Language of document : ECLI:EU:T:2014:160

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 27ης Μαρτίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά υαλοπινάκων αυτοκινήτων — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Συμφωνίες καταμερισμού των αγορών και ανταλλαγή εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Πρόστιμα — Αναδρομική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων του 2006 — Αξία των πωλήσεων — Υποτροπή — Ποσό προσαυξήσεως — Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς — Ανώτατο όριο του προστίμου — Ενοποιημένος κύκλος εργασιών του ομίλου»

Στις υποθέσεις T‑56/09 και T‑73/09,

Saint-Gobain Glass France SA, με έδρα την Courbevoie (Γαλλία),

Saint-Gobain Sekurit Deutschland GmbH & Co. KG, με έδρα το Aix-la-Chapelle (Γερμανία),

Saint-Gobain Sekurit France SAS, με έδρα την Thourotte (Γαλλία),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τους B. van de Walle de Ghelcke, B. Meyring, E. Venot και M. Guillaumond, στη συνέχεια, από τους B. van de Walle de Ghelcke, B. Meyring και E. Venot, δικηγόρους,

προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑56/09,

Compagnie de Saint-Gobain SA, με έδρα την Courbevoie, εκπροσωπούμενη από τους P. Hubert και E. Durand, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑73/09,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους A. Bouquet, F. Castillo de la Torre, M. Kellerbauer και N. von Lingen, στη συνέχεια, από τους A. Bouquet, F. Castillo de la Torre, M. Kellerbauer και F. Ronkes Agerbeek,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους E. Karlsson και F. Florindo Gijón,

παρεμβαίνον στην υπόθεση T‑56/09,

με αντικείμενο προσφυγές ακυρώσεως κατά της αποφάσεως C(2008) 6815 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (COMP/39.125 — Κρύσταλλα αυτοκινήτων), όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση C(2009) 863 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2009, και με την απόφαση C(2013) 1118 τελικό, της 28ης Φεβρουαρίου 2013, καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες, καθώς και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως κατά το μέρος με το οποίο επιβάλλεται πρόστιμο στις προσφεύγουσες ή, επικουρικότερον, αιτήματα μειώσεως του ποσού αυτού του προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι παρούσες προσφυγές ασκήθηκαν με σκοπό την ακύρωση της αποφάσεως C(2008) 6815 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (COMP/39.125 — Κρύσταλλα αυτοκινήτων) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 173, σ. 13). Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ορισμένες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι προσφεύγουσες, είχαν παραβεί τις διατάξεις αυτές μετέχοντας, σε διάφορα χρονικά διαστήματα μεταξύ του Μαρτίου 1998 και του Μαρτίου 2003, σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτων στον ΕΟΧ (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

2        Η Saint-Gobain Glass France SA, η Saint-Gobain Sekurit Deutschland GmbH & Co. KG και η Saint-Gobain Sekurit France SAS (στο εξής, από κοινού: Saint‑Gobain), προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑56/09, είναι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, μεταποίηση και διανομή υλικών, όπως οι υαλοπίνακες αυτοκινήτων. Είναι θυγατρικές, σε ποσοστό 100 %, της Compagnie de Saint-Gobain SA (στο εξής: Compagnie), προσφεύγουσας στην υπόθεση T‑73/09. Η Pilkington Group Ltd συγκεντρώνει στους κόλπους της, μεταξύ άλλων, τις εταιρίες Pilkington Automotive Ltd, Pilkington Automotive Deutschland GmbH, Pilkington Holding GmbH και Pilkington Italia SpA (στο εξής, από κοινού: Pilkington). Η Pilkington, η οποία έχει επίσης ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (υπόθεση T‑72/09), είναι μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς υαλοπινάκων και προϊόντων υαλοφράξεως στον κόσμο, ιδιαιτέρως στον τομέα των αυτοκινήτων. Η Soliver NV, η οποία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της ίδιας αποφάσεως (υπόθεση T‑68/09), είναι μικρότερου μεγέθους παραγωγός υαλοπινάκων, που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα των αυτοκινήτων.

3        Η Asahi Glass Co. Ltd (στο εξής: Asahi) είναι παραγωγός υαλοπινάκων, χημικών προϊόντων και ηλεκτρονικών συστατικών, με έδρα την Ιαπωνία. Η Asahi κατέχει όλες τις μετοχές της βελγικής επιχείρησης υαλουργίας Glaverbel SA/NV, η οποία κατέχει το 100 % της AGC Automotive France (στο εξής: AGC). Η AGC έφερε, πριν την 1η Ιανουαρίου 2004, την εταιρική επωνυμία Splintex Europe SA (στο εξής: Splintex). Η Asahi, μία εκ των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής.

4        Η έρευνα που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως κινήθηκε κατόπιν της κοινοποιήσεως στην Επιτροπή εγγράφων από Γερμανό δικηγόρο ως εκπρόσωπο ανωνύμου πελάτη τα οποία περιείχαν πληροφορίες σχετικά με συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές διαφόρων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και διανομή υαλοπινάκων αυτοκινήτων.

5        Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 2005, η Επιτροπή πραγματοποίησε ελέγχους στην έδρα των προσφευγουσών καθώς και στην έδρα της Pilkington, της Soliver και της AGC. Η Επιτροπή κατάσχεσε διάφορα έγγραφα και αρχεία επ’ ευκαιρία των ελέγχων αυτών.

6        Κατόπιν των εν λόγω ελέγχων, η Asahi και η Glaverbel καθώς και οι θυγατρικές τους τις οποίες αφορούσε η έρευνα (στο εξής, από κοινού: αιτούσα επιεική μεταχείριση) υπέβαλαν αίτημα περί μη επιβολής ή, άλλως, περί μειώσεως του προστίμου, δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002). Η αίτηση μη επιβολής προστίμου υπό όρους απορρίφθηκε από την Επιτροπή στις 19 Ιουλίου 2006, ωστόσο η τελευταία πληροφόρησε την αιτούσα επιεική μεταχείριση ότι σκόπευε να της επιβάλει πρόστιμο μειωμένο κατά 30 και 50 % σε σχέση με το ποσό του προστίμου που θα έπρεπε κανονικά να της επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 26 της ανακοίνωσης περί συνεργασίας του 2002.

7        Μεταξύ της 26ης Ιανουαρίου 2006 και της 2ας Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή απηύθυνε στις προσφεύγουσες καθώς και στις Pilkington, Soliver, Asahi, Glaverbel και AGC αρκετές γραπτές αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1). Οι ως άνω επιχειρήσεις απάντησαν σε αυτές τις αιτήσεις.

8        Εξάλλου, η Επιτροπή απηύθυνε, με την ίδια νομική βάση, γραπτές αιτήσεις παροχής πληροφοριών σε διάφορους κατασκευαστές αυτοκινήτων, σε Ιταλό κατασκευαστή αυτοκινήτων καθώς και σε δύο επαγγελματικές ενώσεις της βιομηχανίας της υαλουργίας, οι οποίοι επίσης έδωσαν απαντήσεις.

9        Στις 18 Απριλίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με ενιαία και διαρκή παράβαση που συνίστατο σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτων, προς τον σκοπό της κατανομής της αναθέσεως συμβάσεων προμήθειας υαλοπινάκων αυτοκινήτων με τους κατασκευαστές αυτοκινήτων. Αυτή η ανακοίνωση αιτιάσεων επιδόθηκε στις προσφεύγουσες καθώς και στις Pilkington, Soliver, Asahi, Glaverbel και AGC. Κάθε μία από τις επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτες αυτής της ανακοινώσεως αιτιάσεων είχε πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως και κλήθηκε από την Επιτροπή να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2007 πραγματοποιήθηκε στην Επιτροπή ακρόαση στην οποία συμμετείχε το σύνολο των ως άνω αποδεκτών.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

10      Η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 12 Νοεμβρίου 2008. Μεταξύ άλλων διαπίστωσε ότι η Saint-Gobain και η Compagnie είχαν συμμετάσχει στις προαναφερθείσες στη σκέψη 1 συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές από τις 10 Μαρτίου 1998 έως τις 11 Μαρτίου 2003 (άρθρο 1, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως) και επέβαλε αρχικώς σ’ αυτές «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» πρόστιμο ύψους 896 εκατομμυρίων ευρώ (άρθρο 2, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Η αιτούσα επιεική μεταχείριση, της οποίας η συμμετοχή στην παράβαση έγινε δεκτή για το χρονικό διάστημα από τις 18 Μαΐου 1998 έως τις 11 Μαρτίου 2003, καταδικάστηκε σε πρόστιμο ύψους 113,5 εκατομμυρίων ευρώ (άρθρο 1, στοιχείο α΄, και άρθρο 2, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Σχετικά με την Pilkington, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η επιχείρηση αυτή συμμετείχε στις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές από τις 10 Μαρτίου 1998 έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2002 (άρθρο 1, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Της επέβαλε αρχικώς πρόστιμο ύψους 370 εκατομμυρίων ευρώ (άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Σχετικά, τέλος, με τη Soliver, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η επιχείρηση αυτή συμμετείχε στην παράβαση από τις 19 Νοεμβρίου 2001 έως τις 11 Μαρτίου 2003 [άρθρο 1, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως]. Της επέβαλε πρόστιμο ύψους 4 396 000 ευρώ [άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως].

14      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκκινεί από τη διαπίστωση ότι τα χαρακτηριστικά της αγοράς των υαλοπινάκων αυτοκινήτων, δηλαδή μεταξύ άλλων οι σημαντικές τεχνικές απαιτήσεις καθώς και ο αυξημένος βαθμός καινοτομίας, ευνοούν τους κάθετα διαρθρωμένους, διεθνούς εμβέλειας, προμηθευτές. Η AGC, η Pilkington και η Saint-Gobain συγκαταλέγονται μεταξύ των σπουδαιότερων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτων σε παγκόσμια κλίμακα και κάλυπταν συνολικά, κατά τον κρίσιμο χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, περίπου το 76 % της παγκόσμιας ζήτησης υαλοπινάκων που προορίζονταν για την αγορά της πρώτης τοποθετήσεως (τοποθέτηση των υαλοπινάκων αυτοκινήτων στο εργοστάσιο, κατά τον χρόνο συναρμολογήσεως του οχήματος). Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ένα σημαντικό όγκο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών και των κρατών μελών της ΕΖΕΣ που αποτελούν μέρος του ΕΟΧ στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτων. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, κατά την Επιτροπή, διαπραγματεύονταν, εξάλλου, τις συμβάσεις αγοράς για την προμήθεια υαλοπινάκων αυτοκινήτων στο πλαίσιο του ΕΟΧ.

15      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι προμηθευτές υαλοπινάκων αυτοκινήτων τους οποίους αφορούσε η έρευνα της Επιτροπής διατήρησαν τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς που κατείχαν καθ’ όλο το διάστημα που διαρκούσε η παράβαση, όχι μόνο «ανά όχημα», δηλαδή βάσει του αριθμού πωλήσεων κατά μοντέλο οχήματος, αλλά επίσης βάσει του συνολικού αριθμού οχημάτων ανεξαρτήτως μοντέλου.

16      Συναφώς, η Pilkington, η Saint-Gobain και η AGC είχαν, κατά την Επιτροπή, συμμετάσχει σε τριμερείς συσκέψεις, οι οποίες είχαν μερικές φορές την ονομασία «συσκέψεις του ομίλου». Οι συσκέψεις αυτές, που οργανώνονταν εκ περιτροπής από κάθε μία από τις επιχειρήσεις αυτές, ελάμβαναν χώρα σε ξενοδοχεία διαφόρων πόλεων στην Ευρώπη, σε ιδιωτικές κατοικίες εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές, καθώς και στην έδρα της επαγγελματικής ενώσεως Ευρωπαϊκός Όμιλος παραγωγών επίπεδου γυαλιού (GEPVP) και της Associazione nazionale degli industriali del vetro (Assovetro) (εθνική ένωση βιομηχανικής υαλουργίας).

17      Συσκέψεις ή διμερείς συμβάσεις οργανώθηκαν επίσης μεταξύ των ανταγωνιστών αυτών, προκειμένου να γίνει συζήτηση για την προμήθεια υαλοφράξεως αυτοκινήτων για τα σημερινά ή μελλοντικά μοντέλα οχημάτων. Οι διάφορες αυτές επαφές ή συσκέψεις σχετίζονταν με την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των μεριδίων αγοράς, την κατανομή των παραδόσεων υαλοπινάκων αυτοκινήτων στους κατασκευαστές και την ανταλλαγή πληροφοριών για τις τιμές καθώς και την ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών και το συντονισμό στρατηγικής των διαφόρων αυτών ανταγωνιστών ως προς την τιμολόγηση και τον εφοδιασμό της πελατείας.

18      Η πρώτη από αυτές τις διμερείς συσκέψεις στην οποία, κατά την Επιτροπή είχαν συμμετάσχει η Saint-Gobain και η Pilkington, πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαρτίου 1998 στο ξενοδοχείο Hyatt Regency του αεροδρομίου Charles-de-Gaulle στο Παρίσι (Γαλλία). Η πρώτη τριμερής σύσκεψη πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1998 στο Königswinter (Γερμανία), στην ιδιωτική κατοικία του υπευθύνου μεγάλων πελατών της Splintex (AGC). Των συσκέψεων αυτών προηγούνταν διερευνητικές επαφές μεταξύ της Saint-Gobain και της Pilkington, από το έτος 1997, με αντικείμενο την τεχνική εναρμόνιση της παραγόμενης από αυτές τις επιχειρήσεις επιχρωματισμένης υαλοφράξεως, σχετικά με το χρώμα, το πάχος και τη μετάδοση του φωτός. Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν συμπεριέλαβε τις επαφές αυτές στην επίδικη σύμπραξη, δεδομένου ότι αφορούσαν κατ’ ουσίαν, κατά την Επιτροπή, ένα προηγμένο στάδιο στην αλυσίδα παραγωγής επιπέδου γυαλιού, πριν από τη μετατροπή του σε υαλοπίνακα αυτοκινήτων.

19      Η Επιτροπή προσδιορίζει στην προσβαλλόμενη απόφαση περίπου 90 συσκέψεις και επαφές από την άνοιξη του 1998 έως το Μάρτιο 2003. Η τελευταία τριμερής επαφή έλαβε χώρα, κατά την Επιτροπή στις 21 Ιανουαρίου 2003, ενώ η τελευταία διμερής σύσκεψη πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου 2003, μεταξύ της Saint-Gobain και της AGC. Οι συμμετέχοντες κατέφευγαν σε συντομογραφίες ή σε κωδικά ονόματα για να ταυτοποιούνται κατά τη διάρκεια των συσκέψεων και επαφών.

20      Η συμμετοχή της Soliver στη σύμπραξη είχε αρχίσει, κατά την Επιτροπή, μόλις στις 19 Νοεμβρίου 2001 και εξακολούθησε έως τις 11 Μαρτίου 2003. Η Soliver προσεγγίστηκε από τη Saint-Gobain από το έτος 2000 προκειμένου να συμμετάσχει στην επίδικη σύμπραξη. Οι αρχικώς συμμετέχοντες στη σύμπραξη, εν προκειμένω η Saint-Gobain, η Pilkington και η AGC, είχαν εκμεταλλευθεί, για τον σκοπό αυτό, την εξάρτηση της Soliver από τους προμηθευτές πρώτης ύλης, καθώς η Soliver δεν παράγει επίπεδο γυαλί το οποίο είναι αναγκαίο για την παραγωγή υαλοφράξεως αυτοκινήτων.

21      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνολικός σχεδιασμός της συμπράξεως συνίστατο σε κατανομή των παραδόσεων υαλοπινάκων αυτοκινήτων μεταξύ των συμμετεχόντων στη σύμπραξη, τόσο ως προς τις υφιστάμενες συμβάσεις προμήθειας όσο και ως προς τις νέες συμβάσεις. Το σχέδιο αυτό είχε ως σκοπό, κατά την Επιτροπή, να εγγυηθεί τη σταθερότητα των μεριδίων αγοράς αυτών των συμμετεχόντων. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, οι συμμετέχοντες, κατά τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 16 έως 20 συσκέψεις και επαφές, είχαν ανταλλάξει πληροφορίες επί των τιμών καθώς και άλλα ευαίσθητα δεδομένα. Είχαν, επιπλέον, κατά την Επιτροπή, συντονίσει την πολιτική τους σχετικά με τον καθορισμό των τιμών και τον εφοδιασμό της πελατείας. Ειδικότερα, πραγματοποιήθηκε διαβούλευση σχετικά με τις απαντήσεις στις προτάσεις τιμών που υπέβαλαν οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, με τρόπο ώστε να επηρεαστεί η επιλογή τους σχετικά με τον προμηθευτή υαλοπινάκων, ή τους προμηθευτές σε περίπτωση πολλαπλού εφοδιασμού. Κατά την Επιτροπή, οι συμμετέχοντες διέθεταν, προς τον σκοπό αυτό, δύο τρόπους για να ευνοήσουν την ανάθεση συμβάσεως προμήθειας στον προκαθορισμένο παραγωγό, δηλαδή είτε να μην υποβάλει προσφορά είτε να υποβάλει εικονική προσφορά, δηλαδή προσφορά με τιμή υψηλότερη από αυτή που υπέβαλε ο προκαθορισμένος παραγωγός. Διορθωτικά μέτρα, υπό μορφή αποζημιώσεων χορηγουμένων σε ένα ή περισσότερους συμμετέχοντες, αποφασίζονταν, κατά την Επιτροπή, εφόσον αυτό κρινόταν αναγκαίο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η συνολική κατάσταση της προσφοράς υαλοπινάκων αυτοκινήτων στον ΕΟΧ παραμένει εντός των ορίων της συμφωνηθείσας κατανομής. Αν τα διορθωτικά μέτρα επηρέαζαν τις τρέχουσες συμβάσεις προμήθειας, η διαδικασία που ακολουθούσαν οι ανταγωνιστές για να εξισορροπήσουν τα μερίδια αγοράς συνίστατο, κατά την Επιτροπή, στην ενημέρωση των κατασκευαστών αυτοκινήτων ότι ένα τεχνικό πρόβλημα ή μία έλλειψη πρώτων υλών διατάρασσε την παράδοση των παραγγελθέντων υαλοπινάκων και στην προς αυτούς υπόδειξη να προσφύγουν σε αντικαταστάτη προμηθευτή.

22      Εξάλλου, για να διατηρήσουν τη συμφωνηθείσα κατανομή των συμβάσεων, οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν καταλήξει επανειλημμένως σε συμφωνία, για μειώσεις τιμών προς τους κατασκευαστές αυτοκινήτων με βάση την επιτευχθείσα αύξηση παραγωγικότητας, ή ακόμη για ενδεχόμενες αυξήσεις τιμών σε μοντέλα οχημάτων των οποίων το επίπεδο παραγωγής ήταν χαμηλότερο των προβλέψεων. Κατά την Επιτροπή, είχαν συμφωνήσει επίσης, ενδεχομένως, να περιορίσουν τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με το πραγματικό κόστος παραγωγής στους κατασκευαστές αυτοκινήτων, προκειμένου να αποφύγουν τα πολύ συχνά αιτήματά τους περί μειώσεως τιμών.

23      Η διαβούλευση σχετικά με τη σταθερότητα των μεριδίων αγοράς ήταν εφικτή, μεταξύ άλλων, λόγω της διαφάνειας της αγοράς προμήθειας υαλοπινάκων αυτοκινήτων. Κατά την Επιτροπή, η εξέλιξη των μεριδίων αγοράς είχε υπολογιστεί βάσει του κόστους παραγωγής και των προβλέψεων σχετικά με τις πωλήσεις, λαμβανομένων υπόψη και των υφισταμένων συμβάσεων προμήθειας.

24      Η Επιτροπή επισημαίνει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αιτούσα επιεική μεταχείριση επιβεβαίωσε ότι το αργότερο από το έτος 1998 αντιπρόσωποι της Splintex συμμετείχαν, με ορισμένους ανταγωνιστές, σε παράνομες από τη σκοπιά του δικαίου του ανταγωνισμού δραστηριότητες. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η έλλειψη αντικρούσεως εκ μέρους της Saint-Gobain του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων θα έπρεπε να γίνει δεκτή ως αποδοχή, από την επιχείρηση αυτή, της περιγραφής του περιεχομένου των επίδικων συσκέψεων και επαφών στην οποία προέβη η Επιτροπή.

25      Τέλος, κατά την Επιτροπή, η Pilkington, η Saint-Gobain και η AGC είχαν συμφωνήσει, κατά τη σύσκεψη της 6ης Δεκεμβρίου 2001, σε μία νέα μέθοδο υπολογισμού ως προς την κατανομή και την εκ νέου ανάθεση συμβάσεων προμήθειας.

26      Με βάση αυτήν τη δέσμη ενδείξεων, η Επιτροπή έκρινε τη Saint-Gobain, την Compagnie, την Pilkington, τη Soliver και την αιτούσα επιεική μεταχείριση ως υπεύθυνες ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

27      Οι συμφωνηθείσες μεταξύ των μερών αυτών διευθετήσεις συνιστούν, κατά την Επιτροπή, συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια των διατάξεων αυτών που νόθευσαν τον ανταγωνισμό στην αγορά προμήθειας υαλοπινάκων αυτοκινήτων. Η παράβαση αυτή ήταν, εξάλλου, κατά την Επιτροπή, ενιαία και διαρκής, αφού οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη εξέφρασαν την κοινή βούλησή τους να συμπεριφέρονται με ορισμένο τρόπο στην αγορά και υιοθέτησαν κοινό σχέδιο με σκοπό να περιορίσουν την ατομική εμπορική αυτονομία τους κατανέμοντας τις παραδόσεις υαλοπινάκων αυτοκινήτων που προορίζονταν για ιδιαίτερα οχήματα και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα καθώς και νοθεύοντας τις τιμές των υαλοφράξεων αυτών με σκοπό να εξασφαλίσουν συνολική σταθερότητα στην αγορά και να διατηρήσουν τεχνητά αυξημένες τιμές. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η συχνότητα και ο αδιάλειπτος χαρακτήρας των συσκέψεων και των επαφών αυτών, για περίοδο πέντε ετών, είχαν ως αποτέλεσμα ότι η σύμπραξη κάλυπτε όλους τους μεγάλους κατασκευαστές που παρήγαν ιδιωτικής χρήσεως οχήματα και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα εντός του ΕΟΧ.

28      Η Επιτροπή εκτίμησε εξάλλου ότι τίποτα δεν υποδείκνυε ότι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των προμηθευτών υαλοπινάκων αυτοκινήτων κατέληξαν σε αύξηση της αποδοτικότητας ή ευνόησαν την τεχνική ή οικονομική πρόοδο στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτων. Η Επιτροπή, επομένως, απέκλεισε την εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

29      Σχετικά με τον προσδιορισμό των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε μεταξύ άλλων ότι η Compagnie κατείχε έμμεσα το 100 % των μετοχών της Saint-Gobain. Υπό τις περιστάσεις αυτές, εκτίμησε ότι η Compagnie είχε κατά τεκμήριο αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της Saint-Gobain. Άλλα στοιχεία, όπως η εμπορική δομή του άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενου από την Compagnie ομίλου (στο εξής: όμιλος Saint-Gobain) και η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της Saint-Gobain, επιβεβαιώνουν, κατά την Επιτροπή, την αποφασιστική αυτή επιρροή. Με δεδομένο ότι η Compagnie δεν μπόρεσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μαζί με τη Saint-Gobain αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση που συμμετείχε στην παράβαση και, κατά συνέπεια, επέβαλε στην Compagnie και στη Saint-Gobain πρόστιμο για την πληρωμή του οποίου κρίθηκαν εις ολόκληρον υπόχρεες.

30      Σχετικά με τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Saint-Gobain και η Compagnie είχαν συμμετάσχει σε αυτήν από τις 10 Μαρτίου 1998 έως τις 11 Μαρτίου 2003. Η συμμετοχή της Pilkington έγινε δεκτή για το χρονικό διάστημα από τις 10 Μαρτίου 1998 έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2002. Σχετικά με τη Soliver, έγινε δεκτό ότι είχε συμμετάσχει στην παράβαση από τις 19 Νοεμβρίου 2001 έως τις 11 Μαρτίου 2003.

31      Σχετικά με τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή καταρχάς προσδιόρισε την αξία των πωλήσεων υαλοφράξεως αυτοκινήτων που πραγματοποιήθηκαν από κάθε συμμετέχουσα επιχείρηση εντός του ΕΟΧ και είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση. Επιχείρησε διάκριση, προς τον σκοπό αυτό, μεταξύ περισσότερων χρονικών περιόδων. Για την περίοδο από τον Μάρτιο του 1998 έως τις 30 Ιουνίου 2000, χαρακτηριζόμενη ως περίοδο «εντατικής δράσεως», η Επιτροπή εκτίμησε ότι είχε αποδεικτικά στοιχεία για την παράβαση μόνον όσον αφορά μέρος του συνόλου των Ευρωπαίων κατασκευαστών αυτοκινήτων. Η Επιτροπή έλαβε, επομένως, υπόψη, όσον αφορά αυτήν την περίοδο, μόνο τις πωλήσεις υαλοπινάκων αυτοκινήτων από προμηθευτές για τους οποίους διέθετε άμεσες αποδείξεις ότι συμμετείχαν στη σύμπραξη. Όσον αφορά την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2000 έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι λογαριασμοί πελατών που αποτέλεσαν το αντικείμενο της συμπράξεως αφορούσαν τουλάχιστον το 90 % των πωλήσεων εντός του ΕΟΧ. Κατέληξε, επομένως, στο συμπέρασμα ότι, σχετικά με την περίοδο αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πωλήσεων υαλοπινάκων αυτοκινήτων εντός του ΕΟΧ, από τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέλος, με τη λήξη της περιόδου παραβάσεως, δηλαδή μεταξύ της 3ης Σεπτεμβρίου 2002 και του Μαρτίου 2003, οι δραστηριότητες της συμπράξεως επιβραδύνθηκαν λόγω της αποχωρήσεως της Pilkington. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να λάβει υπόψη, για την περίοδο αυτή, μόνο τις πωλήσεις προς κατασκευαστές αυτοκινήτων ως προς τις οποίες διέθετε άμεσες αποδείξεις για τη σύμπραξη. Ένας σταθμισμένος ετήσιος μέσος όρος του αριθμού αυτών των πωλήσεων υπολογίστηκε ακολούθως για κάθε εμπλεκόμενο προμηθευτή υαλοπινάκων αυτοκινήτων, κατόπιν διαιρέσεως της αξίας των προαναφερθεισών πωλήσεων με τον αριθμό των μηνών κατά τους οποίους κάθε προμηθευτής είχε συμμετάσχει στην παράβαση και πολλαπλασιασμού του πηλίκου της διαιρέσεως επί δώδεκα.

32      Η Επιτροπή επισήμανε, ακολούθως, ότι η επίμαχη παράβαση, η οποία συνίστατο σε κατανομή της πελατείας, συγκαταλεγόταν μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της παραβάσεως αυτής, τη γεωγραφική της σημασία και το συνολικό μερίδιο της αγοράς των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη σύμπραξη, η Επιτροπή στηρίχθηκε, για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, σε αναλογία 16 % της αξίας των πωλήσεων κάθε εμπλεκόμενης εταιρίας, πολλαπλασιαζόμενη με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση. Το βασικό ποσό των προστίμων, προσαυξήθηκε, επίσης, με ένα πρόσθετο ποσό (ή τέλος εισόδου) που καθορίστηκε στο 16 % της αξίας των πωλήσεων, για αποτρεπτικούς λόγους.

33      Το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε εις ολόκληρον στη Saint-Gobain και στην Compagnie προσαυξήθηκε κατά 60 % λόγω υποτροπής. Ως προς το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Soliver, μειώθηκε στο 10 % του κύκλου εργασιών της, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Μείωση κατά 50 % του ποσού του προστίμου χορηγήθηκε στην αιτούσα επιεική μεταχείριση, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που διαβίβασε στην Επιτροπή τα οποία της επέτρεψαν να αξιοποιήσει καλύτερα τα έγγραφα που συνελέγησαν κατά τους ελέγχους.

34      Στις 11 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 863 τελικό, με την οποία διορθώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση σε περιορισμένο αριθμό σημείων.

35      Στις 28 Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2013) 1118 τελικό, με την οποία διορθώθηκε, μεταξύ άλλων, η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τον συνυπολογισμό των πραγματοποιηθεισών από τη Saint-Gobain πωλήσεων στο ποσό [εμπιστευτικό] προ της 31ης Μαΐου 1999 (στο εξής: διορθωτική απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διόρθωσε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες και το καθόρισε σε 880 εκατομμύρια ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Φεβρουαρίου 2009, η Saint-Gobain άσκησε προσφυγή στην υπόθεση T‑56/09. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2009, η Compagnie άσκησε προσφυγή στην υπόθεση T‑73/09.

37      Μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας και μετά από αίτημα επαναλήψεως της εν λόγω διαδικασίας από την Compagnie στην υπόθεση T‑73/09, η εν λόγω εταιρία υπέβαλε συμπληρωματικό υπόμνημα, το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία στις 6 Σεπτεμβρίου 2010. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 22 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί του συμπληρωματικού αυτού υπομνήματος.

38      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκαν οι υπό κρίση υποθέσεις.

39      Με διάταξη της 23ης Απριλίου 2012, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, μετά από ακρόαση των διαδίκων, αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑56/09 και T‑73/09 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

40      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Δεκεμβρίου 2012. Οι διάδικοι κλήθηκαν, με την ευκαιρία αυτή, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με ενδεχόμενη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑56/09 και T‑73/09 για την έκδοση κοινής αποφάσεως και επισήμαναν ότι δεν έχουν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικώς.

41      Στην υπόθεση T‑56/09, η Saint-Gobain ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που την αφορά·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που την αφορά·

–        επικουρικότερον, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στο κατάλληλο ποσό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στην υπόθεση T‑56/09 ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τη Saint-Gobain στα δικαστικά έξοδα.

43      Με έγγραφο το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 2009, η Saint-Gobain προσάρμοσε τα αιτήματα ακυρώσεως, με σκοπό να επιτύχει, αφενός, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2009) 863 τελικό της 11ης Φεβρουαρίου 2009 και, αφετέρου και επικουρικώς, τη μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 2 της τροποποιημένης αποφάσεως.

44      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαΐου 2009, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής στην υπόθεση T‑56/09. Ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε το αίτημα αυτό με διάταξη της 7ης Ιουλίου 2009.

45      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στην υπόθεση T‑56/09 ως αβάσιμη·

–        να αποφανθεί προσηκόντως επί των δικαστικών εξόδων.

46      Στην υπόθεση T‑73/09, η Compagnie ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέτρο που την αφορά, και να συναγάγει όλες τις συνέπειες που επιβάλλονται όσον αφορά το ύψος του προστίμου·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τη Saint‑Gobain·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

47      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στην υπόθεση T‑73/09 ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Compagnie στα δικαστικά έξοδα.

48      Κατόπιν της εκδόσεως της διορθωτικής αποφάσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή, με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2013, ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, να επαναλάβει την προφορική διαδικασία.

49      Αφού άκουσε τους διαδίκους για το ζήτημα αυτό, το δεύτερο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου, με διάταξη της 23ης Απριλίου 2013, αποφάσισε να επαναλάβει την προφορική διαδικασία.

50      Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2013, η Saint-Gobain ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, περί της προσαρμογής των αιτημάτων της με σκοπό να ληφθεί υπόψη η διορθωτική απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013. Η Saint-Gobain, υποστηρίζοντας ότι η προσφυγή της ακυρώσεως παρέμενε βάσιμη και δηλώνοντας ότι διατηρεί το αίτημα περί καταδίκης της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα, διατύπωσε επικουρικώς αίτημα περί μερικής καταδίκης της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα. Η Επιτροπή, κοινοποίησε με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2013 τις παρατηρήσεις της σχετικά με τη διορθωτική απόφαση καθώς και την παραίτηση εκ μέρους της Saint-Gobain από ένα σκέλος ενός από τους λόγους ακυρώσεως. Με έγγραφα της 22ας Ιουλίου και της 1ης Αυγούστου 2013, αντιστοίχως, το Συμβούλιο και η Compagnie επισήμαναν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν είχαν παρατηρήσεις επί του ζητήματος αυτού.

51      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε ακολούθως στις 11 Σεπτεμβρίου 2013.

 Σκεπτικό

52      Κρίνεται, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, ότι οι υπό κρίση υποθέσεις πρέπει να συνεκδικαστούν προς έκδοση κοινής αποφάσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

I –  Επί του αντικειμένου της προσφυγής

53      Κατά τις παρατηρήσεις των προσφευγουσών, στο ακροατήριο αλλά και μετά την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, καθώς και κατά τις παρατηρήσεις της Saint-Gobain στο από 11 Μαρτίου 2013 έγγραφό της προς το Γενικό Δικαστήριο, προκύπτει ότι οι υπό κρίση προσφυγές στρέφονται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως τροποποιήθηκε τελικώς με τη διορθωτική απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, τόσο κατά το μέρος που επιδιώκουν την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως όσο και κατά το μέρος που επιδιώκουν τη μείωση από το Γενικό Δικαστήριο του επιβαλλόμενου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στις προσφεύγουσες προστίμου.

II –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

54      Πρέπει, κατά πρώτον, να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται στην υπόθεση T‑56/09. Επειδή ορισμένοι από τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τη Saint-Gobain άπτονται αυτών που προβάλλονται από την Compagnie στην υπόθεση T‑73/09, πρέπει να εξεταστούν από κοινού. Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται ειδικώς με την προσφυγή ακυρώσεως της Compagnie και τα οποία δεν συνδέονται με κανέναν από τους λόγους που προβάλλονται από τη Saint-Gobain.

 Α — Υπόθεση T‑56/09

55      Η Saint-Gobain προβάλλει κατ’ ουσίαν, έξι λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος, από τον παράνομο χαρακτήρα του κανονισμού 1/2003, ο δεύτερος, από την προσβολή του δικαιώματος άμυνας, ο τρίτος, από την ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και το σφάλμα κατά τον υπολογισμό του προστίμου, ο τέταρτος, από πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καταλογισμό της ευθύνης για την επίμαχη παραβατική συμπεριφορά της Saint-Gobain στην Compagnie, από παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς των ποινών και του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς και από κατάχρηση εξουσίας, ο πέμπτος, από παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας των ποινών και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και τέλος, ο έκτος, από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του επιβληθέντος στη Saint-Gobain προστίμου.

1.     Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 1/2003

56      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεώς της, η Saint-Gobain εγείρει ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 1/2003, κατά το μέρος που απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία τόσο της διεξαγωγής αποδείξεων όσο και της επιβολής κυρώσεων σχετικά με τις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ. Επειδή, η ένσταση αυτή ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με αυτήν που έχει προβληθεί από την Compagnie στην υπόθεση T‑73/09, πρέπει αυτές να εξεταστούν από κοινού.

57      Ο λόγος αυτός διαιρείται σε δύο σκέλη. Αφενός, μια τέτοια σώρευση εξουσιών από την Επιτροπή θίγει το δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Αφετέρου, η απονεμηθείσα στην Επιτροπή εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις βάσει του άρθρου 81 ΕΚ παραβιάζει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Η Saint-Gobain και η Compagnie υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η σώρευση, από την Επιτροπή, των εξουσιών διεξαγωγής αποδείξεων και επιβολής κυρώσεων κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, όπως οργανώθηκε από τον κανονισμό 1/2003, θίγει το δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο συνιστά ουσιώδη εγγύηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για τη Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), καθώς και το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

59      Η Saint-Gobain υποστηρίζει, καταρχάς, ότι οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό έχουν ποινική φύση, όχι μόνο διότι η προβλεπόμενη απαγόρευση στο άρθρο 81 ΕΚ απευθύνεται σε κάθε επιχείρηση και όχι σε μια συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων, αλλά επίσης λόγω του αποτρεπτικού και κατασταλτικού σκοπού τέτοιων κυρώσεων. Η κρίση που εκφέρει ο νομοθέτης, στο άρθρο 23, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003, ότι αυτές οι κυρώσεις δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα είναι από την άποψη αυτή άνευ σημασίας. Το δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, κατά τη Saint-Gobain, εφαρμόζεται, ως εκ τούτου, χωρίς περιορισμό εν προκειμένω.

60      Κατά τη Saint-Gobain, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

61      Η ως εκ τούτου ακυρότητα του κανονισμού 1/2003 δεν αντιφάσκει προς τη δυνατότητα του αποδέκτη αποφάσεως της Επιτροπής περί επιβολής κυρώσεως, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι οι αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας εφαρμόζονται ήδη από το στάδιο επιβολής της κυρώσεως.

62      Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, η Saint-Gobain υπενθυμίζει ότι μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, που έχουν ως χαρακτηριστικό τους ιδιαίτερες απαιτήσεις αποτελεσματικότητας και ελαφρές παραβάσεις, η εξουσία αποφάσεως επί του βασίμου κατηγορίας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ μπορεί να ανατεθεί σε διοικητικό όργανο του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου πλήρους δικαιοδοσίας. Οι περιστάσεις αυτές δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

63      Ακόμα και αν κριθεί ότι οι επίμαχες κυρώσεις δεν εμπίπτουν στον σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο περιορισμός του δικαιώματος σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο από το υφιστάμενο σύστημα διώξεως και επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας. Κατά συνέπεια, κανένας κίνδυνος δικαστικής επιβαρύνσεως δεν δικαιολογεί τη σώρευση εξουσιών στην οποία προβαίνει το ως άνω σύστημα. Επιπλέον, ο περιορισμός του δικαιώματος σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο είναι δυσανάλογος, κατά τη Saint-Gobain, από την άποψη όχι μόνο της βαρύτητας των κυρώσεων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 81 ΕΚ και του κανονισμού 1/2003, αλλά επίσης και από την άποψη των χαρακτηριστικών του ελέγχου που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο σε περίπτωση προσφυγής.

64      Συναφώς, η Saint-Gobain και η Compagnie υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί προσφυγών ακυρώσεως κατά αποφάσεων επιβολής κυρώσεων που ελήφθησαν από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ, δεν ασκεί έλεγχο πλήρους δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο περιορίζεται κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο ενός τέτοιου ελέγχου, στη διερεύνηση της υπάρξεως περιπτώσεων προφανούς πλάνης εκτιμήσεως ή ενδεχόμενης καταχρήσεως εξουσίας. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι προσφυγή ασκούμενη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση.

65      Η Saint-Gobain αντιτίθεται ακόμη στο επιχείρημα του Συμβουλίου κατά το οποίο η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται κατά του κανονισμού 1/2003 θέτει κατ’ ουσίαν ζήτημα κύρους του άρθρου 83, παράγραφος 2, ΕΚ. Πράγματι, η διάταξη αυτή της Συνθήκης δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή ασκεί σωρευτικώς τις εξουσίες έρευνας και επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, επιλογή στην οποία προέβη ο νομοθέτης.

