Language of document : ECLI:EU:C:2014:103

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2014 (*)

«Οδηγία 2003/9/ΕΚ — Ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη — Άρθρο 13, παράγραφος 1 — Προθεσμία για την παροχή υλικών συνθηκών υποδοχής — Άρθρο 13, παράγραφος 2 — Μέτρα σχετικά με τις υλικές συνθήκες υποδοχής — Εγγυήσεις — Άρθρο 13, παράγραφος 5 — Καθορισμός και παροχή των ελάχιστων συνθηκών υποδοχής των αιτούντων άσυλο — Ύψος της χορηγούμενης βοήθειας — Άρθρο 14 — Τρόπος παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής — Κορεσμός των δομών υποδοχής — Παραπομπή στα εθνικά συστήματα κοινωνικής προστασίας — Παροχή των υλικών συνθηκών υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος»

Στην υπόθεση C‑79/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το arbeidshof te Brussel (Βέλγιο) με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Φεβρουαρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Federaal agentschap voor de opvang van asielzoekers

κατά

Selver Saciri,

Danijela Dordevic,

Danjel Saciri, εκπροσωπούμενου από τον Selver Saciri και την Danijela Dordevic,

Sanela Saciri, εκπροσωπούμενης από τον Selver Saciri και την Danijela Dordevic,

Denis Saciri, εκπροσωπούμενου από τον Selver Saciri και την Danijela Dordevic,

Openbaar Centrum voor Maatschappelijk Welzijn van Diest,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, J. Malenovský, A. Prechal και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Νοεμβρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pochet και τον T. Materne, επικουρούμενους από τον S. Ishaque, advocaat,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και F.‑X. Bréchot και την B. Beaupère-Manokha,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και τις K. Pawłowska και B. Czech,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη M. Κοντού-Durande και τον R. Troosters,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς την ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (ΕΕ L 31, σ. 18), σε συνδυασμό με τα άρθρα της 13, παράγραφοι 1 και 2, και 14, παράγραφοι 1, 3, 5 και 8.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς όπου η Federaal agentschap voor de opvang van asielzoekers (ομοσπονδιακή υπηρεσία για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο, στο εξής: Fedasil) αντιδικεί με τον Selver Saciri και την Danijela Dordevic, οι οποίοι ενεργούν ιδίω ονόματι αλλά και ως νόμιμοι εκπρόσωποι των ανηλίκων τέκνων τους Danjel Saciri, Denis Saciri και Sanela Saciri (στο εξής: οικογένεια Saciri), καθώς και με το Openbaar Centrum voor Maatschappelijk Welzijn van Diest (δημόσιο κέντρο κοινωνικής δράσεως του Diest, στο εξής: OCMW) σχετικά με άρνηση της Fedasil να παράσχει στην οικογένεια Saciri κοινωνική αρωγή λόγω αδυναμίας να διασφαλίσει την υποδοχή της σε κέντρο προοριζόμενο για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Στην αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2003/9 εκτίθενται τα εξής:

«Είναι σκόπιμο να θεσπισθούν ελάχιστα πρότυπα για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο, τα οποία, υπό κανονικές συνθήκες, θα επαρκούν για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου και συγκρίσιμων συνθηκών διαβίωσης σε όλα τα κράτη μέλη.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση ελάχιστων προτύπων για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη.»

5        Κατά το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, για τους σκοπούς εφαρμογής της νοούνται ως:

«[…]

ι)      “Υλικές συνθήκες υποδοχής”: οι συνθήκες υποδοχής που περιλαμβάνουν την παροχή στέγης, τροφής και ρουχισμού, σε είδος ή υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων, καθώς και ένα βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα. 

[...]»

6        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους αιτούντες άσυλο, μέσα σε εύλογη προθεσμία η οποία δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες από την υποβολή της αίτησης ασύλου στην αρμόδια αρχή, τουλάχιστον για τις τυχόν παροχές που προβλέπονται και για τις υποχρεώσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται σε σχέση με τις συνθήκες υποδοχής. 

[…]»

7        Το άρθρο 13 της οδηγίας 2003/9, το οποίο περιέχει τους γενικούς κανόνες σχετικά με τις υλικές συνθήκες υποδοχής και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την παροχή υλικών συνθηκών υποδοχής στους αιτούντες άσυλο όταν υποβάλλουν αίτηση ασύλου.

