Language of document : ECLI:EU:C:2016:389

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 2ας Ιουνίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑238/15

Maria do Céu Bragança Linares Verruga,

Jacinto Manuel Sousa Verruga,

André Angelo Linares Verruga

κατά

Ministre de l’Enseignement supérieur et de la Recherche

[αίτηση του tribunal administratif du Grand-Duché de Luxembourg (διοικητικού πρωτοδικείου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ίση μεταχείριση – Κοινωνικά πλεονεκτήματα – Κανονισμός (ΕΕ) 492/2011 – Άρθρο 7, παράγραφος 2 – Οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές – Προϋπόθεση – Αδιάλειπτη εργασία – Έμμεση διάκριση – Δικαιολογητικοί λόγοι»





I –    Εισαγωγή: προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί ενός παραδόξου

1.        Τα οικονομικά βοηθήματα για τις ανώτατες σπουδές και οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους έχουν ήδη αποτελέσει το αντικείμενο πλούσιας νομολογίας. Το θέμα αυτό βρίσκεται, εκ νέου, στο επίκεντρο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

2.        Συγκεκριμένα, το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το tribunal administratif du Grand-Duché de Luxembourg (διοικητικό πρωτοδικείο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) αφορά τη συμβατότητα εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους από την προϋπόθεση ότι είναι τέκνα εργαζομένων οι οποίοι απασχολήθηκαν ή άσκησαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα εντός του εν λόγω κράτους μέλους για συνεχές διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως χορηγήσεως του οικονομικού βοηθήματος.

3.        Σε έναν κόσμο όλο και πιο ανταγωνιστικό, η εκπαίδευση των νέων συνιστά προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη (2). Σε έναν κόσμο του οποίου το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο κατέδειξε τα όριά του, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν καταστεί καθημερινή πραγματικότητα.

4.        Ήδη από τις απαρχές του «ευρωπαϊκού εγχειρήματος», η ελεύθερη κυκλοφορία περιλαμβάνεται μεταξύ των θεμελιωδών ελευθεριών. Η σημασία της υπογραμμίστηκε περαιτέρω με την αναγνώριση και, στη συνέχεια, την ανάπτυξη της ιδιότητας του Ευρωπαίου πολίτη της οποίας προφανώς απολαύουν οι φοιτητές.

5.        Αυτή η ελεύθερη κυκλοφορία τίθεται σήμερα εν αμφιβόλω, διαταράσσεται. Οι κανονιστικές ρυθμίσεις για τη χορήγηση των οικονομικών βοηθημάτων για ανώτατες σπουδές αποτελούν ένα νέο παράδειγμα των ανωτέρω. Μεταξύ, αφενός, της διατηρήσεως της αναγνωρίσεως πλήρους ισότητας συνεπαγόμενης ενδεχομένως μείωση των ποσών που χορηγούνται σε κάθε δικαιούχο και, αφετέρου, της διαβρώσεως της ισότητας αυτής λόγω της δυνατότητας διατηρήσεως σημαντικών βοηθημάτων που διευκολύνουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση ενός, συνακόλουθα, πιο περιορισμένου αριθμού πολιτών, τι επιτάσσει σήμερα το δίκαιο της Ένωσης;

6.        Αυτό είναι, σε τελική ανάλυση, το ερώτημα που τίθεται.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός (ΕΕ) 492/2011

7.        Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (3), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (4).

8.        Ωστόσο, ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από τις 15 Ιουνίου 2011, από τον κανονισμό (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (5).

9.        Κατά το άρθρο 41, δεύτερο εδάφιο, του τελευταίου αυτού κανονισμού, οι παραπομπές στον κανονισμό 1618/68 νοούνται ως παραπομπές στον κανονισμό 492/2011. Ακριβέστερα, επισημαίνω ότι η παράγραφος 1 και η παράγραφος 2 του άρθρου 7 δεν τροποποιήθηκαν. Επομένως, θα αναφέρομαι μόνο στον κανονισμό 492/2011.

10.      Το άρθρο 7 του ανωτέρω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται, στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.      Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

[...]»

2.      Η οδηγία 2004/38

11.      Το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη [Σ]υνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της [Σ]υνθήκης. Το ευεργέτημα του δικαιώματος αυτού εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής.

2.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και στα μέλη των οικογενειών τους.»

 Β –      Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

12.      Ο νόμος της 22ας Ιουνίου 2000 σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές τροποποιήθηκε με τον νόμο της 26ης Ιουλίου 2010 (Mémorial A 2010, σ. 2040) (στο εξής: νόμος της 22ας Ιουνίου 2000). Το άρθρο 2 του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000 όριζε τα εξής:

«Δικαιούχοι του οικονομικού βοηθήματος

Λαμβάνουν το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές οι φοιτητές που έγιναν δεκτοί να πραγματοποιήσουν ανώτατες σπουδές και πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      είναι υπήκοοι Λουξεμβούργου ή μέλη της οικογένειας ενός υπηκόου Λουξεμβούργου και κατοικούν στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ή

b)      είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός εκ των λοιπών κρατών που είναι μέρη της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο[, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3)], και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και διαμένουν, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τροποποιημένου νόμου της 29ης Αυγούστου 2008 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και της μεταναστεύσεως, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υπό την ιδιότητα του μισθωτού, του μη μισθωτού, του προσώπου που διατηρεί το εν λόγω καθεστώς ή του μέλους της οικογένειας προσώπου που ανήκει σε μια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες ή έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής […]

[...]».

13.      Κατόπιν της αποφάσεως της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), το άρθρο 1, σημείο 1, του νόμου της 19ης Ιουλίου 2013 (Mémorial A 2013, σ. 3214) εισήγαγε στον τροποποιημένο νόμο της 22ας Ιουνίου 2000 ένα άρθρο 2bis που ορίζει τα εξής:

«Σπουδαστής μη διαμένων στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου μπορεί επίσης να λαμβάνει οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές, υπό την προϋπόθεση ότι είναι τέκνο μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου, ο οποίος είναι υπήκοος Λουξεμβούργου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους μέρους στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, που απασχολείται ή ασκεί τη δραστηριότητά του στο Λουξεμβούργο και ο οποίος έχει απασχοληθεί ή ασκήσει τη δραστηριότητά του στο Λουξεμβούργο αδιαλείπτως επί τουλάχιστον πέντε έτη κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως από τον σπουδαστή για το οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές. Η απασχόληση στο Λουξεμβούργο πρέπει να είναι ίση τουλάχιστον προς το ήμισυ της κανονικής διάρκειας εργασίας που ισχύει στην επιχείρηση δυνάμει του νόμου ή της τυχόν εφαρμοζόμενης συλλογικής συμβάσεως εργασίας. Ο μη μισθωτός εργαζόμενος πρέπει να είναι υποχρεωτικά και συνεχώς ασφαλισμένος στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δυνάμει του άρθρου 1, σημείο 4) του Code de la sécurité sociale [κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων] κατά τη διάρκεια των πέντε ετών πριν από την αίτηση για το οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές.»