66      Τέλος, η Compagnie υποστηρίζει ότι το πρόβλημα που δημιουργεί η σώρευση, από την Επιτροπή, των εξουσιών διώξεως και επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις του ανταγωνισμού υπογραμμίστηκε από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 11ης Ιουνίου 2009, Dubus SA κατά Γαλλίας (αριθ. προσφυγής 5242/04).

67      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο αντικρούουν τις επικρίσεις αυτές.

68      Χωρίς να αρνείται ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε διοικητική διαδικασία ελέγχου στον τομέα του ανταγωνισμού έχουν δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στον τομέα του ποινικού δικαίου υπό στενή εννοία αλλά και στον τομέα των διοικητικών κυρώσεων.

69      Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, οι κυρώσεις που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα. Υποστηρίζει επίσης ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του δικαστή της Ένωσης, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο που επιβάλλει ποινικές κυρώσεις. Συνεπώς, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται πλήρως στην Επιτροπή όταν αυτή λαμβάνει αποφάσεις βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφασή του της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), έκρινε επίσης ότι η σώρευση, από την Επιτροπή, των εξουσιών διεξαγωγής αποδείξεων και επιβολής κυρώσεων στο πεδίο του ανταγωνισμού δεν είναι αντίθετη στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

70      Επιπλέον, η Saint-Gobain εσφαλμένως συνάγει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για την ανάθεση της εξουσίας επιβολής κυρώσεων σε διοικητική αρχή σε τομείς που εκφεύγουν του σκληρού πυρήνα του ποινικού δικαίου. Κατά την Επιτροπή, αφενός, ακόμα και τα μεγάλου ύψους πρόστιμα μπορούν να θεωρηθούν ως μη εμπίπτοντα στον σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου. Αφετέρου, οι εγγυήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν αντιτίθενται στη δυνατότητα διοικητικής αρχής να ασκεί εξουσία επιβολής κυρώσεων σε τομείς που δεν χαρακτηρίζονται από μεγάλο αριθμό παραβάσεων, εφόσον ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι θεμιτός. Είναι, όμως, προφανές ότι η αποτελεσματικότητα της διώξεως και η επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις κανόνων του ανταγωνισμού συνιστά θεμιτό σκοπό.

71      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι ο δικαιοδοτικός έλεγχος που ασκείται από το Γενικό Δικαστήριο παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας κατά την έννοια της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, στον τομέα των προστίμων που επιβάλλονται στις συμπράξεις, τον πρόσφορο χαρακτήρα των οποίων μπορεί να ελέγξει το Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003. Είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, μέχρι σήμερα, έχει προβεί σε περιορισμένη χρήση της πλήρους δικαιοδοσίας του μειώνοντας το ποσό των προστίμων που επιβάλλονται από την Επιτροπή.

72      Τέλος, ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που η αποδοχή του συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες αφενός διαπιστώνει και αφετέρου επιβάλλει κυρώσεις για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού δεν έχουν δεσμευτικό ή εκτελεστό χαρακτήρα, θα προσέκρουε στην αρχή κατά την οποία οι αποφάσεις της Επιτροπής απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας μέχρι να ακυρωθούν ή να ανακληθούν καθώς και στην αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 242 ΕΚ, κατά την οποία η προσφυγή ακυρώσεως δεν έχει, κατ’ αρχήν, ανασταλτικό αποτέλεσμα επί της προσβαλλομένης πράξεως.

73      Το Συμβούλιο αναπτύσσει επιχειρηματολογία κατ’ ουσίαν παρόμοια με αυτήν της Επιτροπής. Υποστηρίζει, κυρίως, ότι το σύστημα επιβολής κυρώσεων που προβλέφθηκε με τον κανονισμό 1/2003 δεν εμπίπτει στο ποινικό δίκαιο και ότι, επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω. Το Συμβούλιο υποστηρίζει εξάλλου ότι με την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η Saint-Gobain επιδιώκει στην πραγματικότητα να αμφισβητήσει το κύρος του άρθρου 83, παράγραφος 2, ΕΚ, κατά το μέρος που η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι απόκειται στον νομοθέτη να οριοθετήσει τις εξουσίες της Επιτροπής και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της διώξεως και επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού. Ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί ως προς το κύρος διατάξεως του πρωτογενούς δικαίου.

74      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλεί η Compagnie από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφαση Dubus SA κατά Γαλλίας, σκέψη 66 ανωτέρω, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη είναι διαφορετικά από αυτά της υπό κρίση υποθέσεως. Πράγματι, η απόφαση εκείνη αφορούσε σώρευση εξουσιών διώξεως και επιβολής κυρώσεων από την Τραπεζική Επιτροπή στη Γαλλία, της οποίας οι αποφάσεις έχουν δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή, όμως, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

75      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του απαραδέκτου του υπό κρίση λόγου που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση T‑73/09, ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου είναι αβάσιμο, όπως αυτό προκύπτει, κατ’ αναλογία, από τη νομολογία σχετικά με τις υποθέσεις όπου αμφισβητήθηκε, κατ’ ουσίαν, το κύρος του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25) (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑348/94, Enso Española κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1875, σκέψεις 55 έως 65· της 11ης Μαρτίου 1999, T‑156/94, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑645, σκέψεις 23 έως 40, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 36 έως 47).

76      Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο διασφαλίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, κατοχυρωμένη πλέον στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

77      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 81, και της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 7) ούτε κατά την έννοια του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ρητώς ότι οι εξουσίες της Επιτροπής με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα.

78      Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού και ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψεις 20 και 21, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7191, σκέψη 143).

79      Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε την ευκαιρία να εξειδικεύσει, στην απόφασή του A. Menarini Diagnostics srl κατά Ιταλίας, της 27ης Σεπτεμβρίου 2011 (αριθ. προσφυγής 43509/08), τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα πρόστιμο το οποίο, λαμβανομένου υπόψη του ύψους του και του προληπτικού και κατασταλτικού σκοπού που επιδιώκει, εντάσσεται στη σφαίρα του ποινικού δικαίου μπορεί να επιβληθεί από διοικητική αρχή η οποία δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Στην απόφαση αυτή επρόκειτο περί του ιταλικού συστήματος καταστολής των παραβάσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ο σεβασμός του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ δεν απέκλειε τη δυνατότητα επιβολής «ποινής» από διοικητική αρχή περιβεβλημένη με εξουσία επιβολής κυρώσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού, εφόσον η εκδιδόμενη από αυτήν απόφαση υπόκειται σε μεταγενέστερο έλεγχο από δικαστικό όργανο πλήρους δικαιοδοσίας. Μεταξύ των χαρακτηριστικών ενός τέτοιου οργάνου καταλέγεται η εξουσία μεταρρυθμίσεως κάθε σημείου της αποφάσεως του ιεραρχικώς κατώτερου οργάνου, είτε το σημείο αυτό αφορά πραγματικά περιστατικά είτε αφορά νομικά ζητήματα. Κατά συνέπεια, ο ασκούμενος από τον δικαστή έλεγχος σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να περιοριστεί σε επαλήθευση της «εξωτερικής» νομιμότητας της αποφάσεως που υπόκειται στον έλεγχό του, καθώς ο δικαστής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκτιμά την αναλογικότητα των επιλογών της αρχής του ανταγωνισμού και να επαληθεύει τις τεχνικού χαρακτήρα αξιολογήσεις του.

80      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ασκούμενος από το Γενικό Δικαστήριο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης πληροί τις απαιτήσεις αυτές.

81      Πρέπει κατ’ αρχάς να υπογραμμιστεί ότι το δίκαιο της Ένωσης αναθέτει στην Επιτροπή αποστολή εποπτείας που περιλαμβάνει το καθήκον διώξεως των παραβάσεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 82 ΕΚ, η δε Επιτροπή είναι υποχρεωμένη, στο πλαίσιο αυτής της διοικητικής διαδικασίας, να σέβεται τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Περαιτέρω, ο κανονισμός 1/2003 της αναθέτει την εξουσία να επιβάλλει, με απόφαση, χρηματικές ποινές στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων οι οποίες έχουν διαπράξει εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παράβαση των διατάξεων αυτών.

82      Εξάλλου, η υποχρέωση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου κάθε αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται και καταστέλλεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που πηγάζει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (απόφαση Enso Española κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 60). Αυτή η αρχή είναι κατοχυρωμένη πλέον στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑279/09, DEB, Συλλογή 2010, σ. I‑13849, σκέψεις 30 και 31, και της 28ης Ιουλίου 2011, C‑69/10, Samba Diouf, Συλλογή 2011, σ. I‑7151, σκέψη 49).

83      Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Επιτροπής περί επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, που οργανώνεται από τις Συνθήκες και συμπληρώνεται από τον κανονισμό 1/2003, είναι σύμφωνος με την ως άνω αρχή (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑272/09 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑12789 σκέψη 106, και C‑386/10 P, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑13085 σκέψη 67).

84      Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, ιδρυθέν [ως Πρωτοδικείο] με την απόφαση 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1, διορθωτικό στην ΕΕ 1989, L 241, σ. 4). Όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω αποφάσεως, το νυν Γενικό Δικαστήριο ιδρύθηκε, μεταξύ άλλων, για να βελτιώσει τη δικαστική προστασία των πολιτών επί προσφυγών που απαιτούν εμπεριστατωμένη έρευνα πολύπλοκων πραγματικών περιστατικών.

85      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 88/591, να ασκεί τη δικαιοδοσία που παρέχεται στο Δικαστήριο από τις Συνθήκες και από τις πράξεις που εκδόθηκαν προς εκτέλεσή τους, μεταξύ άλλων, «επί των προσφυγών που ασκούνται κατά οργάνου […] από φυσικά ή νομικά πρόσωπα δυνάμει του άρθρου [230], δεύτερο εδάφιο, [ΕΚ] και αφορούν την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις». Στο πλαίσιο των προσφυγών αυτών, που στηρίζονται στο άρθρο 230 της Συνθήκης, ο έλεγχος της νομιμότητας αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλει, κατά συνέπεια, πρόστιμο στο ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να θεωρηθεί ως αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της προσβαλλομένης πράξεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, βάσει των λόγων ακυρώσεως που ενδέχεται να προβάλλει το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, να εκτιμήσει, νομικά και πραγματικά, το βάσιμο κάθε κατηγορίας την οποία διατυπώνει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού.

86      Τρίτον, κατά το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 230 ΕΚ έλεγχος νομιμότητας συμπληρώνεται από έλεγχο πλήρους δικαιοδοσίας, ο οποίος παρέχει την εξουσία στον δικαστή, πέραν του ελέγχου της νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να άρει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκε (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 15 Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 692).

87      Συνεπώς το επιχείρημα της Saint-Gobain και της Compagnie κατά το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη διότι ελήφθη στο πλαίσιο ενός συστήματος που προβλέπει σώρευση από την Επιτροπή των εξουσιών διεξαγωγής αποδείξεων και επιβολής κυρώσεων για τις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ είναι αβάσιμο και, επομένως, το πρώτο σκέλος του λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

88      Με το δεύτερο σκέλος του λόγου, η Saint-Gobain και η Compagnie υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ καθώς και με το άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι εκδόθηκε από διοικητική αρχή που δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου και ότι, επιπλέον, μια ενδεχόμενη προσφυγή κατ’ αυτής της αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

89      Κατά τη Saint-Gobain, η παραβίαση αυτή, που απορρέει από την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 1/2003, δεν μπορεί να αποκλεισθεί μόνο διότι το Γενικό Δικαστήριο θα έκρινε, εσφαλμένα, ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο λόγω της παρεχόμενης δυνατότητας στους αποδέκτες αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ να την προσβάλουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη των αποδεκτών μιας τέτοιας αποφάσεως θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποδειχθεί σύμφωνα με τον νόμο, μόνον από της επικυρώσεως της αποφάσεως αυτής από το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως.

90      Τέλος, εσφαλμένως η Επιτροπή επικαλείται το δικαίωμα των αποδεκτών αποφάσεως διαπιστώνουσας παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού, οι οποίοι ζήτησαν την ακύρωσή της, να προσκομίσουν τραπεζική εγγύηση στην Επιτροπή, αντί της άμεσης καταβολής του προστίμου. Ανεξαρτήτως του ότι αφίεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, μια τέτοια δυνατότητα ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι η απόφαση αρχίζει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της πριν το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί σχετικά με τη νομιμότητά της.

91      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει σύμφωνα με τον νόμο παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού από τη Saint-Gobain και την Compagnie και επομένως πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που τις αφορά.

92      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο αντικρούουν τις αιτιάσεις αυτές.

93      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, βάσει παγιωμένης νομολογίας, επιχείρηση η οποία ελέγχεται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης τεκμαίρεται αθώα μέχρι η Επιτροπή να αποδείξει την εμπλοκή της σε μια τέτοια παράβαση. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας εν προκειμένω καθώς δεν υπάρχει οριστική απόφαση επί της υπαρξεως και του καταλογισμού της παραβάσεως στη Saint-Gobain πριν αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο.

94      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, από την επιχειρηματολογία της Saint-Gobain προκύπτει ότι προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 242 ΕΚ, κατά το οποίο οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ο δε δικαστής της Ένωσης είναι αναρμόδιος να αποφανθεί για το κύρος διατάξεως του πρωτογενούς δικαίου.

95      Η Επιτροπή επικαλείται τέλος το γεγονός ότι, παρά την απουσία ανασταλτικού αποτελέσματος της υπό κρίση προσφυγής σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα μπορεί να καταθέσει τραπεζική εγγύηση αντί να προβεί σε προσωρινή καταβολή του προστίμου. Αυτή η ευχέρεια οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού δεν έχει ακόμα αποδειχθεί ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου πριν από την έκδοση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία περατώνεται η εκδίκαση της διαφοράς και στο ότι το ποσό του προστίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οριστικά καθορισθέν πριν από την περάτωση της δικαστικής διαδικασίας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

96      Με αυτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, η Saint-Gobain και η Compagnie υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, αφού η Επιτροπή δεν είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, δεν μπορεί να αποδείξει σύμφωνα με τον νόμο την ευθύνη των επιχειρήσεων τις οποίες θεωρεί ότι συμμετέχουν σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Οι κυρώσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ επιβάλλονται, επομένως, κατά παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.

97      Κατά πάγια νομολογία, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επίμαχων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων που επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, κατοχυρωμένη πλέον στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των αφορώντων τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 149 και 150, και C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψεις 175 και 176· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 216).

98      Ήδη παγιωμένη νομολογία έχει διευκρινίσει την έκταση αυτής της αρχής.

99      Το τεκμήριο αθωότητας συνεπάγεται ότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο. Έτσι, το ως άνω τεκμήριο αντιτίθεται σε κάθε τυπική διαπίστωση και ακόμη και σε κάθε υπαινιγμό που έχει ως αντικείμενο την ευθύνη ενός προσώπου, το οποίο κατηγορείται για συγκεκριμένη παράβαση, και περιέχεται σε απόφαση με την οποία περατώνεται η δίωξη, χωρίς το πρόσωπο αυτό να έχει απολαύσει όλων των εγγυήσεων που είναι συμφυείς προς την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο διαδικασίας που ακολουθεί τη συνήθη ροή της και καταλήγει σε απόφαση επί του βασίμου της κατηγορίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T‑23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4065, σκέψη 106).

100    Συνεπώς, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που να στοιχειοθετούν την παράβαση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3567, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Προς εδραίωση της πεποιθήσεώς της περί της υπάρξεως παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να επικαλείται ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψεις 43 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 5ης Οκτωβρίου 2011, T‑11/06, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑6681, σκέψη 129).

101    Οι απαιτήσεις που αφορούν τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει επίσης να καθοδηγούν την εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης όταν καλείται να ελέγξει τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η διαπιστωτική της παραβάσεως απόφαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 60).

102    Προκύπτει, επομένως, από τις ανωτέρω σκέψεις 99 έως 101 ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τη διαπίστωση της ευθύνης ενός προσώπου που κατηγορείται για συγκεκριμένη παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης κατόπιν διαδικασίας διεξαχθείσας πλήρως σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 81 ΕΚ, του κανονισμού 1/2003 καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18), στο πλαίσιο της οποίας τα δικαιώματα άμυνας τηρήθηκαν πλήρως.

103    Δεδομένου ότι η ανατεθειμένη στην Επιτροπή εξουσία επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ δεν παραβιάζει, κατ’ αρχήν, το τεκμήριο αθωότητας, η αιτίαση περί απουσίας ανασταλτικού χαρακτήρα προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεως που επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης είναι αλυσιτελής. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν είναι απαραίτητο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος αν, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, μία τέτοια αιτίαση έχει την έννοια ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 242 ΕΚ.

104    Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην απόφασή του Janosevic κατά Σουηδίας της 23ης Ιουλίου 2002 (Recueil des arrêts et décisions, 2002‑VII, σ. 1, § 106 έως 110), έκρινε ότι το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην εκτέλεση κυρώσεων ποινικής φύσεως οι οποίες έχουν επιβληθεί από διοικητικό όργανο, πριν οι σχετικές αποφάσεις καταστούν απρόσβλητες μετά το πέρας διαδικασίας προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, εφόσον μια τέτοια εκτέλεση δεν υπερβαίνει τα εύλογα όρια μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων που διακυβεύονται και εφόσον είναι δυνατή η αποκατάσταση της αρχικής καταστάσεως του καθού οι κυρώσεις σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της προσφυγής του. Οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα εκ του οποίου να δύναται να συναχθεί ότι το σύστημα διώξεως και επιβολής κυρώσεων των παραβάσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης, όπως αυτό προκύπτει από τον κανονισμό 1/2003 και εφαρμόζεται, κατ’ αρχάς, από την Επιτροπή, δεν είναι σύμφωνο με τις ως άνω απαιτήσεις.

105    Ενόψει της ως άνω αναλύσεως, και με την επιφύλαξη του ελέγχου των απαιτήσεων που υπομνήσθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 97 έως 101 όσον αφορά την προκειμένη περίπτωση, στο πλαίσιο άλλων λόγων της προσφυγής, πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος και, επομένως, ο πρώτος λόγος που αντλείται από ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στο σύνολό του, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο για το παραδεκτό αυτού.

2.     Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

106    Με τον δεύτερο λόγο, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, δεδομένου ότι εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να της έχει δοθεί η ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τελικώς επεβλήθη. Η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό του προστίμου, έλαβε υπόψη συγκεκριμένο αριθμό παραγόντων που δεν γνωστοποιήθηκαν στη Saint-Gobain, μεταξύ άλλων, την αξία των πωλήσεων σε σχέση με την παράβαση. Οι επισημάνσεις που περιέχονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν επέτρεψαν στη Saint-Gobain να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή της συναφώς, μολονότι η αξία των πωλήσεων συνιστά αποφασιστικό πραγματικό στοιχείο για τον υπολογισμό του προστίμου, πρέπει δε, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως κατ’ αντιμωλία. Πράγματι, κατά τη Saint-Gobain, η ανακοίνωση αυτή δεν περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις πωλήσεις που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου και για τη μέθοδο που η Επιτροπή σκόπευε να ακολουθήσει για να προσδιορίσει τις κρίσιμες για την υπόθεση πωλήσεις. Επιπλέον, το έγγραφο αυτό δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς τον βαθμό σοβαρότητας τον οποίο σκόπευε να εφαρμόσει η Επιτροπή ή ακόμη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ληφθεί υπόψη η υποτροπή.

107    Κανένα από τα αιτήματα συμπληρωματικών πληροφοριών που απευθύνονταν στη Saint-Gobain σε μεταγενέστερο στάδιο, σχετικά με τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων, δεν συμπλήρωσε τα κενά αυτά. Σχετικά με την επισήμανση, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι οι επηρεασθείσες πωλήσεις καθορίσθηκαν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), στερείται σημασίας εν προκειμένω δεδομένου ότι ο τρόπος αυτός υπολογισμού δεν ήταν ακόμη βέβαιος κατά τον χρόνο καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αβεβαιότητα αυτή αντανακλάται μεταξύ άλλων στην έλλειψη συνοχής διαφόρων αιτήσεων πληροφοριών που απευθύνονταν από την Επιτροπή στη Saint-Gobain για το ζήτημα αυτό.

108    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι δεν μπόρεσε να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή της σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού του προστίμου προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

109    Η Saint-Gobain επικρίνει επίσης τη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή, στο πλαίσιο διαδικασιών διεξαγωγής αποδείξεων και επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού, υποχρεούται μόνο να επισημάνει στους αποδέκτες των αποφάσεών της τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που δύνανται να δικαιολογήσουν την επιβολή προστίμου, χωρίς οι ίδιοι αυτοί αποδέκτες να έχουν το δικαίωμα να προδικάσουν τέτοιες αποφάσεις. Κατά την άποψή της, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εγγυηθεί τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ανακοίνωση πληροφοριών με μεγαλύτερη ακρίβεια κατά τη διαδικασία ελέγχου δεν επιτρέπει αναγκαίως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να προδικάσουν την απόφαση της Επιτροπής, καθώς αυτή η τελευταία δεν δεσμεύεται από τέτοιες επισημάνσεις κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως.

110    Η Saint-Gobain ισχυρίζεται ακόμη ότι, με την έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η Επιτροπή περιόρισε την εξουσία εκτιμήσεώς της σχετικά με τη βάση υπολογισμού του προστίμου, καθώς η έννοια των «πωλήσεων που επηρεάζονται» συνιστά αντικειμενικό και επαληθεύσιμο στοιχείο. Συνεπώς, η Επιτροπή, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς εν προκειμένω τη νομολογία η οποία έχει ως αντικείμενο την αποτροπή του ενδεχομένου μιας ανεπίτρεπτης προδικάσεως μελλοντικών αποφάσεων του σώματος των επιτρόπων.

111    Η Επιτροπή υπενθυμίζει καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, τυχόν ενδείξεις σχετικά με το ύψος των προστίμων προς επιβολή, παρεχόμενες κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, έχει ως αποτέλεσμα να προδικάζονται κατά τρόπο ανεπίτρεπτο οι αποφάσεις της. Οι επιχειρήσεις δεν απαιτείται να έχουν τη δυνατότητα να προδικάσουν με ακρίβεια το ύψος των προστίμων προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνάς τους. Επομένως, το δικαίωμα ακροάσεως τηρείται εφόσον η Επιτροπή επισημαίνει, σε μια τέτοια ανακοίνωση, ότι θα εξετάσει αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ότι παρέχει πληροφορίες για τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι ικανά να οδηγήσουν στην έκδοση αποφάσεως με την οποία οι επιχειρήσεις καταδικάζονται σε τέτοια πρόστιμα.

112    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ακολούθως ότι η απευθυνόμενη στη Saint-Gobain ανακοίνωση αιτιάσεων προειδοποιούσε σαφώς ότι η μέθοδος υπολογισμού των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 θα εφαρμοζόταν εν προκειμένω. Ισχυρίζεται επίσης ότι απηύθυνε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διάφορες αιτήσεις πληροφοριών για την αξία των πωλήσεων που ήταν κρίσιμες για τον υπολογισμό του προστίμου. Λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει για τον υπολογισμό των προστίμων σε περιπτώσεις παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, η Επιτροπή εκτιμά, επομένως, ότι τα δικαιώματα άμυνας της Saint-Gobain έγιναν πλήρως σεβαστά στην προσβαλλόμενη απόφαση.

113    Η Επιτροπή αντιτίθεται επίσης στο επιχείρημα της Saint-Gobain κατά το οποίο δεν της δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή της σχετικά με τη συνεκτίμηση της υποτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι επέστησε την προσοχή της Saint-Gobain, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, επί της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής, καθώς και σε διάφορες διαπιστώσεις προηγούμενες της παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ. Η Επιτροπή, επομένως, έπραξε περισσότερα από όσα της επέβαλαν οι υποχρεώσεις που υπέχει εκ της αποφάσεως Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω (σκέψη 50). Το γεγονός ότι παρασχέθηκαν στη Saint-Gobain επαρκείς πληροφορίες με την ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με την υποτροπή επιβεβαιώνεται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η εν λόγω επιχείρηση προκειμένου να αντικρούσει αυτήν την επιβαρυντική περίσταση στην απάντησή της επί της εν λόγω ανακοινώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

114    Η επιχειρηματολογία της Saint-Gobain περιλαμβάνει δύο χωριστές αιτιάσεις, που αντλούνται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

115    Με την πρώτη της αιτίαση, η Saint-Gobain προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν της είχε επισημάνει, προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, την αξία των πωλήσεων την οποία θα λάμβανε υπόψη για να υπολογίσει το πρόστιμο που της επέβαλε, τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε καθώς και τον βαθμό σοβαρότητας που ελήφθη υπόψη.

116    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο στάδιο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η παροχή στοιχείων σχετικά με το ύψος των προστίμων των οποίων μελετάται η επιβολή, πριν παρασχεθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των αιτιάσεων που ελήφθησαν υπόψη κατ’ αυτών, θα προδίκαζε κατά τρόπον ανεπίτρεπτο την απόφαση της Επιτροπής (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου Musique Diffusion française κ.λπ κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 21, και της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 434 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Πράγματι, το γεγονός ότι ένας οικονομικός φορέας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων με ακρίβεια το ύψος των προστίμων που η Επιτροπή θα ορίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται δικαιολογημένο λαμβανομένων υπόψη των σκοπών καταστολής και αποτροπής που επιδιώκονται με την πολιτική κυρώσεων στον τομέα του ανταγωνισμού. Η επίτευξη των σκοπών αυτών θα καθίστατο δυσχερέστερη αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τα οφέλη που θα μπορούσαν να αντλήσουν από τη συμμετοχή τους σε κάποια παράβαση λαμβάνοντας υπόψη, εκ των προτέρων, το ποσό του προστίμου που θα τους επιβληθεί λόγω αυτής της παράνομης συμπεριφοράς (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 83).

118    Αν η Επιτροπή τονίζει ρητώς, στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει τη σκοπιμότητα επιβολής προστίμων στις οικείες επιχειρήσεις και αναφέρει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της φερόμενης παραβάσεως και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», πληροί την υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, ενεργώντας έτσι, παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον έναντι της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και έναντι της επιβολής προστίμου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 428 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 181).

119    Εξάλλου, δεν απόκειται στην Επιτροπή να γνωστοποιεί στις επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διώξεων για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, το εύρος μιας ενδεχόμενης αυξήσεως του προστίμου προκειμένου να εξασφαλισθεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του εν λόγω προστίμου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 62).

120    Συνεπώς, όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, τα δικαιώματα άμυνας των οικείων επιχειρήσεων διασφαλίζονται ενώπιον της Επιτροπής μέσω της δυνατότητας υποβολής παρατηρήσεων σχετικά με τη διάρκεια, τη βαρύτητα και τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα των περιστατικών που τους προσάπτονται, αλλά δεν απαιτούν αντιθέτως να καλύπτει η δυνατότητα αυτή τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα επιτακτικά κριτήρια της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως για τον καθορισμό αυτό (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 439). Εξάλλου, οι επιχειρήσεις απολαύουν πρόσθετης εγγυήσεως όσον αφορά την επιμέτρηση του προστίμου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία και μπορεί ιδίως να άρει ή να μειώσει το πρόστιμο, (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 200 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

121    Εν προκειμένω, επιβάλλεται κατ’ αρχάς να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή παρουσίασε λεπτομερώς, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, της οποίας η Saint-Gobain ήταν αποδέκτης, το πραγματικό πλαίσιο επί του οποίου σκόπευε να βασιστεί για τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Επιπλέον, η Επιτροπή εξέθεσε, στις σελίδες 129 έως 131 καθώς και στις σελίδες 132 έως 135 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι οι επαφές στις οποίες συμμετείχε η Saint-Gobain αποτελούσαν συστατικά στοιχεία συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών κατά την έννοια αυτής της διατάξεως.

122    Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέθεσε επίσης, στις σελίδες 132 έως 135 και 152 έως 155 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, τα στοιχεία επί των οποίων βασίστηκε για να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια της συμμετοχής της Saint-Gobain στην παράβαση. Η Επιτροπή περιέγραψε επίσης, στις σελίδες 156 και 157 της εν λόγω ανακοινώσεως, τους κύριους παράγοντες τους οποίους θα λάμβανε υπόψη για να εκτιμήσει τη βαρύτητα της παραβάσεως, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι αθέμιτες διευθετήσεις όπως αυτές που βρίσκονται στον πυρήνα της υπό κρίση υποθέσεως συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον σοβαρών παραβάσεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το γεγονός ότι αυτές οι διευθετήσεις έχουν επηρεάσει το σύνολο του τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτων, σε βάρος όχι μόνο των κατασκευαστών αυτοκινήτων αλλά και του ευρέος κοινού, ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν πλήρη συνείδηση του παράνομου χαρακτήρα των ενεργειών τους και ότι οι δραστηριότητες της συμπράξεως επεκτείνονταν στο σύνολο του ΕΟΧ.

123    Στο σημείο 489 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή, εξάλλου, διευκρίνισε ότι σκόπευε να λάβει υπόψη τον δυνητικό ηγετικό ρόλο της Saint-Gobain στη σύμπραξη, δεδομένου ότι αυτή πολλές φορές εκπροσώπησε τα συμφέροντα άλλων επιχειρήσεων κατά τις συσκέψεις του ομίλου και ότι αυτή είχε, επιπλέον, συγκαλέσει την πλειονότητα των συσκέψεων του εν λόγω ομίλου. Προσέθεσε ότι θα υπολόγιζε επίσης το ποσό των προστίμων βάσει της διάρκειας της συμμετοχής καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στη σύμπραξη καθώς και βάσει των ενδεχόμενων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

124    Δεδομένου ότι επισήμανε με τον τρόπο αυτό τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων θα βάσιζε τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 120 νομολογία, δεν ήταν υποχρεωμένη να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιούσε καθένα από τα εν λόγω στοιχεία για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Είναι άνευ σημασίας, από την άποψη αυτή, ότι η Επιτροπή απέρριψε τελικά εν μέρει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη μέθοδο υπολογισμού της αξίας των κρίσιμων για την υπόθεση πωλήσεων η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

125    Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή τόνισε, στη σελίδα 156 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι το πρόστιμο το οποίο θα επέβαλε εν προκειμένω θα υπολογιζόταν βάσει των αναφερόμενων στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 αρχών. Όπως, όμως, προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 664 έως 667 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αποφάσισε εν προκειμένω να αποκλίνει εν μέρει από αυτήν την μέθοδο υπολογισμού σχετικά με τις πωλήσεις υαλοφράξεως που έλαβε υπόψη, διότι είχε ακριβώς τον σκοπό να απαντήσει σε κάποιες από τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν από τους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των κρίσιμων για την υπόθεση πωλήσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 13 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, στις παρατηρήσεις τους επί αυτής της ανακοινώσεως καθώς και στις απαντήσεις τους σε διάφορες αιτήσεις πληροφοριών που τους απηύθυνε η Επιτροπή.

126    Επομένως η Επιτροπή επαρκώς πληροφόρησε τη Saint-Gobain, προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων σκόπευε να βασιστεί για τη διαπίστωση της συμμετοχής της σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και τα δικαιώματα άμυνας της Saint-Gobain έχουν, κατά το μέτρο αυτό, γίνει σεβαστά. Κατά συνέπεια, η παρούσα αιτίαση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

127    Με τη δεύτερη αιτίασή της, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή της, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της υποτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως.

128    Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί, με την επιφύλαξη της εξετάσεως κατωτέρω του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου, ότι, στις σελίδες 157 και 158 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή όχι μόνο επέστησε την προσοχή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο γεγονός ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει τις διατάξεις σχετικά με την υποτροπή ως επιβαρυντική περίσταση, αλλά ανέφερε επίσης, στην περίπτωση της Saint-Gobain και της Compagnie, τις τρεις προηγούμενες αποφάσεις περί επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ επί των οποίων σκόπευε να βασιστεί για να διαπιστώσει την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής σε βάρος τους. Προκύπτει άλλωστε από την απάντηση της Saint-Gobain στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι αυτή προέβαλε διάφορα επιχειρήματα προκειμένου να αντικρούσει μια ενδεχόμενη αύξηση του προστίμου για υποτροπή, βασιζόμενη σε κάποια από αυτές τις αποφάσεις.

129    Η δεύτερη αιτίαση δεν μπορεί ως εκ τούτου να γίνει δεκτή. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.     Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία και σφάλμα κατά τον υπολογισμό του προστίμου

130    Πρέπει να εξεταστούν ως ενιαίος λόγος οι λόγοι ακυρώσεως τους οποίους η Saint-Gobain προβάλλει στην προσφυγή ως τρίτο και τέταρτο λόγο, κατά το μέτρο που συνιστούν δύο σκέλη του ίδιου λόγου, σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων τα οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στη Saint‑Gobain.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από ανεπάρκεια αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

131    Στο πρώτο σκέλος, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλείψεως αιτιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ και του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι δεν διευκρινίζει ακριβώς τα διάφορα αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων βάσει των οποίων υπολογίστηκε το πρόστιμο, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σημείο αυτό επιβάλλεται πολύ περισσότερο διότι πρόκειται για τομέα στον οποίο η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια για την επιβολή αυστηρών προστίμων.

132    Η Saint-Gobain προσάπτει ειδικότερα στην Επιτροπή ότι δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει αν ο αριθμός των πωλήσεων που έγινε δεκτός σχετικά με αυτήν είναι αποτέλεσμα ακριβούς και συνεκτικού υπολογισμού ή, αντιθέτως, αν ο υπολογισμός αυτός είναι εσφαλμένος. Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιτρέπει να προσδιοριστούν οι κατασκευαστές οι οποίοι ελήφθησαν υπόψη κατά τις περιόδους ενισχύσεως της δυνάμεώς τους και του τερματισμού της παραβάσεως, για τους οποίους η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατέχει άμεσες αποδείξεις ότι υπήρξαν το αντικείμενο της επίδικης συμπράξεως. Εξ αυτού προκύπτει επίσης ότι η Saint-Gobain δεν είναι σε θέση να επαληθεύσει αν τέτοιες αποδείξεις υπάρχουν. Η απόφαση δεν αναφέρει ούτε τα ποσά των πωλήσεων ανά κατασκευαστή κατά τη διάρκεια των τριών φάσεων της παραβάσεως. Τέλος, στην απόφαση δεν εμφανίζεται ο ακριβής αριθμός των μηνών συμμετοχής οι οποίοι ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή για τον υπολογισμό του ετήσιου μέσου όρου της αξίας των επηρεασθεισών πωλήσεων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ασκήσει επαρκώς τον δικαιοδοτικό του έλεγχο και η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας.

133    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως που βαρύνει την Επιτροπή ενισχύεται από το γεγονός ότι αυτή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέκλινε από τους κανόνες των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 σχετικά με τις πωλήσεις που έπρεπε να αποτελέσουν τη βάση υπολογισμού του προστίμου. Μολονότι αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν τη συνεκτίμηση της αξίας της πωλήσεως των επίμαχων αγαθών κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους συμμετοχής στην παράβαση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη εν προκειμένω στοιχεία που αντιπροσωπεύουν τον σταθμισμένο ετήσιο μέσο όρο των πωλήσεων κατά τη διάρκεια του συνόλου της περιόδου παραβάσεως.

134    Η Saint-Gobain προσθέτει ότι η ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την αξία των πωλήσεων, δεν μπορεί να θεραπευθεί από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν κατά την ένδικη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, οι πρόσθετες πληροφορίες που δόθηκαν από την Επιτροπή με τα γραπτά υπομνήματά της δεν δύνανται να συνιστούν επαρκή αιτιολογία, καθώς σημαντικά ερωτήματα παραμένουν χωρίς απάντηση.

135    Η Επιτροπή αντικρούει τα ως άνω επιχειρήματα. Σημειώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει εξήγηση για τη μέθοδο που ακολούθησε για να προσδιορίσει το βασικό ποσό του προστίμου. Όπως, όμως, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑11005, σκέψη 56), τα αριθμητικά στοιχεία δεν είναι απαραίτητα για την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως μιας αποφάσεως περί επιβολής προστίμων.

136    Κατά την Επιτροπή, οι πρόσθετες εξηγήσεις τις οποίες προσκόμισε στο πλαίσιο των γραπτών υπομνημάτων της μπορούσαν ήδη να συναχθούν από προσεκτική εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή, τουλάχιστον, μπορούσαν να προβλεφθούν.

137    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Saint-Gobain, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων οι οποίοι ελήφθησαν υπόψη κατά τα στάδια της εντατικής δράσεως και της παρακμής της συμπράξεως προσδιορίστηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών. Το ίδιο συμβαίνει για το γεγονός ότι ένας κατασκευαστής ο οποίος ήταν θύμα συμπαιγνίας κατά τη διάρκεια ορισμένου έτους επίσης ελήφθη υπόψη για τα επόμενα έτη. Ο αριθμός των μηνών, για κάθε συμμετέχοντα στην παράβαση και για κάθε περίοδο, θα μπορούσε να συναχθεί επίσης από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

138    Όσον αφορά τον κύκλο εργασιών που ελήφθη υπόψη για το έτος 1998, η Επιτροπή τόνισε ότι, εν απουσία επαρκών διευκρινίσεων εκ μέρους των εμπλεκομένων επιχειρήσεων γι’ αυτό το ζήτημα, υποχρεώθηκε να προβεί σε εκτίμηση με βάση τα αριθμητικά δεδομένα του έτους 1999, αλλά λαμβάνοντας υπόψη μόνο τους κατασκευαστές που έπεσαν θύματα συμπαιγνίας το έτος 1998.

139    Επιπλέον, η Επιτροπή εξήγησε δεόντως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους οι οποίοι την οδήγησαν εν προκειμένω να παρεκκλίνει από την αρχή της λήψεως υπόψη των πωλήσεων του τελευταίου πλήρους έτους συμμετοχής στην παράβαση, όπως αυτό προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Αυτή η παρέκκλιση είναι δικαιολογημένη από τα χαρακτηριστικά της συμπράξεως που αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετική με συμβάσεις προμήθειας υαλοπινάκων αυτοκινήτων που συνήφθησαν κατόπιν πλειοδοσίας και οι οποίες θα έμεναν σε ισχύ για μακρόχρονες περιόδους. Το πλαίσιο αυτό κατέστησε αναγκαία τη συνεκτίμηση διαφόρων σταδίων, που αντανακλούν, μεταξύ άλλων, την εντατική δράση της συμπράξεως και την παρακμή αυτής μέχρι τον τερματισμό της. Αυτή η παρέκκλιση ήταν επίσης ευνοϊκή για τις επιχειρήσεις αποδέκτες της εν λόγω αποφάσεως, αφού, κατά την Επιτροπή, το πρόστιμο θα ήταν πολύ υψηλότερο αν ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά το τελευταίο έτος της παραβάσεως είχε ληφθεί υπόψη.

