Το ιστορικό των κτιρίων

el   
 

ΤΟ 1952, ενώ συζητούνταν η επιλογή της Λιέγης ή των Βρυξελλών ως έδρας των θεσμικών οργάνων της ΕΚΑΧ, επελέγη εν τέλει ως προσωρινή έδρα η πόλη του Λουξεμβούργου. Όσον αφορά το Δικαστήριο, η επιλογή αυτή οριστικοποιήθηκε το 1992 όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Εδιμβούργου έλαβε οριστικές αποφάσεις για τις έδρες των θεσμικών οργάνων.

Το 1952, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση διέθεσε στο Δικαστήριο την έπαυλη Vauban, η οποία βρίσκεται εντός του δημοτικού πάρκου της πόλης του Λουξεμβούργου, καθώς και δύο άλλα κτίρια για την εγκατάσταση του θεσμικού οργάνου και των 57 μελών του τότε προσωπικού του.

La Villa Vauban 1952 - 1959Η Villa Vauban 1952 - 1959

Το 1959, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση πρότεινε τη στέγαση του Δικαστηρίου σε κτίριο στην Côte d'Eich, το οποίο ανήκε στην επισκοπή του Λουξεμβούργου και ήταν αρκετά μεγάλο για να στεγάσει όλες τις υπηρεσίες του.

Côte d'Eich 1959 - 1972Κτίριο της Côte d'Eich 1959 - 1972

Ωστόσο, λόγω της αύξησης του προσωπικού όλων των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, κυρίως ενόψει της πρώτης διεύρυνσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1973, το Λουξεμβούργο αποφάσισε να προχωρήσει στη διαμόρφωση της περιοχής του Kirchberg προκειμένου να στεγαστούν εκεί όλα τα θεσμικά όργανα. Στην περιοχή αυτή κατασκευάστηκαν τα κτίρια στα οποία εγκαταστάθηκε εν τέλει το Δικαστήριο.

Το 1972, το Δικαστήριο εγκαταστάθηκε με τους 223 υπαλλήλους του στο Μέγαρο που κατασκεύασε το Λουξεμβουργιανό Δημόσιο στο Kirchberg.

Με την κατασκευή του Μεγάρου, το οποίο σχεδιάστηκε από τους Βέλγους αρχιτέκτονες Jamagne και Vander Elst, καθώς και από τον Λουξεμβουργιανό αρχιτέκτονα Conzemius, και εγκαινιάστηκε στις 9 Ιανουαρίου 1973, εξασφαλίστηκαν κατάλληλοι χώροι εργασίας για τα μέλη του Δικαστηρίου και το προσωπικό του.

Le Palais en 1973 Το Μέγαρο το 1973

Η αύξηση του προσωπικού του θεσμικού οργάνου επέφερε ήδη από το 1979 κορεσμό των εγκαταστάσεών του. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος μισθώθηκαν γραφεία στα κτίρια άλλων ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Οι ανάγκες του Δικαστηρίου αυξήθηκαν περαιτέρω λόγω της ένταξης της Ελλάδας (1981), της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (1986), της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας (1995), καθώς και λόγω της ίδρυσης του Πρωτοδικείου (1989). Το προσωπικό συνέχισε να αυξάνεται και ο αριθμός των υπαλλήλων ανήλθε από 626 το 1988 σε 837 το 1994.

Για τον λόγο αυτόν κατασκευάστηκαν από το 1985 έως το 1994 τρεις επεκτάσεις του Μεγάρου, σχεδιασμένες από τους Λουξεμβουργιανούς αρχιτέκτονες Fritsch, Herr και Huyberechts, καθώς και από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Paczowski: το κτίριο Erasmus (εγκαινιάστηκε στις 5 Οκτωβρίου 1988), το κτίριο Thomas More (εγκαινιάστηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1993) και, τέλος, το κτίριο Θέμις (εγκαινιάστηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1994).

Το Μέγαρο εγκαταλείφθηκε το 1999 λόγω της παρουσίας αμιάντου. Το Δικαστήριο εγκατέστησε το προσωπικό του σε άλλα κτίρια, μεταξύ των οποίων ένα προκατασκευασμένο κτίριο, το λεγόμενο «κτίριο T», το οποίο στέγασε τις γλωσσικές υπηρεσίες (από το 1999 έως το 2019).

