Παρουσίαση των μελών

Koen Lenaerts
Koen Lenaerts
Πρόεδρος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1954 στο Mortsel (Βέλγιο), ο Koen Lenaerts έλαβε πτυχίο νομικής το 1977 από το Katholieke Universiteit Leuven (Καθολικό Πανεπιστήμιο του Leuven, Βέλγιο) πριν συνεχίσει τις σπουδές του στο Harvard University (Πανεπιστήμιο του Harvard, Ηνωμένες Πολιτείες). Από το πανεπιστημιακό αυτό ίδρυμα έλαβε δίπλωμα Master of Laws το 1978 και Master in Public Administration το 1979. Επιστρέψας στο Katholieke Universiteit Leuven, ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής το 1982.

Στο ίδιο αυτό πανεπιστήμιο άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1979 ως βοηθός, στη συνέχεια ως καθηγητής ευρωπαϊκού δικαίου το 1983. Κατά την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία δίδαξε επίσης στο Κολέγιο της Ευρώπης στην Bruges (Βέλγιο) από το 1984 έως το 1989, καθώς και στο Harvard Law School (νομική σχολή του Harvard, Ηνωμένες Πολιτείες), με την ιδιότητα του προσκεκλημένου καθηγητή, το 1989.

Ο K. Lenaerts ανέλαβε υπηρεσία στο Δικαστήριο ως εισηγητής στο γραφείο του δικαστή René Joliet, θέση την οποία κατείχε από το 1984 έως 1985, πριν ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου από το 1986 έως το 1989 εγγεγραμμένος στον Δικηγορικό Σύλλογο Βρυξελλών.

Διορίστηκε δικαστής στο Πρωτοδικείο, νυν Γενικό Δικαστήριο, στις 25 Σεπτεμβρίου 1989, ημερομηνία συστάσεως του δικαστηρίου αυτού. Υπηρέτησε ως δικαστής σε αυτό δεκατέσσερα και πλέον έτη, πριν διοριστεί δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2003. Οι συνάδελφοί του του ανέθεσαν καθήκοντα προέδρου τμήματος για δύο διαδοχικές θητείες, από τις 9 Οκτωβρίου 2006 έως τις 8 Οκτωβρίου 2012, στη συνέχεια δε καθήκοντα Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 2012.

Εξελέγη Πρόεδρος του Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2015 και ασκεί έκτοτε τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Academia Europaea, Λονδίνο
  • Μέλος του Advisory Council του British Institute of International and Comparative Law
  • Μέλος του Advisory Board του Centre of Law and Governance in Europe, University College London
  • Μέλος του Συμβουλίου της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA), Trier
  • Μέλος του Kuratorium (επιστημονικού συμβουλίου) του Max-Planck-Institut für ausländisches öffentliches Recht und Völkerrecht, Χαϊδελβέργη
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης Europarecht
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης European Law Review
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης International Comparative Jurisprudence, Mykolo Romerio universitetas
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης S.E.W. Tijdschrift voor Europees en economisch recht
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Cahiers de droit européen
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Columbia Journal of European Law
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης European Constitutional Law Review
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης European Public Law
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Europejski Przegląd Sądowy
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης L’actualidad administrativa
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης EStAL (European State Aid Law Quarterly)
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης European Journal of Human Rights
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Lex ET Scientia International Journal (LESIJ), Universitatea Nicolae Titulescu din Bucuresti
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Concurrences, Revue des droits de la concurrence
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης World Competition. Law and Economics Review
  • Μέλος του Advisory Board της επιθεώρησης EU Tax Review
  • Μέλος της τιμητικής επιτροπής της επιθεώρησης Revista Română de Drept European
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Τίτλος ευγενείας: Βαρώνος (2005)
  • Distinguished Helen DeRoy Fellow, University of Michigan Law School (2005)
  • Honorary Master of the Bench of the Inner Temple, Λονδίνο (2010)
  • Doctor honoris causa, Πανεπιστήμιο του Poitiers (2016)
  • Doctor honoris causa, Mykolo Romerio universitetas (2017)
  • Doctor honoris causa, Πανεπιστήμιο της Namur (2017)
  • Doctor honoris causa, Universitatea Nicolae Titulescu din Bucuresti (2017)
  • All European Academies Madame de Staël Prize for Cultural Values (2017)
  • Doctor honoris causa, Sofijski universitet «Sveti Kliment Ohridski» (2018)
  • Doctor honoris causa, Universiteti Europian i Tiranës (2018)
  • Doctor honoris causa, Vilniaus universitetas (2022)
  • Doctor honoris causa, Universitatea «Alexandru Ioan Cuza» din Iaşi (2023)
Lars Bay Larsen
Lars Bay Larsen
Αντιπρόεδρος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1953 στο Gladsaxe, København (Δανία), ο Lars Bay Larsen σπούδασε στο Københavns Universitet (Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, Δανία). Έλαβε πτυχίο πολιτικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο αυτό το 1976. Το 1978 ενεγράφη εκ νέου στο ίδιο Πανεπιστήμιο, στη Νομική Σχολή, από όπου έλαβε πτυχίο Νομικής το 1983.

Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο διορίστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Δανίας, όπου εργάστηκε από το 1983 έως το 1985. Ακολούθως, από το 1985 έως το 1986, ανέλαβε καθήκοντα προϊσταμένου τμήματος στην Advokatsamfund (Ένωση Δικηγορικών Συλλόγων της Δανίας). Επιστρέφοντας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Δανίας, κατείχε διαδοχικά τις θέσεις του προϊσταμένου υπηρεσίας από το 1986 έως το 1991, του προϊσταμένου τμήματος από το 1991 έως το 1995, του προϊσταμένου της υπηρεσίας αστυνομίας από το 1995 έως το 1999 και του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας από το 2000 έως το 2003. Κατά την ίδια περίοδο κλήθηκε να εκπροσωπήσει τη Δανία στην επιτροπή K-4 από το 1995 έως το 2000, στην κεντρική ομάδα της συμφωνίας Schengen από το 1996 έως το 1998 και στο Διοικητικό Συμβούλιο της Europol από το 1998 έως το 2000. Tο 1991 απέκτησε την ιδιότητα του δικηγόρου στη Δανία και το 2003 άρχισε τη σταδιοδρομία του στο δικαστικό σώμα, ως μέλος του Højesteret (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δανία), όπου άσκησε καθήκοντα δικαστή έως το 2006.

Η σταδιοδρομία του L. Bay Larsen αποτελεί εξάλλου παράδειγμα γόνιμου συνδυασμού της ενασχόλησης με το δίκαιο στην πράξη και της διδασκαλίας, καθόσον υπήρξε, από το 1984 έως το 1991, εντεταλμένος διδασκαλίας και ακολούθως, από το 1991 έως το 1996, συνεργαζόμενος καθηγητής Οικογενειακού Δικαίου στο Københavns Universitet. Από το 2008, είναι εντεταλμένος διδασκαλίας Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στο université du Luxembourg (Πανεπιστήμιο Λουξεμβούργου).

Ο L. Bay Larsen είναι δικαστής στο Δικαστήριο από τις 11 Ιανουαρίου 2006. Εξελέγη πρόεδρος τμήματος από τους συναδέλφους του και άσκησε τα καθήκοντα αυτά επί δύο διαδοχικές θητείες, από τις 9 Οκτωβρίου 2012 έως τις 8 Οκτωβρίου 2018. Από τις 8 Οκτωβρίου 2021, ο L. Bay Larsen είναι Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου.

Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ridder af 1. grad af Dannebrogordenen (ιππότης πρώτης τάξεως του τάγματος του Dannebrog) (2002)
Alexander Arabadjiev
Alexander Arabadjiev
Πρόεδρος του πρώτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1949 στο Blagoevgrad (Βουλγαρία), ο Alexander Arabadjiev ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στο Sofiyski universitet «Sv. Kliment Ohridski» (Πανεπιστήμιο Σόφιας «Άγιος Κλήμης της Αχρίδας», Βουλγαρία) και έλαβε το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο αυτό το 1972.

Το 1975 διορίστηκε δικαστής στο Rayonen sad Blagoevgrad (πρωτοδικείο του Blagoevgrad, Βουλγαρία) και υπηρέτησε στο δικαστήριο αυτό μέχρι το 1983, οπότε διορίστηκε στο Okrazhen sad Blagoevgrad (εφετείο του Blagoevgrad, Βουλγαρία) μέχρι το 1986. Στη συνέχεια διορίστηκε στο Varhoven Sad (Ανώτατο Δικαστήριο, Βουλγαρία) μεταξύ 1986 και 1991, χρημάτισε δε μέλος του Konstitutsionen sad (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία) από το 1991 έως το 2000. Ακόμη, διετέλεσε μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από το 1997 έως το 1999.

Μεταξύ των ετών 2001 και 2006 ανέστειλε προσωρινώς τη δικαστική του σταδιοδρομία για να ασχοληθεί απερίσπαστα με τη διαδικασία προσχώρησης της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαδικασία στην οποία μετέσχε ενεργά ως μέλος του βουλγαρικού Κοινοβουλίου, αλλά και ως παρατηρητής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τον Αύγουστο του 2005 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2006. Από το 2002 έως το 2003 μετέσχε, ως μέλος της Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης, στην εκπόνηση στρατηγικών απαντήσεων στις προκλήσεις που θα αντιμετώπιζε η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της διεύρυνσης του 2004.

Στις 12 Ιανουαρίου 2007, μερικές ημέρες μετά την προσχώρηση της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο A. Arabadjiev διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο και ασκεί έκτοτε τα καθήκοντα αυτά. Εκλέχθηκε πρόεδρος τμήματος από τους συναδέλφους του και ασκεί τα καθήκοντα αυτά στο Δικαστήριο από τις 9 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Πρόεδρος της διευθύνουσας επιτροπής της ένωσης Balgarska asotsiatsia po pravo na Evropeyskia sayuz
  • Πρόεδρος της Οργανωτικής επιτροπής του Συνεδρίου «2022» της Διεθνούς Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου (FIDE), που θα διεξαχθεί στη Βουλγαρία
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Μετάλλιο «Stara Planina, πρώτης τάξεως» (διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας της 18ης Δεκεμβρίου 2009)
Alexandra (Sacha) Prechal
Alexandra (Sacha) Prechal
Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1959 στην Πράγα (Τσεχοσλοβακία), η Alexandra (Sacha) Prechal έλαβε τίτλο σπουδών στο ολλανδικό δημόσιο δίκαιο από το Rijksuniversiteit Groningen (Πανεπιστήμιο του Groningen, Κάτω Χώρες) το 1983 και διδακτορικό Νομικής από το Universiteit van Amsterdam (Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) το 1995.

Η πανεπιστημιακή της σταδιοδρομία άρχισε ήδη από 1983: χάρη στις νομικές σπουδές της διορίστηκε εντεταλμένη διδασκαλίας στη Νομική Σχολή του Universiteit Maastricht (Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ, Κάτω Χώρες) μέχρι το 1987, καθήκοντα τα οποία άσκησε εκ νέου από το 1991 έως το 1995 στο Europa Instituut της Νομικής Σχολής του Universiteit van Amsterdam (Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ). Διορίστηκε στη συνέχεια καθηγήτρια ευρωπαϊκού δικαίου στη Νομική Σχολή του Tilburg University (Πανεπιστημίου του Tilburg, Κάτω Χώρες) από το 1995 έως το 2003, στη συνέχεια δε στη Νομική Σχολή του Universiteit Utrecht (Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, Κάτω Χώρες). Από το 2003 δίδαξε πολλούς φοιτητές στο εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα και άσκησε εκεί ερευνητική δραστηριότητα σε διαφόρους τομείς του δικαίου της Ένωσης. Έκτοτε, μετέσχε ακόμη ενεργά στη διαχείριση της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας, μεταξύ άλλων ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Europa Instituut του Universiteit Utrecht. Από το 1992 έως το 2007 διετέλεσε επιστημονική συντονίστρια του δικτύου νομικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η βαθειά γνώση του αντικειμένου των σπουδών της εκφράζεται με τη δημοσίευση πολυάριθμων άρθρων, αλλά και αντικατοπτρίζεται στη δέσμευσή της στην υπηρεσία του δικαίου, ως μέλους της συντακτικής επιτροπής πολλών νομικών περιοδικών εθνικής και διεθνούς κυκλοφορίας. Οι ικανότητές της αναγνωρίστηκαν από την Koninklijke Nederlandse Akademie van Wetenschappen (Βασιλική Ακαδημία Επιστημών των Κάτω Χωρών), μέλος της οποίας αναγορεύτηκε το 2008.

Μεταξύ των ετών 1987 και 1991 κλήθηκε διαδοχικά από τους δικαστές Thijmen Koopmans και Paul Kapteyn να εργαστεί ως εισηγήτρια στα γραφεία τους στο Δικαστήριο.

Η Α. Prechal διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου 2010. Εξελέγη πρόεδρος τμήματος από τους συναδέλφους της στις 9 Οκτωβρίου 2018 και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντά της στο Δικαστήριο.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Koninklijke Nederlandse Akademie van Wetenschappen
  • Μέλος της European Women Lawyers Association
  • Μέλος της Societas Iuris Publici Europaei
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Sociaal Economische Wetgeving»
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Review of European Administrative Law»
  • Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου του περιοδικού «Common Market Law Review»
  • Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου του περιοδικού «European Constitutional Law Review»
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του εγχειρίδιου ευρωπαϊκού δικαίου «Europees recht, Algemeen deel»
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του εγχειρίδιου «Europeanisation of Public Law» και της αντίστοιχης ολλανδικής έκδοσης «Inleiding tot Europees bestuursrecht»
  • Μέλος της επιτροπής συστάσεων του Europa Instituut (Universiteit Utrecht) (Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης)
  • Μέλος της ένωσης Nederlandse Vereniging voor Europees Recht
  • Μέλος της ένωσης Nederlandse Juristenvereniging
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Doctor honoris causa, Tilburg University
Küllike Jürimäe
Küllike Jürimäe
Πρόεδρος του τρίτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1962 στο Haapsalu (Εσθονία), η Küllike Jürimäe έλαβε το 1986 τίτλο σπουδών νομικής (ισοδύναμο με Master) από το Tartu ülikool (Πανεπιστήμιο του Tartu, Εσθονία). Συνέχισε τις σπουδές της στη Διπλωματική Σχολή της Εσθονίας, από την οποία απέκτησε σχετικό δίπλωμα το 1992. Το 2003, μετά την ολοκλήρωση κύκλου σπουδών στο Università degli Studi di Padova (Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, Ιταλία) και στο University of Nottingham (Πανεπιστήμιο του Nottingham, Ηνωμένο Βασίλειο), έλαβε European Master στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του εκδημοκρατισμού.