140    Η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν μπορεί να δημοσιοποιήσει ακριβέστερους αριθμούς πωλήσεων στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς συνιστούν επιχειρηματικά απόρρητα.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

141    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου, η Saint-Gobain προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή, αφενός, ότι δεν αναλύθηκε λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ο υπολογισμός στο πλαίσιο του οποίου έλαβε υπόψη έναν κρίσιμο αριθμό πωλήσεων [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ και, αφετέρου, ότι δεν εξήγησε τους λόγους που την οδήγησαν να παρεκκλίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον τρόπο υπολογισμού που περιγράφεται στην παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

142    Εντούτοις, αμφότερες οι αιτιάσεις αυτές δεν ευσταθούν.

143    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 253 ΕΚ, όπως αυτό πλέον συμπληρώνεται με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να αιτιολογεί τις αποφάσεις που εκδίδει.

144    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας ατομικής αποφάσεως σκοπό έχει να επιτρέψει στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Aristrain κατά Επιτροπής, σκέψη 135 ανωτέρω, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

145    Επομένως, η αιτιολογία πρέπει, καταρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει. Την έλλειψη αιτιολογίας δεν καλύπτει το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορήθηκε την αιτιολογία της αποφάσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22).

146    H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της επίμαχης πράξεως, αλλά και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63).

147    Ως προς την παράθεση αριθμητικών δεδομένων σχετικά με τον υπολογισμό των προστίμων, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε πράγματι λεπτομερώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα συγκεκριμένα στοιχεία των πωλήσεων της Saint-Gobain τα οποία είχε λάβει υπόψη για τον υπολογισμό του επιβληθέντος σε βάρος της προστίμου.

148    Εντούτοις, όσον αφορά τον καθορισμό των προστίμων λόγω παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή ανταποκρίνεται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως αν παραθέσει στην απόφασή της, τα στοιχεία που της επέτρεψαν να εκτιμήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της διαπραχθείσας παραβάσεως, χωρίς να οφείλει να παραθέσει αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπή, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψη 66· βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2011, T‑110/07, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑477, σκέψη 311 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 13ης Ιουλίου 2011, T‑138/07, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑4819, σκέψη 243 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

149    Η παράθεση αριθμητικών στοιχείων σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων, ακόμη και αν τα στοιχεία αυτά είναι χρήσιμα, δεν είναι απαραίτητη για την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9991, σκέψεις 75 έως 77, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffaisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 414).

150    Πράγματι, όσον αφορά την αιτιολόγηση του καθορισθέντος προστίμου σε απόλυτα μεγέθη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο σε επιχείρηση που ενεργεί κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας και της βαρύτητας αυτής της παραβάσεως, και ότι το εν λόγω πρόστιμο δεν μπορεί να υπερβεί το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος από την επιχείρηση αυτή, το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 απονέμει στην Επιτροπή περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους τους, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 335 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

151    Επιπλέον, θα πρέπει να αποφεύγεται η εύκολη πρόβλεψη εκ μέρους των επιχειρηματιών του ύψους των προστίμων. Αν η Επιτροπή υποχρεούταν να παραθέτει στην απόφασή της τα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων αριθμητικά στοιχεία, θα περιοριζόταν το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα. Αν το ύψος του προστίμου ήταν αποτέλεσμα υπολογισμού βάσει ενός απλού μαθηματικού τύπου, οι επιχειρήσεις θα είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν την ενδεχόμενη κύρωση και να την συγκρίνουν με τα οφέλη που θα αντλούσαν από την παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού. (αποφάσεις BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψη 336, και Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 117 ανωτέρω, σκέψη 83).

152    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Saint-Gobain, το γεγονός και μόνο ότι η μέθοδος υπολογισμού των προστίμων προσαρμόστηκε στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις αυτές.

153    Από την παράγραφο 13 αυτών των κατευθυντήριων γραμμών προκύπτει ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί το βασικό ποσό του επιβαλλόμενου προστίμου, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων αγαθών ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την εμπλεκόμενη επιχείρηση, σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση στον οικείο γεωγραφικό τομέα εντός του εδάφους του ΕΟΧ και ότι λαμβάνει κανονικά υπόψη τις πωλήσεις της επιχειρήσεως κατά το τελευταίο πλήρες έτος της συμμετοχής της στην παράβαση. Επιπλέον, η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει αδικαιολόγητα από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 116 απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 211 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

154    Συνεπώς πρέπει να εξετασθεί αν, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Saint-Gobain μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο υπολογισμός του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε έγινε βάσει εναλλακτικής μεθόδου σε σχέση με αυτή που προβλεπόταν στην παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 και γνώριζε τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να αποκλίνει εν προκειμένω από τον κανόνα συμπεριφοράς ο οποίος καθορίστηκε από την εν λόγω παράγραφο.

155    Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί, συναφώς, ότι η Επιτροπή επισήμανε, τόσο στην ανακοίνωση των αιτιάσεων όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το πρόστιμο θα υπολογιζόταν με αναφορά στις αρχές που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 658 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τον κανόνα υπολογισμού των κρίσιμων για την υπόθεση πωλήσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 13 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Η Επιτροπή εξέθεσε επίσης τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, ο υπολογισμός της αξίας των κρίσιμων για την υπόθεση πωλήσεων δεν μπορούσε να γίνει, εν προκειμένω, με αναφορά μόνο στις συμβάσεις για τις οποίες διέθετε άμεσες αποδείξεις συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής. Για να δικαιολογήσει αυτήν την προσέγγιση, η Επιτροπή μεταξύ άλλων υποστήριξε, στις αιτιολογικές σκέψεις 660 έως 662 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όχι μόνο ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές είχαν παγιωθεί έναντι του συνόλου των μεγάλων κατασκευαστών αυτοκινήτων στον ΕΟΧ, κατά τη διάρκεια της περιόδου της παραβάσεως, αλλά επίσης ότι αυτή η σύμπραξη επεδίωκε τη συνολική σταθερότητα των μεριδίων αγοράς των συμμετεχόντων και ότι η σταθερότητα αυτή επιδιωκόταν, μεταξύ άλλων, μέσω μηχανισμού αποζημιώσεως που βασιζόταν σε όλους τους ατομικούς λογαριασμούς πελατών και συμπεριελάμβανε το σύνολο των στοιχείων υαλοφράξεως.

156    Ακολούθως, η Επιτροπή επισήμανε ότι θα απέκλινε, εν προκειμένω, από τη μέθοδο υπολογισμού σύμφωνα με την οποία μόνον οι πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους συμμετοχής στην παράβαση λαμβάνονται υπόψη. Στις αιτιολογικές σκέψεις 664 έως 667 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δικαιολόγησε αυτήν την παρέκκλιση από τον κανόνα της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, κατ’ ουσίαν, από το γεγονός ότι η επίδικη σύμπραξη παρουσίαζε την ιδιαιτερότητα ότι είχε διαφορετική ένταση μεταξύ του Μαρτίου 1998 και του Μαρτίου 2003. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου, μεταξύ Μαρτίου 1998 και του πρώτου μισού του έτους 2000, που χαρακτηρίζεται ως περίοδος «εντατικής δράσεως», η Επιτροπή διέθετε άμεσες αποδείξεις της παραβάσεως μόνον ως προς ένα μέρος των Ευρωπαίων κατασκευαστών αυτοκινήτων. Κατά την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2000 έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2002, αντιθέτως, οι συμφωνίες ή οι εναρμονισμένες πρακτικές αφορούσαν τουλάχιστον το 90 % των πωλήσεων υαλοπινάκων αυτοκινήτων πρώτης τοποθετήσεως εντός του ΕΟΧ. Τέλος, η περίοδος μεταξύ της 3ης Σεπτεμβρίου 2002 και του τέλους της περιόδου παραβάσεως, οριζόμενη ως περίοδος «παρακμής», χαρακτηριζόταν από επιβράδυνση των δραστηριοτήτων της συμπράξεως λόγω της αποχωρήσεως της Pilkington.

157    Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις περιστάσεις, η Επιτροπή επισήμανε ότι χρησιμοποίησε προσέγγιση «περισσότερο εξισορροπημένη» η οποία συνίστατο στον περιορισμό του ειδικού βάρους της περιόδου εντατικής δράσεως καθώς και του ειδικού βάρους της περιόδου παρακμής κατά τον υπολογισμό του βασικού προστίμου, λαμβανομένης υπόψη στο πλαίσιο αυτό, μόνο της αξίας των πωλήσεων προς κατασκευαστές αυτοκινήτων για τους οποίους διέθετε άμεσες αποδείξεις ότι ήταν τα θύματα συμπαιγνίας. Αντιθέτως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το σύνολο των πωλήσεων εντός του ΕΟΧ ελήφθη υπόψη για την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιουλίου 2000 και της 3ης Σεπτεμβρίου 2002. Όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 155, η Επιτροπή δικαιολόγησε, μεταξύ άλλων, αυτήν την προσέγγιση, στις αιτιολογικές σκέψεις 660 έως 662 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τονίζοντας ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές είχαν παγιωθεί έναντι του συνόλου των μεγάλων κατασκευαστών αυτοκινήτων εντός του ΕΟΧ, κατά τη διάρκεια της περιόδου παραβάσεως, αλλά επίσης ότι αυτή η σύμπραξη σκόπευε στη συνολική σταθερότητα των μεριδίων αγοράς των συμμετεχόντων και ότι αυτή η σταθερότητα επιδιωκόταν μεταξύ άλλων μέσω μηχανισμού αποζημιώσεως που βασιζόταν σε όλους τους ατομικούς λογαριασμούς πελατών και συμπεριελάμβανε το σύνολο των στοιχείων υαλοφράξεως.

158    Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 667 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι πωλήσεις που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου καθορίστηκαν, για κάθε συμμετέχοντα στη σύμπραξη με βάση τις συνολικές πωλήσεις που σταθμίστηκαν με τον τρόπο που μόλις εκτέθηκε, διαιρούμενες με τον αριθμό των μηνών συμμετοχής στην παράβαση και πολλαπλασιαζόμενες επί 12 προκειμένου να προκύψει σταθμισμένος ετήσιος μέσος όρος. Η Επιτροπή διευκρίνισε ακόμη ότι οι υπολογισμοί αυτοί έγιναν βάσει αριθμητικών στοιχείων που δόθηκαν από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε απάντηση της αιτήσεως πληροφοριών που τους απευθύνθηκε στις 25 Ιουλίου 2008.

159    Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή στα γραπτά υπομνήματά της, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να ληφθούν υπόψη σε σχέση με άλλα σημεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη λειτουργία της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 120 έως 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στα οποία η Επιτροπή συστηματικά προσδιόρισε τους κατασκευαστές που ήταν αντικείμενο παράνομων επαφών κατά τη διάρκεια διαφόρων περιόδων της παραβάσεως.

160    Επιπλέον, η Επιτροπή παρέσχε διάφορες διευκρινίσεις, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με τη μέθοδο που ακολούθησε για να υπολογίσει τα πρόστιμα τα οποία επέβαλε σε κάθε μία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα κρίσιμα για την υπόθεση αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων, την αναλογία της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη, το πρόσθετο ποσό καθώς και τις προσαρμογές του βασικού ποσού του προστίμου.

161    Τέλος, καίτοι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει εξήγηση σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων που ελήφθησαν υπόψη για το έτος 1998, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Saint-Gobain δεν παρέσχε αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων ανά κατασκευαστή για το εν λόγω έτος κατά τη διάρκεια της έρευνας. Συνεπώς, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, στηρίχθηκε κατά τρόπο νόμιμο και προβλέψιμο στο πλαίσιο αυτό επί των αριθμητικών στοιχείων περί των πωλήσεων του εγγύτερου έτους, εν προκειμένω του έτους 1999, προκειμένου να υπολογίσει το επιβαλλόμενο στη Saint-Gobain πρόστιμο.

162    Λαμβανομένων υπόψη όσων προηγήθηκαν, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι επισημάνσεις της επίδικης αποφάσεως επέτρεπαν στη Saint-Gobain να αντιληφθεί όχι μόνο τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να παρεκκλίνει εν μέρει από τον κανόνα συμπεριφοράς της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, εν προκειμένω, αλλά επίσης και τα στοιχεία επί τη βάσει των οποίων η Επιτροπή εξέτασε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, όπως και τη μέθοδο υπολογισμού του προστίμου. Επομένως, παρά το ότι οι λεπτομέρειες αυτού του υπολογισμού δεν περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν πάσχει έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας από την άποψη αυτή.

163    Επομένως το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, αντλούμενου από εσφαλμένο υπολογισμό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

164    Η Saint-Gobain, η οποία υποστηρίζει ότι αντελήφθη, κατά την ανάγνωση του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής, ότι αυτή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συνιστάμενη σε εσφαλμένο υπολογισμό του προστίμου, εγείρει συναφώς ένα νέο λόγο ακυρώσεως με το υπόμνημα απαντήσεώς της.

165    Η Saint-Gobain επισημαίνει ότι ο αριθμός επηρεασθεισών πωλήσεων τον οποίο αρχικώς έλαβε υπόψη η Επιτροπή, καθόσον την αφορά, ανερχόταν σε [εμπιστευτικό] ευρώ. Εφαρμόζοντας σχολαστικά τη μέθοδο υπολογισμού υπέρ της οποίας τάσσεται η Επιτροπή, η Saint-Gobain θα κατέληγε σε αριθμό [εμπιστευτικό] ευρώ, δηλαδή ποσό κατώτερο από [εμπιστευτικό] ευρώ σε σχέση με αυτό που ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή. Η διαφορά αυτή θα μπορούσε να εξηγηθεί, κατά τη Saint-Gobain, με τη συμπερίληψη στη βάση υπολογισμού των προστίμων των στοιχείων που αφορούν πωλήσεις πραγματοποιηθείσες εκτός ΕΟΧ. Σύμφωνα με την παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη τέτοιοι αριθμοί κατά τον υπολογισμό προστίμου για παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

166    Η Επιτροπή εγείρει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό αυτού του σκέλους του λόγου ακυρώσεως. Κατά την άποψή της, η Saint-Gobain μπορούσε ήδη να προβάλει την αιτίαση αυτή με την προσφυγή της, εφόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι τα αριθμητικά στοιχεία περί πωλήσεων τα οποία της κοινοποιήθηκαν από τη Saint-Gobain ήταν αυτά που χρησίμευσαν ως βάση υπολογισμού του επιβληθέντος στην επιχείρηση αυτή προστίμου.

167    Επί της ουσίας, η Επιτροπή διατείνεται ότι έλαβε υπόψη τα αριθμητικά στοιχεία περί πωλήσεων τα οποία της κοινοποιήθηκαν από τη Saint-Gobain. Βέβαια, η Saint-Gobain είχε επισημάνει, κατά τη διάρκεια του ελέγχου, ότι μέρος των πωλήσεων που ανταποκρίνονται στα εν λόγω στοιχεία δεν επηρεάστηκε από τη σύμπραξη και ότι ορισμένες από τις πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν εκτός ΕΟΧ. Ωστόσο, η Saint-Gobain δεν εξειδίκευσε τον τύπο των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν εκτός ΕΟΧ, ούτε τους πελάτες τους οποίους αφορούσαν, ούτε ακόμη το ποσό του κύκλου εργασιών που αντιπροσώπευαν. Εξάλλου, τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τη Saint-Gobain, επί του σημείου αυτού, δεν επιβεβαιώθηκαν.

168    Η Επιτροπή επικαλείται πολλές άλλες περιστάσεις οι οποίες, κατά την άποψή της, απέκλειαν την αιτηθείσα από τη Saint-Gobain μείωση του κρίσιμου για την υπόθεση κύκλου εργασιών που αφορούσε πωλήσεις εκτός ΕΟΧ. Κατ’ αρχάς, η Saint-Gobain δεν παρέσχε εξηγήσεις ως προς το αν αυτές οι ενδεχόμενες παραδόσεις εκτός ΕΟΧ αποτελούσαν αντικείμενο κεντρικών συζητήσεων από τους κατασκευαστές ή αν αυτές εξαιρούνταν από την κεντρική διαχείριση. Ακολούθως, δεν μπορούσε να αποκλειστεί, κατά την Επιτροπή, ότι οι παραδόσεις αυτές προορίζονταν για αποθήκες κατασκευαστών στην Ένωση, προς το σκοπό της χρήσεως από αναγνωρισμένους μεταπωλητές εκτός ΕΟΧ. Εξάλλου, τυχόν συνεκτίμηση μικρότερων ποσοτήτων πωλήσεων υπ’ αυτήν την έννοια θα καθιστούσε αναγκαία, για ορισμένες περιόδους της παραβάσεως, την επακριβή κατανομή πωλήσεων σε κάθε εμπλεκόμενο κατασκευαστή, η οποία δεν προσκομίστηκε από τη Saint-Gobain. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Saint-Gobain δεν προσκόμισε καμία αξιόπιστη απόδειξη από την οποία να προκύπτει ότι οι πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν εκτός ΕΟΧ. Προκύπτει, περαιτέρω, κατά την Επιτροπή, από το φάκελο της έρευνας ότι η ίδια η Saint-Gobain παραιτήθηκε από μια λεπτομερή ανάλυση αυτού του τύπου, λαμβανομένου υπόψη του ισχνού ύψους των επίμαχων πωλήσεων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

169    Το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει, προκαταρκτικώς, ότι η Επιτροπή επιβεβαίωσε την εκδοχή της Saint-Gobain κατά την οποία το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπολογίστηκε χωρίς να αφαιρεθούν από τα σχετικά με το ύψος των πωλήσεων στοιχεία που είχαν κοινοποιηθεί τα ενδεχόμενα ποσά που αντιστοιχούσαν σε προβαλλόμενες πωλήσεις εκτός ΕΟΧ.

170    Πρέπει να επισημανθεί ακολούθως ότι, στις αιτήσεις πληροφοριών που απηύθυνε στη Saint-Gobain στις 10 Δεκεμβρίου 2007 και στις 25 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε από αυτήν να της κοινοποιήσει τον κύκλο εργασιών της που πραγματοποιήθηκε εντός ΕΟΧ κατά τη διάρκεια περισσοτέρων διαδοχικών οικονομικών χρήσεων. Σε κάθε μία από αυτές τις αιτήσεις, η Επιτροπή ζήτησε από τη Saint-Gobain να προσκομίσει, αν ήταν δυνατόν, επιβεβαιωμένα αριθμητικά στοιχεία και να διακρίνει τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε ανά κάθε κατασκευαστή αυτοκινήτων.

171    Στις απαντήσεις που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στις 28 Ιανουαρίου 2008 και στις 22 Αυγούστου 2008, η Saint-Gobain παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τον συνολικό κύκλο εργασιών της καθώς και ανά κατασκευαστή για τα έτη 1999 έως 2004, από τη βάση δεδομένων της που αφορούσε το διεθνές εμπόριο. Αντιθέτως, η Saint-Gobain ανέφερε, στις ίδιες απαντήσεις της, ότι τα κοινοποιηθέντα στοιχεία συμπεριελάμβαναν επίσης πωλήσεις υαλοπινάκων αυτοκινήτων σε πελάτες με έδρα εκτός ΕΟΧ, δηλαδή στην Πολωνία, στην Τσεχική Δημοκρατία και στη Σλοβακία. Εκτιμώντας ωστόσο ότι αυτές οι πωλήσεις αντιπροσώπευαν κύκλο εργασιών σχετικά ισχνό και ότι ήταν δύσκολο να τις ανασύρουν από τη βάση δεδομένων που αφορούσε το διεθνές εμπόριο, η Saint-Gobain κατέστησε γνωστό στην Επιτροπή ότι παραιτήθηκε από τη σχετική προσαρμογή της εν λόγω βάσης δεδομένων. Αφαίρεσε, ωστόσο, από τον συνολικό κύκλο εργασιών, για κάθε ένα από τα υπό εξέταση έτη, ένα ποσοστό που υποτίθεται ότι αντανακλούσε τις πωλήσεις εκτός ΕΟΧ.

172    Επιβάλλεται, λοιπόν, η διαπίστωση ότι οι αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη απαντήσεις δεν περιείχαν έναν ειδικό υπολογισμό, ανά κατασκευαστή και ανά έτος, των πωλήσεων σε πελάτες εκτός ΕΟΧ, παρά τις αιτήσεις πληροφοριών που απευθύνονταν προς τον σκοπό αυτό από την Επιτροπή στη Saint-Gobain. Από την αιτιολογική σκέψη 667 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, ως προς τις περιόδους εντατικής δράσεως και παρακμής της συμπράξεως, δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία πωλήσεων προς κατασκευαστές για τους οποίους ήταν σε θέση να αποδείξει ότι οι συμβάσεις προμήθειας υαλοπινάκων αυτοκινήτων απετέλεσαν αντικείμενο συμφωνιών ή αθέμιτων πρακτικών. Συνεπώς η Επιτροπή δεν μπορούσε, επί τη βάσει των πληροφοριών που της είχαν παρασχεθεί από τη Saint-Goblin, να καθορίσει αν και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σε ποιό μέτρο τα ποσοστά πωλήσεων που υποστήριζε ότι πραγματοποίησε εκτός ΕΟΧ αφορούσαν αυτούς τους κατασκευαστές.

173    Γενικότερα, πρέπει να διαπιστωθεί, όπως ορθώς πράττει η Επιτροπή, ότι η Saint‑Gobain δεν παρουσίασε κατά τη διάρκεια του ελέγχου κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι τα ποσοστά του κύκλου εργασιών που ζητεί να αφαιρεθούν από τη βάση υπολογισμού του προστίμου αντιστοιχούν στις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκτός ΕΟΧ.

174    Κατά συνέπεια, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το πρώτο σκέλος του λόγου προβάλλεται παραδεκτώς μολονότι παρουσιάστηκε μόνο στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη λαμβάνοντας υπόψη ως κύκλο εργασιών, για τον υπολογισμό του επιβαλλόμενου στη Saint-Gobain προστίμου, τον συνολικό κύκλο εργασιών ανά κατασκευαστή ο οποίος της κοινοποιήθηκε από αυτήν, χωρίς να αφαιρεθεί από αυτόν τον κύκλο εργασιών ένα κατ’ αποκοπήν ποσοστό που προβάλλεται ότι αντιστοιχεί σε πωλήσεις εκτός ΕΟΧ.

175    Επομένως το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος με το οποίο στηρίζει τα αιτήματα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και μαζί με αυτό ο τρίτος λόγος στο σύνολό του. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι το σκέλος αυτό εξετάζεται επίσης στις σκέψεις 463 έως 477 κατωτέρω, κατά το μέρος που προβάλλεται προς στήριξη των αιτημάτων περί μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

4.     Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από σφάλμα κατά τον καταλογισμό της ευθύνης της παραβατικής συμπεριφοράς της Saint-Gobain στην Compagnie, από παραβίαση των αρχών του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών και του τεκμηρίου αθωότητας καθώς και από κατάχρηση εξουσίας

176    Ο παρών λόγος ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με έναν από τους λόγους που προέβαλε η Compagnie στην υπόθεση T‑73/09. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

177    Ο τρίτος λόγος που προβάλλεται από την Compagnie στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑73/09 περιλαμβάνει εντούτοις επικουρική αιτίαση, που αντλείται επίσης από υπέρβαση του ανωτάτου ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, αλλά στηρίζεται σε διαφορετική επιχειρηματολογία. Η Compagnie υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή ορθώς τη θεώρησε υπεύθυνη για τις ενέργειες της θυγατρικής της Saint-Gobain Glass France, εντούτοις, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη βασιζόμενη στον συνολικό κύκλο εργασιών του ομίλου Saint-Gobain προκειμένου να υπολογίσει το ανώτατο όριο του προστίμου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Αυτή η αιτίαση, ως αιτίαση διαφορετική από εκείνη που αποτελεί αντικείμενο του παρόντος λόγου, εξετάζεται χωριστά (βλ. σκέψεις 442 έως 458 κατωτέρω).

 Επιχειρήματα των διαδίκων

178    Η Saint-Gobain και η Compagnie προσάπτουν στην Επιτροπή ότι καταλόγισε στην τελευταία τις ενέργειες της Saint-Gobain Glass France, που της ανήκει κατά 100 %, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η Compagnie άσκησε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της Saint-Gobain.

179    Η Compagnie ισχυρίζεται συναφώς ότι, τόσο λόγω της φύσεως των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού όσο και λόγω της φύσεως και του βαθμού σοβαρότητας των κυρώσεων που συναρτώνται με αυτή, ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να υποστεί κυρώσεις για τον λόγο αυτόν από την Επιτροπή μόνον αν αυτή είναι σε θέση να αποδείξει, θετικά, την ανάμειξή του σε μια τέτοια παράβαση. Ο καταλογισμός της ευθύνης για παράβαση σε μητρική εταιρία, για τις ενέργειες μίας εκ των θυγατρικών της, είναι δυνατός αν διαπιστωθεί ότι αυτή η τελευταία δεν ενήργησε κατά τρόπο αυτόνομο ή εφάρμοσε τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας. Η Compagnie εκτιμά, αντιθέτως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν καταλήγει, όπως εν προκειμένω, σ’ έναν τέτοιο καταλογισμό χωρίς να έχει επαληθεύσει αν η μητρική εταιρία πράγματι άσκησε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της. Ο καταλογισμός παραβατικής συμπεριφοράς υπό τις συνθήκες αυτές θα οδηγούσε σε σύγχυση των εννοιών νομικού προσώπου και επιχειρήσεως και, συνεπώς, στην παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών.

180    Κατά την Compagnie, καίτοι η κατοχή του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου μιας θυγατρικής συνιστά σοβαρή ένδειξη περί του ότι η μητρική εταιρία έχει εξουσία αποφασιστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής στην αγορά, εντούτοις, το στοιχείο αυτό δεν αρκεί, αυτό και μόνο, προκειμένου να καταλογιστεί η ευθύνη της συμπεριφοράς μιας θυγατρικής στην εν λόγω μητρική εταιρία. Απαιτείται, σχετικώς, μια συμπληρωματική δέσμη ενδείξεων, παρά τη νομολογία της Ένωσης που έχει ήδη κρίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

181    Αποτελεί παραβίαση της αρχής αυτής, αναγνωριζόμενη και σε άλλα νομικά συστήματα, καθώς και της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας ο καταλογισμός από την Επιτροπή στην Compagnie της παραβιάσεως που τελέστηκε από τη Saint-Gobain Glass France, καθώς από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι η τελευταία περιορίστηκε να ακολουθεί τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας κατά την εφαρμογή της εμπορικής πολιτικής της. Ειδικότερα, γενικές οδηγίες που δίνονται σε θυγατρική ή η άσκηση μη εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, σε επίπεδο μητρικής εταιρίας, από τον επικεφαλής θυγατρικής δεν αποτελούν επαρκή στοιχεία για να αποδείξουν την άσκηση ενός τέτοιου ελέγχου. Η Επιτροπή ως εκ τούτου δέχθηκε ένα αμάχητο τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής σε βάρος της Compagnie, κατά παραβίαση των αρχών που έχουν αναγνωρισθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑8237).

182    Η Compagnie εκτιμά ότι θα πρέπει απλώς να αποδείξει ότι ο όμιλος του οποίου είναι επικεφαλής δεν έχει οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους και υλικούς πόρους για να αναμειγνύεται με τρόπο τακτικό και λεπτομερή στη διαχείριση της εμπορικής πολιτικής των θυγατρικών της. Αυτό, κατά την Compagnie, έχει αποδειχθεί.

183    Κατ’ αρχάς, μόνο το γεγονός ότι υπάρχει κοινή στρατηγική στο σύνολο του ομίλου Saint-Gobain, όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του τελευταίου, δεν μπορεί να αποδείξει την άσκηση από την Compagnie αποφασιστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής της Saint-Gobain, καθώς οι συστατικές αρχές αυτής της στρατηγικής δεν έχουν σχέση με την εμπορική πολιτική των διαφόρων πόλων δραστηριοτήτων εντός του εν λόγω ομίλου. Περαιτέρω, οι περιορισμένοι ανθρώπινοι πόροι που διαθέτει η Compagnie, όπως και ο αποκλειστικά λειτουργικός σκοπός των διαφόρων τμημάτων που την αποτελούν, μαρτυρούν την πρακτική αδυναμία άσκησης επιρροής, ακόμα και γενικής, στην εμπορική πολιτική των εκατοντάδων θυγατρικών της. Η Compagnie δεν έδωσε επίσης καμία οδηγία ως προς τις εμπορικές τεχνικές που πρέπει να ακολουθήσουν οι θυγατρικές προκειμένου να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Η κοινοποίηση ενός περιορισμένου αριθμού πληροφοριών στην Compagnie, όπως των προϋπολογισμών και των οικονομικών εκθέσεων, είναι εξάλλου οργανωμένη βάσει ενός συστήματος «bottom-up», χαρακτηριστικό αποκεντρωμένης διαχειρίσεως και της πολύ διαφοροποιημένης φύσεως των δραστηριοτήτων του ομίλου Saint-Gobain. Η Επιτροπή δεν κατόρθωσε εξάλλου να αποδείξει ότι συγκεκριμένες σχέσεις επί των εμπορικών δραστηριοτήτων του πόλου «Υαλόφραξη» της Saint-Gobain απευθύνονταν στην Compagnie.

184    Ακολούθως, ο ατομικός ρόλος εντός της Compagnie του A., πρώην διευθυντή του πόλου «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain, δεν επιτρέπει να αποδειχθεί απουσία εμπορικής αυτονομίας του εν λόγω πόλου. Επομένως, η Compagnie ισχυρίζεται ότι τα καθήκοντα του A. στο εσωτερικό της δεν ήταν εκτελεστικά, καθώς ο τίτλος του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Compagnie είχε τιμητικό χαρακτήρα. Ο A. σε κανένα χρονικό σημείο δεν ήταν μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Compagnie, η οποία, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού συμβουλίου, είναι η μόνη που λαμβάνει τις αποφάσεις σχετικά με την αρμοδιότητα της Compagnie εντός του ομίλου. Ο A. επιπλέον άσκησε καθήκοντα εντός της Compagnie μόνο μετά τις 15 Οκτωβρίου 2001, δηλαδή τέσσερα έτη μετά την έναρξη της παραβάσεως, και ήταν υπεύθυνος καινοτομίας στον όμιλο μόνο μετά την 1η Μαΐου 2004, δηλαδή περισσότερο από ένα έτος μετά το τέλος της επίδικης συμπράξεως. Σχετικά με την επιτροπή γενικής διευθύνσεως, μολονότι αν τα εξεταζόμενα από αυτήν ζητήματα παρουσιάζουν πράγματι κοινό ενδιαφέρον για το σύνολο του ομίλου, οι ανταλλασσόμενες στο πλαίσιο της επιτροπής αυτής πληροφορίες είχαν πολύ γενικό χαρακτήρα για να επιτρέψουν να συναχθεί η ύπαρξη αποφασιστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής του πόλου «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain.

185    Η δε συμμετοχή δύο εργαζομένων της Compagnie στο διοικητικό συμβούλιο της Saint-Gobain Glass France, αντίθετα προς ό,τι δέχεται η Επιτροπή, είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω. Είναι πράγματι σύνηθες ένας μέτοχος σε ποσοστό 100 % εταιρίας να κατέχει ορισμένο αριθμό εδρών εντός του διοικητικού συμβουλίου αυτής. Επομένως το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη ένα τέτοιο στοιχείο προκειμένου να καταλογιστεί η παράβαση στην Compagnie, όπως και οι απλές ανταλλαγές γενικών πληροφοριών με τη Saint-Gobain Glass France, καταλήγει να καθιστά αμάχητο το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής που αναγνωρίζεται από τη νομολογία.

186    Με την προβολή χωριστής αιτιάσεως, η Saint-Gobain και η Compagnie υποστηρίζουν εξάλλου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει κατάχρηση εξουσίας, καθώς ο καταλογισμός παραβάσεως στην Compagnie είχε ως μόνο αντικείμενο, κατά την άποψή τους, το πολύ υψηλό πρόστιμο που τους επιβλήθηκε να μην υπερβεί το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών εκάστης «από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση», σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003. Επομένως, ανεξαρτήτως των λοιπών λόγων της προσφυγής, το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε δεν έπρεπε να υπερβεί το 10 % του κύκλου εργασιών της Saint-Gobain κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δηλαδή [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ.

187    Η Επιτροπή προβάλλει, προκαταρκτικώς, το απαράδεκτο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, όπως αυτός εγείρεται από τη Saint-Gobain, κατά το μέτρο που η τελευταία παραπέμπει απλώς και μόνο εν προκειμένω σε ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από την Compagnie κατά τη διάρκεια της έρευνας και περιλαμβάνονται περιληπτικώς στην προσβαλλόμενη απόφαση.

188    Επί της ουσίας, η Επιτροπή σημειώνει κατ’ αρχάς ότι εσφαλμένως η Compagnie της προσάπτει ότι υπέπεσε σε σύγχυση, στην προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ των εννοιών της επιχειρήσεως και του νομικού προσώπου. Η Επιτροπή καταλόγισε στην Compagnie την παραβατική συμπεριφορά της Saint-Gobain μόνο αφού διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούν μία και ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

189    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ακολούθως ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, μητρική εταιρία που κατέχει ποσοστό 100 % του μετοχικού κεφαλαίου θυγατρικής τεκμαίρεται ότι έχει ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της τελευταίας και, επομένως, μπορούν να της καταλογιστούν οι παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού οι οποίες διεπράχθησαν από εκείνη. Αυτό το τεκμήριο δικαιολογείται από το γεγονός ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, θυγατρική που κατέχεται σε ποσοστό 100 % από μητρική εταιρία δεν καθορίζει αυτόνομα την εμπορική της πολιτική. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Compagnie, δεν ήταν επομένως αναγκαίο η Επιτροπή να αποδείξει θετικά ότι η μητρική εταιρία πράγματι άσκησε τέτοια επιρροή εν προκειμένω.

190    Η Επιτροπή εκθέτει επιπλέον ότι, μολονότι αναφέρθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση σε ορισμένα πρόσθετα στοιχεία για να ενισχύσει αυτό το τεκμήριο, εντούτοις, από το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι θεώρησε αυτά τα στοιχεία απαραίτητα για τη διαπίστωση ότι η Compagnie είναι υπεύθυνη της παραβατικής συμπεριφοράς της Saint-Gobain.

191    Κατά την Επιτροπή, κανένας λόγος δεν δικαιολογεί την εγκατάλειψη του προμνημονευθέντος στη σκέψη 189 τεκμηρίου. Κατ’ αρχάς, έχει μικρή σημασία ότι οι έννομες τάξεις τρίτων κρατών δεν αναγνωρίζουν τη μορφή ενός μαχητού τεκμηρίου που προσομοιάζει με αυτό που μόλις περιγράφηκε. Ακολούθως, αυτό το τεκμήριο δεν είναι αντίθετο στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ μητρικών εταιριών που κατέχουν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής και αυτών που κατέχουν μόλις ένα πολύ περιορισμένο μέρος αυτού, δεδομένου ότι οι εταιρίες αυτές δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις. Τέλος, οπωσδήποτε, η Επιτροπή έχει ήδη κάνει δεκτή, με προηγούμενες αποφάσεις της, την ευθύνη μητρικής εταιρίας που κατέχει μόνο ένα μέρος του μητρικού κεφαλαίου μιας εκ των θυγατρικών της.

192    Σχετικά με την προηγούμενη διοικητική πρακτική την οποία προβάλλει ως ακολουθούμενη η Compagnie, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όχι μόνο μια τέτοια πρακτική δεν μπορεί να απορρέει από ένα και μόνο προηγούμενο, αλλά επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, μια ενδεχόμενη πρακτική αυτού του τύπου δεν την υποχρεώνει να εκφέρει ταυτόσημες εκτιμήσεις σε μεταγενέστερες αποφάσεις της. Οπωσδήποτε, η Επιτροπή αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε αντιφάσεως μεταξύ των προηγούμενων αποφάσεών της, οι οποίες παρατίθενται από την Compagnie, και την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εντάσσεται σε διαφορετικό πραγματικό πλαίσιο.

193    Εξάλλου, όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω, μόνο το γεγονός ότι το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής είναι δύσκολο να ανατραπεί δεν σημαίνει ότι αυτό το τεκμήριο είναι αμάχητο. Εν προκειμένω, η Compagnie δεν προσκόμισε στοιχεία που να επιτρέπουν να ανατραπεί το τεκμήριο που την βαρύνει. Η Compagnie αποτελεί πράγματι ενιαία επιχείρηση με τη Saint-Gobain Glass France, κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού. Επομένως, και η αιτίαση κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει, στο πλαίσιο αυτό, την αρχή του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών ή ακόμα την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει, κατά την Επιτροπή, να απορριφθεί ως αβάσιμη.

194    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται, κατά την Επιτροπή, από διάφορα στοιχεία.

195    Κατ’ αρχάς, η εμπορική δομή του ομίλου Saint-Gobain, όπως την υιοθέτησε η Compagnie, καταδεικνύει ότι η τελευταία άσκησε αποφασιστική επιρροή στην εμπορική συμπεριφορά της Saint-Gobain France. Πράγματι, η Compagnie είχε αναπτύξει τη στρατηγική του εν λόγω ομίλου και κατανείμει τις δραστηριότητες αυτού του τελευταίου σε ειδικούς τομείς. Το τελευταίο αυτό στοιχείο μαρτυρά τη θέλησή της να διατηρήσει, σε τελευταίο βαθμό, τον έλεγχο της δομής και της συμπεριφοράς του ομίλου αυτού, χωρίς η γνώση της παραβάσεως εκ μέρους της να είναι κρίσιμη για την εφαρμογή του τεκμηρίου. Είναι άλλωστε φυσιολογικό, σ’ αυτό το πλαίσιο, οι διαφορετικές λειτουργίες της επιχειρήσεως στην οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση, να κατανέμονται μεταξύ της Compagnie και των θυγατρικών της που σχετίζονται με τον πόλο «Υαλόφραξη» και η Compagnie να διαθέτει ανθρώπινους πόρους πιο περιορισμένους από αυτούς που διαθέτουν οι θυγατρικές της.

