Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 92/99

23 Νοεμβρίου 1999

Απόφαση του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-369/96 και C-376/96

Jean-Claude Arblade, Arblade & Fils SARL
και
Bernard Leloup, Serge Leloup, Sofrage SARL

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΣ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ


Προς τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων, η ευνοϊκότερη κοινωνική νομοθεσία κράτους μέλους εφαρμόζεται σε κάθε μισθωτό που εργάζεται επί του εδάφους του. Εξάλλου, οι πρόσθετες κοινωνικές και διοικητικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις από το κράτος μέλος υποδοχής δεν δικαιολογούνται όταν οι εργαζόμενοι που έχουν αποσπασθεί προσωρινώς στο κράτος αυτό απολαύουν ισοδύναμης κοινωνικής προστασίας εντός του κράτους καταγωγής τους.

Οι γαλλικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις Arblade και Leloup πραγματοποίησαν εργασίες στο Βέλγιο και απέσπασαν, από το 1991 έως το 1993, στα βελγικά εργοτάξια εργαζομένους για την εκτέλεση των εργασιών αυτών.

Στη διάρκεια ελέγχων, οι υπηρεσίες εποπτείας της τηρήσεως της βελγικής εργατικής νομοθεσίας ζήτησαν την προσκόμιση διαφόρων συνδεομένων με τη σχέση εργασίας εγγράφων που προβλέπει η βελγική νομοθεσία.

Οι Arblade και Leloup υποστήριξαν ότι δεν είχαν υποχρέωση να προσκομίσουν τα έγγραφα αυτά και διώχθηκαν ενώπιον του Tribunal correctionnel. Οι δύο επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι συμμορφώθηκαν προς τη γαλλική νομοθεσία και ότι οι βελγικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις συνιστούν, στην πραγματικότητα, εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Το Tribunal correctionnel ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί ως προς το συμβατό των βελγικών διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο.

Το Δικαστήριο θεωρεί, καταρχάς, ότι ο χαρακτηρισμός των επιδίκων διατάξεων ως «νόμων δημοσίας τάξεως και ασφάλειας» δεν τις απαλλάσσει από την υποχρέωση τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του σχετικά με την ανάγκη εξαλείψεως κάθε διακρίσεως έναντι των παρεχόντων υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και κάθε περιορισμού ικανού να αποτελέσει τροχοπέδη για τη δραστηριότητα όσων παρέχουν νομίμως, εντός της χώρας καταγωγής τους, ανάλογες υπηρεσίες. Το Δικαστήριο αναφέρει, ιδίως, ότι η κοινωνική προστασία των εργαζομένων μπορεί μεν να συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δικαιολογούντα περιορισμό της θεμελιώδους αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αμιγώς διοικητής φύσεως λόγοι ωστόσο δεν δικαιολογούν παρέκκλιση από την αρχή αυτή.

Κατά το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν (με νομοθετικές διατάξεις ή συλλογικές συμβάσεις) την καταβολή των κατωτάτων μισθών στους μισθωτούς που είναι αποσπασμένοι, έστω και προσωρινώς, στο έδαφός τους, ανεξαρτήτως της χώρας εγκαταστάσεως του εργοδότη. Η υποχρέωση αυτή πρέπει να εφαρμόζεται υπό τον έλεγχο του εθνικού δικαστή και πρέπει να επιβάλλεται με τα κατάλληλα μέσα, ποινική δε δίωξη είναι δυνατή μόνο στο μέτρο που οι παραβιασθείσες διατάξεις είναι επαρκώς σαφείς και συγκεκριμένες.

Όταν απαιτείται από τον εργοδότη να καταβάλλει εργοδοτικές εισφορές, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξακριβώνει ότι οι εισφορές αυτές παρέχουν δικαίωμα επί κοινωνικού ωφελήματος για τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους (τους μισθωτούς που είναι αποσπασμένοι στο κράτος εντός του οποίου εκτελούνται οι εργασίες) και ότι οι εργαζόμενοι αυτοί δεν απολαύουν ήδη εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως κατ' ουσίαν συγκρίσιμης προστασίας. Στην αντίθετη περίπτωση, μια τέτοια υποχρέωση συνιστά στην πραγματικότητα άνιση μεταχείριση σε σχέση προς τους εργοδότες που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής, ικανή να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να παρέχουν τις υπηρεσίες τους εντός του κράτους αυτού. Για να είναι επιτρεπτή, η υποχρέωση καταβολής των εισφορών αυτών πρέπει να επιβάλλεται σε όλους τους παρέχοντες υπηρεσίες που ασκούν δραστηριότητα επί του εθνικού εδάφους.

Το Δικαστήριο παρατηρεί, τέλος, ότι οι Arblade και Leloup υπόκεινται ήδη στη Γαλλία σε υποχρεώσεις, αν όχι ταυτόσημες, τουλάχιστον παρόμοιες, όσον αφορά την αρχή της τηρήσεως των συνδεομένων με τη σχέση εργασίας εγγράφων, για τις ίδιες περιόδους και τους ίδιους εργαζομένους. Η υποχρέωση τηρήσεως προσθέτων εγγράφων εντός του κράτους μέλους υποδοχής, λόγω των εξόδων και διοικητικών επιβαρύνσεων που συνεπάγεται, συνιστά, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η προστασία των εργαζομένων, ιδίως όσον αφορά την υγεία, μπορεί μεν όντως να δικαιολογήσει την υποχρέωση να βρίσκονται ορισμένα έγγραφα στη διάθεση των αρχών στο εργοτάξιο προς διευκόλυνση των υπηρεσιών του κράτους μέλους υποδοχής, τα εθνικά δικαστήρια όμως πρέπει να εξετάζουν μήπως ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με την προσκόμιση, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, αναλόγων εγγράφων τηρουμένων εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως (ή την τήρηση αντιγράφων τους στο εργοτάξιο ή σε άλλο προσιτό μέρος).

Εν πάση περιπτώσει, ο περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που μπορεί να συνεπάγεται η ανάγκη διατηρήσεως των εγγράφων στη διάθεση των εθνικών αρχών εποπτείας ουδέποτε μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διευκολύνσεως, γενικώς, των κρατικών αρχών κατά την εκτέλεση της αποστολής ελέγχου (εν προκειμένω, δεν δικαιολογούνται, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η υποχρέωση διατηρήσεως των συνδεομένων με τη σχέση εργασίας εγγράφων επί πενταετία επί του εθνικού εδάφους και η υποχρέωση φυλάξεώς τους στην κατοικία φυσικού προσώπου).

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως, συμβουλευθείτε τη σελίδα Internet του Δικαστηρίου www.curia.eu.int μετά τις 15.00.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna, τηλ. (00 352) 4303 - 2582 fax (00 352) 4303 - 2674.