14.      Ωστόσο, ο νόμος της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 19ης Ιουνίου 2013, πολύ σύντομα καταργήθηκε με τον νόμο της 24ης Ιουλίου 2014 σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές (Mémorial A 2014, σ. 2188).

15.      Στο εξής, το άρθρο 3 του νόμου αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Λαμβάνουν το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές οι σπουδαστές και μαθητές που ορίζονται στο άρθρο 2, χαρακτηρίζονται στο εξής με τον όρο “σπουδαστής”, και πληρούν μία από τις κάτωθι προϋποθέσεις:

[...]

(5)      για τους μη διαμένοντες στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου σπουδαστές:

a)      είναι εργαζόμενος υπήκοος Λουξεμβούργου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους μέρους στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ο οποίος απασχολείται ή ασκεί τη δραστηριότητά του στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές, ή

b)      είναι τέκνο εργαζομένου, ο οποίος είναι υπήκοος Λουξεμβούργου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους μέρους στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, που απασχολείται ή ασκεί τη δραστηριότητά του στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά το χρονικό σημείο της υποβολής από τον σπουδαστή της αιτήσεως για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές, υπό τον όρον ότι ο εργαζόμενος αυτός εξακολουθεί να συμβάλλει στη συντήρηση του σπουδαστή και ότι ο εργαζόμενος αυτός έχει απασχοληθεί ή ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου επί πέντε τουλάχιστον έτη κατά το χρονικό σημείο της υποβολής από τον σπουδαστή της αιτήσεως οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές κατά τη διάρκεια περιόδου αναφοράς επτά ετών που υπολογίζεται αναδρομικά από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση του οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές ή ότι, κατά παρέκκλιση, το πρόσωπο που διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου πληρούσε το κριτήριο των πέντε ετών επί των επτά που καθορίστηκε ανωτέρω κατά το χρονικό σημείο παύσεως της δραστηριότητας.»

III – Tα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

16.      Ο André Angelo Linares Verruga διαμένει με τους γονείς του, τη Maria do Céu Bragança Linares Verruga και τον Jacinto Manuel Sousa Verruga, στο Longwy (Γαλλία).

17.      H Maria do Céu Bragança Linares Verruga εργάζεται στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ως μισθωτή από τις 15 Μαΐου 2004, με μόνη διακοπή για το διάστημα από την 1η Νοεμβρίου 2011 έως τις 15 Ιανουαρίου 2012. Όσον αφορά τον Jacinto Manuel Sousa Verruga, εργάσθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος ως μισθωτός για το διάστημα από την 1η Απριλίου 2004 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011 καθώς και για το διάστημα από τις 4 Δεκεμβρίου 2013 έως τις 6 Ιανουαρίου 2014. Από την 1η Φεβρουαρίου 2014, εργάζεται στη χώρα αυτή ως ανεξάρτητος επαγγελματίας.

18.      Ο André Angelo Linares Verruga, σπουδαστής εγγεγραμμένος στο πανεπιστήμιο της Λιέγης (Βέλγιο), ζήτησε από το Λουξεμβουργιανό Δημόσιο τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές για το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2013/2014.

19.      Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, ο Υπουργός απέρριψε την ως άνω αίτηση χορηγήσεως οικονομικού βοηθήματος, με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2α του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 19 Ιουλίου 2013.

20.      Στις 23 Δεκεμβρίου 2013, ο André Angelo Linares Verruga και οι γονείς του (στο εξής: οικογένεια Verruga) υπέβαλαν αίτηση θεραπείας κατά της ως άνω αποφάσεως. Με απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2014, ο Υπουργός απέρριψε την αίτηση αυτή.

21.      Ο André Angelo Linares Verruga ζήτησε επίσης από το Λουξεμβουργιανό Δημόσιο τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές για το εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2013/2014. Με απόφαση της 24ης Μαρτίου 2014, ο Υπουργός απέρριψε την ως άνω αίτηση χορηγήσεως οικονομικού βοηθήματος για λόγους πανομοιότυπους προς αυτούς που διατυπώθηκαν στην από 28 Νοεμβρίου 2013 απόφασή του.

22.      Στις 15 Απριλίου 2014, η οικογένεια Verruga άσκησε ενώπιον του tribunal administratif du Grand-Duché de Luxembourg (διοικητικό πρωτοδικείο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) προσφυγή με αντικείμενο τη μεταρρύθμιση ή την ακύρωση των αποφάσεων του Υπουργού της 28ης Νοεμβρίου 2013, της 14ης Ιανουαρίου 2014 και της 24ης Μαρτίου 2014. Η προσφυγή αυτή κρίθηκε παραδεκτή καθό μέτρο αποσκοπεί στην ακύρωση των αποφάσεων αυτών.

23.      Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η οικογένεια Verruga υποστήριξε κυρίως ότι το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές συνιστά οικογενειακή παροχή υπό την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 884/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (6), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1244/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (7), την οποία έχει δικαίωμα να λάβει κάθε εργαζόμενος. Επικουρικώς, η οικογένεια Verruga υποστήριξε ότι το βοήθημα αυτό συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, οπότε η χορήγησή του υπόκειται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διατυπώνει η διάταξη αυτή.

IV – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24.      Στηριζόμενο στην απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), το tribunal administratif du Grand-Duché de Luxembourg (διοικητικό πρωτοδικείο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου) εκκινεί από την αρχή ότι, στο μέτρο που η χρηματοδότηση των σπουδών την οποία παρέχει ένα κράτος μέλος προς τα τέκνα εργαζομένων συνιστά, για τον διακινούμενο εργαζόμενο, κοινωνικό πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, η διάταξη αυτή τυγχάνει εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης.

25.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η προϋπόθεση του άρθρου 2bis του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 19 Ιουλίου 2013, το οποίο επιβάλλει στον μη διαμένοντα στο Λουξεμβούργο σπουδαστή ο οποίος αιτείται οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές, να είναι τέκνο μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου ο οποίος είναι υπήκοος Λουξεμβούργου ή της Ένωσης και εξαρτά τη χορήγηση του βοηθήματος αυτού από το γεγονός ότι ο εν λόγω εργαζόμενος έχει απασχοληθεί ή ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο αδιαλείπτως επί πέντε τουλάχιστον έτη κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως, έχει ή όχι υπερβολικό χαρακτήρα.