2.       Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε οι υλικές συνθήκες υποδοχής να εξασφαλίζουν στους αιτούντες άσυλο βιοτικό επίπεδο κατάλληλο από απόψεως υγείας και ικανό να διασφαλίζει τη συντήρησή τους.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να επιτυγχάνεται αυτό το βιοτικό επίπεδο στην ειδική περίπτωση των προσώπων με ειδικές ανάγκες, σύμφωνα με το άρθρο 17, καθώς και στην περίπτωση των προσώπων που τελούν υπό κράτηση.

[...]

5.       Οι υλικές συνθήκες υποδοχής μπορούν να παρέχονται σε είδος ή υπό τη μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων ή σε συνδυασμό αυτών των διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη παρέχουν υλικές συνθήκες υποδοχής υπό μορφή βοηθήματος ή δελτίων, το ποσό τους καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.»

8        Το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«1.       Σε περίπτωση που η στέγαση παρέχεται σε είδος, θα πρέπει να λαμβάνει μία από τις κατωτέρω μορφές ή να αποτελεί συνδυασμό τους:

α)      χώρο που χρησιμοποιείται προς τον σκοπό της στέγασης των αιτούντων άσυλο κατά τη διάρκεια της εξέτασης αίτησης ασύλου που υποβάλλεται στα σύνορα·

β)      κέντρα φιλοξενίας που εξασφαλίζουν κατάλληλο βιοτικό επίπεδο·

γ)      ιδιωτικές κατοικίες, διαμερίσματα, ξενοδοχεία ή άλλοι χώροι προσαρμοσμένοι για τη στέγαση αιτούντων.

[...]

3.       Τα κράτη μέλη μεριμνούν, κατά περίπτωση, ώστε τα ανήλικα τέκνα των αιτούντων άσυλο ή οι ανήλικοι αιτούντες να διαμένουν με τους γονείς τους ή με τον ενήλικο συγγενή που έχει την επιμέλειά τους σύμφωνα με τον νόμο ή το εθιμικό δίκαιο.

[...]

5.       Το προσωπικό που εργάζεται στα κέντρα φιλοξενίας πρέπει να διαθέτει κατάλληλη κατάρτιση και να δεσμεύεται από την αρχή της εμπιστευτικότητας, όπως ορίζεται στο εθνικό δίκαιο, για τις πληροφορίες τις οποίες γνωρίζει εκ της εργασίας του.  

[...]

8.       Τα κράτη μέλη μπορούν κατ’ εξαίρεση να θεσπίζουν λεπτομέρειες όσον αφορά τις υλικές συνθήκες υποδοχής διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο, για εύλογη περίοδο η οποία είναι όσο το δυνατόν συντομότερη, όταν:

–        απαιτείται αρχική εκτίμηση των ειδικών αναγκών του αιτούντος άσυλο,

–        δεν είναι διαθέσιμες, σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, οι υλικές συνθήκες υποδοχής οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο,

–        έχουν εξαντληθεί προσωρινά οι συνήθως διαθέσιμες δυνατότητες στέγασης,

–        ο αιτών άσυλο τελεί υπό κράτηση ή υπό περιορισμό σε συνοριακό φυλάκιο.

Αυτές οι διαφορετικές συνθήκες καλύπτουν σε κάθε περίπτωση τις βασικές ανάγκες.»

9        Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Κατά τη μεταφορά των διατάξεων του κεφαλαίου ΙΙ περί υλικών συνθηκών υποδοχής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην εθνική νομοθεσία, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά και τα πρόσωπα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας.»

10      Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Το απώτερο συμφέρον του παιδιού αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας σχετικά με τους ανηλίκους.»

 Το βελγικό δίκαιο

11      Οι διατάξεις της οδηγίας 2003/9 μεταφέρθηκαν με τον νόμο της 12ης Ιανουαρίου 2007 περί υποδοχής των αιτούντων άσυλο και αλλοδαπών ορισμένων άλλων κατηγοριών (Belgisch Staatsblad, 7 Μαΐου 2007, σ. 24027, στο εξής: νόμος περί υποδοχής).

12      Το άρθρο 3 του νόμου περί υποδοχής ορίζει:

«Κάθε αιτών άσυλο έχει δικαίωμα υποδοχής η οποία πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα να διάγει βίο συνάδοντα με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Ως υποδοχή νοείται η υλική βοήθεια που παρέχεται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο ή η κοινωνική αρωγή που παρέχεται από τα δημόσια κέντρα κοινωνικής δράσεως σύμφωνα με τον οργανικό νόμο της 8ης Ιουλίου 1976 περί των δημοσίων κέντρων κοινωνικής δράσεως [(Belgisch Staatsblad, 5 Αυγούστου 1976, σ. 9876)].»

