Language of document : ECLI:EU:T:2006:64

Υπόθεση T-282/02

Cementbouw Handel & Industrie BV

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως επιχειρήσεων — Άρθρα 2, 3 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 — Έννοια της συγκεντρώσεως — Δημιουργία δεσπόζουσας θέσης — Άδεια εξαρτώμενη από την τήρηση ορισμένων δεσμεύσεων — Αρχή της αναλογικότητας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Έννοια

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 3· ανακοίνωση 98/C 66/02 της Επιτροπής, σημείο 19)

2.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Έννοια

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 2)

3.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Κτήση έμμεσου από κοινού ελέγχου σε κοινή επιχείρηση

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, στοιχείο β΄, και 4, στοιχείο β΄)

4.      Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις

5.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Έννοια

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

6.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Ύπαρξη — Συγκέντρωση εμπίπτουσα στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

7.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Συγκέντρωση κοινοτικών διαστάσεων — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 5)

8.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Εξέταση από την Επιτροπή

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

9.      Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Συγκέντρωση προκύπτουσα από πλείονες νομικές πράξεις που αποτελούν όμως μια ενότητα λόγω της αλληλεξαρτήσεώς τους

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου)

10.    Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Εκτίμηση του συμβατού προς την κοινή αγορά — Δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσεως

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 2 §§ 2 και 3)

11.    Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Εξέταση από την Επιτροπή — Εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

12.    Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Ύπαρξη — Εμπόδια στην είσοδο στην αγορά

(Άρθρο 82 ΕΚ)

13.    Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Ύπαρξη — Επίπτωση της αγοραστικής ισχύος των πελατών έναντι του προμηθευτή

(Άρθρο 82 ΕΚ)

14.    Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Εκτίμηση του συμβατού προς την κοινή αγορά — Δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσεως

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου)

15.    Ανταγωνισμός — Συγκεντρώσεις — Εξέταση από την Επιτροπή — Δεσμεύσεις των οικείων επιχειρήσεων ικανές να καταστήσουν την κοινοποιηθείσα πράξη συμβατή προς την κοινή αγορά

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 2, και 8 § 2)

1.      Από το άρθρο 3 του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, που τιτλοφορείται «Ορισμός της συγκέντρωσης», προκύπτει ότι μια πράξη συγκέντρωσης πραγματοποιείται, κυρίως, με την απόκτηση του ελέγχου μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, είτε εκ μέρους μιας επιχειρήσεως που ενεργεί μόνη είτε εκ μέρους δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων που ενεργούν από κοινού, με δεδομένο ότι η απόκτηση του ελέγχου, όποια και αν είναι η μορφή που λαμβάνει, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών και νομικών περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στη δραστηριότητα της αποκτηθείσας επιχειρήσεως που να απορρέει από δικαιώματα, συμβάσεις ή από κάθε άλλο μέσο.

Σύμφωνα με το σημείο 19 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της συγκέντρωσης κατά τον κανονισμό 4064/89, κοινός έλεγχος υφίσταται όταν δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις ή πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να ασκούν αποφασιστική επιρροή σε μια άλλη επιχείρηση, μπορούν δηλαδή να εμποδίζουν τις αποφάσεις που καθορίζουν την εμπορική στρατηγική μιας επιχείρησης. Έτσι, ο από κοινού έλεγχος καθιστά δυνατή τη δημιουργία αδιεξόδου, λόγω της εξουσίας μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων να απορρίπτουν τις προτεινόμενες στρατηγικές αποφάσεις. Ως εκ τούτου, οι μέτοχοι αυτοί πρέπει να συμφωνούν οπωσδήποτε όσον αφορά την εμπορική πολιτική της κοινής επιχείρησης.

Ναι μεν η καθοριστική επιρροή, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89, δεν χρειάζεται να έχει οπωσδήποτε ασκηθεί για να υφίσταται, αντιθέτως, για να υφίσταται έλεγχος κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 4064/89, η δυνατότητα ασκήσεως της επιρροής αυτής πρέπει να είναι πραγματική.