Από το έτος 1986 άσκησε για πέντε έτη καθήκοντα εισαγγελέα στο Τάλιν (Εσθονία). Από το 1991 έως το 1993, άσκησε καθήκοντα νομικού συμβούλου, στη συνέχεια δε, από το 1992 έως το 1993, καθήκοντα γενικού συμβούλου στο Eesti Kaubandus-Tööstuskoda (εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο της Εσθονίας). Μεταξύ 1993 και 2004 υπηρέτησε ως δικαστής στο Tallinna Ringkonnakohus (εφετείο του Τάλιν, Εσθονία).

Η K. Jürimäe διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 12 Μαΐου 2004. Είναι μέλος του Δικαστηρίου από τις 23 Οκτωβρίου 2013 και πρόεδρος τμήματος από τις 8 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύντρια της Ένωσης ευρωπαίων δικαστών του δικαίου του ανταγωνισμού
  • Μέλος της ένωσης δικαστών Eesti Kohtunike Ühing
  • Μέλος της ένωσης νομικών Eesti Juristide Liit
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Μετάλλιο του «Τάγματος του λευκού σταυρού της Εσθονίας τρίτης τάξεως» (2021)
Constantinos Lycourgos
Κωνσταντίνος Λυκούργος
Πρόεδρος του τετάρτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1964 στη Λευκωσία, ο Κωνσταντίνος Λυκούργος έλαβε πτυχίο Νομικής το 1985 και κατόπιν, το 1987, δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών στο κοινοτικό δίκαιο από το Πανεπιστήμιο Panthéon-Assas Paris II (Γαλλία), όπου και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 1991.

Αφού ενεγράφη στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο το 1993, άσκησε δικηγορία ως δικηγόρος στη Λευκωσία μέχρι το 1996, έτος κατά το οποίο διορίσθηκε ειδικός σύμβουλος ευρωπαϊκών υποθέσεων του Υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 1999 και στη συνέχεια κατέλαβε τη θέση του συμβούλου για το κοινοτικό δίκαιο στη Νομική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1999 έως το 2002. Μεταξύ 1998 και 2003 διετέλεσε μέλος της Διαπραγματευτικής Αντιπροσωπείας για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, από το 2002 έως το 2014, μέλος ελληνοκυπριακών αντιπροσωπειών που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις για τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος.

Αξιοποιώντας την εμπειρία του άσκησε, από το 2002 έως το 2007, καθήκοντα Ανώτερου Νομικού Λειτουργού και στη συνέχεια, από το 2007 έως το 2014, καθήκοντα Ανώτερου Δικηγόρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από το 2003 έως το 2014 διετέλεσε επικεφαλής του τομέα Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Νομική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και από το 2004 έως το 2014 εκπροσώπησε την Κυπριακή Κυβέρνηση ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Κ. Λυκούργος διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 8 Οκτωβρίου 2014 και ασκεί καθήκοντα προέδρου τμήματος στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο από τις 8 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Ιδρυτικό μέλος της Κυπριακής Ένωσης για το δίκαιο της ενέργειας
  • Μέλος του European Group of Public Law (EGPL)
Eugene Regan
Eugene Regan
Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1952 στο Kilcoon (Ιρλανδία), ο Eugene Regan πραγματοποίησε τις σπουδές του στο University College Dublin (πανεπιστημιακό κολέγιο του Δουβλίνου, Ιρλανδία), από το οποίο και έλαβε πτυχίο πολιτικών και οικονομικών επιστημών το 1974 και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (master) πολιτικής οικονομίας το 1975. Συμπλήρωσε τον κύκλο σπουδών του με master διεθνούς και συγκριτικού δικαίου στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (Βέλγιο) το 1979.

Το 1975, άσκησε επί ένα έτος τα καθήκοντα οικονομικού αναλυτή στην Irish Farmers’ Association (IFA) (Ένωση Ιρλανδών Γεωργών, Δουβλίνο). Από το 1975 έως το 1979, άσκησε διάφορες δραστηριότητες σχετικές με την προστασία των ιρλανδικών γεωργικών κλάδων, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του Γραφείου της IFA στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Από το 1980 έως το 1984 διετέλεσε γενικός διευθυντής της Irish Meat Exporters Association (Ένωσης εξαγωγέων κρέατος της Ιρλανδίας). Κατόπιν ενός χρονικού διαστήματος, μεταξύ 1985 και 1988, κατά το οποίο διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Επιτρόπου Peter Sutherland, αρμόδιου για τον ανταγωνισμό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επανήλθε, από το 1989 έως το 1995, στις σχετικές με τον γεωργικό τομέα δραστηριότητες, ως γενικός διευθυντής ενός σημαντικού φορέα της ιρλανδικής αγοράς εμπορίας κρέατος.

Ο E. Regan είναι Barrister στην Honourable Society of King’s Inns (Δουβλίνο) από το 1985 και, έχοντας εγγραφεί στον δικηγορικό σύλλογο Ιρλανδίας, άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα υπό την ιδιότητα του Barrister από το 1995 έως το 2005, κατόπιν δε με τον τίτλο του Senior Counsel από το 2005 έως το 2015. Από το 2007 έως το 2011 υπήρξε επίσης μέλος της Seanad (Ιρλανδικής Γερουσίας).

Ο E. Regan διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2015. Εξελέγη από τους συναδέλφους του πρόεδρος τμήματος στις 9 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Διευθυντής του Irish Centre for European Law, Δουβλίνο (Ιρλανδία)
  • Bencher of the Honorable Society of King’s Inns, Δουβλίνο (Ιρλανδία)
Maciej Szpunar
Maciej Szpunar
Πρώτος Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1971 στην Κρακοβία (Πολωνία), ο Maciej Szpunar έλαβε πτυχίο Nομικής από το Uniwersytet śląski (πανεπιστήμιο Σιλεσίας, Πολωνία) το 1995 και αποφοίτησε από το Κολέγιο της Ευρώπης της Bruges (Βέλγιο) το 1996. Το 2000 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής, έλαβε ανώτατο μεταπτυχιακό τίτλο νομικών επιστημών το 2009 και στη συνέχεια αναγορεύτηκε καθηγητής νομικής το 2013 στο Uniwersytet śląski. Το 1998, στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής ενασχόλησής του, μετέβη στο Jesus College του Cambridge (Ηνωμένο Βασίλειο) ως «Visiting Scholar», κατόπιν δε στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης (Βέλγιο) το 1999 και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας (Ιταλία) το 2003.

Το 2001 έγινε δεκτός στον δικηγορικό σύλλογο του Katowice και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα μέχρι το 2008. Κατά την περίοδο αυτή υπήρξε μέλος της ομάδας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της επιτροπής του πολωνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης για την κωδικοποίηση του αστικού δικαίου.

Άσκησε καθήκοντα Αναπληρωτή Υπουργού στο Γραφείο της Επιτροπής Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (Πολωνία) από το 2008 έως το 2009, και εν συνεχεία άσκησε καθήκοντα στο πολωνικό Υπουργείο Εξωτερικών μεταξύ 2010 και 2013. Κατά τη διάρκεια των τριών αυτών ετών εκπροσώπησε την Πολωνική Κυβέρνηση σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιθυμώντας να διατηρήσει την επαφή του με τον τομέα της πανεπιστημιακής έρευνας, διετέλεσε μέλος της συντακτικής ομάδας πολλών νομικών περιοδικών, συγγράφοντας παράλληλα πολυάριθμες δημοσιεύσεις στον τομέα του ευρωπαϊκού και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

Ο M. Szpunar διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 23 Οκτωβρίου 2013 και ασκεί καθήκοντα πρώτου γενικού εισαγγελέα από τις 11 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου της Trier
  • Αντεπιστέλλον μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Συγκριτικού Δικαίου
  • Μέλος της Ευρωπαϊκής Ομάδας Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου
  • Μέλος της της ερευνητικής ομάδας «Acquis Group» για το ιδιωτικό δίκαιο που ισχύει στην Ένωση
  • Μέλος του European Law Institute
  • Μέλος της Επιτροπής νομικών και οικονομικών επιστημών της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος του Κολεγίου της Ευρώπης, στο Κολέγιο της Ευρώπης στο Natolin (Πολωνία)
  • Μέλος του επιστημονικού γνωμοδοτικού συμβουλίου του προγράμματος με τίτλο «Le droit procédural comparé et la justice» (Το συγκριτικό δικονομικό δίκαιο και η δικαιοσύνη) του Max Planck Institute Luxembourg for International, European and Regulatory Procedural Law· μέλος του Segment 15 «Cross-border and the international dimensions»
  • Σύμβουλος για το πρόγραμμα του European Law Institute με τίτλο «Concept and Role of Courts in Family and Succession Matters»
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής των ακόλουθων νομικών περιοδικών: Europejski Przegląd Sądowy, Kwartalnik Prawa Prywatnego, Nowa Europa – Przegląd Natoliński, University of Warsaw Journal of Comparative Law, Problemy Współczesnego Prawa Międzynarodowego, Europejskiego i Porównawczego, ERA Forum – Journal of the Academy of European Law, The e-Competition Bulletin, Polski Proces Cywilny και Zeszyty Naukowe Uniwersytetu Jagiellońskiego – Prace z Prawa Własności Intelektualnej
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Krzyż Oficerski Orderu Odrodzenia Polski (σταυρός του Αξιωματικού του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνίας)
Thomas von Danwitz
Thomas von Danwitz
Πρόεδρος του έκτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1962 στο Bedburg/Erft (Γερμανία), ο Thomas von Danwitz σπούδασε στο Rheinische Friedrich-Wilhelms-Universität Bonn (Πανεπιστήμιο Ρήνου Friedrich-Wilhelm στη Βόννη, Γερμανία), όπου το 1986 συμμετέσχε επιτυχώς στην κρατική εξέταση πρώτου επιπέδου για νομικές σπουδές, και στο université de Genève (Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Ελβετία). Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Rheinische Friedrich-Wilhelms-Universität Bonn και το 1988 έλαβε τον τίτλο του διδάκτορος νομικής. Έχοντας φοιτήσει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (Γαλλία), ο Th. von Danwitz έλαβε από τη Σχολή αυτή διεθνές δίπλωμα δημόσιας διοίκησης το 1990. Το 1993 ολοκλήρωσε την πρακτική νομική άσκησή του στην Κολωνία (Γερμανία) συμμετέχοντας επιτυχώς στην κρατική εξέταση δεύτερου επιπέδου για νομικές σπουδές και, ακολούθως, έλαβε ανώτατο μεταπτυχιακό τίτλο (Ηabilitation) από το Rheinische Friedrich-Wilhelms-Universität Bonn, όπου εργάστηκε ως επιστημονικός συνεργάτης.

Επικεντρώνοντας τις ερευνητικές εργασίες του κατά κύριο λόγο στο γερμανικό δημόσιο δίκαιο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο, ο Th. von Danwitz δίδαξε τα μαθήματα αυτά, από το 1996 έως το 2003, ως καθηγητής στο Ruhr-Universität Bochum (Πανεπιστήμιο του Ruhr στο Bochum, Γερμανία), όπου κατείχε από το 2000 έως το 2001 τη θέση του κοσμήτορα της Νομικής Σχολής. Από το 2003 έως το 2006 δίδαξε στο Universität zu Köln (Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, Γερμανία), όπου το 2006 διετέλεσε διευθυντής του Ινστιτούτου Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικής Επιστήμης.

Στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας του δίδαξε στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Tufts University (Πανεπιστημίου Tufts, Ηνωμένες Πολιτείες), με την ιδιότητα του επισκέπτη καθηγητή το 2000, στο université François Rabelais de Tours (Πανεπιστήμιο François Rabelais στο Tours, Γαλλία) μεταξύ 2001 και 2006, και ακολούθως στο université de Paris I Panthéon-Sorbonne (Πανεπιστήμιο Paris I Panthéon-Sorbonne, Γαλλία) από το 2005 έως το 2006. Το 2005 επισκέφθηκε για διδασκαλία και έρευνα το University of California, Berkeley (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Berkeley, Ηνωμένες Πολιτείες). Από το 2004 διετέλεσε μέλος της Ständige Deputation des Deutschen Juristentags (Διαρκούς Επιτροπής του Συνεδρίου των Γερμανών Νομικών), στην οποία συμμετείχε μέχρι το 2014.

Ο Th. von Danwitz διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο τις 7 Οκτωβρίου 2006. Εξελέγη πρόεδρος τμήματος από τους συναδέλφους του και άσκησε τα καθήκοντα αυτά στο Δικαστήριο από τις 9 Οκτωβρίου 2012 έως τις 8 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Επιστημονικής επιτροπής του Il Diritto dell’Unione Europea
  • Μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Συγκριτικού Δικαίου (AIDC)
  • Μέλος της Συντακτικής επιτροπής του Deutsches Verwaltungsblatt (DVBl)
  • Μέλος του Kuratorium του Max-Planck Institut für ausländisches und internationales Strafrecht στο Freiburg i. Br.
  • Μέλος της Versammlung der Kuratoren του Institut für Europäische Politik (IEP)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ιππότης του Εθνικού Τάγματος της Αξίας της Γαλλικής Δημοκρατίας (2002)
  • Επίτιμος διδάκτωρ, université François Rabelais de Tours (Πανεπιστήμιο François Rabelais στο Tours) (2010)
François Biltgen
François Biltgen
Πρόεδρος του εβδόμου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1958 στο Λουξεμβούργο (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), ο François Biltgen έλαβε το 1981 πτυχίο Nομικής και, στη συνέχεια, το 1982 μεταπτυχιακό Diplôme d'Études Approfondies (DEA) στο κοινοτικό δίκαιο από το Πανεπιστήμιο νομικών, οικονομικών και κοινωνικών επιστημών Paris II Panthéon-Assas (Γαλλία). Το ίδιο έτος, έλαβε δίπλωμα από το Institut d'Études politiques de Paris (Ινστιτούτο πολιτικών μελετών του Παρισιού, Γαλλία).