13      Κατά το άρθρο 9 του νόμου περί υποδοχής:

«Η υποδοχή υπό την έννοια του άρθρου 3 παρέχεται από τη δομή υποδοχής ή το δημόσιο κέντρο κοινωνικής δράσεως που καθορίστηκε ως υποχρεωτικός τόπος εγγραφής, μη θιγομένης της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, ή του άρθρου 13.»

14      Κατά το άρθρο 10 του εν λόγω νόμου, η Fedasil καθορίζει στους αλλοδαπούς υποχρεωτικό τόπο εγγραφής.

15      Βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του νόμου περί υποδοχής, κατά τον καθορισμό υποχρεωτικού τόπου εγγραφής, η Fedasil φροντίζει ώστε ο τόπος αυτός να είναι προσαρμοσμένος στον δικαιούχο υποδοχής, και τούτο εντός των ορίων των διαθεσίμων θέσεων. Η αξιολόγηση του προσαρμοσμένου χαρακτήρα του τόπου αυτού στηρίζεται ιδίως σε κριτήρια όπως η σύνθεση της οικογένειας του δικαιούχου υποδοχής, η κατάσταση της υγείας του, η από αυτόν γνώση μιας από τις εθνικές γλώσσες ή της γλώσσας διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Fedasil αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των ευάλωτων προσώπων τα οποία αφορά το άρθρο 36 του νόμου αυτού. Σε ιδιαίτερες περιστάσεις, η Fedasil δύναται να παρεκκλίνει από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, μη καθορίζοντας υποχρεωτικό τόπο εγγραφής.

16      Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, του νόμου περί υποδοχής, σε εξαιρετικές περιστάσεις που συνδέονται με την ύπαρξη διαθέσιμων θέσεων στις δομές υποδοχής, η Fedasil δύναται, μετά από απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, βάσει εκθέσεως της ίδιας, κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος που καθορίζει η Fedasil, είτε να μεταβάλει τον υποχρεωτικό τόπο εγγραφής αιτούντος άσυλο, κατά το μέρος που ο τόπος αυτός αφορά μια δομή υποδοχής, για να καθορίσει ένα δημόσιο κέντρο κοινωνικής δράσεως, είτε, ως έσχατο μέτρο, να καθορίσει σε αιτούντα άσυλο ένα τέτοιο κέντρο ως υποχρεωτικό τόπο εγγραφής.  

17      Κατά το άρθρο 1 του οργανικού νόμου της 8ης Ιουλίου 1976 περί των δημοσίων κέντρων κοινωνικής δράσεως, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα κοινωνικής αρωγής. Οι αλλοδαποί κατ’ αρχήν απολαύουν του δικαιώματος κοινωνικής αρωγής που προβλέπεται στο άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, αρκεί να έχουν νόμιμη διαμονή στην ημεδαπή.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Στις 11 Οκτωβρίου 2010 η οικογένεια Saciri υπέβαλε στο Γραφείο αλλοδαπών αίτηση ασύλου και αμέσως μετά υπέβαλε στη Fedasil αίτηση υποδοχής.

19      Αυθημερόν, η Fedasil πληροφόρησε την οικογένεια Saciri ότι είναι αδύνατον να καθορίσει δομή υποδοχής και κατηύθυνε την οικογένεια αυτή στο αρμόδιο OCMW.

20      Δεδομένου ότι δεν της προσφέρθηκε κατάλυμα, η οικογένεια Saciri στράφηκε στην ιδιωτική αγορά μισθώσεως κατοικίας, αλλά, ελλείψει δυνατότητας καταβολής των μισθωμάτων, υπέβαλε στο OCMW αίτηση οικονομικής βοήθειας.

21      Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από το OCMW, με την αιτιολογία ότι η οικογένεια Saciri υπάγεται στις δομές υποδοχής που διαχειρίζεται η Fedasil.

22      Στις 10 Δεκεμβρίου 2010 η οικογένεια Saciri κατέθεσε ενώπιον του arbeidsrechtbank te Leuven αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της Fedasil και του OCMW.