(βλ. σκέψεις 41-42, 58)

2.      Το γεγονός ότι μια κοινή επιχείρηση μπορεί να είναι μια επιχείρηση που ασκεί πλήρως όλες τις λειτουργίες και είναι, από λειτουργικής άποψης, οικονομικά αυτόνομη δεν σημαίνει ότι έχει αυτονομία όσον αφορά τη λήψη των στρατηγικών αποφάσεων. Το αντίθετο συμπέρασμα θα κατέληγε στο ότι ουδέποτε θα υφίστατο κοινός έλεγχος σε μια «κοινή επιχείρηση», εφόσον αυτή ήταν οικονομικά αυτόνομη. Η προϋπόθεση όμως που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων –προκειμένου η σύσταση μιας κοινής επιχείρησης, ήτοι μιας επιχείρησης που ελέγχεται από δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, να θεωρηθεί ότι συνιστά συγκέντρωση–, σύμφωνα με την οποία η κοινή αυτή επιχείρηση πρέπει να «εκπληροί [μόνιμα] όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας», αποδεικνύει ότι τούτο δεν ισχύει.

(βλ. σκέψη 62)

3.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ορίζει ότι ο έλεγχος μπορεί να αποκτηθεί «άμεσα ή έμμεσα» από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, ενώ το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του ίδιου αυτού κανονισμού δέχεται ότι οι κάτοχοι του ελέγχου μπορεί επίσης να είναι τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς να είναι υποκείμενα των δικαιωμάτων ή δικαιούχοι εκ των συμβάσεων, δικαιούνται να ασκούν τα εξ αυτών απορρέοντα δικαιώματα.

Μπορούν να αποκτήσουν εμμέσως έλεγχο κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3 οι μέτοχοι των μελών μιας κοινής επιχείρησης, έστω και αν δεν είναι άμεσα κάτοχοι των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση της επιχείρησης αυτής, καθόσον τα δικαιώματα αυτά ασκούνται από τα ίδια τα μέλη.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι εμπορικές εταιρίες συμμορφώνονται σε κάθε περίπτωση προς τις αποφάσεις των αποκλειστικών μετόχων τους, των μετόχων που έχουν την πλειοψηφία ή αυτών που ασκούν τον από κοινού έλεγχο της εταιρίας, έπεται αναγκαστικά ότι, στην περίπτωση κατά την οποία οι εταιρίες μέλη της κοινής επιχείρησης αποτελούν όλες θυγατρικές εταιρίες οι οποίες ανήκουν είτε αποκλειστικά είτε από κοινού σε δύο μετόχους, ο διορισμός των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της εν λόγω κοινής επιχείρησης προϋποθέτει τη συμφωνία των δύο αυτών μετόχων. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, τα μέλη δεν θα μπορούν να προβούν στον διορισμό των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της κοινής επιχείρησης και η κοινή επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να λειτουργήσει.

Το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των μητρικών εταιριών δεν μπορούν να μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της κοινής επιχείρησης ή ότι δεν μπορούν να εκπροσωπούν παρά μόνο μια μειοψηφία στο εποπτικό συμβούλιο της επιχείρησης αυτής δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός ότι είναι τα μέλη της επιχείρησης αυτής που αποφασίζουν για τη σύνθεση των οργάνων λήψεως αποφάσεων και, μέσω των μελών αυτών, οι δύο μέτοχοι.

Επιπλέον, όσον αφορά τη σύνθεση των δύο οργάνων λήψεως αποφάσεων της κοινής επιχείρησης, αν το καταστατικό της δεν αποκλείει το να ασκούν όλα τα πρόσωπα που μετέχουν στα όργανα αυτά καθήκοντα στα όργανα λήψεως αποφάσεων των επιχειρήσεων μελών της κοινής επιχείρησης, οι εκπρόσωποι αυτοί θα πρέπει αναγκαστικά, όσον αφορά τα καθήκοντά τους στις επιχειρήσεις μέλη της κοινής επιχείρησης, να έχουν διορισθεί από τους μετόχους των μελών της επιχείρησης αυτής και θα πρέπει αναγκαστικά, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο των οργάνων λήψεως αποφάσεων της κοινής επιχείρησης, να λαμβάνουν υπόψη την άποψη των μετόχων αυτών.