Ενεγράφη στον Δικηγορικό Σύλλογο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου το 1987 και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου από το 1987 έως το 1999. Παράλληλα, ακολούθησε επίσης πολιτική σταδιοδρομία ως γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας του Χριστιανοκοινωνικού κόμματος (CSV) στο λουξεμβουργιανό Κοινοβούλιο από το 1983 έως το 1994 και, από το 1987 έως το 1999, ως δημοτικός σύμβουλος της πόλης Esch-sur-Alzette (Λουξεμβούργο), όπου άσκησε καθήκοντα αντιδήμαρχου από το 1997 έως το 1999, κατόπιν δε τούτου διορίστηκε αναπληρωματικό μέλος της λουξεμβουργιανής αντιπροσωπείας στην Επιτροπή των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ 1994 και 1999. Εξελέγη βουλευτής στο Κοινοβούλιο του Λουξεμβούργου για θητεία πέντε ετών το 1994· μετέσχε ενεργά στη νομοθετική δραστηριότητα, ιδίως αναλαμβάνοντας καθήκοντα εισηγητή σε πολλά σχέδια νόμου σχετικά με πράξεις του δικαίου της Ένωσης.

Μετά τις νομοθετικές εκλογές του 1999 κλήθηκε να μετάσχει στην Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και ανέλαβε την ευθύνη διαφόρων υπουργείων: ορίστηκε διαδοχικά Υπουργός Εργασίας, Υπουργός Θρησκευτικών Υποθέσεων, Υπουργός Επικοινωνιών από το 1999 έως το 2004, Υπουργός Εργασίας, Υπουργός Θρησκευμάτων και Υπουργός Πολιτισμού, Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως και Έρευνας από το 2004 έως το 2009, στη συνέχεια Υπουργός Δικαιοσύνης, Υπουργός Δημοσίας Διοικήσεως και Διοικητικής Μεταρρυθμίσεως, Υπουργός Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως και Έρευνας, Υπουργός Επικοινωνιών και Μέσων Μαζικής Ενημερώσεως και Υπουργός Θρησκευμάτων από το 2009 έως το 2013.

Επίσης, ανέλαβε ευθύνες σε διεθνές επίπεδο αντίστοιχες προς τα καθήκοντα που άσκησε στο πλαίσιο των υπουργικών θητειών του. Ειδικότερα, το 2005 χρημάτισε πρόεδρος διαφόρων συνθέσεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2005 και 2009 ο F. Biltgen άσκησε καθήκοντα συμπροέδρου της Υπουργικής Διασκέψεως της διαδικασίας της Bologna και, από το 2012 έως το 2013, της Διυπουργικής Διασκέψεως του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA).

Ο F. Biltgen διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2013 και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής του περιοδικού Revue trimestrielle des droits de l'homme (Βέλγιο)
  • Μέλος του Advisory Board της έδρας Jean-Monnet «Eu Values & DIGitalization for our CommunNITY (DIGNITY)» του Management Center Innsbruck (Αυστρία)
  • Αναπληρωματικό μέλος της επιτροπής δεοντολογίας του Conseil d’État του Λουξεμβούργου (για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας του Λουξεμβούργου (1999)
  • Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος του Δρύινου Στέμματος του Μεγάλου Δουκάτου (2004)
  • Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος πολιτικής και στρατιωτικής αξίας του Αδόλφου de Nassau (2004)
  • Grã-Cruz da Ordem do Infante Dom Henrique (2005)
  • Ταξιάρχης με Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Λέοντος της Δημοκρατίας της Φινλανδίας (2009)
  • Τάγμα του Χρυσού Λέοντος του Οίκου του Nassau (2012)
  • Grosser Tiroler Adler-Orden (2012)
  • Ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας (2012)
Nuno José Cardoso da Silva Piçarra
Nuno José Cardoso da Silva Piçarra
Πρόεδρος του ογδόου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Nuno Piçarra γεννήθηκε το 1957 στη Sintra (Πορτογαλία) και σπούδασε νομικά στο Universidade de Lisboa (Πανεπιστήμιο Λισσαβώνας, Πορτογαλία). Έλαβε το πτυχίο του το 1980 και μεταπτυχιακό τίτλο (Master) το 1986. Κατόπιν, εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Universidade Nova de Lisboa (Νέο Πανεπιστήμιο Λισσαβώνας, Πορτογαλία) και το 2003 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής.

Κατά την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία του, εργάστηκε πρώτα ως βοηθός στη Νομική Σχολή του Universidade de Lisboa από το 1981 έως το 1986 και κατόπιν ως επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Universität des Saarlandes (Πανεπιστημίου του Saarland, Γερμανία) από το 1987 έως το 1996. Στο Universidade Nova de Lisboa κατείχε θέση επίκουρου καθηγητή Νομικής από το 2003 έως το 2008 και θέση αναπληρωτή καθηγητή από το 2008 έως το 2018. Δίδαξε επίσης ως επισκέπτης καθηγητής στο Universidad Pontificia Comillas (Παπικό Πανεπιστήμιο Comillas, Ισπανία) από το 2014 έως το 2018. Στο πλαίσιο της συστηματικής ενασχόλησής του με την επιστημονική έρευνα, έχει συγγράψει πολυάριθμες επιστημονικές δημοσιεύσεις σε θέματα συνταγματικού δικαίου, καθώς και στους τομείς του δικαίου της Ένωσης που αφορούν ειδικότερα τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και το θεσμικό δίκαιο.  

Το 1986 ο N. Piçarra ανέλαβε για πρώτη φορά υπηρεσία στο Δικαστήριο. Άσκησε καθήκοντα γλωσσομαθούς νομικού έως το 1987 και στη συνέχεια καθήκοντα αναθεωρητή από το 1987 έως το 1990. Το 1990 διορίστηκε εισηγητής στο γραφείο του προέδρου του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) José Luís da Cruz Vilaça, με τον οποίο συνεργάστηκε έως το 1995, και κατόπιν εντάχθηκε στο γραφείο του δικαστή Rui Manuel Gens de Moura Ramos έως το 1996.

Από το 1996 έως το 1999 διετέλεσε, κατ’ εντολήν της κυβέρνησης της χώρας του, εθνικός συντονιστής στο Υπουργείο Εξωτερικών της Πορτογαλίας για τις υποθέσεις ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και μέλος της επιτροπής K4 του Συμβουλίου και μέλος της Κεντρικής Ομάδας της μόνιμης δομής διαβούλευσης των συμφωνιών του Σένγκεν.

Από το 2004 έως το 2018 υπήρξε εκπρόσωπος της Πορτογαλίας στο δίκτυο ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (δίκτυο FreSsco) καθώς και μέλος του ακαδημαϊκού δικτύου νομικών μελετών σχετικά με τη μετανάστευση και το άσυλο στην Ευρώπη (ακαδημαϊκό δίκτυο Odysseus). Από το 2015 έως το 2018 χρημάτισε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εδρεύει στη Βιέννη (Αυστρία).

Στις 8 Οκτωβρίου 2018 ο N. Piçarra διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Συνδιοργανωτής και γενικός εισηγητής του 28ου συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου (FIDE), που διεξήχθη στο Εστορίλ (Πορτογαλία) από τις 23 έως τις 26 Μαΐου 2018.
Zoltán Csehi
Zoltán Csehi
Πρόεδρος του δεκάτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1965 στη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), ο Zoltán Csehi έλαβε πτυχίο νομικών σπουδών από το Eötvös Loránd Tudományegyetem (Πανεπιστήμιο Loránd Eötvös, Ουγγαρία) το 1990 και δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών (Master of Laws) από το το Ruprecht-Karls-Universität Heidelberg (Πανεπιστήμιο Ruprecht Karl της Χαϊδελβέργης, Γερμανία) το 1991. Πραγματοποίησε διδακτορικές σπουδές στο Eötvös Loránd Tudományegyetem και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 2004. Έλαβε επίσης πτυχίο στην Ιστορία της Τέχνης από το πανεπιστήμιο του Eötvös Loránd Tudományegyetem το 1992.

Αφού έγινε δεκτός στον δικηγορικό σύλλογο Βουδαπέστης, άσκησε δικηγορία στην Ουγγαρία από το 1995 έως το 2016. Παράλληλα με τη δραστηριότητά του ως δικηγόρου, διορίστηκε διαιτητής στο Pénz és Tőkepiaci Állandó Választottbíróság (Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο Χρηματοπιστωτικών Αγορών και Αγορών Κεφαλαίων, Ουγγαρία) και ad hoc διαιτητής από το 2004 έως το 2016.

Ο Z. Csehi δίδαξε, εξάλλου, δίκαιο ως αναπληρωτής καθηγητής, από το 1991 έως το 2005, κατόπιν δε ως καθηγητής, από το 2005 έως το 2016, στο Eötvös Loránd Tudományegyetem. Δίδαξε, επίσης, στο Pázmány Péter Katolikus Egyetem (Καθολικό Πανεπιστήμιο Péter Pázmány, Ουγγαρία), υπό την ιδιότητα του διευθυντή του Τμήματος εμπορικού δικαίου από το 2007 έως το 2013, και ως καθηγητής από το 2013. Εν συνεχεία, άσκησε καθήκοντα διευθυντή του Τμήματος ιδιωτικού και εμπορικού δικαίου από το 2013 έως το 2016 και καθηγητή επιφορτισμένου με ερευνητικά καθήκοντα στο ιδιωτικό και εμπορικό δίκαιο από το 2017, καθώς και διευθυντή του Τμήματος αστικού δικαίου από το 2018. Από το 2013 είναι επισκέπτης καθηγητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λυών (Γαλλία).

Ο Z. Csehi διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο στις 13 Απριλίου 2016. Άσκησε καθήκοντα στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο επί πέντε έτη και κατόπιν διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Εκδότης του Magyar Kereskedelmi Jogi Évkönyv
  • Συνεκδότης του περιοδικού Polgári Jog
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Alapítvány Az Új Polgári Törvénykönyvért
  • Μέλος του Magyar Tudományos Akadémia Köztestülete
  • Μέλος της Gesellschaft für Rechtsvergleichung e.V.
  • Μέλος της Magyar-Német Jogász Egyesület
Octavia Spineanu-Matei
Octavia Spineanu-Matei
Πρόεδρος του ενάτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1967 στην πόλη Vălenii de Munte (Ρουμανία), η Octavia Spineanu-Matei έλαβε πτυχίο Νομικής από το Universitatea Alexandru Ioan Cuza din Iași (πανεπιστήμιο Alexandru Ioan Cuza του Ιασίου, Ρουμανία) (με διάκριση) το 1990 και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής στο Academia de Poliție «Alexandru Ioan Cuza» (Aστυνομική Ακαδημία Alexandru Ioan Cuza, Ρουμανία).

Το 1991 άρχισε την επαγγελματική σταδιοδρομία της ως δικαστής στο Judecătoria Sectorului 4 București (πρωτοδικείο του τομέα 4 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία) όπου άσκησε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 1996. Από το 1996 έως το 1999 διετέλεσε δικαστής στο Tribunalul București (πολυμελές πρωτοδικείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία), χρημάτισε δε πρόεδρος του πολιτικού τμήματος του δικαστηρίου αυτού μεταξύ 1997 και 1999. Διορίστηκε δικαστής στο Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) από το 1999 έως το 2005 και πρόεδρος πολιτικού τμήματος από το 1999 έως το 2003, στη συνέχεια δε δικαστής στο Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) από το 2006 έως το 2016.

Από το 2006 έως το 2016, η Ο. Spineanu-Matei υπήρξε εξωτερικό μέλος του διευρυμένου τμήματος προσφυγών του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας στο Μόναχο (Γερμανία).

Από το 1997, συμμετείχε επίσης ενεργώς στην κατάρτιση των Ρουμάνων δικαστικών λειτουργών ως εκπαιδεύτρια στο Institutul Național al Magistraturii (Εθνικό Ινστιτούτο Δικαστών, Ρουμανία), του οποίου διετέλεσε επίσης μέλος του επιστημονικού συμβουλίου και κατόπιν, από το 2011 έως το 2016, διευθύντρια. Μετείχε εξάλλου στο διοικητικό συμβούλιο της Școala Națională de Grefieri (Εθνικής Σχολής Δικαστικών Υπαλλήλων, Ρουμανία). Από το 2012 έως το 2016, υπήρξε μέλος της Σχολής διδακτορικών σπουδών του Universitatea din București (Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, Ρουμανία). Από κοινού συγγραφέας πολλών έργων και συντάκτρια πολυάριθμων άρθρων στον νομικό τομέα, έχει πραγματοποιήσει συχνές παρεμβάσεις σε εθνικά και διεθνή συνέδρια.

Η Ο. Spineanu-Matei διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο στις 19 Σεπτεμβρίου 2016. Υπηρέτησε στο Γενικό Δικαστήριο επί πέντε έτη και στη συνέχεια διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της επιτροπής εξωτερικών επιμελητών του νομικού περιοδικού EuroQuod, το οποίο εκδίδεται από το Institutul Național al Magistraturii
  • Μέλος της επιστημονικής συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Revista Română de dreptul proprietății intelectuale, το οποίο εκδίδεται από την Asociația Științifică de Dreptul Proprietății Intelectuale
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ιππότης του Ordinul Național „Pentru Merit” (Εθνικού Τάγματος της Αξίας) (απονομή από τον Πρόεδρο της Ρουμανίας για την πολύτιμη συμβολή της στη διαμόρφωση της νομολογίας και τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης) (2000)
Juliane Kokott
Juliane Kokott
Γενική εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1957 στην Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), η Juliane Kokott σπούδασε νομικά στο Universität Bonn (Πανεπιστήμιο της Βόννης, Γερμανία) και στο université de Genève (Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Ελβετία) από το 1976 έως το 1982. Κάτοχος υποτροφίας Fulbright, συνέχισε τις σπουδές της στο American University, Washington DC (Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, Ηνωμένες Πολιτείες), από το οποίο έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο LL.M το 1983. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, άρχισε την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Universität Heidelberg (Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, Γερμανία) και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 1985. Το Harvard University (Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Ηνωμένες Πολιτείες) της απένειμε τον ίδιο τίτλο το 1990. Επιπλέον, το 1985, έλαβε το δίπλωμα της Διεθνούς Ακαδημίας Συνταγματικού Δικαίου που εδρεύει στην Τύνιδα.

