Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απορρίπτει δύο αιτήσεις αναστολης εκτελέσεως ενός κανονισμού του Συμβουλίου που διαγράφει από τον πίνακα των αντιβιοτικών που επιτρέπονται ως πρόσθετες ύλες στη διατροφή των ζώων τη βιργινιαμυκίνη και την βακιτρακίνη-άλας με ψευδάργυρο
Η εταιρία βελγικού δικαίου Pfizer animal Health SA/NV, είναι η μόνη παραγωγός του αντιβιοτικού βιργινιαμυκίνη το οποίο παρασκευάζει στον εργοστάσιό της στο Rixensart (Βέλγιο) και διαθέτει στο εμπόριο με το όνομα "Stafac".
Η εταιρία Alpharma Inc, εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες παράγει και εμπορεύεται με την ονομασία "Albac" το αντιβιοτικό βακιτρακίνη-άλας με ψευδάργυρο.
Η βιργινιαμυκίνη και η βακιτρακίνη-άλας με ψευδάργυρο περιελήφθησαν, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες, στον πίνακα των προσθέτων υλών που μπορούν να χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων. Οι εν λόγω πρόσθετες ύλες, χορηγούμενες τακτικά στα εκτρεφόμενα ζώα βοηθούν την ανάπτυξή τους.
Η βιργινιαμυκίνη ανήκει σε μια οικογένεια αντιβιοτικών, ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνται στην ιατρική. Η βακιτρακίνη-άλας με ψευδάργυρο χρησιμοποιείται η ίδια στην ιατρική.
Με τον κανονισμό που εξέδωσε στις 17 Δεκεμβρίου 1998, το Συμβούλιο διέγραψε τέσσερα αντιβιοτικά μεταξύ των οποίων τη βιργινιαμυκίνη και τη βακιτρακίνη-άλας με ψευδάργυρο, από τον πίνακα των προσθέτων υλών των οποίων η χρήση επιτρέπεται στη διατροφή των ζώων. Ο κανονισμός αυτός θεσπίζει δηλαδή απαγόρευση της εμπορίας των αντιβιοτικών αυτών σε όλα τα κράτη μέλη το αργότερο από 1ης Ιουλίου 1999. Οι δύο παραγωγοί αμφισβητούν ενώπιον του Πρωτοδικείου τη νομιμότητα του κανονισμού και ζητούν την ολική ή μερική ακύρωσή του. Εξάλλου ζητούν ήδη την αναστολή εκτελέσεώς του.
Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου εξετάζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως αφού πρώτα διαπιστώνει ότι δεν αποκλείεται ο κανονισμός να αφορά άμεσα και ατομικά τη Pfizer και την Alpharma παρά τον κανονιστικό χαρακτήρα του.
Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διαπιστώνει, στις δύο διατάξεις, ότι εκάστη των εταιριών και το Συμβούλιο αντιδικούν κυρίως ως προς τους όρους υπό τους οποίους οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια χρησιμοποιήσεως ορισμένου αντιβιοτικού ως προληπτικό μέτρο. Το ζήτημα αυτό όμως προϋποθέτει πολύ εμπεριστατωμένη εξέταση που δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.
Εκτιμώντας στη συνέχεια το στοιχείο του επείγοντος για την Pfizer και την Alpharma της αναστολής εκτελέσεως του κανονισμού, εξετάζει αν η εκτέλεση του κανονισμού ενδέχεται να προκαλέσει στις αιτούσες σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Κρίνει, στις δύο υποθέσεις, ότι η ζητουμένη αναστολή δεν δικαιολογείται παρά μόνον αν προκύπτει ότι, αν δεν ληφθεί το μέτρο αυτό, η Pfizer και η Alpharma θα βρεθούν σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή τους ή να μεταβάλει αμετάκλητα τα οικεία μερίδια αγοράς.
Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διαπιστώνει ότι αυτό δεν ισχύει. Παρατηρεί ότι η εκτέλεση του κανονισμού δεν θα προκαλέσει πλήρη παύση της παραγωγής των αντιβιοτικών δεδομένου ότι αυτά θα μπορούν αν πωλούνται σε άλλες αγορές πλην της ευρωπαϊκής, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι το εργοστάσιο της Pfizer στο Rixensart, ή το εργοστάσιο της Alpharma στο Oslo, θα πρέπει να κλείσουν λόγω της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού.
Εξάλλου, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου σχετικοποιεί τη σημασία, όπως αυτή προκύπτει από τον πραγματοποιούμενο κύκλο εργασιών, της εμπορίας των δύο αντιβιοτικών των οποίων ανακαλείται η άδεια χρησιμοποιήσεως. Τέλος, παρατηρεί ότι η απαγόρευση δεν είναι οριστική: πράγματι, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2000, προβλέπεται νέα εξέταση βάσει των ερευνών που διενεργούνται.
Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου καταλήγει στην κρίση ότι οι δύο επιχειρήσεις δεν αποδεικνύουν ότι κινδυνεύουν να υποστούν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία αν δεν ανασταλεί αμέσως η εκτέλεση του κανονισμού, του οποίου εξάλλου ζητούν την ακύρωση.
Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου σταθμίζει πάντως τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Αναφέρεται στον στόχο που επιδιώκει η νέα κανονιστική ρύθμιση: στην καταπολέμηση των κινδύνων αυξήσεως της μικροβιακής αντοχής στην ιατρική που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση ορισμένων αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία. Σταθμίζοντας τη ζημία που κινδυνεύουν να υποστούν οι επιχειρήσεις και τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, υπογραμμίζει ότι οι απαιτήσεις της δημόσιας υγείας υπερισχύουν των οικονομικών θεωρήσεων .
Τέλος, βάσει των στοιχείων που του υποβλήθηκαν, διαπιστώνει ότι η δυνατότητα μεταδόσεως από το ζώο στον άνθρωπο βακτηριδίων που κατέστησαν ανθεκτικά λόγω του ότι τα εκτρεφόμενα ζώα καταναλώνουν πρόσθετες ουσίες με αντιβιοτικά, όπως η βιργινιαμυκίνη και η βακιτρακίνη-άλας με ψευδάργυρο, δεν μπορεί να αποκλειστεί και επομένως δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η χρησιμοποίησή τους στη διατροφή των ζώων να αυξήσει τη μικροβιακή αντοχή στην ιατρική.
Ακριβώς όμως οι συνέπειες της αυξήσεως της αντοχής των μικροβίων στην ιατρική, αν πράγματι επέλθει, θα είναι πολύ σοβαρές για τη δημόσια υγεία δεδομένου ότι ορισμένα βακτηρίδια λόγω της αυξήσεως της αντοχής τους δεν θα μπορούσαν πλέον να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά με ορισμένα φάρμακα της ιατρικής όπως αυτά της οικογένειας της βιργινιαμυκίνης και της βακιτρακίνης.
Στηριζόμενος στην ύπαρξη αυτού του κινδύνου που διαπίστωσε, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απορρίπτει τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως.
Παρατήρηση: Οι διατάξεις αυτές ουδόλως προδικάζουν τη λύση που θα δώσει το Πρωτοδικείο στις κύριες υποθέσεις. Το Πρωτοδικείο θα εκδώσει αργότερα τις αποφάσεις στις υποθέσεις αυτές.
Ανεπίσημο κείμενο για τα μέσα ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.
Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int. περί τη 15.00 μεταμεσημβρινή σήμερα.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κα Estella Cigna, τηλ. (352) 43 03 2582 fax (352) 43 03 2674.