26.      Με απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Μαΐου 2015, το tribunal administratif du Grand-Duché de Luxembourg αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Δικαιολογείται, βάσει των προβαλλομένων από το Λουξεμβουργιανό Δημόσιο εκτιμήσεων εκπαιδευτικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η προϋπόθεση, η οποία επιβάλλεται στους μη διαμένοντες στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου σπουδαστές με το άρθρο 2bis του [νόμου της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 19 Ιουλίου 2013], που αφορά το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές, αποκλειομένης της συνεκτιμήσεως κάθε άλλου συνδετικού κριτηρίου, δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι να είναι τέκνα εργαζομένων που έχουν απασχοληθεί ή ασκήσει τις δραστηριότητές τους στο Λουξεμβούργο επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών αδιαλείπτως κατά το χρονικό σημείο της αιτήσεως οικονομικού βοηθήματος, και είναι η προϋπόθεση αυτή κατάλληλη ή αντιστοίχως ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προσπάθεια αυξήσεως του ποσοστού των προσώπων που είναι πτυχιούχοι ανώτατης εκπαιδεύσεως, με παράλληλη επιδίωξη να εξασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα αυτά, αφού θα έχουν κάνει χρήση της δυνατότητας χρηματοδοτήσεως των σπουδών τους, ενδεχομένως στο εξωτερικό, την οποία δίνει το οικείο σύστημα παροχής βοηθήματος, επανέρχονται στο Λουξεμβούργο, προκειμένου να θέσουν τις γνώσεις που θα έχουν έτσι αποκτήσει στην υπηρεσία της αναπτύξεως της οικονομίας αυτού του κράτους μέλους;»

27.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η οικογένεια Verruga, η Λουξεμβουργιανή και η Δανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επιπλέον, όλα τα μέρη εξέθεσαν τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Απριλίου 2016. Η Νορβηγική Κυβέρνηση, η οποία δεν είχε καταθέσει γραπτές προτάσεις, εξέθεσε ομοίως τις απόψεις της κατά τη συνεδρίαση αυτή.

V –    Ανάλυση

 Α –      Η εξέλιξη της νομολογίας: έχει η ελεύθερη κυκλοφορία του «εργαζομένου» καταστεί χίμαιρα;

1.      Η διάκριση μεταξύ των «εργαζομένων» και των «μη ενεργών» επαγγελματικώς

28.      Το άρθρο 54 ΣΛΕΕ κατοχυρώνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας (8).

29.      Η έννοια του «εργαζομένου» κατά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ ορίζεται από το Δικαστήριο κατά τρόπο πάγιο. Ως «εργαζόμενος» πρέπει να θεωρείται «κάθε πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες πραγματικές και γνήσιες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να εμφανίζονται ως καθαρώς περιθωριακές και επουσιώδεις. Το χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή» (9).

30.      Κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 αποτελεί «ειδικότερη έκφραση, στον συγκεκριμένο τομέα της χορηγήσεως κοινωνικών πλεονεκτημάτων, του κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου [45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ]» (10) και εφαρμόζεται και στους διασυνοριακούς εργαζομένους.

31.      Πράγματι, αντίθετη ερμηνεία θα αντέβαινε προς το γράμμα του κανονισμού 492/2011, δεδομένου ότι η αιτιολογική του σκέψη 5 ρητώς προβλέπει ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας θα πρέπει να αναγνωρίζεται «αδιακρίτως στους “μονίμους”, εποχιακούς, μεθοριακούς εργαζομένους ή σε όσους ασκούν τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών» (11) και το άρθρο 7 αναφέρεται, χωρίς επιφύλαξη, «στον εργαζόμενο υπήκοο ενός κράτους μέλους» (12).

32.      Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι «ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [492/2011] από την προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι του έχουν την κατοικία τους στο έδαφος του κράτους αυτού» (13).

33.      Ομοίως, η εξάρτηση της χορηγήσεως κοινωνικού πλεονεκτήματος από την ελάχιστη διάρκεια της επαγγελματικής δραστηριότητας απορρίφθηκε κατά τρόπο σαφή από το Δικαστήριο λόγω του «κοινοτικού» χαρακτήρα της έννοιας του «εργαζομένου». Κατά τη νομολογία αυτή, που διαμορφώθηκε ιδίως σε σχέση με βοήθημα για τη συντήρηση και την κατάρτιση ενόψει της πραγματοποιήσεως ανώτατων σπουδών, τα κράτη μέλη «δεν μπορούν να επιβάλλουν μονομερώς ως προϋπόθεση για τη χορήγηση των κοινωνικών πλεονεκτημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [492/2011] τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου εργασίας» (14).

34.      Παράλληλα αναπτύχθηκε μια νομολογία που αφορά ειδικά τους υπηκόους των κρατών μελών οι οποίοι έκαναν χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας χωρίς να είναι οικονομικά ενεργοί. Το Δικαστήριο αναγνώρισε τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτούν την απόδειξη ορισμένου βαθμού εντάξεως στο κράτος μέλος υποδοχής πριν χορηγήσουν στο συγκεκριμένο πρόσωπο κοινωνικά πλεονεκτήματα (15), ιδίως με τις αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, D’Hoop (C‑224/98, EU:C:2002:432), και της 15ης Μαρτίου 2005, Bidar (C‑209/03, EU:C:2005:169). Η σχέση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μέσω πραγματικού (προηγούμενου) δεσμού με την αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής ή μέσω μιας περιόδου διαμονής στο κράτος αυτό.

35.      Επομένως, μεταξύ των οικονομικώς ενεργών πολιτών της Ένωσης και των υπολοίπων υφίστατο σαφής και ακριβής διαφορά. Οι πρώτοι απήλαυαν απολύτως ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς ήδη από την πρώτη ημέρα εργασίας στο κράτος μέλος υποδοχής. Αντιθέτως, για τους δεύτερους υιοθετήθηκε μια λιγότερο απόλυτη προσέγγιση ως προς την ισότητα, η οποία στηρίχθηκε στη διάρκεια διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής και στον πραγματικό χαρακτήρα της εντάξεως στην κοινωνία του εν λόγω κράτους (16).

2.      Η απαίτηση επαρκούς εντάξεως για τους εργαζομένους

36.      Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, το Δικαστήριο άμβλυνε τη σαφή αυτή διάκριση, εισάγοντας στη νομολογία του σχετικά με τους εργαζομένους την έννοια της επαρκούς εντάξεως ή του πραγματικού δεσμού με το κράτος μέλος υποδοχής (17).

37.      Υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 7 του κανονισμού 492/2011 στους μεθοριακούς εργαζομένους (18), το Δικαστήριο δέχθηκε ταυτόχρονα ότι τα κράτη μέλη μπορούσαν να εξαρτήσουν τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος από την ύπαρξη επαρκούς δεσμού με το οικείο κράτος μέλος (19). Στο πλαίσιο αυτό, κρίθηκε ότι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος που δεν κατοικεί ή διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής δεν ασκεί εκεί αρκούντως σημαντική επαγγελματική δραστηριότητα «μπορεί να αποτελεί βάσιμο λόγο για τη μη χορήγηση του επίμαχου κοινωνικού πλεονεκτήματος» (20).

38.      Πάντως, με την απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346), παρασχέθηκε μια σημαντική διευκρίνιση. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε στα κράτη μέλη ότι, «[μ]ολονότι η δυνατότητα που αναγνωρίζει το Δικαστήριο στα κράτη μέλη, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων, να απαιτούν από τους υπηκόους άλλων κρατών μελών ορισμένο επίπεδο εντάξεως στις κοινωνίες τους προκειμένου να μπορούν να απολαύουν κοινωνικών πλεονεκτημάτων, όπως είναι οι χρηματικές ενισχύσεις για την εκπαίδευση, δεν περιορίζεται στις καταστάσεις στις οποίες οι αιτούντες την οικεία ενίσχυση είναι πολίτες μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα, η απαίτηση να πληρούται μια προϋπόθεση διαμονής […] προκειμένου να αποδειχθεί η απαιτούμενη ένταξη στην κοινωνία είναι καταρχήν απρόσφορη όσον αφορά τους διακινούμενους και μεθοριακούς εργαζομένους» (21).

