομοφυλόφιλα άτομα. Έκρινε ότι δεν συνιστούσε δυσμενή διάκριση η άρνηση εργοδότη να χορηγήσει ένα κοινωνικό πλεονέκτημα υπέρ προσώπου του ιδίου φύλου με το οποίο υπάλληλός του διατηρούσε σταθερή σχέση. Θεώρησε ότι η άρνηση ίσχυε ανεξαρτήτως του φύλου του ενδιαφερομένου εργαζομένου και εξέταση κατά πόσον μια σταθερή σχέση μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου έπρεπε να εξομοιωθεί με την κατάσταση εγγάμου σχέσεως ή σταθερής σχέσεως ατόμων αντιθέτου φύλου, ενόψει του κοινοτικού δικαίου, του δικαίου των κρατών μελών και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υφίσταται τέτοια εξομοίωση προς το παρόν και ότι μόνον ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να μεταβάλει την κατάσταση επί του ζητήματος αυτού.

Όσον αφορά την προστασία των εγκύων, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επέβαλλε όμοια προστασία καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδίως αν η απόλυση

στηρίζεται σε απουσίες οφειλόμενες σε ανικανότητα προς εργασία λόγω ασθενείας που προκλήθηκε από την εγκυμοσύνη (Brown), και καθόρισε ορισμένα ζητήματα όσον αφορά το χρηματικό καθεστώς και δικαιώματα των γυναικών κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας (Boyle).

Τέλος, στις υποθέσεις που αφορούσαν τη λεγομένη «νόσο των τρελών αγελάδων», το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία κινδύνων για την υγεία των ατόμων, τα κοινοτικά όργανα (στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για την Επιτροπή και το πώς οι αρμοδιότητές της μπορούσαν να συμβιβαστούν με τις επιταγές της κοινής αγοράς) μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμείνουν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων.

- Η νομολογία του Δικαστηρίου ήταν ιδιαίτερα πλούσια και στον οικονομικό τομέα.

Πολυάριθμες αποφάσεις αφορούσαν την κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις, η οποία έχει ως σκοπό την εγκαθίδρυση του ανταγωνισμού μεταξύ όλων των επιχειρήσεων της Κοινότητας όσον αφορά τις συμβάσεις που αναθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών μελών. Επιληφθέν προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλαν ορισμένα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει τον ορισμό του «οργανισμού δημοσίου δικαίου» στο πλαίσιο της εννοίας της αναθέτουσας αρχής, εννοίας σημαντικής για τον καθορισμό του κοινοτικού καθεστώτος των δημοσίων συμβάσεων. Το Δικαστήριο θεώρησε ως οργανισμό δημοσίου δικαίου έναν οργανισμό που είχε συσταθεί αποκλειστικά για την παραγωγή επισήμων διοικητικών εγγράφων (Mannesmann)· θεώρησε επίσης ως «ανάγκη γενικού συμφέροντος» την αποκομιδή και επεξεργασία των οικιακών αποβλήτων (BFI Holding), κρίνοντας ότι η έννοια του γενικού συμφέροντος συγκαταλέγεται μεταξύ των κριτηρίων που δέχεται το κοινοτικό δίκαιο για τον ορισμό της κατηγορίας των οργανισμών δημοσίου δικαίου. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ανάγκες γενικού συμφέροντος μπορούσαν να εξυπηρετηθούν από ιδιωτικούς οργανισμούς συσταθέντες προς τον σκοπό αυτόν, έστω και αν οι οργανισμοί αυτοί ασκούν και άλλες δραστηριότητες, οι περισσότερες των οποίων έχουν άλλον σκοπό.

Ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε τις υποχρεώσεις της Επιτροπής όσον αφορά την εξέταση της καταγγελίας και την αιτιολόγηση της απορρίψεώς της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Έτσι, στον τομέα αυτόν, οι αποφάσεις της Επιτροπής έχουν πάντοτε ως αποδέκτες τα κράτη μέλη. Τα έγγραφα που απευθύνονται στους καταγγέλλοντες έχουν απλώς πληροφοριακό χαρακτήρα. Εξάλλου, δεν υφίσταται καμία νομική βάση υποχρεώνουσα την Επιτροπή να προβεί σε ανταλλαγή απόψεων με τον καταγγέλλοντα. Η Επιτροπή υποχρεούται, ωστόσο, να εκθέσει στον καταγγέλλοντα επαρκώς τους λόγους για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν θεωρήθηκαν επαρκή (Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France).

Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Πρωτοδικείο εξέτασε τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών. Έτσι, θεωρήθηκε ότι μια απόφαση που εμπόδιζε ορισμένη διοικητική περιφέρεια να χορηγήσει ενίσχυση και την υποχρέωνε να τροποποιήσει μια σύμβαση δανείου που είχε συναφθεί με επιχείρηση επηρέαζε άμεσα και ατομικά τη νομική κατάσταση της περιφέρειας αυτής (Vlaams Gewest κατά Επιτροπής). Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε ότι μια απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα ορισμένη ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά αφορούσε άμεσα και ατομικά μια συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων (Comité d'entreprise de la Société française de production κ.λπ. κατά Επιτροπής). Τέλος, κρίθηκε ότι ένας κανονισμός του Συμβουλίου σχετικά με ενισχύσεις προς ορισμένα ναυπηγεία δεν αφορούσε ατομικά έναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, παρά το γενικό συμφέρον που μπορούσε ο οργανισμός αυτός να δικαιολογήσει για την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και το επίπεδο της απασχολήσεως στην περιφ έρειά του (Communidad Autónoma de Cantabria κατά Συμβουλίου).

Το Πρωτοδικείο ακύρωσε επίσης, λόγω τυπικού ελαττώματος, την απόφαση της Επιτροπής με την οποία επετράπη στις γαλλικές αρχές να χορηγήσουν στην Air France ενίσχυση υπό μορφή αυξήσεως του κεφαλαίου της, κρίνοντας ότι η απόφαση αυτή ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη, ιδίως όσον αφορά τις συνέπειες της ενισχύσεως αυτής για τις ανταγωνίστριες εταιρίες (British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής).

Το Πρωτοδικείο εξέδωσε πολυάριθμες αποφάσεις στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, ιδίως στις υποθέσεις «χαρτονιού» (στις οποίες η επ' ακροατηρίου συζήτησε διήρκεσε 9 ημέρες), στο πλαίσιο των οποίων το Πρωτοδικείο καθόρισε σαφώς τις προϋποθεσεις υπό τις οποίες μια επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για συνολική σύμπραξη. Έκρινε, εξάλλου, ότι δεν δικαιολογείται μείωση των προστίμων που έχει επιβάλει η Επιτροπή παρά μόνον εάν η συμπεριφορά της επιχειρήσεως επέτρεψε στην Επιτροπή να διαπιστώσει ευχερέστερα μια παράβαση και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα στην παράβαση αυτή.

Η σημασία αυτής της νομολογίας για την κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα των Ευρωπαίων πολιτών υποχρέωσε το Δικαστήριο να επιδείξει κατά το 1998 ιδιαίτερη μέριμνα για την όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση της νομολογίας του στις ένδεκα επίσημες γλώσσες, ιδίως μέσω της σελίδας INTERNET (www.curia.eu.int).

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna τηλ. (00 352) 4303 - 2582 fax (00 352) 4303 - 2674.