(βλ. σκέψεις 72-74)

4.      Το δικαίωμα για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την κοινοτική διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες.

(βλ. σκέψη 77)

5.      Ενώ το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, χαρακτηρίζει ως συγκέντρωση ένα φαινόμενο σχετικά απλό και προσδιορίσιμο –αυτό της συγχώνευσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων–, η διάταξη αυτή, υπό το στοιχείο β΄, περιλαμβάνει όλες τις άλλες καταστάσεις στις οποίες μία ή περισσότερες επιχειρήσεις αποκτούν τον έλεγχο του συνόλου ή μερών μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων. Ο γενικός και τελεολογικός αυτός ορισμός της συγκέντρωσης –όπου το αποτέλεσμα είναι ο έλεγχος μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων– συνεπάγεται ότι είναι αδιάφορο αν η άμεση ή έμμεση απόκτηση του ελέγχου αυτού πραγματοποιήθηκε σε ένα, δύο ή περισσότερα στάδια μέσω μιας, δύο ή περισσοτέρων συναλλαγών, εφόσον το επιτευχθέν αποτέλεσμα συνιστά μία μόνη πράξη συγκέντρωσης.

Ομοίως είναι αδιάφορο το αν τα μέρη, όταν κοινοποιούν μια συγκέντρωση στην Επιτροπή, σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν δύο ή περισσότερες συναλλαγές ή εάν τις έχουν ήδη πραγματοποιήσει πριν από την κοινοποίησή τους. Εναπόκειται στην Επιτροπή, σε όλες τις περιπτώσεις, να εκτιμήσει αν οι συναλλαγές αυτές έχουν ενιαίο χαρακτήρα, οπότε συνιστούν μια ενιαία πράξη συγκέντρωσης κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 4064/89.

Η εκτίμηση αυτή αποσκοπεί στον προσδιορισμό, με βάση τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, και με σκοπό να αναζητηθεί η οικονομική πραγματικότητα στην οποία στηρίζονται οι πράξεις, του οικονομικού σκοπού που επιδιώκουν τα μέρη, εξετάζοντας, εφόσον υπάρχουν πολλές νομικά διακριτές συναλλαγές, αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ήσαν διατεθειμένες να πραγματοποιήσουν κάθε μία συναλλαγή χωριστά ή αν, αντιθέτως, κάθε συναλλαγή αποτελεί απλώς ένα στοιχείο μιας πολυπλοκότερης πράξης, χωρίς την οποία δεν θα είχε πραγματοποιηθεί από τα μέρη. Με άλλα λόγια, προκειμένου να προσδιοριστεί ο ενιαίος χαρακτήρας των επίμαχων συναλλαγών, πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να εκτιμάται αν οι συναλλαγές αυτές είναι αλληλεξαρτώμενες, οπότε η μία συναλλαγή δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την άλλη.

Η εκτίμηση αυτή αποσκοπεί, αφενός, να διασφαλίσει στις επιχειρήσεις που κοινοποιούν μια πράξη συγκέντρωσης το ευεργέτημα της ασφάλειας δικαίου για το σύνολο των συναλλαγών που πραγματοποιούν για την πράξη αυτή και, αφετέρου, στο να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο επί των πράξεων συγκέντρωσης που μπορούν να εμποδίσουν σοβαρά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά σε σημαντικό τμήμα της. Οι δύο αυτοί σκοποί συνιστούν, εξάλλου, τον κύριο σκοπό του κανονισμού 4064/89.

