Στο προσεχές μέλλον θα σημειωθούν σημαντικές εξελίξεις στο κοινοτικό δικαιοδοτικό σύστημα.
Συγκεκριμένα, η έναρξη της ισχύος της τρίτης φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, της Συνθήκης του Αμστερνταμ και ορισμένων συμβάσεων που έχουν εγκριθεί στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις) θα επιφέρει αύξηση του αριθμού των υποθέσεων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο. Εξάλλου, η προοπτική διεύρυνσης της Ένωσης θα απαιτήσει αναθεώρηση των διατάξεων που διέπουν τη σύνθεση και τη λειτουργία των οργάνων.
Συνεπώς, φαίνεται δικαιολογημένος ο προβληματισμός σχετικά με το μέλλον του κοινοτικού δικαιοδοτικού συστήματος γενικά και, ειδικότερα, σχετικά με τη λειτουργία και τη σύνθεση των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του εγγράφου που εκπόνησαν το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο.
Στο έγγραφο αυτό, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο επισημαίνουν, καταρχάς, τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν προκειμένου να εξακολουθήσουν τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα να είναι σε θέση να εκπληρώνουν την αποστολή τους. Τα προβλήματα αυτά συνίστανται κυρίως στην αύξηση του αριθμού των υποθέσεων, στον επακόλουθο κίνδυνο παράτασης της διάρκειας των διαδικασιών και στην προβλεπόμενη εξάντληση των δυνατοτήτων των μεταφραστικών υπηρεσιών του οργάνου.
Ως μια πρώτη πρόταση για την εξεύρεση λύσης, τρεις σειρές σκέψεων αναπτύσσονται και τίθενται υπ' όψιν του Συμβουλίου.
Το Δικαστήριο προτείνει πρώτον μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν ήδη από τώρα, με απλές τροποποιήσεις των κανονισμών διαδικασίας, και τα οποία θα επέτρεπαν την αποτελεσματικότερη εκδίκαση των υποθέσεων.
Το Δικαστήριο προτείνει, έτσι, την καθιέρωση μιας ταχείας ή απλουστευμένης διαδικασίας για την εκδίκαση υποθέσεων που έχουν αποδεδειγμένως επείγοντα χαρακτήρα. Θα μπορούσε επίσης να περιοριστεί η διεξαγωγή δημοσίων συνεδριάσεων, δεδομένου ότι ορισμένες υποθέσεις θα μπορούσαν να επιλύονται βάσει της έγγραφης διαδικασίας και μόνο.
Όσον αφορά την προδικαστική διαδικασία, με την οποία τα εθνικά δικαστήρια ζητούν από το Δικαστήριο απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο προτείνει να μπορούν τα εθνικά δικαστήρια να του παρέχουν, εφόσον το ζητήσει, διευκρινίσεις σχετικά με τα ερωτήματα που του έχουν υποβάλει. Το Δικαστήριο εξετάζει, εξάλλου, τη δυνατότητα να αποφαίνεται συχνότερα με αιτιολογημένη διάταξη, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η απάντηση απορρέει ήδη από την υπάρχουσα νομολογία του.
Δεύτερον, το Δικαστήριο απαριθμεί ορισμένες διευθετήσεις που δεν θίγουν μεν το δικαιοδοτικό οικοδόμημα της Κοινότητας, προϋποθέτουν όμως τροποποίηση των κανόνων που διέπουν το όργανο, όπως αυτοί διατυπώνονται στις Συνθήκες και τους Οργανισμούς.
Στο πλαίσιο αυτό, δίνεται, καταρχάς, έμφαση στην ανάγκη απονομής στο Δικαστήριο της εξουσίας να τροποποιεί το ίδιο τον κανονισμό διαδικασίας του, ώστε να μπορεί να τον προσαρμόζει στα νέα πραγματικά και νομικά δεδομένα λειτουργίας του.
Διατυπώνεται επίσης η ιδέα ενός μηχανισμού εκ των προτέρων ελέγχου των αναιρέσεων που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των αποφάσεων του Πρωτοδικείου. Αυτός ο έλεγχος θα αφορά, ειδικότερα, υποθέσεις που έχουν ήδη υποβληθεί σε έναν πρώτο έλεγχο προτού αχθούν ενώπιον του Πρωτοδικείου, όπως συμβαίνει με τις υποθέσεις κοινοτικού σήματος. Εξετάζεται επίσης η δυνατότητα προσαρμογής του τρόπου εκδίκασης των κοινοτικών υπαλληλικών διαφορών, ιδίως με τη δημιουργία διοργανικών τμημάτων προσφυγών.
Τέλος, το Δικαστήριο εφιστά την προσοχή στη σχέση μεταξύ της αύξησης του αριθμού των δικαστών του κατά τις προσεχείς διευρύνσεις της Ένωσης και της εύρυθμης λειτουγίας του οργάνου. Συγκεκριμένα, μια σημαντική αύξηση του αριθμού των δικαστών θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να υπερβεί η ολομέλεια του Δικαστηρίου το αδιόρατο όριο που διαχωρίζει ένα πολυμελές δικαιοδοτικό όργανο από μια βουλευόμενη συνέλευση. Μια τέτοια εξέλιξη θα έθιγε τη συνοχή της νομολογίας. Σε περίπτωση που ο αριθμός των δικαστών υπερβεί τους 15, στο Δικαστήριο απόκειται να αναζητήσει τα οργανωτικά μέτρα για την αποφυγή αυτού του κινδύνου.
Το Δικαστήριο εξετάζει τέλος το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος εν γένει, διατυπώνοντας ορισμένες σφαιρικότερες σκέψεις τις οποίες θα πρέπει να λάβει υπόψη η προσεχής Διακυβερνητική Διάσκεψη.
Όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές του μηχανισμού της προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο τονίζει ότι θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρέχεται δυνατότητα υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων σε όλα τα εθνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από τον βαθμό δικαιοδοσίας στον οποίο ανήκουν. Το Δικαστήριο αντιμετωπίζει, αντιθέτως, τη δυνατότητα καθιέρωσης ενός συστήματος ελέγχου για την επιλογή των προδικαστικών ζητημάτων των οποίων η πολυπλοκότητα ή η σπουδαιότητα δικαιολογεί την επίλυσή τους σε κοινοτικό επίπεδο.
Το Δικαστήριο εκθέτει, τέλος, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που θα απέρρεαν από μια «αποκέντρωση» της προδικαστικής διαδικασίας. Η αποκέντρωση αυτή συνίσταται στη δημιουργία, σε κάθε κράτος μέλος, δικαστικών αρχών, κοινοτικών ή εθνικών, αρμοδίων για την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλονται από δικαστήρια εδρεύοντα εντός του πεδίου της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους.
Μετά από πρόσκληση της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κ. G. C. Rodríguez Iglesias ανέπτυξε τις προτάσεις και σκέψεις αυτές στους Υπουργούς Δικαιοσύνης που συνήλθαν στις Βρυξέλλες στις 27 και 28 Μαΐου 1999.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες στην ακόλουθη διεύθυνση Internet: www.curia.eu.int
Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna, τηλ. (00 352) 4303-2582.