196    Η δήλωση της Compagnie ότι δεν δίνει καμία συγκεκριμένη οδηγία στις θυγατρικές της δεν τεκμηριώνεται εξάλλου με κανένα αποδεικτικό μέσο. Πρέπει να σημειωθεί, στο τελευταίο αυτό σημείο, ότι υπάρχει, εντός της Compagnie, τμήμα έρευνας και αναπτύξεως καθώς και καινοτομίας, όπως και θέση νομικού εξειδικευμένου στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και θέση προϊσταμένου διεθνών συμβάσεων.

197    Η Επιτροπή εκτιμά, ακολούθως, ότι τα καθήκοντα που ασκήθηκαν από τον A. τόσο εντός της Saint-Gobain Glass France όσο και εντός της Compagnie καταδεικνύουν την αποφασιστική επιρροή που είχε η Compagnie επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής αυτής. Ο A. ήταν, πράγματι, εργαζόμενος της Saint-Gobain Glass France και διευθυντής του πόλου «Υαλόφραξη» εντός του ομίλου Saint-Gobain, επικεφαλής του συνόλου των εταιριών που ασκούσαν τις επίμαχες δραστηριότητες παραγωγής και εμπορίας υαλοφράξεως. Αντίθετα προς όσα προβάλλει η Compagnie, ο A. άσκησε τα καθήκοντα του διευθυντή του πόλου «Υαλόφραξη» εντός του εν λόγω ομίλου μεταξύ του Οκτωβρίου 1996 και του Οκτωβρίου 2001, πριν ασκήσει τα καθήκοντα του αναπληρωτή γενικού διευθυντή. Ο A., όμως, επανειλημμένως, με τις διάφορες ιδιότητές του, υπέβαλε εκθέσεις ως προς τις δραστηριότητες του πόλου «Υαλόφραξη» στην Compagnie και αυτή δεν απέδειξε ότι τα καθήκοντα αυτά δεν είχαν εκτελεστικό χαρακτήρα.

198    Περαιτέρω, δεν αμφισβητήθηκε ότι ο A. ήταν μέρος της επιτροπής γενικής διευθύνσεως, η οποία έχει ως αποστολή, σύμφωνα με τις απαντήσεις της Compagnie στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, να επιμερίζει τις γενικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τους διευθύνοντες του ομίλου και να εξετάζει κάθε μήνα τα ενοποιημένα αποτελέσματα του ομίλου Saint‑Gobain καθώς και την εξέλιξη των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού της. Αυτή η επιτροπή αποτελεί, μαζί με την εκτελεστική επιτροπή, τη διευθύνουσα ομάδα του ομίλου Saint-Gobain.

199    Σχετικά με την παρουσία περισσοτέρων μελών της διευθύνσεως της Compagnie ως επικεφαλής της Saint-Gobain Glass France, αυτή δείχνει τη σημασία της αναμείξεως της μητρικής εταιρίας στις δραστηριότητες του πόλου «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain.

200    Κατά τα λοιπά, ούτε ο προϋπολογισμός του πόλου «Υαλόφραξη» για το έτος 2001 ούτε το στρατηγικό σχέδιο για τον ίδιο πόλο για την περίοδο 2002-2006, που παρουσιάστηκαν από την Compagnie σε παράρτημα στο υπόμνημα απαντήσεως, δεν μπορούν να κλονίσουν τα συμπεράσματα αυτά. Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτά τα έγγραφα είχαν συνταχθεί στο επίπεδο του πόλου «Υαλόφραξη» και δεν διαβιβάσθηκαν ακολούθως στην Compagnie, δεν αποδεικνύεται ότι η τελευταία δεν ήταν σε θέση να τα τροποποιήσει, να τα απορρίψει ή να ελέγξει την εφαρμογή τους. Άλλωστε δεν είναι ευχερές να θεωρηθεί ότι ο πόλος «Υαλόφραξη» είναι εντελώς αυτόνομος εντός του ομίλου Saint-Gobain, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού μεριδίου που αντιπροσωπεύει εντός του ομίλου με βάση τον κύκλο εργασιών και τα αποτελέσματα.

201    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα που αντλείται από την προβαλλόμενη στο συμπληρωματικό υπόμνημα της Compagnie προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας, τούτο προβάλλεται καθυστερημένα και είναι, συνεπώς, απαράδεκτο. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι τα τεκμήρια ενοχής είναι δυνατά στον τομέα του ποινικού δικαίου μόνον εφόσον δεν υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση, αφενός, ότι η μάχη κατά των ανταγωνιστικών πρακτικών αποτελεί σημαντικό διακύβευμα και, αφετέρου, ότι τα δικαιώματα άμυνας της Compagnie έγιναν πλήρως σεβαστά εν προκειμένω, καθώς αυτή ήταν σε θέση, μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, να ανατρέψει το τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής της Saint-Gobain Glass France.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 Επί του παραδεκτού του λόγου κατά το μέτρο που προβλήθηκε από τη Saint-Gobain

202    Πριν εξεταστεί ο λόγος στην ουσία του, πρέπει να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή όσον αφορά τον ως άνω λόγο της Saint-Gobain. Βασιζόμενη στο άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Saint-Gobain, στην προσφυγή της, αρκέστηκε να παραπέμψει στα επιχειρήματα της Compagnie στο πλαίσιο της έρευνας, τα οποία συνοπτικώς εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 606 και 607 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να τα αναπτύξει.

203    Δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschppij κ.λπ. κατά Επιτροπής, PVC II, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 39). Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει της προμνημονευθείσας διατάξεως, πρέπει να περιλαμβάνονται στο ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 2009, T‑184/08, Alves dos Santos κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 19).

204    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα αποσπάσματα της προσφυγής της Saint-Gobain που αφορούν τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις αυτές. Όπως η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε στα γραπτά υπομνήματά της, η Saint-Gobain δεν περιορίστηκε, εν προκειμένω, να παραπέμψει απλώς και μόνο σε επιχειρηματολογία που περιέχεται σε άλλα γραπτά της. Η προσφυγή περιέχει πράγματι περισσότερα επιχειρήματα προς επίρρωση του λόγου που αντλείται από την παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών, από το γεγονός του καταλογισμού στην Compagnie της παραβατικής συμπεριφοράς της Saint-Gobain, καθώς και από την υπέρβαση του ανωτάτου ορίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και την κατάχρηση εξουσίας.

205    Επομένως η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλεται από την Επιτροπή κατά του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως της Saint-Gobain πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

206    Επί της ουσίας πρέπει να επισημανθεί, προκαταρκτικώς, ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 59) και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψη 107).

207    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, επίσης, ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να νοείται ως δηλών μια οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω, σκέψεις 54 και 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

208    Οσάκις, αυτή η οντότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, για την παράβαση αυτή, η οποία πρέπει να καταλογίζεται κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σε ένα νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα. Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει εξάλλου να απευθύνεται προς αυτό και να αναφέρει την ιδιότητα υπό την οποία το πρόσωπο αυτό θεωρείται υπόλογο για τις πράξεις περί των οποίων πρόκειται (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω, σκέψεις 56 και 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

209    Κατά πάγια νομολογία, η συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λόγω, ιδίως, των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων. Ειδικότερα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και, ως εκ τούτου, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στις σκέψεις 206 και 207 ανωτέρω νομολογίας. Επομένως, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμων στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω, σκέψεις 58 και 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

210    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία ομίλου επιχειρήσεων όχι επειδή η μητρική παρακινεί τη θυγατρική της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, επειδή η μητρική εμπλέκεται στην παράβαση, αλλά επειδή αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 58).

211    Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της, η οποία παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης, αφενός, η εν λόγω μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

212    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καίτοι το Δικαστήριο, στις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως της 16ης Νοεμβρίου 2000, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, έκανε λόγο, πέραν της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής, και για άλλες περιστάσεις, όπως είναι η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις, αναφέρθηκε στις περιστάσεις αυτές μόνον προκειμένου να εκθέσει το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τη συλλογιστική του για να συναγάγει το συμπέρασμα ότι αυτή δεν βασίστηκε μόνο στην κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής από την μητρική της εταιρία. Επομένως, το γεγονός ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στην ως άνω υπόθεση δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την τροποποίηση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες λειτουργεί το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής που προβλέπεται στην προηγούμενη σκέψη (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 210 ανωτέρω, σκέψη 62, και της 30ής Απριλίου 2009, T‑12/03, Itochu κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑883, σκέψη 50).

213    Επομένως, αρκεί η απόδειξη από την Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί κατά τεκμήριο ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω, σκέψη 61, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-8947, σκέψη 57).

214    Προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια θυγατρική εταιρία καθορίζει με αυτόνομο τρόπο τη συμπεριφορά της στην αγορά, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο το γεγονός ότι η μητρική εταιρία επηρεάζει την πολιτική τιμών, τις δραστηριότητες παραγωγής και διανομής, τους στόχους πωλήσεων, τα περιθώρια μικτού κέρδους, τα έξοδα πωλήσεως, το «cash flow», ή ακόμη τα αποθέματα και το marketing. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη, όπως μνημονεύθηκε ανωτέρω στη σκέψη 209, κάθε στοιχείο σχετικό με τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς της με τη μητρική εταιρία, οι οποίοι μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με την περίπτωση και δεν θα μπορούσαν επομένως να γίνουν αντικείμενο εξαντλητικής απαριθμήσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω, σκέψη 65, και απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 210 ανωτέρω, σκέψεις 64 και 65).

215    Ένα τεκμήριο, έστω και αν είναι δύσκολο να ανατραπεί, παραμένει εντός αποδεκτών ορίων εφόσον είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα ανταποδείξεως και διασφαλίζονται τα δικαιώματα άμυνας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Δεκεμβρίου 2009, C‑45/08, Spector Photo Group και Van Raemdonck, Συλλογή 2009, σ. I‑12073, σκέψεις 43 και 44, και ΕΔΔΑ, απόφαση Janosevic κατά Σουηδίας, σκέψη 104 ανωτέρω § 101 έως 110).

216    Το τεκμήριο, όμως, της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της κατά 100 % ή σχεδόν 100 % θυγατρικής της αφορά αποκλειστικώς τη διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της σημασίας του σκοπού που συνίσταται στην καταστολή των συμπεριφορών που είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, και συγκεκριμένα προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, και στην αποτροπή της επαναλήψεώς τους, και, αφετέρου, των επιταγών ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, όπως, ιδίως, οι αρχές του τεκμηρίου αθωότητας, της εξατομικεύσεως των ποινών και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και τα δικαιώματα άμυνας, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ισότητας των όπλων (απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 213 ανωτέρω, σκέψη 59).

217    Συνεπώς, ένα τέτοιο τεκμήριο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό.

218    Εξάλλου, το προμνημονευθέν στη σκέψη 211 τεκμήριο βασίζεται στη διαπίστωση ότι, πλην όλως εξαιρετικών περιστάσεων, εταιρία που κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου θυγατρικής μπορεί αποκλειστικώς λόγω της ως άνω κατοχής κεφαλαίου να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής, και, αφετέρου, ότι η απουσία αποτελεσματικής ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας επιρροής μπορεί κατά κανόνα να αναζητηθεί λυσιτελώς στη σφαίρα των φορέων ως προς τους οποίους ισχύει το τεκμήριο αυτό. Επομένως, αν αρκούσε η προβολή από τον ενδιαφερόμενο απλώς και μόνον μη τεκμηριωμένων επιχειρημάτων, τούτο θα καθίστατο σε μεγάλο βαθμό άνευ σημασίας. Το τεκμήριο είναι πάντως μαχητό και οι οντότητες που επιθυμούν να το ανατρέψουν μπορούν να προσκομίσουν κάθε στοιχείο σχετικά με τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας το οποίο θεωρούν ότι μπορεί να αποδείξει ότι η θυγατρική και η μητρική εταιρία δεν αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, καθώς και ότι η θυγατρική συμπεριφέρεται αυτόνομα στην αγορά (απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 213 ανωτέρω, σκέψεις 60 και 61· βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 29).

219    Τέλος, η μητρική εταιρία έχει δικαίωμα ακροάσεως από την Επιτροπή προτού ληφθεί απόφαση εις βάρος της και η απόφαση αυτή υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, ο οποίος πρέπει να αποφανθεί διασφαλίζοντας πλήρως τα δικαιώματα άμυνας (απόφαση Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 80 ανωτέρω, σκέψη 110).

220    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Compagnie κατείχε το 100 % του μετοχικού κεφαλαίου της Saint-Gobain Glass France κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως.

221    Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 213 έως 215 ανωτέρω, όταν η Επιτροπή στηρίζεται στο τεκμήριο περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής για να καταλογίσει την ευθύνη παραβάσεως στη μητρική εταιρία, εναπόκειται στην τελευταία να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο προσκομίζοντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Συναφώς, εναπόκειται στη μητρική εταιρία να υποβάλει κάθε στοιχείο σχετικό με τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ αυτής και της θυγατρικής της με το οποίο να αποδεικνύεται ότι αυτές δεν αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα.

222    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι τα στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν από την Compagnie κατά τη διάρκεια του ελέγχου επέτρεπαν να τεκμηριωθεί η εμπορική αυτονομία της Saint-Gobain Glass France στην αγορά και, επομένως, να αποδειχθεί ότι αυτή και η Compagnie δεν συνιστούσαν ενιαία οικονομική οντότητα κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης.

223    Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 600 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε τριών ειδών θεωρήσεις προκειμένου να θεμελιώσει το τεκμήριο κατά το οποίο η Compagnie ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της Saint-Gobain Glass France κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως.

224    Η Επιτροπή προβάλλει, πρώτον, επιχειρήματα σχετικά με την εμπορική οργάνωση του ομίλου Saint-Gobain. Η Επιτροπή, παραπέμποντας σε διάφορες ετήσιες αναφορές της Compagnie, επισημαίνει ότι, καίτοι οι διάφοροι πόλοι δραστηριότητας του ομίλου Saint-Gobain διαχειρίζονται τις δικές τους δράσεις και καθορίζουν και εφαρμόζουν τις εμπορικές στρατηγικές και τις στρατηγικές marketing που συνδέονται με τη δική τους δραστηριότητα, εντούτοις, οι πόλοι αυτοί αποτελούν μέρος ενός πλαισίου βασικής επιχειρησιακής διευθύνσεως, που καθορίζεται από την Compagnie και προορίζεται να εφαρμόσει το εμπορικό μοντέλο του ομίλου. Η Επιτροπή αναφέρεται συναφώς σε έγγραφο που της απεστάλη από τη Saint-Gobain Glass France στις 4 Οκτωβρίου 2006, προς απάντηση αιτήσεως πληροφοριών που της είχε απευθύνει, και από το οποίο συνάγεται ότι οι αναληφθείσες πρωτοβουλίες και τα οικονομικά αποτελέσματα του πόλου «Υαλόφραξη» του ομίλου ήταν σύμφωνα με τις προτεραιότητες και τους σκοπούς που είχαν καθοριστεί για όλες τις δραστηριότητες του ομίλου, όπως αυτές προσδιορίστηκαν από τη γενική διεύθυνση της Compagnie. Κατά την Επιτροπή, το ίδιο έγγραφο ορίζει ότι, μολονότι ο εμπορικός προσανατολισμός, όπως τα σχέδια εκμεταλλεύσεως και οι προϋπολογισμοί καθώς και σημαντικές επιχειρησιακές εμπορικές αποφάσεις, διαμορφώνεται σε επίπεδο εμπορικών οντοτήτων, η τελική απόφαση λαμβάνεται από τον διευθυντή του πόλου «Υαλόφραξη» της Saint-Gobain.

225    Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει στοιχεία δομικής φύσεως. Υπογραμμίζει, κατ’ αρχάς, τους δεσμούς που υπήρχαν μεταξύ της διευθύνσεως της Compagnie και αυτής του πόλου «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain. Ο A. ασκούσε καθήκοντα αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Compagnie και, με την ιδιότητα αυτή, υπέβαλλε αναφορές στον αναπληρωτή γενικό διευθυντή του ομίλου. Ο A. έγινε εξάλλου πρόεδρος του πόλου «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain καθώς και της Saint-Gobain Glass France και της Saint-Gobain Sekurit France. Ήταν επίσης πρόεδρος της Saint-Gobain Sekurit International μέχρι το έτος 2001. Ο A. συμμετείχε στις συσκέψεις της επιχειρησιακής επιτροπής και της επιτροπής της γενικής διευθύνσεως της Compagnie και ήταν, περαιτέρω, υπεύθυνος της καινοτομίας εντός του ομίλου Saint-Gobain. Ακολούθως, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τρία μέλη του συμβουλίου διοικήσεως της Saint-Gobain Glass France κατείχαν ταυτόχρονα διευθυντικές θέσεις εντός της Compagnie.

226    Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο A. είναι μέλος της ομάδας διευθύνσεως του ομίλου, όπως και ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής αυτού, και ότι ο εν λόγω αναπληρωτής γενικός διευθυντής είναι και ο ίδιος μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Compagnie. Δεν είναι, όμως, υποστηρίξιμο ότι μέλη της επιτροπής διευθύνσεως που βρίσκονται επικεφαλής εμπορικού τομέα, όπως ο A., επικοινωνούν μόνο μεταξύ τους και ότι επομένως συγκεντρώνουν τη διεύθυνση του ομίλου χωρίς τη συμμετοχή της εκτελεστικής επιτροπής της Compagnie.

227    Τρίτον, τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Compagnie και η Saint-Gobain Glass France έχουν την έδρα τους στην ίδια διεύθυνση. Το γεγονός αυτό διευκολύνει την ανάπτυξη ομοιόμορφης εμπορικής πολιτικής εντός της επιχειρήσεως αυτής.

228    Η Compagnie και η Saint-Gobain αμφισβητούν την άποψη αυτή.

229    Συναφώς, καίτοι ορισμένα στοιχεία που προσκομίζονται από την Compagnie δεικνύουν ότι η Saint-Gobain Glass France απολάμβανε σημαντικής αυτονομίας, ωστόσο η Compagnie δεν κατόρθωσε να ανατρέψει το τεκμήριο το οποίο τη βαρύνει εν προκειμένω.

230    Πρώτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Compagnie ότι η αυτονομία της Saint-Gobain πιστοποιείται από την αποκεντρωμένη διαχείριση του ομίλου Saint-Gobain και από το γεγονός ότι η Compagnie ήταν η επικεφαλής του ομίλου εταιρία η οποία δεν υπέχει υπηρεσιακή ευθύνη και δεν παρεμβαίνει στην επιχειρησιακή διαχείριση των θυγατρικών της.

231    Πράγματι, κατ’ αρχάς, η Compagnie προβάλλει ότι ο «χάρτης ηθικής» της απλώς διατυπώνει γενικές αρχές χωρίς σχέση με την εμπορική πολιτική των θυγατρικών της και υποστηρίζει ότι, καίτοι καθορίζει τη γενική στρατηγική του ομίλου Saint-Gobain, αφήνει, αντιθέτως, τους πόλους δραστηριότητας ελεύθερους να ορίζουν και να εφαρμόζουν την εμπορική τους πολιτική. Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι η Compagnie δεν προσκόμισε ούτε τον «χάρτη ηθικής» της ούτε οποιοδήποτε έγγραφο που να μπορεί να στηρίξει αυτά τα επιχειρήματα.

232    Ακολούθως, στην περίπτωση ομίλου εταιριών, σκοπός της εταιρίας συμμετοχών είναι συγκέντρωση των μεριδίων διαφόρων εταιριών προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία διεύθυνση (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 63, και της 29ης Ιουνίου 2012, T‑360/09, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής, σκέψη 283). Συνεπώς, ελλείψει ενδείξεων που να αποδεικνύουν ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δεσμοί που ενώνουν την Compagnie με τη Saint-Gobain Glass France μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η Compagnie ασκούσε αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, συντονίζοντας μεταξύ άλλων τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις εντός του ομίλου Saint-Gobain (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2011, T‑299/08 Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑2149, σκέψη 99). Πρέπει άλλωστε να επισημανθεί συναφώς, αφενός, ότι η Compagnie παραδέχεται ότι καθορίζει τους γενικούς σκοπούς αποδοτικότητας των θυγατρικών της, ότι μεριμνά για την οικονομική ισορροπία και τη φήμη αυτών και ότι συνεισφέρει στη χρηματοδότηση των επενδύσεων που πραγματοποιούν και, αφετέρου, ότι, σύμφωνα με τα αριθμητικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από την ίδια την Compagnie, περίπου το ήμισυ των εργαζομένων αυτής ασχολούνται με τις οικονομικές υποθέσεις.

233    Σχετικά με την εσωτερική κατανομή των διαφόρων δραστηριοτήτων της Compagnie, η οποία φαίνεται να έχει χαρακτήρα αποκεντρωμένης διαχειρίσεως, μεταξύ περισσοτέρων τμημάτων ή μονάδων, τούτο αποτελεί σύνηθες φαινόμενο σε ομίλους εταιριών, όπως αυτός του οποίου ηγείται η Compagnie και ουδόλως μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο ότι η Compagnie και η Saint-Gobain αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 99).

234    Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Compagnie, αφενός, ότι η Saint-Gobain Glass France καθόριζε πάντα αυτόνομα την εμπορική της στρατηγική, καθώς η Compagnie ουδέποτε κατάρτισε ή ενέκρινε τα σχέδια δραστηριότητάς της και τους προϋπολογισμούς της και η Saint-Gobain Glass France μπορούσε, πρακτικά, να δρα αυτόνομα στην αγορά, και, αφετέρου, ότι η Saint-Gobain Glass France διέθετε πλήρη οικονομική αυτονομία, καθώς ο έλεγχος που ασκούσε η Compagnie σ’ αυτήν ήταν πολύ γενικός.

235    Πράγματι, εκτός από το ότι η Compagnie δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο προς στήριξη αυτών των επιχειρημάτων, πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με έγγραφο που απηύθυνε η Saint-Gobain Glass France στην Επιτροπή στις 4 Οκτωβρίου 2006, σε απάντηση αιτήσεως παροχής πληροφοριών, η Compagnie ενέκρινε τις επενδύσεις και τους προϋπολογισμούς καθενός από τους πόλους δραστηριότητας της Saint-Gobain και ήλεγχε τακτικά τα αποτελέσματα αυτών των διαφορετικών πόλων. Αυτό το στοιχείο ενισχύει το συμπέρασμα ότι η Compagnie ασκούσε αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της συντονίζοντας μεταξύ άλλων τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις εντός του ομίλου Saint-Gobain (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 102).

236    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα σχέδια δραστηριότητας εγκρίνονταν από τη διεύθυνση του πόλου «Υαλόφραξη» προτού ενδεχομένως διαβιβαστούν στην Compagnie, δεν θα μπορούσε να συναχθεί ότι αυτή η τελευταία δεν μπορούσε να τα τροποποιήσει ή να τα απορρίψει ή ακόμη να ελέγξει την εφαρμογή τους.

237    Τρίτον, το επιχείρημα της Compagnie σύμφωνα με το οποίο η Saint-Gobain Glass France της κοινοποιούσε πληροφορίες κατά το σύστημα «bottom up» (από κάτω προς τα πάνω) και ότι η διαβίβαση αυτών των πληροφοριών δεν οδηγούσε στην επακόλουθη αποστολή οδηγιών στη θυγατρική της είναι αλυσιτελές. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση, αυτός ο τρόπος κοινοποιήσεως πληροφοριών από μια θυγατρική προς τη μητρική της εταιρία δεν θίγει τη δυνατότητα της τελευταίας να ασκεί αποφασιστική επιρροή στην συμπεριφορά της επίδικης θυγατρικής στην αγορά. Εν προκειμένω, η επιβεβαίωση εκ μέρους της Compagnie ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στους προϋπολογισμούς και στις χρηματοοικονομικές αναφορές των θυγατρικών της κοινοποιήθηκαν σε αυτήν τείνει αντιθέτως να επιβεβαιώσει ότι αυτή η μητρική εταιρία ήταν πλήρως σε θέση να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της εν λόγω θυγατρικής στην αγορά ελέγχοντας την αποδοτικότητα αυτής της τελευταίας και, βάσει των αποτελεσμάτων, προσανατολίζοντας τις στρατηγικές εμπορικές επιλογές της. Αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται ακόμη από την επισήμανση που έγινε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας από τον A., διευθυντή του πόλου «Υαλόφραξη» εντός του ομίλου Saint-Gobain, σύμφωνα με την οποία αυτός παρουσίαζε στον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Compagnie τις δραστηριότητες του τομέα «Υαλοπίνακες Αυτοκινήτων» του εν λόγω ομίλου.

238    Τέταρτον, πρέπει εξάλλου να απορριφθούν τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία, αφενός, η Compagnie δεν είχε ποτέ συμμετάσχει στην παράβαση ούτε γνώριζε γι’ αυτήν, καθώς οι αποφάσεις σχετικά με τις τιμές πωλήσεων, την υποβολή ειδικών προσφορών στους κατασκευαστές αυτοκινήτων και την εκπτωτική πολιτική λαμβάνονταν μόνο από τις θυγατρικές που αποτελούσαν τμήμα του πόλου «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain, και, αφετέρου, η αγορά υαλοπινάκων αυτοκινήτων αποτελεί ειδικό τομέα μεταξύ των πέντε πόλων δραστηριότητας του ομίλου Saint-Gobain, ο οποίος παρουσιάζει, περαιτέρω, ασθενείς σχέσεις με άλλους τομείς του πόλου «Υαλόφραξη».

239    Κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν μπορεί πράγματι να τεκμηριώσει ότι η Saint-Gobain Glass France καθόριζε την εμπορική της πολιτική αυτόνομα στην αγορά.

240    Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το στοιχείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε μητρική εταιρία ενός ομίλου εταιριών δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 210 ανωτέρω, σκέψη 58· βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011, T‑72/06, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 74). Αντιθέτως, οι οργανωτικοί, οικονομικοί και νομικοί δεσμοί μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας μπορούν να αποδεικνύουν την ύπαρξη επιρροής της πρώτης επί της στρατηγικής της δεύτερης και, επομένως, να δικαιολογούν την άποψη ότι οι εταιρίες αυτές πρέπει να θεωρούνται ως μία και μόνη οικονομική οντότητα (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 210 ανωτέρω, σκέψη 83).

241    Ακολούθως, το γεγονός ότι οι δραστηριότητες της Saint-Gobain Glass France τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση δεν σχετίζονται με μία από τις πολυάριθμες αγορές στις οποίες ο όμιλος Saint-Gobain δραστηριοποιείται είναι εν προκειμένω αλυσιτελές. Πράγματι δεν είναι ασύνηθες, για ομίλους όπως αυτός του οποίου ηγείται η Compagnie, οι όμιλοι αυτοί να δραστηριοποιούνται σε περισσότερες αγορές και να εμπιστεύονται την ευθύνη των δραστηριοτήτων τους σε διάφορες θυγατρικές ή ομίλους θυγατρικών, χωρίς εντούτοις μία τέτοια περίσταση να συνιστά εμπόδιο στην άσκηση αποφασιστικής επιρροής εκ μέρους της επικεφαλής του ομίλου εταιρίας επί της εμπορικής πολιτικής των διαφόρων θυγατρικών της.

242    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Compagnie κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένα ότι τα στοιχεία τα οποία της γνωστοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν επέτρεπαν την απόδειξη ότι η Compagnie δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της Saint-Gobain Glass France.

243    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από το ότι το επίπεδο αποδείξεως που απαιτείται από την Επιτροπή εν προκειμένω προς ανατροπή του τεκμηρίου θα ισοδυναμούσε με μετατροπή του τεκμηρίου ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής σε αμάχητο τεκμήριο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Σύμφωνα με την προμνημονευθείσα στις σκέψεις 213 έως 215 νομολογία, δεν ζητήθηκε πράγματι από την Compagnie να προσκομίσει απόδειξη περί μη αναμείξεώς της στη διαχείριση της θυγατρικής της, αλλά της ζητήθηκε αποκλειστικά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της συμπεριφερόταν αυτόνομα στην επίμαχη αγορά (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 120). Το γεγονός απλώς και μόνο ότι μια οντότητα δεν προσκόμισε, σε δεδομένη περίπτωση, αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να ανατρέψουν το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποτελεσματικής επιρροής δεν σημαίνει ότι το εν λόγω τεκμήριο δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ανατραπεί (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 213 ανωτέρω, σκέψεις 65 και 66).

244    Πρέπει, επομένως, επίσης, να κριθεί, υπό το πρίσμα της προηγηθείσας αναλύσεως, ότι η προσέγγιση της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το ζήτημα των στοιχείων που προσκομίστηκαν από την Compagnie προς ανατροπή του εις βάρους της τεκμηρίου στην προκειμένη περίπτωση δεν εμπίπτει, στο σύνολό της, στην έννοια της probatio diabolica.

245    Σχετικά με τις διάφορες παραπομπές της Compagnie σε ορισμένες προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής, στις οποίες η τελευταία δεν είχε καταλογίσει στις μητρικές εταιρίες τις παραβατικές συμπεριφορές θυγατρικών, κατεχομένων σε ποσοστό 100 %, αρκεί να υπομνησθεί ότι η πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν χρησιμεύει, από μόνη της, ως νομικό πλαίσιο για τον καθορισμό των προστίμων στον τομέα παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι αυτό ορίζεται αποκλειστικά στον κανονισμό 1/2003, όπως αυτός εφαρμόζεται υπό το φως των κατευθυντήριων γραμμών, και ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες εκτιμήσεις της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 82, και Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 123).

246    Είναι εξίσου αλυσιτελές, για τον σκοπό της εξετάσεως της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι εφαρμόζονται σε άλλα νομικά συστήματα διαφορετικοί κανόνες καταλογισμού των παραβάσεων στο δίκαιο ανταγωνισμού.

247    Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τον καταλογισμό στην Compagnie της παραβατικής συμπεριφοράς της Saint-Gobain Glass France δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

248    Επειδή ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η Compagnie και η Saint-Gobain Glass France αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, πρέπει εξάλλου να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα της Compagnie σύμφωνα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, το τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής το οποίο εφάρμοσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και του οποίου το Δικαστήριο αναγνώρισε τη νομιμότητα, επί της αρχής, στην απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω, είναι αντίθετο στην αρχή του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών. Η αιτίαση της Compagnie, ομοίως, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ακόμα και αν υποτεθεί ότι είναι παραδεκτή καθώς προβλήθηκε στο στάδιο του συμπληρωματικού υπομνήματος, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011, T‑78/06, Álvarez κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 31 έως 41).

249    Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του προμνημονευθέντος στη σκέψη 247 συμπεράσματος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η αιτίαση που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας, ότι δηλαδή ο καταλογισμός στην Compagnie της παραβατικής συμπεριφοράς της Saint-Gobain δικαιολογείται αποκλειστικά από την επιθυμία της Επιτροπής να επιβάλει στην τελευταία πρόστιμο που υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

250    Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

5.     Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας των ποινών και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

251    Ο λόγος αυτός συνδέεται, κατ’ ουσίαν, με έναν από τους λόγους που προβάλλονται από την Compagnie στην υπόθεση T‑73/09. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

252    Η Saint-Gobain και η Compagnie υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινών, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά το μέτρο που η Επιτροπή εφαρμόζει τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 μολονότι αυτές υιοθετήθηκαν μετά τη λήξη της επίδικης παραβάσεως. Η αναδρομική αυτή εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών προκάλεσε σημαντική αύξηση του προβλέψιμου κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα επίμαχα γεγονότα επιπέδου των προστίμων, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998).

253    Κατά τη νομολογία, η αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινών αντιτίθεται στην αναδρομική εφαρμογή μιας νέας ερμηνείας κανόνα δικαίου που προβλέπει τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως μιας παραβάσεως, έχοντας επιβαρυντικό αποτέλεσμα στο επίπεδο των επιβαλλομένων προστίμων, εφόσον αυτή η εξέλιξη δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη κατά τον χρόνο διαπράξεώς της και δεν ήταν απαραίτητη για τη διασφάλιση της εφαρμογής της πολιτικής του ανταγωνισμού της Ένωσης. Εν προκειμένω όμως δεν πληρούνται αυτές οι δύο προϋποθέσεις. Αφενός, επειδή το επίπεδο των επιβαλλόμενων προστίμων μετά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν είχε κανένα κοινό μέτρο με αυτό των προηγουμένως επιβαλλόμενων προστίμων, πρέπει να κριθεί ότι η εξέλιξη που προκύπτει από την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη. Αυτό οφείλεται, ειδικότερα, στη σημασία που αποδίδεται στον παράγοντα της διάρκειας της παραβάσεως κατά τον υπολογισμό του προστίμου στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, στον οποίο αποδίδεται σαφώς μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτήν που είχε αποδοθεί υπό την ισχύ των κατευθυντήριων γραμμών του 1998. Αφετέρου, το πολύ υψηλό επίπεδο των επιβαλλόμενων από την Επιτροπή προστίμων κατ’ εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν είναι απαραίτητο για να διασφαλίσει την εφαρμογή της πολιτικής του ανταγωνισμού της Ένωσης.

254    Κατά την Compagnie, ακόμα και αν κρινόταν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε, εν προκειμένω, τον κανονισμό 17, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 ισοδυναμούν με μεταβολή του κανόνα συμπεριφοράς που η Επιτροπή σαφώς καθόρισε με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, προς την κατεύθυνση αυστηροποιήσεως των κυρώσεων. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν παρά μόνο σε καταστάσεις μεταγενέστερες της δημοσιεύσεώς τους.

255    Τα συμπεράσματα αυτά δεν τίθενται εν αμφιβόλω από την απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, καθώς, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο περιορίστηκε να αποφανθεί επί της αναδρομικής εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 1998. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή αφορούσε την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών σε γεγονότα που έλαβαν χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές δεν είχαν ακόμα δημοσιευθεί. Επομένως, αντίθετα προς την κατάσταση που οδήγησε στην παρούσα διαφορά, η επίμαχη παράβαση στην υπόθεση αυτή είχε διαπραχθεί σε εποχή που χαρακτηριζόταν από μεγάλη νομική ανασφάλεια σχετικά με τον υπολογισμό των προστίμων και κατά τη διάρκεια της οποίας, συνεπώς, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να έχουν καμία δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σχετικώς. Εν προκειμένω, αντιθέτως, οι επιχειρήσεις αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως είχαν κάθε λόγο να αναμένουν ότι για τις μέλλουσες συμπεριφορές τους θα τους επιβληθούν κυρώσεις κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 1998, και δεδομένου ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε τον κανονιστικό χαρακτήρα των τελευταίων στην απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω.

256    Η Compagnie επικαλείται εξάλλου πολυάριθμες ομιλίες που εκφωνήθηκαν πριν το 2006 από τους αρμόδιους επί θεμάτων ανταγωνισμού της Ένωσης Ευρωπαίους επιτρόπους, από τις οποίες προκύπτει ότι η έκδοση νέων κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τον υπολογισμό των προστίμων δεν ήταν προβλέψιμη κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα.

257    Επομένως, σύμφωνα με τη Saint-Gobain και την Compagnie, το πρόστιμο έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998.

258    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η νομική βάση των επιβαλλομένων προστίμων σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού του άρθρου 81 ΕΚ είναι το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, καθώς οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 περιορίζονται να προσδιορίσουν τη μέθοδο σύμφωνα με την οποία αυτά τα πρόστιμα υπολογίζονται. Συγκεκριμένα, τόσο υπό την ισχύ των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 όσο και υπό την ισχύ των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, ο υπολογισμός των προστίμων πρέπει να γίνει λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας και της διάρκειας των παραβάσεων, όπως προβλέπει το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003. Με δεδομένο ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 αποτελούν έκφραση μεθόδου η οποία έχει διαμορφωθεί για την εφαρμογή αμετάβλητης νομικής διατάξεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, μπορεί να μεταφερθεί εν προκειμένω. Τούτο κατά μείζονα λόγο διότι το Δικαστήριο, σ’ αυτήν την απόφαση, προσδιόρισε τις γενικές αρχές σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

259    Βεβαίως, μολονότι αποδόθηκε μεγαλύτερο βάρος στο κριτήριο της διάρκειας υπό την ισχύ των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, αυτή η εξέλιξη, εντούτοις, ήταν, κατά την Επιτροπή, προβλέψιμη κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε η παράβαση, όπως και το γεγονός ότι η αξία των οικείων πωλήσεων μπορεί να συνεκτιμηθεί στο μέλλον για τον υπολογισμό του προστίμου, περισσότερο από ένα ποσό κατ’ αποκοπή. Συγκεκριμένα, πριν από την υιοθέτηση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το Δικαστήριο είχε ήδη εκφράσει κάποια προτίμηση για τη συνεκτίμηση της αξίας μάλλον παρά ενός κατ’ αποκοπή ποσού κατά τον υπολογισμό ενός προστίμου. Εξάλλου, σύμφωνα με την Επιτροπή το πρόσθετο ποσό που πλέον επιβάλλεται με σκοπό την αποτροπή περιείχετο ήδη στο κατ’ αποκοπήν ποσό που εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο που ίσχυαν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998, βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως. Τέλος, η Compagnie αβασίμως προβάλλει ότι, κατά τον χρόνο των επίμαχων περιστατικών, μπορούσε να προβλεφθεί ότι η Επιτροπή δεν θα προέβαινε σε αναδρομική εφαρμογή των νέων κατευθυντήριων γραμμών που ενδεχομένως θα υιοθετούσε. Η Επιτροπή υπενθυμίζει πράγματι την αρχή σύμφωνα με την οποία είναι ελεύθερη να προσαρμόζει τις κατευθυντήριες γραμμές με βάση τις ανάγκες, αρκεί τέτοιες προσαρμογές να σέβονται το νομικό πλαίσιο που καθορίζεται από τον κανονισμό 1/2003.

260    Η Επιτροπή υπογραμμίζει εξάλλου ότι, αφενός, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 σε κανένα σημείο δεν προσδιόριζαν ότι εφαρμόζονταν στις αποφάσεις σχετικά με τις παραβάσεις που διαπράττονταν κατά τον χρόνο της εφαρμογής τους και ότι, αφετέρου, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006, από τις οποίες αυτή δεν μπορούσε να παρεκκλίνει χωρίς αιτιολόγηση, ορίζουν ότι εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις όπου η ανακοίνωση των αιτιάσεων απεστάλη μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2006. Η ανακοίνωση, όμως, των αιτιάσεων απεστάλη εν προκειμένω στις 18 Απριλίου 2007.

