Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ 71/99

28 Σεπτεμβρίου 1999

Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Damaso Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση C-387/97

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΥΜΜΟΡΦΩΘΕΙ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ


Ο Γενικός Εισαγγελέας Ruiz-Jarabo προτείνει τη μείωση της χρηματικής ποινής που πρέπει να επιβληθεί στην Ελληνική Δημοκρατία σε 15.375 ευρώ ημερησίως.

Η παρούσα υπόθεση αποτελεί την πρώτη υπόθεση στην οποία καλείται το Δικαστήριο να εφαρμόσει τις νέες διατάξεις, οι οποίες προστέθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και του δίνουν την εξουσία να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις στα κράτη μέλη που δεν έχουν εκτελέσει απόφασή του με την οποία έχει αναγνωριστεί, σύμφωνα με τις Συνθήκες, η μη συμμόρφωσή τους προς τις υποχρεώσεις τους.

Τα περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η παρούσα διαφορά είναι τα εξής: στις 7 Απριλίου 1992 το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση επί της υποθέσεως C-45/91, Επιτροπή κατά Ελλάδος, με την οποία αναγνώρισε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε παραβεί διάφορες υποχρεώσεις που υπείχε από δύο κοινοτικές οδηγίες που αφορούν τα στερεά αφενός και τα τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα αφετέρου. Το πρόβλημα αποτελούσε κυρίως η συνέχιση της χρησιμοποιήσεως ενός σκουπιδότοπου στον χείμαρρο του Κουρουπητού στον Νομό Χανίων (Κρήτη).

Η Επιτροπή, κατόπιν μακρόχρονης ανταλλαγής εγγράφων με την Ελληνική Δημοκρατία, προκειμένου να καθοριστεί ο βαθμός εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως του Δικαστηρίου εκ μέρους των ελληνικών αρχών, αποφάσισε το 1997 να ασκήσει την παρούσα προσφυγή, με την οποία προτείνει την επιβολή στην Ελληνική Δημοκρατία χρηματικής ποινής 24 600 ευρώ ημερησίως, για κάθε ημέρα καθυστερήσεως στη συμμόρφωσή της από την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως επί της παρούσας υποθέσεως.

Η εφαρμογή των νέων διατάξεων της Συνθήκης δημιουργεί μια σειρά νομικών προβλημάτων και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας προβαίνει, με τις προτάσεις του, σε λεπτομερή ανάλυση ορισμένων ζητημάτων αρχής, όπως είναι η νομική φύση (ποινική ή διοικητική) των κυρώσεων ή το ζήτημα αν, σε περίπτωση υπάρξεως διαφόρων και διαιρετών παραβάσεων, πρέπει να γίνεται εξατομικευμένη και όχι συνολική εκτίμηση των παραβάσεων αυτών, πράγμα που θα έδινε τη δυνατότητα μερικής ή βαθμιαίας εκτελέσεως και θα επέτρεπε την ανάλογη μείωση της ποινής.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εξετάζει επίσης τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως του Δικαστηρίου σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής για την επιβολή της κυρώσεως. Κατά την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, ο έλεγχος

του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, της μη υπάρξεως προφανούς πλάνης κατά την εκτίμηση και στην εξακρίβωση της τηρήσεως των αρχών περί αναλογικότητας και ίσης μεταχειρίσεως.

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή, βασιζόμενη στα κριτήρια της σοβαρότητας της παραβάσεως, της διάρκειας της μη συμμορφώσεως και στον συντελεστή "δυνατότητα πληρωμής" του κράτους μέλους του οποίου έχει αναγνωριστεί η παράβαση, πρότεινε με την προσφυγή της την επιβολή χρηματικής ποινής 24 600 ευρώ ημερησίως στην Ελληνική Δημοκρατία για την εκ μέρους της συνολική παράβαση διαφόρων άρθρων των εν λόγω κοινοτικών οδηγιών. Στη συνέχεια, απαντώντας σε ερώτημα του Δικαστηρίου για το ποια θα ήταν η πρότασή της, αν υπέθετε ότι οι προσαπτόμενες στην Ελληνική Δημοκρατία παραβάσεις ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους, η Επιτροπή πρότεινε χρηματικές ποινές για καθεμία χωριστά από τις παραβιασθείσες διατάξεις, το άθροισμα των οποίων ανερχόταν σε 32 800 ευρώ ημερησίως.

Η διαφορά αυτή ανάμεσα στα δύο ποσά (την οποία δεν αιτιολόγησε η Επιτροπή) θα οδηγούσε, αν λαμβανόταν υπόψη η δεύτερη πρόταση της Επιτροπής, σε νέα εκτίμηση, την οποία απορρίπτει ο Γενικός Εισαγγελέας για λόγους αφενός τηρήσεως της αρχής του μη αυθαιρέτου της διοικητικής δράσεως και αφετέρου της προτιμήσεως, μεταξύ δύο κατάλληλων κυρώσεων, της κυρώσεως εκείνης που εμφανίζεται ως λιγότερο αυστηρή.

Κατά συνέπεια, ο Γενικός Εισαγγελέας εξετάζει την πρόταση της Επιτροπής περί επιβολής χρηματικής ποινής 24 600 ευρώ ημερησίως και, αφού προηγουμένως εκτιμά τα διάφορα στοιχεία που συντρέχουν στην παρούσα υπόθεση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρόταση αυτή είναι κατάλληλη, διότι δεν διαπιστώνει κανένα προφανές σφάλμα εκτιμήσεως και καμία παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

Εντούτοις, ο Γενικός Εισαγγελέας, επειδή θεωρεί προτιμητέα την εξατομικευμένη εκτίμηση της εκτελέσεως καθεμιάς από τις επίμαχες τέσσερις υποχρεώσεις, οι οποίες είναι τόσο αυτοτελείς, ώστε να μπορούν να εκπληρωθούν χωριστά, προβαίνει στη συνέχεια σε στάθμιση του ειδικού βάρους καθεμιάς από τις παραβάσεις αυτές, με σκοπό τον προσδιορισμό του ύψους των αντίστοιχων κυρώσεων. Ο Γενικός Εισαγγελέας προτείνει, για τον λόγο επιπλέον ότι η εκπλήρωση των δύο από τις υποχρεώσεις αυτές εμπεριέχει την εκπλήρωση των άλλων δύο, τη μείωση της χρηματικής ποινής που πρέπει να επιβληθεί στην Ελληνική Δημοκρατία σε 15 375 ευρώ ημερησίως, για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κοινοποιήσεως στο κράτος αυτό της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της παρούσας υποθέσεως και της ημερομηνίας επιτεύξεως της πλήρους συμμορφώσεως προς την απόφαση της 7ης Απριλίου 1992.

Το λειτούργημα του Γενικού Εισαγγελέα

Έργο του Γενικού Εισαγγελέα είναι να επικουρεί το Δικαστήριο διατυπώνοντας αιτιολογημένες προτάσεις, οι οποίες περιέχουν συγκεκριμένη πρόταση σχετικά με τη μορφή που πρέπει να έχει το διατακτικό της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην οικεία υπόθεση. Ο Γενικός Εισαγγελέας ενεργεί με πλήρη αμεροληψία και πλήρη ανεξαρτησία· οι προτάσεις του δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διαθέσιμο στα: γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά, αγγλικά και ελληνικά.

Για το πλήρες κείμενο των προτάσεων συμβουλευθείτε τη σελίδα Internet του Δικαστηρίου (www.curia.eu.int ).

Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna, Tel.: (*352) 4303 2582 · Fax: (352) 4303 2674.