39.      Πράγματι, όσον αφορά τους διακινούμενους και μεθοριακούς εργαζομένους, «το γεγονός ότι έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας κράτους μέλους δημιουργεί, καταρχήν, επαρκή δεσμό εντάξεως στην κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους, ο οποίος τους παρέχει τη δυνατότητα να εμπίπτουν, εντός του εδάφους του, στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους ημεδαπούς εργαζομένους ως προς τα κοινωνικά προνόμια» (22).

3.      Η ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας της απαιτήσεως επαρκούς εντάξεως των εργαζομένων

40.      Η αναδρομή αυτή στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 πρέπει να οδηγήσει σε συσταλτική ερμηνεία της δυνατότητας εξαρτήσεως της χορηγήσεως κοινωνικού πλεονεκτήματος σε διακινούμενο ή συνοριακό εργαζόμενο από την απόδειξη επαρκούς εντάξεώς του στο κράτος μέλος υποδοχής.

41.      Τα κείμενα που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης επί τη βάσει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ επιρρωννύουν τη θέση αυτή.

42.      Kατ’αρχάς, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τη χορήγηση κοινωνικών πλεονεκτημάτων μεταξύ των διακινουμένων ή των μεθοριακών εργαζομένων και των ημεδαπών εργαζομένων επιβεβαιώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

43.      Η διάταξη αυτή είναι, κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν, κατ’ αρχήν, κανένα περιθώριο χειρισμών κατά την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 (23).

44.      Στη συνέχεια, η διάκριση μεταξύ των διακινουμένων εργαζομένων και των μελών της οικογενείας τους, αφενός, και των πολιτών της Ένωσης οι οποίοι δεν δραστηριοποιούνται οικονομικώς, αφετέρου, προκύπτει από το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38.

45.      Συγκεκριμένα, «[η] τελευταία αυτή διάταξη, καίτοι προβλέπει, στο σημείο της 1, ότι κάθε πολίτης της Ένωσης που διαμένει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει της οδηγίας αυτής απολαύει δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως «στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης», εντούτοις, στο σημείο της 2, ορίζει ότι κράτος μέλος μπορεί, όταν πρόκειται για άλλα πρόσωπα πλην των μισθωτών εργαζομένων, των μη μισθωτών εργαζομένων, των προσώπων που διατηρούν την ιδιότητα αυτή ή των μελών της οικογένειάς τους, να περιορίζει τη χορήγηση των ενισχύσεων διαβιώσεως υπό μορφή υποτροφιών ή δανείων στους σπουδαστές που δεν έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής» (24).

 Β –      Επί του προδικαστικού ερωτήματος

46.      Όπως ανέφερα κατά την περιγραφή του νομικού πλαισίου, η λουξεμβουργιανή νομοθεσία σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές τροποποιήθηκε δύο φορές μετά την έκδοση της αποφάσεως της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411). Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να μη ληφθεί υπόψη η απόφαση αυτή προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

1.      Η εξέλιξη της λουξεμβουργιανής νομοθεσίας σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές

47.      Κατά τον νόμο της 22ας Ιουνίου 2000, η χορήγηση κρατικού οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές προϋπέθετε την ύπαρξη κατοικίας ή διαμονής του σπουδαστή στο λουξεμβουργιανό έδαφος.

48.      Κατόπιν της αποφάσεως της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), ο νόμος της 19ης Ιουλίου 2013 τροποποίησε τον νόμο της 22ας Ιουνίου 2000 επεκτείνοντας το πλεονέκτημα του κρατικού οικονομικού βοηθήματος υπέρ του σπουδαστή ο οποίος δεν διαμένει στο Λουξεμβούργο, υπό την προϋπόθεση ότι είναι «τέκνο μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου, ο οποίος είναι υπήκοος Λουξεμβούργου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] που απασχολείται ή ασκεί τη δραστηριότητά του στο Λουξεμβούργο και ο οποίος έχει απασχοληθεί ή ασκήσει τη δραστηριότητά του στο Λουξεμβούργο αδιαλείπτως επί τουλάχιστον πέντε έτη κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως από τον σπουδαστή για το οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές» (25).

49.      Πάντως, ο νόμος αυτός σύντομα καταργήθηκε από τον νόμο της 24ης Ιουλίου 2014, ο οποίος προβλέπει ότι η προϋπόθεση εργασίας του γονέως του μη διαμένοντος στο Λουξεμβούργο σπουδαστή νοείται ως αναφερόμενη σε «διάρκεια τουλάχιστον πέντε ετών κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως του οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές από τον σπουδαστή κατά τη διάρκεια περιόδου αναφοράς επτά ετών, η οποία υπολογίζεται αναδρομικώς από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος λήψεως του οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές» (26).

2.      Η απόφαση Giersch κ.λπ.

50.      Πολλές από τις σκέψεις που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), εξακολουθούν να ισχύουν κατόπιν της τροποποιήσεως της νομοθεσίας που επήλθε το 2013.

51.      Πρώτον, «η χρηματοδότηση σπουδών που παρέχεται από κράτος μέλος προς τα τέκνα των εργαζομένων αποτελεί, για έναν διακινούμενο εργαζόμενο, κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, [του κανονισμού 492/2011] όταν ο εν λόγω εργαζόμενος εξακολουθεί να συντηρεί το τέκνο» (27).

52.      Δεύτερον, τα μέλη της οικογένειας ενός διακινούμενου εργαζομένου επωφελούνται εμμέσως του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως που παρέχει στον εν λόγω εργαζόμενο το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011. «Εφόσον η χορήγηση χρηματοδοτήσεως σπουδών σε τέκνο διακινούμενου εργαζομένου αποτελεί για τον διακινούμενο εργαζόμενο κοινωνικό πλεονέκτημα, το ίδιο το τέκνο δύναται να επικαλεστεί τη διάταξη αυτή προκειμένου να λάβει την εν λόγω χρηματοδότηση, αν αυτή, βάσει του εθνικού δικαίου, χορηγείται απευθείας στον σπουδαστή» (28).

53.      Τρίτον, η επιβολή προϋποθέσεως διαμονής στο λουξεμβουργιανό έδαφος, όπως αυτή που επέβαλε ο επίμαχος κανόνας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), ενδέχεται να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων κρατών μελών άλλων εκτός του κράτους μέλους υποδοχής, δεδομένου ότι εκείνοι οι οποίοι δεν διαμένουν στην ημεδαπή είναι συνήθως αλλοδαποί (29). «Η άνιση μεταχείριση που προκύπτει από την επιβολή προϋποθέσεως διαμονής στους σπουδαστές που είναι τέκνα μεθοριακών εργαζομένων συνιστά, επομένως, έμμεση δυσμενή διάκριση, η οποία καταρχήν απαγορεύεται, εκτός εάν δικαιολογείται αντικειμενικώς» (30). Προς τούτο, πρέπει να είναι κατάλληλη για την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού και να μην υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια (31).