23      Με απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2011, το arbeidsrechtbank te Leuven υποχρέωσε τη Fedasil και το OCMW, αντιστοίχως, να παράσχουν υπηρεσίες υποδοχής στην οικογένεια Saciri και να της καταβάλουν ένα ποσό ως οικονομικό βοήθημα.

24      Στις 21 Ιανουαρίου 2011 η Fedasil έθεσε τους ενδιαφερόμενους σε κέντρο υποδοχής αιτούντων άσυλο.

25      Με δύο αγωγές της 14ης Δεκεμβρίου 2010 και 7ης Ιανουαρίου 2011, η οικογένεια Saciri ενήγαγε τη Fedasil και το OCMW ενώπιον του arbeidsrechtbank te Leuven.

26      Με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2011, το δικαστήριο αυτό κήρυξε αβάσιμη την αγωγή κατά του OCMW, αλλά υποχρέωσε τη Fedasil να καταβάλει στην οικογένεια Saciri το ποσό των 2 961,27 ευρώ, δηλαδή το ισόποσο τριμηνιαίου εισοδήματος εντάξεως προσώπου το οποίο συντηρεί οικογένεια.

27      Η Fedasil άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση κατά της αποφάσεως αυτής. Η οικογένεια Saciri άσκησε αντέφεση και ζήτησε να υποχρεωθούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Fedasil και το OCMW να καταβάλουν το ισόποσο του εισοδήματος εντάξεως για ολόκληρο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η οικογένεια αυτή δεν έτυχε υποδοχής.

28      Το arbeidshof te Brussel εξέθεσε ότι, σε περίπτωση κορεσμού του δικτύου υποδοχής των αιτούντων άσυλο, ούτε ο νόμος περί υποδοχής ούτε άλλος εθνικός μηχανισμός προβλέπουν ιδιαίτερο καθεστώς το οποίο παρέχει στους αιτούντες άσυλο που δεν μπορούν να τύχουν υποδοχής από τη Fedasil τη δυνατότητα να τύχουν, εντός εύλογης προθεσμίας, υποδοχής που ικανοποιεί τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/9.

29      Το δικαστήριο αυτό διευκρίνισε ότι, όταν η Fedasil αποφασίζει να μην καθορίσει τόπο υποδοχής, οι αιτούντες άσυλο λαμβάνουν κοινωνική αρωγή της οποίας όμως το ποσό δεν δύναται να τους διασφαλίσει στέγη, παρά μόνο προσωρινά.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το arbeidshof te Brussel αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)   Όταν κράτος μέλος επιλέγει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/9 […], να παράσχει υλική στήριξη υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος, εξακολουθεί το κράτος μέλος να έχει την ευθύνη να φροντίσει ώστε ο υποψήφιος αιτών άσυλο να μπορεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να τύχει των προβλεπόμενων από την [εν λόγω] οδηγία ελάχιστων μέτρων προστασίας, όπως αυτά προβλέπονται στα άρθρα της 13, παράγραφοι 1 και 2, και 14, παράγραφοι 1, 3, 5 και 8;

2)     Πρέπει το οικονομικό βοήθημα που προβλέπεται από το άρθρο 13, παράγραφος 5, της οδηγίας [2003/9] να χορηγείται από την ημερομηνία της αιτήσεως ασύλου και της αιτήσεως υποδοχής ή από την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας [αυτής], ή ακόμη από άλλη ημερομηνία; Πρέπει το οικονομικό βοήθημα να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να παρέχει στους αιτούντες άσυλο, σε περίπτωση μη προσφοράς υλικών συνθηκών υποδοχής από το κράτος μέλος ή από οργανισμό που καθορίστηκε από το κράτος μέλος, τη δυνατότητα να διασφαλίσουν ανά πάσα στιγμή οι ίδιοι τη στέγασή τους, εν ανάγκη μέσω διαμονής σε ξενοδοχείο, αναμένοντας να τους προσφερθεί σταθερό κατάλυμα ή να μπορέσουν να βρουν οι ίδιοι ένα πιο οριστικό κατάλυμα;

3)     Είναι συμβατό με την οδηγία [2003/9] το να παρέχει κράτος μέλος τις υλικές συνθήκες υποδοχής μόνο στο μέτρο που οι υπάρχουσες δομές υποδοχής που έχουν οργανωθεί από το κράτος μπορούν να διασφαλίσουν τη στέγαση αυτή και να παραπέμπει τους αιτούντες άσυλο που δεν βρίσκουν θέση εκεί στην παροχή αρωγής, όπως αυτή είναι διαθέσιμη για όλους τους κατοίκους του κράτους, και τούτο χωρίς να έχουν προβλεφθεί οι αναγκαίοι νομικοί κανόνες και αναγκαίες δομές ώστε φορείς που δεν έχουν συσταθεί από το ίδιο το κράτος να είναι όντως σε θέση να παρέχουν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, αξιοπρεπή υποδοχή στους αιτούντες άσυλο;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