Η J. Kokott άρχισε την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία της ως επισκέπτρια καθηγήτρια στο University of California, Berkeley (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Berkeley, Ηνωμένες Πολιτείες), το 1991. Συνέχισε τη σταδιοδρομία της στη Γερμανία, ως καθηγήτρια γερμανικού και αλλοδαπού δημοσίου δικαίου, διεθνούς δικαίου και ευρωπαϊκού δικαίου στο Universität Augsburg (Πανεπιστήμιο του Augsburg) το 1992, στο Universität Heidelberg το 1993 και στο Heinrich-Heine-Universität Düsseldorf (Πανεπιστήμιο Heinrich Heine του Düsseldorf) από το 1994 έως το 1999. Το 1999 της ανετέθη έδρα καθηγήτριας στο Universität St. Gallen (Πανεπιστήμιο του St. Gallen, Ελβετία), όπου δίδαξε διεθνές δίκαιο, διεθνές οικονομικό δίκαιο και ευρωπαϊκό δίκαιο. Ακολούθως, το 2000, διετέλεσε διευθύντρια του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου του Universität St. Gallen, στη συνέχεια δε, από το 2001 έως το 2003, αναπληρώτρια διευθύντρια του προγράμματος ειδικεύσεως στο οικονομικό δίκαιο του ίδιου πανεπιστημίου.

Περαιτέρω, συνεργάστηκε με τη Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία τη διόρισε, το 1995, αναπληρωματική δικαστή στο Διεθνές Δικαστήριο Συμβιβασμού και Διαιτησίας του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Το 1996, διορίστηκε αντιπρόεδρος της Wissenschaftliche Beirat «Globale Umweltveränderungen» der Bundesregierung (WBGU) (Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως σχετικά με τις Περιβαλλοντικές Αλλαγές, Γερμανία).

Η J. Kokott διορίστηκε γενική εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2003. Άσκησε καθήκοντα πρώτης γενικής εισαγγελέα από το 2006 έως το 2007.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της διευθύνουσας επιτροπής του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών (Master) της Νομικής Σχολής του université du Luxembourg (Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου)
  • Ιδρύτρια και Πρόεδρος (από κοινού με τον καθηγητή Pasquale Pistone, IBFD) της Ομάδας εργασίας της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου για το διεθνές φορολογικό δίκαιο (φάση 1: τα δικαιώματα του υποκειμένου στον φόρο· φάση 2: διασύνδεση και διεθνές φορολογικό σύστημα· φάση 3: εφαρμογή του διεθνούς φορολογικού δικαίου)
  • Μέλος των γνωμοδοτικών συμβουλίων της Deutsche Steuerjuristische Gesellschaft (Γερμανικής Εταιρίας Φορολογικού Δικαίου), των Berliner Steuergespräche (Φορολογικών Ημερίδων του Βερολίνου) και της Steuerrechtswissenschaftliche Vereinigung (Επιστημονικής Ένωσης Φορολογικού Δικαίου, Χαϊδελβέργη) (Ιδρυτικό μέλος)
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Max Planck για το φορολογικό δίκαιο και τα δημόσια οικονομικά
  • Συμμετοχή στο πρόγραμμα μεντορικής «Geh deinen Weg» της Deutschland Stiftung Integration και στο πρόγραμμα Minerva-Femmenet (πρόγραμμα μεντορικής της εταιρίας Max Planck για τις νέες γυναίκες επιστήμονες)
  • «Πρέσβειρα της Sarre»
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Κάτοχος του βραβείου Dr. Otto Schmidt-Preis zur Förderung der Europäisierung und Internationalisierung des Rechts (2020)
Marko Ilešič
Marko Ilešič
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Marko Ilešič γεννήθηκε το 1947 στη Λιουμπλιάνα (Σλοβενία) και τo 1970 έλαβε πτυχίο Nομικής από το Τμήμα Νομικής του Univerza v Ljubljani (Πανεπιστημίου Λιουμπλιάνας, Σλοβενία), στο οποίο ολοκλήρωσε τις διδακτορικές σπουδές του πριν ανακηρυχθεί διδάκτωρ το 1984. Εμβάθυνε τις γνώσεις του στο συγκριτικό δίκαιο στο πλαίσιο προγραμμάτων ειδίκευσης του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου (Γαλλία) και του Universidade de Coimbra (Πανεπιστημίου Coimbra, Πορτογαλία), από τα οποία έλαβε μεταπτυχιακούς τίτλους το 1978 και το 1980 αντιστοίχως.

Άρχισε την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία του το 1970 ως βοηθός στο Univerza v Ljubljani, όπου δίδαξε, ως καθηγητής, αστικό, εμπορικό και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο από το 1984 έως το 2004. Παράλληλα, ανέλαβε ενεργό ρόλο στη διοίκηση της Νομικής Σχολής του Univerza v Ljubljani, ασκώντας καθήκοντα αναπληρωτή κοσμήτορα από το 1995 έως το 2001, και, στη συνέχεια, καθήκοντα κοσμήτορα από το 2001 έως το 2004.

Κατόπιν της επιτυχούς συμμετοχής του στον διαγωνισμό για την πρόσληψη δικαστικών λειτουργών, ο M. Ilešič διετέλεσε δικαστής και εν συνεχεία πρόεδρος τμήματος του Sodišče združenega dela v Ljubljani (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Λιουμπλιάνας, Σλοβενία) από το 1975 έως το 1986. Συνέγραψε πληθώρα επιστημονικών άρθρων και εξελέγη πρόεδρος της Ένωσης Σλοβένων Νομικών το 1993, αξίωμα το οποίο διατήρησε έως το 2005.

Ορμώμενος από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για το αθλητικό δίκαιο, και ειδικότερα για το δίκαιο του ποδοσφαίρου, χρημάτισε πρόεδρος του Sodišče združenega dela za telesno kulturo (αθλητικού δικαστηρίου της Σλοβενίας) από το 1978 έως το 1986, ενώ διετέλεσε μέλος των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων της Ένωσης Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (UEFA) και της Διεθνούς Ένωσης Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (FIFA). Επίσης, άσκησε διαχειριστικά καθήκοντα ως πρόεδρος της Nogometna zveza Slovenije (Σλοβενικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου) από το 1985 έως το 1989 και της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου από το 1990 έως το 1991, καθώς και ως μέλος της εκτελεστικής επιτροπής και στη συνέχεια ως αντιπρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής της Σλοβενίας από το 1991 έως το 2005.

Ιδιαίτερα προσηλωμένος στην πρακτική ενασχόληση με το εμπορικό δίκαιο, ο M. Ilešič θήτευσε ως πρόεδρος του διαιτητικού δικαστηρίου του Χρηματιστηρίου της Λιουμπλιάνα και άσκησε καθήκοντα διαιτητή στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Γιουγκοσλαβίας. Εν συνεχεία, διετέλεσε διαιτητής στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Σλοβενίας και στο Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο του Παρισιού.

Ο M. Ilešič υπήρξε ο πρώτος Σλοβένος δικαστής που διορίστηκε στο Δικαστήριο, στις 11 Μαΐου 2004. Εξελέγη πρόεδρος τμήματος από τους συναδέλφους του και άσκησε τα σχετικά καθήκοντα επί δύο διαδοχικές θητείες, από τις 9 Οκτωβρίου 2012 έως τις 8 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου
  • Μέλος της Διεθνούς Ναυτιλιακής Επιτροπής
  • Μέλος της Διεθνούς Ένωσης Συγκριτικού Δικαίου
  • Μέλος του Amicale des anciens (Κύκλου των πρώην μελών) των επιτροπών της UEFA
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Τιμητικό μέλος της Društvo za pomorsko pravo Slovenije (Σλοβενικής Ένωσης Ναυτικού Δικαίου)
  • Τιμητική διάκριση από τη Zveza društev pravnikov Slovenije (Ένωση Δικηγορικών Συλλόγων Σλοβενίας)
  • Grande Ufficiale dell’ordine del merito della Repubblica Italiana (Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας)
  • Τιμητικό μέλος της Nogometna zveza Slovenije (Σλοβενικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου)
Jean-Claude Bonichot
Jean-Claude Bonichot
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1955 στο Metz (Γαλλία), ο Jean-Claude Bonichot έλαβε πτυχίο Νομικής από το Πανεπιστήμιο του Metz το 1976 και κατόπιν, το 1977, το δίπλωμα του Ινστιτούτου Πολιτικών Μελετών (IEP) του Παρισιού. Στη συνέχεια, φοίτησε στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ΕΝΑ, Γαλλία) από την οποία αποφοίτησε το 1982 (Promotion Henri-François d’Aguesseau).

Το ίδιο έτος διορίστηκε στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) στον βαθμό του Εισηγητή και άσκησε καθήκοντα εισηγητή δικαστή στο τμήμα ενδίκων διαφορών έως το 1985. Αφού διορίστηκε commissaire du gouvernement (κυβερνητικός επίτροπος), άσκησε τα καθήκοντα αυτά στην Ολομέλεια και στα λοιπά δικαιοδοτικά τμήματα του Conseil d’État από το 1985 έως το 1987.

Επιπλέον, του ανατέθηκαν εξωτερικά καθήκοντα σχετικά με την πείρα του στον τομέα των διοικητικών διαφορών. Το 1986 διορίστηκε νομικός σύμβουλος του γενικού διευθυντή της υπηρεσίας Πολεοδομικού σχεδιασμού και Κατασκευών του γαλλικού Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το 1987 ανέλαβε καθήκοντα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως εισηγητής στο γραφείο του δικαστή Yves Galmot και, στη συνέχεια, του δικαστή Fernand Grévisse, με τον οποίο συνεργάστηκε έως το 1991. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, διορίστηκε διευθυντής του γραφείου του Υπουργού Εργασίας, Απασχόλησης και Επαγγελματικής Κατάρτισης και, στη συνέχεια, διευθυντής του γραφείου του Υπουργού Δημοσίας Διοίκησης και Εκσυγχρονισμού των Δημοσίων Υπηρεσιών.

Μεταξύ 1992 και 1999, ο J.-C. Bonichot ανέλαβε εκ νέου καθήκοντα commissaire du gouvernement στο Conseil d’État, κατόπιν δε τούτου κλήθηκε να ασκήσει καθήκοντα assesseur (Συμβούλου μετέχοντος στη σύνθεση δικαιοδοτικού τμήματος) έως το 2000, οπότε διορίστηκε πρόεδρος του 6ου σχηματισμού του δικαιοδοτικού τομέα του Conseil d’État (οι σχηματισμοί καλούνται σήμερα «τμήματα»), θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 2006. Παράλληλα, άσκησε τα καθήκοντα του προϊσταμένου της νομικής αντιπροσωπείας του Conseil d'État στο Εθνικό Ταμείο Ασφάλισης Υγείας Μισθωτών μεταξύ του 2001 και του 2006.

Συγγραφέας πολυάριθμων δημοσιεύσεων στο διοικητικό δίκαιο, στο δίκαιο της Ένωσης και στο ευρωπαϊκό δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο J.-C. Bonichot αφιερώθηκε επίσης στη διδασκαλία, στο πλαίσιο πολυσχιδούς πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας: μεταξύ 1988 και 2000 υπήρξε συνεργαζόμενος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Metz, χρηματίζοντας επί σειρά ετών πρόεδρος του τμήματος δημοσίου δικαίου. Το 1995 διετέλεσε επίσης λέκτορας στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Λιέγης (Βέλγιο). Το 2000 διορίστηκε συνεργαζόμενος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris I (Panthéon-Sorbonne), ασκώντας τα καθήκοντά του μέχρι το τέλος του ακαδημαϊκού έτους 2007. Στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας του συμμετείχε στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού για την ανακήρυξη καθηγητών πανεπιστημίου στον τομέα του δημοσίου δικαίου για το έτος 2000.

Διετέλεσε επίσης αναπληρωτής γενικός γραμματέας, στη συνέχεια δε γενικός γραμματέας του Γαλλικού ινστιτούτου διοικητικών επιστημών και μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Διεθνούς Ινστιτούτου διοικητικών επιστημών.

Είναι συνιδρυτής δύο νομικών περιοδικών: του Bulletin de jurisprudence de droit de l'urbanisme, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος της συντακτικής επιτροπής, και του Bulletin juridique des collectivités locales.

Ο J.-C. Bonichot διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2006. Διετέλεσε πρόεδρος τμήματος από τις 7 Οκτωβρίου 2009 έως τις 9 Οκτωβρίου 2012, καθήκοντα τα οποία άσκησε εκ νέου από τις 9 Οκτωβρίου 2018 έως τις 8 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Πρόεδρος της συντακτικής επιτροπής του Bulletin de jurisprudence de droit de l'urbanisme
  • Μέλος της Académie du Morvan
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Αξιωματικός του Εθνικού Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής
  • Αξιωματικός του Εθνικού Τάγματος της Αξίας
Siniša Rodin
Siniša Rodin
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς στο 1963 στο Ζάγκρεμπ (Κροατία), ο Siniša Rodin έλαβε πτυχίο νομικής από το Sveučilište u Zagrebu (Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, Κροατία) το 1987 και συνέχισε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου έλαβε το 1992 Master of Laws από το University of Michigan (Πανεπιστήμιο του Michigan). Αφού επέστρεψε στην Κροατία, συνέχισε τις σπουδές του στο Sveučilište u Zagrebu, όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής το 1995. Από το 2001 έως το 2002 ήταν μέλος του διδακτικού προσωπικού του Harvard University (Πανεπιστημίου του Harvard, Ηνωμένες Πολιτείες) ως Fulbright Fellow και Visiting Scholar.

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1987 στο Sveučilište u Zagrebu ως αναπληρωτής καθηγητής. Από το 2003 είχε στο πανεπιστήμιο αυτό θέση καθηγητή του δικαίου της Ένωσης, ενώ το 2006 του ανατέθηκε η έδρα Jean-Monnet, το δε 2011 η έδρα αυτή του ανατέθηκε ad personam. Το 2012 ανέλαβε καθήκοντα προσκεκλημένου καθηγητή στο Cornell Law School (νομική σχολή του Πανεπιστημίου Cornell, Ηνωμένες Πολιτείες). Κατά τη διάρκεια της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο S. Rodin δημοσίευσε πολλές εργασίες που συμβάλλουν στη διάδοση του δικαίου της Ένωσης στην Κροατία.

Μεταξύ 2006 και 2011 ο S. Rodin μετέσχε στην κροατική ομάδα εργασίας που καθόρισε το διαπραγματευτικό πλαίσιο και τη διαδικασία προσχώρησης της Κροατίας στην Ένωση, όντας παράλληλα, από το 2009 έως το 2010, μέλος της κροατικής επιτροπής για τη συνταγματική μεταρρύθμιση και πρόεδρος της ομάδας εργασίας για την προσχώρηση της Κροατίας στην Ένωση.