54.      Τέταρτον, «δράση που αναλαμβάνεται από κράτος μέλος προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο καταρτίσεως του μόνιμου πληθυσμού του και να προαχθεί η ανάπτυξη της οικονομίας του επιδιώκει θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας» (32).

3.      Επί της υπάρξεως ενδεχόμενης δυσμενούς διακρίσεως αντικειμενικώς δικαιολογημένης

 α)      Επί της υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως

55.      Κατά το άρθρο 2 bis του τροποποιηθέντος νόμου της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 19 Ιουλίου 2013, «σπουδαστής μη διαμένων στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου μπορεί επίσης να λαμβάνει οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές, υπό την προϋπόθεση ότι είναι τέκνο μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου, ο οποίος είναι υπήκοος Λουξεμβούργου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] και ο οποίος έχει απασχοληθεί ή ασκήσει τη δραστηριότητά του στο Λουξεμβούργο αδιαλείπτως επί τουλάχιστον πέντε έτη κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως από τον σπουδαστή για το οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές» (33).

56.      Κατά συνέπεια, μολονότι η προϋπόθεση αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως στους υπηκόους του Λουξεμβούργου και στους υπηκόους άλλων κρατών μελών, όπως και η επίμαχη ρύθμιση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), εντούτοις, συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω διαμονής.

57.      Όπως εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης, η εθνική νομοθεσία εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο λουξεμβουργιανό έδαφος από την προϋπόθεση ότι είναι τέκνα εργαζομένων που έχουν απασχοληθεί ή ασκήσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος αδιαλείπτως επί τουλάχιστον πέντε έτη κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως για το οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές.

58.      Η προϋπόθεση αυτή δεν προβλέπεται για τους σπουδαστές οι οποίοι διαμένουν στο έδαφος του Λουξεμβούργου, καθόσον ο σκοπός που επικαλείται το εν λόγω κράτος μέλος έγκειται στην ενθάρρυνση της αυξήσεως της αναλογίας των κατοίκων που είναι κάτοχοι διπλώματος ανώτατης εκπαιδεύσεως.

59.      Θεωρώ ότι η διάκριση αυτή μπορεί προδήλως να αποβεί εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών εφόσον, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 44), εκείνοι οι οποίοι δεν διαμένουν στην ημεδαπή είναι συνήθως αλλοδαποί. Επομένως, συνιστά, κατ’α την άποψή μου, έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας η οποία θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται αντικειμενικά.

 β)      Επί της υπάρξεως θεμιτού σκοπού

60.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με το νέο λουξεμβουργιανό σύστημα είναι πανομοιότυπος με τον «κοινωνικό» σκοπό που προβλήθηκε προς δικαιολόγηση της εφαρμοστέας νομοθεσίας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411).

61.      Τα ανωτέρω υποστηριζόμενα δεν φαίνεται να μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω. Πράγματι, από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου 6585 (34), που αποτέλεσε τη βάση του νόμου της 19ης Ιουλίου 2013, προκύπτει ότι η τροποποίηση του καθεστώτος των οικονομικών βοηθημάτων του Λουξεμβουργιανού Δημοσίου για ανώτατες σπουδές σκοπούσε σαφώς να «αντλήσει τις συνέπειες» της αποφάσεως της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411).

62.      Ο σκοπός δε αυτός, που συνίσταται στην αύξηση, σε σημαντικό βαθμό, του ποσοστού των κατοίκων που είναι πτυχιούχοι ανωτάτης εκπαιδεύσεως στο Λουξεμβούργο (35), κρίθηκε από το Δικαστήριο ως σκοπός γενικού συμφέροντος, αναγνωρισμένος σε επίπεδο Ένωσης (36).

63.      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δράση που αναλαμβάνεται από κράτος μέλος προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο καταρτίσεως του μόνιμου πληθυσμού του και να προαχθεί η ανάπτυξη της οικονομίας του επιδιώκει θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας (37).

64.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, εκτιμώ ότι δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω ο σκοπός αυτός της επίδικης ρυθμίσεως ούτε ο θεμιτός χαρακτήρας του.

 γ)      Επί του πρόσφορου χαρακτήρα της προϋποθέσεως αδιάλειπτης εργασίας ελάχιστης διάρκειας

65.      Είναι χρήσιμο να υπομνηστεί, για μια ακόμη φορά, ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, λόγω της εισόδου τους στην αγορά εργασίας κράτους μέλους, οι διακινούμενοι και οι μεθοριακοί εργαζόμενοι έχουν, καταρχήν, δημιουργήσει επαρκή δεσμό εντάξεως στην κοινωνία του εν λόγω κράτους, ο οποίος καθιστά δυνατή την εφαρμογή υπέρ αυτών της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους ημεδαπούς εργαζομένους και τους εργαζόμενους που διαμένουν σε αυτό (38).

66.      Ο δεσμός εντάξεως απορρέει ιδίως από το γεγονός ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών του κράτους μέλους υποδοχής με τις φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν στο κράτος αυτό, βάσει της έμμισθης δραστηριότητας που ασκούν εκεί. Επομένως, πρέπει να απολαύουν κοινωνικών παροχών υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς εργαζομένους (39).

67.      Ασφαλώς, το Δικαστήριο έκανε δεκτούς ορισμένους δικαιολογητικούς λόγους σε σχέση με ρυθμίσεις που εισάγουν διάκριση μεταξύ των κατοίκων και των μη κατοίκων ημεδαπής που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο οικείο κράτος μέλος, αναλόγως του βαθμού εντάξεώς τους στην κοινωνία του κράτους μέλους αυτού ή του συνδετικού τους στοιχείου με αυτό (40).

68.      Επαναλαμβάνω, πάντως, ότι διατηρώ τις επιφυλάξεις μου έναντι της εν λόγω νομολογιακής εξελίξεως (41). Πράγματι, «όσον αφορά τους διακινούμενους και μεθοριακούς εργαζομένους, το γεγονός ότι έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας κράτους μέλους δημιουργεί, καταρχήν, επαρκή δεσμό εντάξεως στην κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους, ο οποίος τους παρέχει τη δυνατότητα να εμπίπτουν εντός του εδάφους του στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους ημεδαπούς εργαζομένους ως προς τα κοινωνικά πλεονεκτήματα» (42). Επομένως, η απαίτηση περί αποδείξεως ιδιαίτερης εντάξεως για τα πρόσωπα αυτά συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα και πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να εφαρμόζεται συσταλτικά.

69.      Υφίσταται, τρόπον τινά, ένα τεκμήριο εντάξεως του διακινουμένου ή μεθοριακού εργαζομένου στο κράτος μέλος εντός του οποίου εργάζεται και υπέρ του οποίου καταβάλλει φόρους και κοινωνικές εισφορές που συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών του κράτους αυτού (43).