31      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/9 έχει την έννοια ότι, όταν κράτος μέλος έχει επιλέξει να παρέχει υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος τις υλικές συνθήκες υποδοχής, το κράτος αυτό οφείλει να παρέχει το βοήθημα αυτό από το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως ασύλου, διασφαλίζοντας ότι το ποσό του εν λόγω βοηθήματος είναι ικανό να παράσχει στους αιτούντες άσυλο τη δυνατότητα να βρουν στέγη, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 13, παράγραφοι 1 και 2, και 14, παράγραφοι 1, 3, 5 και 8, της οδηγίας αυτής.

32      Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/9, οι υλικές συνθήκες υποδοχής δύνανται να παρασχεθούν σε είδος ή υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων ή με συνδυασμό των μεθόδων αυτών.

33      Πρώτον, όσον αφορά το χρονικό σημείο από το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν τις υλικές συνθήκες υποδοχής, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι, όσον αφορά την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι υλικές συνθήκες υποδοχής πρέπει να παρέχονται στους αιτούντες άσυλο, η περίοδος αυτή αρχίζει όταν οι αιτούντες αυτοί υποβάλουν την αίτησή τους ασύλου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, C‑179/11, Cimade και GISTI, σκέψη 39).

34      Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9 προκύπτει ότι οι αιτούντες άσυλο πρέπει να έχουν πρόσβαση στις υλικές συνθήκες υποδοχής, είτε αυτές παρέχονται σε είδος είτε υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος, όταν αυτοί υποβάλλουν την αίτησή τους ασύλου.

35      Επιπλέον, η όλη οικονομία και ο σκοπός της οδηγίας 2003/9 καθώς και η τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως των απαιτήσεων του άρθρου 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το οποίο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια πρέπει να γίνεται το αντικείμενο σεβασμού και προστασίας, αντιτίθενται στη μη παροχή στον αιτούντα άσυλο, έστω κατά τη διάρκεια προσωρινού χρονικού διαστήματος, μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου, της προστασίας που επιβάλλουν οι ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας αυτής (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Cimade και GISTI, σκέψη 56).

36      Δεύτερον, όσον αφορά το ποσό του χορηγούμενου οικονομικού βοηθήματος, από το άρθρο 13, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/9 προκύπτει ότι, όταν τα κράτη μέλη παρέχουν τις υλικές συνθήκες υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων, το ποσό τους καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο αυτό.

37      Εν προκειμένω, από το άρθρο 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι το ποσό της χορηγούμενης οικονομικής βοήθειας πρέπει να είναι επαρκές για να εξασφαλιστεί βιοτικό επίπεδο κατάλληλο από απόψεως υγείας και ικανό να διασφαλίσει τη συντήρηση των αιτούντων άσυλο.

38      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο ι΄, της οδηγίας 2003/9, ως «υλικές συνθήκες υποδοχής» νοούνται οι συνθήκες υποδοχής που περιλαμβάνουν την παροχή στέγης, τροφής και ρουχισμού, σε είδος ή υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων, καθώς και ένα βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα.

39      Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 7 της ίδιας οδηγίας προκύπτει ότι η οδηγία αυτή σκοπό έχει να θέσει ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο, οι οποίες, κατ’ αρχήν, θα πρέπει να επαρκούν για τη διασφάλιση σε αυτούς αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου και συγκρίσιμων συνθηκών διαβιώσεως σε όλα τα κράτη μέλη.

40      Επομένως, μολονότι το ποσό του χορηγούμενου οικονομικού βοηθήματος καθορίζεται από κάθε κράτος μέλος, παρά ταύτα το ποσό αυτό πρέπει να είναι επαρκές για να εγγυηθεί επίπεδο διαβιώσεως αξιοπρεπές και κατάλληλο από απόψεως υγείας και για να διασφαλίσει τη συντήρηση των αιτούντων άσυλο.

