Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2013 – Rogesa κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-643/13)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Rogesa Roheisengesellschaft Saar mbH (Dillingen, Γερμανία) (εκπρόσωποι: S. Altenschmidt και P. Schütter, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 25ης Σεπτεμβρίου 2013 (GestDem υπ’ αριθ. 2013/1504)·
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει τα ακόλουθα:
1. Δικαίωμα προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα και έλλειψη λόγων αποκλεισμού του άρθρου 4 του κανονισμού (EΚ) 1049/2001 1
– Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1367/2006 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, καθότι δικαιούται πρόσβαση στα έγγραφα που ζήτησε και δεν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού για τη μη χορήγηση πρόσβασης.
– Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα ζητηθέντα έγγραφα δεν περιέχουν δεδομένα ευαίσθητου από εμπορική άποψη χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και ότι, σε κάθε περίπτωση, υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για την κοινοποίησή τους.
– Η προσφεύγουσα προβάλλει, επίσης, ότι δεν συντρέχει ο λόγος αποκλεισμού του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, καθότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεως, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, είχε περατωθεί κατά τον χρόνο της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η αντίστοιχη απόφαση της Επιτροπής (2013/448/EΕ) ελήφθη ήδη στις 5 Σεπτεμβρίου 2013.– Η προσφεύγουσα διατείνεται, επιπλέον, ότι, σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή έπρεπε να παράσχει μερική πρόσβαση, ενδεχομένως με απάλειψη χαρακτηριστικών ταυτοποίησης. Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής αντιβαίνει, επίσης, στο άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, ΣΕΚ.2. Διαδικαστικό σφάλμα– Η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001, καθότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό προθεσμίες.