Le bâtiment « T » Κτίριο «T»

Παράλληλα με τις εργασίες αφαίρεσης του αμιάντου από το Μέγαρο και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες που αναμενόταν να προκύψουν από τη μεγάλη διεύρυνση του 2004, το Δικαστήριο και οι αρχές του Λουξεμβούργου ξεκίνησαν ένα φιλόδοξο κατασκευαστικό πρόγραμμα.

Το νέο αυτό πρόγραμμα συνέπεσε με τη μεταβολή της κτιριακής πολιτικής της Ένωσης. Έως τότε τα κτίρια παραχωρούνταν από τις αρχές του κράτους υποδοχής, και συγκεκριμένα, όσον αφορά το Δικαστήριο, από τις λουξεμβουργιανές αρχές. Κατά το παράδειγμα των λοιπών θεσμικών οργάνων, προβλέφθηκε ότι το Δικαστήριο θα αποκτήσει την κυριότητα όλων των κτιριακών του εγκαταστάσεων. Το θεσμικό όργανο δεσμεύτηκε κατά συνέπεια να αποκτήσει την κυριότητα των εγκαταστάσεων με το σύστημα μίσθωσης-εξαγοράς.

Μετά από αίτημα των λουξεμβουργιανών αρχών, ο Γάλλος αρχιτέκτονας Dominique Perrault σχεδίασε ένα κτιριακό συγκρότημα με επίκεντρο το ανακαινισμένο Μέγαρο και έναν χώρο προσβάσιμο για το κοινό, όπου σήμερα βρίσκονται οι αίθουσες ακροατηρίου. Γύρω από αυτόν τον χώρο κατασκευάστηκαν, ως μέρη του νέου αρχιτεκτονήματος, ένας ορθογώνιος «δακτύλιος» για τα γραφεία των μελών του Δικαστηρίου, δύο πύργοι για τη στέγαση των υπηρεσιών του θεσμικού οργάνου και η Στοά που συνδέει όλα τα κτίρια του κτιριακού συγκροτήματος.

Οι εργασίες κατασκευής άρχισαν στα τέλη του 2003. Την 1η Μαΐου 2004 δέκα νέα κράτη προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόσληψη υπαλλήλων από τα νέα κράτη μέλη κατέστησε αναγκαία τη χωροταξική αναδιοργάνωση, με τη μίσθωση άλλου κτιρίου, εκτός του κτιριακού συγκροτήματος, και την επέκταση του κτιρίου T (κτίριο «T 2»), προκειμένου να εγκατασταθούν οι γλωσσομαθείς νομικοί από τα δέκα νέα κράτη μέλη.

Η ανακαίνιση του Μεγάρου και η κατασκευή του Δακτυλίου, της Στοάς και των δύο πύργων ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 2008, η δε τελετή των εγκαινίων πραγματοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Η επιφάνεια του κτιριακού συγκροτήματος αυξήθηκε από 85 000 m² σε σχεδόν 200 000 m², ο αριθμός των αιθουσών ακροατηρίου από 5 σε 11 και ο αριθμός των γραφείων από 1 000 σε 2 200.

Έχοντας στη διάθεσή του τα νέα αυτά κτίρια, το Δικαστήριο προχώρησε στην ανακαίνιση των κτιρίων Erasmus, Thomas More και Θέμις, στα οποία εγκαταστάθηκε εκ νέου το 2013.

Στο μεταξύ, η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας (2007) καθώς και της Κροατίας (2013) είχε ως συνέπεια την αύξηση της δικαιοδοτικής δραστηριότητας του Δικαστηρίου, καθώς και του αριθμού των μελών του και του προσωπικού του (τρεις επιπλέον γενικοί εισαγγελείς στο Δικαστήριο από το 2015 και σταδιακός διπλασιασμός των μελών του Γενικού Δικαστηρίου από το 2016).

Για την αντιμετώπιση αυτών των αναγκών, άρχισε την άνοιξη του 2016 η κατασκευή τρίτου πύργου.

Με 29 ορόφους και 118 μέτρα ύψος, ο πύργος Rocca είναι το ψηλότερο κτίριο στο Λουξεμβούργο.

Με τα εγκαίνια του πύργου Rocca τον Σεπτέμβριο του 2019, κατέστη δυνατή η στέγαση όλων των υπηρεσιών του Δικαστηρίου στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα.

Vue sur l’ensemble des bâtiments prise du nord-ouest