261    Περαιτέρω, από πρόσφατη νομολογία προκύπτει ότι σκοπός των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 ήταν η διαφάνεια και η αμεροληψία και όχι η προβλεψιμότητα του ποσού των προστίμων. Μια τέτοια προβλεψιμότητα δεν ήταν επιθυμητή, δεδομένου ότι θα μπορούσε να βλάψει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων καθιστώντας τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ικανές να συγκρίνουν με ακρίβεια την ενδεχόμενη κύρωση που θα μπορούσε να τους επιβληθεί σε περίπτωση παραβάσεως σε σχέση με τα οφέλη που θα μπορούσαν να αντλήσουν από μια τέτοια παράβαση.

262    Τα συμπεράσματα αυτά, σύμφωνα με την Επιτροπή, δεν μπορούν να κλονισθούν από την αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινών. Βεβαίως, κατ’ αρχήν, η υιοθέτηση κατευθυντήριων γραμμών τροποποιητικών της γενικής πολιτικής του ανταγωνισμού στον τομέα των προστίμων μπορεί να σχετίζεται με το πεδίο εφαρμογής αυτής της αρχής. Επομένως η τελευταία αντιτίθεται στην αναδρομική εφαρμογή νέων κατευθυντήριων γραμμών κατά το μέτρο που οι κανόνες που περιέχονται σ’ αυτές δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμες κατά τον χρόνο της παραβάσεως. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι μόνο το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 καθιστούν δυνατή την επιβολή προστίμου υψηλότερου εκείνων που επιβάλλονταν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας, δεδομένου ότι, αφενός, μια σύγκριση επιβαλλόμενων προστίμων σε διαφορετικές υποθέσεις δεν συνιστά αξιόπιστη μέθοδο και ότι, αφετέρου, η Compagnie και η Saint-Gobain δεν μπορούσαν να προβλέψουν το ακριβές επίπεδο του προστίμου που θα τους είχε επιβληθεί κατ’ εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 1998.

263    Η Επιτροπή αμφισβητεί ακόμα τη λυσιτέλεια, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας, της παραπομπής που έγινε από την Compagnie στις ομιλίες των αρμοδίων για θέματα ανταγωνισμού στην Ένωση Ευρωπαίων επιτρόπων που εκφωνήθηκαν μετά τη λήξη της παραβάσεως. Πράγματι, πέραν του γεγονότος ότι η εξουσία εκτιμήσεως του σώματος των επιτρόπων δεν μπορεί να περιοριστεί από τέτοιες ομιλίες, οι τελευταίες σε καμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι η προσαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε η παράβαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

264    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η Saint-Gobain και η Compagnie προσάπτουν κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι παραβίασε τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της μη αναδρομικότητας των ποινών εφαρμόζοντας εν προκειμένω τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, μολονότι, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, εφαρμόζονταν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998. Η εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 συνεπαγόταν σημαντική αύξηση του ποσού του προστίμου σε σχέση με αυτό που προέκυπτε από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 1998, κυρίως λόγω του πολλαπλασιασμού της αξίας των πωλήσεων αγαθών που αφορούσε η παράβαση λόγω της διάρκειας της τελευταίας.

265    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, προκαταρκτικώς, ότι η επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την οποία η αύξηση του ύψους των προστίμων στην οποία οδήγησε η εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 είναι προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από την πολιτική του ανταγωνισμού της Ένωσης σκοπό, συγχέεται, κατ’ ουσίαν, με την προβαλλόμενη επιχειρηματολογία στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου στην υπόθεση T‑56/09. Θα εξεταστεί επομένως παρακάτω στις σκέψεις 353 έως 391.

266    Πρέπει ακολούθως να υπομνησθεί ότι τα πρόστιμα που η Επιτροπή επέβαλε εν προκειμένω βασίζονται στο άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, που αντιστοιχεί στο άρθρο 15 του κανονισμού 17, ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως. Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις υπεύθυνες για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της. Για να καθοριστεί το ποσό του προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, οι οποίες δημοσιεύθηκαν πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στην προσφεύγουσα στις 18 Απριλίου 2007.

267    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινικών νόμων, την οποία καθιερώνει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και, πλέον, το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να τηρείται όταν επιβάλλονται πρόστιμα για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Βάσει της αρχής αυτής οι επιβαλλόμενες κυρώσεις πρέπει να αντιστοιχούν σε εκείνες που είχαν καθορισθεί κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 202, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψεις 218 έως 221, και της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 39).

268    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, που πρέπει να ερμηνευθεί και να εφαρμοσθεί κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται αποτελεσματική προστασία από διώξεις, καταδίκες και αυθαίρετες κυρώσεις (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση S.W. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 22ας Νοεμβρίου 1995, σειρά Α αριθ. 335‑B, § 35), επιβάλλει να εξετάζεται αν, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως που επέσυρε τις διώξεις και την καταδίκη, υπήρχε νομική διάταξη που καθιστούσε την πράξη αξιόποινη και αν η ποινή που επιβλήθηκε βαίνει πέραν των τεθέντων με τη διάταξη αυτή ορίων (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου της 22ας Ιουνίου 2000, Recueil des arrêts et décisions 2000‑VII, § 145· Achour κατά Γαλλίας της 29ης Μαρτίου 2006, Recueil des arrêts et décisions 2006‑IV, § 43, και Gurguchiani κατά Ισπανίας της 15ης Δεκεμβρίου 2009, αριθ. 16012/06, § 30).

269    Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα. Τα έννομα αυτά αποτελέσματα απορρέουν όχι από την κανονιστική φύση των κατευθυντηρίων γραμμών, αλλά από την εκ μέρους της Επιτροπής υιοθέτηση και δημοσίευσή τους. Η εν λόγω υιοθέτηση και δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών συνεπάγονται αυτοπεριορισμό της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής, η οποία δεν μπορεί να αποστεί από τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές, διότι άλλως ενδέχεται να ακυρωθεί η απόφασή της λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και η ασφάλεια δικαίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψεις 209 έως 212).

270    Οι κατευθυντήριες γραμμές, ως εργαλείο πολιτικής στον τομέα του ανταγωνισμού, εμπίπτουν, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής της αρχής τη μη αναδρομικότητας, όπως και μια νέα νομολογιακή ερμηνεία ενός κανόνα δικαίου που προβλέπει τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως μιας παραβάσεως, όπως προκύπτει από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις S.W. και C.R. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 22ας Νοεμβρίου 1995, σειρά Α αριθ. 335‑B και 335‑C, § 34 έως 36 και § 32 έως 34, Cantoni κατά Γαλλίας της 15ης Νοεμβρίου 1996, Recueil des arrêts et décisions 1996‑V, § 29 έως 32, και Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου, σκέψη 268 ανωτέρω, § 145). Κατά την νομολογία αυτή, παράβαση αυτής της διατάξεως μπορεί να απορρέει από νομολογιακή ερμηνεία της οποίας το αποτέλεσμα δεν μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ερμηνείας που κρατούσε κατά την περίοδο εκείνη στη σχετική με την επίμαχη διάταξη νόμου νομολογία.

271    Εντούτοις, το περιεχόμενο της έννοιας της προβλεψιμότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το περιεχόμενο του νομοθετήματος για το οποίο πρόκειται, τον τομέα τον οποίο καλύπτει, καθώς και από τον αριθμό και την ιδιότητα των αποδεκτών του. Η προβλεψιμότητα του νόμου δεν εμποδίζει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να προσφύγει σε συμβουλές ειδικών προκειμένου να αξιολογήσει, όσο τούτο είναι ευλόγως δυνατό με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν από μια συγκεκριμένη πράξη. Τούτο ισχύει ειδικότερα για τους επαγγελματίες, οι οποίοι είναι συνηθισμένοι να πρέπει να επιδεικνύουν μεγάλη σύνεση κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους και από τους οποίους αναμένεται να επιδεικνύουν ιδιαίτερη μέριμνα για την αξιολόγηση των κινδύνων που το επάγγελμα αυτό ενέχει (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψεις 215 έως 223· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3627, σκέψη 44· βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Cantoni κατά Γαλλίας, σκέψη 270 ανωτέρω, § 35, και Sud Fondi Srl κ.λπ. κατά Ιταλίας της 20ής Ιανουαρίου 2009, αριθ. 75909/01, § 109).

272    Περαιτέρω, οι εγγυήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως απαγορεύουσες τη βαθμιαία αποσαφήνιση των κανόνων περί ποινικής ευθύνης, προκειμένου ιδίως να προσαρμοστούν στις μεταβολές της καταστάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την ουσία της παραβάσεως και ευλόγως προβλέψιμο (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Jorgic κατά Γερμανίας της 12ης Ιουλίου 2007, Recueil des arrêts et décisions 2007‑III, § 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

273    Υπό το φως αυτών των νομολογιακών υπομνήσεων, πρέπει επομένως, στο πλαίσιο του ελέγχου τηρήσεως εν προκειμένω της αρχής της μη αναδρομικότητας, να εξεταστεί αν οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού του προστίμου, κατόπιν της θεσπίσεως των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, μπορούσαν ευλόγως να προβλεφθούν κατά τον χρόνο διαπράξεως των παραβάσεων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 224).

274    Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι ο κύριος λόγος που οδήγησε στη υιοθέτηση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ήταν, με βάση τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την προηγούμενη πρακτική, να τροποποιηθεί η πολιτική των διώξεων στον τομέα των παραβάσεων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, προκειμένου να διασφαλισθεί επαρκώς ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των επιβαλλόμενων βάσει των ως άνω άρθρων προστίμων. Ο σκοπός αυτός πραγματώνεται μεταξύ άλλων με τρεις κύριες καινοτομίες, δηλαδή, πρώτον, την αναφορά στην αξία των πωλήσεων αγαθών που σχετίζονται με την παράβαση ως βάση για τον προσδιορισμό των προστίμων, αντί ενός συστήματος τιμολογήσεως, δεύτερον, τη συμπερίληψη στο βασικό ποσό του προστίμου ενός πρόσθετου ποσού που προορίζεται να αποτρέπει τις επιχειρήσεις από τη συμμετοχή στις σοβαρότερες παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού και, τρίτον, την απόδοση μεγαλύτερης βαρύτητας στη διάρκεια της παραβάσεως κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

275    Σχετικά με το τελευταίο αυτό σημείο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της επιδράσεως που αναγκαίως έχει η διάρκεια της παραβάσεως επί των ενδεχόμενων συνεπειών της στην αγορά, είναι σημαντικό το πρόστιμο να αντανακλά επίσης τον αριθμό των ετών κατά τη διάρκεια των οποίων η επιχείρηση συμμετείχε στην παράβαση. Ο πολλαπλασιασμός της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση λόγω της διάρκειας συμμετοχής στην παράβαση υποτίθεται συνεπώς ότι συμβάλλει στον καθορισμό προστίμου που αντανακλά όχι μόνο την οικονομική σημασία της εν λόγω παραβάσεως, αλλά και το σχετικό ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως που συμμετείχε στην παράβαση.

276    Κατά πάγια νομολογία, όμως, και μάλιστα ήδη από την εποχή που ξεκίνησε η επίδικη σύμπραξη, το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε, στο παρελθόν, πρόστιμα ορισμένου ύψους σε κάποιους τύπους παραβάσεων, δεν μπορούσε να την οδηγήσει σε στέρηση της δυνατότητας αυξήσεως των προστίμων, ακόμα και σε σημαντικό βαθμό, εντός των ορίων που προβλέπονται από τον κανονισμό 17 και τον κανονισμό 1/2003, αν αυτό κρίνεται αναγκαίο για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης. Πράγματι, η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το ύψος των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 109· της 2ας Οκτωβρίου 2003, Aristrain κατά Επιτροπής, σκέψη 135 ανωτέρω, σκέψη 81, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 227). Αυτό το περιθώριο χειρισμού δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι, αν το ύψος του προστίμου ήταν αποτέλεσμα υπολογισμού βάσει ενός απλού μαθηματικού τύπου, οι επιχειρήσεις θα είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν την ενδεχόμενη κύρωση και να την συγκρίνουν με τα οφέλη που θα αντλούσαν από την παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού (απόφαση BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψη 336).

277    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η Επιτροπή δεν θα υπερβεί το ύψος των προστίμων το οποίο εφάρμοζε προηγουμένως ούτε ότι θα εφαρμοστεί συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού των προστίμων αυτών (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 228). Τούτο ισχύει επίσης όταν η αύξηση του ύψους των προστίμων απορρέει από την εφαρμογή, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, κανόνων συμπεριφοράς που έχουν γενική ισχύ, όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψεις 229 και 230, και της 19ης Μαρτίου 2009, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 245 ανωτέρω, σκέψη 59).

278    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Compagnie κατά το οποίο «[οι] πολιτικές συμμόρφωσης με το δίκαιο του ανταγωνισμού επένδυση […] επένδυση της οποίας το μέγεθος καθορίζεται μεταξύ άλλων από το αναμενόμενο ύψος των κυρώσεων», γεγονός που, κατά την Compagnie, θα έπρεπε να ωθήσει το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση του παρόντος λόγου, να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη προσπάθεια την οποία ισχυρίζεται ότι έπρεπε να καταβάλει προκειμένου να συμμορφωθεί με τους κανόνες που απορρέουν από το δίκαιο του ανταγωνισμού. Πράγματι, ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό καθώς οι κανόνες της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού δεν έχουν χαρακτήρα ενδοτικού δικαίου και επομένως μια επιχείρηση δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί το κόστος που συνεπάγεται γι’ αυτήν το γεγονός ότι πρέπει να συμμορφωθεί με το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης.

279    Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Compagnie, είναι πλέον άνευ σημασίας ότι η αύξηση του μέσου ύψους των προστίμων που απορρέει από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ακολούθησε μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονταν άλλοι κανόνες συμπεριφοράς γενικής ισχύος.

280    Πράγματι, πρώτον, η αύξηση αυτή δεν μπορούσε, αυτή και μόνο, να θεωρηθεί ως παράνομη βάσει των αρχών της μη αναδρομικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εφόσον εμπίπτει στο νομικό πλαίσιο που ορίζεται από το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, όπως ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2012, T‑76/08, EI du Pont de Nemours κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και T‑77/08, Dow Chemical κατά Επιτροπής, σκέψη 141 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 32 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η εφαρμογή της νέας μεθόδου υπολογισμού που προβλέπεται από αυτές δεν αντιβαίνει στον κανόνα του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατά τον οποίο τα επιβαλλόμενα πρόστιμα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υπερβούν το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε από την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων η οποία συμμετείχε στην παράβαση κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους. Εξάλλου, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 προβλέπουν ότι το πρόστιμο υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας και της διάρκειας της επίμαχης παραβάσεως, σύμφωνα επομένως με τον κανόνα του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003.

281    Δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των προμνημονευθεισών στις σκέψεις 276 και 277 αρχών και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Compagnie, ούτε το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 εφαρμόζονταν στο σύνολο του ΕΟΧ τον Ιανουάριο του 2003, ούτε οι ομιλίες που εκφωνήθηκαν από τους αρμόδιους για θέματα ανταγωνισμού στην Ένωση επιτρόπους το 2003 και 2005 μπορούν να θεμελιώσουν για τους επιχειρηματίες δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι οι ίδιες κατευθυντήριες γραμμές δεν θα τροποποιηθούν στο μέλλον.

282    Τέλος, τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εν προκειμένω τον κανόνα συμπεριφοράς που προβλέπεται στην παράγραφο 38 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, κατά την οποία οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται σε όλες τις υποθέσεις για τις οποίες μια ανακοίνωση αιτιάσεων κοινοποιήθηκε μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2006. Δεν μπορεί δε να γίνει δεκτή η άποψη που υποστηρίζει η Compagnie ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η Επιτροπή θα απέκλειε την εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού που προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 στην παρούσα υπόθεση.

283    Προκύπτει επομένως από την προεκτεθείσα στις σκέψεις 274 έως 282 συλλογιστική ότι, κατά τον χρόνο διαπράξεως των παραβάσεων, η αύξηση του μέσου ύψους των προστίμων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις για παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ λόγω της θεσπίσεως των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ήταν ευλόγως προβλέψιμη για ενημερωμένους επιχειρηματίες όπως η Saint-Gobain και η Compagnie. Επομένως δεν ευσταθούν οι αιτιάσεις τους κατά της Επιτροπής ότι εφάρμοσε εν προκειμένω τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, και, ότι με τον τρόπο αυτόν, παραβίασε τις αρχές της μη αναδρομικότητας των ποινών και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, για τον λόγο ότι η επιλογή αυτή οδήγησε στην επιβολή υψηλότερου προστίμου σε σχέση με αυτό που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 1998. Για τους ίδιους λόγους, η Επιτροπή δεν όφειλε να εξηγήσει αναλυτικότερα, με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, ότι η αύξηση του ύψους των προστίμων ήταν αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 128).

284    Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6.     Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από τον υπέρμετρο χαρακτήρα του ύψους του προστίμου

285    Ο έκτος,ο έβδομος και ο όγδοος λόγος της προσφυγής της Saint-Gobain πρέπει να θεωρηθούν ως τρία σκέλη του ίδιου λόγου, που αντλείται από τον υπέρμετρο χαρακτήρα του ύψους του προστίμου. Πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί η αιτίαση που αντλείται από την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της υποτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως, καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας. Στη συνέχεια εξετάζονται οι αιτιάσεις που αντλούνται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του ύψους του προστίμου και της ανεπαρκούς συνεκτιμήσεως από την Επιτροπή, της απουσίας αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών από τη Saint-Gobain.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 όσον αφορά τη συνεκτίμηση της υποτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας

286    Αυτό το πρώτο σκέλος συνδέεται, κατ’ ουσίαν, με έναν από τους λόγους που προβάλλονται από την Compagnie στην υπόθεση T‑73/09. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

287    Η Saint-Gobain και η Compagnie υποστηρίζουν ότι, λαμβάνοντας υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιβαρυντικών περιστάσεων, εν προκειμένω, την απόφαση 84/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1984, σχετικά με διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/30.988 — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα της επίπεδης υάλου στις χώρες της Benelux) (ΕΕ L 212, σ. 13) [στο εξής: απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux)] και την απόφαση 89/93/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (IV/31.906 — επίπεδη ύαλος) (ΕΕ L 33, σ. 44) [στο εξής: απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία)], η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως τους σχετικούς με την υποτροπή κανόνες του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003.

288    Κατ’ αρχάς, η Compagnie ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 παραβιάζει τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της μη αναδρομικότητας καθώς αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές δεν υιοθετήθηκαν ούτε δημοσιεύθηκαν κατά τον χρόνο των επίδικων γεγονότων.

289    Ακολούθως, οι αρχές που διέπουν τον καταλογισμό στις επιχειρήσεις των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης αντιτίθενται στη συνεκτίμηση αυτών των αποφάσεων για τον υπολογισμό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στη Saint-Gobain. Πράγματι, αυτή η τελευταία δεν ήταν αποδέκτρια καμίας εξ αυτών και δεν είχε, περαιτέρω, καμία εξουσία διευθύνσεως στις επιχειρήσεις αποδέκτριες αυτών των αποφάσεων. Ακόμα και αν έπρεπε να θεωρηθεί, εσφαλμένως, ότι ο όμιλος Saint-Gobain αποτελεί ενιαία επιχείρηση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καταλογίζοντας το σύνολο των πράξεων ενός ομίλου στις εταιρίες που δεν ηγούνται αυτού. Αυτό το συμπέρασμα τυγχάνει εφαρμογής, κατά μείζονα λόγο, στην απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία), καθώς η μόνη εταιρία αποδέκτρια αυτής ήταν η Fabbrica Pisana, εξαιρουμένης της Compagnie. Η συνεκτίμηση αυτής της αποφάσεως προσβάλλει επίσης τα δικαιώματα άμυνας της Compagnie, καθώς αυτή η τελευταία, η οποία δεν ήταν αποδέκτρια της αποφάσεως, δεν ήταν σε θέση να προβάλει τις παρατηρήσεις της ούτε σχετικά με τις πράξεις που προσάπτονται στη θυγατρική της ούτε σχετικά με τη δική της ευθύνη, πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Εξάλλου, το γεγονός ότι αυτή η απόφαση απευθυνόταν μόνο στη Fabbrica Pisana αποδείκνυε ότι η Compagnie, η οποία ήταν η μητρική εταιρία της Fabbrica Pisana, δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής αυτής.

290    Αυτό το μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εξάλλου πλημμελές λόγω ελλείψεως αιτιολογίας καθώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις δύο επίδικες αποφάσεις ως επιβαρυντικές περιστάσεις της παραβάσεως που διέπραξε η Saint‑Gobain, χωρίς, ωστόσο, να εκθέσει στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν ότι καταλογίστηκαν σ’ αυτήν την τελευταία οι πράξεις των θυγατρικών εταιριών καθώς και αυτές της Compagnie.

291    Η Saint-Gobain και η Compagnie υποστηρίζουν επιπλέον ότι εσφαλμένως η Επιτροπή έλαβε υπόψη, για να θεμελιώσει την υποτροπή, την απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux), μολονότι αυτή εκδόθηκε το 1984. Το χρονικό διάστημα των δεκατεσσάρων ετών που παρήλθε μεταξύ του έτους 1984 και της ενάρξεως της παραβάσεως εν προκειμένω είναι πράγματι υπερβολικό από την άποψη αυτή.

292    Σε κάθε περίπτωση, η Compagnie εκτιμά ότι, ακόμη και αν η απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux) μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τη θεμελίωση της υποτροπής, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αύξηση κατά 60 % του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τη Saint-Gobain, είναι δυσανάλογη λαμβανομένης υπόψη όχι μόνο της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από αυτήν την απόφαση, αλλά και του γεγονότος ότι πρόκειται για την μόνη περίπτωση υποτροπής που θα μπορούσε να της αντιταχθεί. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να τηρήσει τις αρχές του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, πρέπει τουλάχιστον να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του εν προκειμένω και να μειώσει την κύρωση σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτή να αντικατοπτρίζει επαρκέστερα τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Η Saint‑Gobain ζητεί επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του μειώνοντας το πρόστιμο σε ένα ενδεδειγμένο ποσό.

293    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών. Υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι ήταν δικαιολογημένο να εφαρμόσει εν προκειμένω τους περιεχόμενους στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 κανόνες σχετικά με την υποτροπή και ότι, οπωσδήποτε, ακόμη και στην αντίθετη περίπτωση, η υποτροπή συγκαταλεγόταν ήδη μεταξύ των επιβαρυντικών περιστάσεων που η Επιτροπή μπορούσε να εφαρμόσει βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 1998.

294    Ακολούθως, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Saint-Gobain και η Compagnie ανήκουν στην ίδια επιχείρηση και ότι η Compagnie ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο σε κάθε μία εκ των θυγατρικών της.

295    Σχετικά με την απόφασή της επίπεδη ύαλος (Ιταλία), η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είχε την ευχέρεια να μην την απευθύνει στην Compagnie, χωρίς αυτή η αποχή να αποτελεί ένδειξη αυτονομίας της θυγατρικής της Fabbrica Pisana προς την τελευταία. Αντιθέτως, η Compagnie δεν αμφισβήτησε ότι, κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προκάλεσαν την έκδοση αυτής της αποφάσεως, αυτή κατείχε ποσοστό 100 % της Fabbrica Pisana. Έπεται ότι, ελλείψει αντιθέτου αποδείξεως, η Fabbrica Pisana δεν καθόρισε τη συμπεριφορά της στην αγορά κατά τρόπο αυτόνομο και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα μπορούσε, αν το επιθυμούσε, να επιβάλει το πρόστιμο στην Compagnie σ’ αυτήν την υπόθεση. Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι ορθώς έλαβε υπόψη την επίμαχη απόφαση προκειμένου να διαπιστώσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την υποτροπή της επιχειρήσεως που συναποτελούσαν η Saint-Gobain και η Compagnie.

296    Σχετικά με την απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux), η οποία είχε ως αποδέκτη της την Compagnie, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑1331), η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικότερων χαρακτηριστικών της υποτροπής αποτελούν μέρος της εξουσίας εκτιμήσεως προκειμένου να καθοριστεί το ποσό των προστίμων και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να δεσμεύεται από μια ενδεχόμενη προθεσμία παραγραφής για μια τέτοια διαπίστωση. Επομένως η Επιτροπή διέθετε συγκεκριμένο περιθώριο εκτιμήσεως, σε κάθε περίπτωση, των ενδείξεων που τείνουν να επιβεβαιώσουν μια πιθανή ροπή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων προς παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας που μεσολάβησε μεταξύ των επίδικων παραβάσεων. Ακόμα, όμως, και αν δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία), που εκδόθηκε το 1988, θα έπρεπε ωστόσο να διαπιστωθεί ότι το γεγονός ότι μεσολάβησαν λιγότερο από δεκατέσσερα έτη μεταξύ της αποφάσεως περί διαπιστώσεως της παραβάσεως στην υπόθεση επίπεδη ύαλος (Benelux) και την επανάληψη της παραβατικής συμπεριφοράς δείχνει μια ροπή της συναποτελούμενης από την Compagnie και τη Saint-Gobain επιχειρήσεως να μην τηρεί το δίκαιο του ανταγωνισμού. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον όλες οι διαπιστωθείσες παραβάσεις αφορούσαν τον πόλο «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain.

297    Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει έλλειψη αιτιολογίας καθώς, αφενός, η Επιτροπή παρουσίασε τους λόγους για τους οποίους, σύμφωνα με την ίδια, η Saint-Gobain και η Compagnie ανήκουν στην ίδια επιχείρηση και, αφετέρου, αυτή η τελευταία ήταν αποδέκτρια της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Benelux) και μπορούσε να είναι αποδέκτρια της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Ιταλία). Υπό τις συνθήκες αυτές, η Saint-Gobain ήταν σε θέση να κατανοήσει για ποιο λόγο η υποτροπή ελήφθη υπόψη έναντι της επιχειρήσεως στην οποία ανήκει μαζί με την Compagnie.

298    Όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Ιταλία), έγιναν πλήρως σεβαστά, δεδομένου ότι η Compagnie είχε τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να επιχειρήσει να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο βάσει του οποίου η Επιτροπή έκρινε ότι συντρέχει περίπτωση υποτροπής, αποδεικνύοντας ότι η Fabbrica Pisana αποτελούσε διακριτή εταιρία.

299    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της Compagnie που αντλείται από την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το οποίο διατυπώθηκε στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, αποτελεί νέο λόγο και είναι, κατά συνέπεια, απαράδεκτο. Σε κάθε περίπτωση, εφαρμόζοντας εν προκειμένω ποσοστό αυξήσεως 60 %, η Επιτροπή παρέμεινε σαφώς κάτω από την μέγιστη αύξηση που προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, δηλαδή διπλασιασμό του βασικού προστίμου. Η δυνατότητα που προσφέρεται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει την αναλογικότητα του προστίμου αποδεικνύει, εξάλλου, ότι ο έλεγχος που ασκεί είναι τέτοιος ώστε να πληροί τις απαιτήσεις που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων που θεμελιώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και προβάλλονται από την Compagnie στο συμπληρωματικό υπόμνημά της

300    Πρέπει να εξεταστεί, προκαταρκτικώς, το παραδεκτό του επιχειρήματος που προβάλλεται από την Compagnie στο συμπληρωματικό της υπόμνημα για να θεμελιώσει τον υπό κρίση λόγο, που αντλείται από την αρχή της αναλογικότητας των ποινών η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

301    Συναφώς, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει, αφενός, ότι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση και, αφετέρου, ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που έχει προηγουμένως προβληθεί, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Ανάλογη λύση επιβάλλεται για αιτίαση που προβάλλεται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2002, T‑231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψη 156).

302    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τις αναφορές στο συμπληρωματικό υπόμνημα σχετικά με την αρχή της αναλογικότητας των ποινών που προβλέπεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η Compagnie δεν προβάλλει κανένα νέο λόγο ή νέα αιτίαση σε σχέση με τους λόγους και τις αιτιάσεις που είχε προβάλει προηγουμένως, αλλά περιορίζεται να επικαλεστεί διάταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων η οποία συμπληρώνει τη νομική βάση μιας εκ των αιτιάσεων που προβλήθηκαν στην προσφυγή της.

303    Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Compagnie στο συμπληρωματικό της υπόμνημα είναι παραδεκτά.

–       Επί της ουσίας

304    Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Compagnie σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει εν προκειμένω τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 προκειμένου να αυξήσει το βασικό ποσό του προστίμου λόγω υποτροπής. Πέραν του γεγονότος ότι η Compagnie δεν επικαλείται κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς θεμελίωση αυτής της απόψεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η υποτροπή συγκαταλεγόταν ήδη μεταξύ των επιβαρυντικών περιστάσεων που ήταν ικανές να οδηγήσουν σε αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου υπό την ισχύ των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 και ότι, επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προμνημονευθεισών στις σκέψεις 265 έως 273 αρχών, η εφαρμογή εν προκειμένω των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν μπορούσε να απαγορευθεί ούτε υπό το πρίσμα της αρχής της μη αναδρομικότητας των ποινικών νόμων ούτε υπό το πρίσμα της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

305    Πρέπει ακολούθως να υπομνησθεί ότι η έννοια της υποτροπής, όπως ερμηνεύεται σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, προϋποθέτει τη διάπραξη νέων παραβάσεων από πρόσωπο στο οποίο έχουν ήδη επιβληθεί κυρώσεις για παρόμοιες παραβάσεις (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 617). Ένα από τα παραδείγματα των επιβαρυντικών περιστάσεων που παρατίθεται στην παράγραφο 28 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 είναι η περίπτωση που «μια επιχείρηση συνεχίζει ή επαναλαμβάνει την ίδια ή παρόμοια παράβαση, μετά τη διαπίστωση από την Επιτροπή ή από εθνική αρχή ανταγωνισμού ότι η εν λόγω επιχείρηση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 81 ή 82 [ΕΚ]».

306    Συναφώς, προκύπτει από την προεκτεθείσα στις σκέψεις 206 έως 247 συλλογιστική ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Compagnie και η Saint‑Gobain Glass France ανήκαν στην ίδια επιχείρηση κατά τον χρόνο της παραβάσεως για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση.

307    Δεδομένου ότι η Saint-Gobain και η Compagnie δεν ισχυρίζονται ότι η επίδικη παράβαση δεν ήταν παρόμοια ή ταυτόσημη με τις παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις στις δύο προηγούμενες αποφάσεις που ελήφθησαν υπόψη εν προκειμένω από την Επιτροπή για να διαπιστωθεί η υποτροπή, πρέπει να εξεταστεί αν, σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 καθώς και της παραγράφου 28 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι αυτές οι διαφορετικές παραβάσεις διαπράχθηκαν από την ίδια επιχείρηση. Πρέπει επίσης να εξεταστεί, αφενός, η αιτίαση της Saint-Gobain και της Compagnie σύμφωνα με την οποία η απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux) δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος που παρήλθε μεταξύ αυτής και της ενάρξεως της επίδικης παραβάσεως και, αφετέρου, η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας.

308    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία) που εκδόθηκε το 1988, δεν αμφισβητείται ότι η εταιρία Fabbrica Pisana, που είναι θυγατρική της Compagnie, ήταν κυρίως η αποδέκτριά της και ότι ούτε η Compagnie ούτε η Saint-Gobain ήταν αποδέκτριες της αποφάσεως αυτής. Δεν αμφισβητείται περαιτέρω ότι η Fabbrica Pisana κατεχόταν σε ποσοστό 100 % από την Compagnie κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Ιταλία).

309    Όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην απόφασή του της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑4071, σκέψη 290 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ότι, με δεδομένο ότι δύο θυγατρικές κατέχονται αμέσως ή εμμέσως κατά ποσοστό 100 %, ή σχεδόν 100 %, από την ίδια μητρική εταιρία, μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι οι εν λόγω θυγατρικές δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά τους στην αγορά και συνιστούν με την μητρική τους εταιρία οικονομική ενότητα και, επομένως, μια επιχείρηση, κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Επομένως, μπορεί να ληφθεί υπόψη η παράβαση που διαπράχθηκε προηγουμένως από μία εκ των θυγατρικών του ομίλου προκειμένου να θεμελιωθεί επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής έναντι άλλης θυγατρικής του ίδιου ομίλου.

310    Ωστόσο, η παραβατική συμπεριφορά μιας τέτοιας θυγατρικής, που κατέχεται σε ποσοστό 100 % ή σχεδόν 100 % από την μητρική εταιρία, μπορεί να καταλογιστεί σ’ αυτήν την τελευταία και η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει την μητρική εταιρία ως συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβαλλόμενου στη θυγατρική της προστίμου μόνο αν η μητρική εταιρία δεν ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο αποτελεσματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής αυτής της θυγατρικής, σύμφωνα με τις προμνημονευθείσες στις σκέψεις 211, 213 και 214 αρχές.

311    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στη διαπίστωση ότι επιχείρηση «δύναται» να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί άλλης επιχειρήσεως, χωρίς να εξακριβώσει αν όντως έχει ασκηθεί τέτοια επιρροή. Αντιθέτως, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στην Επιτροπή να αποδείξει μια τέτοια αποφασιστική επιρροή βάσει ενός συνόλου πραγματικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ενδεχόμενη εξουσία διευθύνσεως μίας των εν λόγω επιχειρήσεων από την άλλη (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2011, T‑144/07, T‑147/07 έως T‑150/07 και T‑154/07, ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑5129, σκέψη 311 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

312    Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για την εφαρμογή και εκτέλεση των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός μιας οντότητας διαθέτουσας νομική προσωπικότητα, η οποία θα είναι αποδέκτρια της πράξεως (απόφαση PVC II, σκέψη 203 ανωτέρω, σκέψη 978). Κατά τη νομολογία, όταν θεμελιωθεί η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, πρέπει να προσδιορισθεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, ώστε να του καταλογιστεί η αντίστοιχη ευθύνη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9693, σκέψη 78, και C‑297/98 P, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10101, σκέψη 27· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑6/89, Enichem Anic κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1623, σκέψη 236). Επομένως, όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση κατ’ εφαρμογήν αυτής της διατάξεως, πρέπει να προσδιορίζει ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στα οποία καταλογίζονται οι πράξεις της οικείας επιχειρήσεως και επιβάλλονται συναφώς κυρώσεις, τα οποία θα είναι οι αποδέκτες της αποφάσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψεις 250 και 251 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

313    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην απόφασή του της 2ας Οκτωβρίου 2003, Aristrain κατά Επιτροπής, σκέψη 135 ανωτέρω (σκέψη 99), ότι το γεγονός και μόνο ότι το μετοχικό κεφάλαιο δύο διαφορετικών εμπορικών εταιριών ανήκει σε ίδιο πρόσωπο ή σε ίδια οικογένεια δεν αρκεί για τη θεμελίωση της υπάρξεως, μεταξύ αυτών των δύο εταιριών, οικονομικής ενότητας, που έχει ως συνέπεια, βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, ότι οι πράξεις της μίας μπορούν να καταλογιστούν στην άλλη και ότι η μία μπορεί να υποχρεωθεί να πληρώσει πρόστιμο για την άλλη.

314    Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει, κατά τη θεμελίωση της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής έναντι της Saint‑Gobain και της Compagnie, ότι αυτές μπορούν να θεωρούνται υπεύθυνες για μια προηγούμενη παράβαση για την οποία δεν τους επιβλήθηκαν κυρώσεις με απόφαση της Επιτροπής και κατά τη θεμελίωση της οποίας δεν ήταν αποδέκτριες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, κατά τρόπο ώστε να μην ήταν σε θέση να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους με σκοπό να αμφισβητήσουν, από τη δική τους πλευρά, την ενδεχόμενη ύπαρξη οικονομικής ενότητας με τη μία ή την άλλη εταιρία αποδέκτρια της προηγουμένης αποφάσεως.

315    Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως της σκέψεως 308 ανωτέρω, πρέπει να κριθεί ότι η απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία) δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή προκειμένου να θεμελιωθεί εν προκειμένω περίπτωση υποτροπής έναντι της Saint-Gobain και της Compagnie.

316    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η μητρική εταιρία είχε τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να αμφισβητήσει την ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ αυτής και των επιχειρήσεων στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία).

317    Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αφενός, δεν είναι δυνατόν, βάσει της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, να θεωρηθεί ως σύννομη απόφαση με την οποία η Επιτροπή επιβάλλει σε επιχείρηση πρόστιμο στον τομέα του ανταγωνισμού χωρίς να της έχει προηγουμένως ανακοινώσει τις αιτιάσεις που της προσάπτονται και, αφετέρου, ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της, πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται σ’ αυτό (βλ. απόφαση ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής, σκέψη 311 ανωτέρω, σκέψη 318 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

318    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει, στο πλαίσιο αποδείξεως της συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής, ότι πρέπει να καταλογίζεται σε μια επιχείρηση η ευθύνη για προγενέστερη παράβαση, για την οποία δεν της επιβλήθηκαν κυρώσεις από την Επιτροπή και στο πλαίσιο της αποδείξεως της οποίας η εν λόγω επιχείρηση δεν υπήρξε αποδέκτρια ανακοινώσεως αιτιάσεων, οπότε δεν κατέστη δυνατό στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προγενέστερης αποφάσεως περί διαπιστώσεως της παραβάσεως, να προβάλει τα επιχειρήματά της προκειμένου να αμφισβητήσει, στον βαθμό που την αφορά, το γεγονός ότι ενδεχομένως αποτελεί οικονομική μονάδα με τη μία ή την άλλη εταιρία αποδέκτρια της προηγούμενης αποφάσεως (απόφαση ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής, σκέψη 311 ανωτέρω, σκέψη 319).

319    Η λύση αυτή δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο από το ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από ενδεχόμενη προθεσμία παραγραφής προκειμένου να προβεί σε διαπίστωση υποτροπής και ότι το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση υποτροπής πολλά έτη μετά τη διαπίστωση παραβάσεως, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο θα είναι σε κάθε περίπτωση ανέφικτο για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αμφισβητήσει την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας, ειδικότερα αν εφαρμόζεται το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής που υπομνήσθηκε ανωτέρω (απόφαση ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής, σκέψη 311 ανωτέρω, σκέψη 320).