Πρώτος Κροάτης δικαστής που διορίστηκε στο Δικαστήριο, ο S. Rodin ασκεί τα καθήκοντά του σε αυτό από τις 4 Ιουλίου 2013.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου της World Jurist Association (WJA) (Ουάσιγκτον DC, Ηνωμένες Πολιτείες)
  • Μέλος του ακαδημαϊκού συμβουλίου της Νομικής Σχολής του Università del Salento (Πανεπιστημίου του Salento, Ιταλία)
Manuel Campos Sánchez-Bordona
Manuel Campos Sánchez-Bordona
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1950 στη Zafra (Ισπανία), ο Manuel Campos Sánchez-Bordona έλαβε το 1972 πτυχίο νομικής αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Universidad de Sevilla (Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, Ισπανία) και στο Universidad de Granada (Πανεπιστήμιο της Γρανάδας, Ισπανία). Άρχισε τη δικαστική του σταδιοδρομία ως εισαγγελέας στην Audiencia Provincial de Palma de Mallorca (επαρχιακό δικαστήριο της Palma de Mallorca, Ισπανία) και στην Audiencia Provincial de Sevilla (επαρχιακό δικαστήριο της Σεβίλλης, Ισπανία) από το 1977 έως το 1982.

Συνέχισε τη σταδιοδρομία του ως δικαστής στο τμήμα διοικητικών διαφορών του Tribunal Superior de Justicia de Canarias (Ανώτατου Δικαστηρίου των Καναρίων, Ισπανία), της Audiencia Nacional (Ανώτερου Ειδικού Δικαστηρίου, Ισπανία), του Tribunal Superior de Justicia de Andalucía (Ανώτατου Δικαστηρίου της Ανδαλουσίας, Ισπανία) και του Tribunal Superior de Justicia de Cantabria (Ανώτατου Δικαστηρίου της Cantabria, Ισπανία). Από το 1989 έως το 1994 άσκησε στο πλαίσιο του δικαστηρίου αυτού καθήκοντα προέδρου τμήματος διοικητικών διαφορών.

Από το 1995 έως το 1999 ήταν εισηγητής στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα Dámaso Ruiz-Jarabo Colomer στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενώ από το 1999 έως το 2015 άσκησε καθήκοντα δικαστή στο τμήμα διοικητικών διαφορών του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ισπανία).

Παράλληλα με τα καθήκοντα αυτά, ο M. Campos Sánchez-Bordona ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ενώσεως ανώτατων διοικητικών δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ACA-Europe) από το 2006 έως το 2014.

Διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2015.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Junta Electoral Central (κεντρικής εκλογικής επιτροπής, Ισπανία) από το 2012 έως το 2015
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Revista de Derecho Comunitario Europeo
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Revista General de Derecho Europeo
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Revista Española de Derecho Europeo
Peter George Xuereb
Peter George Xuereb
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1954 στη Sliema (Μάλτα), ο Peter George Xuereb φοίτησε στο Università’ Malta (Πανεπιστήμιο της Μάλτας) από όπου έλαβε, το 1977, πτυχίο νομικών σπουδών, στη συνέχεια δε, το 1979, έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα νομικών σπουδών από το University of London (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο). Το 1982 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Διδάκτορος Νομικής από το University of Cambridge (Πανεπιστήμιο του Cambridge, Ηνωμένο Βασίλειο).

Ο P. G. Xuereb άρχισε τη σταδιοδρομία του ως εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ealing College of Higher Education (Ηνωμένο Βασίλειο) από το 1982 έως το 1984 και τη συνέχισε στο University of Exeter (Πανεπιστήμιο του Exeter, Ηνωμένο Βασίλειο) από το 1984 έως το 1990 και, κατόπιν, στο University of London, Queen Mary και Westfield College, από το 1990 έως το 1993. Αφού διόρίστηκε καθηγητής, δίδαξε δίκαιο, μεταξύ 1993 και 2016, στο Università ta’ Malta, όπου υπήρξε επίσης υπεύθυνος του Τμήματος ευρωπαϊκού και συγκριτικού δικαίου. Παράλληλα, διετέλεσε πρόεδρος του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης του πανεπιστημίου αυτού. Κατά την άσκηση των καθηκόντων αυτών είχε την ευκαιρία να συγγράψει πολυάριθμες δημοσιεύσεις σε διάφορους τομείς.

Η δραστηριότητά του ως δικηγόρου με ικανότητα παράστασης, από το 1979, ενώπιον των ανώτερων δικαστηρίων της Μάλτας, συνδυάστηκε με τις δραστηριότητές του ως καθηγητή πανεπιστημίου και, από το 1993 έως το 2016, ως νομικού συμβούλου στον ιδιωτικό τομέα. Υπό την ανωτέρω ιδιότητα και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο P. G. Xuereb εισήλθε στην υπηρεσία του Κοινοβουλίου της Μάλτας ως σύμβουλος. Από το 1995 έως το 2016 συνέβαλε στην ανάπτυξη της διαδόσεως του δικαίου της Ένωσης υπό την ιδιότητα του προέδρου της Μαλτεζικής Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Στις 8 Ιουνίου 2016 ο P. G. Xuereb διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τις 8 Οκτωβρίου 2018 ασκεί καθήκοντα δικαστή στο Δικαστήριο.

Lucia Serena Rossi
Lucia Serena Rossi
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1958 στην Bologna (Ιταλία), η Lucia Serena Rossi σπούδασε στο Università di Bologna (Πανεπιστήμιο της Bologna, Ιταλία) όπου έλαβε το 1982 πτυχίο νομικής και, στη συνέχεια, το 1989, διδακτορικό στον τομέα του ευρωπαϊκού δικαίου.

Παράλληλα με τις εργασίες του διδακτορικού της, προσελήφθη ως νομική ερευνήτρια, από το 1982 έως το 1987, στο ιταλικό ινστιτούτο ερευνών. Το 1985 έλαβε άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Ιταλία.

Η L. S. Rossi ήταν από το 1991 έως το 1994 βοηθός καθηγήτρια διεθνούς δικαίου στο Università degli Studi di Urbino (Πανεπιστήμιο του Urbino, Ιταλία) και, από το 1994 έως το 1997, επίκουρη καθηγήτρια διεθνούς δικαίου. Υπηρετώντας στο Università di Bologna, δίδαξε εκεί διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο ως επίκουρη καθηγήτρια από το 1997 έως το 2000. Διορισθείσα καθηγήτρια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν επιφορτισμένη με τη διδασκαλία του δικαίου αυτού στο ως άνω πανεπιστήμιο από το έτος 2000, διδάσκοντας παράλληλα δημόσιο και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.

Συνέβαλε στη διάδοση του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο διαφόρων άλλων πανεπιστημίων: διετέλεσε προσκεκλημένη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Robert-Schuman στο Στρασβούργο (Γαλλία) από το 2000 έως το 2008, στο Πανεπιστήμιο Nice Sophia-Antipolis (Γαλλία) το 2004, στο Πανεπιστήμιο Paris 1 Panthéon-Sorbonne (Γαλλία) το 2008, στο Boston University (Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, Ηνωμένες Πολιτείες) το 2014 και στο King's College London (Ηνωμένο Βασίλειο) από το 2005 έως το 2015. Με την ιδιότητα της προσκεκλημένης εντεταλμένης διδασκαλίας δίδαξε επίσης στο Tōkyō daigaku (Πανεπιστήμιο του Τόκιο, Ιαπωνία) και στο Universiteit Gent (Πανεπιστήμιο της Γάνδης, Βέλγιο) το 2004, καθώς και στο University of Denver (Πανεπιστήμιο του Denver, Ηνωμένες Πολιτείες) το 2002 και το 2009. Είναι επίσης συντάκτρια διαφόρων έργων.

Η L. S. Rossi κατείχε εξάλλου, από το 1998 έως το 2018, τη θέση της διευθύντριας στο Διεθνές κέντρο ερευνών ευρωπαϊκού δικαίου στο Università di Bologna. Από το 2009 έως το 2010 άσκησε καθήκοντα αντιπροέδρου της ιταλικής εταιρίας διεθνούς δικαίου και δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ τα έτη 2011‑2013 ήταν μέλος της μικτής διαχειριστικής επιτροπής της Κινεζο-ευρωπαϊκής νομικής σχολής του Zhōngguó Zhèngfǎ Dàxué (κινεζικού πανεπιστημίου πολιτικών και νομικών επιστημών, Κίνα). Από το 2014 έως το 2018 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA), εκπροσωπούσα την Ιταλική Κυβέρνηση, η οποία τη διόρισε από το 2014 έως το 2017 νομικό σύμβουλο στην Υπηρεσία ευρωπαϊκών πολιτικών της Προεδρίας του ιταλικού Υπουργικού Συμβουλίου.

Η L. S. Rossi έχει συντάξει, μόνη ή σε συνεργασία με άλλους, πολλά νομικά δημοσιεύματα, ενώ ήταν επίσης εντεταλμένη διδασκαλίας στο Κολέγιο της Ευρώπης στην Bruges (Βέλγιο) και στο Πανεπιστήμιο του Λουξεμβούργου από το 2019.

Η L. S. Rossi διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 8 Οκτωβρίου 2018 και ασκεί έκτοτε τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Società Italiana di Diritto Internazionale e Diritto dell'Unione Europea (SIDI), της Associazione Italiana degli Studiosi di Diritto dell’Unione Europea (AISDUE), του European Law Institute (ELI), του Institut des Affaires Internationales (IAI), της European Union Study Association (EUSA) και της Ακαδημίας Επιστημών του Πανεπιστημίου της Bologna
  • Μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου (advisory board) του κέντρου ευρωπαϊκού δικαίου της νομικής σχολής του King's College London
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου ή της συντακτικής επιτροπής των: «Il Foro Italiano», «Il Diritto dell'Unione europea», «Studi sull'Integrazione europea», «Diritto comunitario e degli scambi internazionali», «Freedom Security and Justice: European Legal Studies», «Papers di diritto europeo», «La Cittadinanza europea online», «Bologna Law Review» και «European Foreign Affairs Review» (2018 - 2021)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ad personam έδρα Jean Monnet Chair, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010 - 2017)
Irmantas Jarukaitis
Irmantas Jarukaitis
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1973 στο Prienai (Λιθουανία), ο Irmantas Jarukaitis έλαβε πτυχίο νομικής το 1997 και διδακτορικό το 2008 από το Vilniaus universitetas (Πανεπιστήμιο του Vilnius, Λιθουανία). Άσκησε διδακτικά καθήκοντα στο ίδιο αυτό πανεπιστήμιο, όπου δίδαξε, ως βοηθός και, στη συνέχεια, ως επίκουρος καθηγητής, από το 1999 έως το 2018. Ανέλαβε επίσης και άλλα καθήκοντα  στο πλαίσιο της νομικής έρευνας, καρπός των οποίων είναι οι πολυάριθμες δημοσιεύσεις του στους τομείς του ευρωπαϊκού και του συνταγματικού δικαίου. Παράλληλα με τα πανεπιστημιακά καθήκοντά του, μετέσχε ενεργά στη δημιουργία της λιθουανικής ένωσης ευρωπαϊκού δικαίου, της οποίας είναι συνιδρυτής.

Το 1997 ανέλαβε υπηρεσία στη χώρα καταγωγής του στο τμήμα ευρωπαϊκού δικαίου του λιθουανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης: στο τμήμα αυτό εργάστηκε ως κύριος ειδικευμένος υπάλληλος, στη συνέχεια ως προϊστάμενος μονάδας, από το 2002 έως το 2003, και, από το 2004 έως το 2010, ως βοηθός γενικός διευθυντής. Μεταξύ των ετών 2010 και 2018, άσκησε δικαστικά καθήκοντα ως δικαστής στο Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας), του οποίου ήταν αντιπρόεδρος από το 2012 έως το 2017. Από το 2015 έως το 2017 ορίστηκε προεδρεύων του δικαστηρίου αυτού, όντας παράλληλα μέλος του Teisėjų taryba (δικαστικού συμβουλίου, Λιθουανία).

Ο Ι. Jarukaitis είναι δικαστής στο Δικαστήριο από τις 8 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Lietuvos Europos teisės asociacija
  • Μέλος της Ένωσης ευρωπαίων δικαστών του δικαίου του ανταγωνισμού
Priit Pikamäe
Priit Pikamäe
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1973 στο Τάλιν (Εσθονία), ο Priit Pikamäe έλαβε πτυχίο νομικής από το Tartu Ülikool (Πανεπιστήμιο του Tartu, Εσθονία) το 1997 και συνέχισε τις νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Poitiers (Γαλλία). Το 2006 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Νομικής του Tartu Ülikool.

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως διευθυντής του 7ουγραφείου της προξενικής υπηρεσίας του εσθονικού Υπουργείου Εξωτερικών, από το 1995 έως το 1996. Στη συνέχεια, διορίστηκε διευθυντής του τμήματος ποινικού δικαίου στο εσθονικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, θέση που κατείχε από το 1996 έως το 2001.

Ο Priit Pikamäe απέκτησε πείρα και στον νομικό τομέα, ασκώντας καθήκοντα δικαστή στο Harju Maakohtu Tallinna kohtumaja (πρωτοδικείο του Τάλιν, Εσθονία) από το 2001 έως το 2002, στο Tallinna Ringkonnakohtus (εφετείο του Τάλιν, Εσθονία) από το 2002 έως το 2006, καθώς και στο Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο, Εσθονία) από το 2006 έως το 2009. Στο τελευταίο αυτό δικαστήριο άσκησε από το 2010 έως το 2013 καθήκοντα προέδρου του ποινικού τμήματος. Μεταξύ 2013 και 2019 διετέλεσε πρόεδρος του Riigikohus, διορισθείς από το εσθονικό κοινοβούλιο. Εξάλλου, χρημάτισε δικαστής ad hoc στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Στρασβούργο, Γαλλία) από το 2010 έως το 2016.

Παράλληλα με τα δικαστικά του καθήκοντα κατείχε τη θέση του προέδρου του Kohtute Haldamise Nõukoda (Συμβουλίου Διοίκησης των πρωτοβάθμιων και των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, Εσθονία) από το 2013 έως το 2019, στη συνέχεια δε τη θέση του προέδρου του Δικτύου των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2017 έως το 2019.

Δίδαξε ως προσκεκλημένος καθηγητής νομικής στο Tartu Ülikool από το 2012 έως το 2017. Στο πλαίσιο αυτό ιδίως, δημοσίευσε πολυάριθμα άρθρα σχετικά με τη μελέτη του ποινικού δικαίου.