70.      Επομένως, καίτοι μπορώ να «[δεχθώ] ότι είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι η πιθανότητα εγκαταστάσεως στο Λουξεμβούργο και εντάξεως στην εκεί αγορά εργασίας κατά το πέρας των ανωτάτων σπουδών, ακόμα και όταν οι σπουδές αυτές πραγματοποιήθηκαν στην αλλοδαπή, είναι μεγαλύτερη όσον αφορά τους σπουδαστές που διαμένουν στο Λουξεμβούργο κατά τον χρόνο ενάρξεως των ανωτάτων σπουδών τους από ό,τι όσον αφορά τους σπουδαστές που δεν διαμένουν σε αυτό» (44), είμαι πιο επιφυλακτικός ως προς τις συνέπειες που μπορεί να έχει συναφώς η διάρκεια εργασίας στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ενός από τους γονείς του σπουδαστή.

71.      Άλλωστε, με την αρχική νομολογία του, το Δικαστήριο απέρριπτε κατηγορηματικά την πιθανότητα εξαρτήσεως της χορηγήσεως κοινωνικού πλεονεκτήματος από ελάχιστη διάρκεια της επαγγελματικής δραστηριότητας (45).

72.      Ως εκ τούτου, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι η προϋπόθεση που ανάγεται στην επαρκή ένταξη ενός από τους γονείς του σπουδαστή στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής δεν έχει σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή με την αύξηση, σε σημαντικό βαθμό, του ποσοστού των κατοίκων που είναι πτυχιούχοι ανωτάτης εκπαιδεύσεως στο Λουξεμβούργο (46).

73.      Πάντως, το ίδιο το Δικαστήριο φαίνεται να υπέδειξε την προϋπόθεση σχετικά με τη διάρκεια της εργασίας ενός από τους γονείς του σπουδαστή στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής υπέδειξε το ίδιο το Δικαστήριο, έστω και εν είδει παραδείγματος. Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση του αναγκαίου χαρακτήρα της προϋποθέσεως διαμονής η οποία είχε εφαρμογή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), το Δικαστήριο έκρινε ότι επαρκής σύνδεσμος του σπουδαστή με το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, από τον οποίο να μπορεί να συναχθεί η πιθανότητα εγκαταστάσεως στο Λουξεμβούργο και εντάξεως στην εκεί αγορά εργασίας κατά το πέρας των ανωτάτων σπουδών, είναι προφανώς δυνατόν να απορρέει «επίσης από το γεγονός ότι ο σπουδαστής αυτός διαμένει μόνος ή με τους γονείς του σε ένα όμορο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου κράτος μέλος και από το γεγονός ότι, από μακρού χρόνου, οι γονείς του εργάζονται στο Λουξεμβούργο και ζουν πλησίον του κράτους μέλους αυτού» (47).

74.      Η προσέγγιση αυτή αποτελεί παραφωνία σε σχέση με την προσέγγιση που έχει παραδοσιακά ακολουθήσει το Δικαστήριο όσον αφορά την κινητικότητα των σπουδαστών. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668), ορθώς το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι έπρεπε να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Βελγικής Κυβερνήσεως ότι ένα πρόσωπο που διαμένει εγγύς των συνόρων του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποίησε τις σπουδές του θα ήταν φυσικότερο να έχει τη δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά εργασίας του κράτους αυτού με το οποίο διατηρεί δεσμό (48); Πράγματι, «οι γνώσεις που αποκτά ο σπουδαστής κατά τη διάρκεια των σπουδών του δεν στοχεύουν εν γένει σε γεωγραφικώς προκαθορισμένη αγορά εργασίας» (49).

75.      Φρονώ ότι η φοιτητική πραγματικότητα ανταποκρίνεται περισσότερο στη διαπίστωση αυτή. Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως αυτής και των προηγουμένων σκέψεων, εκτιμώ ότι η προϋπόθεση ελάχιστης διάρκειας αδιάλειπτης εργασίας του γονέως του σπουδαστή είναι απρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

76.      Πάντως, οφείλω επίσης να αναγνωρίσω ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, de facto και de jure, ότι το γεγονός ότι οι γονείς είχαν απασχόληση σημαντικής διάρκειας στο κράτος μέλος που χορηγεί το ζητούμενο βοήθημα, μπορούσε να είναι πρόσφορο προκειμένου να αποδειχθεί ο πραγματικός βαθμός συνδέσμου με την κοινωνία ή την αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους.

77.      Επομένως, για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα επιβεβαίωνε την ανάλυση αυτή, θα εξετάσω, επικουρικώς, τον αναγκαίο χαρακτήρα της προϋποθέσεως αδιάλειπτης εργασίας ελάχιστης διάρκειας.

 δ)      Επί του αναγκαίου χαρακτήρα της προϋποθέσεως αδιάλειπτης εργασίας ελάχιστης διάρκειας

78.      Για να συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, η προϋπόθεση σχετικά με την αδιάλειπτη εργασία ελάχιστης διάρκειας κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος δεν πρέπει να βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

79.      Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι διαφωτιστικά. Πράγματι, το ευεργέτημα του οικονομικού βοηθήματος δεν χορηγήθηκε στον André Angelo Linares Verruga, ενώ και οι δύο γονείς του εργάσθηκαν στο Λουξεμβούργο αδιαλείπτως για διάστημα άνω των πέντε ετών με κάποιες σύντομες και μόνο διακοπές κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της αιτήσεως για τη χορήγηση του οικονομικού βοηθήματος.

80.      Ωστόσο, η δυνατότητα εξαιρέσεως από την αυστηρή εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά τη χορήγηση των κοινωνικών πλεονεκτημάτων στους διακινούμενους και μεθοριακούς εργαζομένους, όπως η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένης εκτάσεως και να ερμηνεύεται περιοριστικά.

81.      Εκτιμώ ότι ένας κανόνας όπως αυτός που προβλέπεται από την επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης νομοθεσία και ο οποίος εξαρτά γενικώς τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές από προϋπόθεση αδιάλειπτης εργασίας διάρκειας πέντε ετών, χωρίς να καταλείπει περιθώριο εκτιμήσεως στις αρμόδιες αρχές κατά την εξέταση της καταστάσεως του αιτούντος, βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού της αυξήσεως του αριθμού των πτυχιούχων ανώτατης εκπαιδεύσεως μεταξύ του μόνιμου πληθυσμού, προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας (50).

82.      Φρονώ ότι ο κανόνας αυτός έχει υπερβολικά γενικό και αποκλειστικό χαρακτήρα κατά την έννοια της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, «προσδίδει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε ένα στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτικό του αληθούς και πραγματικού βαθμού κατά τον οποίο ο αιτών τα επιδόματα […] συνδέεται με τη γεωγραφική αγορά εργασίας, αποκλειομένου κάθε άλλου αντιπροσωπευτικού στοιχείου» (51). Με τον τρόπο αυτό, βαίνει, κατά συνέπεια, πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού.

83.      Η αναλογία με το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 την οποία επισήμανε η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση δεν είναι, κατά την άποψή μου, ικανή να επηρεάσει τη διαπίστωση αυτή. Βεβαίως το ίδιο το Δικαστήριο αναφέρεται στη διάταξη αυτή, στη σκέψη 80 της αποφάσεως της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411). Εντούτοις, πρόκειται για απλό παράδειγμα της προϋποθέσεως της διάρκειας που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος «να εμφανιστεί ένας “τουρισμός υποτροφιών”» (52). Κυρίως, όπως επισημαίνει το ίδιο το Δικαστήριο, η προϋπόθεση αυτή εντάσσεται «σε διαφορετικό πλαίσιο» (53).