Επομένως, μια πράξη συγκέντρωσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 4064/89, μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και μέσω πολλών τυπικά διακριτών νομικών συναλλαγών, εφόσον οι συναλλαγές είναι αλληλεξαρτώμενες και κάθε μία από αυτές δεν θα πραγματοποιείτο χωρίς τις άλλες, το δε αποτέλεσμά τους συνίσταται στην παροχή σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις του άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ελέγχου της δραστηριότητας μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 103-109)

6.      Ενώ το άρθρο 3 του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ορίζει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υπάρξει μια «πράξη συγκέντρωσης» και περιορίζεται στο να ορίσει, γενικά και ουσιαστικά, τι πρέπει να εννοείται με τον όρο «συγκέντρωση», η διάταξη αυτή δεν ρυθμίζει το ζήτημα της αρμοδιότητας της Επιτροπής όσον αφορά τις πράξεις συγκέντρωσης. Μεταξύ των πράξεων που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 3 του κανονισμού 4064/89, μόνον οι πράξεις που αποκαλούνται «κοινοτικών διαστάσεων», όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, εκτός αν άλλως ορίζεται στον εν λόγω κανονισμό. Κατά συνέπεια, δεν αρκεί μια πράξη να υπάγεται στον ορισμό του άρθρου 3 του κανονισμού 4064/89 για να εμπίπτει οπωσδήποτε στο πεδίο της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής· πρέπει επιπλέον η συναλλαγή αυτή να είναι «κοινοτικών διαστάσεων».

(βλ. σκέψη 114)

7.      Από τη γενική οικονομία του άρθρου 5 του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να διευκρινίσει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού ορίζοντας, μεταξύ άλλων, τον κύκλο εργασιών των μετεχόντων σε πράξεις συγκέντρωσης που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό «κοινοτικών διαστάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 4064/89. Έτσι, από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της απόκτησης τμημάτων μιας επιχείρησης, για την εκτίμηση των διαστάσεων της επίμαχης πράξης υπολογίζεται μόνον ο κύκλος εργασιών που αφορά τα πράγματι κτηθέντα τμήματα της επιχείρησης.

Η εκτίμηση αυτή καταλαμβάνει επίσης την ερμηνεία του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, οπότε, όταν η απόκτηση τμημάτων μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων πραγματοποιείται με πολλές συναλλαγές κατά τη διάρκεια διετούς περιόδου μεταξύ των ίδιων προσώπων ή επιχειρήσεων, ο κύκλος εργασιών πρέπει να αφορά αυτά τα κτηθέντα τμήματα θεωρούμενα συνολικά. Ο λόγος για την προσθήκη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89 είναι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι ίδιες επιχειρήσεις ή τα ίδια πρόσωπα να διαιρούν τεχνητά μια πράξη σε πολλές μερικές μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού, που εκτείνονται στον χρόνο, με σκοπό να αποφύγουν τα όρια που καθορίζει ο κανονισμός 4064/89 και τα οποία καθορίζουν την αρμοδιότητα της Επιτροπής κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού αυτού.

Επομένως, το γεγονός ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4064/89 επιτρέπει στην Επιτροπή να θεωρεί δύο ή περισσότερες συναλλαγές ως συνιστώσες μία και μόνη πράξη συγκέντρωσης, όσον αφορά τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών των οικείων επιχειρήσεων με σκοπό την αποφυγή παρακάμψεως της αρμοδιότητας που της παρέχει ο κανονισμός, δεν σημαίνει ότι η διάταξη αυτή, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στερεί από την Επιτροπή το δικαίωμα να καθορίζει, εκ των προτέρων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού, αν διάφορες συναλλαγές που της κοινοποιούνται συνιστούν μία ενιαία πράξη συγκέντρωσης ή αν, αντιθέτως, οι συναλλαγές αυτές πρέπει να θεωρηθούν ότι συνιστούν πολλές πράξεις συγκέντρωσης.

Αν από την εξέταση την οποία πραγματοποιεί η Επιτροπή προκύπτει ότι δύο συναλλαγές που της κοινοποιήθηκαν δεν είναι αλληλεξαρτώμενες, οι συναλλαγές αυτές πρέπει να εκτιμώνται χωριστά. Αν η μία ή/και η άλλη από αυτές δεν είναι κοινοτικών διαστάσεων, η Επιτροπή θα θεωρήσει εαυτήν αναρμόδια για να εκτιμήσει τη μία ή/και την άλλη. Αν από την εξέταση αυτή προκύπτει ότι οι συναλλαγές έχουν ενιαίο χαρακτήρα βάσει του οποίου μπορούν να θεωρηθούν μία και μόνη πράξη συγκέντρωσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού 4064/89, η Επιτροπή θα εξετάσει εν συνεχεία αν η προσδιορισθείσα έτσι συγκέντρωση είναι κοινοτικών διαστάσεων, προκειμένου να κρίνει αν έχει αρμοδιότητα και να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 115-120)