Ο P. Pikamäe διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 6 Φεβρουαρίου 2019 και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντά του στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του ακαδημαϊκού συμβουλίου της Νομικής Σχολής του Tartu Ülikool
  • Ιδρυτικό μέλος της εσθονικής Ένωσης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  • Μέλος της Ακαδημαϊκής Νομικής Ένωσης της Εσθονίας
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Riigivapi III klassi teenetemärk (2019)
Andreas Kumin
Andreas Kumin
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1965 στο Graz (Αυστρία), ο Andreas Kumin πραγματοποίησε τις νομικές σπουδές του στο Karl-Franzens-Universität Graz (Πανεπιστήμιο του Graz, Αυστρία), από το οποίο και έλαβε, διαδοχικώς, πτυχίο νομικών σπουδών το 1987 και διδακτορικό δίπλωμα νομικών σπουδών το 1990. Το ίδιο πανεπιστήμιο του χορήγησε πτυχίο μεταφραστικών επιστημών το 1988. Στο πλαίσιο της καταρτίσεώς του ως δημόσιος υπάλληλος επέλεξε το 1991 τη Γαλλία προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ENA, Γαλλία), από την οποία αποφοίτησε το 1992 με τίτλο σπουδών στην κατεύθυνση «Διεθνής κύκλος σπουδών μεγάλης διάρκειας στη δημόσια διοίκηση».

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστρίας το 1990, στο οποίο και παρέμεινε μέχρι το 1994, αρχικώς στη Νομική Υπηρεσία και εν συνεχεία στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής και Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ολοκλήρωσης. Από το 1994 έως το 2000 κατείχε θέση συμβούλου στη Μόνιμη Αποστολή της Αυστρίας στο Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών και σε εξειδικευμένους οργανισμούς στη Γενεύη (Ελβετία). Από το 2000 έως το 2019 συνέχισε να εργάζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστρίας, αρχικώς ως προϊστάμενος της μονάδας «Νομικά ζητήματα του πρώτου πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και εν συνεχεία, από το 2005 έως το 2019, ασκώντας καθήκοντα προϊσταμένου του Τμήματος ευρωπαϊκού δικαίου.

Συνέγραψε πολυάριθμες δημοσιεύσεις στο δίκαιο της Ένωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας ως εντεταλμένου διδασκαλίας, από το 2007, στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου του Leopold-Franzens-Universität Innsbruck (Πανεπιστήμιο του Innsbruck, Αυστρία), εν συνεχεία δε μεταξύ άλλων ως λέκτορα, από το 2012 έως το 2018, στην Diplomatische Akademie Wien (Ανωτάτη Σχολή Διεθνών Σπουδών της Βιέννης, Αυστρία) και, από το 2014, ως συνυπευθύνου πλειόνων σεμιναρίων στο Wirtschaftsuniversität Wien (Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης, Αυστρία). Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από το 2014 έως το 2019, απασχολήθηκε δυνάμει συμβάσεως ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού Δικαίου του Karl-Franzens-Universität Graz, όπου, μετά τον διορισμό του ως επίτιμου καθηγητή το 2020, εξακολουθεί να παραδίδει μαθήματα.

Ο Α. Kumin διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 20 Μαρτίου 2019 και ασκεί έκτοτε τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Τακτική συμμετοχή, κατόπιν προσκλήσεως του Υπουργείου Εξωτερικών της Αυστρίας, στις συνόδους του «Beirat für Europarecht» (άτυπου γνωμοδοτικού συμβουλίου για το ευρωπαϊκό δίκαιο)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Επίτιμος καθηγητής ευρωπαϊκού δικαίου του Karl-Franzens-Universität Graz (2020)
Niilo Jääskinen
Niilo Jääskinen
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1958 στο Mikkeli (Φινλανδία), ο Niilo Jääskinen έλαβε πτυχίο Νομικής το 1980, στη συνέχεια δε, το 1982, μεταπτυχιακό δίπλωμα Νομικής από το Helsingin yliopisto (Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, Φινλανδία). Το 2008 έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορος Νομικής από το πανεπιστήμιο αυτό. Η κλίση του για τη διδασκαλία εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, διορίστηκε δε εντεταλμένος διδασκαλίας του δικαίου στο Helsingin yliopisto ήδη από το 1980, θέση που διατήρησε μέχρι το 1986.

Το 1983 άσκησε επί ένα έτος καθήκοντα παρέδρου καθώς και έκτακτου δικαστή στο Rovaniemen kihlakunnanoikeus (πρωτοδικείο του Rovaniemi, Φινλανδία). Αφού κατέλαβε, από το 1987 έως το 1989, θέση νομικού συμβούλου στο φινλανδικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, διορίστηκε προϊστάμενος του Τμήματος ευρωπαϊκού δικαίου του υπουργείου αυτού, υπηρεσία την οποία διηύθυνε από το 1990 έως το 1995. Εξάλλου, διετέλεσε νομικός σύμβουλος στο φινλανδικό Υπουργείο Εξωτερικών μεταξύ των ετών 1989 και 1990. Ως υπεύθυνος για τα νομικά και θεσμικά ζητήματα, μετέσχε στις διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πριν καταλάβει, από το 1995 έως το 2000, τις θέσεις του συμβούλου και του γραμματέα ευρωπαϊκών υποθέσεων στη μείζονα επιτροπή του φινλανδικού Κοινοβουλίου.

Κληθείς να υπηρετήσει τη φινλανδική Δικαιοσύνη, ο Ν. Jääskinen άσκησε από το 2000 έως το 2002 καθήκοντα έκτακτου δικαστή στο Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία), δικαστήριο στο οποίο θήτευσε ως δικαστής από το 2003 έως το 2009.

Ανέλαβε καθήκοντα γενικού εισαγγελέα στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2009, λειτούργημα το οποίο άσκησε μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 2015. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ανέλαβε εκ νέου καθήκοντα δικαστή στο Korkein hallinto-oikeus από το 2015 έως το 2019, στο οποίο υπηρέτησε ως Αντιπρόεδρος από το 2018 έως το 2019.

Ο Ν. Jääskinen διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2019 και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της νομικής σχολής του Helsingin yliopisto
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ιππότης πρώτης τάξεως του Τάγματος του Λέοντος της Φινλανδίας (1994)
  • Σταυρός του Ταξιάρχη του Τάγματος του Λευκού Ρόδου της Φινλανδίας (2008)
  • Μετάλλιο της Αξίας για τριάντα έτη στην υπηρεσία του κράτους (2018)
  • Σταυρός του Ταξιάρχη πρώτης τάξεως του Τάγματος του Λευκού Ρόδου της Φινλανδίας (2019)
Nils Wahl
Nils Wahl
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Nils Wahl, γεννηθείς το 1961 στη Στοκχόλμη (Σουηδία), έλαβε από το Stockholms Universitet (Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης, Σουηδία) τον τίτλο του Juris kandidat (LL.M.) το 1987 και διδακτορικό δίπλωμα Νομικής το 1995. Έκτοτε ξεκίνησε μια κατά κύριο λόγο ακαδημαϊκή σταδιοδρομία στο πλαίσιο της οποίας υπήρξε συνεργαζόμενος καθηγητής (docent) και κάτοχος της έδρας ευρωπαϊκού δικαίου Jean Monnet, εν συνεχεία δε, από το 2001, καθηγητής ευρωπαϊκού δικαίου στο Stockholms Universitet.

Από το 1993 έως το 2004, ο N. Wahl άσκησε καθήκοντα γενικού διευθυντή εκπαιδευτικού ιδρύματος. Επιπλέον, από το 2001 έως το 2006, διετέλεσε πρόεδρος της σουηδικής ένωσης Nätverket för europarättslig forskning (Δίκτυο Ερευνών Ευρωπαϊκού Δικαίου) και μέλος του Rådet för konkurrensfrågor (Συμβουλίου Ανταγωνισμού, Σουηδία).

Το 2006 ο N. Wahl διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άσκησε τα καθήκοντα αυτά έως το 2012 και, στη συνέχεια, ανέλαβε καθήκοντα στο Δικαστήριο ως γενικός εισαγγελέας, θέση την οποία κατείχε επί επτά έτη. Από το 2019, είναι δικαστής στο Δικαστήριο.

Jean Richard de la Tour
Jean Richard de la Tour
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1959 στο Dorat (Γαλλία), ο Jean Richard de la Tour έλαβε πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο Paris II (Γαλλία) το 1982, πριν συνεχίσει τις επαγγελματικές σπουδές του στην εθνική σχολή δικαστών (Bordeaux, Γαλλία), από το 1984 έως το 1986.

Διορισθείς δικαστής το 1986, αρχίζει την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο tribunal d’instance de Limoges (πρωτοδικείο της Limoges, Γαλλία), όπου άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι το 1988, πριν καταλάβει, από το 1988 έως το 1996, θέση δικαστικού λειτουργού στην κεντρική υπηρεσία του γαλλικού Υπουργείου Δικαιοσύνης στη διεύθυνση αστικών υποθέσεων και δικαιοσύνης. Μεταξύ των ετών 1996 και 2004, ήταν σύμβουλος εισηγητής στο Cour de cassation (Ανώτατο Δικαστήριο) (Παρίσι, Γαλλία).

Ο J. Richard de la Tour διήνυσε στη συνέχεια ένα μέρος της σταδιοδρομίας του στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο ανέλαβε υπηρεσία το 2004, ασκώντας μέχρι το 2006 καθήκοντα υπεύθυνου για τη γλωσσική επιμέλεια των αποφάσεων στη γαλλική γλώσσα. Από το 2006 έως 2012 άσκησε καθήκοντα εισηγητή στο γραφείο της δικαστή Pernilla Lindh και, στη συνέχεια, του δικαστή Carl Gustav Fernlund.

Το 2012 επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του επ’ ευκαιρία του διορισμού του ως εισαγγελέα στο τμήμα εργατικών υποθέσεων του Cour de cassation (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Άσκησε τα καθήκοντά του παράλληλα με εκείνα του ειδικού συνεργάτη του γενικού εισαγγελέα του Cour de cassation μέχρι το 2017. Στη συνέχεια διορίστηκε πρώτος γενικός εισαγγελέας του τμήματος εμπορικών, χρηματοπιστωτικών και οικονομικών υποθέσεων του Cour de cassation, θέση την οποία κατείχε από το 2017 έως το 2020.

Μεταξύ των ετών 1998 και 2002, παράλληλα με τα δικαστικά καθήκοντά του, ήταν μέλος της επιτροπής εκθέσεων και μελετών του Cour de cassation και της επιτροπής αναθεωρήσεων ποινικών αποφάσεων του Cour de cassation από το 1999 έως το 2004. Από το 2016 έως το 2020, ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Institut national des formations notariales (Εθνικού ινστιτούτου συμβολαιογραφικών σπουδών, Γαλλία).

Ο J. Richard de la Tour είναι γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο από τις 23 Μαρτίου 2020.

Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ιππότης του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής (2016)
Athanasios Rantos
Αθανάσιος Ράντος
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Αθανάσιος Ράντος γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα και έλαβε πτυχίο Nομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1976. Το 1990 έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδικεύσεως στο ευρωπαϊκό δίκαιο από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (Βέλγιο). Το 1992 διετέλεσε «Fellow» στο Διεθνές Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [Γενεύη (Ελβετία) και Στρασβούργο (Γαλλία)].

Το 1978 άσκησε επί ένα έτος το επάγγελμα του δικηγόρου Αθηνών, πριν διοριστεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας: Μεταξύ του 1979 και του 2020 άσκησε διαδοχικώς στο δικαστήριο αυτό καθήκοντα Εισηγητή, Παρέδρου (από το 1984) και στη συνέχεια Συμβούλου (από το 1996), διετέλεσε Αντιπρόεδρος (από το 2009) και κατόπιν Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά περιόδους, από το 2000 έως το 2020 χρημάτισε μέλος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και, από το 2011 έως το 2020, πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, ενώ από το 1996 έως το 2020 διετέλεσε μέλος και Πρόεδρος του Ανώτατου Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης. Από το 2011 έως το 2020 άσκησε καθήκοντα προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου μελών Διδακτικού-Ερευνητικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.

Εκτός των δικαιοδοτικών καθηκόντων του, ο Α. Ράντος ανέλαβε πολλές φορές καθήκοντα προέδρου νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Υπήρξε μέλος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων. Ωθούμενος από την κλίση του προς τη διδασκαλία, δίδαξε ευρωπαϊκό δίκαιο και διοικητικό δίκαιο στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης από το 1990 έως το 1994, καθώς και στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών από το 1995 έως το 2016. Η ενασχόλησή του με ευρύ φάσμα νομικών ζητημάτων αποτυπώθηκε σε πλήθος ερευνητικών εργασιών και επιστημονικών συμβολών σε συνέδρια, πολλές από τις οποίες έχουν δημοσιευθεί.

Ο Α. Ράντος διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντα αυτά.

Ineta Ziemele
Ineta Ziemele
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1970 στη Jelgava (Λεττονία), η Ineta Ziemele έλαβε το 1993 πτυχίο νομικής από το Latvijas Universitāte (Πανεπιστήμιο της Λεττονίας), το οποίο συμπλήρωσε, το ίδιο έτος, με κατάρτιση σχετική με τη μελέτη του αμερικανικού νομικού συστήματος, του δικαίου και της πολιτικής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και με τις πολιτικές επιστήμες στο Aarhus Universitet (Πανεπιστήμιο του Aarhus, Δανία). Έλαβε στη συνέχεια μεταπτυχιακό διεθνούς δικαίου στο Lunds Universitet (Πανεπιστήμιο του Lund, Σουηδία) το 1994 και περάτωσε τις σπουδές της στο Cambridge University (Πανεπιστήμιο του Cambridge, Ηνωμένο Βασίλειο), όπου υποστήριξε το 1999 τη διδακτορική της διατριβή στον τομέα του δικαίου.

Άρχισε την επαγγελματική της σταδιοδρομία ως κοινοβουλευτική βοηθός στο λεττονικό Κοινοβούλιο από το 1990 έως το 1992, πριν καταλάβει θέση συμβούλου στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων του λεττονικού Κοινοβουλίου από το 1992 έως το 1995. Διορισθείσα σύμβουλος του Λεττονού Πρωθυπουργού το 1995, άσκησε επίσης τα καθήκοντα αυτά στο πλαίσιο της γενικής διεύθυνσης δικαιωμάτων του ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο (Γαλλία) από το 1999 έως το 2001.