320    Συγκεκριμένα, μολονότι μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι μια μητρική εταιρία τελεί σε γνώση προγενέστερης αποφάσεως την οποία η Επιτροπή απηύθυνε σε θυγατρική της οποίας η μητρική κατέχει σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου, η γνώση αυτή δεν μπορεί να θεραπεύσει την απουσία διαπιστώσεως, με την προγενέστερη απόφαση, ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα, προκειμένου να καταλογισθεί στην εν λόγω μητρική εταιρία η ευθύνη για την προγενέστερη παράβαση και να προσαυξηθεί το ποσό των προστίμων που της επιβλήθηκαν λόγω υποτροπής (απόφαση ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής, σκέψη 311 ανωτέρω, σκέψη 322). Πράγματι, η παρέλευση χρονικού διαστήματος που μπορεί να είναι μακρό από την έκδοση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η προηγούμενη παράβαση καθιστά, στην περίπτωση αυτή, πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την αμφισβήτηση από την μητρική εταιρία όχι μόνο της υπάρξεως μιας τέτοιας οικονομικής μονάδας, αλλά επίσης, ενδεχομένως, των στοιχειοθετούντων την ίδια την παράβαση στοιχείων.

321    Από τα ανωτέρω προκύπτει, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της αιτιάσεως που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτή η τελευταία ενέχει πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέρος κατά το οποίο η Επιτροπή έκανε δεκτή την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής έναντι της Saint-Gobain και της Compagnie βασιζόμενη στην απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία).

322    Αντιθέτως προς την απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία), η απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux), που εκδόθηκε το 1984, είχε ως αποδέκτη όχι μόνο, μεταξύ άλλων, μια θυγατρική του ομίλου Saint-Gobain, εν προκειμένω την SA Glaceries de Saint-Roch, αλλά, επίσης, την Compagnie.

323    Από την εκτεθείσα στις σκέψεις 206 έως 247 συλλογιστική προκύπτει, όμως, ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Compagnie και η Saint-Gobain Glass France ανήκαν στην ίδια επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως.

324    Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει ότι στην αποτελούμενη από τη Saint-Gobain και την Compagnie επιχείρηση, την οποία αφορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση, είχαν ήδη επιβληθεί κυρώσεις για ταυτόσημη ή παρόμοια παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, στο πλαίσιο της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Benelux). Είναι άνευ σημασίας, από την άποψη αυτή, ότι η Compagnie δεν συμμετείχε άμεσα στην παράβαση για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux). Πράγματι, αρκεί το γεγονός ότι η οικονομική μονάδα, η οποία αποτελεί το μόνο ουσιώδες κριτήριο προκειμένου να καθορισθεί ο όρος επιχείρηση κατά την έννοια των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, εμπλέκεται σε περισσότερες παραβάσεις για τη διαπίστωση της υποτροπής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2012, T‑53/06, UPM-Kymmene κατά Επιτροπής, σκέψη 129).

325    Η Saint-Gobain και η Compagnie συνάγουν, ωστόσο, από την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, ότι η παρέλευση χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου της δεκαετίας μεταξύ προηγούμενων διαπιστώσεων παραβάσεως και της επαναλήψεως της παραβατικής συμπεριφοράς από την εμπλεκόμενη επιχείρηση αποτελεί εμπόδιο στη διαπίστωση υποτροπής. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει στο σημείο αυτό την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

326    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στην ευχέρεια εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, και ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από ενδεχόμενη προθεσμία παραγραφής, προκειμένου να προβεί, σε μια τέτοια διαπίστωση (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψη 38· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψη 383, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑161/05, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3555, σκέψη 141).

327    Συναφώς, η υποτροπή συνιστά σημαντικό στοιχείο που η Επιτροπή καλείται να εκτιμήσει, δεδομένου ότι λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να παρακινηθούν οι επιχειρήσεις που έχουν εκδηλώσει την τάση να παραβαίνουν τους κανόνες του ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη τις ενδείξεις που τείνουν να επιβεβαιώσουν την τάση αυτή, συμπεριλαμβανομένου, για παράδειγμα, του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων (αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 276 ανωτέρω, σκέψη 39· BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψη 383, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 326 ανωτέρω, σκέψη 142).

328    Το Δικαστήριο διευκρίνισε ακόμη, στην απόφασή του της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I‑5361, σκέψη 70), ότι η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει όπως ο χρόνος που έχει παρέλθει μεταξύ της υπό κρίση παραβάσεως και μιας προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της τάσεως της επιχειρήσεως αυτής να παραβαίνει τους εν λόγω κανόνες. Συνεπώς, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο και, ενδεχομένως, το Δικαστήριο ενδέχεται να κληθούν να ελέγξουν αν η Επιτροπή τήρησε την εν λόγω αρχή όταν προσαύξησε, λόγω υποτροπής, το επιβληθέν πρόστιμο και, ειδικότερα, αν η προσαύξηση αυτή επιβαλλόταν, ιδίως υπό το πρίσμα του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και της προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

329    Πρέπει να υπογραμμιστεί, συναφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφασή του της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω (σκέψεις 354 έως 355), αποδέχθηκε μεν ότι η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη απόφαση η οποία εκδόθηκε σχεδόν δεκαοχτώ έτη προ της ενάρξεως της επίδικης παραβατικής συμπεριφοράς σ’ αυτήν την υπόθεση, εντούτοις, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες η υποτροπή μπορούσε επίσης να διαπιστωθεί βάσει μιας λιγότερο παλαιάς αποφάσεως, όπου σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, μικρότερο των δέκα ετών, μεσολαβούσε μεταξύ αυτών των παραβάσεων. Με γνώμονα τις περιστάσεις αυτές το Δικαστήριο, στην απόφασή του, εκδοθείσα επί αιτήσεως αναιρέσεως, απέρριψε τον λόγο που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 296 ανωτέρω, σκέψη 40).

330    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι εσφαλμένως η απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία) ελήφθη υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί η υποτροπή της Saint-Gobain και της Compagnie (βλ. σκέψεις 308 έως 321 ανωτέρω), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι χρονικό διάστημα δεκατριών ετών και οκτώ μηνών περίπου παρήλθε μεταξύ του χρόνου εκδόσεως της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Benelux), δηλαδή την 23η Ιουλίου 1984, και του χρόνου ενάρξεως της παραβάσεως για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τον Μάρτιο 1998. Επομένως, η αποτελούμενη από τη Saint-Gobain και την Compagnie επιχείρηση δεν επέδειξε τάση για την επανάληψη παραβατικής συμπεριφοράς σε σχέση με το δίκαιο του ανταγωνισμού όμοια αυτής που προσάπτεται στην Groupe Danone στην παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη υπόθεση.

331    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη μόνο αυτή η απόφαση προκειμένου να διαπιστωθεί η τάση της Saint-Gobain και της Compagnie να παραβαίνουν κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού συνεπάγεται, εν προκειμένω, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

332    Στην απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux), η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις μεταξύ άλλων στην Compagnie καθώς και σε κάποιες από τις θυγατρικές της που σχετίζονται με τον πόλο «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι πρόκειται για τον ίδιο πόλο δραστηριοτήτων με εκείνον με τον οποίο σχετίζονται οι θυγατρικές του ομίλου Saint-Gobain αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

333    Περαιτέρω, η σύμπραξη στην οποία αναφέρεται η απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux) είχε χαρακτηριστικά παραπλήσια αυτής για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς η σύμπραξη αυτή συνίστατο στην ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών επί των τιμών, την κατανομή της πελατείας καθώς και την επιδίωξη σταθερότητας των μεριδίων αγοράς των συμμετεχόντων.

334    Υπό το πρίσμα αυτών των περιστάσεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η παρέλευση χρονικού διαστήματος δεκατριών ετών και οκτώ μηνών περίπου μεταξύ του χρόνου εκδόσεως της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Benelux) και του χρόνου ενάρξεως της παραβάσεως για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να διαπιστώσει, χωρίς η διαπίστωση αυτή να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ότι η αποτελούμενη από τις προσφεύγουσες επιχείρηση είχε τάση να παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε στην απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux) για να θεμελιώσει την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής σε βάρος της Saint-Gobain και της Compagnie.

335    Τέλος, η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, κατά το μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή καταλόγισε στη Saint-Gobain την απόφαση επίπεδη ύαλος (Benelux) μολονότι αυτή δεν ήταν αποδέκτης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

336    Πρέπει, πράγματι, να υπομνησθεί ότι η Compagnie ήταν αποδέκτρια της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Benelux). Η Επιτροπή, όμως, εξέθεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η Compagnie και η Saint-Gobain αποτελούσαν μία και μόνη επιχείρηση, δεδομένου ότι η Compagnie δεν μπόρεσε να ανατρέψει το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής της Saint-Gobain Glass France, την οποία κατέχει σε ποσοστό 100 % (αιτιολογικές σκέψεις 599 έως 622 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις αιτιολογικές σκέψεις 686 και 688 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή είχε προσάψει στην αποτελούμενη από τη Saint-Gobain και την Compagnie επιχείρηση την υποτροπιάζουσα συμπεριφορά της, αναφερόμενη ρητώς στις αποφάσεις επίπεδη ύαλος (Ιταλία) και επίπεδη ύαλος (Benelux).

337    Βάσει αυτών των διαφόρων στοιχείων, πρέπει να κριθεί ότι η Saint-Gobain, λαμβάνοντας γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν σε θέση να κατανοήσει ότι, για την θεμελίωση της υποτροπής, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Compagnie αποτελούσε μαζί της μία και μόνη επιχείρηση και ότι, επομένως, οι προγενέστερες πράξεις αυτής της επιχειρήσεως και όχι μόνο της Saint-Gobain είναι αυτές που ελήφθησαν υπόψη.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

338    Με το δεύτερο σκέλος, η Saint-Gobain προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας των ποινών καθώς και τους κανόνες που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προστίμων, του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003, επιβάλλοντάς της πρόστιμο 880 εκατομμυρίων ευρώ. Προκαταρκτικώς, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι η αναλογικότητα του προστίμου που της επιβλήθηκε θα έπρεπε να εκτιμηθεί όχι βάσει του ποσού αυτού του προστίμου όπως αναφέρεται στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά βάσει του ποσού των κερδών προ φόρων που θα ήταν απαραίτητο προκειμένου να είναι σε θέση να καταβάλει το εν λόγω πρόστιμο, ήτοι περισσότερο από 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ.

339    Αυτό το σκέλος του λόγου περιλαμβάνει πέντε αιτιάσεις.

340    Πρώτον, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι αποδόθηκε μεγάλη σημασία στη διάρκεια της παραβάσεως, εν προκειμένω, λόγω του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος της παραγράφου 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Η διάρκεια είχε επομένως δύο φορές μεγαλύτερη επίδραση σε σύγκριση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

341    Δεύτερον, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006, επιβάλλοντας να κυμαίνεται η αναλογία των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου στον τομέα των οριζόντιων παραβάσεων μεταξύ του 16 και του 30 %, περιορίζουν υπερβολικά το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά τον καθορισμό προστίμου με βάση την πραγματική σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Εν προκειμένω, ένα ποσοστό μικρότερο του 16 % έπρεπε να γίνει δεκτό προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο περιορισμένος οικονομικός αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της εξαιρετικής διαπραγματευτικής ισχύος των κατασκευαστών αυτοκινήτων. Ομοίως, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 περιορίζουν υπερβολικά το περιθώριο χειρισμών της Επιτροπής εμποδίζοντάς την να επιβάλλει πρόσθετο ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό μικρότερο του 15 % της αξίας των κρίσιμων για την υπόθεση πωλήσεων.

342    Τρίτον, παρανόμως η Επιτροπή αύξησε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Saint-Gobain για υποτροπή, ενώ κατά τη διαμόρφωση του βασικού ποσού του προστίμου ελήφθη ήδη υπόψη ένας παράγοντας αποτροπής. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 προβλέπουν, πράγματι, αντίθετα από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, ότι ένα πρόσθετο ποσό μπορεί να επιβληθεί κατά τον υπολογισμό του εν λόγω βασικού ποσού. Με αυτή τη βάση εφαρμόστηκε από την Επιτροπή προσαύξηση ποσοστού 60 % στο βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Saint-Gobain. Επομένως, ο σκοπός της αποτροπής ελήφθη υπόψη σε δύο διαφορετικά επίπεδα, όσον αφορά τη Saint‑Gobain, με αποτέλεσμα αυτή η σώρευση να οδηγήσει σε αύξηση του ποσού του προστίμου πάνω από [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ. Αυτή η σώρευση υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για τη διασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης.

343    Τέταρτον, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε μάλλον να λάβει υπόψη δύο συμπληρωματικούς παράγοντες κατά τον υπολογισμό του προστίμου. Κατ’ αρχάς, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου των 133,9 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκε στη Saint-Gobain Glass France στην απόφασή της C(2007) 5791 τελικό, της 28ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.165 — Επίπεδο γυαλί) (στο εξής: απόφαση Επίπεδο γυαλί, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην ΕΕ 2008, C 127, σ. 9). Η προσβαλλόμενη απόφαση παρεκκλίνει χωρίς λόγο, σ’ αυτό το σημείο, από την ακολουθούμενη από την Επιτροπή συλλογιστική στην απόφασή της C(2002) 5083 τελικό, της 17ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/E‑2/37.667 — ειδικοί γραφίτες) (στο εξής: απόφαση ειδικοί γραφίτες), στην οποία η Επιτροπή χορήγησε μείωση ποσοστού 33 % του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε σε μία από τις επιχειρήσεις αποδέκτριες της αποφάσεως ειδικοί γραφίτες, προκειμένου να λάβει υπόψη πρόστιμο που είχε επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση ένα έτος και πέντε μήνες πριν. Ακολούθως, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη οικονομική κρίση που είχε πλήξει τον κλάδο αυτοκινήτων κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως και που επιδείνωσε κατά τρόπο σημαντικό τον πραγματικό αντίκτυπο του προστίμου. Σχετικά με το τελευταίο σημείο, η Saint‑Gobain υπογραμμίζει ότι αυτές οι οικονομικές δυσκολίες δεν ήταν αποτέλεσμα της ανικανότητάς της να προσαρμοστεί στις συνθήκες της αγοράς, αλλά αντανακλούσαν περισσότερο την κρίση που είχε πλήξει ολόκληρο τον κλάδο κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

344    Πέμπτον, τέλος, ο δυσανάλογος χαρακτήρας του προστίμου που επιβλήθηκε στη Saint-Gobain προκύπτει εκ του γεγονότος ότι αυτή υπερβαίνει κατά πολύ το επίπεδο του βέλτιστου προστίμου, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό ίσο ή ελαφρώς μεγαλύτερο από το παράνομο κέρδος που τα μέλη μιας συμπράξεως αποκομίζουν.

345    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιβληθέν στη Saint-Gobain πρόστιμο είναι ανάλογο.

346    Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα που αντλείται από την αδυναμία φορολογικής εκπτώσεως του προστίμου δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Αυτή η αδυναμία εκπτώσεως δεν έχει ουδόλως ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσού του προστίμου. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, ενδεχόμενη έκπτωση του ποσού του προστίμου από το φορολογητέο εισόδημα της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως επιτρέπει σε αυτήν να ανακτήσει αχρεωστήτως σημαντικό μέρος του προστίμου που της έχει επιβληθεί.

347    Ακολούθως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι είναι θεμιτό να θεωρεί, κατά τον υπολογισμό του προστίμου, ότι η σοβαρότητα μιας παραβάσεως εξαρτάται ιδίως από τη διάρκειά της. Εν προκειμένω, αν επιχειρούσε διάκριση μεταξύ τριών σταδίων της παραβάσεως, θα είχε έμμεσα μειώσει τη σημασία της συνολικής διάρκειας της παραβάσεως κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

348    Εξάλλου, όσον αφορά το ποσοστό των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 δεν της αφήνουν επαρκές περιθώριο εκτιμήσεως για να μειώσει το ποσό των προστίμων στην περίπτωση οριζόντιων παραβάσεων. Αυτές οι παραβάσεις συγκαταλέγονται, πράγματι, μεταξύ των πλέον σοβαρών, γεγονός που δικαιολογεί τη συνεκτίμηση, ενός αυξημένου ποσοστού πωλήσεων προκειμένου να καθοριστεί τόσο το μεταβλητό ποσό όσο και το πρόσθετο ποσό του προστίμου. Σε κάθε περίπτωση, οι κατευθυντήριες γραμμές αφήνουν στην Επιτροπή επαρκές περιθώριο προκειμένου να διακρίνει ανάλογα με τη σοβαρότητα των παραβάσεων. Η Επιτροπή αντικρούει επιπλέον το επιχείρημα που αντλείται από την διαπραγματευτική ισχύ των κατασκευαστών αυτοκινήτων, δεδομένου ότι η νομολογία είναι, όπως υποστηρίζει, παγιωμένη υπό την έννοια ότι περίσταση αυτού του τύπου δεν πρέπει αναγκαίως να οδηγεί σε μείωση του ποσού του προστίμου.

349    Σχετικά με το επιχείρημα ότι ο σκοπός της αποτροπής ελήφθη υπόψη δύο φορές, αφενός, ως προς το πρόσθετο ποσό, και αφετέρου, κατά την αύξηση του ποσού λόγω υποτροπής, δεν μπορεί, σύμφωνα με την Επιτροπή, να γίνει δεκτό. Εκτός από το ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει ήδη απορρίψει αυτό το επιχείρημα σε άλλες υποθέσεις, το πρόσθετο ποσό και η αύξηση λόγω υποτροπής δεν πρέπει να συγχέονται, καθώς το πρώτο συνιστά γενική αύξηση εκφράζουσα τη σοβαρότητα των οριζόντιων συμπράξεων, ενώ η δεύτερη αποτελεί παράγοντα ατομικής προσαυξήσεως λαμβάνοντα υπόψη την προηγούμενη συμπεριφορά μίας επιχειρήσεως.

350    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μομφή που της προσάπτεται ότι δεν έλαβε υπόψη το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Saint-Gobain Glass France στην απόφαση επίπεδο γυαλί δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι η συνεκτίμηση μιας τέτοιας περιστάσεως εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεώς της.

351    Η Επιτροπή υποστηρίζει περαιτέρω ότι, κατά τη νομολογία, δεν υποχρεούται να μειώσει τα πρόστιμα τα οποία επιβάλλει για τις παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού συνεκτιμώντας τις ενδεχόμενες οικονομικές δυσκολίες των οικείων επιχειρήσεων, καθώς αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να προσδώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς.

352    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την υπέρβαση του ποσού του βέλτιστου προστίμου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι έχει ήδη κριθεί ότι περιορισμός του ποσού των προστίμων στον τομέα των συμπράξεων μόνο στα αναμενόμενα από τους συμμετέχοντες στις συμπράξεις αυτές κέρδη θα είχε ως αποτέλεσμα να απολέσουν τα πρόστιμα αυτά τον αποτρεπτικό χαρακτήρα τους, καθώς και ότι η ενδεχόμενη απουσία κερδών δεν αποκλείει την επιβολή προστίμων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

353    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 96, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2012, T‑336/07, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, σκέψη 428).

354    Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής αυτής συνεπάγεται ότι τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβανομένης ειδικότερα υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 223 και 224 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα ληφθέντα υπόψη στοιχεία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και ότι οφείλει συναφώς να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 226 έως 228, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψη 171).

355    Υπό το φως των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις που προβάλλονται από τη Saint-Gobain στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του λόγου.

356    Προκαταρκτικώς, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Saint-Gobain κατά το οποίο η αναλογικότητα του προστίμου που της επιβλήθηκε πρέπει να εκτιμηθεί όχι μόνο σε σχέση με το ποσό αυτού του προστίμου όπως αναφέρεται στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή 880 εκατομμύρια ευρώ, αλλά σε σχέση με το ποσό των κερδών προ φόρων που είναι αναγκαίο για να είναι δυνατή η καταβολή ενός τέτοιου πρόστιμου, δηλαδή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Saint-Gobain, ποσό πλέον του 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ.

357    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η έλλειψη δυνατότητας της Saint-Gobain να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη της το πρόστιμο που της επιβλήθηκε δεν αποτελεί λυσιτελές στοιχείο για την εξέταση της αναλογικότητας αυτού του προστίμου. Πράγματι, ορθώς η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό ενός προστίμου, εκκινεί από την αρχή ότι αυτό πρέπει να βαρύνει τα κέρδη μετά τη φορολόγησή τους, δεδομένου ότι, αν το πρόστιμο εβάρυνε τα φορολογητέα κέρδη, αυτό θα είχε ως συνέπεια τη μετακύλιση ενός μέρους του προστίμου στο κράτος στο οποίο υπόκειται φορολογικώς η επιχείρηση και ότι μια τέτοια συνέπεια θα ερχόταν σε αντίθεση προς τη λογική που διέπει τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑10/89, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑629, σκέψη 369).

358    Πρέπει εξάλλου να υπομνησθεί ότι η αποτελεσματικότητα των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις θα μπορούσε να περιοριστεί αισθητά αν οι εμπλεκόμενες εταιρίες είχαν τη δυνατότητα να εκπέσουν από τα φορολογητέα κέρδη τους το σύνολο ή μέρος των προστίμων, καθόσον η δυνατότητα αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα τα εν λόγω πρόστιμα να αντισταθμίζονται εν μέρει από τη μείωση των φορολογικών βαρών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 2009, C‑429/07, X, Συλλογή 2009, σ. I‑4833, σκέψη 39).

359    Επομένως, η συμφωνία του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή στη Saint-Gobain προστίμου με την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με το ποσό των 880 εκατομμυρίων ευρώ, όπως αυτό εμφαίνεται στο άρθρο 2, στοιχείο β΄, του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως.

360    Η πρώτη αιτίαση αντλείται από τη σημασία που προσδίδεται στη διάρκεια της παραβάσεως κατά τον υπολογισμό του προστίμου, κατ’ εφαρμογή του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος της παραγράφου 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η Επιτροπή, εντός των ορίων που προβλέπονται από τον κανονισμό 1/2003, διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά την άσκηση της εξουσίας της να επιβάλλει πρόστιμα (απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 123), εντούτοις αυτή η εξουσία είναι περιορισμένη. Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό να διευκρινίσει, τηρουμένης της Συνθήκης, τα κριτήρια που σκοπεί να εφαρμόσει στο πλαίσιο ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως, προκύπτει αυτοδέσμευση της εξουσίας αυτής καθόσον η Επιτροπή οφείλει να συμμορφωθεί προς τους κατευθυντήριους ενδεικτικούς κανόνες με τους οποίους αυτοδεσμεύθηκε (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 328 ανωτέρω, σκέψη 95). Η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συνάδουν με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 209).

361    Όσον αφορά τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή σε συνάρτηση με τη διάρκεια, η παράγραφος 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 προβλέπει ότι, «[γ]ια να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στην παράβαση, το ποσό που θα καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων […] θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση», οι δε μικρότερες του εξαμήνου περίοδοι «υπολογίζονται ως μισό έτος», και οι περίοδοι που υπερβαίνουν το εξάμηνο, αλλά είναι μικρότερες του έτους, «υπολογίζονται ως ένα πλήρες έτος». Ο προβλεπόμενος με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 πολλαπλασιασμός με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση αντιστοιχεί σε προσαύξηση του ποσού αυτού κατά 100 % ανά έτος.

362    Η προσέγγιση αυτή συνιστά θεμελιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας όσον αφορά τη συνεκτίμηση της διάρκειας της συμπράξεως. Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ουδόλως αποκλείει μια τέτοια εξέλιξη, καθώς αυτή η διάταξη προσδίδει την ίδια σημασία τόσο στη βαρύτητα της παραβάσεως όσο και στη διάρκεια αυτής κατά τον καθορισμό του προστίμου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T‑204/08 και T‑212/08, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑3569, σκέψη 109).

363    Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει οι δύο αυτοί παράγοντες να έχουν την ίδια επίδραση, από αριθμητικής απόψεως, στο ποσό του προστίμου.

364    Ορθώς, όμως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καταρχήν, το αθέμιτο όφελος που οι συμμετέχοντες σε μια σύμπραξη αντλούν από αυτήν είναι πολύ μεγαλύτερο όταν η παράβαση είναι μακράς διαρκείας. Εν προκειμένω, μόνο μετά την εξέταση των αποτελεσμάτων στην αγορά των εναρμονισμένων πρακτικών που αρχικώς τέθηκαν σε εφαρμογή, ανέκυψε η ανάγκη προσαρμογών και διορθωτικών μέτρων, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της σταθερότητας των μεριδίων της αγοράς μεταξύ των συμμετεχόντων. Επιπλέον, στην περίπτωση που μία σύμπραξη αφορά την κατανομή συμβολαίων προμήθειας των οποίων η εφαρμογή είναι αρκετά μακροχρόνια, για να διασφαλιστεί συνολική σταθερότητα των μεριδίων της αγοράς, θα χρειαστεί να παρέλθουν πολλά έτη πριν η σύμπραξη εκδηλωθεί σε ένα σημαντικό τμήμα της αγοράς.

365    Από τα στοιχεία αυτά, προκύπτει ότι η εφαρμογή εν προκειμένω του κανόνα πολλαπλασιασμού που προβλέπεται στην παράγραφο 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ήταν δικαιολογημένη και ότι η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

366    Με τη δεύτερη αιτίασή της, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006, καθόσον προβλέπουν ότι το ποσοστό των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου στο πεδίο των οριζοντίων παραβάσεων πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ του 16 και 30 % στην περίπτωση οριζόντιων παραβάσεων, περιορίζουν ανεπίτρεπτα το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής για τον καθορισμό ενός προστίμου ανάλογου προς την πραγματική σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως.

367    Η δεύτερη αιτίαση προβλήθηκε, το πρώτον, με το υπόμνημα απαντήσεως. Δεδομένου, όμως, ότι η αιτίαση αυτή προβλήθηκε προς στήριξη του έκτου λόγου του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου της προσφυγής, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, και ότι παρουσιάζει στενό δεσμό με τον λόγο αυτό, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να κηρυχθεί παραδεκτή (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Joynson κατά Επιτροπής, σκέψη 301 ανωτέρω, σκέψη 156, και της 15ης Οκτωβρίου 2008, T‑345/05, Mote κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑2849, σκέψη 85).

368    Επί της ουσίας, πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι, κατά την παράγραφο 21 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, «[κ]ατά γενικό κανόνα το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων». Κατά την παράγραφο 23 των ίδιων κατευθυντήριων γραμμών, «[ο]ι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού» και πρέπει να «τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα», «[κ]ατά συνέπεια, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις κατά κανόνα θα ορίζεται στα υψηλότερα όρια της παραπάνω κλίμακας».

369    Προκύπτει μεταξύ άλλων από τη χρήση των όρων «[κ]ατά γενικό κανόνα» και «κατά κανόνα» ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας αυτές τις διατάξεις, δεν επέβαλε σε εαυτήν απόλυτο κανόνα συμπεριφοράς, αλλά ρητώς προέβλεψε τη δυνατότητα παρεκκλίσεως αν οι περιστάσεις το δικαιολογούν, υπό την προϋπόθεση να τις εκθέτει στην απόφασή της. Συνεπώς, η άποψη της Saint-Gobain ότι η Επιτροπή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να λάβει υπόψη ποσοστό πωλήσεων κατώτερο του 16 % στον τομέα των οριζόντιων παραβάσεων δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

370    Ακολούθως, η Saint-Gobain δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 670 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η επίδικη σύμπραξη είχε ως αντικείμενο την κατανομή της πελατείας μεταξύ ανταγωνιστών, μέσω συντονισμού των τιμών. Κατά πάγια, όμως, νομολογία οι οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών θεωρήθηκαν πάντοτε ότι περιλαμβάνονται στις πολύ σοβαρές παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης και μπορούν, ως εκ τούτου, αφ’ εαυτών, να χαρακτηριστούν ως πολύ σοβαρές (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2035, σκέψη 103, και της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, γνωστή ως «FETTCSA», Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 262). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι μηχανισμοί που περιγράφονται από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι οποίοι συνίστανται σε εναρμονισμένη κατανομή συμβάσεων σχετικά με την προμήθεια υαλοφράξεως αυτοκινήτων εντός του ΕΟΧ, διά του συντονισμού των πολιτικών των τιμών και των στρατηγικών για τον εφοδιασμό της πελατείας προς διατήρηση συνολικής σταθερότητας των μεριδίων αγοράς των επιχειρήσεων που είχαν συμμετάσχει, εμπίπτουν στις πιο σοβαρές μορφές παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, κατά το μέρος που οι παραβάσεις αυτές αποσκοπούν κυρίως και αποκλειστικώς στην εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που τις εφαρμόζουν.

371    Έπεται ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίδικες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές συνιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, πολύ σοβαρή παράβαση (βλ. υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 147). Μια τέτοια διαπίστωση επιβάλλεται ακόμη περισσότερο εν προκειμένω δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι, αφενός, τα κρίσιμα συνολικά μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη σύμπραξη ανέρχονται περίπου στο 60 % κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια της περιόδου της παραβάσεως και, αφετέρου, οι επίδικες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σταδιακώς επηρέασαν το σύνολο σχεδόν των κατασκευαστών αυτοκινήτων εντός του ΕΟΧ.

372    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τον προβαλλόμενο περιορισμένο οικονομικό αντίκτυπο της παραβάσεως, λαμβανομένης υπόψη της διαπραγματευτικής ισχύος των κατασκευαστών αυτοκινήτων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, προς εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας παρέλκει, όταν προκύπτει ότι αυτή έχει ως σκοπό την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Συνεπώς, δεν απαιτείται απόδειξη των πραγματικών συνεπειών περιορισμού του ανταγωνισμού, εφόσον αποδεικνύεται ότι σκοπός της προσαπτόμενης συμπεριφοράς είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση Volkswagen κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 178 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 677 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναγνώρισε ότι οι κατασκευαστές αυτοκινήτων επωφελήθηκαν της διαπραγματευτικής ισχύος τους η οποία τους επέτρεψε να αναπτύξουν στρατηγικές αντιδράσεως για τον περιορισμό ή την εξουδετέρωση της συμπράξεως. Από τη συνδυασμένη, όμως, ερμηνεία αυτού του αποσπάσματος της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αιτιολογικής σκέψεως 673 αυτής, προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη της αυτή την περίπτωση προκειμένου να μη στηριχθεί σε υψηλότερο ποσοστό κρίσιμων πωλήσεων κατά τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες.

373    Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή, εν προκειμένω, υποδιαίρεσε την περίοδο παραβάσεως σε τρία στάδια προκειμένου να υπολογίσει την αξία των κρίσιμων πωλήσεων, και έλαβε υπόψη μια μέση τιμή για όλη την περίοδο της παραβάσεως (βλ. σκέψεις 31, 156 και 158 ανωτέρω). Αυτή η μέθοδος αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, κατά την οποία λαμβάνονται κατά κανόνα υπόψη οι πωλήσεις της επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση. Η Επιτροπή δικαιολόγησε αυτή την εξαίρεση εξηγώντας, στις αιτιολογικές σκέψεις 664 έως 667 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι διέθετε άμεσες αποδείξεις των αθέμιτων πρακτικών μόνο για συγκεκριμένους κατασκευαστές αυτοκινήτων σχετικά με τις περιόδους της «εντατικής δράσεως» και της «παρακμής» της συμπράξεως και ότι αυτό δικαιολογούσε να ληφθούν υπόψη ως κρίσιμες κατά τη διάρκεια αυτών των δύο περιόδων πωλήσεις μόνον οι πωλήσεις υαλοπινάκων αυτοκινήτων στους εν λόγω κατασκευαστές. Στην υπολογισμένη, όμως, με αυτόν τον τρόπο αξία των πωλήσεων εφαρμόστηκαν τα ποσοστά που καθόρισε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν των παραγράφων 21 και 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 καθώς και το πρόσθετο ποσό. Έπεται ότι λόγω της μεθόδου υπολογισμού που εφαρμόστηκε από την Επιτροπή το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην αποτελούμενη από τη Saint-Gobain και την Compagnie επιχείρηση αντικατοπτρίζει καλύτερα τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας από αυτήν την ίδια επιχείρηση παραβάσεως, εκτιμώμενης στο σύνολό της, σύμφωνα με την προμνημονευθείσα στη σκέψη 354 νομολογία.

374    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την αδυναμία της Επιτροπής να καθορίσει ένα πρόσθετο ποσό μικρότερο του 15 %, συνδέεται κατ’ ουσίαν με την τρίτη αιτίαση και εξετάζεται συνεπώς σ’ αυτό το πλαίσιο.

375    Η δεύτερη αιτίαση, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

376    Με την τρίτη της αιτίαση, η Saint-Gobain προσάπτει στην Επιτροπή ότι αύξησε το ποσό του προστίμου που της είχε επιβληθεί λόγω της υποτροπής, ενώ το βασικό ποσό του προστίμου περιλαμβάνει ήδη έναν αποτρεπτικό παράγοντα, δηλαδή το πρόσθετο ποσό. Κατά τη Saint-Gobain, αυτός ο υπολογισμός βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης.

377    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

378    Αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου δεν έχει ως μοναδικό σκοπό να αποτρέψει την εμπλεκόμενη επιχείρηση από ενδεχόμενη υποτροπή, την ειδική δηλαδή πρόληψη. Η Επιτροπή έχει την εξουσία να αποφασίζει για το ύψος των προστίμων προκειμένου να ενισχύει το γενικό αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα, ιδίως όταν παραβάσεις συγκεκριμένου είδους εμφανίζονται με σχετική συχνότητα ή πρέπει να θεωρηθούν ως σοβαρές, τη γενική δηλαδή πρόληψη (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 370 ανωτέρω, σκέψη 134, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, T‑566/08, Total Raffinage Marketing κατά Επιτροπής, σκέψη 460). Έναν τέτοιο προβληματισμό εκφράζει η παράγραφος 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η οποία προβλέπει τη συμπερίληψη στο βασικό ποσό του προστίμου ενός ποσού κυμαινόμενου μεταξύ 15 και 25 % της αξίας των πωλήσεων σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση, προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις ακόμη και από τη συμμετοχή σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής.

379    Η δυνατότητα, όμως, της Επιτροπής να αποτρέψει γενικώς τις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ θα περιοριζόταν αν αυτή δεν ήταν σε θέση να λάβει υπόψη τον σκοπό της αποτροπής κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, καθώς το ποσό αυτό, ληφθέν υπόψη στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου καθορισμού του προστίμου, έχει ως σκοπό να εκφράσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά στοιχεία της, όπως η φύση της, το συνολικό μερίδιο της αγοράς όλων των εμπλεκομένων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και την ουσιαστική εφαρμογή της στην πράξη (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2011, T‑348/08, Aragonesas Industrias y Energía κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑7583, σκέψη 264 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

380    Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία, η αποτροπή αποτελεί σκοπό του προστίμου και γενική επιταγή που πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή καθ’ όλη τη διαδικασία υπολογισμού του προστίμου. Ο σκοπός της αποτροπής δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει ο εν λόγω υπολογισμός ένα ειδικό στάδιο προοριζόμενο για τη συνολική εκτίμηση όλων των σχετικών περιστάσεων για την επίτευξη του ως άνω σκοπού (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 226, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 131).

381    Επομένως, ακόμα και αν η αποτροπή αποτελεί περίσταση που δικαιολογεί προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 309 ανωτέρω, σκέψη 293), η Επιτροπή μπορούσε εγκύρως να λάβει υπόψη το σκοπό της αποτροπής επίσης στο στάδιο υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου, με την εφαρμογή πρόσθετου ποσού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση UPM-Kymmene κατά Επιτροπής, σκέψη 324 ανωτέρω, σκέψη 137). Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί συναφώς ότι, καίτοι η συμπερίληψη πρόσθετου ποσού στο βασικό ποσό του προστίμου και η προσαύξηση αυτού του βασικού ποσού λόγω υποτροπής επιδιώκουν, το καθένα χωριστά, έναν αποτρεπτικό σκοπό, εντούτοις δικαιολογούνται βάσει διαφορετικών εκτιμήσεων. Σύμφωνα με την προεκτεθείσα στις σκέψεις 378 και 379 συλλογιστική, το πρόσθετο ποσό, σχετικά με το οποίο το ίδιο το γράμμα της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, τόσο στη γαλλική όσο και στην αγγλική και γερμανική γλώσσα («inclura», «will include» και «fügt hinzu»), υπολαμβάνει ότι έχει αυτόματο χαρακτήρα όταν πρόκειται για κατάφωρες παραβάσεις (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 362 ανωτέρω, σκέψη 117), έχει ως σκοπό το βασικό ποσό του προστίμου να αντικατοπτρίζει την όλως ιδιαίτερη σοβαρότητα των οριζόντιων συμφωνιών καθορισμού των τιμών, κατανομής των μεριδίων αγοράς και περιορισμού της παραγωγής, ενώ η προσαύξηση λόγω υποτροπής έχει ως σκοπό την επιβολή βαρύτερων κυρώσεων για την παραβατική συμπεριφορά επιχειρήσεων που έχουν εκδηλώσει τάση παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

382    Με την τέταρτη αιτίασή της, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη δύο συμπληρωματικούς παράγοντες κατά τον καθορισμό του προστίμου, δηλαδή, αφενός, την απόφαση επίπεδο γυαλί, με την οποία της επιβλήθηκαν κυρώσεις για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης λιγότερο από ένα έτος πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, την εξαιρετική οικονομική κρίση που έπληττε τον τομέα των αυτοκινήτων κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

383    Σχετικά κατ’ αρχήν με τη λήψη υπόψη της αποφάσεως επίπεδο γυαλί κατά τον υπολογισμό του προστίμου, πρέπει να επισημανθεί ότι η Saint-Gobain με κανένα τρόπο δεν απέδειξε ούτε υποστήριξε ότι αντικείμενο της αποφάσεως αυτής ήταν η επιβολή κυρώσεων για την ίδια παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού με αυτήν που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έχει, όμως, ήδη κριθεί ότι η ύπαρξη αγορών διαφορετικών προϊόντων, έστω και συγγενικών, αποτελεί ουσιώδες κριτήριο για τον καθορισμό του περιεχομένου και, κατά συνέπεια, της ταυτότητας των παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 118 έως 124, και Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 354 ανωτέρω, σκέψεις 309 έως 314).