8.      Η θέση που υπερασπίζεται έκαστο των μερών που προβαίνει στην κοινοποίηση πράξεως συγκεντρώσεως είναι, εξ ορισμού, υποκειμενική και απηχεί αναγκαστικά τα δικά του συμφέροντα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει την Επιτροπή, κατά την αναζήτηση της οικονομικής πραγματικότητας μιας πράξης συγκέντρωσης, να στερηθεί τις εξηγήσεις των μερών που της παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσει ποιος ήταν πραγματικά, κατά τον χρόνο της πραγματοποίησης των επίμαχων συναλλαγών, ο οικονομικός σκοπός που επιδίωκαν τα μέρη αυτά. Μολονότι οι μη αμφισβητηθείσες εξηγήσεις ενός από τα μέρη που προέβησαν στην κοινοποίηση δεν μπορούν να είναι, αυτές καθ’ εαυτές, καθοριστικές, η Επιτροπή πρέπει ωστόσο, όπως εν προκειμένω, να μπορεί να στηριχθεί στις εξηγήσεις αυτές όταν της παρέχουν τη δυνατότητα να ενισχύει τα στοιχεία εκτίμησης στα οποία στηρίζει την ανάλυσή της.

(βλ. σκέψη 147)

9.      Εξετάζοντας συνολικά, μαζί με μια μεταγενέστερη συναλλαγή με την οποία είναι αναπόσπαστη, μια συναλλαγή η οποία, θεωρούμενη μεμονωμένα, δεν ικανοποιούσε τα κριτήρια των κοινοτικών διαστάσεων και η οποία, ως εκ τούτου, είχε εξεταστεί από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό εθνική αρχή, η οποία την είχε επιτρέψει, η Επιτροπή δεν παραβαίνει τις διατάξεις του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, που αφορούν την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό εθνικών αρχών και της Επιτροπής, εφόσον με τις δύο συναλλαγές, λόγω του ενιαίου χαρακτήρα τους, πραγματοποιείται μια ενιαία πράξη συγκέντρωσης κοινοτικών διαστάσεων.

(βλ. σκέψεις 158-161)

10.    Η δεσπόζουσα θέση, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2 του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, αφορά μια κατάσταση οικονομικής ισχύος που κατέχουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις και η οποία τους παρέχει την εξουσία να παρεμποδίζουν τη διατήρηση ουσιαστικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, δίδοντάς τους τη δυνατότητα να συμπεριφέρονται σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα έναντι των ανταγωνιστών τους, των πελατών τους και, τελικώς, των καταναλωτών.

Συναφώς, η ύπαρξη μεριδίων αγοράς μεγάλου μεγέθους είναι πολύ σημαντική και η σχέση μεταξύ των μεριδίων αγοράς τα οποία κατέχουν η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις που μετέχουν στη συγκέντρωση και οι ανταγωνιστές τους, ειδικότερα εκείνοι που τις ακολουθούν άμεσα, συνιστά έγκυρη ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης. Συγκεκριμένα, ο παράγοντας αυτός επιτρέπει την αξιολόγηση της ανταγωνιστικής ικανότητας των ανταγωνιστών της οικείας επιχειρήσεως. Επιπλέον, ένα ιδιαίτερα υψηλό μερίδιο αγοράς μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αποτελεί την απόδειξη της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης, ιδίως όταν οι λοιποί επιχειρηματίες στην αγορά κατέχουν μόνον πολύ λιγότερο σημαντικά μερίδια.

Ομοίως, η παρουσία ανταγωνιστών δεν μπορεί να αποτελεί παράγοντα ικανό να μετριάσει ενδεχομένως ή ακόμη και να εξαλείψει τη δεσπόζουσα θέση της επίμαχης οντότητας, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι ανταγωνιστές αυτές κατέχουν ισχυρή θέση ικανή να αποτελέσει πραγματικό αντίβαρο.