Εξάλλου, η Ι. Ziemele άσκησε εκπαιδευτικές δραστηριότητες από το 1993, με την ιδιότητα της πανεπιστημιακής βοηθού, στο τμήμα νομικής και πολιτικής θεωρίας καθώς και στο τμήμα διεθνούς δικαίου και δικαίου της θάλασσας του Latvijas Universitāte. Στο πανεπιστήμιο αυτό ήταν στη συνέχεια, μέχρι το 1999, εντεταλμένη διδασκαλίας στον τομέα του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, συνέστησε δε το Ινστιτούτο δικαιωμάτων του ανθρώπου του Latvijas Universitāte, το οποίο διηύθυνε μέχρι το ίδιο έτος. Παράλληλα, ήταν καθηγήτρια «Söderberg» και, στη συνέχεια, προσκεκλημένη καθηγήτρια στη Rīgas Juridiskā augstskola (ανώτερη νομική σχολή της Ρίγας, Λεττονία) όπου κατείχε, από το 2001, έδρα καθηγήτριας διεθνούς δικαίου και δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου. Από το 2001 έως το 2005, δίδαξε επίσης στο Ινστιτούτο Raoul Wallenberg του Lunds universitet ως προσκεκλημένη καθηγήτρια.

Η δικαστική σταδιοδρομία της Ι. Ziemele άρχισε το 2005, με τον διορισμό της ως δικαστή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο, καθήκοντα τα οποία άσκησε επίσης ως πρόεδρος τμήματος μέχρι το 2014. Διορισθείσα δικαστής στο Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο, Λεττονία) το 2015, ήταν πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού από το 2017 έως το 2020.

Από το 2017 είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Λεττονίας, με την οποία συνεργάζεται μέσω εργασιών νομικών ερευνών, όντας συγγραφέας πολλών δημοσιεύσεων.

Η Ι. Ziemele διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 6 Οκτωβρίου 2020, καθήκοντα τα οποία ασκεί έκτοτε.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Αντεπιστέλλον μέλος της λεττονικής Ακαδημίας Επιστημών
  • Αρχισυντάκτρια του «Baltic Yearbook of International Law»
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Μετάλλιο Triju Zvaigžņu ordenis (τέταρτης κλάσης) (Λεττονία) (2014)
  • Βραβείο του Υπουργικού Συμβουλίου (Λεττονία) για τη σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη του λεττονικού δικαιικού συστήματος, την ενίσχυση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και για το έργο της στη νομική επιστήμη (2016)
  • Τιμητικό μετάλλιο πρώτου βαθμού του δικαστικού συστήματος (Λεττονία) (2018)
  • Τιμητικό δίπλωμα απονεμηθέν από τη περιφέρεια Jelgava (Λεττονία) (2018)
Jan Passer
Jan Passer
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Jan Passer γεννήθηκε το 1974 στην Πράγα (Τσεχοσλοβακία). Σπούδασε στο Universita Karlova (Πανεπιστήμιο του Καρόλου, Τσεχική Δημοκρατία), απ’ όπου έλαβε πτυχίο Νομικής, και συνέχισε τις σπουδές του στο Stockholms universitet (Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, Σουηδία), απ’ όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών το 2000. Το 2007 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής του Universita Karlova.

Από το 1997 άσκησε δικαστικά καθήκοντα στη χώρα καταγωγής του, αρχικώς ως πάρεδρος στο Městský soud v Praze (Πρωτοδικείο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), θέση την οποία κατείχε έως το 2001, κατόπιν ως δικαστής στο Obvodní soud pro Prahu 2 (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας αριθ. 2, Τσεχική Δημοκρατία) από το 2001 έως το 2005. Από το 2005 έως το 2016 διετέλεσε δικαστής στο Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία).

Έχοντας αποκομίσει πλούσια πείρα από την πρακτική ενασχόλησή του με τη νομική επιστήμη, ο J. Passer στράφηκε προς τη διδασκαλία, μεταξύ άλλων ως εντεταλμένος διδασκαλίας του δικαίου της Ένωσης στο Universita Karlova από το 2001 έως το 2003, στο Masarykova univerzita (Πανεπιστήμιο Masaryk, Τσεχική Δημοκρατία) από το 2006 έως το 2016 και στο Univerzita Palackého v Olomouci (Πανεπιστήμιο Palacký του Olomouc, Τσεχική Δημοκρατία) από το 2014 έως το 2016. Έχοντας ως εφόδιο την εμπειρία που απέκτησε, δίδαξε επίσης δίκαιο στη Δικαστική Ακαδημία της Τσεχικής Δημοκρατίας από το 2001 έως το 2016.

Ο J. Passer διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Σεπτεμβρίου 2016. Παρέμεινε μέλος του Γενικού Δικαστηρίου επί τέσσερα έτη και κατόπιν, στις 6 Οκτωβρίου 2020, διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο όπου ασκεί σήμερα τα καθήκοντά του.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Ιδρυτικό μέλος της Česká společnost pro evropské a srovnávací právo (Τσεχικής Εταιρίας Ευρωπαϊκού και Συγκριτικού Δικαίου)
Dimitrios Gratsias
Δημήτριος Γρατσίας
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1957 στην Αθήνα, ο Δημήτριος Γρατσίας έλαβε πτυχίο Νομικής από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1980, καθώς και μεταπτυχιακό Diplôme d’Études Approfondies (DEA) στο δημόσιο δίκαιο από το Πανεπιστήμιο Paris I, Panthéon-Sorbonne (Γαλλία) το 1981. Το επόμενο έτος έλαβε τίτλο σπουδών στο κοινοτικό δίκαιο από το Πανεπιστημιακό Κέντρο Κοινοτικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (Πανεπιστήμιο Paris I, Γαλλία).

Το 1985 ο Δ. Γρατσίας άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου άσκησε καθήκοντα Εισηγητή έως το 1992. Στη συνέχεια, το 1992, προήχθη σε Πάρεδρο και κατόπιν σε Σύμβουλο της Επικρατείας το 2005. Παράλληλα με τα καθήκοντα αυτά, το 1998 ορίστηκε για επίκουρο μέλος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου δύο έτη (1998 και 1999), ενώ το έτος 2006 διετέλεσε μέλος του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας. Το έτος 2008 χρημάτισε μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης. Κατά το δικαστικό έτος 2009-2010, άσκησε καθήκοντα επιθεωρητή Διοικητικών Δικαστηρίων.

Μεταξύ 1994 και 1996, ο Δ. Γρατσίας εργάστηκε στο Δικαστήριο ως εισηγητής στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα Γεωργίου Κοσμά.

Ο Δ. Γρατσίας διετέλεσε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο από τις 25 Οκτωβρίου 2010 έως τις 6 Οκτωβρίου 2021 και άσκησε στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο καθήκοντα προέδρου τμήματος επί δύο διαδοχικές θητείες, από τις 18 Σεπτεμβρίου 2013 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2019. Ασκεί καθήκοντα δικαστή στο Δικαστήριο από τις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Ελληνικής Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου
Maria Lourdes Arastey Sahún
Maria Lourdes Arastey Sahún
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Η Maria Lourdes Arastey Sahún γεννήθηκε το 1959 στην Tarragona (Ισπανία) και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης από όπου και έλαβε πτυχίο Nομικής το 1983, ενώ στη συνέχεια παρακολούθησε από το 1984 έως το 1985 το πρόγραμμα κατάρτισης για τους μελλοντικούς δικαστικούς λειτουργούς στην Escuela Judicial (Εθνική Σχολή Δικαστών, Ισπανία).

Διορίστηκε δικαστής στο Juzgado de distrito de Sant Feliu de Llobregat (περιφερειακό δικαστήριο Sant Feliu de Llobregat, Ισπανία) και στο Juzgado de distrito de Barcelona (περιφερειακό δικαστήριο Βαρκελώνης, Ισπανία) από το 1985 έως το 1989. Το 1989 τοποθετήθηκε για ένα έτος στο Juzgado de lo Social n° 7 de Barcelona (δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών Βαρκελώνης αριθ. 7, Ισπανία) και στη συνέχεια στο τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών του Tribunal Superior de Justicia de Cataluña (ανώτερου δικαστηρίου Καταλονίας, Ισπανία), στο οποίο παρέμεινε έως το 2009. Διορίστηκε δικαστής στο Tribunal Supremo (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ισπανία) το 2009. Από το 2013 έως το 2021 διετέλεσε επίσης δικαστής στο διοικητικό δικαστήριο του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) (Βρυξέλλες, Βέλγιο).

Παράλληλα με τη σταδιοδρομία της ως δικαστή, η Maria Lourdes Arastey Sahún ασχολήθηκε επίσης με τη διδασκαλία. Από το 1998 έως το 2008 υπήρξε αναπληρώτρια καθηγήτρια εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικής ασφάλισης στο Universitat de Barcelona. Δίδαξε επίσης σε εθνικά κέντρα επιμόρφωσης δικαστών, μεταξύ άλλων στην Ισπανία (σε τακτική βάση), στη Βουλγαρία (2008) και στη Ρουμανία (2008), καθώς και στη Σχολή δικαστών Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής Juan Carlos I (2006). Η Maria Lourdes Arastey Sahún ήταν εισηγήτρια σε διαλέξεις και συμμετείχε σε σεμινάρια σε πολυάριθμα πανεπιστήμια. Τέλος, συμμετείχε σε πολλούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται ιδίως στους διαφόρους τομείς του δικαίου της Ένωσης, στην κατάρτιση των δικαστών και στην αξιολόγησή τους, καθώς και στις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών.

Η Maria Lourdes Arastey Sahún διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του Groupement Européen de Magistrats pour la Médiation (Ευρωπαϊκού Ομίλου Δικαστών για τη Διαμεσολάβηση) (GEMME), πρώην πρόεδρος του ισπανικού παραρτήματος του ομίλου και πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής εκτελεστικής επιτροπής του
  • Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου της Ένωσης ισπανογαλλικής φιλίας «MUJERES AVENIR».
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Asociación Española para el Estudio del Derecho Europeo (Ισπανικής Ένωσης για τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Δικαίου) (AEDEUR)
  • Μέλος της Asociación Española de Salud y Seguridad Social (Ισπανικής Ένωσης για την Υγεία και την Κοινωνική Ασφάλιση) (AESSS)
  • Μέλος του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού Δικαίου (ELI), συμμετέχει στις επιστημονικές επιτροπές του κατά τις ετήσιες συναντήσεις του «Spanish Hub» του Ινστιτούτου με θέμα την ευρωπαϊκή νομολογία (2018, 2019, 2020 και 2021)
  • Μέλος της ένωσης Women in a Legal World
  • Μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του νομικού περιοδικού Femeris Journal of Gender Studies (Universidad Carlos III de Madrid)
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Revista Foro de Seguridad Social
  • Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου του νομικού περιοδικού Derecho Social y Empresa
Anthony Michael Collins
Anthony Michael Collins
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1960 στο New Haven (Ηνωμένες Πολιτείες), ο Anthony Michael Collins έλαβε, το 1984, πτυχίο νομικών επιστημών από το Trinity College Dublin (Ιρλανδία) και, το 1986, δίπλωμα Barrister-at-law της Honourable Society of King’s Inns (Δουβλίνο).

Κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία υπήρξε μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου της Ιρλανδίας ως Barrister-at-law, από το 1986 έως το 1990 και από το 1997 έως το 2003, και στη συνέχεια ως Senior Counsel, από το 2003 έως το 2013. Ανέστειλε προσωρινώς τη δραστηριότητά του ως Barrister-at-law μεταξύ των ετών 1990 και 1997 για να εργαστεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως εισηγητής στα γραφεία των δικαστών Thomas Francis O’Higgins (από το 1990 έως το 1991) και John L. Murray (από το 1991 έως το 1997). Διορίστηκε μέλος της μόνιμης αντιπροσωπείας του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE) στο Δικαστήριο και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) μεταξύ των ετών 2006 και 2013. Επιπλέον, το 2015 κατέλαβε θέση συνεργαζόμενου καθηγητή στο δίκαιο της Ένωσης στο University College Cork (Ιρλανδία). Έχει συγγράψει πολυάριθμες δημοσιεύσεις και βιβλία στους τομείς του ιρλανδικού διοικητικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης.

Ο A. M. Collins διορίστηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2013 δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο, όπου άσκησε καθήκοντα προέδρου τμήματος επί δύο θητείες από τις 21 Σεπτεμβρίου 2016 έως τις 7 Οκτωβρίου 2021.

Από τις 7 Οκτωβρίου 2021, είναι γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Πρόεδρος του Irish Centre for European Law
  • Bencher της Honourable Society of King’s Inns
Miroslav Gavalec
Miroslav Gavalec
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1961 στο Zlín (Τσεχοσλοβακία), ο Miroslav Gavalec έλαβε καταρχάς δίπλωμα μηχανολόγου μηχανικού στους τομείς των θερμικών μηχανών και του πυρηνικού εξοπλισμού από το České vysoké učení technické v Praze (Πολυτεχνείο Πράγας, Τσεχοσλοβακία) και άσκησε διάφορα καθήκοντα στον κλάδο της πυρηνικής ενέργειας από το 1986 έως το 1991.

Λόγω του ενδιαφέροντός του για τις κοινωνικές επιστήμες, σπούδασε από το 1990 έως το 1995 στη Νομική Σχολή του Univerzita Komenského v Bratislave (Πανεπιστημίου Comenius της Μπρατισλάβας, Σλοβακία), από το οποίο έλαβε το 1995 πτυχίο Νομικής «Magister» και κατόπιν τον τίτλο του Διδάκτορα Νομικής (PhD) το 2010.

Το 2001 διορίστηκε δικαστής εμπορικών και οικογενειακών διαφορών και δικαστής διοικητικών διαφορών στο Okresný súd Bratislava III (πρωτοβάθμιο δικαστήριο επαρχίας Μπρατισλάβα III, Σλοβακία). Παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 2005, οπότε και ανέλαβε καθήκοντα στο Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας), στο οποίο διετέλεσε αρχικώς δικαστής του τμήματος διοικητικών διαφορών και, από το 2009, πρόεδρος του 1ου τμήματος διοικητικών διαφορών.

Παράλληλα με τη δικαστική του σταδιοδρομία, ο M. Gavalec άσκησε επίσης διδακτικές δραστηριότητες. Μεταξύ των ετών 2005 και 2011 διετέλεσε εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ινστιτούτο Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων της Paneurópska vysoká škola (Ανώτατης πανευρωπαϊκής σχολής, Σλοβακία).Από το 2006 έως το 2014 υπήρξε εντεταλμένος διδασκαλίας στα Ινστιτούτα διοικητικού και ιδιωτικού δικαίου της Paneurópska vysoká škola.

