Η εθνική νομοθεσία περί φορολογίας των κερδών, η οποία αποκλείει τις εταιρίες που ασκούν δραστηριότητες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος και έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος, από τη δυνατότητα - που αναγνωρίζεται μόνον στις εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα - να τυγχάνουν χαμηλότερου συντελεστή φορολογίας, είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη.
Η Royal Bank of Scotland, η οποία έχει την έδρα της στο Ηνωμένο Βασίλειο, ασκεί τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος που εδρεύει στον Πειραιά. Στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το οικονομικό έτος 1994/95, η Royal Bank of Scotland δήλωσε τα φορολογητέα κέρδη της από τις δραστηριότητες του υποκαταστήματός της, καθώς και το ύψος του οφειλομένου φόρου κατ' εφαρμογήν του φορολογικού συντελεστή 40 % που προβλέπεται στον ελληνικό κώδικα φορολογίας εισοδήματος. Συνυπέβαλε με τη φορολογική της δήλωση μια επιφύλαξη, σύμφωνα με την οποία τα κέρδη του υποκαταστήματός της θα έπρεπε να φορολογηθούν με τον συντελεστή 35 % που εφαρμόζεται στις ελληνικές τράπεζες. Πράγματι, η Royal Bank of Scotland θεωρεί ότι αποτελεί αντικείμενο δυσμενούς φορολογικής μεταχειρίσεως, καθόσον η φορολογία με την οποία επιβαρύνεται είναι βαρύτερη από αυτήν στην οποία υπόκεινται οι ελληνικές τράπεζες.
Επειδή η επιφύλαξή της απορρίφθηκε από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία φορολογίας ανωνύμων εταιριών, η Royal Bank of Scotland άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου του Πειραιά, το οποίο, έχοντας αμφιβολίες όσον αφορά το συμβατό της εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα προς την αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο ένα προδικαστικό ερώτημα.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ' αρχάς ότι, καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα εν λόγω κράτη πρέπει πάντως να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο και να απέχουν από κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και έχει άμεση εφαρμογή εντός των κρατών μελών. Η ελευθερία εγκαταστάσεως συνεπάγεται, για τους υπηκόους άλλου κράτους μέλους, την ανάληψη και άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που καθορίζει η νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους· για τις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους (και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητας), συνεπάγεται το δικαίωμα να ασκούν τη δραστηριότητά τους στο οικείο κράτος μέλος μέσω υποκαταστήματος ή πρακτορείου. Το να γίνει δεκτό ότι το κράτος μέλος εγκαταστάσεως μπορεί ελεύθερα να προβαίνει σε διαφορετική μεταχείριση λόγω
του γεγονότος και μόνον ότι η έδρα της εταιρίας βρίσκεται σε άλλο κράτος θα απογύμνωνε επομένως τη διάταξη αυτή από το περιεχόμενό της.
Οι διατάξεις όμως της φορολογίας εισοδήματος εισάγουν διαφορετική μεταχείριση κατά τον υπολογισμό του φόρου επί των κερδών των εταιριών, ανάλογα με το αν έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα ή εκτός του κράτους μέλους αυτού. Έτσι, στα κέρδη των εταιριών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα εφαρμόζονται δύο φορολογικοί συντελεστές, οπότε οι εταιρίες αυτές μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να τύχουν του φορολογικού συντελεστή 35 % αντί του συντελεστή 40 %. Αντιθέτως, στις εταιρίες (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών) που έχουν την έδρα τους εντός άλλου κράτους μέλους και μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα εφαρμόζεται ένας ενιαίος φορολογικός συντελεστής, ο υψηλότερος.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι, όσον αφορά τον τρόπο καθορισμού της φορολογητέας βάσεως, η ελληνική φορολογική νομοθεσία δεν εισάγει, μεταξύ των εταιριών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα και εκείνων που, καίτοι έχουν την έδρα τους εντός άλλου κράτους μέλους, έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, διάκριση ικανή να στηρίξει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο κατηγοριών εταιριών. Πράγματι, ο φόρος υπολογίζεται, τόσο για τις ελληνικές όσο και για τις αλλοδαπές εταιρίες, επί του καθαρού εισοδήματος ή επί των καθαρών κερδών, αφού αφαιρεθεί το τμήμα που αντιστοιχεί στα μη φορολογούμενα έσοδα, κερδών τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τον τρόπο αυτό τόσο για τις ελληνικές όσο και για τις αλλοδαπές εταιρίες.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει αντικειμενική διαφορά μεταξύ της καταστάσεως των εταιριών που έχουν την έδρα τους εντός των λοιπών κρατών μελών και εκείνης των εταιριών των οποίων η έδρα βρίσκεται στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται, κατά το Δικαστήριο, από τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου προς αποφυγή της διπλής φορολογίας και η οποία αναγνωρίζει ότι ένα κείμενο στην Ελλάδα υποκατάστημα τράπεζας που έχει την έδρα της στο Ηνωμένο Βασίλειο τελεί, από φορολογικής απόψεως, σε κατάσταση αντικειμενικώς παρεμφερή με την κατάσταση ελληνικής εταιρίας.
Επισημαίνεται εξάλλου ότι οι επίδικες διατάξεις τροποποιήθηκαν το 1997. Ο φορολογικός συντελεστής επί των κερδών των τραπεζών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα αυξήθηκε έκτοτε στο 40 % και είναι συνεπώς πλέον ο ίδιος με εκείνον που εφαρμόζεται στα κέρδη των υποκαταστημάτων των αλλοδαπών εταιριών.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται στη γαλλική και στην ελληνική γλώσσα.
Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int γύρω στις 3 μ.μ. σήμερα. Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνήστε με την Estella Cigna, τηλ. (352) 43 03 2582,fax: (352) 43 032674.