Τέλος, η απουσία σημαντικής ανταγωνιστικής πίεσης μπορεί, εν μέρει, να συναχθεί από τον διαφοροποιημένο χαρακτήρα των προϊόντων της σχετικής αγοράς. Συγκεκριμένα, ο διαφοροποιημένος χαρακτήρας των προϊόντων σημαίνει ότι το κάθε προϊόν δεν αποτελεί τέλειο υποκατάστατο του άλλου και ότι, κατά συνέπεια, η αύξηση της τιμής του ενός δεν έχει αναγκαστικά ως συνέπεια την εκ μέρους της επιχείρησης που προβαίνει στην αύξηση αυτή απώλεια μεριδίων αγοράς υπέρ των ανταγωνιστών της οι οποίοι παράγουν το άλλο προϊόν, όπως τούτο θα συνέβαινε για απολύτως υποκαταστάσιμα προϊόντα.

(βλ. σκέψεις 195, 198, 201, 212-213)

11.    Οι ουσιαστικοί κανόνες του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, και ιδίως το άρθρο 2, παρέχουν στην Επιτροπή ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά ζητήματα οικονομικής φύσεως. Κατά συνέπεια, ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος της ασκήσεως τέτοιας εξουσίας, που είναι ουσιώδης για τον καθορισμό των κανόνων στον τομέα των συγκεντρώσεων, πρέπει να ασκείται λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως, το οποίο στηρίζεται στους οικονομικής φύσεως κανόνες που απαρτίζουν το καθεστώς των συγκεντρώσεων.

Επομένως, ο έλεγχος που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής στις πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις που πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που της παρέχει ο κανονισμός 4064/89 πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, καθώς και του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και της καταχρήσεως εξουσίας. Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να υποκαθιστά τη δική του οικονομική εκτίμηση σε εκείνη της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 196-197)

12.    Συνιστούν φραγμούς εισόδου στην αγορά διαφόρων ειδών στοιχεία, ειδικότερα στοιχεία οικονομικής, εμπορικής ή χρηματοδοτικής φύσης, που μπορούν να βαρύνουν τον δυνητικό ανταγωνιστή των ήδη δραστηριοποιημένων επιχειρήσεων με αρκούντως υψηλό κίνδυνο και κόστος ώστε να τον αποτρέψουν να εισέλθει στην αγορά εντός ευλόγου χρόνου ή να καταστήσουν την είσοδο αυτή ιδιαίτερα δυσχερή, στερώντας του την ικανότητα να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στη συμπεριφορά των ήδη δραστηριοποιημένων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψη 219)

13.    Η αγοραστική ισχύς των πελατών ενός προμηθευτή μπορεί να αντισταθμίσει την ισχύ που αυτός έχει στην αγορά, αν οι πελάτες του έχουν την ικανότητα να καταφεύγουν, εντός ευλόγου χρόνου, σε αξιόπιστες πηγές εφοδιασμού αν ο προμηθευτής αποφασίσει να αυξήσει τις τιμές του ή να επιδεινώσει τους όρους παράδοσης.

Συναφώς, η διασπορά των επιχειρηματιών στη σχετική αγορά και η απουσία αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης εφοδιασμού για τους επιχειρηματίες αυτούς στην εν λόγω αγορά αποτελούν κριτήρια τα οποία, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην καθοριστικά για την πιστοποίηση ή τον αποκλεισμό της υπάρξεως αγοραστικής ισχύος των πελατών ικανής να αντισταθμίσει την οικονομική ισχύ ενός προμηθευτή, είναι πολύ σημαντικά. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο του βαθμού συγκεντρώσεως της αγοράς των αγοραστών σημαίνει ότι ο περιορισμένος αριθμός τους μπορεί να τους επιτρέπει να ενισχύουν τη διαπραγματευτική ισχύ τους έναντι του προμηθευτή. Αφετέρου, με βάση το κριτήριο της υπάρξεως αξιόπιστων εναλλακτικών λύσεων εφοδιασμού μπορεί να καθοριστεί το αν υφίσταται σημαντική πιθανότητα ο προμηθευτής να αναγκαστεί να περιορίσει κάθε αύξηση των τιμών, ακόμη δε και να μην προβεί σε καμία αύξηση.