Ο M. Gavalec διετέλεσε επίσης μέλος του Φόρουμ των Δικαστών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Περιβάλλον από το 2005 έως το 2020 και της Ένωσης Ευρωπαίων Διοικητικών Δικαστών από το 2006 έως το 2015.

Ο M. Gavalec διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Nicholas Emiliou
Νικόλας Αιμιλίου
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς στην Αμμόχωστο (Κύπρος), ο Νικόλας Αιμιλίου σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ελλάδα), από το οποίο έλαβε πτυχίο Νομικής το 1986. Συνέχισε τις σπουδές του στο London School of Economics and Political Science (Σχολή Οικονομικών και Πολιτικής Επιστήμης του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο) από όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στο ευρωπαϊκό δίκαιο το 1987. Το 1991 απέκτησε τον τίτλο του Διδάκτορος Νομικής από το University College London (University College του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο).

Στο πανεπιστήμιο αυτό άρχισε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία ως αναπληρωτής ερευνητής, από το 1988 έως το 1991. Ακολούθως, ανέλαβε καθήκοντα διδασκαλίας ευρωπαϊκού δικαίου στο University of Southampton (Πανεπιστήμιο του Southampton, Ηνωμένο Βασίλειο) από το 1991 έως το 1993 και, στη συνέχεια, στο Queen Mary and Westfield College, University of London (Queen Mary and Westfield College, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο), από το 1993 έως το 1994. Mεταξύ 1995 και 1997, κατείχε την έδρα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης Jean Monnet στο University of Durham (Πανεπιστήμιο του Durham, Ηνωμένο Βασίλειο). Από το 1994 έως το 1997, παράλληλα με τις δραστηριότητες αυτές, ο Ν. Αιμιλίου διετέλεσε επίτιμος διευθυντής έρευνας (Honorary Senior Research fellow) του University College London και ειδικός σύμβουλος του Υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου.

Μεταξύ 1997 και 1998, διετέλεσε πληρεξούσιος υπουργός στο Τμήμα Ευρωπαϊκής Ένωσης του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου και στη συνέχεια, από το 1998 έως το 1999, Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από το 1999 έως το 2002 ο Ν. Αιμιλίου διετέλεσε έκτακτος και πληρεξούσιος πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ιρλανδία.

Μεταξύ 2002 και 2004, άσκησε καθήκοντα Μονίμου Αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης και εκπροσώπου της Κυπριακής Κυβερνήσεως στις υποθέσεις ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το 2004 διορίστηκε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άσκησε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 2008.

Το 2008 ο Ν. Αιμιλίου διορίστηκε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου, άσκησε δε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 2012.

Μεταξύ 2012 και 2017, διετέλεσε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη, πριν κληθεί και πάλι να ασκήσει τα καθήκοντα του Μονίμου Αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από το 2017 έως το 2021. Μετείχε επίσης στην Ομάδα Διαιτητών του Μονίμου Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης (Κάτω Χώρες), από το 1995 έως το 2016.

Ο Ν. Αιμιλίου διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO)
  • Μέλος της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου (κυπριακό παράρτημα)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Knight Commander with Star, Order of St. Gregory the Great, Βατικανό (2010)
Tamara Ćapeta
Tamara Ćapeta
Γενική εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1967 στο Ζάγκρεμπ (Κροατία), η Tamara Ćapeta άρχισε τις σπουδές της στο Sveučilište u Zagrebu (πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, Κροατία), από το οποίο έλαβε πτυχίο Νομικής το 1991. Συνέχισε τις σπουδές της στο Κολέγιο της Ευρώπης (Collège d’Europe) στη Bruges (Βέλγιο) από όπου, το 1993, έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα (master) εξειδικευμένων ευρωπαϊκών σπουδών. Αφού επέστρεψε στο Sveučilište u Zagrebu, εκπόνησε διδακτορική διατριβή και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 2001.

Η T. Ćapeta άρχισε την επαγγελματική της σταδιοδρομία το 1992 ως υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κροατίας, στο Τμήμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στο Τμήμα των οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών με έδρα στην Ευρώπη. Μεταξύ των ετών 1994 και 1997, πραγματοποίησε έρευνα σχετικά με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο Institut za razvoj i međunarodne odnose (Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη και τις Διεθνείς Σχέσεις, Κροατία).

Άρχισε την ακαδημαϊκή της σταδιοδρομία το 1997, ως πανεπιστημιακή βοηθός στο Τμήμα εμπορικού δικαίου και δικαίου του διεθνούς εμπορίου της Σχολής Οικονομικών του Sveučilište u Zagrebu. Το 2002 αναγορεύθηκε καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Sveučilište u Zagrebu, υπήρξε δε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Τμήματος Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου της σχολής αυτής.

Από το 2013 έως το 2014, η T. Ćapeta διορίστηκε προϊσταμένη της μονάδας μετάφρασης κροατικής γλώσσας στη Γενική Διεύθυνση Πολυγλωσσίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν δε ανέλαβε εκ νέου τη διδακτική της δραστηριότητα στο Sveučilište u Zagrebu. Από το 2015 έως το 2021, διετέλεσε προϊσταμένη του Τμήματος ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου και διευθύντρια του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στο ευρωπαϊκό δίκαιο του εν λόγω πανεπιστημίου. Το 2018 ιδρύει το Κέντρο Αριστείας Jean Monnet, του οποίου αντικείμενο είναι η έρευνα σχετικά με το κράτος δικαίου, ασκώντας εκεί καθήκοντα συντονίστριας από το 2018 έως το 2021.

H T. Ćapeta έχει συγγράψει πολυάριθμες δημοσιεύσεις στον τομέα του δικαίου της Ένωσης. Υπήρξε ιδρύτρια διεθνούς νομικού περιοδικού για το δίκαιο της Ένωσης, του μόνου που υφίσταται σήμερα στην Κροατία, διετέλεσε δε αρχισυντάκτριά του από το 2010 έως το 2015. Παράλληλα με τη διδακτική της δραστηριότητα στο Sveučilište u Zagrebu, διετέλεσε προσκεκλημένη καθηγήτρια δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο προγράμματος ανταλλαγής της Νομικής Σχολής του Indiana University (Πανεπιστημίου της Ιντιάνα, Ηνωμένες Πολιτείες) και, στη συνέχεια, το 2016, στο University of Pittsburgh (Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, Ηνωμένες Πολιτείες) και στο ZZhōngguó Zhèngfǎ Dàxué (Κινεζικό Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Νομικών Επιστημών, Κίνα). Παρέδωσε επίσης μαθήματα δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο προγραμμάτων συνεχιζόμενης κατάρτισης δικαστών και δημοσίων υπαλλήλων της Κροατίας, τα οποία διοργανώθηκαν από την Pravosudna akademija (Δικαστική Ακαδημία, Κροατία) και την Državna škola za javnu upravu (Κρατική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Κροατία).

Το 2020, η T. Ćapeta διορίστηκε από μεικτή επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να μετάσχει ως μέλος στην ειδική ομάδα διαιτησίας για τη Συμφωνία Αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, καθήκοντα τα οποία έπαυσε να ασκεί κατόπιν του διορισμού της ως γενικής εισαγγελέα στο Δικαστήριο.

Η T. Ćapeta διορίστηκε γενική εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Hrvatske udruge za europsko pravo (CROSEL)
  • Μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου (FIDE)
  • Μέλος του University Association for Contemporary European Studies (UACES)
  • Μέλος του Hrvatski pravni center (HPC)
  • Μέλος της Ένωσης πρώην σπουδαστών του Κολεγίου της Ευρώπης
  • Μέλος της Κροατικής Ένωσης πρώην σπουδαστών του Κολεγίου της Ευρώπης
  • Μέλος της Κροατικής Ένωσης πρώην υποτρόφων Fulbright
  • Μέλος της Hrvatske udruge za studij Europske unije (CEUSA)
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του Croatian Yearbook of European Law and Policy
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Collana di Diritto per l’Economia del Dipartimento di Studi economico-aziendali e Diritto per l’Economia — του Università degli Studi di Milano-Bicocca
Laila Medina
Laila Medina
Γενική εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1971 στην Jelgava (Λεττονία), η Laila Medina σπούδασε στο IMO International Maritime Law Institute (Ινστιτούτο Διεθνούς Ναυτικού Δικαίου του ΔΟΝ, Μάλτα) και το 1995 έλαβε δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών (master) στο Διεθνές Ναυτικό Δίκαιο από το πανεπιστήμιο αυτό. Στη συνέχεια, το 2002, έλαβε δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών (master) στο δίκαιο της Ένωσης από τη Rīgas Juridiskā augstskola (Ανώτατη Νομική Σχολή της Ρίγας, Λεττονία).

Το 1995 ανέλαβε καθήκοντα στο λεττονικό Υπουργείο Μεταφορών ως προϊσταμένη του Νομικού Τμήματος και ως αναπληρώτρια διευθύντρια της Διεύθυνσης Ναυτιλίας. Άσκησε τα εν λόγω καθήκοντα στο υπουργείο αυτό έως το 2002, οπότε και διορίστηκε σύμβουλος του Υφυπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο ίδιο υπουργείο.

Από το 2004 έως το 2005, η L. Medina κατείχε τη θέση της αναπληρώτριας προϊσταμένης της Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην Καγκελαρία της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

Το 2005 ανέλαβε καθήκοντα στο λεττονικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ως διευθύντρια του Τμήματος Σχεδιασμού Πολιτικής. Από το 2006 ανέλαβε, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, καθήκοντα αναπληρώτριας Υφυπουργού Τομεακής Πολιτικής, κατόπιν δε καθήκοντα αναπληρώτριας Υφυπουργού για την Πολιτική του Δικαίου από το 2009 έως το 2021.

Η σταδιοδρομία της L. Medina περιλαμβάνει επίσης εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Μεταξύ των ετών 1998 και 2006 υπήρξε εντεταλμένη διδασκαλίας ευρωπαϊκού δικαίου και θεσμικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Valsts Régcācijas skola (Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Λεττονία). Το 2012 παρέδωσε μαθήματα σε δικαστικούς λειτουργούς και συμβολαιογράφους στο πλαίσιο προγραμμάτων κατάρτισης σχετικά με τον κανονισμό Ρώμη III. Τέλος, το 2008 έγινε μέλος του συμβουλίου του Τμήματος Νομικής της Biznesa augstskola Turība (Ανώτατης Εμπορικής Σχολής «Turība», Λεττονία).

Η L. Medina διορίστηκε γενική εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Eiropas Savienības tiesību asociācija
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Μετάλλιο τιμής τρίτης τάξης του δικαιοδοτικού συστήματος της Δημοκρατίας της Λεττονίας: για την υποδειγματική, έντιμη και καινοτόμο άσκηση επίσημων καθηκόντων στον τομέα της δικαιοσύνης, καθώς και για την ανάπτυξη των γνώσεων και του επαγγελματισμού των προσώπων που μετέχουν στο δικαιοδοτικό σύστημα (2011)
Alfredo Calot Escobar
Alfredo Calot Escobar
Γραμματέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

O Alfredo Calot Escobar γεννήθηκε το 1961 στη Βαλένθια (Ισπανία) και σπούδασε στο Universidad de Valencia (Πανεπιστήμιο της Βαλένθια, Ισπανία), από όπου έλαβε πτυχίο Νομικής το 1984.

Τον Ιανουάριο του 1986 προσελήφθη από το Συμβούλιο Εμπορικών Επιμελητηρίων της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθια για να ασκήσει καθήκοντα εμπορικού αναλυτή στο Γραφείο εμπορικών υποθέσεων της Ισπανίας στο Τορόντο (Καναδάς). Εργάστηκε εκεί μέχρι τις 16 Ιουλίου 1986, οπότε και ανέλαβε υπηρεσία στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο προσελήφθη μετά από επιτυχή συμμετοχή στον γενικό διαγωνισμό για την πλήρωση των πρώτων θέσεων γλωσσομαθών νομικών ισπανικής γλώσσας στη Διεύθυνση Μετάφρασης.

Το 1990 προήχθη στη θέση του αναθεωρητή νομικού όπου παρέμεινε μέχρι το 1993, οπότε και εντάχθηκε στην υπηρεσία Τύπου και Πληροφοριών του Δικαστηρίου.

Το 1995 συμμετείχε επιτυχώς σε νέο γενικό διαγωνισμό διοικητικών υπαλλήλων που διοργανώθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατόπιν αυτού, απασχολήθηκε στη Γραμματεία της Επιτροπής Θεσμικών Υποθέσεων, όπου ανέλαβε την κατάρτιση διαφόρων νομικών εκθέσεων προς τους βουλευτές, ιδίως στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης η οποία προηγήθηκε της υπογραφής της Συνθήκης του Άμστερνταμ.

Το 1996 κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα στο γραφείο του Γραμματέα του Δικαστηρίου, όπου άσκησε καθήκοντα προσωπικού συνεργάτη του Γραμματέα μέχρι το 1999, οπότε και διορίστηκε εισηγητής στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα Dámaso Ruiz-Jarabo Colomer.

Με πλούσια και πολυσχιδή πλέον επαγγελματική πείρα, επέστρεψε στη μεταφραστική υπηρεσία του Δικαστηρίου το 2000 ως προϊστάμενος του τμήματος ισπανικής γλώσσας, στη δημιουργία του οποίου είχε συμβάλει 14 χρόνια νωρίτερα.

Το 2001 διορίστηκε Διευθυντής της Μετάφρασης, σε κομβικό χρονικό σημείο για την ιστορία της πολυγλωσσίας λόγω της επικείμενης διεύρυνσης της Ένωσης κατά δέκα νέα κράτη μέλη και, συνακόλουθα, λόγω του διπλασιασμού σχεδόν του αριθμού των επίσημων γλωσσών από 11 σε 20.

Κατόπιν μεταρρύθμισης της δομής των διοικητικών υπηρεσιών του θεσμικού οργάνου, ο A. Calot Escobar διορίστηκε Γενικός Διευθυντής της Μετάφρασης τον Ιούνιο του 2007.

Στις 6 Οκτωβρίου 2010 εξελέγη Γραμματέας του Δικαστηρίου και έκτοτε κατέχει τη θέση αυτή, κατόπιν ανανέωσης της δεύτερης θητείας του μετά τη λήξη της το 2022.

Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Orden del mérito civil
  • Cruz distinguida de primera clase San Raimundo de Peñafort
  • Alumni Plus Universitat de Valencia