Language of document : ECLI:EU:T:2009:339

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2009

Υπόθεση T-271/08 P

Stanislava Boudova κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Μόνιμοι υπάλληλοι – Πρώην επικουρικοί υπάλληλοι – Διορισμός – Κατάταξη σε βαθμό – Διαγωνισμοί δημοσιευθέντες πριν την έναρξη της ισχύος του νέου ΚΥΚ – Ανακατάταξη, εκ μέρους άλλου οργάνου, των υπαλλήλων του – Άρνηση ανακατατάξεως – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη μη επιδεκτική προσφυγής – Επιβεβαιωτική πράξη – Απουσία νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών – Μη ύπαρξη συγγνωστής πλάνης – Απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 21ης Απριλίου 2008, F‑78/07, Boudova κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Οι Stanislava Boudova, Iveta Adovica, Juraj Kuba, Heinrihs Puciriuss, Agnieszka Strzelecka, Izabela Szyprowska, Timea Tibai και Birute Vaituleviciene φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Εκπρόθεσμη άσκηση – Έναρξη νέας προθεσμίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Μέτρα τα οποία λαμβάνει θεσμικό όργανο υπέρ ορισμένης ομάδας προσώπων χωρίς να έχει νομική υποχρέωση προς τούτο

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Παραδεκτό – Νομικά ζητήματα

1.      Απόφαση η οποία δεν προσβλήθηκε από τον αποδέκτη της εντός της προβλεπομένης προθεσμίας καθίσταται απρόσβλητη έναντι αυτού. Εντούτοις, η επέλευση νέων και ουσιωδών περιστατικών μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήσεως για επανεξέταση προγενέστερης αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη.

Υπάλληλος ο οποίος παρέλειψε να προσβάλει, εντός των προθεσμιών που τάσσει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), την αρχική κατάταξή του σε βαθμό δεν μπορεί εγκύρως να υποβάλει αίτηση ανακατατάξεως με μοναδική αιτιολογία ότι έλαβε γνώση της ακριβούς εκτάσεως των δικαιωμάτων του μόνον μετά τη δημοσίευση αποφάσεως του κοινοτικού δικαστή που εκδόθηκε σε υπόθεση στην οποία ο υπάλληλος αυτός δεν ήταν διάδικος και η οποία απόφαση ακύρωσε πράξη που δεν τον αφορούσε άμεσα.

Κατά μείζονα λόγο, υπάλληλος ο οποίος δεν αμφισβήτησε, εντός των προθεσμιών που τάσσει ο ΚΥΚ, την απόφαση περί της αρχικής κατατάξεώς του σε βαθμό δεν μπορεί, προς δικαιολόγηση της υποβολής αιτήσεως για επανεξέταση της κατατάξεώς του, να επικαλεστεί, ως νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, το γεγονός ότι έλαβε γνώση της ακριβούς εκτάσεως των δικαιωμάτων του μόνον κατόπιν της εκδόσεως, εκ μέρους οργάνου άλλου από εκείνο στο οποίο υπηρετεί, αποφάσεως η οποία δεν τον αφορούσε άμεσα.

(βλ. σκέψεις 38, 47 και 48)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 21 Φεβρουαρίου 1974, 15/73 έως 33/73, 52/73, 53/73, 57/73 έως 109/73, 116/73, 117/73, 123/73, 132/73 και 135/73 έως 137/73, Kortner κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., Συλλογή τόμος 1974, σ. 107, σκέψεις 36 έως 40· ΔΕΚ, 26 Σεπτεμβρίου 1985, 231/84, Valentini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 327, σκέψη 14· ΔΕΚ, 8 Μαρτίου 1988, 125/87, Brown κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1988, σ. 1619, σκέψη 13· ΠΕΚ, 24 Μαρτίου 1998, T‑232/97, Becret-Danieau κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑157 και II‑495, σκέψεις 43 και 44· ΠΕΚ, 24 Μαρτίου 1998, T‑181/97, Meyer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑151 και II‑481, σκέψεις 36 και 37· ΠΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 2001, T‑186/98, Inpesca κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑557, σκέψεις 40 και 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΠΕΚ, 13 Δεκεμβρίου 2002, T‑112/02, Van Dyck κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑317 και II‑1527, σκέψη 63

2.      Προς τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αν ένα όργανο αποφασίσει να επανεξετάσει την αρχική κατάταξη σε βαθμό μιας κατηγορίας των υπαλλήλων του, οφείλει, αν δεν υφίσταται αντικειμενική δικαιολογία για τυχόν διαφοροποιημένη μεταχείριση, να επανεξετάσει, κατόπιν αιτήσεώς τους, την αρχική κατάταξη των λοιπών υπαλλήλων του που βρίσκονταν στην ίδια ή σε συγκρίσιμη κατάσταση. Η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί στην εξασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ υπαλλήλων του αυτού οργάνου οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια ή σε συγκρίσιμη κατάσταση έναντι μέτρων που λαμβάνει το όργανο αυτό με δική του πρωτοβουλία και τα οποία δεν του επιβάλλονται από εκ του ΚΥΚ απορρέουσα υποχρέωση.

Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η επίκληση μέτρων τα οποία λαμβάνει ένα θεσμικό όργανο εν απουσία νομικής υποχρεώσεως απορρέουσας από τον ΚΥΚ προς στήριξη λόγου αντλούμενου από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως έναντι άλλου θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 51 έως 53)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Ιανουαρίου 1990, C‑193/87 και C‑194/87, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1990, σ. I‑95, σκέψεις 26 και 27· ΔΕΚ, 11 Ιανουαρίου 2001, C‑389/98 P, Gevaert κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑65, σκέψεις 54 έως 58· ΠΕΚ, 28 Οκτωβρίου 2004, T‑219/92 και T‑337/02, Lutz Herrera κατά Επιτροπή, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑319 και II‑1407, σκέψη 110

3.      Στον τομέα των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής, η έννοια της συγγνωστής πλάνης αναφέρεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες, ιδίως, το οικείο κοινοτικό όργανο ακολούθησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη επιδεικνύοντα τη συνήθη επιμέλεια που απαιτείται από πρόσωπο έχοντα τη συνήθη ενημέρωση. Το κατά πόσον η συμπεριφορά που ακολούθησε το οικείο όργανο ήταν ικανή να προκαλέσει συγγνωστή πλάνη στον αντίδικο συνιστά νομικό ζήτημα, το οποίο μπορεί, συνεπώς, να τεθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

(βλ. σκέψεις 71 και 73)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Μαΐου 2003, C‑193/01 P, Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, Συλλογή 2003, σ. I‑4837, σκέψεις 24 έως 29· ΠΕΚ, 10 Ιουνίου 2008, Bligny κατά Επιτροπής, T‑127/07 P, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 42 έως 48