(βλ. σκέψεις 230-232)

14.    Ο κανονισμός 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, δεν απαγορεύει όμως να εξετάζονται, από την άποψη των διατάξεών του, οι ενδεχόμενες πτυχές κάθετου συντονισμού μεταξύ της κοινής επιχείρησης και της μιας ή της άλλης από τις επιχειρήσεις που τη συνέστησαν, οι οποίες προκύπτουν από πράξη συγκέντρωσης, χωρίς εξάλλου για τον λόγο αυτόν να προδικάζεται η αυτονομία της κοινής επιχείρησης.

(βλ. σκέψη 250)

15.    Στο πλαίσιο του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, η Επιτροπή μπορεί να δέχεται μόνον τις δεσμεύσεις που μπορούν να καταστήσουν την πράξη συγκέντρωσης συμβατή προς την κοινή αγορά. Με άλλα λόγια, οι δεσμεύσεις που προτείνουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να συμπεράνει ότι η συγκεκριμένη συγκέντρωση δεν θα δημιουργήσει ούτε θα ενισχύσει δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού.

Έτσι, οι δεσμεύσεις αυτές, για να μπορούν να γίνουν δεκτές από την Επιτροπή ενόψει εκδόσεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, πρέπει να είναι όχι μόνον ανάλογες προς το πρόβλημα του ανταγωνισμού που προσδιόρισε η Επιτροπή με την απόφασή της, αλλά και να επιλύουν πλήρως το πρόβλημα αυτό.

Ωστόσο, τα μέρη που προβαίνουν στην κοινοποίηση δεν είναι αναγκασμένα να περιορισθούν στην πρόταση δεσμεύσεων που αποβλέπουν αυστηρά στην επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση του ανταγωνισμού που υφίστατο πριν από την πράξη συγκέντρωσης, προκειμένου να παράσχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να κηρύξει την πράξη αυτή συμβατή προς την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, η Επιτροπή έχει την εξουσία να δέχεται όλες τις δεσμεύσεις των μερών που θα της παράσχουν τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση κηρύσσουσα τη συγκέντρωση συμβατή προς την κοινή αγορά.

Σε τελική ανάλυση, ενόψει δεσμεύσεων που βαίνουν πέραν της επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υφίστατο πριν από τη συγκέντρωση, η Επιτροπή δεν έχει το περιθώριο να τις απορρίψει και να εκδώσει είτε απόφαση κηρύσσουσα τη συγκέντρωση ασύμβατη προς την κοινή αγορά, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89, είτε απόφαση κηρύσσουσα τη συγκέντρωση συμβατή προς την κοινή αγορά, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, αλλά συνοδευόμενη από μονομερώς επιβληθέντες από αυτήν όρους αποβλέποντες στην επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την πράξη συγκέντρωσης.

Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση –δηλαδή στην περίπτωση της εκδόσεως αρνητικής αποφάσεως–, η Επιτροπή θα είχε παραβεί τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, που την υποχρεώνουν να εκδώσει απόφαση κηρύσσουσα συγκέντρωση συμβατή προς την κοινή αγορά αν διαπιστώσει ότι η πράξη συγκέντρωσης, ενδεχομένως μετά από τροποποιήσεις που επέφεραν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, πληροί το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Στη δεύτερη περίπτωση –δηλαδή στην περίπτωση θετικής αποφάσεως συνοδευομένης από όρους αποβλέποντες στην επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση– η Επιτροπή θα προσέκρουε επίσης στο γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4064/89, που δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να εξαρτήσει την απόφαση περί κηρύξεως συμβατής μιας πράξης συγκέντρωσης από όρους που επέβαλε μονομερώς, ανεξάρτητα από τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα μέρη που προέβησαν στην κοινοποίηση.

(βλ. σκέψεις 294, 307-311)