384    Ακολούθως, σχετικά με την αναφορά της Saint-Gobain στην κατά 33 % μείωση του ποσού του προστίμου που αναγνωρίστηκε από την Επιτροπή σε μία από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσε, μεταξύ άλλων, η απόφαση ειδικοί γραφίτες, είναι, εν προκειμένω, άνευ σημασίας. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, προκύπτει ότι η πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή στις σχετικές αποφάσεις της δεν μπορεί να χρησιμεύσει, ως νομικό πλαίσιο για τον καθορισμό των προστίμων στον τομέα παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι αυτό ορίζεται αποκλειστικά με τον κανονισμό 1/2003, όπως εφαρμόζεται υπό το φως των κατευθυντήριων γραμμών, και ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες εκτιμήσεις της (βλ. σκέψη 245 ανωτέρω). Οι αποφάσεις σχετικά με άλλες υποθέσεις έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην SGL Carbon AG, μεταξύ άλλων, στην απόφαση ειδικοί γραφίτες, εδικαιολογείτο από ένα συνδυασμό παραγόντων, δηλαδή όχι μόνο το ότι σ’ αυτήν την επιχείρηση είχαν ήδη επιβληθεί κυρώσεις λίγο χρόνο πριν για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, αλλά επίσης την πολύ δυσμενή οικονομική κατάσταση την οποία αντιμετώπιζε, καθώς και το ότι δεν είχε υποπέσει σε υποτροπή (απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 383 ανωτέρω, σκέψεις 405 και 406). Η Saint‑Gobain, όμως, δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο με το οποίο θα μπορούσε να καταδείξει ότι βρισκόταν σε συγκρίσιμη οικονομική κατάσταση κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ανάλυση στις προηγηθείσες σκέψεις 300 έως 334, η Saint-Gobain είχε ήδη υποπέσει σε υποτροπή όταν η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

385    Εξάλλου, όσον αφορά την εξαιρετική οικονομική κρίση που έπληττε την αγορά αυτοκινήτου κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία επιδείνωσε σημαντικά τον πραγματικό αντίκτυπο του προστίμου στη Saint-Gobain, το στοιχείο αυτό, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδείχθηκε, στερείται σημασίας εν προκειμένω. Κατά πάγια νομολογία, πράγματι, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λάβει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα κατέληγε να προσδώσει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 105· βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 175 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

386    Είναι άνευ σημασίας ότι τέτοιες οικονομικές δυσκολίες, συνιστάμενες σε υποβάθμιση των οικονομικών και λογιστικών δεικτών της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, δηλαδή σε χρηματοπιστωτικά ελλείμματα, οφείλονται στην κρίση που πλήττει τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση.

387    Πρώτον, μια τέτοια κρίση έχει κατ’ αρχήν έναν πιο σημαντικό αντίκτυπο στις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς. Δεύτερον, μια ενδεχόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να λάβει υπόψη κάθε κατάσταση οικονομικής κρίσεως προκειμένου να μειώσει το ποσό των προστίμων που επιβάλλονται για παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής δεδομένου ότι συχνά οι συμπράξεις δημιουργούνται κατά τον χρόνο που ο τομέας γνωρίζει δυσκολίες (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2009, T‑127/04, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1167, σκέψη 122). Τέλος, τρίτον, περιστάσεις όπως η διαρκής πτώση της ζητήσεως ή ο απορρέων εξ αυτής πλεονασμός της παραγωγικής ικανότητας, ακόμη και αν αποδειχθούν, αποτελούν εγγενείς κινδύνους κάθε οικονομικής δραστηριότητας οι οποίοι, από τη φύση τους, δεν αποτελούν στοιχεία χαρακτηρίζοντα μια εξαιρετική διαρθρωτική ή συγκυριακή κατάσταση που να μπορεί να ληφθεί υπόψη για την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 414).

388    Επομένως, η τέταρτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

389    Με την πέμπτη της αιτίαση, τέλος, η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε είναι δυσανάλογο καθόσον βαίνει πέραν του βέλτιστου προστίμου.

390    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, στις αποφάσεις του της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑329/01, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑3255, σκέψη 141), και T‑59/02 (σκέψη 271 ανωτέρω, σκέψη 130), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αν το πρόστιμο καθοριζόταν σε ύψος που απλώς θα εξουδετέρωνε το όφελος από τη σύμπραξη, δεν θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Μπορεί συγκεκριμένα να υποτεθεί ευλόγως ότι οι επιχειρήσεις λαμβάνουν ορθολογικά υπόψη, στο πλαίσιο των χρηματοοικονομικών υπολογισμών τους και της διαχειρίσεώς τους, όχι μόνο το ύψος των προστίμων που διατρέχουν τον κίνδυνο να τους επιβληθούν σε περίπτωση παραβάσεως, αλλά και την πιθανότητα εντοπισμού της συμπράξεως. Επιπλέον, αν περιοριζόταν ο σκοπός του προστίμου στην απλή εξουδετέρωση του αναμενομένου κέρδους ή οφέλους, δεν θα λαμβανόταν επαρκώς υπόψη ο παραβατικός χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, περιορίζοντας το πρόστιμο σε απλή αντιστάθμιση της προκληθείσας ζημίας, δεν θα λαμβανόταν υπόψη, όχι μόνο το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα το οποίο αφορά μόνο μέλλουσες συμπεριφορές, αλλά ούτε ο κατασταλτικός χαρακτήρας ενός τέτοιου μέτρου σε σχέση με την πράγματι τελεσθείσα συγκεκριμένη παράβαση. Έτσι, τόσο το αποτρεπτικό όσο και το κατασταλτικό αποτέλεσμα του προστίμου δικαιολογούν τη δυνατότητα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμο το οποίο, με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις, μπορεί ακόμη και να υπερβαίνει σημαντικά το ύψος του αναμενόμενου από την εμπλεκόμενη επιχείρηση οφέλους.

391    Έπεται ότι η πέμπτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί και, μαζί της, το δεύτερο σκέλος του λόγου.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από το γεγονός ότι ανεπαρκώς ελήφθη υπόψη η εκ μέρους της Saint-Gobain μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και ανεπάρκεια αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

392    Η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, καθόσον δεν μείωσε το ποσό του επιβληθέντος σ’ αυτήν προστίμου με μόνη αιτιολογία ότι δεν είχε επικαλεστεί ελαφρυντικές περιστάσεις στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας μειώσεως εν προκειμένω προκύπτει όχι μόνο από τη νομολογία, αλλά επίσης από την παράγραφο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 καθώς και την παράγραφο 21 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας. Ειδικότερα, κατά τη Saint-Gobain, η Επιτροπή έπρεπε να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι, αντίθετα από άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Saint-Gobain δεν αμφισβήτησε, στην εν λόγω απάντηση, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που της προσήψε η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

393    Κατά τη Saint-Gobain, μια τέτοια ενέργεια μειώνει τον βαθμό σοβαρότητας της συμπεριφοράς της, καθώς αυτή η μη αμφισβήτηση χρησιμοποιήθηκε ευρέως από την Επιτροπή για να αποδείξει την παράβαση με την προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι άνευ σημασίας σχετικώς ότι η Saint-Gobain δεν είχε ρητώς ζητήσει να ληφθεί υπόψη αυτός ο παράγοντας ως ελαφρυντική περίσταση κατά τη διάρκεια της έρευνας, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε από μόνη της υποχρέωση να λάβει υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών των οποίων είχε γνώση κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

394    Προβάλλεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεδομένου ότι η Επιτροπή χορήγησε το ευεργέτημα της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας στην αιτούσα επιεική μεταχείριση, χωρίς να εξετάσει αν το επιβληθέν στη Saint-Gobain ποσό του προστίμου μπορούσε επίσης να μειωθεί βάσει αυτής της ανακοινώσεως. Το τελευταίο αυτό γεγονός έρχεται σε αντίθεση περαιτέρω με την προηγούμενη διοικητική πρακτική της Επιτροπής.

395    Η Saint-Gobain υποστηρίζει ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από ανεπάρκεια αιτιολογίας, δεδομένου ότι έπρεπε να εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν ελήφθη υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση η εκ μέρους της μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών.

396    Η Saint-Gobain καλεί, τέλος, το Γενικό Δικαστήριο, επικουρικώς, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του εν προκειμένω μειώνοντας το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να ληφθεί υπόψη η συνεργασία της στο πλαίσιο της έρευνας.

397    Η Επιτροπή επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η μομφή που της αποδίδεται ότι δεν έλαβε υπόψη τη μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών από τη Saint‑Gobain, είναι ουσία αβάσιμη. Πράγματι εξέτασε αν η μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών, από αυτήν την επιχείρηση, δικαιολογούσε μια τέτοια μείωση.

398    Η Επιτροπή υποστηρίζει ακολούθως ότι η σημασία της συνεργασίας της Saint‑Gobain δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, καθώς η μη αμφισβήτηση του πραγματικού πλαισίου της προσβαλλομένης αποφάσεως από τη Saint-Gobain, χρησίμευσε κυρίως στην ενίσχυση της αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτούσας επιεική μεταχείριση καθώς και των εξακριβωθέντων από την έρευνα πραγματικών γεγονότων. Η Saint-Gobain είχε, εξάλλου, αμφισβητήσει ορισμένες πλευρές του νομικού χαρακτηρισμού των στοιχειοθετούντων την παράβαση πραγματικών περιστατικών, καθώς επίσης και συγκεκριμένα γεγονότα.

399    Επιπλέον, η Saint-Gobain δεν προέβαλε καμία εξαιρετική περίσταση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συνεκτίμηση της συνεργασίας της εκτός του πλαισίου του καθεστώτος επιείκειας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στην απόφασή του της 8ης Ιουλίου 2008, Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, ότι η απλή μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών, από επιχείρηση εμπλεκόμενη σε παράνομη σύμπραξη, δεν οδηγεί σε μείωση του ποσού του προστίμου που πρέπει να της επιβληθεί. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την πρακτική που ακολουθούσε προηγουμένως η Επιτροπή στις σχετικές αποφάσεις της, βασιζόμενη μεταξύ άλλων στην ανακοίνωσή της σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C‑207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση του 1996 περί επιείκειας).

400    Η Επιτροπή αμφισβητεί εξάλλου ότι η απόφασή της αιτιολογείται ανεπαρκώς στο σημείο αυτό. Εκτιμά ότι προκύπτει με τρόπο αρκούντως σαφή, από τη συλλογιστική της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών από την αιτούσα επιεική μεταχείριση, ότι μια τέτοια μη αμφισβήτηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να οδηγήσει σε μείωση του επιβληθέντος στη Saint-Gobain προστίμου.

401    Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι κανένας λόγος δεν δικαιολογεί, εν προκειμένω, τη μείωση από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, του επιβληθέντος στη Saint-Gobain προστίμου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

402    Το παρόν σκέλος πρέπει να εξεταστεί αφού προηγουμένως γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της δυνατότητας μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει των παραγράφων 20 έως 23 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας και, αφετέρου, της μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει ελαφρυντικής περιστάσεως εκτός του προγράμματος επιείκειας, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

403    Κατ’ αρχάς, σχετικά με την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, που εφαρμόζεται ratione temporis εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή διευκρίνισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται μαζί της κατά τη διάρκεια έρευνάς της για την ύπαρξη συμπράξεως μπορούν να απαλλαγούν από το πρόστιμο ή να επωφεληθούν μειώσεως του ποσού του προστίμου που θα έπρεπε να καταβάλουν.

404    Διευκρινίζεται, στην παράγραφο 20 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, ότι οι επιχειρήσεις που δεν πληρούν τους όρους απαλλαγής από το πρόστιμο, όπως προβλέπονται στον τίτλο Α της εν λόγω ανακοινώσεως, μπορούν παρά ταύτα να επωφεληθούν μειώσεως του ποσού του προστίμου που θα τους είχε άλλως επιβληθεί. Από την παράγραφο 21 της εν λόγω ανακοινώσεως προκύπτει ότι, «[γ]ια να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση που αντιπροσωπεύουν σημαντική [πρόσθετη αποδεικτική] αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να διακόψει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που υποβάλλει τις αποδείξεις».

405    Το Γενικό Δικαστήριο προσφάτως έκρινε ότι, στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας που προβλέπεται στην ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, η διαδικασία χορηγήσεως πλήρους απαλλαγής από τα πρόστιμα σε επιχείρηση περιλαμβάνει τρία διακριτά στάδια, το πρώτο εξ αυτών συνιστώμενο σε υποβολή αιτήσεως εκ μέρους της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως προς την Επιτροπή (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑12/06, Deltafina κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑5639, σκέψεις 111 και 112).

406    Υπό τον τίτλο «Διαδικασία», οι παράγραφοι 24 και 25 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας ορίζουν τα εξής:

«24. Μια επιχείρηση που επιθυμεί να τύχει απαλλαγής από ένα πρόστιμο πρέπει να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία της εν λόγω σύμπραξης (καρτέλ).

25. Η επιχείρηση θα λάβει βεβαίωση παραλαβής από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού όπου θα αναφέρεται η ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκαν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Η Επιτροπή δεν θα εξετάζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχονται από επιχείρηση που υποβάλλει αίτηση για μείωση προστίμου, πριν λάβει θέση επί υφιστάμενης αιτήσεως για υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα σχετικά με την ίδια πιθανολογούμενη παράβαση.»

407    Προκύπτει από το γράμμα των ως άνω αποσπασμάτων της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας ότι, για να της χορηγηθεί το ευεργέτημα της μειώσεως του ποσού του προστίμου κατ’ εφαρμογήν του προγράμματος επιείκειας που καθιερώθηκε με την εν λόγω ανακοίνωση, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει σχετικό αίτημα στην Επιτροπή και να της παράσχει αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν υποτιθέμενη σύμπραξη επηρεάζουσα τον ανταγωνισμό στην Ένωση. Αυτή η ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας δικαιολογείται μάλιστα ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το πρόγραμμα επιείκειας διευκρινίζει κατ’ αρχήν τις συνέπειες της θεμελιώσεως της ευθύνης των επιχειρήσεων για παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ. Καίτοι φαίνεται σκόπιμο να επιφυλαχθεί ευνοϊκή μεταχείριση στις επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την Επιτροπή στις έρευνες οι οποίες αφορούν τις μυστικές συμπράξεις που δρουν εντός της Ένωσης, μια τέτοια μεταχείριση ωστόσο πρέπει να επιφυλαχθεί στις επιχειρήσεις που τηρούν σχολαστικά τις προβλεπόμενες από την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις.

408    Εν προκειμένω, όμως, η Saint-Gobain δεν ζήτησε ρητώς το ευεργέτημα της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας κατά τη διάρκεια της έρευνας και αρκείται να υποστηρίξει ότι δεν αμφισβήτησε το υποστατό των προσαφθέντων σ’ αυτήν πραγματικών περιστατικών με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή, ότι δεν προσπάθησε να εξακριβώσει αν η Saint-Gobain μπορούσε να επωφεληθεί μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως. Αυτό το συμπέρασμα δεν μπορεί να ανατραπεί από το γεγονός ότι η προσέγγιση που έγινε εν προκειμένω δεκτή από την Επιτροπή διαφέρει από την προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων, δεδομένου ότι δεν χρησιμεύει, από μόνη της, ως νομικό πλαίσιο για τον καθορισμό των προστίμων στον τομέα παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 245 ανωτέρω). Έπεται επίσης ότι η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας στο σημείο αυτό είναι αβάσιμη.

409    Είναι άνευ σημασίας από την άποψη αυτή ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατά το παρελθόν ότι, για να χορηγηθεί μείωση του προστίμου λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, μια επιχείρηση πρέπει να δηλώσει ρητώς στην Επιτροπή, αφού λάβει γνώση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι δεν προτίθεται να αμφισβητήσει τα πραγματικά περιστατικά (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 303), όπως ακριβώς εν προκειμένω, και ότι, στην περίπτωση υποβολής ενός τέτοιου αιτήματος, εναπόκειται στην Επιτροπή, ενδεχομένως, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε, παρά ταύτα, ότι δεν έπρεπε να χορηγήσει μείωση του ποσού του προστίμου επ’ αυτής της βάσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 415, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 326 ανωτέρω, σκέψεις 98 και 99).

410    Πράγματι, αυτά τα συμπεράσματα ήταν στενά συνδεδεμένα με το γεγονός ότι η ανακοίνωση του 1996 περί επιείκειας προέβλεπε, στην παράγραφο 2 του σημείου Δ υπό τον τίτλο «Αξιόλογη μείωση του ύψους του προστίμου», ότι η μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες της Επιτροπής μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του ποσού του προστίμου που θα είχε επιβληθεί σε περίπτωση μη συνεργασίας. Όπως υπογραμμίζει ορθώς η Επιτροπή στα γραπτά υπομνήματά της, ένας τέτοιος κανόνας δεν περιλαμβάνεται πλέον στην ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, η οποία αναφέρει μόνο, πέραν της εκδοχής της απαλλαγής, τη δυνατότητα μειώσεως του ποσού του προστίμου στην περίπτωση που μια επιχείρηση προσκομίζει στην Επιτροπή «αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση που αντιπροσωπεύουν σημαντική [πρόσθετη αποδεικτική] αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της [αυτή]».

411    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεδομένου ότι η αιτούσα επιεική μεταχείριση, σε αντίθεση με τη Saint-Gobain, επωφελήθηκε μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Βεβαίως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που παρέχουν τα μέλη μιας συμπράξεως, να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2009, T‑116/04, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1087, σκέψη 124), η οποία αντιτίθεται στο να επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2009, C‑101/08, Audiolux κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑9823, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Λαμβανομένης υπόψη εντούτοις της προεκτεθείσας στις σκέψεις 406 έως 408 συλλογιστικής, πρέπει να κριθεί ότι η Saint-Gobain και η αιτούσα επιεική μεταχείριση δεν βρίσκονταν σε όμοια κατάσταση βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας.

412    Ακολούθως, σχετικά με τις ελαφρυντικές περιστάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά στην παράγραφο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Saint-Gobain προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον κανόνα της τέταρτης περιπτώσεως της εν λόγω παραγράφου, σύμφωνα με τον οποίο το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να μειωθεί «όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή, πέραν του πεδίου εφαρμογής της Ανακοίνωσης [του 2002 περί συνεργασίας] και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί».

413    Η εν λόγω αιτίαση δεν μπορεί, ωστόσο, να γίνει δεκτή.

414    Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι η παράγραφος 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, όπως και το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 1998, εξετάζει το ενδεχόμενο να συνεκτιμηθεί ως ελαφρυντική περίσταση η αποτελεσματική συνεργασία της επιχειρήσεως στη σχετική διαδικασία εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί.

415    Εντούτοις, στην περίπτωση μυστικών συμπράξεων, η Επιτροπή ορθώς δεν εφαρμόζει την παράγραφο 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση. Πράγματι, η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την ανακοίνωση περί συνεργασίας. Από την εν λόγω ανακοίνωση προκύπτει, όμως, σαφώς, ότι θεσπίζει πλαίσιο ώστε να ανταμείβονται για τη συνεργασία τους στην έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ή υπήρξαν μέλη μυστικών συμπράξεων που δρουν εντός της Ένωσης. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να τύχουν μειώσεως του προστίμου λόγω της συνεργασίας τους παρά μόνον όταν πληρούν τις προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Νοεμβρίου 2011, T‑208/06, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑7953, σκέψεις 270 και 271).

416    Έτσι, έχει κριθεί, παραδείγματος χάριν, ότι η Επιτροπή μπορούσε να εφαρμόσει την παράγραφο 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 στην επιχείρηση που της παρέσχε πρώτη πληροφορίες οι οποίες της έδωσαν τη δυνατότητα να διευρύνει την έρευνά της και να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποδείξει παράβαση σοβαρότερη ή μεγαλύτερης διάρκειας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 415 ανωτέρω, σκέψη 272 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

417    Η παρούσα υπόθεση εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, η οποία προβλέπει, στην παράγραφο 1, την περίπτωση των μυστικών συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων με στόχο τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή των αγορών, περιλαμβανομένης της νοθεύσεως διαγωνισμών. Έπεται ότι ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εφαρμογή της παραγράφου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 θα έπρεπε, σε μια τέτοια περίπτωση, να είναι εξαιρετική.

418    Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, κρίνει ότι η Saint-Gobain, ούτε στο πλαίσιο της έρευνας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε στο πλαίσιο του υπό κρίση δικογράφου της προσφυγής, εξέθεσε για ποιο λόγο μόνο το γεγονός ότι δεν αμφισβήτησε το υποστατό ορισμένων πραγματικών περιστατικών πληρούσε μια τέτοια προϋπόθεση.

419    Πρώτον, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση της μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών ως ελαφρυντικής περιστάσεως θα δημιουργούσε προβλήματα στην αλλαγή της πολιτικής της περί επιείκειας που σηματοδοτεί η έκδοση της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, η οποία χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι περίσταση αυτής της φύσεως δεν δικαιολογεί πλέον, κατ’ αρχήν, μείωση του ποσού του προστίμου (βλ. σκέψη 410 ανωτέρω).

420    Δεύτερον, ακόμα και στις υποθέσεις στις οποίες είχε εφαρμογή η ανακοίνωση του 1996 περί επιείκειας, είχε ήδη κριθεί ότι, όταν μια επιχείρηση, στο πλαίσιο της συνεργασίας, απλώς επιβεβαιώνει, και μάλιστα κατά τρόπο λιγότερο ακριβή και συγκεκριμένο, ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία που είχε ήδη παράσχει άλλη επιχείρηση δυνάμει της συνεργασίας, ο βαθμός συνεργασίας που παρέχει η επιχείρηση αυτή, μολονότι ενδέχεται να έχει κάποια χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμος με αυτόν της πρώτης επιχειρήσεως που προσκόμισε τα εν λόγω στοιχεία. Πράγματι, μια δήλωση που απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, δήλωση που είχε ήδη περιέλθει στην Επιτροπή δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο της και, κατά συνέπεια, δεν αρκεί προς δικαιολόγηση της μειώσεως του προστίμου λόγω της συνεργασίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 455).

421    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη της επίδικης συμπράξεως και η λειτουργία της αποτελούνται κατ’ ουσίαν από έγγραφα που κατασχέθηκαν από την Επιτροπή κατά τους ελέγχους που διενήργησε στις εγκαταστάσεις διαφόρων εμπλεκομένων επιχειρήσεων, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2005, καθώς και δηλώσεις της αιτούσας επιεική μεταχείριση, στηριζόμενες σε σύγχρονα με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών έγγραφα. Η μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών από τη Saint-Gobain, όπως φαίνεται από την αιτιολογική σκέψη 456 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή για να ενισχύσει ορισμένες διαπιστώσεις που συνάγονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονταν ήδη στην κατοχή της (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις 127, 146 έως 148, 165, 187, 218, 255 έως 277, 297 έως 299, 312, 313, 316, 317, 328, 329, 337, 338 και 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

422    Επομένως, δεν ευσταθεί το επιχείρημα της Saint-Gobain ότι η από μέρους της μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών προσέδωσε σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία στα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή.

423    Επομένως, η αιτίαση της Saint-Gobain που αντλείται από τη μη συνεκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής του βαθμού συνεργασίας της ως ελαφρυντικής περιστάσεως εκτός του νομικού πλαισίου της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

424    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τυχόν προηγουμένως ακολουθηθείσα πρακτική κατά την έκδοση σχετικών αποφάσεων. Πράγματι, το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη της, σε άλλες υποθέσεις, ότι συγκεκριμένα στοιχεία συνιστούσαν ελαφρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση του προστίμου δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια νομική κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της, καθώς μια τέτοια πρακτική δεν συνιστά νομικό πλαίσιο όσον αφορά την επιβολή προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 245 ανωτέρω και απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 395).

425    Είναι επίσης άνευ σημασίας ότι πρόστιμα συνολικά χαμηλότερου ύψους επιβάλλονταν κατ’ εφαρμογήν των προηγούμενων κατευθυντήριων γραμμών περί συνεργασίας. Η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού προϋποθέτει πράγματι ότι η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το ύψος των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής, κατά τρόπο που οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο ότι η Επιτροπή δεν θα υπερβεί το ύψος των προστίμων το οποίο εφάρμοζε προηγουμένως ούτε στη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων αυτών (βλ. σκέψεις 276 και 277 ανωτέρω).

426    Η αιτίαση δε που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, κατά το μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό για ποιο λόγο η Saint-Gobain δεν κατέστη δυνατόν να επωφεληθεί της μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει της παραγράφου 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

427    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τον καθορισμό των προστίμων λόγω παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον εκθέτει, στην απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως βάσει των οποίων στάθμισε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της διαπραχθείσας παραβάσεως, χωρίς να οφείλει να παραθέσει αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου (βλ. υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 66). Η επάρκεια της αιτιολογίας αυτής πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της επίμαχης πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1994, T‑38/92, AWS Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑211, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 146 ανωτέρω, σκέψη 63).

428    Εν προκειμένω, η Saint-Gobain, μόλις έλαβε την ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν ζήτησε από την Επιτροπή να της χορηγήσει μείωση του ποσού του ενδεχομένως επιβλητέου προστίμου λόγω προβαλλομένης συνεργασίας βάσει της παραγράφου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Περαιτέρω, η Saint-Gobain δεν μπορούσε να αγνοήσει, αφενός, ότι η ελαφρυντική περίσταση της παραγράφου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, βάσει του γράμματός της, εφαρμόζεται μόνο εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας και, αφετέρου, ότι, λόγω της φύσεως της επίδικης συμπράξεως, αυτή η τελευταία ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως. Τέλος, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των αιτιολογικών σκέψεων 56 έως 59 και 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κριθεί ότι η Saint-Gobain μπορούσε να αντιληφθεί ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στις δηλώσεις της αιτούσας επιεική μεταχείριση προκειμένου να αποδείξει την επίδικη παράβαση και ότι αυτές οι δηλώσεις έλαβαν χώρα πριν από την αποστολή εκ μέρους της Saint-Gobain της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

429    Επομένως, η Saint-Gobain, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν σε θέση να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή δεν της χορήγησε μείωση του ποσού του επιβληθέντος προστίμου βάσει της ελαφρυντικής περιστάσεως της παραγράφου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 και ότι, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει ανεπάρκεια ή έλλειψη αιτιολογίας από την άποψη αυτή.

430    Επομένως, το τρίτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο.

431    Σε σχέση με την εξέταση του λόγου συνολικά, πρέπει να κριθεί ότι αυτός είναι βάσιμος μόνο κατά το μέτρο που αφορά την παρανομία της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω του ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη την απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία) προκειμένου να θεμελιώσει την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής σε βάρος της Compagnie και της Saint-Gobain.

 Β — Υπόθεση T‑73/09

432    Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι έχει ήδη διενεργηθεί η εξέταση, στο πλαίσιο της εξετάσεως της προσφυγής στην υπόθεση T‑56/09, περισσοτέρων λόγων ή επιχειρημάτων προβληθέντων από την Compagnie στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑73/09. Αυτό ισχύει, πρώτον, για τον λόγο που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, δεύτερον, για τον λόγο που αντλείται από παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών λόγω του καταλογισμού στην Compagnie παραβάσεως που διαπράχθηκε από μία εκ των θυγατρικών της, τρίτον, για τον λόγο που αντλείται από παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας των ποινών και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και τέλος, τέταρτον, για τον λόγο που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 σχετικά με τη συνεκτίμηση της υποτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

433    Οι σκέψεις που ακολουθούν αφορούν επομένως μόνο τον λόγο που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από την παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατά τον οποίο η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση του κύκλου εργασιών που πρέπει να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου, καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από έλλειψη αιτιολογίας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

434    Με τον λόγο αυτό, η Compagnie προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν ερεύνησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για στοιχεία καταδεικνύοντα ότι το σύνολο του κύκλου εργασιών του ομίλου Saint-Gobain μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Πράγματι, η διάταξη αυτή, όπως έχει ερμηνευθεί από τον δικαστή της Ένωσης, δεν επιτρέπει τον καταλογισμό προστίμου μεγαλύτερου του 10 % του κύκλου εργασιών της εμπλεκομένης επιχειρήσεως, ως ενιαίας οικονομικής οντότητας. Σύμφωνα με την Compagnie, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτή αφορά μόνο πρακτικές σχετικά με ορισμένες δραστηριότητες του ομίλου Saint-Gobain που σχετίζονται με τον πόλο «υαλόφραξη» και όχι άλλες δραστηριότητες του ομίλου, για τις οποίες είχαν συσταθεί διακριτές επιχειρήσεις.

435    Επομένως, κατά την Compagnie, η Επιτροπή έπρεπε να υπολογίσει το ανώτατο όριο του προστίμου περιοριζόμενη στον κύκλο εργασιών του πόλου «υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain. Αντιθέτως, το πρόστιμο δεν θα υπερέβαινε, σε κάθε περίπτωση, ποσό 560 εκατομμυρίων ευρώ. Η Compagnie συνάγει από τα ανωτέρω ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τη Saint-Gobain, είναι υπερβολικό και δυσανάλογο.

436    Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία σχετική εξήγηση στην προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή πάσχει περαιτέρω από έλλειψη αιτιολογίας.

437    Στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, η Compagnie διατείνεται ακόμη ότι, εφόσον η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν επισήμαινε ότι η συνεκτίμηση του συνόλου του κύκλου εργασιών του ομίλου Saint-Gobain ήταν δικαιολογημένη λόγω της υπάρξεως τεκμηρίου αποφασιστικής επιρροής, εκ μέρους της, σε όλες της θυγατρικές της, δεν ήταν σε θέση να ασκήσει λυσιτελώς τα δικαιώματά της πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έπεται ότι η Επιτροπή έδρασε θίγοντας τα δικαιώματα άμυνας της Saint-Gobain.

438    Η Επιτροπή αντικρούει τις ως άνω αιτιάσεις. Ισχυρίζεται κατ’ αρχάς ότι έλαβε υπόψη τον συνολικό κύκλο εργασιών του ομίλου Saint-Gobain, στην προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο προκειμένου να προσδιορίσει αν έπρεπε να εφαρμόσει το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Υπενθυμίζει ακολούθως ότι, κατά πάγια νομολογία, το εν λόγω ανώτατο όριο πρέπει να υπολογιστεί επί τη βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των εταιριών που αποτελούν την ενιαία οικονομική οντότητα που διέπραξε την παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, καθώς μόνον αυτός ο κύκλος εργασιών παρέχει ένδειξη της σημασίας και της επιρροής της επίμαχης επιχειρήσεως στην αγορά. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της μητρικής εταιρίας η οποία είναι επικεφαλής της επιχειρήσεως που συμμετείχε στην παράβαση κατά τον υπολογισμό του εν λόγω ανωτάτου ορίου. Αυτό το αριθμητικό στοιχείο περιλαμβάνει τον κύκλο εργασιών διαφόρων θυγατρικών του ομίλου, χωρίς να είναι απαραίτητο να αποδοθεί επισήμως η ευθύνη της παραβάσεως στο σύνολο των επιχειρήσεων που την αποτελούν.

439    Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή επαρκώς απέδειξε ότι η Compagnie ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής των θυγατρικών της, και ότι, συνεπώς, οι διάφορες αυτές εταιρίες αποτελούν από κοινού μια επιχείρηση. Επομένως, ο υπολογισμός του ανωτάτου ορίου που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη έπρεπε να πραγματοποιηθεί με αναφορά στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών του συνόλου του ομίλου Saint-Gobain. Είναι άνευ σημασίας ότι η Compagnie πραγματοποιεί μειωμένο ίδιο κύκλο εργασιών, δεδομένου ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών του ομίλου Saint-Gobain εμφαίνεται στις ετήσιες αναφορές της. Επιπλέον, το ανώτατο όριο του 10 % δεν εφαρμόζεται ούτε στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε βάσει της δραστηριότητας την οποία αφορά άμεσα η παράβαση ούτε στα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, ούτε στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε μόνο από το μέρος του ομίλου Saint-Gobain στο οποίο ανήκουν οι άμεσα υπεύθυνες για την παράβαση θυγατρικές κατά το προηγούμενο από την έκδοση της αποφάσεως έτος.

440    Η Επιτροπή αντικρούει την αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Υποστηρίζει ότι το εν λόγω ανώτατο όριο αναφέρεται στον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται απόφαση περί επιβολής κυρώσεων εκδιδόμενη βάσει του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η Επιτροπή, ως αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν σε θέση να εξακριβώσει αν το επιβληθέν σε αυτήν πρόστιμο υπερέβαινε το εν λόγω ανώτατο όριο.

441    Τέλος, σχετικά με την αιτίαση που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι πρόκειται για νέο λόγο και ότι, επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη. Σε κάθε περίπτωση διατείνεται ότι τα δικαιώματα άμυνας της Compagnie δεν εθίγησαν εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να κοινοποιήσει στην τελευταία συγκεκριμένες ενδείξεις σχετικά με το ύψος των προστίμων που σκόπευε να της επιβάλει ή τον κύκλο εργασιών που θα χρησιμοποιούσε για να εξακριβώσει την μη υπέρβαση του ανωτάτου ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, επισήμανε, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, την ιδιότητα υπό την οποία η Compagnie θεωρείτο υπόλογη για τις πράξεις περί των οποίων πρόκειται.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

442    Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την αναφορά που γίνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο συμπληρωματικό της υπόμνημα, προς στήριξη του παρόντος λόγου, η Compagnie δεν προβάλλει κανένα νέο λόγο ή νέα αιτίαση σε σχέση με τους λόγους και τις αιτιάσεις που είχε προβάλει προηγουμένως στην προσφυγή της. Έπεται ότι αυτό το επιχείρημα είναι παραδεκτό, σύμφωνα με την προμνημονευθείσα στη σκέψη 301 νομολογία.

443    Επί της ουσίας, ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την ανάλυση στις προηγηθείσες σκέψεις 206 έως 247, ορθώς η Επιτροπή, εν προκειμένω, καταλόγισε στην Compagnie την παραβατική συμπεριφορά της Saint-Gobain.

444    Ο παρών λόγος εγείρει ωστόσο το ζήτημα του νοήματος που πρέπει να αποδοθεί στην έννοια του κύκλου εργασιών της «επιχειρήσεως» που συμμετέχει στην παράβαση, στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, σε μια κατάσταση κατά την οποία, αφενός, η Επιτροπή ορθώς καταλογίζει σε μητρική εταιρία την ευθύνη της παραβατικής συμπεριφοράς μιας ή περισσοτέρων εκ των θυγατρικών της που δραστηριοποιούνται σ’ ένα συγκεκριμένο οικονομικό τομέα και, αφετέρου, η εν λόγω μητρική εταιρία κατέχει και άλλες θυγατρικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς τομείς και επί των οποίων η αποφασιστική επιρροή της μητρικής εταιρίας δεν αποδείχθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως επισημαίνεται από την Compagnie, από την προσέγγιση που γίνεται δεκτή στο σημείο αυτό εξαρτάται, εν προκειμένω, η διαπίστωση μιας ενδεχόμενης υπερβάσεως του ανωτάτου ορίου του προστίμου που της επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τη Saint-Gobain.

445    Συναφώς, πρέπει καταρχάς να απορριφθεί η αιτίαση της Compagnie που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με το ύψος του κύκλου εργασιών που ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή προς επιβεβαίωση του ότι το πρόστιμο που επέβαλε στην αποτελούμενη από την Compagnie και τη Saint-Gobain επιχείρηση δεν υπερέβαινε το ανώτατο όριο που προβλεπόταν στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

446    Πράγματι, κατά το μέτρο που το επίδικο ανώτατο όριο αφορά τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως ή της ενώσεως επιχειρήσεων που διέπραξε την παράβαση, η οποία είναι αποδέκτρια της αποφάσεως, αυτή η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων είναι, υποθετικά, σε θέση να εξακριβώσει την τήρηση αυτού του ανωτάτου ορίου. Πράγματι, αυτή η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων όχι μόνο υποτίθεται ότι έχει λάβει γνώση του επίμαχου νόμιμου ορίου, αλλά υποτίθεται επίσης ότι γνωρίζει το ποσό του ιδίου κύκλου εργασιών. Είναι επομένως σε θέση να εκτιμήσει αν το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπερέβη ή όχι το ανώτατο όριο του 10 %, παρά την απουσία οποιασδήποτε σχετικής αιτιολογήσεως στην απόφαση περί επιβολής κυρώσεως. Επομένως, δεν απαιτείται καμία ειδική αιτιολογία όσον αφορά την εφαρμογή του εν λόγω ανωτάτου ορίου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑217/03 και T‑245/03, FNCBV κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4987, σκέψεις 237 και 238).

447    Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, επισήμανε ότι ο συνολικός ενοποιημένος κύκλος εργασιών του ομίλου Saint-Gobain ανήλθε, το 2007, στα 43,4 δισεκατομμύρια ευρώ και ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε από τη Saint-Gobain, κατά τη διάρκεια της ίδιας οικονομικής χρήσεως, ήταν 5,611 δισεκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 593 έως 623 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, εν προκειμένω, καταλόγισε την παράβαση που διαπράχθηκε από τη Saint-Gobain στην Compagnie, έχοντας, μεταξύ άλλων, καταλήξει, στην αιτιολογική σκέψη 622 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι διάφορες θυγατρικές του ομίλου Saint-Gobain που εμπλέκονται στην παράβαση αποτελούσαν μια ενιαία επιχείρηση με την Compagnie. Η Επιτροπή υπενθύμισε εξάλλου στην αιτιολογική σκέψη 710 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το πρόστιμο δεν μπορούσε να υπερβεί το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος από εκάστη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που συμμετείχε στην παράβαση. Τέλος, προκύπτει τουλάχιστον εμμέσως από τις αιτιολογικές σκέψεις 710 έως 712 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή, εν προκειμένω, εκτίμησε ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στη Saint-Gobain και στην Compagnie δεν υπερέβαινε το εν λόγω ανώτατο όριο.

448    Πρέπει επομένως να κριθεί ότι η Compagnie ήταν σε θέση να αντιληφθεί, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αναφέρεται στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών του ομίλου Saint-Gobain και στην αποφασιστική επιρροή που ασκήθηκε από την ίδια επί της εμπορικής πολιτικής της Saint‑Gobain, ότι η Επιτροπή εξέτασε αν το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Compagnie υπερέβαινε το ανώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

449    Ακολούθως, ως προς την αιτίαση που αντλείται από την υπέρβαση του ανωτάτου ορίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι το ανώτατο όριο του ποσού του προστίμου που καθορίζεται στη διάταξη αυτή αποβλέπει στο να αποφευχθεί η επιβολή προστίμων για τα οποία μπορεί να προβλεφθεί, έστω και κατά προσέγγιση και περιορισμένη βεβαιότητα, ότι οι επιχειρήσεις, λαμβανομένου υπόψη του ύψους τους, όπως αυτό καθορίζεται βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών τους δεν είναι σε θέση να τα καταβάλουν. Πρόκειται συνεπώς για όριο, το οποίο εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλες τις επιχειρήσεις και καθορίζεται με βάση το μέγεθος εκάστης αυτών και το οποίο αποσκοπεί στο να αποφευχθούν πρόστιμα υπερβολικού και δυσανάλογου ύψους (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψεις 280 και 281· βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 452). Επομένως, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 απαγορεύει απλώς στην Επιτροπή να επιβάλλει πρόστιμο πλέον του ανώτατου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών της εμπλεκομένης επιχειρήσεως που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγούμενη της ημερομηνίας της αποφάσεως οικονομική χρήση (αποφάσεις Sarrió κατά Επιτροπής, σκέψη 149 ανωτέρω, σκέψη 85, και Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 593).