41      Στο πλαίσιο του καθορισμού των υλικών συνθηκών υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος, τα κράτη μέλη έχουν, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/9, την υποχρέωση να προσαρμόζουν τις εν λόγω συνθήκες υποδοχής στην κατάσταση των προσώπων με ιδιαίτερες ανάγκες τα οποία αφορά το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής. Επομένως, το οικονομικό βοήθημα πρέπει να είναι επαρκές για να διαφυλαχθούν η οικογενειακή ενότητα και το απώτερο συμφέρον του τέκνου, το οποίο, βάσει των διατάξεων του άρθρου 18, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, αποτελεί πρωταρχικό μέλημα.

42      Κατά συνέπεια, όταν κράτος μέλος έχει επιλέξει να παράσχει τις υλικές συνθήκες υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος, το βοήθημα αυτό πρέπει να είναι επαρκές για να εγγυηθεί βιοτικό επίπεδο αξιοπρεπές και κατάλληλο από απόψεως υγείας και για να διασφαλίσει τη συντήρηση των αιτούντων άσυλο, παρέχοντάς τους, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να βρουν στέγη, εν ανάγκη στο πλαίσιο της ιδιωτικής αγοράς μισθώσεως κατοικίας.

43      Παρά ταύτα, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/9 δεν δύνανται να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι πρέπει να αφήνεται στους αιτούντες άσυλο η επιλογή καταλύματος κατά το δοκούν.

44      Τρίτον, ως προς το ζήτημα που το αιτούν δικαστήριο έθεσε σχετικά με την υποχρέωση των κρατών μελών, που παρέχουν τις υλικές συνθήκες υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος, να διασφαλίζουν την τήρηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 14, παράγραφοι 1, 3, 5 και 8, της οδηγίας 2003/9 τρόπου παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής, διαπιστώνεται ότι η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού αφορά, κατ’ αρχήν, τους τρόπους στεγάσεως που δύνανται να επιλεγούν από τα κράτη μέλη και περιορίζει την έκταση των κατά το εν λόγω άρθρο υποχρεώσεων στην περίπτωση που τα κράτη μέλη επέλεξαν να παράσχουν σε είδος τις υλικές συνθήκες υποδοχής.

45      Πάντως, μολονότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής δεν έχει εφαρμογή όταν οι υλικές συνθήκες υποδοχής παρέχονται αποκλειστικά υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος, παρά ταύτα το βοήθημα αυτό πρέπει, εν ανάγκη, να παρέχει στα ανήλικα τέκνα των αιτούντων άσυλο τη δυνατότητα να συστεγαστούν με τους γονείς τους, έτσι ώστε να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα, σύμφωνα με τη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως.

46      Κατά συνέπεια, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/9 έχει την έννοια ότι, όταν κράτος μέλος έχει επιλέξει να παράσχει τις υλικές συνθήκες υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων, το βοήθημα αυτό πρέπει να παρέχεται από το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως ασύλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, και να ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις που θέτουν οι διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Το ανωτέρω κράτος μέλος οφείλει να φροντίζει ώστε το συνολικό ποσό του οικονομικού βοηθήματος που καλύπτει τις υλικές συνθήκες υποδοχής να είναι επαρκές για να εγγυηθεί βιοτικό επίπεδο αξιοπρεπές και κατάλληλο από απόψεως υγείας και για να διασφαλίσει τη συντήρηση των αιτούντων άσυλο, παρέχοντάς τους μεταξύ άλλων τη δυνατότητα να βρουν στέγη, λαμβανομένης, εν ανάγκη, υπόψη της διαφυλάξεως του συμφέροντος των προσώπων με ιδιαίτερες ανάγκες, βάσει των διατάξεων του άρθρου 17 της ίδιας οδηγίας. Η παροχή των υλικών συνθηκών υποδοχής που προβλέπονται από το άρθρο 14, παράγραφοι 1, 3, 5 και 8, της οδηγίας 2003/9 δεν επιβάλλεται στα κράτη μέλη όταν αυτά έχουν επιλέξει να παράσχουν τις συνθήκες αυτές μόνον υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος. Παρά ταύτα, το ποσό του βοηθήματος αυτού πρέπει να είναι επαρκές για να παράσχει στα ανήλικα τέκνα τη δυνατότητα να συστεγαστούν με τους γονείς τους, έτσι ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα των αιτούντων άσυλο.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

47      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2003/9 αντιτίθεται στην από τα κράτη μέλη παραπομπή των αιτούντων άσυλο, σε περίπτωση κορεσμού των δομών στεγάσεως που προορίζονται για αυτούς, σε οργανισμούς υπαγόμενους στο σύστημα γενικής δημόσιας αρωγής, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την παροχή της αναγκαίας οικονομικής βοήθειας στους αιτούντες άσυλο.