84.      Πράγματι, το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38 προβλέπει προϋπόθεση συνεχούς διαμονής ελάχιστης διάρκειας για την αναγνώριση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής σε πρόσωπα εγκατεστημένα για μεγάλο χρονικό διάστημα στο κράτος μέλος υποδοχής. Ωστόσο, η εκτίμηση αυτή είναι εξ ορισμού μη εφαρμοστέα στην περίπτωση των μεθοριακών εργαζομένων.

85.      Ούτε η παραπομπή στο άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 είναι προσφορότερη. Αντιθέτως, όπως εξέθεσα προηγουμένως, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει, ρητώς, τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά πρόσωπα άλλα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, τα πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα ή τα μέλη της οικογένειάς τους.

VI – Συμπέρασμα

86.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το tribunal administratif du Grand-Duché de Luxembourg (διοικητικό πρωτοδικείο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) ως εξής:

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές από την προϋπόθεση ότι οι γονείς του σπουδαστή έχουν εργαστεί αδιαλείπτως επί πέντε τουλάχιστον έτη κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος και εγκαθιδρύει διαφορά μεταχειρίσεως, που συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση, μεταξύ των προσώπων που διαμένουν στο οικείο κράτος μέλος και αυτών που, χωρίς να διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος, είναι τέκνα συνοριακών εργαζομένων που ασκούν δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Βλ., συναφώς, ανακοίνωση της Επιτροπής και συμπεράσματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παραθέτει ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi στις προτάσεις του στην υπόθεση Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:70, σημεία 42 έως 44).


3 –      ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33.


4 –      ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34.


5 –      ΕΕ 2011, L 141, σ. 1.


6 –      ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1.


7 – EE 2010, L 338, σ. 35.


8 –      Αν και η επίδικη νομοθεσία αφορά τόσο τους μισθωτούς όσο και τους μη μισθωτούς εργαζομένους, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εστιάζει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011. Κατά συνέπεια, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην κατάσταση μόνο των «μισθωτών εργαζομένων». Πάντως, θεωρώ ότι η συλλογιστική που θα ακολουθήσω μπορεί να εφαρμοστεί, mutatis mutandis, στην περίπτωση των μη μισθωτών εργαζομένων. Πράγματι, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των ημεδαπών εργαζομένων και των υπηκόων άλλων κρατών μελών (ιδίως όσον αφορά τη χορήγηση των κοινωνικών πλεονεκτημάτων) εφαρμόζεται και στους μη μισθωτούς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 63/86, EU:C:1988:9, σκέψεις 12 έως 16). Βλ., επίσης, Barnard, C., The Substantive Law of the EU. The Four Freedoms, 4η έκδ., Oxford University Press, 2013, σ. 313.


9 – Βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Trojani (C‑456/02, EU:C:2004:488, σκέψη 15). Η απαίτηση πραγματικών και γνήσιων παροχών και το σύστοιχό της, ο αποκλεισμός αμιγώς περιθωριακών και επουσιωδών παροχών εμφανίσθηκαν πολύ νωρίς στη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 23ης Μαρτίου 1982, Levin, 53/81, EU:C:1982:105, σκέψη 17).


10 – Βλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 35). Βλ. και απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Hendrix (C‑287/05, EU:C:2007:494, σκέψη 53).


11 – Η υπογράμμιση δική μου.


12 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τον κανονισμό 1612/68 (του οποίου η σκέψη 4 ήταν πανομοιότυπη με την σκέψη 5 του κανονισμού 492/2011), αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 1997, Meints (C‑57/96, EU:C:1997:564, σκέψη 50), και της 8ης Ιουνίου 1999, Meeusen (C‑337/97, EU:C:1999:284, σκέψη 21).


13 – Βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1997, Meints (C‑57/96, EU:C:1997:564, σκέψη 51 και σημείο 3 του διατακτικού). Βλ. και απόφαση της 8ης Ιουνίου 1999, Meeusen (C‑337/97, EU:C:1999:284, σκέψη 21 και σημείο 2 του διατακτικού).


14 – Βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, Lair (39/86, EU:C:1988:322, σκέψη 42). Βλ. και απόφαση της 6ης Ιουνίου 1985, Frascogna (157/84, EU:C:1985:243, σκέψη 25) που εκδόθηκε τρία έτη νωρίτερα όσον αφορά αίτηση χορηγήσεως ειδικού επιδόματος γήρατος.


15 – Βλ., σχετικά, Pataut, E., «La détermination du lien d’intégration des citoyens européens», RTD Eur, 2012, σ. 623 επ.


16 – Βλ., στο πνεύμα αυτό, Barnard, C., «Case C‑209/03, R (on the application of Danny Bidar) v. London Borough of Ealing, Secretary of State for Education and Skills, judgment of the Court (Grand Chamber) 15 march 2005, not yet reported», CML Rev., 42, 2005, σ. 1465 έως 1489, ιδίως σ. 1488.


17 – Βλ., στο πνεύμα αυτό, O’Leary, S., «The curious case of frontier workers and study finance: Giersch», CML Rev., 51, 2014, σ. 601 έως 622, ιδίως σ. 609. Βλ., επίσης, σχόλιο του Martin, D., ο οποίος γράφει σε σχέση με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Hartmann (C‑212/05, EU:C:2007:437): «Not only the acceptance of a social policy cause of justification in the field of free movement is a reversal of a consistent case-law» [Martin, D., «Comments on Jia v. Migrationsverket (Case C-1/05 of 9 January 2007), Hartmann v. Freistaat Bayern (Case C‑213/05 of 18 July 2007) and Hendrix v. Raad van Bestuur van het Uitvoeringsinstituut Werknemersverzekeringen (Case C‑287/05 of 11 September 2007)», European Journal of Migration and Law, 9, 2007, σ. 457 έως 471, ιδίως σ. 467· η υπογράμμιση είναι δική μου).


18 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Hartmann (C‑212/05, EU:C:2007:437, σκέψη 24)· της 18ης Ιουλίου 2007, Geven (C‑213/05, EU:C:2007:438, σκέψη 15)· της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 33), καθώς και της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 37).


19 – Βλ., στο πνεύμα αυτό, Cavallini, J., «Subordonner l’octroi d’une allocation à une condition de résidence peut caractériser une discrimination indirecte», JCP/La Semaine Juridique – Édition sociale, n° 40, 2007, σ. 32 έως 34.


20 –      Αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Hartmann (C‑212/05, EU:C:2007:437, σκέψη 36), και της 18ης Ιουλίου 2007, Geven (C‑213/05, EU:C:2007:438, σκέψη 26).