450    Αυτό το ανώτατο όριο του 10 % πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των εταιριών που απαρτίζουν την οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, καθώς μόνο ο συνολικός κύκλος εργασιών των εν λόγω εταιριών παρέχει ένδειξη για το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της επίμαχης επιχειρήσεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψεις 528 και 529· της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 210 ανωτέρω, σκέψη 90, και της 16ης Νοεμβρίου 2011, T‑79/06, Sachsa Verpackung κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 107). Επομένως, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη επειδή έλαβε τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της εμπλεκόμενης επικεφαλής του ομίλου εταιρίας ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου, εφόσον δεν ανατρέπεται το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής που ασκείται από αυτήν επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής ή των θυγατρικών που εμπλέκονται στην παράβαση (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 210 ανωτέρω, σκέψη 91· ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής, σκέψη 311 ανωτέρω, σκέψη 288· της 5ης Οκτωβρίου 2011, T‑39/06, Transcatab κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑6831, σκέψη 129, και της 12ης Οκτωβρίου 2011, T‑41/05, Alliance One International κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑7101, σκέψη 166).

451    Περαιτέρω και όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, το ανώτατο όριο που τίθεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, επιδιώκει διαφορετικό και αυτοτελή σκοπό σε σχέση με αυτόν που απορρέει από τα κριτήρια της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως (απόφαση Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 499 ανωτέρω, σκέψη 452). Επομένως, η εκτίμηση του εν λόγω ανωτάτου ορίου πρέπει να γίνεται με αναφορά στο μέγεθος και στην οικονομική ισχύ της εμπλεκομένης επιχειρήσεως, δεδομένου ότι αυτό το ανώτατο όριο αποβλέπει στο να αποφευχθεί η επιβολή προστίμων για τα οποία μπορεί να προβλεφθεί ότι οι επίμαχες επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να τα καταβάλουν.

452    Ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών του ομίλου Saint-Gobain, όμως, αντικατοπτρίζει εκ φύσεως καλύτερα το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της επιχειρήσεως την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση σε σύγκριση με το τμήμα μόνο του εν λόγω κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε από τον πόλο «υαλόφραξη» αυτού του ομίλου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 5040, και απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 450 ανωτέρω, σκέψη 529). Είναι άνευ σημασίας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Compagnie ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής του συνόλου των θυγατρικών της.

453    Έπεται ότι μόνο το γεγονός ότι ο όμιλος Saint-Gobain δραστηριοποιείται σε διάφορους βιομηχανικούς τομείς, όπως η υαλόφραξη, τα καινοτόμα υλικά, τα δομικά προϊόντα ή ακόμα τα προϊόντα συσκευασίας, δεν μπορεί να δικαιολογήσει το να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου κύκλος εργασιών μικρότερος από τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών του εν λόγω ομίλου, και αυτό ακόμα και αν η παράβαση την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά παρά μόνο έναν από τους τομείς αυτούς.

454    Εξάλλου, όπως προμνημονεύθηκε στη σκέψη 443, η Επιτροπή απέδειξε ότι η Compagnie αποτελούσε, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, οικονομική ενότητα με τον πόλο «Υαλόφραξη» του ομίλου Saint-Gobain. Σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι θεμιτό για την Επιτροπή να στηριχθεί στον κύκλο εργασιών της μητρικής εταιρίας προκειμένου να καθορίσει το πρόστιμο σε ύψος που να εξασφαλίζει επαρκώς το αποτρεπτικό αποτέλεσμα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής, σκέψη 311, ανωτέρω, σκέψη 445). Ο σκοπός αυτός όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί αν, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Compagnie, μόνο ο κύκλος εργασιών των εταιριών που συμμετείχαν άμεσα στην παράβαση μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑26/06, Trioplast Wittenheim κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 115).

455    Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι ασύμβατο με τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 449 ανωτέρω. Σ’ αυτήν την απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει αν ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε από το σύνολο των εταιριών του ομίλου Knauf μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου, εξέτασε, αφενός, αν ο όμιλος Knauf αποτελούσε οικονομική ενότητα κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού και, αφετέρου, αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η Knauf Gips AG, προσφεύγουσα σ’ αυτήν την υπόθεση, ήταν το νομικό πρόσωπο το οποίο, ως επικεφαλής του ομίλου Knauf, ήταν υπεύθυνο για τον συντονισμό της δράσης του ομίλου (απόφαση Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 449 ανωτέρω, σκέψη 339). Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή ήταν δικαιολογημένη στην περίπτωση αυτή από το γεγονός ότι, στην απόφαση της οποίας επιδιωκόταν η ακύρωση στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το νομικό πρόσωπο που διηύθυνε τον όμιλο των εταιριών που αποτελούσαν την επιχείρηση που ήταν υπεύθυνη για την παράβαση και στην οποία θα καταλογίζονταν οι παραβάσεις που διαπράχθηκαν από τις διάφορες εταιρίες που τη συνιστούσαν (απόφαση Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 449 ανωτέρω, σκέψη 337). Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή ορθώς καταλόγισε τις ενέργειες της Saint-Gobain στην Compagnie, εταιρία επικεφαλής του ομίλου Saint-Gobain.

456    Τέλος, σχετικά με την αιτίαση που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, επειδή η Επιτροπή δεν παρέσχε τη δυνατότητα στην Compagnie, πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να αποδείξει ότι δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής του συνόλου των θυγατρικών της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι παραδεκτώς προβλήθηκε κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, δεν είναι σε κάθε περίπτωση βάσιμη. Πράγματι, όπως σημειώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 452, ο υπολογισμός του ανωτάτου ορίου του προστίμου που επιβλήθηκε στην Compagnie και στη Saint-Gobain βάσει του ενοποιημένου κύκλου εργασιών του ομίλου Saint-Gobain δεν προϋπέθετε την ύπαρξη αποφασιστικής επιρροής εκ μέρους της Compagnie επί της εμπορικής πολιτικής του συνόλου των θυγατρικών της.

457    Επομένως η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 στηριζόμενη στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών του ομίλου Saint-Gobain προκειμένου να καθοριστεί το ανώτατο όριο του προστίμου που μπορούσε να επιβληθεί εν προκειμένω στην Compagnie και στη Saint-Gobain. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το πρόστιμο των 880 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκε αλληλεγγύως στην Compagnie και στη Saint-Gobain είναι κατώτερο του με τον ως άνω τρόπο υπολογισμένου ανωτάτου ορίου.

458    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Γ — Συμπέρασμα επί των δύο προσφυγών σχετικά με τα αιτήματα ακυρώσεως

459    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα ακυρώσεως της Compagnie και της Saint-Gobain παρά μόνο κατά το μέτρο που αφορούν τη διαπίστωση ότι η Επιτροπή έλαβε παρανόμως υπόψη την απόφαση επίπεδη ύαλος (Ιταλία) προκειμένου να θεμελιώσει την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής σε βάρος τους.

III –  Επί των αιτημάτων περί ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου

460    Η Saint-Gobain και η Compagnie ζητούν επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει εν προκειμένω την πλήρη δικαιοδοσία του και να μειώσει το επιβληθέν σε αυτές ποσό του προστίμου.

461    Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η πλήρης δικαιοδοσία που του παρέχει, στον τομέα του ανταγωνισμού, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, δίνει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο τη δυνατότητα, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει το ύψος του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ύψους του προστίμου τεθεί υπό την κρίση του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 692, και απόφαση Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 265).

462    Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά, πρώτον, το επιχείρημα της Saint-Gobain ότι θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τη βάση υπολογισμού του προστίμου οι πωλήσεις που προβάλλει ότι πραγματοποιήθηκαν εκτός του ΕΟΧ, δεύτερον, το επιχείρημα της Saint-Gobain ότι τα αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν το 1999 δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το έτος 1998 κατά τον υπολογισμό του προστίμου, τρίτον, τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν, ενδεχομένως, από την παρανομία της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη συνεκτίμηση της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Ιταλία) προκειμένου να θεμελιωθεί η υποτροπή σε βάρος της Compagnie και της Saint‑Gobain και, τέλος, τέταρτον, ο νέος λόγος που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την Compagnie και ο οποίος αντλείται από υπέρβαση της εύλογης διάρκειας.

 Α — Επί των αριθμητικών στοιχείων περί των πωλήσεων που φέρονται ότι πραγματοποιήθηκαν από τη Saint-Gobain εκτός του ΕΟΧ

463    Η Saint-Gobain υποστηρίζει ότι οι πωλήσεις που πραγματοποίησε εκτός του ΕΟΧ πρέπει να εξαιρεθούν από τη βάση του υπολογισμού του προστίμου, ακόμη και ανεξαρτήτως της ελλείψεως παράνομου χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως επ’ αυτού του σημείου. Αναφέρεται, συναφώς, στην παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, κατά την οποία μόνον ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιείται εντός του γεωγραφικού χώρου του ΕΟΧ λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ.

464    Στην αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η γεωγραφική έκταση της αγοράς την οποία αφορούσε η επίδικη σύμπραξη αντιστοιχούσε στο σύνολο του ΕΟΧ.

465    Η Saint-Gobain σε έγγραφο απευθυνόμενο στην Επιτροπή στις 28 Ιανουαρίου 2008, σε απάντηση αιτήσεως για παροχή πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 2007, αναφέρθηκε στα ποσά του ετήσιου κύκλου εργασιών, για τις χρήσεις 2001 έως 2004, που αντιστοιχούσαν, μεταξύ άλλων, σε πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκτός του ΕΟΧ. Σε έγγραφο απευθυνόμενο στην Επιτροπή στις 22 Αυγούστου 2008 σε απάντηση νέας αιτήσεως για παροχή πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής της 5ης Ιουλίου 2008, η Saint-Gobain συμπλήρωσε αυτές τις πληροφορίες αναφερόμενη σε μέρος του ποσού του ετήσιου κύκλου εργασιών, για τις χρήσεις 1999 και 2000, που αντιστοιχούσαν επίσης σε πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν, κατά την εν λόγω επιχείρηση, εκτός του ΕΟΧ.

466    Η Επιτροπή εκτιμά, ωστόσο, ότι δεν πρέπει να αφαιρεθούν από τα συνολικά ποσά του κύκλου εργασιών που της κοινοποιήθηκαν από τη Saint-Gobain οι πωλήσεις που φέρονται ότι πραγματοποιήθηκαν εκτός του ΕΟΧ.

467    Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο ενός μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τη Saint-Gobain να του κοινοποιήσει όλα τα έγγραφα που είναι ικανά να αποδείξουν τον πραγματικό κύκλο εργασιών που φέρεται ότι πραγματοποιήθηκε εκτός του ΕΟΧ, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων πωλήσεως, και να εξειδικεύσει σε ποιους κατασκευαστές αναφέρονται οι πωλήσεις στις οποίες αντιστοιχεί αυτός ο κύκλος εργασιών. Η Saint-Gobain κλήθηκε επίσης να απαντήσει στα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στο υπόμνημα ανταπαντήσεως για να αντικρούσει την αφαίρεση του επίμαχου κύκλου εργασιών από τη βάση υπολογισμού του επιβληθέντος σ’ αυτήν προστίμου.

468    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατ’ αρχάς, συναφώς, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Saint-Gobain ότι, εφόσον τα προαναφερθέντα στις σκέψεις 167 και 168 επιχειρήματα δεν προβλήθηκαν από την Επιτροπή παρά μόνο στο στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, τότε εσφαλμένως η Επιτροπή συμπεριέλαβε τις πραγματοποιηθείσες εκτός του ΕΟΧ πωλήσεις στη βάση υπολογισμού του προστίμου.

469    Πράγματι, αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή προέβη στις διευκρινίσεις αυτές στο στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως ως απάντηση σε ένα νέο λόγο που προβλήθηκε στο υπόμνημα απαντήσεως από τη Saint-Gobain ειδικώς σε σχέση με το φερόμενο αυτό σφάλμα. Αφετέρου, στις αιτήσεις πληροφοριών της 10ης Δεκεμβρίου 2007 και της 25ης Ιουλίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε από τη Saint-Gobain να της κοινοποιήσει τον κύκλο εργασιών της που πραγματοποιήθηκε εντός του ΕΟΧ κατά τη διάρκεια περισσοτέρων διαδοχικών οικονομικών χρήσεων. Σε εκάστη από αυτές τις αιτήσεις, καλούσε τη Saint-Gobain να της προσκομίσει, αν ήταν εφικτό, πιστοποιημένα αριθμητικά στοιχεία και να διακρίνει τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε σε σχέση με κάθε οικείο κατασκευαστή αυτοκινήτων. Κατά τη διάρκεια, όμως, της έρευνας, η Saint-Gobain δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι τα ποσοστά του κύκλου εργασιών τα οποία επεδίωκε να αφαιρεθούν από τα αριθμητικά στοιχεία που είχε προηγουμένως κοινοποιήσει στην Επιτροπή αντιστοιχούσαν πράγματι στις πραγματοποιηθείσες εκτός του ΕΟΧ πωλήσεις.

470    Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Saint-Gobain προσκόμισε διάφορα τιμολόγια ή καταλόγους τιμολογήσεως σχετικά με τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκτός του ΕΟΧ μεταξύ 1999 και 2003. Προκύπτει από τον πίνακα του σημείου 11 του εγγράφου που η Saint-Gobain απηύθυνε στο Γενικό Δικαστήριο στις 12 Νοεμβρίου 2012 ότι οι οικείοι κατασκευαστές είναι [εμπιστευτικό]. Τα τμήματα υαλοφράξεως στα οποία αναφέρονται τα τιμολόγια αυτά αφορούν εγκαταστάσεις παραγωγής που ήταν, κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, εκτός του ΕΟΧ ([εμπιστευτικό]).

471    Πρώτον, συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι βάσει των τιμολογίων και των καταλόγων τιμολογήσεως που προσκομίστηκαν από τη Saint-Gobain μπορεί να επαληθευθεί μέρος μόνο του αριθμού πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από αυτήν την επιχείρηση εκτός του ΕΟΧ κατά τη διάρκεια της περιόδου παραβάσεως. Ειδικότερα, η Saint-Gobain προσκόμισε μόνο τιμολόγια ή καταλόγους τιμολογήσεως των ετών 2002 και 2003 σχετικά με πωλήσεις υαλοφράξεως στον [εμπιστευτικό] και στον [εμπιστευτικό]. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις πωλήσεις στον [εμπιστευτικό], κανένα τιμολόγιο δεν προσκομίστηκε.

472    Η Saint-Gobain επιχειρεί να δικαιολογήσει τα κενά των στοιχείων του φακέλου της επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, την παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος από τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι πολυάριθμα αποδεικτικά έγγραφα, λογιστικής φύσεως ή άλλου είδους, εξαφανίστηκαν. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, η Saint-Gobain είχε τη δυνατότητα να κοινοποιήσει αποδεικτικά έγγραφα στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας, γεγονός που ρητώς αρνήθηκε να πράξει τόσο λόγω του «σχετικά ισχνού ποσού» των επίμαχων πωλήσεων όσο και των «υπέρμετρων δυσκολιών που θα έπρεπε να υπερβεί για να ανασύρει από τη [βάση δεδομένων της Saint-Gobain που αφορούσε το διεθνές εμπόριο] τον κύκλο εργασιών σχετικά με αυτές τις πωλήσεις εκτός του [ΕΟΧ]». Πρέπει να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Saint-Gobain, οι ερωτήσεις που της απηύθυνε η Επιτροπή επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της έρευνας ήταν αρκούντως ακριβείς για να της καταστήσουν σαφή την ανάγκη να προσκομίσει αποδείξεις ικανές να επιβεβαιώσουν τον πραγματικό κύκλο εργασιών εκτός του ΕΟΧ στον οποίο αναφερόταν η εν λόγω επιχείρηση. Δεν μπορεί περαιτέρω να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Saint-Gobain ότι η Επιτροπή δεν επέστησε επαρκώς την προσοχή της στη σημασία της κατανομής του κύκλου εργασιών ανά κατασκευαστή. Πράγματι, το επιχείρημα αυτό διαψεύδεται από το περιεχόμενο των ερωτηματολογίων που απηύθυνε η Επιτροπή στη Saint-Gobain στις 10 Δεκεμβρίου 2007 και στις 25 Ιουλίου 2008.

473    Δεύτερον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προαναφερθέντες στη σκέψη 470 κατασκευαστές ήταν όλοι θύματα συμπαιγνίας από τα μέλη του «ομίλου». Καίτοι η Saint-Gobain παραδέχεται, στην απάντησή της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι πωλήσεις αυτές έλαβαν χώρα εν μέρει στο πλαίσιο ευρύτερης εμπορικής σχέσεως που διέπεται από μια σύμβαση‑πλαίσιο συναφθείσα με οντότητα ανήκουσα στον κατασκευαστή και έχουσα έδρα εντός ΕΟΧ, υποστηρίζει, ωστόσο, ότι οι επίμαχες πωλήσεις ήταν το αποτέλεσμα παραγγελιών παράδοσης εκ μέρους θυγατρικών εγκατεστημένων εκτός του ΕΟΧ και ότι η υαλόφραξη παραδόθηκε στις εγκαταστάσεις παραγωγής εκτός του ΕΟΧ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Saint-Gobain υποστήριξε επίσης ότι τα κεντρικά καταστήματα αγορών των ομίλων αυτοκινήτων εντός του ΕΟΧ δεν είχαν συστηματικά την ευθύνη για τη διαπραγμάτευση των συμβάσεων προμήθειας.

474    Ωστόσο, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι η Saint-Gobain δεν παρέχει καμία διευκρίνιση, με μόνη την επιφύλαξη της συμβάσεως-πλαισίου που συνήφθη με [εμπιστευτικό], που θα εξεταστεί κατωτέρω στη σκέψη 475, σχετικά με τον κύκλο εργασιών που αναφέρεται στον πίνακα του σημείου 10 της γραπτής απαντήσεώς της στα ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου και ο οποίος δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εμπορικής σχέσεως που διέπεται από σύμβαση-πλαίσιο συναφθείσα με κατασκευαστή αυτοκινήτων εντός του ΕΟΧ. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει εξάλλου, συναφώς, ότι ορισμένα από τα ίδια τα έγγραφα που προσκόμισε η Saint-Gobain σε απάντηση στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου απεικονίζουν το εμπορικό μοντέλο συγκέντρωσης των αγορών σε επίπεδο κατασκευαστών αυτοκινήτων εντός ΕΟΧ. Πρέπει να αναφερθούν, σ’ αυτό το σημείο, η διαδικασία υποβολής προσφορών που προκηρύχθηκε από [εμπιστευτικό] για την προμήθεια, μεταξύ άλλων, παρμπρίζ με προορισμό το εργοστάσιο παραγωγής αυτού του κατασκευαστή στο [εμπιστευτικό] καθώς και στη σύμβαση μεταξύ της Saint-Gobain και [εμπιστευτικό], σχετικά με την προμήθεια υαλοφράξεως για το εργοστάσιο [εμπιστευτικό].

475    Ακολούθως, σχετικά με τη σύμβαση‑πλαίσιο που συνήφθη μεταξύ της Saint‑Gobain και [εμπιστευτικό], αυτή επιχειρεί βεβαίως να αποδείξει ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε από τη Saint-Gobain στο πλαίσιο αυτό δεν έλαβε χώρα βάσει συμβάσεως-πλαισίου που συνήφθη με κατασκευαστή εγκατεστημένο εντός ΕΟΧ. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι πρόκειται για ένα μόνο έγγραφο που προσκόμισε η Saint-Gobain για να επιβεβαιώσει τον κύκλο εργασιών περί των οποίων γίνεται μνεία στον πίνακα του σημείου 10 της απαντήσεώς της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις παραδόσεις στον κατασκευαστή αυτόν [εμπιστευτικό] κατά τη διάρκεια της περιόδου παραβάσεως. Ελλείψει κάθε άλλου αποδεικτικού στοιχείου, όπως τιμολογίων ή λογιστικών εγγράφων, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση επομένως να εξακριβώσει την ακρίβεια των προσκομισθέντων αριθμητικών στοιχείων. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ Saint-Gobain και [εμπιστευτικό] η οποία δεν παρέχει αριθμητικά στοιχεία ούτε σχετικά με τις ισχύουσες τιμές ούτε σχετικά με τους όγκους υαλοφράξεως που ήταν αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως.

476    Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι οι πωλήσεις τις οποίες η Saint-Gobain προβάλλει ότι πραγματοποίησε εκτός του ΕΟΧ αφορούσαν εγκαταστάσεις παραγωγής κατασκευαστών αυτοκινήτων σε όμορες χώρες του ΕΟΧ, η πλειονότητα των οποίων προσχώρησε στην Ένωση αφού έπαυσε η παράβαση. Όπως, όμως, η Επιτροπή ορθώς υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τουλάχιστον ένα μέρος εκ των οχημάτων, που έχουν παραχθεί στις εγκαταστάσεις αυτές και έχουν εφοδιαστεί με τμήματα υαλοφράξεως στα οποία αναφέρεται η Saint-Gobain στον προεκτεθέντα πίνακα, έγινε αντικείμενο εμπορίας εντός του ΕΟΧ. Είναι επομένως εύλογο να κριθεί ότι υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ τέτοιων πωλήσεων και της εσωτερικής αγοράς.

477    Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τη Saint‑Gobain για να δικαιολογήσουν μείωση του ποσού του προστίμου για τον λόγο ότι μέρος του κύκλου εργασιών της πραγματοποιήθηκε εκτός του ΕΟΧ δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

 Β —      Επί των αριθμητικών στοιχείων περί των πωλήσεων προς συνυπολογισμό για το έτος 1998

478    Σχετικά με τον κύκλο εργασιών που πρέπει να ληφθεί υπόψη για το έτος 1998, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Saint-Gobain, κατά τη διάρκεια της έρευνας, δεν κοινοποίησε κύκλο εργασιών κατανεμημένο ανά κατασκευαστή σχετικά με αυτό το έτος. Επομένως, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 138, η Επιτροπή έλαβε υπόψη για το έτος 1998 αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων ανά κατασκευαστή που της παρασχέθηκαν από τη Saint-Gobain για το πλησιέστερο έτος που περιλαμβάνεται στην περίοδο παραβάσεως, δηλαδή το 1999.

479    Η Saint-Gobain υποστηρίζει ωστόσο ότι η αγορά των υαλοπινάκων αυτοκινήτων γνώρισε ανάπτυξη μεταξύ του 1998 και του 1999 και ότι, επομένως, η συνεκτίμηση των αριθμητικών στοιχείων περί των πωλήσεων που πράγματι πραγματοποιήθηκαν το 1998, για τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού των προστίμων, της ήταν περισσότερο ευνοϊκός από τη συνεκτίμηση των αριθμητικών στοιχείων περί των πωλήσεων του 1999 επίσης και για το έτος 1998.

480    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία της Saint-Gobain είναι ασαφής και, περαιτέρω, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Εξάλλου, η Saint-Gobain, τόσο κατά τη διάρκεια της έρευνας όσο και με τα γραπτά της υπομνήματα, επισήμανε ότι δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει συγκεκριμένο κύκλο εργασιών, ανά κατασκευαστή, για το έτος 1998.

481    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν πρέπει να ακολουθηθεί, εν προκειμένω, προσέγγιση διαφορετική αυτής που ακολουθήθηκε από την Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του προστίμου και δεν πρέπει να γίνει αναφορά, όσον αφορά τον προσδιορισμό του κύκλου εργασιών του έτους 1998, σε διαφορετικά αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων σε σχέση με αυτές που πραγματοποιήθηκαν από τη Saint-Gobain το 1999.

 Γ —      Επί των συνεπειών της παρανομίας της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω της συνεκτιμήσεως της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Ιταλία) προκειμένου να θεμελιωθεί η υποτροπή

482    Επιβάλλεται η εκτίμηση των συνεπειών της παρανομίας της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω της συνεκτιμήσεως της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Ιταλία) προκειμένου να θεμελιωθεί η επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής σε βάρος της Saint-Gobain και της Compagnie.

483    Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο λόγος που αντλείται από παράβαση των κανόνων περί υποτροπής προβλήθηκε τόσο από τη Saint‑Gobain όσο και από την Compagnie και ότι αυτός ο λόγος έγινε εν μέρει δεκτός στο πλαίσιο των προσφυγών που ασκήθηκαν από αυτές (βλ. σκέψεις 308 έως 321 ανωτέρω).

484    Πρέπει να υπομνησθεί, ακολούθως, ότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα στη σκέψη 461 νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση εκείνη της Επιτροπής, όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου, περιλαμβανομένης επομένως της εκτιμήσεως των συνεπειών της διαπιστώσεως ότι μια επιχείρηση έχει τάση να αγνοεί τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης.

485    Το επίπεδο προσαυξήσεως του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα που αποδίδεται στην επανάληψη συμπεριφοράς αντίθετης στο δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσαύξηση κατά 60 % του βασικού ποσού του προστίμου ήταν δικαιολογημένη τόσο βάσει της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Benelux) όσο και βάσει της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Ιταλία). Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι μόνον η πρώτη από τις αποφάσεις αυτές μπορεί να γίνει δεκτή προκειμένου να θεμελιωθεί η υποτροπή και ότι, περαιτέρω, η απόφαση αυτή ήταν η περισσότερο χρονικά απομακρυσμένη από την έναρξη της παραβάσεως στην οποία αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να κριθεί ότι η επανάληψη της παραβατικής συμπεριφοράς της Saint-Gobain και της Compagnie παρουσιάζει μικρότερη σοβαρότητα από αυτήν που έγινε δεκτή από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

486    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ποσοστό προσαυξήσεως λόγω υποτροπής πρέπει να μειωθεί στο 30 % και, εκ του γεγονότος αυτού, το πρόστιμο που επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στη Saint-Gobain και στην Compagnie πρέπει να οριστεί στο ποσό των 715 εκατομμυρίων ευρώ.

 Δ —      Επί του νέου λόγου που προβλήθηκε από την Compagnie κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και αντλείται από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας

487    Η Compagnie προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ένα νέο λόγο, που αντλείται από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας, λαμβανομένης υπόψη της υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας. Η Compagnie υπογραμμίζει, συναφώς, ότι παρήλθαν επτά και πλέον έτη μεταξύ του χρονικού σημείου κατά το οποίο η Επιτροπή έλαβε το πρώτο μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων στην υπόθεση αυτή και του χρονικού σημείου κατά το οποίο έλαβε χώρα η επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ημερομηνία κατά την οποία η Compagnie ανέμενε ακόμα την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος έχει σημαντικές συνέπειες για την Compagnie λόγω της τραπεζικής εγγυήσεως που είχε απαιτηθεί εκ μέρους της από την Επιτροπή, προκειμένου να αποφύγει την άμεση καταβολή του επιβληθέντος προστίμου. Η Compagnie ζητεί επομένως από το Γενικό Δικαστήριο να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση για να λάβει υπόψη την υπερβολική αυτή διάρκεια και το κόστος που της προκάλεσε αυτή η αναβολή.

488    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον επιδιώκεται να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την Επιτροπή, πράγματι, το χρονικό αυτό διάστημα ήταν γνωστό στην προσφεύγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής της και είχε ως εκ τούτου τη δυνατότητα, στο στάδιο αυτό, να καταγγείλει τον μη εύλογο χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική. Τέλος, προκύπτει από τη νομολογία ότι η ενδεχόμενη υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη ωστόσο αγωγής αποζημιώσεως.

489    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, δημοσίως και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, νομίμως λειτουργούν, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων σχετικά με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.

490    Ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, το δικαίωμα αυτό ισχύει στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής. Εξάλλου, το δικαίωμα αυτό επαναβεβαιώθηκε στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο στοιχεί στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2009, C‑385/07 P, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑6155, σκέψεις 178 και 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

491    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η τήρηση εύλογης προθεσμίας στις διοικητικές διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί επίσης γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) Η αρχή αυτή επαναβεβαιώθηκε με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου χρόνου εξέταση των υποθέσεών του από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

492    Το άρθρο 41, παράγραφος 1, και το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αποτελούν εκφάνσεις μιας και της αυτής γενικής αρχής του δικαίου που αφορά τη διαδικασία και η οποία επιτάσσει να εκδίδονται οι διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις εντός ευλόγου χρόνου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2012, T‑214/06, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 285).

493    Εν προκειμένω, η Compagnie, ενώ παραπονείται για παραβίαση της εν λόγω αρχής, εντούτοις, δεν προβάλλει ότι η διάρκεια της διαδικασίας είχε κάποια συνέπεια όσον αφορά το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως ή ότι μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της υπό κρίση υποθέσεως. Ειδικότερα, δεν προβάλλει ότι η εν λόγω διάρκεια είχε κάποια συνέπεια όσον αφορά τα μέσα άμυνάς της, είτε κατά τη διοικητική είτε κατά τη δικαστική διαδικασία. Επίσης, δεν ζητεί ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω της προαναφερθείσας παραβάσεως. Αντιθέτως, η Compagnie ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μεταρρυθμίσει την απόφαση της Επιτροπής ως συνέπεια της εν λόγω παραβάσεως.

494    Συναφώς, πρέπει, κατ’ αρχάς, να κριθεί ότι ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αιτίαση που αντλείται από την παρέλευση εύλογης διάρκειας κατά τη διοικητική διαδικασία είναι παραδεκτή, μολονότι δεν προβλήθηκε με την προσφυγή, η διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας δεν θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να κριθεί ως υπερβολική υπό τις συνθήκες τις κρινομένης υποθέσεως. Η διαδικασία αυτή, που άρχισε το Φεβρουάριο 2005 με ελέγχους που πραγματοποίησε η Επιτροπή σε ορισμένες εγκαταστάσεις εταιριών του ομίλου Saint-Gobain, ολοκληρώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 12 Νοεμβρίου 2008, δηλαδή μετά την πάροδο περίπου τριών ετών και δέκα μηνών. Αρκεί, όμως, να διαπιστωθεί ότι η έρευνα αφορούσε μια ιδιαιτέρως σύνθετη σύμπραξη, που είχε σταδιακά επηρεάσει σχεδόν το σύνολο των κατασκευαστών αυτοκινήτων της Ένωσης και είχε οδηγήσει σε πολυάριθμες επαφές και συσκέψεις. Για την επεξεργασία αυτής της υποθέσεως από την Επιτροπή ήταν αναγκαία η εξέταση ενός σημαντικού αριθμού πραγματικών και νομικών ζητημάτων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τον όγκο της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιλαμβάνει 731 παραγράφους και 221 σελίδες. Εξάλλου, από την περιγραφή της διαδικασίας εκ μέρους της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτουν διαστήματα αδικαιολόγητης αδράνειας.

495    Ακολούθως, σχετικά με τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας που κατέληξε στη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2013, C‑58/12 P, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, ότι η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεώς του, η οποία απορρέει από το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να εκδικάζει τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του εντός ευλόγου προθεσμίας πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό και γενικής εφαρμογής μέσο επανορθώσεως το οποίο παρέχει τη δυνατότητα να προβληθεί η παράβαση αυτή και να συναχθούν οι εντεύθεν συνέπειες (απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 82 και 83).

496    Έπεται ότι η προσφυγή που ασκήθηκε εν προκειμένω από την Compagnie, με την οποία επιδιώκεται αποκλειστικά η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που την αφορά ή, επικουρικώς, η μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε και η οποία δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να εξομοιωθεί με αγωγή αποζημιώσεως, δεν αποτελεί κατάλληλο πλαίσιο προκειμένου να συναχθούν συνέπειες ενδεχόμενης παραβάσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της υποχρεώσεώς του να αποφανθεί εντός ευλόγου προθεσμίας στην παρούσα υπόθεση.

497    Επαλλήλως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Η εγγύηση αυτή, που συγκαταλέγεται στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.

498    Κατά τη νομολογία, η υποχρέωση της αμεροληψίας έχει δύο πτυχές. Πρώτον, το δικαστήριο οφείλει να είναι υποκειμενικά αμερόληπτο, δηλαδή τα μέλη του δεν πρέπει να εκδηλώνουν μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, της προσωπικής αμεροληψίας τεκμαιρομένης μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Δεύτερον, το δικαστήριο πρέπει να είναι αντικειμενικά αμερόληπτο, δηλαδή να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης σχετικής αμφιβολίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C‑341/06 P και C‑342/06 P, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑4777, σκέψη 54· βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, ΕΔΔΑ, αποφάσεις Piersack κατά Βελγίου της 1ης Οκτωβρίου 1982, σειρά A αριθ. 53, § 30· De Cubber κατά Βελγίου της 26ης Οκτωβρίου 1984, σειρά A αριθ. 86, § 24 έως 30, και Findlay κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 25ης Φεβρουαρίου 1997, Recueil des arrêts et décisions, 1997‑I, § 73).

499    Εν προκειμένω, προβάλλοντας αιτίαση αντλούμενη από την υπερβολική διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, η Compagnie καλεί το αρμόδιο για την εκδίκαση της παρούσας υποθέσεως τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου να εκτιμήσει αν αυτό το ίδιο διέπραξε δικονομική πλημμέλεια λόγω αδικαιολόγητης καθυστερήσεως κατά την εκδίκαση αυτής. Μια τέτοια εκτίμηση θα οδηγούσε επομένως τον παρόντα σχηματισμό στο να πρέπει να προσδιορίσει όχι μόνο αν μπορεί να του προσαφθεί καθυστέρηση στην εξέλιξη της διαδικασίας, αλλά επίσης, ενδεχομένως, αν αυτή μπορεί να κριθεί υπερβολική.

500    Σ’ αυτό το πλαίσιο, πρέπει να κριθεί ότι, ακόμα και αν στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως μπορούν να συναχθούν οι συνέπειες μιας παραβάσεως της υποχρεώσεως εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί εντός ευλόγου προθεσμίας, ο παρών σχηματισμός δεν θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να παράσχει στην Compagnie επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης σχετικής αμφιβολίας ως προς το ότι θα εξέταζε αμερόληπτα την αιτίαση που αντλείται από την υπερβολική διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, σκέψη 495 ανωτέρω, σκέψη 90).

501    Επομένως ο παρών λόγος, τον οποίο επικαλέστηκε η Compagnie προς στήριξη των αιτημάτων μεταρρυθμίσεως, πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

502    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

503    Εν προκειμένω, τα αιτήματα ακυρώσεως των προσφευγουσών κρίθηκαν εν μέρει βάσιμα. Ωστόσο, όπως και η Saint-Gobain ορθώς προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η παραίτηση εκ μέρους της από μία εκ των αιτιάσεών της, αντλούμενη από πλάνη κατά τον υπολογισμό του προστίμου, έλαβε χώρα μετά την έκδοση από την Επιτροπή διορθωτικής αποφάσεως σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

504    Περαιτέρω, το Συμβούλιο περιόρισε την παρέμβασή του στην υπόθεση T‑56/09 μόνο στην υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής που απέβλεπαν στην απόρριψη του πρώτου λόγου που προβλήθηκε από τη Saint-Gobain, ο οποίος αντλείται από την ακυρότητα του κανονισμού 1/2003. Ο λόγος αυτός, όμως, απορρίφθηκε ως αβάσιμος.

505    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επομένως ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, έκαστος διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα, με την εξαίρεση του Συμβουλίου, του οποίου τα δικαστικά έξοδα φέρει η Saint-Gobain.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Οι υποθέσεις T‑56/09 και T‑73/09 συνεκδικάζονται προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε από κοινού και εις ολόκληρον στις Saint-Gobain Glass France SA, Saint-Gobain Sekurit Deutschland GmbH & Co. KG, Saint-Gobain Sekurit France SAS και στην Compagnie de Saint-Gobain SA, με το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της αποφάσεως C(2008) 6815 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (COMP/39.125 — Υαλοπίνακες αυτοκινήτων), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2009) 863 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2009, και με την απόφαση C(2013) 1118 τελικό, της 28ης Φεβρουαρίου 2013, καθορίζεται σε 715 εκατομμύρια ευρώ.

3)      Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

4)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα, με εξαίρεση το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δικαστικά έξοδα του οποίου φέρουν οι Saint-Gobain Glass France, Saint-Gobain Sekurit Deutschland και Saint-Gobain Sekurit France.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Μαρτίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I – Επί του αντικειμένου της προσφυγής

II – Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Α — Υπόθεση T‑56/09

1. Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 1/2003

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2. Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3. Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία και σφάλμα κατά τον υπολογισμό του προστίμου

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από ανεπάρκεια αιτιολογίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

β) Επί του δευτέρου σκέλους, αντλούμενου από εσφαλμένο υπολογισμό

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4. Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από σφάλμα κατά τον καταλογισμό της ευθύνης της παραβατικής συμπεριφοράς της Saint-Gobain στην Compagnie, από παραβίαση των αρχών του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών και του τεκμηρίου αθωότητας καθώς και κατάχρηση εξουσίας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του παραδεκτού του λόγου κατά το μέτρο που προβλήθηκε από τη Saint-Gobain

Επί της ουσίας

5. Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας των ποινών και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

6. Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από τον υπέρμετρο χαρακτήρα του ύψους του προστίμου

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 όσον αφορά την συνεκτίμηση της υποτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας.

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων που θεμελιώνονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και προβάλλονται από την Compagnie στο συμπληρωματικό υπόμνημά της

– Επί της ουσίας

β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

γ) Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από το γεγονός ότι ανεπαρκώς ελήφθη υπόψη η εκ μέρους της Saint-Gobain μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και την ανεπάρκεια αιτιολογίας.

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Β — Υπόθεση T‑73/09

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Γ — Συμπέρασμα επί των δύο προσφυγών σχετικά με τα αιτήματα ακυρώσεως

III – Επί των αιτημάτων περί ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου

Α — Επί των αριθμητικών στοιχείων περί των πωλήσεων που φέρονται ότι πραγματοποιήθηκαν από τη Saint-Gobain εκτός του ΕΟΧ

Β —   Επί των αριθμητικών στοιχείων περί των πωλήσεων προς συνυπολογισμό για το έτος 1998

Γ —   Επί των συνεπειών της παρανομίας της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω της συνεκτιμήσεως της αποφάσεως επίπεδη ύαλος (Ιταλία) προκειμένου να θεμελιωθεί η υποτροπή

Δ —   Επί του νέου λόγου που προβλήθηκε από την Compagnie κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και αντλείται από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.