48      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αν τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να παράσχουν τις υλικές συνθήκες υποδοχής σε είδος, η οδηγία 2003/9 αφήνει σε αυτά τη δυνατότητα να επιλέξουν την παροχή των υλικών συνθηκών υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος. Πάντως, το οικονομικό αυτό βοήθημα πρέπει να είναι επαρκές για να διασφαλιστεί στους αιτούντες άσυλο η ικανοποίηση των βασικών αναγκών τους, περιλαμβανομένου ενός βιοτικού επιπέδου που να είναι αξιοπρεπές και κατάλληλο από απόψεως υγείας.

49      Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη έχουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα μέσα με τα οποία παρέχουν τις υλικές συνθήκες υποδοχής, δύνανται έτσι να προβούν στην καταβολή του οικονομικού βοηθήματος μέσω οργανισμών που υπάγονται στο σύστημα γενικής δημόσιας αρωγής, αρκεί οι οργανισμοί αυτοί να διασφαλίζουν στους αιτούντες άσυλο την τήρηση των ελάχιστων απαιτήσεων της οδηγίας αυτής.

50      Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για την τήρηση, από τους οργανισμούς αυτούς, των ελάχιστων απαιτήσεων για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο, ο δε κορεσμός των δικτύων υποδοχής δεν δύναται να δικαιολογήσει οποιαδήποτε παρέκκλιση από την τήρηση των απαιτήσεων αυτών.

51      Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2003/9 δεν αντιτίθεται στην από τα κράτη μέλη παραπομπή των αιτούντων άσυλο, σε περίπτωση κορεσμού των δομών στεγάσεως που προορίζονται για αυτούς, σε οργανισμούς υπαγόμενους στο σύστημα γενικής δημόσιας αρωγής, αρκεί το σύστημα αυτό να διασφαλίζει στους αιτούντες άσυλο την τήρηση των ελάχιστων απαιτήσεων της οδηγίας αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 13, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, έχει την έννοια ότι, όταν κράτος μέλος έχει επιλέξει να παράσχει τις υλικές συνθήκες υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων, το βοήθημα αυτό πρέπει να παρέχεται από το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως ασύλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, και να ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις που θέτουν οι διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Το ανωτέρω κράτος μέλος οφείλει να φροντίζει ώστε το συνολικό ποσό του οικονομικού βοηθήματος που καλύπτει τις υλικές συνθήκες υποδοχής να είναι επαρκές για να εγγυηθεί βιοτικό επίπεδο αξιοπρεπές και κατάλληλο από απόψεως υγείας και για να διασφαλίσει τη συντήρηση των αιτούντων άσυλο, παρέχοντάς τους μεταξύ άλλων τη δυνατότητα να βρουν στέγη, λαμβανομένης, εν ανάγκη, υπόψη της διαφυλάξεως του συμφέροντος των προσώπων με ιδιαίτερες ανάγκες, βάσει των διατάξεων του άρθρου 17 της ίδιας οδηγίας. Η παροχή των υλικών συνθηκών υποδοχής που προβλέπονται από το άρθρο 14, παράγραφοι 1, 3, 5 και 8, της οδηγίας 2003/9 δεν επιβάλλεται στα κράτη μέλη όταν αυτά έχουν επιλέξει να παράσχουν τις συνθήκες αυτές μόνον υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος. Παρά ταύτα, το ποσό του βοηθήματος αυτού πρέπει να είναι επαρκές για να παράσχει στα ανήλικα τέκνα τη δυνατότητα να συστεγαστούν με τους γονείς τους, έτσι ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα των αιτούντων άσυλο.

2)      Η οδηγία 2003/9 δεν αντιτίθεται στην από τα κράτη μέλη παραπομπή των αιτούντων άσυλο, σε περίπτωση κορεσμού των δομών στεγάσεως που προορίζονται για αυτούς, σε οργανισμούς υπαγόμενους στο σύστημα γενικής δημόσιας αρωγής, αρκεί το σύστημα αυτό να διασφαλίζει στους αιτούντες άσυλο την τήρηση των ελάχιστων απαιτήσεων της οδηγίας αυτής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.