21 – Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 63). Η υπογράμμιση δική μου. Ο επίμαχος στην υπόθεση εκείνη εθνικός νόμος εξαρτούσε τη χρηματοδότηση των ανώτατων σπουδών που πραγματοποιούνταν εκτός του οικείου κράτους μέλους από την προϋπόθεση διαμονής στην επικράτεια του κράτους αυτού επί τουλάχιστον τρία έτη κατά τη διάρκεια των έξη ετών που προηγούνταν της εγγραφής του σπουδαστή.


22 – Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 65).


23 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, Martin, D., «Comments on Jia v. Migrationsverket (Case C‑1/05 of 9 January 2007), Hartmann v. Freistaat Bayern (Case C-213/05 of 18 July 2007) and Hendrix v. Raad van Bestuur van het Uitvoeringsinstituut Werknemersverzekeringen (Case C‑287/05 of 11 September 2007)», European Journal of Migration and Law, 9, 2007, σ. 457 έως 471, ιδίως σ. 467.


24 –      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 64). Η υπογράμμιση είναι δική μου.


25 –      Άρθρο 2bis του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000, το οποίο εισήχθη με το άρθρο 1, σημείο 1, του νόμου της 19ης Ιουλίου 2013.


26 –      ʹΑρθρο 3 του νόμου της 24ης Ιουλίου 2014 σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές. Ο νόμος αυτός δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.


27 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 39).


28 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 44).


30 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 46).


31 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 56).


33 – Η υπογράμμιση δική μου.


34 –      Νομοσχέδιο 6585 για την τροποποίηση του νόμου, της 22ας Ιουνίου 2000, για το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές (έγγραφο 6585 της 5ης Ιουλίου 2013, σ. 2, προσβάσιμο στον ιστότοπο της Chambre des députés του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου στην ακόλουθη διέυθυνση: http://www.chd.lu/wps/portal/public/RoleEtendu?action=doDocpaDetails&id=6585#).


35 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 48).


36 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 53).


37 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 56 και διατακτικό).


38 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 65), και της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 63).


39 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 66), και της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ,λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 63).


40 –      Βλ., υπό το πρίσμα αυτό, τις αναλύσεις του τίτλου A των παρουσών προτάσεων.


41 – Βλ. σημείο 40 των παρουσών προτάσεων.


42 – Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 65). Η υπογράμμιση είναι δική μου.


43 – Βλ., στο πνεύμα αυτό, O’Leary, S., «The curious case of frontier workers and study finance: Giersch», CML Rev., 51, 2014, σ. 601 έως 622, ιδίως σ. 610.


44 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 67).


45 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1988, Lair (39/86, EU:C:1988:322, σκέψη 42), και της 6ης Ιουνίου 1985, Frascogna (157/84, EU:C:1985:243, σκέψη 25).


46 – Βλ. τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής (σημείο 44). Τα δύο παραδείγματα που παρέθεσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Απριλίου 2016 είναι αρκούντως διαφωτιστικά συναφώς. Κατά την επίδικη νομοθεσία, ένα τέκνο με λιθουανική ιθαγένεια, του οποίου ο πατέρας, επίσης λιθουανικής ιθαγένειας, θα διέμενε και θα εργαζόταν επί ένα μήνα μόνο στο Λουξεμβούργο θα είχε, κατ’ αρχήν, δικαίωμα στο οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές. Αντιθέτως, το τέκνο του οποίου ο πατέρας είναι Βέλγος διασυνοριακός εργαζόμενος, ο οποίος εργάζεται στο Λουξεμβούργο επί δεκαπέντε και περισσότερα έτη, αλλά με κάποια διακοπή κατά τα τελευταία πέντε έτη, δεν θα είχε δικαίωμα στο προαναφερθέν βοήθημα, έστω και αν το τέκνο είχε πραγματοποιήσει το σύνολο των βασικών του σπουδών εκεί. Η προϋπόθεση της αδιάλειπτης εργασίας εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο και για το τέκνο Βέλγου διασυνοριακού εργαζομένου το οποίο είχε πάντοτε ζήσει με τον άλλο γονέα του στην Κύπρο –και, επομένως, δεν θα έχει προφανώς την πρόθεση να εγκατασταθεί στο Λουξεμβούργο μετά τις σπουδές του– και για το τέκνο Βέλγου διασυνοριακού εργαζομένου το οποίο διέμενε με αυτόν στο Βέλγιο και πραγματοποίησε το σύνολο της βασικής του εκπαιδεύσεως στο Λουξεμβούργο.


47 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 78). Η αναγνώριση του δικαιολογητικού αυτού στοιχείου είναι σαφής και στο διατακτικό της αποφάσεως αυτής που ορίζει: «Παρότι ο σκοπός της αυξήσεως του ποσοστού των κατοίκων που είναι πτυχιούχοι ανωτάτης εκπαιδεύσεως προκειμένου να προαχθεί η ανάπτυξη της οικονομίας του ίδιου κράτους μέλους συνιστά θεμιτό σκοπό, δυνάμενο να δικαιολογήσει τέτοια διαφορετική μεταχείριση, και παρότι μια προϋπόθεση διαμονής, όπως η προβλεπόμενη από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, μπορεί να εγγυηθεί την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού, εντούτοις, μια τέτοια προϋπόθεση βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, στο μέτρο που δεν επιτρέπει τη συνεκτίμηση άλλων στοιχείων δυνητικά αντιπροσωπευτικών του πραγματικού βαθμού συνδέσμου του αιτούντος το προαναφερθέν οικονομικό βοήθημα με την κοινωνία ή την αγορά εργασίας του οικείου κράτους μέλους, όπως του γεγονότος ότι ένας εκ των γονέων, ο οποίος εξακολουθεί να συντηρεί τον σπουδαστή, είναι μεθοριακός εργαζόμενος που κατέχει σταθερή θέση εργασίας στο κράτος μέλος αυτό και έχει ήδη εργαστεί σε αυτό επί μακρό χρονικό διάστημα» (η υπογράμμιση δική μου).


48 – Σκέψη 45 της εν λόγω αποφάσεως.


49 – Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 45). Βλ. και απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, Bidar (C‑209/03, EU:C:2005:169, σκέψη 58).


50 – Συναφώς, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η τροποποίηση που επέφερε ο νόμος της 24ης Ιουλίου 2014 για το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές, δυνάμει της οποίας η διάρκεια εργασίας των πέντε ετών υπολογίζεται στο εξής κατά τη διάρκεια περιόδου αναφοράς επτά ετών δεν πληροί την επιταγή της αναλογικότητας. Πράγματι, με την απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ολλανδική νομοθεσία ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, ο επίμαχος στην υπόθεση εκείνη εθνικός νόμος ήταν λιγότερο αυστηρός από τον λουξεμβουργιανό νόμο, καθόσον εξαρτούσε τη χρηματοδότηση των ανώτατων σπουδών που πραγματοποιούνται εκτός της επικράτειας από την προϋπόθεση διαμονής στην επικράτεια επί τρία τουλάχιστον έτη κατά τη διάρκεια των έξη ετών που προηγούνται της εγγραφής του σπουδαστή.


51 –      Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, D’Hoop (C‑224/98, EU:C:2002:432, σκέψη 39). Βλ., υπό την έννοια αυτή, και απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Prinz και Seeberger (C‑523/11 και C‑585/11, EU:C:2013:524, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


52 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 80).


53 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 80).